Skip to main content

Αρετή Τούντα-Φεργάδη: Πτυχές της Μικρασιατικής καταστροφής και η καταφυγή των προσφύγων στην Ελλάδα

Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή

 

Αρετή Τούντα-Φεργάδη

Πτυχές της Μικρασιατικής καταστροφής και η καταφυγή των  προσφύγων στην Ελλάδα[1].

 

Το 2022, που διανύουμε, είναι έτος αφιερωμένο σε εκδηλώσεις μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή⸱ για τον αναγκαστικό και βίαιο εκπατρισμό των Ελλήνων, που ζούσαν στη Μικρά Ασία, εκπατρισμό, τον οποίο δεν διανοούνταν οι ίδιοι οι Μικρασιάτες, λίγους μήνες νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν κάηκε η Σμύρνη. Τούτο διαπιστώνεται από κύριο άρθρο της εφημερίδας Αμάλθεια, που εκδιδόταν στη Σμύρνη. Αξίζει να διαβάσουμε λίγες γραμμές από το πρωτοσέλιδο, της 12 (25) Μαρτίου 1922: «Δύναται να είναι αγνώμων [ο Μικρασιατικός λαός] δια τας εκδηλώσεις ταύτας της αγάπης των απανταχού αδελφών του, δύναται να φαντασθή ποτέ ότι θα αφεθή μόνος και άνευ ερείσματος εις την μεγάλην εθνικήν πάλην εκ της επιτυχίας της οποίας θα κριθή η σωτηρία ή η καταστροφή του Γένους μας ολοκλήρου[2].

Όταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, αρχηγός της επαναστάσεως στις 2 Ιανουαρίου 1924, έλαβε τον λόγο στην πρώτη Συντακτική Συνέλευση, η οποία είχε προέλθει από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, συνόψισε τα όσα είχαν διαδραματισθεί στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο της χώρας, από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, και ως την τραγωδία της Σμύρνης, επιρρίπτοντας ευθύνη στον Κωσταντίνο, την επιστροφή του οποίου στον θρόνο χαρακτήρισε ως «έγκλημα», αναφερόμενος, δε, στις δυσκολίες του Μικρασιατικού πολέμου και στα όσα τραγικά είχαν συντελεστεί στο Μέτωπο και στη Σμύρνη, υπογράμμισε  τα ακόλουθα: «Και ο γενναίος Στρατός μας -ο οποίος πάντοτε υπήρξεν άξιος της Ελλάδος- προδοθείς εκεί, ηριθμείτο πλέον εις αιχμαλώτους, νεκρούς και φυγάδας. Και αποχαιρετίσαμεν διερχόμενοι την αλησμόνητον Σμύρνην κατά την υστάτην εκείνην αποφράδα ημέραν, καθ’ ήν αύτη συνείχετο από τον εφιάλτην της επιδρομής, και αγωνιώσα είχε βυθισθή εις την σιγήν του θανάτου»[3].

Τι έγινε, όμως, στη Σμύρνη εκείνες τις μέρες, που συντελέστηκε η μεγάλη συμφορά; Οι Μικρασιάτες είχαν αρχίσει από νωρίς, πριν από την καταστροφή, να εγκαταλείπουν τα ενδότερα της Ανατολίας. Έφταναν, σχεδόν, κοπαδιαστά, στα παράλια του Αιγαίου και στη Σμύρνη με τακτικά δρομολόγια τρένων ή με άμαξες ή και πεζοπορώντας. Καθώς τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπιζαν όλο και πιο αναποτελεσματικά τις τουρκικές επιθέσεις, ο αριθμός των γηγενών Ελλήνων, που εγκατέλειπαν τα πατρογονικά τους εδάφη, αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Η προκυμαία της Σμύρνης ήταν πλέον ασφυκτικά γεμάτη από εξόριστους μέσα στην ίδια τους την χώρα.

Αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι δεν βοηθήθηκαν ιδιαιτέρως. Ο Ύπατος Αρμοστής, ο Αριστείδης Στεργιάδης, στις 19 Αυγούστου 1922, έστειλε επιστολή στους Ανώτερους Αντιπροσώπους της Κίου, των Μουδανιών και άλλων περιοχών, «Άκρως προσωπική», με την οποία έδινε οδηγίες για να συσκευάσουν τα αρχεία των υπηρεσιών τους, να συγκεντρωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι «και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν», και με την εντολή «[π]αρούσα τηρήσατε απολύτως μυστική από πληθυσμό»[4].

Ο Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ προχώρησε σε μια σημαντική ενέργεια: κάλεσε το προσωπικό του Αμερικανικού Κολλεγίου της Σμύρνης, τους εκπροσώπους των τοπικών οργανώσεων περίθαλψης, καθώς και των εμπορικών οίκων, να προχωρήσουν στη σύσταση μιας επιτροπής, η οποία έμεινε γνωστή ως American Disaster Relief Committee. Πρώτη φροντίδα της Επιτροπής ήταν η διανομή ψωμιού στους ανθρώπους, που στοιβάζονταν καταταλαιπωρημένοι στην παραλία. Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να αποδράσουν από το λιμάνι, το οποίο ήταν παντελώς νεκρό από κάθε εμπορική κίνηση, όπου τα μοναδικά ελλιμενισμένα πλοία ήταν τα θωρηκτά των ουδετέρων δυνάμεων, τα οποία είχαν έρθει για να «εποπτεύσουν» την καταστροφή;

Μια άλλη εικόνα της «εποπτείας», που τα πλοία των ουδετέρων δυνάμεων ασκούσαν στο λιμάνι μας δίνει η Διδώ Σωτηρίου, Μικρασιάτισσα η ίδια, στο πασίγνωστο και κλασικό, πλέον, βιβλίο της Ματωμένα Χώματα και την περιγράφει με μελανά χρώματα: «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια οι διπλωμάτες και οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά, οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μην φτάνουν ίσαμε τ’ αυτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μία κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Και η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε[5].

Η Διδώ Σωτηρίου και τα Ματωμένα Χώματα.

Μια παραπλήσια εικόνα των τραγικών εκείνων ημερών μας δίνει και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μέσα από ένα γράμμα του, που έστειλε στον Ηλία Βενέζη, όπου επέρριπτε ευθύνες στους λαούς «των ‘χριστιανικών’ χωρών, που τα πολεμικά τους σκάφη ή άλλα καράβια τους, στα νερά της Σμύρνης, απωθούσαν (με μοναδικές εξαιρέσεις δυο εμπορικά πλοία, ένα ιταλικό κ’ ένα γιαπωνέζικο, αυτό μη ‘χριστιανικό’) όσους ζητούσαν σωτηρία, ή παρακολουθούσαν με απάθεια τους στριμωγμένους στην προκυμαία, όταν οι φλόγες κατάπιναν την πόλη και η μάχαιρα των σφαγέων είχε υψωθεί επάνω από τα κεφάλια τους. […] έφταιξαν και οι ‘χριστιανικοί λαοί’, που οι πρόξενοι των χωρών τους στη Σμύρνη (με μοναδική εξαίρεση τον Αμερικανό Georges Horton) ετήρησαν ‘ουδετερότητα’ μπροστά στο μαρτύριο των Ελλήνων (και των Αρμενίων)»[6].

