Κυριάκος Χατζηκυριακίδης
Η «Φάρμα των λεπρών» της Κύπρου.
Η βρετανική πολιτική και η τύχη των ασθενών (19ος – 20ός αι.)[1]
H οφειλόμενη στο mycobacterium leprae Λέπρα (η λέξη «λέπρα»/«λεπρός» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη λέπος = φλοιός, λέπι, και άρα λεπ(ε)ρός = ο έχων λέπρα, τραχύς, πλήρης λεπίδων), ήταν, όπως έγραψε το 1948 ο λεπρολόγος Ernest Muir, η τρομακτικότερη ασθένεια από όλες τις άλλες, «όχι γιατί σκοτώνει, αλλά γιατί αφήνει τον άνθρωπο να ζει».
Η λέπρα, που δεν έχει παγκοσμίως εξαλειφθεί, αποτελεί μακρινό παρελθόν για την Ευρώπη και τον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Όμως, λόγω των συχνότατων πια μεταναστεύσεων και κυρίως εξαιτίας της λαθρομετανάστευσης, αρρώστιες ξεχασμένες στην Ευρώπη «κτυπούν την πόρτα» της ξανά. Συμβαίνει, δηλαδή, κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, τότε που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται σοβαροί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία των πολιτών των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όχι μόνο στα κατά τόπους αποικιοκρατικά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρύσει, αλλά και στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης. Για τους Βρετανούς ειδικότερα, η λέπρα ήταν «η ανοικτή πληγή της Αυτοκρατορίας»,…δεν ήταν στην πόρτα, αλλά ήταν πια μέσα στο σπίτι, πάνω στο τραπέζι…».
Στα τέλη του 19ου αιώνα η λέπρα δεν ήταν μόνο ένα ιατρικό πρόβλημα. Καθώς οι αποικιοκρατικές δυνάμεις άρχισαν να επεκτείνουν τον έλεγχο εδαφών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσουν απόσταση από λαούς, πολιτισμούς και ασθένειες των κατειλημμένων περιοχών, δημιουργήθηκε μεγάλη ανάγκη για τοποθέτηση «στεγανοποιητικών μεμβρανών», ενός «φράχτη» γύρω από την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους μέσα στις τροπικές ζώνες. Το σώμα τής αυτοκρατορίας, οποιασδήποτε ευρωπαϊκής καθώς και της ανερχόμενης αμερικανικής, αισθανόταν έντονη την εξωτερική απειλή, τον κίνδυνο μόλυνσης από τις αποικίες, ακόμη και στο ίδιο το μητροπολιτικό κέντρο. Συνεπώς, υπήρχε ανησυχία για την υγεία και την ακεραιότητα του εθνικού κορμού στο εσωτερικό και του αντίστοιχου αυτοκρατορικού στο εξωτερικό. Μπροστά στο φαινόμενο εξάπλωσης της λέπρας, γιατροί διάφορων εθνικοτήτων άρχισαν σε πολλά σημεία του πλανήτη όπου η λέπρα ενδημούσε, να εφαρμόζουν, έστω πειραματικά, και τις πρώτες μεθόδους αντιμετώπισής της.
Η τροπική ιατρική, ανίκανη να αντιμετωπίσει δραστικά τη λέπρα, ενδυνάμωσε και ταυτόχρονα δικαιολόγησε εξαναγκαστικές μορφές ιατρικής παρέμβασης στις αποικίες. Συμβάλλοντας στην επιβίωση των αποικιοκρατών στις τροπικές περιοχές και αντιμετωπίζοντας ως άρρωστους τους ιθαγενείς πληθυσμούς, η ιατρική μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή μέτρων απομόνωσης ενάντια σε επιδημικές ασθένειες. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα η ιμπεριαλιστική απάντηση στη λέπρα ήταν η επιβολή του περιορισμού των ασθενών, μέτρο που συνήθως σήμαινε αυστηρή απομόνωση για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Εστιάζοντας τώρα στην Κύπρο, αξίζει να αναφέρουμε ότι η λέπρα, η οποία υπήρχε στο νησί από την αρχαιότητα σύμφωνα με τους παλαιοπαθολόγους, δεν έλαβε ποτέ επικίνδυνες διαστάσεις στην Κύπρο, όπως αντίθετα συνέβη με άλλες ασθένειες (ελονοσία, ευλογιά, πανώλη κ.λπ.). Απασχόλησε, ωστόσο, για δεκαετίες την κοινωνία της, ειδικά από τις αρχές του 19ου και πολύ περισσότερο με την έναρξη της Αγγλοκρατίας (1878).
Μέχρι το 1800 οι λεπροί της Κύπρου θεωρητικά είχαν τη δυνατότητα να κυκλοφορούν ελεύθερα στο νησί. Στην ουσία μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα μέχρι τα όρια της επικράτειας των υγιών. Πολλοί από αυτούς ζούσαν έξω από τα τείχη της Λευκωσίας (Πύλη Αμμοχώστου), ελπίζοντας στη φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη των εμπόρων και των περαστικών.
