Skip to main content

Δημήτριος Στ.Φεσσάς: Η υπόθεση του δεύτερου υποβρυχίου. Ένα επεισόδιο της εποχής του Διχασμού, 1918–1920

Δημήτριος Στ.Φεσσάς

Η υπόθεση του δεύτερου υποβρυχίου. Ένα επεισόδιο της εποχής του Διχασμού, 1918–1920

  1. Εισαγωγή.

Πυρήνα του παρόντος άρθρου, το οποίο συντάχθηκε με αφορμή πρόσφατη ομότιτλη έκδοση  του συγγραφέα, αποτελούν δύο μαρτυρίες εφέδρων αξιωματικών της εποχής του Α′ Παγκοσμίου πολέμου, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Προέρχονται από το οικογενειακό αρχείο του συγγραφέα και επιμελητή των κειμένων συνταξιούχου πολιτικού – υδραυλικού μηχανικού Δημητρίου Στ. Φεσσά, που κατάγεται από την κωμόπολη Μεσσήνη. Συντάκτες των μαρτυριών οι υπολοχαγοί Νικόλαος Γ. Ποτηρόπουλος (Μεσσήνη 1882-1946) και Ηλίας Κ. Παπακώστας (Κομπότι Άρτας 1884 – Λυκότραφο Μεσσηνίας 1920).

Κύριο αντικείμενο των δύο χειρόγραφων μαρτυριών (7 σελίδων η πρώτη και 54 η δεύτερη) είναι η εξιστόρηση του ταξιδιού που οι αξιωματικοί έκαναν τον Φεβρουάριο – Μάρτιο 1918 ως κομιστές μηνυμάτων του εξόριστου στην Ελβετία βασιλιά Κωνσταντίνου προς τον γιο του Αλέξανδρο που βασίλευε στην Ελλάδα και των εν συνεχεία περιπετειών τους μέχρι το 1920.

Οι δύο υπολοχαγοί ήταν στελέχη του Δ′ Σώματος του ελληνικού στρατού, που είχε «αυτομολήσει» ή «εκβιαστεί να καταφύγει» από την Καβάλα στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο 1916 και «φιλοξενείτο» από τότε στην πόλη Goerlitz της Γερμανίας, στα σημερινά γερμανοπολωνικά σύνορα. Αυτοί, μαζί με δύο άλλους —τον υπολοχαγό Ιωάννη Καλαμαρά και τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Χατζόπουλο— επελέγησαν από εκπρόσωπο του Κωνσταντίνου για τη μεταφορά των μηνυμάτων. Τα απορρήτου χαρακτήρα αυτά μηνύματα κρίθηκε από το βασιλικό περιβάλλον ότι έπρεπε να μεταφερθούν από στρατιωτικούς.

Ενώ η μαρτυρία Ποτηρόπουλου περιορίζεται στα του ταξιδιού του και του εγκλεισμού – απόκρυψής του που ακολούθησε μέχρι το Νοέμβριο 1920, η μαρτυρία Παπακώστα περιλαμβάνει και τις γενικότερες σκέψεις του για τον Α′ Παγκόσμιο πόλεμο. Αποτελεί μια προσπάθεια ανάλυσης των διεθνών γεγονότων και άντλησης συμπερασμάτων για την επιθυμητή πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη στάση των ομοϊδεατών του αξιωματικών. Παρά τις αδυναμίες, ή και λόγω αυτών, δείχνει τον τρόπο σκέψης σημαντικού μέρους του πληθυσμού για τα εθνικά θέματα της εποχής.

Για τον Ποτηρόπουλο γνωρίζομε ότι ήταν απόφοιτος της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και προτίμησε τη σταδιοδρομία του μονιμοποιηθέντος εφέδρου αξιωματικού. Για τον Παπακώστα γνωρίζομε ότι μετά τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας και κατόπιν ασκούσε το επάγγελμα του τηλεγραφητή μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους και την εν συνεχεία μονιμοποίησή του στο στράτευμα. Αμφότεροι ήταν άγαμοι.

Η μαρτυρία του Ποτηρόπουλου συνετάγη πολύ μετά την περιπέτειά του, κατά το έτος 1935, ενώ η μαρτυρία του Παπακώστα κατά τη διάρκεια της απόκρυψής του για να αποφύγει τη σύλληψη, μεταξύ 1918 και Αυγούστου 1920.