Είναι γεγονός πως οι πρόσφυγες, που έφτασαν στην Ελλάδα, στη  συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά, διότι πολλοί άντρες είχαν χαθεί στο πεδίο της μάχης, άλλοι έμειναν πίσω και «υπηρέτησαν» στα τάγματα εργασίας των Τούρκων. Επιπλέον, οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει στους άντρες, που βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία να αποχωρήσουν από τα οθωμανικά εδάφη. Επισήμως, οι Τούρκοι υποστήριζαν πως οι άνδρες αυτής της ηλικίας θα συνέβαλαν στην ανοικοδόμηση  των περιοχών εκείνων, που ο ελληνικός στρατός είχε καταστρέψει, ενώ, στην πραγματικότητα, στόχευαν στην εθνική και στρατιωτική αποδυνάμωση της Ελλάδας, στερώντας της το παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό. Τούτο προκύπτει και από την ανακοίνωση, της 16ης Σεπτεμβρίου 1922, όπου αναφερόταν, μεταξύ άλλων, πως: «[…] οι Έλληνες και οι Αρμένιοι τους οποίους έφερε στη Σμύρνη και στις παράκτιες πόλεις ο εχθρικός στρατός…είναι άτομα που…ενώθηκαν ανοιχτά με τον ελληνικό στρατό και επομένως πήραν ανοιχτά τα όπλα εναντίον μας, έκαψαν τις πόλεις μας, βασάνισαν και καταδίωξαν τους αθώους κατοίκους…Για να μην επιτρέψουμε σε αυτά τα άτομα να επανενταχθούν στον ελληνικό στρατό …οι άρρενες ηλικίας 18 έως 45 ετών θα τεθούν υπό φρούρηση ως αιχμάλωτοι πολέμου…». Οι Τούρκοι είχαν, επίσης, αρπάξει νεαρά κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 15 έως 35 ετών από όσους βρίσκονταν στην αποβάθρα, πολλές από τις οποίες εξαφανίστηκαν[7].

Η πυρκαγιά της Σμύρνης και ο πανικός του πλήθους.

Ακόμα, αρκετοί από τους στρατιώτες του μικρασιατικού μετώπου αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον εχθρό ή να πετάξουν τα όπλα και να φύγουν πανικόβλητοι. Αυτή την αλλοφροσύνη των Ελλήνων στρατιωτών και τις άθλιες συνθήκες, που βίωναν, μας δίνει ο Έρνεστ Χεμινγουέι, ο οποίος ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής μιας εφημερίδας του Τορόντο, σημείωνε: «Όλη τη μέρα έβλεπα να περνούν, βρώμικοι, κουρελιασμένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες, πεζοπορώντας στα μονοπάτια μέσα από την καφετιά, σβωλιασμένη, χέρσα γη της Θράκης. Ούτε επίδεσμοι, ούτε οργανωμένη περίθαλψη, ούτε στρατόπεδα, μόνο ψείρες, βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι της δόξας που ήταν η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος της δεύτερής τους πολιορκίας της Τροίας»[8].

Η δημοσιογραφική ταυτότητα του Έρνεστ Χεμινγουέι.
Τζωρτζ Χόρτον, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στη Σμύρνη, ρίχνονταν προκηρύξεις στους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, με τις οποίες τους πληροφορούσαν πως θα έπρεπε μέσα σε μια βδομάδα να εγκαταλείψουν την πόλη, διαφορετικά θα εκτοπίζονταν. Οι περίπου 350.000 άνθρωποι που βρίσκονταν στην προκυμαία προσπαθούσαν να επιβιβαστούν σε πλοία και από εκεί να περάσουν στα νησιά, την Χίο, κυρίως, και τη Μυτιλήνη και στα υπόλοιπα παράλια της Ελλάδας, αν και η αποβίβασή τους στα λιμάνια της ‘Παλαιάς Ελλάδας’ είχε απαγορευθεί από την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

Λίγο αργότερα,  οι ηγέτες της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου», συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, καθώς και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, εξανάγκασαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση και επιδίωξαν την αντικατάστασή του από  τον γιό του, Γεώργιο Β΄, όρισαν, δε, κυβέρνηση με επικεφαλής τον Σωτήριο Κροκιδά, που διαδέχθηκε την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου[9].  

Βέβαια, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν μείνει απαθείς απέναντι στους πρόσφυγες, που έφταναν στη χώρα, παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες, που αντιμετώπιζε το κράτος. Μάλιστα, στη Συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 1922, ο Γ. Αναστασόπουλος ανακοίνωνε, ενώπιον της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως, Ψήφισμα, το οποίο είχε ψηφιστεί νωρίτερα και αφορούσε τα όσα «από τριετίας κατά σύστημα διαπράττονται εν τη κεμαλοκρατουμένη Ασία εναντίον των αμάχων ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών, εκ των οποίων περί τα δύο εκατομμύρια, άνδρες, γυναίκες και παίδες εξωντώθησαν δια πυρός, σιδήρου, αγχόνης και μαρτυρικών διωγμών». Εκπροσωπώντας η Εθνοσυνέλευση, «την πανελλήνιον ψυχήν», επικαλείτο «την αντίληψιν της πεπολιτισμένης ανθρωπότητος προς διάσωσιν των διωκομένων, υπέρ ελευθερώσεως των οποίων αγωνίζεται η Ελλάς»[10].

Όμως, η έκκληση αυτή των εκπροσώπων του Ελληνικού Κοινοβουλίου προς τον πολιτισμένο κόσμο αμαυρώθηκε λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1922, όταν οι ίδιοι ψήφισαν, ομοφώνως, τον Νόμο 2870 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής»[11], ένας νόμος που αφορούσε και πρόσφυγες ερχόμενους στην Ελλάδα και από άλλες περιοχές. Ήταν η περίοδος κατά την οποίαν τα προβλήματα στο μικρασιατικό μέτωπο είχαν εκτραχυνθεί και η αποτυχία της εκστρατείας ήταν υπέρ το δέον ορατή.

Οι Μικρασιάτες έφταναν στην κυρίως Ελλάδα με έκδηλα στα πρόσωπά τους τα σημάδια της ταλαιπωρίας, της στέρησης και της απογοήτευσης, οι δε δυσκολίες που καλούνταν να αντιμετωπίσουν φάνταζαν ανυπέρβλητες, και ήταν. Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, η οποία σχηματίστηκε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή, ανάμεσα στα τεράστια προβλήματα, που είχε να αντιμετωπίσει-συγκέντρωση των υπολειμμάτων του Στρατού, αναδιοργάνωσή του, ανασύνταξη της χώρας και προσδιορισμό της θέσης της απέναντι στους Συμμάχους, λόγω του επαναστατικού της χαρακτήρα- συγκαταλέγονταν και τα καραβάνια των προσφύγων, τα οποία κατέκλυζαν μέρα με τη μέρα τα παράλια της Ελλάδας και την ενδοχώρα της.

Μια εικόνα του ερχομού των προσφύγων στην Ελλάδα μας παρέχει ο Μιχαήλ Νοταράς στο βιβλίο του, Η Αγροτική Αποκατάστασις των Προσφύγων, όπου σημειώνει: «Μόνον εκείνοι, οίτινες έζησαν το δράμα του 1922 και παρηκολούθησαν ιδίοις όμμασι την αποβίβασιν εις τα Ελληνικά παράλια της αλλόφρονος και απεγνωσμένης μάζης των ανθρωπίνων ρακών, μόνον εκείνοι είνε εις θέσιν να εκτιμήσωσι την υπεράνθρωπον προσπάθειαν που κατέβαλε η χώρα αύτη δια να δυνηθή ν’ αφομοιώση τον πληθυσμόν εκείνον […] των ομογενών της χωρίς ποσώς να παρίδη και τους αλλοεθνείς, οίτινες κατέφυγον εις το έδαφός της»[12].

Η αναγκαστική έξοδος των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και η εισροή τους στο ελληνικό έδαφος υποχρέωσε την Ελλάδα να απορροφήσει και να εντάξει στον πληθυσμό της έναν μεγάλο αριθμό νέων κατοίκων. Η Margaret Macmillan, θεωρεί πως «[έ]λληνες που δεν μιλούσαν ελληνικά, συνωστίστηκαν σε μια χώρα που δεν μπορούσε να τους θρέψει»[13]. Άποψη, βεβαίως, η οποία δεν ευσταθεί, διότι το «εθνοτικό χάσμα» ανάμεσα στους πρόσφυγες και στον γηγενή πληθυσμό είχε «πραγματικές αφορμές», η επικοινωνία τους δυσχεραινόταν από πολλούς παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η γλώσσα, δεδομένου ότι «για πολλούς δεν είναι καν η ελληνική»[14].