Το 1805 ή 1807 τους παραχωρήθηκε μία έκταση, 2-3 χλμ. έξω από τη Λευκωσία, για να συγκεντρωθούν εκεί και να επιβιώσουν καλλιεργώντας τη γη, χωρίς όμως καμιά άλλη οικονομική βοήθεια από την οθωμανική διοίκηση, παρά μόνο την ανέγερση κάποιων πρόχειρων παραγκών. Κατά συνέπεια, η έλλειψη ουσιαστικής κρατικής μέριμνας ώθησε πολλούς λεπρούς να εγκαταλείψουν τα πρόχειρα σπίτια τους και να «ξεχυθούν» και πάλι στο νησί ως επαίτες. Έτσι εξηγείται, επομένως, η εικόνα που αντίκρισε ο αρχιδούκας της Αυστρίας Ludwig Salvator (Λουδοβίκος Σαλβατόρ), όταν σε νεαρή ηλικία επισκέφθηκε τη Λευκωσία (1873):
«Και τι φρικτά θεάματα στην άκρη του δρόμου! Ανθρώπινα όντα να σέρνονται, καλυμμένα με λέπρα, να απλώνουν τα κοκκαλιάρικα χέρια τους προς τους διαβάτες, προσπαθώντας να προσελκύσουν την προσοχή τους με τρομακτικά ουρλιαχτά εκλιπαρώντας για ελεημοσύνη. Προσεύχονται στο Θεό για ανακούφιση από το φρικτό πόνο τους, και επειδή δεν τους επιτρέπεται να εισέλθουν στην πόλη, κάνουν τους ανοικτούς αγρούς τόπους διαμονής των…»

Αυτή είναι, με πολύ λίγα λόγια, η εικόνα των λεπρών, όταν εμφανίζονται οι Βρετανοί στην Κύπρο. Για την ακρίβεια, με τη μυστική αγγλοτουρκική συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (4 Ιουνίου 1878) το νησί παρέμεινε στην οθωμανική κυριαρχία, αλλά τη διοίκηση είχε η Μ. Βρετανία, η οποία επιθυμούσε με κάθε τρόπο τον έλεγχό του, καθώς κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε απόλυτα τα συμφέροντά της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο στο δρόμο της για την Ινδία. Από το 1878 και μετά, το ενδιαφέρον για την Κύπρο και άρα οι πληροφορίες για την οικονομία, την κοινωνία της, τον τομέα της δημόσιας υγείας κ.λπ. αυξάνονται ραγδαία.
Για παράδειγμα, εξαιρετικά χρήσιμη είναι για τον ερευνητή της δημόσιας υγείας -και κυρίως της λέπρας- στην Κύπρο η περιγραφή του «χωριού των λεπρών» από την E. Scott-Stevenson (1879), μια από τις πρώτες βρετανίδες που έζησαν στην Κύπρο αμέσως μετά την προσάρτηση της νήσου στη Μ. Βρετανία, και η οποία διασώζει με λεπτομέρειες την εικόνα της ζωής των λεπρών καθώς και των χώρων τής εγκατάστασής τους.
Συγκλονιστική είναι, μεταξύ άλλων, η περιγραφή της για έναν νεότατο άνθρωπο, τον οποίο συνάντησε η ίδια κατά την επίσκεψή της στη λεγόμενη «Φάρμα των λεπρών» (Leper Farm), στις αρχές του 1879:
«Η εικόνα του προσώπου του θα με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή. Ο φρέσκος αέρας των λιβαδιών φαινόταν ακόμη να τον τριγυρίζει. Οι μνήμες του ευτυχισμένου σπιτιού και οι χαρές μιας ζωής μέσα σε ένα όμορφο κόσμο κυριαρχούσαν στις σκέψεις του. Η υγεία και η δύναμή του ξεχείλιζαν, αποτελούσε τον χαρακτηριστικό τύπο του Kύπριου αγρότη. Ρωτώντας πληροφορήθηκα ότι είχε μόλις 6 ημέρες στη “Φάρμα”. Του ήταν φοβερά δύσκολο να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα: ήταν ήδη θαμμένος ζωντανός σε ένα τάφο, μέχρις ότου τον σπλαχνιστεί και να τον απαλλάξει από το μαρτύριο ο ίδιος ο θάνατος».
Η Scott-Stevenson δεν παρέλειψε, πάντως, να επαινέσει το ενδιαφέρον τής βρετανικής διοίκησης, που ήδη από τις πρώτες ημέρες της στην Κύπρο είχε μεριμνήσει για τη βελτίωση της ζωής των λεπρών (άρτος και ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό). Παραδεχόταν όμως ότι απέμεναν ακόμη πάρα πολλά να γίνουν, για να εξασφαλισθούν για τους ασθενείς οι ιδανικές συνθήκες διαβίωσης (κατοικίες, ρούχα, κρεβάτια και οικιακός εξοπλισμός, τρόφιμα κ.λπ.). Προμήνυε ουσιαστικά τις προσπάθειες που θα κατέβαλλαν οι συμπατριώτες της στους μήνες και στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Πράγματι, οι μεθοδικές και στοχευμένες ενέργειες της βρετανικής διοίκησης στον τομέα της δημόσιας υγείας και ειδικότερα της λέπρας είναι καταγεγραμμένες στις λεπτομερείς Ετήσιες Εκθέσεις (Annual Reports) του εκάστοτε Διοικητή του νησιού, στις ειδικές ιατρικές αναφορές (Sanitary Reports) των επαρχιακών γιατρών και του γενικού διευθυντή υγείας, και στη μεταξύ τους πλούσια αλληλογραφία.