Ως ημερολόγιο αναφοράς χρησιμοποιήθηκε από τον επιμελητή αποκλειστικά το Ιουλιανό, που ίσχυε στην Ελλάδα μέχρι το 1923.

Μεσσήνη. Το Ηρώο (δεκαετία 1920)
  1. Η επιλογή του μέσου μεταφοράς και της διαδρομής.

Δεδομένου ότι η Ευρώπη ήταν κομμένη στα δύο λόγω του Παγκοσμίου πολέμου, δύο τρόποι για να πραγματοποιηθεί μια τέτοιας φύσεως αποστολή υπήρχαν : Δια ξηράς, με τα πόδια στη ζώνη των συνόρων μεταξύ Αλβανίας – Ηπείρου όπου το μέτωπο (Αυστριακοί απέναντι από Ιταλούς και Γάλλους) ήταν ανενεργό, ή με πλοίο. Η δια ξηράς μετάβαση και πλέον επικίνδυνη ήταν και υπερβολικά χρονοβόρα. Από τα πλοία πάλι, το υποβρύχιο ήταν το καταλληλότερο μέσο για προσέγγιση σε εχθρική ακτή τις νυκτερινές ώρες και αποβίβαση των απεσταλμένων.

Ξεκινώντας από τον πολεμικό ναύσταθμο των Αυστριακών στην Πόλα, στον μυχό της Αδριατικής θάλασσας (σημερινή  Pula της Κροατίας) δεκάδες γερμανικά και αυστριακά υποβρύχια διέσχιζαν τη θάλασσα αυτή και στη συνέχεια από το Ιόνιο πέλαγος στρεφόντουσαν είτε προς την ανατολική είτε προς τη δυτική Μεσόγειο για να πλήξουν εχθρικούς στόχους. Τα καύσιμα που διέθεταν επέτρεπαν πλού λίγων εβδομάδων. Επιδίωξη ήταν η εκτόξευση του συνόλου των τορπιλλών που διέθεταν που ήταν περί τις δέκα και η καταστροφή ισάριθμων εχθρικών, κυρίων πλωτών, στόχων. Το ποσοστό επιτυχίας των επιχειρήσεων των υποβρυχίων αυτών ήταν εξαιρετικά ψηλό, κυρίως κατά τα πρώτα έτη του πολέμου. Αργότερα, τα συμμαχικά σκάφη ταξίδευαν σε νηοπομπές, με τα μεταγωγικά πλαισιούμενα από καταδρομικά για προστασία.

Για τη μεταφορά λοιπόν των απεσταλμένων αξιωματικών στις ελληνικές ακτές, έπρεπε αυτοί να επιβιβασθούν σε ένα από τα υποβρύχια σε προγραμματισμένη αποστολή του και —με μικρή παρέκκλιση πορείας— να αποβιβασθούν νύκτα σε κάποια ακτή της δυτικής Πελοποννήσου απ’ όπου θα μπορούσαν να ταξιδεύσουν προς την Αθήνα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, καθορίστηκε και η όλη διαδρομή των αξιωματικών από το Goerlitz μέχρι τη δυτική Πελοπόννησο. Αυτή περιελάμβανε σταθμούς στο Βερολίνο (για λήψη οδηγιών από τον υπασπιστή του βασιλιά Κωνσταντίνου), τη Βιέννη (για αναμονή μέχρις ότου έλθει η μέρα της επιβίβασης στο υποβρύχιο) και την Πόλα (για αυθημερόν επιβίβαση). Ο πλούς Πόλα – ακτές δυτικής Πελοποννήσου απαιτούσε τέσσερις πλήρεις μέρες.

Καρτ ποστάλ εποχής του Goerlitz. Ο σιδηροδρομικός σταθμός

    3. Η υπόθεση του (πρώτου) υποβρυχίου 

Για λόγους ασφαλείας, η εκκίνηση των δύο δυάδων αξιωματικών από την Πόλα έγινε με διαφορά είκοσι περίπου ημερών : μέσα Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου 1918.