Το γεγονός αυτό απαιτούσε την εντατικοποίηση των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα που είχαν ανακύψει έντονα και επείγοντα και αφορούσαν την περίθαλψή τους, τη σίτισή τους, την προσωρινή στέγασή τους⸱  στη συνέχεια, έπρεπε να χτιστούν σπίτια για τη  μόνιμη στέγασή τους, να προχωρήσουν έργα υδραυλικά και συγκοινωνιακά, να συντηρηθούν οι οικίες από τις οποίες είχαν αποχωρήσει οι μουσουλμανικοί και βουλγαρικοί πληθυσμοί και, γενικώς, το κράτος να δημιουργήσει προϋποθέσεις τέτοιες, που θα επέτρεπε στους πρόσφυγες να απασχοληθούν σε παραγωγικές εργασίες, ικανές να τους παράσχουν τα προς το ζην και να ζήσουν μια ομαλή ζωή[15].

Ο αριθμός των Ελλήνων που εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία και έφτασαν στα εδάφη της Μητροπολιτικής Ελλάδας, ως πρόσφυγες, δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί επακριβώς. Σύμφωνα με δήλωση της All-British Appeal, η οποία ήταν αρμόδια για την πείνα στη Ρωσία, η οποία είχε ενσκήψει από το 1921, αλλά και την τραγωδία της Ανατολής, η κατανομή των προσφύγων ήταν η ακόλουθη: Στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της, εγκαταστάθηκαν πάνω από 100.000, στη Θράκη και στα νησιά της θάλασσας του Μαρμαρά, 130.000, στη Χίο 60.000, στη Σάμο 15.000, στον Πειραιά 50.000, στην Κρήτη 27.500. Επιπλέον, βρίσκονταν καθ’ οδόν, από τη Δυτική Θράκη περισσότεροι από 100.000 και 50.000 Έλληνες στρατιώτες[16]. Τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, ο εκπρόσωπος της Κ.τ.Ε., Φρίντγιοφ Νάνσεν, τους αναβίβαζε, το Νοέμβριο του 1922, σε 900.000 σύμφωνα με τις καλύτερες πληροφορίες[17] και τις πρώτες εκτιμήσεις.

Μία στατιστική ανέφερε πως 786.430 πρόσφυγες είχαν καταφύγει στο ελληνικό έδαφος. Άλλη μιλούσε για 1.360.000 άτομα. Η ίδια η Κοινωνία των Εθνών δημοσίευε, το 1926, ένα βιβλίο αφιερωμένο στους Έλληνες πρόσφυγες, όπου αναφερόταν ο αριθμός 1.400.000, διευκρινιζόταν δε ότι σ’ αυτόν περιλαμβάνονταν και όσοι είχαν έρθει από την Ανατολική Θράκη, τη Βουλγαρία και τη Ρωσία. Προστίθετο, ακόμα, ότι η μεγαλύτερη μάζα αυτού του πληθυσμού προερχόταν από τη Μικρά Ασία. Έτσι, ο επακριβής αριθμός προσδιορίζεται από τα μεταναστευτικά ρεύματα, που αρχίζουν να καταφθάνουν στην Ελλάδα από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων έως και λίγο καιρό μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης[18]. Στην έκδοση της ΚτΕ αναφερόταν πως «πολλοί από τους ανταλλαγέντες ή τους πρόσφυγες δεν πέρασαν από τους δρόμους μεταφοράς, που οργανώθηκαν από το κράτος· έφτασαν με δικά τους μέσα, διαφεύγοντας έτσι κάθε απογραφή»[19].

Ας διευκρινιστεί ότι η ελληνοτουρκική Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, της 30 Ιανουαρίου 1923, η οποία εντάσσεται στο σύνολο των συμβατικών πράξεων της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, δημιούργησε και ένα άλλο προσφυγικό ρεύμα. Ορισμένοι, που υποχρεούνταν στην ανταλλαγή είχαν, ήδη, μεταναστεύσει στην Ελλάδα, εξαναγκασμένοι από τις τουρκικές ωμότητες και την γενικότερη έκρυθμη κατάσταση, που επικρατούσε στην Ανατολή, άλλοι ήρθαν αργότερα[20].

Ωστόσο, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, τη γνωστή ως ΕΑΠ[21], η οποία είχε ιδρυθεί βάσει του πρωτοκόλλου του Σεπτεμβρίου 1923, στα τέλη του 1923 βρίσκονταν στην Ελλάδα 1.136.000 άτομα. Στον αριθμό αυτό, όμως, συνυπολογίζονταν και 150.000 πρόσφυγες, οι οποίοι θα έρχονταν από την Ασία, όπως και 60.000 Αρμένιοι, οι οποίοι ήδη είχαν φθάσει σε ελληνικό έδαφος. Ο ταγματάρχης Ντάβινσον, ο οποίος ήταν μέλος του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και της Near East Relief, των Οργανώσεων, δηλαδή, που από την πρώτη στιγμή βρέθηκαν κοντά στους πρόσφυγες και τους συνέδραμαν αποτελεσματικώς στην αντιμετώπιση των επειγουσών και ζωτικών αναγκών τους, παρακολούθησαν δε, εκ του σύνεγγυς, την όλη κατάσταση, σε μια στατιστική έκθεση μιλάει για 1.000.000 πρόσφυγες. Σ’ αυτόν τον αριθμό συμπεριλαμβάνονταν και 150.000, οι οποίοι πέθαναν στη διάρκεια του χειμώνα του 1922 και της άνοιξης του 1923. Περιλάμβανε δε και 50.000, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν στο εξωτερικό. Ορισμένοι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στη Σοβιετική Αρμενία, Έλληνες, μετέβησαν στην Αίγυπτο και τις ΗΠΑ για να συναντήσουν τους συγγενείς τους, που ζούσαν στις εκεί ελληνικές παροικίες. Από τους υπόλοιπους 800.000, οι 400.000 κατέστησαν αυτάρκεις, δίχως να εξηγείται πώς και με ποια μέσα. Οι υπόλοιποι 400.000 συναποτελούνταν από γέροντες, γυναίκες και παιδιά, άτομα που έχρηζαν βοήθειας και, γενικότερα, κρατικής μέριμνας και αρωγής. Κατά τον Ντάβινσον, ο προσφυγικός κόσμος περιλάμβανε 95.000 παιδιά. Τα 10.000 ήσαν ορφανά και από τους δύο γονείς, τα 40.000 από τον έναν, τα 45.000 είχαν μεν και τους δύο γονείς τους αλλά έχρηζαν, όπως και τα άλλα, άλλωστε, υποστήριξης[22]. Σύμφωνα, όμως, με τον βουλευτή Λ. Ιασωνίδη, «πλέον των εκατόν χιλιάδων [ορφανών] περιφέρονται εις την Ελλάδα, εκ των οποίων έχουν συλλεγή μόνον 30.000»[23].

Ο υπουργός Γεωργίας, Α. Μπακάλμπασης, υποστήριζε στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση, όταν συζητείτο το προσφυγικό, ότι υπήρχε μια στατιστική του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, η οποία συμπληρώθηκε τον Απρίλιο 1923, σύμφωνα με την οποία οι πρόσφυγες που απογράφηκαν οικειοθελώς ήσαν 786.000. Σύμφωνα με αυτή τη συγκεκριμένη στατιστική, ο αριθμός των προσφύγων ανερχόταν σε 1.000.000. Ο ίδιος ο υπουργός υπολόγιζε τους πρόσφυγες, που έφτασαν στην Ελλάδα, σε 1.100.000 έως 1.200.000 τους πρώτους μήνες που γεννήθηκε το έντονο προσφυγικό ζήτημα. Αναμένονταν δε άλλοι 147.000 από διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας, άλλοι από την Κωνσταντινούπολη, εκτός από εκείνους, που θα έφταναν, όταν θα άρχιζε να εφαρμόζεται η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών του Ιανουαρίου 1923, έργο το οποίο ανέλαβε η αρμόδια Μικτή Επιτροπή[24].

Η μερική απογραφή των προσφύγων του 1923.