Οι περισσότεροι από τους Βρετανούς αξιωματούχους, πεπεισμένοι για τη μεταδοτικότητα της ασθένειας, πίστευαν ότι ο πιο ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπισή της ήταν ο εντοπισμός και η συγκέντρωση-σύλληψη όλων των λεπρών του νησιού. Διαφωνίες, ωστόσο, για το βαθμό μεταδοτικότητας της λέπρας είχαν ήδη εκφρασθεί από το Βασιλικό Κολλέγιο των Γιατρών (Royal College of Physicians) το 1867. Συγκεκριμένα, στην έκθεσή του το Β. Κολλέγιο υποστήριζε ότι η «λέπρα συγκρινόμενη με τη σύφιλη δεν ήταν περισσότερο επικίνδυνη… δεν ήταν κολλητική-μεταδοτική με τη συνηθισμένη χρήση του όρου, αλλά και αν υποτίθετο ότι ήταν, ήταν χαμηλού βαθμού και αφορούσε εξαιρετικές περιπτώσεις».
Όπως προκύπτει όμως από τη μελέτη της βιβλιογραφίας και των πηγών, η άποψη του Βασιλικού Κολλεγίου δε λήφθηκε υπ’ όψιν τόσο στη συντριπτική πλειοψηφία των βρετανικών αποικιών -με εξαίρεση την Ινδία λόγω της τεράστιας έκτασης και του πληθυσμού της- όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπου η λέπρα ήταν ενδημική. Γεγονός είναι, επίσης, ότι η άποψη για το ποια εικόνα θα έπρεπε να έχει ένα λεπροκομείο, άλλαξε πολλές φορές στο χρονικό διάστημα μεταξύ τής ίδρυσης του πρώτου λεπροκομείου της Νορβηγίας (1856) και της σύστασης και λειτουργίας του πρότυπου ασύλου λεπρών στην Culion των Φιλιππίνων από Αμερικανούς (α΄ δεκαετία 20ού αι.).
Οι Βρετανοί, ακολουθώντας, επομένως, περισσότερο τη μέθοδο της απομόνωσης, την οποία εφήρμοσαν πιστά στις περισσότερες αποικίες τους (Robben Island 1846, Hawaii 1866 κ.α.), έλαβαν και στην Κύπρο δίχως χρονοτριβή δραστικά μέτρα για την επανασύσταση και την «εύρυθμη» λειτουργία τής “Leper Farm”, «Φάρμας» ή «Ασύλου» των Λεπρών (αργότερα Λεπροκομείο Λευκωσίας)∙ στην ίδια έκταση, δηλαδή, που είχε ήδη παραχωρηθεί στους λεπρούς για να εγκατασταθούν, λίγο έξω από τη Λευκωσία.
Οι λεπροί ένοικοι της «Φάρμας» -όχι πάνω από τους 50 μέχρι και το 1879- εξακολουθούσαν, παρά τις απαγορεύσεις, να περιφέρονται στα παζάρια με το γαϊδουράκι των ωνίων και να ζητιανεύουν. Το μηνιαίο επίδομά τους ήταν πολύ χαμηλό και δεν επαρκούσε για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών τους. Η βρετανική διοίκηση αποδεχόμενη αφενός τη δικαιολογημένη απόγνωση των ασθενών, αρνούμενη αφετέρου να επιτρέψει την άσκοπη και επικίνδυνη κυκλοφορία των λεπρών εκτός του ασύλου, κατέληξε σε συμφωνία μαζί τους μόλις ένα εξάμηνο από την κατάληψη του νησιού (Δεκέμβριος 1878). Ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη προσπάθεια να τεθούν και να εφαρμοσθούν κανόνες στη λειτουργία τής «Φάρμας των Λεπρών», κανόνες που εξέφραζαν με σαφήνεια τη στάση που έμελλαν σταθερά και αδιάλειπτα να κρατήσουν οι Βρετανοί απέναντι στη λέπρα στη διάρκεια της μακράς παραμονής τους στην Κύπρο. Στις έξι παραγράφους της συμφωνίας:
α) διευθετούνταν το ζήτημα της ημερήσιας χρηματικής και υλικής επιχορήγησης (ψωμί) και ο τρόπος παραλαβής τους,
β) κατοχυρωνόταν το δικαίωμα των λεπρών να καλλιεργούν τη γη του ασύλου έκτασης περίπου 190 στρεμμάτων,
γ) οριζόταν ο ρόλος (υποχρεώσεις-καθήκοντα) του μουχτάρη/προέδρου στο «λεπροχωριό»,
δ) απαγορευόταν αυστηρά η έξοδος σε όλους τους ασθενείς για οποιοδήποτε λόγο (επαιτεία, επίσκεψη σε γονείς, σε συγγενείς και φίλους κ.λπ.), γιατί διαφορετικά επιβαλλόταν στέρηση της μηνιαίας επιχορήγησης,
ε) ορίζονταν οι ελάχιστες αποστάσεις τόσο της προσέγγισης των υγιών στις κατοικίες των λεπρών (45 μ.) όσο και των ασθενών προς τους υγιείς οικείους, φίλους και συγγενείς του (4,5 μ.),
στ) απαγορευόταν η κατοχή όνων εκτός από εκείνον που χρησιμοποιούνταν για την καθημερινή μεταφορά άρτου στη «Φάρμα».