Οι δύο πρώτοι αξιωματικοί αποβιβάστηκαν νύκτα στις ακτές της Κυπαρισσίας, απ’ όπου ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές έφθασαν στην Αθήνα. Οι προσπάθειες του Καλαμαρά, που ήταν και κομιστής επιστολής του Κωνσταντίνου προς τον γιό του Αλέξανδρο γραμμένης με συνθηματική μελάνη, να παραδώσει την επιστολή μέσω τρίτου προσώπου, οδήγησαν στη σύλληψή του. Την επιστολή κατάφερε ωστόσο να εξαφανίσει. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη από τη βενιζελική αστυνομία και ο Χατζόπουλος, λόγω της επιπολαιότητας και των άστοχων αντιβενιζελικών εκδηλώσεών του.

Οι αξιωματικοί παραπέμφθηκαν αμέσως στο Διαρκές Στρατοδικείο. Η κατηγορία ήταν της κατασκοπείας και αυτό διότι υπό την πίεση βασανιστηρίων ομολόγησαν ότι πέραν της προσκόμισης της επιστολής ήταν επιφορτισμένοι με τη συγκέντρωση πληροφοριών στρατιωτικής φύσης τις οποίες και θα μετέφεραν στον Κωνσταντίνο επιστρέφοντας στην Γερμανία, αφού διέσχιζαν με τα πόδια το μέτωπο στην Αλβανία.

Η δίκη τους έγινε τον Μάρτιο 1918 σε αρνητική γι’ αυτούς πολιτική συγκυρία. Είχαν προηγηθεί κατά λίγες εβδομάδες στάσεις φιλοβασιλικές και αντιπολεμικές σε μονάδες του υπό επιστράτευση ελληνικού στρατού στη Λαμία, τη Θήβα, την Αταλάντη και τη Λιβαδιά. Επόμενο ήταν οι στάσεις αυτές να αποδοθούν σε υποκίνηση του Κωνσταντίνου. Η δίκη απέληξε σε καταδίκες σε θάνατο και μετά την απόρριψη των αναιρέσεων που ασκήθηκαν, η καταδίκες εκτελέστηκαν τον Ιούλιο 1918.

Οι πληροφορίες που οι αξιωματικοί ομολόγησαν ότι έπρεπε να συγκεντρώσουν αφορούσαν τα ακόλουθα : 1) Το πνεύμα της κοινής γνώμης σε σχέση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. 2) Την όλη δύναμη του ελληνικού στρατού και εκτίμηση της μερίδας των βενιζελικών. 3) Τις δυνάμεις του συμμαχικού στρατού στο Μακεδονικό μέτωπο. 4) Τον αριθμό των αξιωματικών της βενιζελικής Εθνικής Άμυνας. 5) Τις τοποθεσίες των εγκαταστάσεων του συμμαχικού στρατού. 6) Την κατάσταση των μέσων συγκοινωνίας και ιδίως των σιδηροδρομικών και 7) Την επίβλεψη των ελληνικών παραλίων από τον συμμαχικό στρατό.

Η «υπόθεση του υποβρυχίου» όπως αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον τύπο και την κοινή γνώμη. Επειδή οι σχετικές δίκες συνέπεσαν με την άφιξη των αξιωματικών του δεύτερου υποβρυχίου, αυτοί αναγκάσθηκαν —για να σώσουν τη ζωή τους— να κρυφθούν σε αχυρώνα – σταύλο Μεσσηνιακού χωριού και να προσπαθήσουν να μεταφέρουν τα μηνύματα με τα οποία ήταν επιφορτισμένοι μέσω παρένθετου προσώπου.

Rappoltenkirchen Αυστρίας: Πύργος οικογένειας Υψηλάντη.
  1. Το ταξίδι του δεύτερου υποβρυχίου – Η απόκρυψη των αξιωματικών

Η ονομασία της αποστολής Καλαμαρά – Χατζόπουλου ως «υπόθεσης του υποβρυχίου» από τον τύπο της εποχής, οδήγησε στην ονομασία της αποστολής Ποτηρόπουλου – Παπακώστα ως «υπόθεσης του δεύτερου υποβρυχίου». Παρ’ όλον που υπάρχουν ομοιότητες και αναλογίες μεταξύ των υποθέσεων αυτών, η δεύτερη, λόγω ακριβώς και της τραγικής εξέλιξης της πρώτης, παρέμεινε ως σήμερα σχετικώς άγνωστη.