Ωστόσο, κατά τον Αλέξανδρο Πάλλη «[…] η Γενική Απογραφή του Πληθυσμού της 15 Μαΐου 1928-η πρώτη μετά την μικρασιατικήν καταστροφήν-μας παρέχει, δια πρώτην φοράν, επισήμως εξηκριβωμένον τον συνολικόν αριθμόν των προσφύγων, κατά διάκρισιν προελεύσεως. Ούτος ανέρχεται εις 1.221.849 άτομα εκ των οποίων 1.069.957 είναι οι αφιχθέντες μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν 151.892 δε οι προ αυτής. Μεταξύ των 151.892 τούτων συγκαταλέγονται και οι παλαιοί πρόσφυγες οι ελθόντες προ του 1920, οι οποίοι ανέρχονται εις 70.000 περίπου»[25]. Όμως, και αυτά τα στοιχεία ελέγχονται, διότι, στην συγκεκριμένη απογραφή, υπολογίστηκαν τα παιδιά, που είχαν, εν τω μεταξύ, γεννηθεί στην Ελλάδα και αυτό δεν το γνώριζε ο Βενιζέλος όταν, το 1930, αναφέρθηκε σ’ αυτήν, θεωρώντας ότι τα στοιχεία προέρχονταν από την ΕΑΠ. Και υποστηρίζει πως είναι «εντελώς αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός των προσφύγων»[26].

Ο βουλευτής Σκεύος Ζερβός, μιλώντας από το βήμα της Βουλής, προέτρεπε την κυβέρνηση να επιφορτίσει το υπουργείο Γεωργίας να διενεργήσει στατιστικές για τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου πριν από την καταστροφή. «Δεν γνωρίζομεν», ομολογούσε, «πόσοι είναι εν ζωή εν Τουρκία, πόσοι είναι τεθνεώντες εκεί». «[Ε]κ της ακριβούς στατιστικής θα γνωρίσωμεν ακριβώς πόσοι είναι άφαντοι και τελείως εξαφανισθέντες και ποίαι και πόσαι είναι αι περιουσίαι των». «Άνευ στατιστικών ακριβών ο προσφυγικός κόσμος δεν θα είναι γνωστός ποσοτικώς και ποιοτικώς». Πιο κάτω δε επισήμαινε το γεγονός ότι είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια από την καταστροφή «και δεν γνωρίζομεν ακόμη ούτε κατά προσέγγισιν πόσος είναι ο προσφυγικός κόσμος. Άλλοι λέγουν 720.000, άλλοι 1.200.000»[27].

Σκεύος Ζερβός.

Αρκετές χιλιάδες, ο αριθμός των οποίων είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εξακριβωθεί, και ως εκ τούτου δεν αναφέρεται πουθενά, πέθαναν από τις κακουχίες και τις στερήσεις, εξαφανίστηκαν και γενικά χάθηκαν τα ίχνη τους, για άγνωστους λόγους[28]. Υπήρχαν, ωστόσο, και οι πολιτικοί όμηροι, τους οποίους οι εν Ελλάδι υπολόγιζαν σε εκατό με εκατόν πενήντα χιλιάδες. Σύμφωνα με πληροφορίες, που δίνονταν στην Εθνοσυνέλευση, υπήρχαν «Διάφοροι Οργανώσεις Μικρασιατικαί [οι οποίες] συνεχώς δια τηλεγραφημάτων παρακαλούν και ζητούν την επέμβασιν της Κυβερνήσεως προς διάσωσιν των υπολειμμάτων του Ελληνισμού εν Μικρά Ασία». Ο Ρέντης, υπουργός Εξωτερικών στην υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου κυβέρνηση, διαβεβαίωνε ότι υπήρχαν επιτροπές, οι οποίες επέβλεπαν τη μεταφορά όσων είχαν μείνει στα ενδότερα της Μ. Ασίας. Ο βουλευτής Β. Αρτεμιάδης, μιλώντας στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αναφέρθηκε και σε όσους είχαν εξολοθρευθεί από τους Τούρκους, σε μικρό χρονικό διάστημα.  Μεταξύ άλλων, τόνιζε: «[…] από του 1908 μέχρι του 1914, εξωλοθρεύθησαν δια διαφόρων μέσων και μεθόδων 224.000 ομογενείς. Από της ημέρας της κηρύξεως του Πανευρωπαϊκού πολέμου μέχρι της ανακωχής του Μούδρου εξωλοθρεύθησαν άλλαι 450-500 χιλιάδες. Ο ολικός αριθμός των εντός της δεκαετίας, από της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως του 1908 μέχρι της ανακωχής του Μούδρου, απολεσθέντων ανέρχεται κατά θετικάς στατιστικάς πληροφορίας εις 750 χιλιάδας»[29].

Σε πολλές περιπτώσεις ορισμένοι βρέθηκαν μετά από λίγα ή περισσότερα χρόνια. Ο Τύπος δημοσίευε αγγελίες ανθρώπων, που έψαχναν τους συγγενείς τους. Διάφορες Οργανώσεις, όπως η International Migration Service, βοήθησαν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Στη διάρκεια, ακόμα, της εξόδου από τη Μικρά Ασία και φθάνοντας στην Ελλάδα, η πείνα, οι επιδημίες, οι λοιμώξεις τυράννησαν πολλούς. Πολλοί πρόσφυγες πέθαναν στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την πατρίδα από τις αρρώστιες και την εξάντληση, άλλοι πέθαναν στη Μακεδονία από το ψύχος του χειμώνα του 1922-1923. Η θνησιμότητα σε μητέρες και  βρέφη, που είχαν γεννηθεί σε στρατόπεδα προσφύγων ήταν σε υψηλά επίπεδα. Στο Δημοτικό Βρεφοκομείο της Αθήνας, στο οποίο είχαν βρει στέγη βρέφη προσφύγων, το 1923, πέθανε το 74,4% αυτών και το 1924 το 83,24%[30].

Η συντριπτική  πλειοψηφία  των προσφύγων βίωνε καταστάσεις τραγικές, λόγω της έλλειψης βασικών αγαθών. Η άθλια διαβίωσή τους σε πρόχειρους καταυλισμούς εγκυμονούσε κινδύνους για εμφάνιση σοβαρών ασθενειών, όπως χολέρα, τυφοειδής πυρετός ή και τύφος, ενώ σε ορισμένους είχε παρουσιαστεί ευλογιά και δυσεντερία.  Τον χειμώνα του 1923 ο εξανθηματικός τύφος προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις. Δεν ήσαν λίγοι εκείνοι, οι οποίοι αντιμετώπισαν ψυχολογικά προβλήματα, λόγω της απάνθρωπης ταλαιπωρίας που υπέστησαν. Ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους, έχασαν παιδιά, αδερφούς, άντρες, γυναίκες, γονείς[31].

Τα προβλήματα, που δημιουργήθηκαν για το κράτος από τον ερχομό των προσφύγων ήταν εξόχως δυσανάλογα προς τις πραγματικές δυνατότητές του, σε όλους τους τομείς. Το προσφυγικό απασχόλησε, σε όλες του τις πτυχές, τους εκπροσώπους του Έθνους, όταν μετά από καιρό αποφασίστηκε να συζητηθεί στην Εθνοσυνέλευση, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1924 και την άνοιξη του 1925, από τη στιγμή, που η ίδια το είχε αναγάγει στο υπ’ αριθμό ένα εθνικό ζήτημα. Ο προβληματισμός και η συζήτηση για τον ακριβή αριθμό των προσφύγων  συνεχίζεται μέχρι σήμερα και απασχολεί τη γραφίδα πολλών, σύγχρονων ιστορικών[32].

Πολλοί βουλευτές κατηγόρησαν το κράτος για ολιγωρία στην αντιμετώπιση του προσφυγικού, άλλοι αναγνώρισαν τις υπέρτατες δυσκολίες, την πολυπλοκότητα και την τραγικότητα του προβλήματος και τις τεράστιες προσπάθειες, που είχαν καταβάλει οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη ρύθμισή του, τόσο στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, όσο και στο εξωτερικό, σημαντική έκφανση του οποίου υπήρξε και η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό, ενέργεια η οποία ήταν μεν επιβεβλημένη και αναγκαία και ανακούφισε το κράτος αλλά συνέβαλε στη διαιώνιση της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της χώρας από τον ξένο παράγοντα.