Έχοντας, λοιπόν, εξασφαλίσει ένα υποτυπώδες πλαίσιο λειτουργίας, οι Βρετανοί προχώρησαν σε επισκευές των υπαρχόντων κτηρίων καθώς και στη δημιουργία κοιμητηρίου/νεκροταφείου (1879), δεδομένου ότι μέχρι τότε οι ασθενείς που απεβίωναν, μεταφέρονταν και θάβονταν στα κοιμητήρια των γειτονικών χωριών. Με αδιάκοπες προσπάθειες ξεκίνησαν τη διαδικασία σταδιακής μετατροπής της «Φάρμας» σε οργανωμένο άσυλο. Έγινε στοιχειώδης περιποίηση των καταλυμάτων, εξασφαλίσθηκαν κρεβάτια και κουβέρτες, κατασκευάσθηκε λουτρό και, γενικότερα, υπήρξε μέριμνα για την καθαριότητα των εγκαταστάσεων και των ασθενών.
Τα νέα δεδομένα άλλαξαν εντελώς την παγιωμένη για χρόνια εικόνα εγκατάλειψης της «Φάρμας». Η βελτιωμένη εικόνα της αποτέλεσε κίνητρο για κάποιους ασθενείς που παρέμεναν ή κρύβονταν στα χωριά τους. Συνέπεια αυτού ήταν ότι πολύ σύντομα παρατηρήθηκε στη «Φάρμα» εισαγωγή πολλών λεπρών που προστέθηκαν στους μόλις 50 «ενοίκους» της (1881)∙ εξέλιξη που θα καθιστούσε απαραίτητη την αύξηση των οικημάτων στα αμέσως επόμενα χρόνια. Στο κομβικό αυτό χρονικό σημείο πήρε την κατάσταση στα χέρια του ο Frederick Charles Heidenstam.
Ο σπουδαίος, σουηδικής (από πατέρα) καταγωγής, υγειονομικός διοικητής (Chief Medical Officer) Κύπρου F. C. Heidenstam είχε σπουδάσει ιατρική στην Στοκχόλμη και το Παρίσι. Γνώριζε τον Ελληνισμό πολύ πριν εγκατασταθεί στην Κύπρο, αφού είχε γεννηθεί στην Αθήνα (1842), μιλούσε την ελληνική, είχε νυμφευθεί Ελληνίδα από τα Επτάνησα και είχε υπηρετήσει ως υγειονομικός υπάλληλος στην Πρέβεζα. Βρέθηκε στην Κύπρο, για την ακρίβεια στη Λάρνακα, το ίδιο έτος με την έναρξη της βρετανικής κατοχής του νησιού. Ο «γιατρός της Λάρνακας», όπως ήταν γνωστός ο Heidenstam, υπηρέτησε την ιατρική επιστήμη με πραγματική αφοσίωση για τριάντα ένα συναπτά έτη, και γι’ αυτό το λόγο, μολονότι ήταν ξένος, έγινε γρήγορα αποδεκτός και έχαιρε σεβασμού από την κυπριακή κοινωνία. Η λαμπρή για τα ιατρικά πράγματα του νησιού θητεία του διακόπηκε με το θάνατό του (1909).
Στη διάρκεια της θητείας του ο Heidenstam, παρά τις αντίξοες συνθήκες (νοοτροπίες, δεισιδαιμονίες και συμπεριφορές) και κυρίως παρά την πενιχρή χρηματοδότηση της βρετανικής διοίκησης της Κύπρου από το Υπουργείο Αποικιών, κατάφερε να θέσει τις στέρεες βάσεις του υγειονομικού συστήματος στην Κύπρο. Με υπομονή και αποφασιστικότητα ασχολήθηκε με τα ποικίλα προβλήματα υγείας και υγειονομίας, αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό την απογοητευτική εικόνα που παρουσίαζε το νησί στα προηγούμενα χρόνια.

Ως επόπτης της «Φάρμας των Λεπρών» ηγήθηκε της προσπάθειας συνεχούς βελτίωσης της υλικοτεχνικής υποδομής της, καθώς υποστήριζε με θέρμη την άποψη περί άμεσης σύλληψης και πλήρους απομόνωσης όλων των λεπρών του νησιού. Πίστευε ακράδαντα από την εξέταση των λεπρών του ασύλου ότι η ασθένεια: α) δεν διέφερε στις μορφές εκδήλωσής της από τις αντίστοιχες σε άλλα μέρη (φυματιοειδής και συνηθέστερα λεπρωματώδης), β) δεν οφειλόταν ούτε στην κατανάλωση χοιρινού κρέατος, ούτε στην ελονοσία και τη βρωμιά, και γ) ήταν μεταδοτική. Για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της σύλληψης και απομόνωσης των ασθενών ο Heidenstam απέστειλε αρχικά εγκύκλιο σε όλους τους επαρχιακούς γιατρούς με την απαίτηση να πραγματοποιούν συχνές επισκέψεις στα χωριά τής περιφέρειάς τους και να αναφέρουν άμεσα οποιοδήποτε περιστατικό λέπρας εντόπιζαν, με σκοπό την άμεση εισαγωγή του ασθενούς στο άσυλο. Σε δεύτερη φάση προσπάθησε μεθοδικά να αντιμετωπίσει την αύξηση των λεπρών με την ανέγερση πέτρινων οικιών σαφώς πιο υγιεινών από τις προηγούμενες. Ο Heidenstam πραγματοποίησε, επίσης, και άλλα έργα υποδομής, όπως λ.χ. ανέγερση κουζίνας (1888), αποχωρητηρίων (1892), αίθουσας αναψυχής (1892), εκκλησίας (1897) για τους πολυάριθμους χριστιανούς-ελληνοκύπριους και τζαμιού (1902) για τους μουσουλμάνους-τουρκοκύπριους, δημιουργία κήπου και πυκνή δενδροφύτευση (1892), κατασκευή δικτύου ύδρευσης (1901) κ.λπ. Παράλληλα, εξασφάλισε μεγαλύτερη ποσότητα χορηγούμενου άρτου, μεγαλύτερο επίδομα, καλύτερης ποιότητας τρόφιμα, ρούχα και θέρμανση για τους ασθενείς.