Η Αυστριακή ναυτική βάση της Πόλα στις ακτές της Αδριατικής. Πολεμικά πλοία στο λιμάνι.

Οι Ποτηρόπουλος και Παπακώστας ταξίδευσαν από το Goerlitz στα τέλη Ιανουαρίου 1918 σιδηροδρομικώς για το Βερολίνο. Εκεί έλαβαν οδηγίες από τον υπασπιστή του Κωνσταντίνου πλοίαρχο Παπαρρηγόπουλο για το τι έπρεπε να κάνουν στην Ελλάδα. Επιστολή, ή έγγραφες οδηγίες του βασιλιά Κωνσταντίνου δεν αναφέρεται κατά τρόπο σαφή στις μαρτυρίες τους, ή σε άλλα κείμενα, να τους δόθηκαν. Το πιθανότερο είναι ότι απομνημόνευσαν τις προς διαβίβαση εντολές (αναφέρονται δέκα τέσσερις) για να τις μεταφέρουν. Μετά παραμονή λίγων εβδομάδων στο Βερολίνο, μετέβησαν σιδηροδρομικώς στη Βιέννη και παρέμειναν στον πύργο RappoltenKirchen, κοντά στη Βιέννη, επί μερικές ακόμη εβδομάδες. Ο πύργος αυτός ήταν κατοικία της οικογένειας Εμμανουήλ Υψηλάντη, αδερφού του σταυλάρχη του βασιλιά Κωνσταντίνου. Από εκεί μετέβησαν σιδηροδρομικώς στην Πόλα, όπου επιβιβάσθηκαν αυθημερόν στο υποβρύχιο UB-50,  του νεότερου τότε γερμανικού τύπου υποβρυχίων UB III,  που αναχωρούσε για επιχειρησιακό πλού στη Μεσόγειο. Ο προσδιορισμός του αριθμού / ονομασίας του υποβρυχίου κατέστη δυνατός ύστερα από διασταύρωση των πληροφοριών που οι δύο αξιωματικοί παραθέτουν στις μαρτυρίες τους με τα ημερολόγια πλοίων (υποβρυχίων) που αναχώρησαν από την Πόλα κατά την χρονική εκείνη περίοδο. Τα ημερολόγια πλοίων βρίσκονται στα Γερμανικά Ομοσπονδιακά Αρχεία (Bundesarchiv) στο Φράϊμπουργκ (Freiburg).

Το υποβρύχιο με συνολικό πλήρωμα τριάντα τριών ανδρών και τους δύο αξιωματικούς αναχώρησε από την Πόλα στις 1800  της 1ης Μαρτίου 1918 και αποβίβασε τους δύο αξιωματικούς την ίδια περίπου ώρα τέσσερις μέρες αργότερα, στην παραλία της κωμόπολης Μεσσήνης την Μπούκα. Πρόθεση του κυβερνήτη ήταν να τους αποβιβάσει στην παραλία Κυπαρισσίας όπου είχαν οδηγηθεί και οι προηγούμενοι, αλλά τελικά επελέγη ο μυχός του Μεσσηνιακού κόλπου διότι ο Ποτηρόπουλος καταγόταν από την περιοχή και του ήταν ευκολότερο να κινηθεί εκεί τις επόμενες μέρες.

Μόλις αποβιβάστηκαν, οι δύο αξιωματικοί κατευθύνθηκαν στην αγροικία του αντιβενιζελικού πολιτικού Σπύρου Κουμουνδούρου, γιού του παλιού πρωθυπουργού. Δεν τον βρήκαν και από την αγροικία έστειλαν ειδοποίηση στον πρώην κοινοτάρχη Μεσσήνης, δικηγόρο Εμμανουήλ Φεσσά καλώντας τον να τους προϋπαντήσει. Δεν γνώριζαν ότι ο Εμμανουήλ Φεσσάς μαζί με άλλους σημαντικούς βασιλόφρονες της περιοχής είχαν προ εβδομάδων συλληφθεί από το βενιζελικό καθεστώς ως επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και εκτοπισθεί στην Ιθάκη. Αντί του Εμμανουήλ ήλθε σε συνάντησή τους ο αδελφός του Χρήστος Φεσσάς, μαιευτήρας, ο οποίος τους πληροφόρησε για την προ ελαχίστων ημερών σύλληψη των Καλαμαρά και Χατζόπουλου και την επικέιμενη δίκη τους στο Διαρκές Στρατοδικείο.