Οι πρόσφυγες έφταναν και κατέλυαν σε κάποιες πόλεις ή περιοχές μετά από περιπλανήσεις ημερών. Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες πρόσφυγες έφτασαν την 1η Οκτωβρίου 1922 στο Βόλο με το μεταγωγικό Μεγάλη Ελλάς και με άλλα πλοία, εξαθλιωμένοι και αξιοθρήνητοι στο έπακρο και ήταν τα πρώτα «πολιτικά θύματα» των τραγικών γεγονότων, που είχαν σημειωθεί στην Ανατολή. Είχαν ξεκινήσει από τη Σμύρνη, έφτασαν στη Μυτιλήνη, κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στα δύο λιμάνια δεν τους επετράπη η αποβίβαση. Ορισμένοι είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Έφτασαν στο Βόλο και οι αρχές δεν είχαν λάβει μέτρα για σπίτια, όπου θα μπορούσαν να καταλύσουν, δεν τους παρασχέθηκε τροφή. Δεν υπήρχε ψωμί, δεν υπήρχε φρέσκο γάλα για τα παιδιά. Διατάχθηκε η μεταφορά ορισμένων στο Νοσοκομείο. Αποφασίστηκε να παραμείνουν στην πόλη τέσσερις χιλιάδες άτομα, οι υπόλοιποι θα προωθούνταν στις πόλεις και στα χωριά της ενδοχώρας[33].

Ο Lindley, μέλος της Βρετανικής επιτροπής, έστειλε στον Curzon, στις 7 Οκτωβρίου, έγγραφο με το οποίο τον πληροφορούσε για τις συνομιλίες που είχε με τον πρόξενο στη Θεσσαλονίκη και το Βόλο σχετικές με την κατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας[34]. «Οι συνομιλίες δίνουν μια εικόνα του τι συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα», σημείωνε ο Lindley. Ένα τηλεγράφημα που του είχε στείλει ο πρόξενος των Χανίων τον πληροφορούσε ότι έφτασαν εκεί 17.500 πρόσφυγες, χωρίς ρούχα, χωρίς τροφή, δίχως τίποτα. Αναφορές από τη Μυτιλήνη και τη Χίο που έφταναν στον Lindley μιλούσαν για μεγάλο αριθμό δεινοπαθούντων προσφύγων.

Στις 7 Οκτωβρίου έφτασαν στη Χίο 100.000 πρόσφυγες. Η Βρετανική επιτροπή, η οποία είχε εργαστεί επί πολλές εβδομάδες στον Πειραιά και προσπαθούσε να στεγάσει περίπου 4.000 πρόσφυγες σ’ ένα εργοστάσιο στο Φάληρο, έδινε πληροφορίες για τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι ταλαίπωροι άνθρωποι. «Εργοστάσια και μεγάλα κτίρια επιτάχθηκαν», έγραφε ο   Lindley «και άδεια σπίτια είχαν την ίδια τύχη». Κάθε ιδιοκτήτης ήταν υποχρεωμένος, όπως γράφτηκε στον Τύπο, να θρέψει και να στεγάσει δύο πρόσφυγες, αλλά υπήρχαν βασικές ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως ψωμί και προϊόντα υγιεινής. 500.000 άποροι πρόσφυγες είχαν φτάσει στην Ελλάδα και στα νησιά από τη Μικρά Ασία και αναμένονταν ακόμα άλλοι 120.000 από την Ανατολική Θράκη και τη Ραιδεστό. Άλλοι είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη και ορισμένοι Έλληνες της Καλλίπολης ικέτευαν την ελληνική κυβέρνηση να στείλει πλοία για να τους μεταφέρει. Ο Lindley αδυνατούσε να περιγράψει με λόγια την φοβερή κατάσταση, που θα παρουσιαζόταν, μόλις τα βρετανικά στρατεύματα αποχωρούσαν από την Κωνσταντινούπολη και οι Τούρκοι θα επέτρεπαν να επαναληφθούν εκεί και στην Ανατολική Θράκη οι πράξεις βίας και τα φοβερά εγκλήματα που διαπράχθηκαν πρόσφατα στη Σμύρνη. «Σε κάθε περίπτωση», κατέληγε ο Lindley, «η υποστήριξη όλου αυτού του κόσμου, ο οποίος δεν είναι μόνο χωρίς κανένα πόρο αλλά επίσης το μεγαλύτερο μέρος ανίκανο προς εργασία, εξαιτίας των Τούρκων, οι οποίοι δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν που είναι σε στρατεύσιμη ηλικία να ζήσει, είναι πέραν των δυνάμεων αυτής της αποδυναμωμένης χώρας»[35].

Πρόχειρος καταυλισμός προσφύγων στη Χίο.

Στην προαναφερόμενη έκδοση της Κοινωνίας των Εθνών αναγράφεται ρητά: «Εκκλησίες, σχολεία, δημόσια κτίρια, σινεμά, θέατρα, στρατώνες, σταθμοί,» όλα επιτάχθηκαν για τις στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων. «Ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών σπιτιών, επίσης. Πριν από δύο χρόνια, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί εμποδίζονταν από τη στρατοπέδευση των προσφύγων και τέσσερα χρόνια μετά, υπάρχουν ακόμα πρόσφυγες, που στεγάζονται σε υπόστεγα και τέντες, χειμώνα και καλοκαίρι»[36].

Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα ήταν κυρίως γέροντες, παιδιά και γυναίκες, όπως προαναφέρθηκε. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, όπου το επέτρεπε η πυκνότητα του πληθυσμού και όπου το κράτος επιθυμούσε να επιτύχει μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια, εφόσον τα προβλήματα με τους γείτονες ήταν έντονα. Υπήρχε, βέβαια και ένας περιορισμένος αριθμός προσφύγων, οι οποίοι δεν ήσαν εξαθλιωμένοι και δεν είχαν την ανάγκη της κρατικής αρωγής.

Το δύσκολο, επίπονο και δυσεπίλυτο έργο, που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα με την εισροή στο έδαφός της τόσων ανθρώπων, φτωχών, ταλαιπωρημένων και απογοητευμένων δεν ήταν δυνατόν να το αναλάβει μόνη της, στηριζόμενη στις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις, δίχως την αρωγή κάποιων φορέων από το εξωτερικό. Γι’ αυτό και τη συνέδραμαν, στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο, που ανεφύη το πρόβλημα, ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός, η Αμερικάνικη οργάνωση Near East Relief[37], η οποία είχε αναλάβει το έργο της φροντίδας των ορφανών (οι Βρετανικές Save the Children Fund και All British Appeal ασχολήθηκαν με το ίδιο πρόβλημα) και η Κοινωνία των Εθνών[38].

Οικογένειες στοιβαγμένες στα θεωρεία του Εθνικού Θεάτρου.

Η τελευταία ενδιαφέρθηκε από πολύ νωρίς να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί, εξαιτίας του τραγικού τέλους του Μικρασιατικού πολέμου, ώστε να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο είχε συσταθεί: τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, στο οποίο εντασσόταν και το ανθρωπιστικό της έργο. Ο Νάνσεν, Ύπατος Αρμοστής της Οργάνωσης για τους πρόσφυγες, τον οποίο η Συνέλευση της Κ.τ.Ε. είχε επιφορτίσει, μετά από αίτημά του, με ειδική αποστολή για τις περιοχές, που αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα, λόγω της κατάστασης, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα[39]. Από τις πρώτες αναφορές του Νάνσεν, όταν έφθασε στους τόπους της συμφοράς, κατέστη φανερό το οξύτατο, ανθρωπιστικό πρόβλημα, που είχε ανακύψει στην Εγγύς Ανατολή. Σ’ ένα τηλεγράφημα, που απηύθυνε στον Γενικό Γραμματέα της Κ.τ.Ε., υπογράμμιζε ότι «το προσφυγικό πρόβλημα της Μικράς Ασίας ήταν περισσότερο σοβαρό απ’ ό,τι παρουσιάστηκε στη Συνέλευση». Ο εκτοπισμός τους από τη Μικρά Ασία είχε γίνει με θαυμαστή μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα, η κατάστασή τους ήταν τραγική, «δεν είχαν χρήματα, ρούχα ή στέγη  και συχνά ούτε τροφή». Μιλούσε για τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, αν ήθελαν να αποτρέψουν μια μεγαλύτερη καταστροφή. Σημείωνε ότι τα τραγικά γεγονότα ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο. Και ανέφερε πως εκατό παιδιά είχαν γεννηθεί σ’ έναν καταυλισμό, όπου, όμως, δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες υγιεινής, ιατρικής υποστήριξης, ιματισμός ή ακόμα και γάλα[40].