Οι πρώτες εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα των μέτρων ήταν θετικές, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο αριθμός των εισαχθέντων στη «Φάρμα» λεπρών υπερδιπλασιάσθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1880 (η θνησιμότητα όμως εξακολουθούσε να είναι ακόμη πολύ μεγάλη), ενώ ο αντίστοιχος αριθμός εκείνων που παρέμεναν εκτός του ασύλου είχε μειωθεί δραστικά. Όμως τα μέτρα, τα οποία αναμφισβήτητα είχαν σε μεγάλο βαθμό περιορίσει την εξάπλωση της ασθένειας, δεν ήταν αρκετά για να επιτύχουν την πλήρη εξάλειψή της. Το γεγονός ότι το άσυλο ήταν πολύ κοντά στη Λευκωσία και σε μικρά χωριά, όχι μόνο δεν επέτρεπε την πλήρη απομόνωση, αλλά αντίθετα δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες επικοινωνίας και επαφής των λεπρών με τους υγιείς συμπατριώτες τους. Δεν δίσταζαν μάλιστα οι λεπροί να δραπετεύουν από τη «Φάρμα», για να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους. Οι χρηματικές ποινές για το «παράπτωμά» τους δεν αρκούσαν για να τους αποτρέψουν. Το πρόβλημα επιτεινόταν και από το τεράστιο κενό που παρατηρούνταν στη νομοθεσία, με συνέπεια να είναι όχι μόνο αδύνατη αλλά και παράνομη η σύλληψη και η απομόνωση των λεπρών.
Ο Heidenstam είχε αναζητήσει λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα, προτείνοντας από πολύ νωρίς (1883) τη μεταφορά του ασύλου στις νήσους Κλείδες, στο βόρειο-βορειοανατολικό τμήμα της Κύπρου (κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα του νησιού σήμερα). Το απομονωμένο συγκρότημα των (βραχο)νησίδων, όπως ήταν η Σπιναλόγκα της Κρήτης, το Robben Island της Αφρικής, η Χαβάη κ.λπ., θα εξασφάλιζε τη διακοπή κάθε επικοινωνίας των λεπρών με τον υπόλοιπο κόσμο, και θα καθιστούσε ουτοπική οποιαδήποτε σκέψη απόδρασης. Το σενάριο όμως αυτό, αφού εξετάσθηκε προσεκτικά, κρίθηκε ανεφάρμοστο και οικονομικά ασύμφορο.

Για την άριστη εφαρμογή της αντιλεπρικής πολιτικής κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση του «περί λεπρών» νόμου, το 1891 (5 κεφάλαια, 23 άρθρα). Η Μ. Βρετανία κατέστησε σαφές σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι δεν υπήρχε η πολυτέλεια για περαιτέρω σπατάλη χρόνου. Η λέπρα έπρεπε να ελεγχθεί για το καλό όλων, τόσο των Βρετανών υπηκόων όσο και των Κυπρίων. Ο «περί λεπρών» νόμος με αλλαγές και τροποποιήσεις το 1894 και το 1899: α) διασαφήνιζε τον τρόπο εντοπισμού, εξέτασης και εγκλεισμού κάθε λεπρού στο άσυλο (κεφ. 1), β) καθόριζε τα καθήκοντα του αρχιάτρου και του διευθυντή του ασύλου για τη σωστή διοίκηση-οικονομική διαχείριση καθώς και την εξασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών υγιεινής (κεφ. 2), γ) λάμβανε ειδική μέριμνα για την πειθαρχία και την τάξη των ασθενών μέσα στο λεπροκομείο (κεφ. 3), δ) ποινικοποιούσε την άρνηση κάποιου λεπρού να εισαχθεί στο άσυλο, την έξοδο από το φρουρούμενο άσυλο και τη μη τήρηση των κανόνων λειτουργίας του, επιβάλλοντας φυλάκιση στους παραβάτες (κεφ. 4), και τέλος ε) επέβαλλε αναγκαστική εργασία και απαγόρευε ρητώς το γάμο μέσα στο άσυλο.