Τα προβλήματα που ετίθεντο πλέον ήταν αφ’ ενός η διαβίβαση των μηνυμάτων του Κωνσταντίνου προς τον Αλέξανδρο μέσω τρίτου προσώπου και αφ’ ετέρου η απόκρυψη των δύο αξιωματικών για να σώσουν τη ζωή τους. Ως τρίτο κατάλληλο πρόσωπο επελέγη ο Χρήστος Φεσσάς. Ως προς την απόκρυψή τους, οι αξιωματικοί επί εξαήμερο παρέμειναν στην οικία Φεσσά στη Μεσσήνη και σε αγροικία της ίδιας οικογένειας στην περιοχή, μέχρις ότου καταλήξουν στον αχυρώνα – σταύλο της φιλικής προς την οικογένεια Φεσσά οικογένειας Ηλία Δημητρόπουλου στο χωριό Λυκότραφο, μια ώρα με τα πόδια από τη Μεσσήνη. Ο αχυρώνας – σταύλος, καίτοι στο κέντρο του μικρού χωριού των πεντακοσίων κατοίκων και απέναντι από το καφενείο του, ήταν απροσπέλαστος από τον δρόμο και συνεπώς και σε μη μέλη της οικογένειας Ηλία Δημητρόπουλου.

Στον αχυρώνα αυτόν έμελλε να παραμείνουν ο μεν Ηλίας Παπακώστας επί είκοσι εννέα μήνες και ένδεκα μέρες, από τις 12 Μαρτίου 1918 μέχρι τις 21 Αυγούστου 1920, οπότε και απεβίωσε από οξεία δηλητηρίαση και τάφηκε μέσα στον ίδιο χώρο, ο δε Νικόλαος Ποτηρόπουλος επί τριάντα μήνες και είκοσι έξι μέρες, από τις 12 Μαρτίου 1918 μέχρι τις 7 Νοεμβρίου 1920, οπότε και βγήκε από το κρυσφήγετό του. Είχαν προηγηθεί οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, που απέληξαν στη συντριβή του Βενιζέλου και η αλλαγή κυβέρνησης που ακολούθησε.

Κατά το διάστημα της απόκρυψης των αξιωματικών, ενήμεροι γι’ αυτήν ήταν λίγα μέλη των οικογενειών Δημητρόπουλου (η οποία ανέλαβε και την ευθύνη της τροφοδοσίας τους) στο Λυκότραφο και Φεσσά και Ποτηρόπουλου στη Μεσσήνη.

Το θέμα της «εξαφάνισης» των αξιωματικών πήρε κάποια δημοσιότητα στο τέλος του 1918 – αρχές 1919, όταν οι “προδότες του Goerlitz” επέστρεψαν μετά τη λήξη του Παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα και οι Ποτηρόπουλος και Παπακώστας δεν ήταν μεταξύ αυτών. Διαδόθηκε τότε ότι πιθανόν επέβαιναν σε γερμανικό υποβρύχιο που είχε βυθισθεί. Στις 19 Ιουνίου 1920 οκτώ αξιωματικοί απ’ αυτούς που είχαν καταφύγει στο Goerlitz καταδικάστηκαν από το βενιζελικό καθεστώς σε θάνατο. Μεταξύ αυτών, καταδικάστηκαν —ερήμην— και οι Ποτηρόπουλος και Παπακώστας.

Μετά την απελευθέρωση του Ποτηρόπουλου τον Νοέμβριο 1920 και τη γνωστοποίηση του θανάτου του Παπακώστα, μέλη της οικογένειας του τελευταίου μετέβησαν από το Κομπότι Άρτας στο Λυκότραφο και αφ’ ενός προέβησαν στον θρησκευτικό ενταφιασμό του συγγενή τους, ενώ αφ’ ετέρου παρέλαβαν και τη χειρόγραφη μαρτυρία που είχε αυτός συντάξει κατά την περίοδο του εγκλεισμού του. Αυτήν, λίγα χρόνια αργότερα, αντέγραψε – μετέγραψε ο αδελφός του φιλόλογος Γεώργιος Κ. Παπακώστας. Διατηρήθηκε αδημοσίευτη μέχρι σήμερα.