Ο Νάνσεν είχε σκοπό να διακριβώσει, όσο πιο αντικειμενικά μπορούσε, τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, με την απώτερη ελπίδα να βοηθήσει τους πρόσφυγες και να συμβάλει «στην ανοικοδόμηση της οικονομικής ζωής των περιοχών, που ερημώνονταν». Θα ενδιαφερόταν, ώστε να παρασχεθεί στις κυβερνήσεις ένα ορισμένο χρηματικό ποσό και οι αντιπρόσωποι του Οργανισμού της Γενεύης θα αναλάμβαναν μια «καθαρά ανθρωπιστική εργασία», εξυπηρετώντας, έτσι, το έργο του, το σχετικό με την ανθρωπιστική του αποστολή. Το έργο αυτό δεν θα είχε πολιτικές προεκτάσεις και αυτή η συγκεκριμένη προσπάθεια θα γινόταν «δίχως οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα […στους πρόσφυγες…] διαφορετικής φυλής και θρησκείας»[41].

Ενδιαφερόταν, επίσης, για τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Θράκης⸱ όφειλε εκείνη τη δεδομένη στιγμή «να συμπαρασταθεί στη μεταφορά των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι, προς το παρόν, είχαν συναθροιστεί στην Ανατολική Θράκη, στην περιοχή πέραν του ποταμού Μαρίτσα [Έβρου]». «Αυτός ο πληθυσμός συνιστούσε ένα πρόβλημα τελείως διάφορο από εκείνο των ελληνικών πληθυσμών, που κατοικούσαν στην Ανατολική Θράκη». Χαρακτήριζε, δε, ως ατυχία την έξοδο που θα λάβαινε χώρα σ’ αυτή την περιοχή, παρόμοια με την έξοδο από τη Μικρά Ασία[42], διότι και αυτή θα δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την έκρυθμη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί, σ’ αυτήν την ευαίσθητη γεωγραφική περιοχή του πλανήτη.

Αναχωρώντας, ο Νάνσεν, από την Αθήνα προέβαινε σε δηλώσεις, άκρως διευκρινιστικές. Μεταξύ άλλων διατύπωνε τα ακόλουθα: « […] αισθάνομαι πως καθήκον μου είναι να απευθύνω προς τους λαούς και τις Κυβερνήσεις της Ευρώπης και του κόσμου μία έκκληση για τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης […]. Ο αριθμός αυτών των προσφύγων, σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς είναι περίπου 900.000. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία είναι ελληνικής φυλής […], αλλά υπάρχουν όχι λιγότεροι από 50.000 Αρμένιοι, στους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση […] είχε τη μεγάλη γενναιότητα να παράσχει φιλοξενία […]. Είναι απελπισμένοι και χρειάζονται τα πάντα […]. Το πρόβλημα για την Ελληνική Κυβέρνηση και τον Ελληνικό λαό είναι να βρει σπίτια […] γι’ αυτά τα δυστυχή θύματα του πολέμου και να απορροφήσει αυτούς όσο πιο γρήγορα γίνεται στην  οικονομική ζωή του έθνους. […]. Το πρόβλημα απειλεί τη σταθερότητα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δομών της Εγγύς Ανατολής. Το πρόβλημα, οπωσδήποτε, είναι ζωτικής σημασίας για όλα τα έθνη του πολιτισμένου κόσμου. Τώρα είναι η ψυχολογική στιγμή. Ο Ελληνικός λαός, αυτή τη δύσκολη ώρα της δοκιμασίας, σίγουρα χρειάζεται και τα δύο, την ηθική και την οικονομική υποστήριξη του κόσμου»[43].

Φρίντγιοφ Νάνσεν, Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες.

Από τα εκτεθέντα ως τώρα καθίσταται φανερό ότι η Ελλάδα βρέθηκε σε εξόχως δύσκολη θέση εξαιτίας της δημιουργίας του προσφυγικού προβλήματος και της ανάγκης, σε πρώτη φάση, να δεχθεί αυτόν τον πληθυσμό στα εδάφη της και να του παράσχει τα απολύτως χρειώδη για την επιβίωσή του.  Εν γένει, η διεθνής κοινότητα συνέδραμε την Ελλάδα σ’ αυτό το δύσκολο έργο, αν και μέλη της είχαν συμβάλει στη δημιουργία του προσφυγικού ζητήματος ή δεν είχαν πράξει όσα όφειλαν για να το αποτρέψουν[44]. Και είχαν συμβάλει, ιδίως, ο Λόυδ Τζωρτζ, ο οποίος σε συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Δημήτριο Γούναρη, τον Οκτώβριο του 1921, δήλωνε: «Πρέπει να διατηρηθήτε εις την Μ. Ασίαν μέχρι των διαπραγματεύσεων και της Ειρήνης, διότι άλλως αι διαπραγματεύσεις  θα είνε περιτταί»[45].

Η αγωνία τους, εκείνες τις τραγικές για τον ελληνισμό ώρες,  δεν ήταν η δυστυχία που προξένησαν σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά η διασφάλιση των ίδιων συμφερόντων τους, που εντοπίζονταν στην περιοχή των Στενών. Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία φοβούνταν μια δυναμική ενέργεια του Κεμάλ στη ζώνη των Στενών. Σε δηλώσεις του Fethy bey, του Μουσταφά Κεμάλ και άλλων δεν διαφαινόταν πως οι Τούρκοι είχαν «παράλογες ιδέες», ούτε ότι σκέπτονταν «να προσβάλουν την ουδέτερη ζώνη» των Στενών[46]. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλα δημοσιεύματα και πληροφορίες, όταν ο Κεμάλ έφθασε στη Σμύρνη, στις 12 Σεπτεμβρίου, είχε δηλώσει πως «[μ]όνον η άμεση παραχώρηση ολόκληρης της Ανατολικής Θράκης στην κυβέρνηση της Άγκυρας, […] θα μπορούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ του συμμαχικού και του τουρκικού στρατού στην ουδέτερη ζώνη των Στενών»[47].

Την ίδια εκείνη μέρα, στις 12 Σεπτεμβρίου, η Βρετανία είχε απευθύνει στο Quai d’ Orsay μια διακοίνωση, στην οποία διατύπωνε την ελπίδα ότι η Γαλλία, η Αγγλία και η Ιταλία θα σέβονταν τις αποφάσεις, που είχαν λάβει στις 27 Μαρτίου ως προς τη  «ελευθερία των Στενών». Τρεις μέρες αργότερα, συνερχόταν στο Λονδίνο  το υπουργικό Συμβούλιο, υπό την  προεδρία του Λόυδ Τζωρτζ. Με το πέρας της συνεδρίασης οι αρμόδιοι δήλωσαν ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία συμφωνούσαν απολύτως στο θέμα «της Κωνσταντινούπολης και των Στενών και στην ανάγκη να εμποδίσουν τους Τούρκους να διεισδύσουν στη Θράκη»[48]. Είναι προφανές πως η Σοβιετική Ρωσία θεωρούσε πως δεν δεσμευόταν από τις αποφάσεις, που είχαν ληφθεί από τις Συμμαχίες.