Οι Βρετανοί ισχυρίζονταν ότι η νομοθεσία, η λήψη ποικίλων μέτρων και η πρόσληψη υπαλληλικού προσωπικού (φυλάκων, καθαριστριών, ιερέα, ιμάμη κ.λπ.) είχαν σκοπό τόσο την προστασία όσο και την καλύτερη διαβίωση των ασθενών. Από τις ευεργετικές προσπάθειες των Βρετανών (τέλη 19ου–αρχές 20ού αι.) απομονώνουμε, για παράδειγμα, την ειδική μέριμνα για τη στέγαση εκτός «Φάρμας των Λεπρών» των γεννημένων σ’ αυτήν υγιών παιδιών. Το θέμα αυτών των παιδιών απασχολούσε ιδιαίτερα τη βρετανική διοίκηση και κυρίως τον αρχίατρο Heidenstam, καθώς αδήριτη ανάγκη ήταν να βρεθεί το συντομότερο δυνατό λύση τέτοια που θα απέκλειε κάθε ενδεχόμενο προσβολής των παιδιών από τη νόσο. Αποφασίσθηκε για το λόγο αυτό η ενοικίαση οικίας στη Λευκωσία στα τέλη του 1902 που λειτούργησε χωρίς διακοπή μέχρι το 1935. Μετά την κατάργηση του μέτρου τα ανήλικα παιδιά τα φρόντιζαν συγγενικές ή μη οικογένειες με επιχορήγηση της βρετανικής διοίκησης.
Αναφορικά με την ιατρική αντιμετώπιση της ασθένειας στην Κύπρο, η εικόνα ήταν μάλλον απογοητευτική στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν απείχε όμως καθόλου από την αντίστοιχη πολλών άλλων σημείων του πλανήτη. Το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν η στενή παρακολούθηση των επιστημονικών ερευνών και εργασιών που ανακοινώνονταν στα ιατρικά συνέδρια και δημοσιεύονταν στα ιατρικά περιοδικά. Ο Heidenstam θεωρούσε ενδεδειγμένη τη χρήση του περίφημου ελαίου Chaulmoogra για τη φροντίδα των ποικίλων ελκών/πληγών. Είχε προσπαθήσει, παράλληλα, να αντιμετωπίσει και ο ίδιος τη λέπρα με δικό του φάρμακο. Δεν αποκάλυψε όμως ποτέ τα συστατικά της πιλοτικής φαρμακευτικής αγωγής, παρά το ότι του ζητήθηκε από το Λονδίνο, καθώς ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί για την αποτελεσματικότητά της (1894-1904). Γνωρίζουμε μόνο ότι υπέβαλε στη συγκεκριμένη θεραπεία (πειράματα) 15 ασθενείς του Λεπροκομείου (τους οποίους φωτογράφισε δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες (1903-1904) ο Leopold Glaszner), για να διαπιστώσει τη δραστικότητα της αγωγής του. Δυστυχώς δεν αναφέρονται τα αποτελέσματά της.
Πάντως, χάρις στις φωτογραφίες των λεπρών είμαστε σε θέση να δούμε για πρώτη φορά τα πρόσωπα κάποιων από τους ενοίκους του λεπροκομείου. Επιπλέον, από τις φωτογραφίες αντιλαμβανόμαστε την έκταση και την ποικιλομορφία των παραμορφώσεων που οι λεπροί είχαν υποστεί από την ασθένεια. Παράλληλα, αντλούμε πληροφορίες λαογραφικού περιεχομένου, καθώς η ευκρίνεια των φωτογραφιών επιτρέπει να εξετάσουμε με λεπτομέρεια τα ρούχα που φορούσαν άνδρες και γυναίκες, νέοι και νέες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι του λεπροκομείου.
Για το ίδιο θέμα της προσπάθειας ιατρικής αντιμετώπισης της λέπρας, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι την ίδια χρονική περίοδο (τέλη 19ου-αρχές 20ού αι.) διακεκριμένοι επιστήμονες, ειδικευμένοι στη μελέτη της λέπρας, πραγματοποιούσαν επισκέψεις, στο πλαίσιο της εκστρατείας καταπολέμησής της, σε σημεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που αποτελούσαν επικίνδυνες εστίες της ασθένειας. Με τη φυσική παρουσία τους και την εφαρμογή των μεθόδων τους, ακόμη και αν αυτές ήταν σε πειραματικό στάδιο, ενίσχυαν τις κατά τόπους υπηρεσίες υγείας στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την Ινδία ή το Ακρωτήρι της Ν. Αφρικής, η Κύπρος άργησε αρκετά να έχει στη διάθεσή της αυτή την ευεργετική βοήθεια. Πιθανοί λόγοι γι’ αυτή την καθυστέρηση ήταν αφενός το γεγονός ότι η Κύπρος δεν αποτελούσε επίσημη αποικία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι ήταν ενταγμένη σ’ αυτήν από το 1878, και αφετέρου γιατί ο αριθμός των πασχόντων ήταν αμελητέος εκεί σε σύγκριση με άλλες εστίες της λέπρας. Στην Κύπρο δηλαδή ο αριθμός των λεπρών της «Φάρμας» ποτέ δεν ξεπέρασε τους 100-110, ενώ ο συνολικός αριθμός των λεπρών του νησιού ήταν περίπου διπλάσιος.

Στο χρονικό διάστημα της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα συνεχίσθηκε η πραγματοποίηση έργων στη «Φάρμα των λεπρών» για την καλύτερη και ποιοτικότερη λειτουργία της, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι λεπροί θεώρησαν τα έργα αυτά λιγότερα και κατώτερα των προσδοκιών τους. Ακόμη, την ίδια περίοδο παρατηρήθηκαν σημαντικά βήματα προόδου στην αντιμετώπιση της ασθένειας διεθνώς και φυσικά στη μεγαλόνησο.