Ο Νικόλαος Ποτηρόπουλος, ό μόνος από τους τέσσερις αξιωματικούς που επέζησε της περιπέτειας του ταξιδιού και των όσων ακολούθησαν μέχρι το 1920, επανήλθε στο στράτευμα, απ’ όπου αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη το 1923. Στη συνέχεια, εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα. Κατά το διάστημα Οκτωβρίου 1940 – Μαΐου 1941 επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε ως υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Β′. Έθεσε ο ίδιος τέρμα στη ζωή του το 1946 στη Μεσσήνη.

  1. Η διαβίβαση των οδηγιών του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Από τα στοιχεία που θα οδηγούσαν στην πλήρη εικόνα της διαβίβασης των μηνυμάτων απουσιάζει δυστυχώς μια μαρτυρία του Χρήστου Φεσσά, κομιστή τους στα αρμόδια πρόσωπα, στην Αθήνα. Μια τέτοια μαρτυρία θα μας πληροφορούσε ποια ακριβώς ήταν τα μηνύματα, ποιοι οι αποδέκτες τους και σε ποιο βαθμό η διαβίβαση υπήρξε εφικτή.

Την απουσία της μαρτυρίας, αναπληρώνει εν μέρει η αφήγηση του Χρήστου Ζαλοκώστα, φίλου, σύγγαμβρου και αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα των όσων περιγράφει σχετικά με το θέμα στη βιογραφία του βασιλιά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, εκδόσεις ΑΛΦΑ, Αθήνα 1952. Δυστυχώς μεταξύ 1918 και 1952 έχουν περάσει 34 χρόνια και στο κείμενο Ζαλοκώστα, που έχει μυθιστορηματική μορφή, υπάρχουν πρόδηλες ανακρίβειες. Ακόμη, ο Ζαλοκώστας, όπως θα δούμε στο απόσπασμα που ακολουθεί «λογοκρίνει» τα μηνύματα, προφανώς για να μην εκθέσει τον ένα ή και τους δύο βασιλείς, Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο.

Στο κεφάλαιο «Μήνυμα του Πατέρα» της βιογραφίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο Ζαλοκώστας αναφέρεται στις δυσκολίες που συνάντησε στην Αθήνα ο Χρήστος Φεσσάς στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει με πρόσωπα του βασιλικού περιβάλλοντος που του είχαν υποδειχθεί, λόγω του φόβου που είχαν προκαλέσει οι πρόσφατες καταδίκες σε θάνατο όχι μόνον των Καλαμαρά και Χατζόπουλου, αλλά και του προσώπου που είχε δράσει ως μεσάζων με το περιβάλλον του Αλέξανδρου, στην υπόθεση του πρώτου υποβρυχίου.

Τις επόμενες μέρες, πάντως, η διαβίβαση των μηνυμάτων στον Αλέξανδρο έγινε από τον κοινό φίλο Φεσσά και Ζαλοκώστα, γιατρό Νικόλαο Οικονομόπουλο. Παρατίθεται στη συνέχεια αυτολεξεί το απόσπασμα του σχετικού κεφαλαίου του βιβλίου. Όλες οι υπογραμμίσεις είναι του επιμελητή.

……………………………………………………………………………………………………………Όταν φθάσαμε (ο Ζαλοκώστας με τον Οικονομόπουλο) ακριβώς μεσάνυκτα, ο Αλέξανδρος μας περίμενε κιόλας. Ολομόναχος. Του παρουσίασα τον γιατρό Οικονομόπουλο, ο οποίος του έδωσε το σημείωμα του Πατέρα του. Περιείχε δέκα τέσσερα θέματα ∙ απ’ αυτά είναι ανακοινώσιμα ένδεκα :