Ωστόσο, η έκρυθμη και κρίσιμη κατάσταση είχε προξενήσει τόσο έντονη ανησυχία στις Μεγάλες Δυνάμεις, που στις 10/23 Σεπτεμβρίου 1922 έστελναν Διακοίνωση στην κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, με την οποία την προσκαλούσαν, σχεδόν την παρακαλούσαν, να στείλει αντιπροσώπους της για να συμμετάσχουν στη σχεδιαζόμενη Διάσκεψη, η οποία θα συνερχόταν στη Βενετία ή αλλού. Δήλωναν, δε, ότι έβλεπαν «μετ’ ευνοίας την επιθυμίαν της Τουρκίας να ανακτήση την Θράκην μέχρι του Έβρου ποταμού, και την Αδριανούπολιν υπό τον όρον ότι η Κυβέρνησις της Άγκυρας δεν θ’ αποστείλη τον στρατόν της, διαρκουσών των διαπραγματεύσεων της ειρήνης, εις τας ζώνας των οποίων αι Σύμμαχοι Δυνάμεις εκήρυξαν την προσωρινήν ουδετερότητα». Και όλα αυτά θα γίνονταν «επί τω σκοπώ της διατηρήσεως της ειρήνης», για την «ειρηνικήν και ομαλήν αποκατάστασιν της Τουρκικής κυριαρχίας», για «την αποτελεσματικήν εξασφάλισιν, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, της ελευθερίας των Δαρδανελλίων, της Προποντίδος και του Βοσπόρου, ως και της προστασίας των φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων»[49]. Το πόσο προστάτεψαν τους γηγενείς πληθυσμούς, που μάλλον τους ενέτασσαν στις μειονότητες, το διαπιστώσαμε με τον πλέον τραγικό τρόπο.

Μεταξύ άλλων πολλών, επισήμαιναν πως οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις θα μεριμνούσαν, ώστε οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να αποχωρήσουν στη γραμμή, που θα καθοριζόταν από τους Στρατηγούς των Συμμάχων και των στρατιωτικών αρχών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Η  κυβέρνηση της Άγκυρας θα υποχρεωνόταν «να μη αποστείλη, ούτε προ, ούτε διαρκούσης της Διασκέψεως, στρατεύματα εις τας ζώνας, αίτινες εκηρύχθησαν προσωρινώς ουδέτεραι και να μη διέλθη τα Στενά ούτε την θάλασσαν του Μαρμαρά».

Είναι πασιφανές πως οι τρεις Συνασπισμένες Δυνάμεις, οι οποίες είχαν εξέλθει νικήτριες από τον Μεγάλο Πόλεμο, προς χάριν των συμφερόντων τους, των συνυφασμένων με τα Στενά, υποτάσσονταν στην Τουρκία και δεν ενδιαφέρονταν για την «ατυχήσασαν σύμμαχον αυτών Ελλάδα, ούτε δια τους εγκαταλείφθέντας και σφαζομένους Ελληνικούς Μικρασιατικούς πληθυσμούς […]»[50].

Εν κατακλείδι, ας τονιστεί πως από τις Μεγάλες Δυνάμεις η Μεγάλη Βρετανία ήταν εκείνη, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα όσα σημειώνονταν στη Μικρά Ασία. Τούτο προκύπτει και από το Υπόμνημα, που παρέδωσε ο Σιώτης στον Παπούλα, στις 8 Φεβρουαρίου 1922, εκ μέρους της Επιτροπής, που προωθούσε την αυτονόμηση της Μικράς Ασίας, όπου αναγράφονταν τα ακόλουθα: «Βάσις της αγγλικής πολιτικής εν τη Ανατολή ήτο η εγκατάστασις της Ελλάδος όσον οίον τε ισχυροτέρας εν τη δυτική Μικρά Ασία, δια να δύναται δι’ αυτής να συγκρατή τας τουρκικάς προσπαθείας κατά της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και την πανισλαμικήν προπαγάνδαν κατά των Ινδιών»[51].

 

Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Areti Tounda-Fergadi,«L’ histoire de l’ emprunt accordé pour les réfugiés de 1924», Balkan Studies, V. 24, 1, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1983, pp. 89-105. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Το Προσφυγικό Δάνειο του 1924, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Αρετή Τούντα-Φεργάδη – Κατερίνα Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη, «Η κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου και το προσφυγικό ζήτημα», στο: Αλέξανδρος Παπαναστασίου: Οι Κοινωνικές, Οικονομικές και Πολιτικές απόψεις του. Πρακτικά του Συνεδρίου, Αθήνα 5-7 Δεκεμβρίου 1986, Αθήνα, Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 1990, σελ. 269-277. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Όψεις της μεταφοράς των προσφύγων της μικρασιατικής περιπέτειας στην Ελλάδα», στο: ΚΣΤ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 27-29 Μαΐου 2005. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 2006, σελ. 321-332, της ίδιας, «Το συμπληρωματικό προσφυγικό δάνειο των ετών 1927-1928», στο:   Η Διεθνής Κοινότητα σε κίνηση. Συμβολές στη μνήμη Γεωργίου Τενεκίδη, επιμ. Στέλιος Περράκης, Αθήνα, Α.Ν. Σάκκουλας, 2006, σελ. 413-446, της ίδιας, Η Δανειακή Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Η περίπτωση του Δεύτερου Προσφυγικού Δανείου, 1926-1928, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2009.

[2]  Αμάλθεια, 12 (25) Μαρτίου 1922, Αριθμός 19173, σελ. 1.

[3] Εφημερίς των Συζητήσεων της Δ΄ Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (=Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ), εν Αθήναις, 1924,  Συνεδρίασις 1, 2 Ιανουαρίου 1924, σελ. 5.

[4] Η Μικρασιατική Καταστροφή. Αφηγήσεις-μελετήματα-ντοκουμέντα, Πρόλογος-επιμέλεια: Κώστας Φωτιάδης,  Β΄ τόμος, Αθήνα, Εκδόσεις Καλοκάθη, Real News, 20.3.2022, σελ. 481-482.

[5] Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα, (χωρίς τόπο έκδοσης), Κέδρος-Real Media, 2008, 2014, σελ. 356.

[6] Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, χαίρε, Αθήνα, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 2022, σελ. 131-145, στις σελ. 132-133.

[7] Benny Morris, Dror Ze’evi, Η Τριακονταετής Γενοκτονία. Ο αφανισμός των χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας, 1894-1924, Μετάφραση: Μενέλαος Αστερίου, Διαδρομές Ιστορίας, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 450, για το παράθεμα. Πρόκειται για τη Διακήρυξη του Νουρεντίν Πασά, της 23ης Σεπτεμβρίου 1922. Στη σελ. 444, για την αρπαγή των γυναικών.

[8] Margaret Macmillan, Οι Ειρηνοποιοί. Έξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο, μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, Αθήνα, Θεμέλιο, 2005, σελ. 582.

[9] Αντώνης  Κλάψης, «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία  της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, Αθήνα 2019, σ. 352-362. Για τη μικρασιατική καταστροφή, γενικότερα, βλ. M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922, Αθήνα 2004· Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Ιστορική Επισκόπηση, Αθήνα, Δημιουργία Απ. Α. Χαρίσης, 1999⁵. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας  στη Μικρά Ασία. Κριτική αναψηλάφηση. Αθήνα, Ίκαρος 2009. Διονύσιος Τσιριγώτης, Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, 2010.

[10] Κωνσταντίνος Βλάσσης, Πρόσφυγες, Οικονομία & Νομοθεσία κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, Αθήνα, Δούρειος Ίππος, 2020, σελ. 295.

[11] Στο ίδιο, σελ. 309-310.

[12] Μιχαήλ Νοταρά, Η Αγροτική Αποκατάστασις των Προσφύγων, Αθήναι, 1934, σελ. 3.

[13] Macmillan, ό. π., σελ. 582.

[14] Γιώργος Μαυρογορδάτος, Μετά το 1922:  Η παράταση του Διχασμού, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη⁴, 2017, σελ. 151.

[15] Νοταρά, ό.π, τον Πρόλογο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, σελ. ζ-η.

[16] The Martyrdom of Smyrna & Eastern Christendom, préface Lysimachos Œconomos, London, George Allen & Unwin LTD, χ.χ.ε,, p. 177.

[17] Στο ίδιο, την αναδημοσίευση άρθρου από την Daily Telegraph, της 13 Νοεμβρίου 1922, με τίτλο «Near East Refugees. Dr. Nansen’s World Appeal », pp. 236-237

[18] Société des Nations, L’Établissement des Réfugiés en Grèce, Genève, 1926, p. 13 κ. ε. Αλέξανδρος Πάλλης, «Φυλετικές μεταναστεύσεις στα Βαλκάνια και διωγμοί του Ελληνισμού (1912-1924)», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Τ. Α΄, 1977, σελ. 75-87 Επίσης, ο Λαδάς παραθέτει αναλυτικά στοιχεία για τις μεταναστεύσεις κατά περιοχές και ποσοστά.Stephen Ladas., The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, New York, The Macmillan Company, 1932, pp. 13-17.