Κατά συνέπεια: α) οι ενθαρρυντικές νέες φαρμακευτικές μέθοδοι, β) τα διεθνή ιατρικά συνέδρια όπως το Γ΄ Συνέδριο Λέπρας στο Στρασβούργο (1923) που για πρώτη φορά αναφερόταν, έστω και υπό προϋποθέσεις, στην κατ’ οίκον νοσηλεία λεπρών (το Α΄ Συνέδριο Λέπρας είχε γίνει στο Βερολίνο το 1897 και το Β΄ στο Bergen της Νορβηγίας το 1909), γ) οι επισκέψεις έγκριτων λεπρολόγων για διαλέξεις στην Κύπρο (π.χ. R. G. Cochrane, 1929) δικαιολογημένα δημιούργησαν ένα κλίμα αισιοδοξίας.
Επιπλέον, οι ιατρικές υπηρεσίες σε πολλές χώρες άρχισαν στη δεκαετία 1920 να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της απομόνωσης των λεπρών. Μια δεκαετία (του 1920), η οποία, χάρις στα γοργά βήματα προόδου τής ιατρικής επιστήμης, θεωρήθηκε δικαιολογημένα μεγάλη ρήξη με το ζοφερό παρελθόν τού 19ου αιώνα∙ αποτέλεσε ουσιαστικά σημαντική τομή στην ιστορία της λέπρας και ειδικότερα στην ιστορία τής δυτικής ιατρικής για τη λέπρα. Κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν η νέα και πολλά υποσχόμενη θεραπευτική αγωγή του φημισμένου γιατρού Leonard Rogers, εργαζόμενου στη Σχολή Τροπικής Ιατρικής και Υγιεινής στην Καλκούτα της Ινδίας, ο οποίος χρησιμοποίησε το έλαιο chaulmoogra σε ενέσιμη μορφή. Όπως όλα έδειχναν, η συγκεκριμένη αγωγή είχε θετικά αποτελέσματα, μόνο όμως αν εφαρμοζόταν στα πρώτα στάδια εμφάνισης της λέπρας. Σε σχετική μάλιστα έκθεσή του ο Rogers σημείωνε: «Από την πρώτη στιγμή κατέστησα σαφές ότι δεν ισχυριζόμουν πως θεράπευσα, όπως η επιστήμη ορίζει, τη λέπρα, απομακρύνοντας και τον τελευταίο βάκιλο από το ανθρώπινο σώμα… Τόνισα επίσης την αναγκαιότητα έναρξης της θεραπείας σε πρώιμο στάδιο, ώστε να εξασφαλισθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα».
Η πραγματική μέριμνα για τη νοσηλεία των λεπρών της Κύπρου ξεκίνησε ουσιαστικά το 1930, χάρις στην εξάμηνη εξειδίκευση-μετεκπαίδευση του γιατρού Χαρ. Συμεωνίδη κοντά στον φημισμένο λεπρολόγο E. Muir (Καλκούτα, Ινδία), και το διορισμό Βρετανίδας νοσοκόμας στο νέο τότε, πρότυπο σε όλη τη Μεσόγειο, νοσοκομείο του Λεπροκομείου.
Την ίδια εποχή, επίσης, την ευθύνη για την καλύτερη αντιμετώπιση της λέπρας και τη βελτίωση της εικόνας του ασύλου ανέλαβε το ιδρυθέν στην Κύπρο (1928) παράρτημα της οργάνωσης British Empire Leprosy Relief Association (B.E.L.R.A.). Σύσσωμη η κοινότητα των λεπρών εξέφραζε τότε την ευγνωμοσύνη της προς τη γυναίκα του Βρετανού Κυβερνήτη της Κύπρου, τη λαίδη Storrs, και προς τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης (BELRA), αφού χάρις στις προσπάθειές τους έφθαναν κατά καιρούς, ακόμη και από το εξωτερικό, δωρεές σε ρούχα, παιδικά παιχνίδια, ύφασμα κ.ά. Άρχισαν να δίνονται και οι πρώτες άδειες εξόδου από το Λεπροκομείο (1930). Όμως τις θετικές αυτές εξελίξεις ανέκοψε η εξέγερση κατά του αποικιακού καθεστώτος τον Οκτώβριο του 1931 και η σκλήρυνση της βρετανικής εξουσίας.
Παρά το γεγονός όμως ότι άρχισαν να δίνονται οι πρώτες άδειες εξόδου από το Λεπροκομείο, το φάρμακο της πλήρους ίασης δεν είχε ακόμη παρασκευασθεί. Το δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας για τον αναγκαστικό περιορισμό τους ήταν βασανιστικό για τους λεπρούς της Κύπρου. Αυτό δυνάμωνε κατά καιρούς τη φωνή τους, πετυχαίνοντας κάποιες φορές να ευαισθητοποιήσουν, έστω και πρόσκαιρα, κυρίως την τοπική κοινωνία. Σημαντικότερη προσωπικότητα στον αγώνα βελτίωσης της ζωής στο Λεπροκομείο και της διεκδίκησης των δικαιωμάτων των λεπρών, σε παγκύπριο επίπεδο και όχι μόνο, παραμένει ο Χρίστος Σάββα∙ ένας λεπρός που εισήχθη με τη βία στο άσυλο των λεπρών σε εφηβική ηλικία και πάλεψε με τη νόσο∙ πάλεψε για εκείνον και τους συνανθρώπους του από το 1930, παρά την εφιαλτική για τον ίδιο εξέλιξη της ασθένειας. Η ανακάλυψη των θεραπευτικών φαρμάκων (σουλφόνη και δαψόνη) στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ήρθε αργά για τον Χρ. Σάββα. Λυτρώθηκε από το θάνατο το 1968.