  • Ότι είχαν ανάγκη από χρήματα ∙ να τους στέλνη τακτικότερα ο Αλέξανδρος.
  • Ότι ξέχασε τους γονείς του, πράγμα που τους λυπεί πολύ.
  • Να κάνη οικονομίες, γιατί είναι στεναχωρημένοι ∙ άλλον πόρον ζωής δεν έχουν παρά όσα θα τους στέλνη αυτός.
  • Να μην τελέση τώρα τον γάμο του με την Ασπασία, επειδή τούτο εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Βενιζέλου ∙ να την παντρευτή μετά την υπογραφή της ειρήνης.
  • Ότι μόλις τελειώσει ο πόλεμος, σκοπεύουν να επιστρέψουν αμέσως στην Ελλάδα.
  • Να δυσπιστή απολύτως στις συμβουλές του Βενιζέλου και να φειδωλεύεται τις δυνάμεις του τόπου, γιατί ο πόλεμος θ’ αργήση ακόμη να τελειώσει.
  • Να μην πηγαίνει στο μέτωπο και, προ πάντων, να μην εκτίθεται σε κινδύνους.
  • Να δώση απάντηση στους ίδιους υπολοχαγούς. Να στείλη τις απόψεις του για την εσωτερική κατάσταση του τόπου.
  • Να μην είναι τόσο ενδοτικός στα μέτρα της Κυβερνήσεως κατά των βασιλικών. Η ως τώρα πολιτική του στάθηκε πολύ φιλική προς τον Βενιζέλο. Εις το μέλλον να είναι προσεκτικότερος και να εμποδίση την γενική επιστράτευση.
  • Να αποφεύγη να παρουσιάζεται δημόσια, και να παριστάνη όσον το δυνατόν λιγότερο τον Βασιλέα.
  • Του έδινε πολεμικές πληροφορίες.

Ο Αλέξανδρος άκουσε με προσοχή τις οδηγίες, έσφιξε το χέρι του Οικονομόπουλου και τον ευχαρίστησε θερμά.

…………………………………………………………………………………………………………

Οι παραπάνω οδηγίες μπορούν να χαρακτηρισθούν «αναμενόμενες» από έναν μελετητή της ιστορίας της περιόδου. Μη αναμενόμενο είναι το ότι ο Ζαλοκώστας, το 1952, θεωρεί τρία από τα δέκα τέσσερα θέματα …. μη ανακοινώσιμα. Πιθανολογείται ότι, έστω και 34 χρόνια αργότερα, η μνεία ή ανακίνησή τους θα έβλαπτε την εικόνα των νεκρών από το 1920÷22 Αλέξανδρου και Κωνσταντίνου, ή την εικόνα του βασιλικού θεσμού (υπενθυμίζεται ότι το 1952 βασίλευε ο γιός του Κωνσταντίνου και αδελφός του Αλέξανδρου, Παύλος).

Κατά τα λοιπά, όπως πληροφορούμαστε από τα χειρόγραφα των εγκλείστων στην κρυψώνα αξιωματικών, ο Χρήστος Φεσσάς επέστρεψε από την Αθήνα μετά πάροδο ημερών και τους ενημέρωσε ότι οι βασιλικές οδηγίες είχαν μεταφερθεί…. κατά τι τετμημένες.

Γερμανικό υποβρύχιο τύπου  UB III.
  1. Διασταύρωση των κειμένων Ζαλοκώστα, Ποτηρόπουλου και Παπακώστα.

Επισημάναμε ήδη ότι από το κείμενο Ζαλοκώστα ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά σε τρία «μη ανακοινώσιμα» μηνύματα. Πράγματι, η αποστολή τεσσάρων αξιωματικών με δύο υποβρύχια, με προφανή στήριξη του γερμανικού στρατιωτικού μηχανισμού που τα διέθεσε, δημιουργεί την υποψία ότι αποσκοπούσε και στη διαβίβαση οδηγιών διαφορετικής μορφής απ’ αυτές που ο Ζαλοκώστας αναφέρει, οδηγιών πλησιέστερων προς τις γερμανικές πολεμικές επιδιώξεις της εποχής εκείνης.

Ανατρέχοντας στη μαρτυρία Ποτηρόπουλου, στο σχετικό με τη μεταφορά των μηνυμάτων απόσπασμα, διαβάζομε :

…………………………………………………………………………………………………………

Ο ιατρός κ. Φεσσάς μετέβη πράγματι εις Αθήνας όπου και κατώρθωσε παλαίων κατά μυρίων δυσχερειών να μεταβιβάση εις τον μακαρίτην Αλέξανδρον δια του στρατηγού μακαρίτου Μαλάμου, τας ας είχε λάβη παρ’ ημών οδηγίας, αίτινες συνίσταντο εις τα εξής :

Να προσπαθή δια παντός τρόπου να αποφεύγη τας υποδείξεις του Βενιζέλου. Να μην εκτίθεται δημοσία υπέρ αυτού, ως είχε πράξει εις κάποιαν συγκέντρωσιν που είχε λάβη χώραν εις Λαμίαν, αν δεν με απατά η μνήμη.