[19] Société des Nations, ό. π., p. 12.

[20] Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Βενιζέλου, το 1929: «Το σύμφωνο της Λωζάννης», δεν ήταν ένα σύμφωνο για την ανταλλαγή των πληθυσμών, ελληνικών και μουσουλμανικών,  «αλλά μόνο ένα σύμφωνο για την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελλάδα μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από την Τουρκία». Άγγελος Συρίγος, «Μικρασιατική καταστροφή: «γενοκτονία» ή «μοιραία συνέπεια» ενός πολέμου;», στο: Η Διεθνής Κοινότητα…, ό. π., σελ. 367-388, στη σελ. 383.

[21] Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (=ΕΑΠ) ή Αυτόνομο Γραφείο είχε συσταθεί με το πρωτόκολλο της 29 Σεπτεμβρίου 1923, όπου περιλαμβανόταν και το σχετικό Καταστατικό.

[22] Εφημερίς των Συζητήσεων της Δ΄ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, τόμος Β΄ (=Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ, Β΄), Συνεδρίασις 68, 28 Ιουνίου 1924, σελ. 523, από την αγόρευση του βουλευτή Π. Κουρτίδη.

[23] Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 67, 27 Ιουνίου 1924, σελ. 513.

[24] Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 63, 23 Ιουνίου 1924, σελ.427-428.

[25] Αλέξανδρος Πάλλης, Συλλογή των κυριωτέρων Στατιστικών των αφοροσών την ανταλλαγήν των πληθυσμών και προσφυγικήν αποκατάστασιν μετά αναλύσεως και επεξηγήσεων, 1921, σελ. 4.

[26] Μαυρογορδάτος, ό. π., σελ. 156-157, ιδίως, την υποσ. 9, γενικότερα, τις σελ. 150-158.

[27] Ομιλία Σκεύου Ζερβού στην Εθνοσυνέλευση, Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 69, 30 Ιουνίου 1924, σελ. 556-557.

[28] Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω μια προφορική μαρτυρία για έναν συγγενή μου, την οποία άκουγα σε μικρή ηλικία από τον πατέρα μου. Απ’ όσο θυμάμαι, στην οικογένειά του, η οποία ζούσε στο χωριό Μπουγιάτι, σημερινή ονομασία, Λυσσαρέα, του νομού Αρκαδίας, είχε επτά μέλη, οι δυο γονείς και τα πέντε παιδιά. Ο ένας εκ των αδελφών, με το όνομα Αθανάσιος Τούντας του Παναγιώτη και της Άννας, πιθανόν ο μεγαλύτερος, συμμετείχε στον μικρασιατικό πόλεμο. Το τραγικό είναι ότι από τη στιγμή, που πήγε στον πόλεμο δεν τον ξαναείδαν. Οι τελευταίες πληροφορίες, που είχαν ήταν πως νοσηλευόταν, σε ένα νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. Τίποτα άλλο δεν έμαθαν, ποτέ. Στη μνήμη του, επειδή τον θεωρούσαν νεκρό, βάπτισαν το ένα από τα παιδιά του ενός αδελφού, Αθανάσιο. Αλήθεια, πόσες τέτοιες, παρόμοιες τραγικές ιστορίες θα υπάρχουν! Δεν θα έπρεπε το κράτος να φροντίσει να μάθει για όλους και να ενημερώσει τους οικείους τους;

[29] Ε.ΣΔ΄.Σ.Σ., Β΄, Συνεδρίασις 63, 23 Ιουνίου 1924, σελ. 421 και Συνεδρίασις 64, 24 Ιουνίου 1924, σελ. 443.

[30] Ομιλία Σκεύου Ζερβού στην Εθνοσυνέλευση, ό. π., σελ. 554. Σαράντος Καργάκος, Η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Από το έπος στην τραγωδία, Μέρος Δ΄, Αθήναι, 2012, σελ. 386. Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Παραπολιτικά.

[31] Ομιλία Σκεύου Ζερβού στην Εθνοσυνέλευση, ό. π., σελ. 554. Société des Nations, ό. π., p. 4. League of Nations, Official Journal, January 1923, pp. 133-134.

[32] Antonis Klapsis (2014), «Violent Uprooting and Forced Migration: A demographic Analysis of the Greek populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50:4, 622-639, https://doi.org/10.1080/00263206.2014.901218. Τελευταία πρόσβαση, 26 Απριλίου 2022.

[33] Archives de la Société des Nations (=A.S.d.N.), 1919-1927: 48/24357/24357(R 1761): The Situation of Asia Minor Refugees in Greece. Knight to Curzon. British Vice Consulate, Volo. October 3, 1922. Το έγγραφο φέρει και την ένδειξη: Enclosure in Mr. Lindley’s dispatch, No. 569 of October 7th, 1922.

[34] A.S.d.N., 1919-1927: 48/24357/24357 (R 1761), ό. π., Lindley to Curzon. No 569. Athens. October 7th, 1922.

[35] Στο ίδιο.

[36] Société des Nations, ό. π., p. 4.

[37] Για τη συγκεκριμένη οργάνωση και το έργο της, βλ. και Κυριάκος Λυκουρίνος, «Η American Near East Relief (Αμερικανική Περίθαλψη Εγγύς Ανατολής) στην Καβάλα, τη Δράμα, το Πράβι και στα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας», στο: «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 20, Ιαν. 2016.

[38] Société des Nations, ό. π., p. 4.

[39] Tounda-Fergadi, «L’ histoire… », ό. π., p. 91. Τούντα-Φεργάδη, Το Προσφυγικό, ό. π., σελ 43.

[40] The Martyrdom, ό. π., pp. 176-177.

[41] A.S.d.N., 1919-1927: 48/24400/24357 (R. 1761). General Situation of Asia Minor Refugees. Memorandum on the Mission of the High Commissioner of the League of Nations for Refugees. 10.10.22.

[42] Στο ίδιο.

[43]The Martyrdom, ό. π., άρθρο της Daily Telegraph, 13. 11. 22, με τίτλο Near East Refugees. Dr. Nansen’s World Appeal, pp. 236-237.

[44] Αξίζει να σημειωθεί πως ένας από τους σύγχρονους μελετητές αναφερόμενος στα γεγονότα της Σμύρνης και στη θέση, που έλαβαν οι Μεγάλες Δυνάμεις έναντι αυτών, επισημαίνει: «Η Ιταλία και η Γαλλία αλλά και πιο διακριτικά οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμάχησαν με το κεμαλικό καθεστώς. Η πολιτική τους στροφή δεν λαμβάνει υπόψη την τύχη των άμαχων πληθυσμών της περιοχής. Οι πρώην πελάτες, προνομιακός στόχος των δυτικών εμπορικών και εκπαιδευτικών επιχειρήσεων, εγκαταλείπονται, αφού η πολιτική θέση που κατείχαν εξαφανίστηκε. Τα δυτικά κράτη δεν έλαβαν υπόψη, στις προετοιμασίες τους για παροχή βοήθειας, τους μη μουσουλμάνους αυτόχθονες που θα ήθελαν να διαφύγουν από την κατακτημένη πόλη και να ανέβουν πάνω σ’ ένα συμμαχικό πλοίο». Georgelin, ό. π., σελ. 319, 320.

[45] Στρατηγός, ό. π., σελ. 321.

[46] L’Action Française, 16 septembre 1922, no 259, pp. 1, 2.

[47] Γιάννης Γιανουλόπουλος, ‘‘Η ευγενής μας τύφλωσις…’’. Εξωτερική πολιτική και «Εθνικά Θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2001, σελ. 298.

[48] L’Action Franҫaise, 16 septembre 1922, no 259, pp. 1, 2.

[49] Στρατηγός, ό. π., σελ. 418-419.

[50] Στο ίδιο.

[51] Η Μικρασιατική Καταστροφή, ό. π., σελ. 352-361, στη σελ. 358.