Επιλογικά, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι το Σεπτέμβριο του 1955 έγινε η μετεγκατάσταση του λεπροκομείου στην Αλυκή της Λάρνακας, αφού είχε προηγηθεί η άρνηση και ο σκληρός αγώνας των λεπρών εναντίον αυτής της ενέργειας των Βρετανών. Στη Λάρνακα «μεταφέρθηκε» πέτρα πέτρα και η εκκλησιά του Αγ. Χαραλάμπους, σημείο αναφοράς για τους ασθενείς της «Φάρμας των λεπρών». Η εκκλησία όχι μόνο σώζεται σε άριστη κατάσταση, αλλά και διατηρείται «ζωντανή» μέχρι και τις ημέρες μας.
Η Στέγη Αγίου Χαραλάμπους, όπως μετονομάσθηκε το νέο λεπροκομείο, στέγασε στις δεκαετίες που ακολούθησαν και τους τελευταίους χανσενικούς της Κύπρου (ο όρος λεπρός συνειδητά εγκαταλείπεται), αφού ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 (1953) είχε αρχίσει σταδιακά, χάρις στη θεαματική πια πρόοδο της θεραπευτικής αγωγής, να εφαρμόζεται η κατ’ οίκον νοσηλεία∙ φυσικά στο μεταξύ είχαν αρθεί/καταργηθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο οι ποικίλες απάνθρωπες απαγορεύσεις όσο και η προκατάληψη της κοινωνίας για τους στιγματισμένους.
Με σεβασμό στη μνήμη τους και εκφράζοντας τη συγγνώμη της «υγιούς» κοινωνίας μας προς τους λεπρούς (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) που εγκλείσθηκαν στο λεπροκομείο της Λευκωσίας και έπειτα σ’ αυτό της Λάρνακας, επιλέξαμε τελικά, όχι αβασάνιστα, να απορρίψουμε τον όρο «νόσος του Hansen» ως αναχρονιστικό για την περίοδο που εξετάσαμε.
Επίσης, παρά τους ενδοιασμούς μας για τον όρο «λέπρα» -ακόμη και για τον όρο «λεπρός»- θεωρήσαμε, συμβουλευόμενοι και τη σύγχρονη βιβλιογραφία, ότι με τη χρήση τους παραμένουμε πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια, αφού από τη μια αυτοί οι όροι κυριάρχησαν στην ιατρική επιστήμη και από την άλλη, τόσο η ασθένεια όσο και οι ασθενείς αναφέρονται στις πηγές μόνο με αυτόν τον τρόπο. Επιπρόσθετα, η αντικατάστασή τους από τον όρο «νόσος του Hansen», όρος που ουσιαστικά ποτέ δεν υιοθετήθηκε ευρέως, καλύπτει με ένα πέπλο ένοχης σιωπής την κακομεταχείριση, τις διώξεις και την ταλαιπωρία που υπέστησαν οι λεπροί για αιώνες, και παραπλανητικά αποκαθαίρει την άθλια κατάστασή τους στο παρελθόν. Επιπλέον, η χρήση του όρου «νόσος» υποδηλώνει «την ιατρική στροφή στην αντιμετώπιση της ασθένειας, δηλαδή τη σχεδόν αποκλειστική εκχώρησή της στην αρμοδιότητα των ιατρών και των επαγγελματιών της υγείας», κάτι που ασφαλώς δεν αντικατοπτρίζει σε καμία περίπτωση την πραγματικότητα των αιώνων που παρήλθαν.
Σήμερα το λεπροκομείο της Κύπρου, έρημο και εγκαταλειμμένο μέσα στην πυκνή βλάστησή του, αποπνέει μια έντονη μελαγχολία, δίχως όμως να εκφράζει ανοιχτά στον ανυποψίαστο διαβάτη τον πόνο, τον θρήνο και την πικρία των κεκοιμημένων και των ελάχιστων ζώντων «ενοίκων» του.

Ενδεικτική βιβλιογραφία και Πηγές
Secretariat Archive (SA1), Κρατικά Αρχεία Κύπρου.
- G. Cochrane and T. Frank Davey, Leprosy in Theory and Practice, John Wiley & Sons, Bristol 1964.
- Edmond, Leprosy and Empire. A Medical and Cultural History, Cambridge University Press, Ν. York 2009.
- Gould, A Disease Apart: Leprosy in the Modern World, St. Martin’s Press, N. York 2005.
Fr. Ch. Heidenstam, Report on Leprosy in Cyprus, Eyre and Spottiswoode, London 1890.
- S. Pandya, “The First International Leprosy Conference, Berlin, 1897: the politics of segregation”, História,Ciências. Saúde-Manguinhos, 10.1 (2003), 161-175.
- P. Wright, Leprosy, an Imperial Danger, Churchill, London 1889.
[1] Το παρόν άρθρο βασίσθηκε στην ομότιτλη μελέτη του γράφοντος, από τις εκδόσεις Επίκεντρο (Θεσσαλονίκη 2014).