Να φροντίζη να έρχεται εις επαφήν με τους τότε εν Αθήναις ευρισκομένους πολιτικούς μακαρίτας Σκουλούδην, Ράλλην, Στράτον κλπ. των οποίων ν’ ακολουθή τας συμβουλάς.

Ν’ αποφύγη με κάθε τρόπον τον γάμον του με την δεσποινίδα Μάνου, τον οποίον επίτηδες ευνοεί ο Βενιζέλος, δια να ρίψη εις την συνείδησιν του ελληνικού λαού την δυναστείαν.

Να κάμνη  οικονομίας και να φροντίζη δια την υλικήν ενίσχυσιν της εν εξορία ευρισκομένης οικογενείας του και μερικά άλλα τα οποία λόγω της παρέλευσης δεκαεπταετίας δεν ενθυμούμαι.

…………………………………………………………………………………………………………

Τα όσα ο Ποτηρόπουλος αναφέρει εμπεριέχονται περίπου στα όσα ο Ζαλοκώστας εξιστορεί. Τα όσα ο ίδιος δεν θυμάται —κατά το έτος 1935 όταν συνέταξε τη μαρτυρία του— ή λιγότερο σημαντικά ήταν απ’ αυτά που αναφέρει ότι θυμάται, ή εύσχημα τα αποσιωπά.

Ας σημειωθεί ότι το κείμενο Ποτηρόπουλου γράφηκε σε κάποια στιγμή του πρώτου τριμήνου του 1935 και τούτο διότι ο Εμμανουήλ Φεσσάς αναφέρεται σ’ αυτό ως «ήδη γερουσιαστής», ενώ γνωρίζομε ότι η Γερουσία καταργήθηκε με την έκδοση συντακτικής πράξης την 1η Απριλίου 1935. Είχε προηγηθεί το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Η πολιτική ένταση, πυροδοτούμενη από την καθημερινή αρθρογραφία των εφημερίδων κατά το τρίμηνο αυτό, μπορεί να περιγραφεί ως καζάνι που βράζει. Συνεπώς δύσκολα φανταζόμαστε ένα άτομο με τις εμπειρίες του Ποτηρόπουλου να θέλει να εκτεθεί με κατάθεση εγγράφως αναμνήσεων για συμμετοχή του σε ακραίες συνωμοτικές πράξεις, της μορφής που τώρα (αρχή 1935) πάλι κατά γενική εντύπωση προετοιμαζόντουσαν και από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Τελείως διαφορετική από τις περιγραφές Ζαλοκώστα και Ποτηρόπουλου είναι η μαρτυρία Παπακώστα για τη φύση των επίμαχων μηνυμάτων. Αυτή γράφηκε μέσα στο κρησφύγετο, το πολύ λίγους μήνες μετά τη διαβίβασή τους. Μεταξύ Μαρτίου 1918 και καλοκαιριού 1920.

Τα σχετικά εδάφια από τη μαρτυρία Παπακώστα έχουν ως εξής :

……………………………………………………………………………………………………………Εκεί (στην αγροικία Φεσσά) την επομένην αφίκετο και ο κ. Φεσσάς και απεφασίσθη όπως σπεύση και αναχωρήση εις Αθήνας ίνα μεταδώση εις τους ομοϊδεάτας μας τας οδηγίας και παρασκευάσωσι το κίνημα προς ανατροπήν του εντολοδόχου των ξένων. Εδώκαμεν αυτώ και κατάλογον των προσώπων εις α έδει να αποταθή και να ανακοινώση τας οδηγίας επί τη βάσει των οποίων ούτοι θα ενήργουν. Ηγέρθη ζήτημα μεταξύ ημών αν κατόπιν της συλλήψεως των άλλων και του εγερθέντος θορύβου ως και απανθρώπων μέσων άτινα μετήρχετο η Κυβέρνησις δια πάντα όστις εφαίνετο αυτή ύποπτος θα ανελάμβανον οι υποδεικνυόμενοι παρ’ ημών να ρίψωσιν τον κύβον και να ενεργήσωσιν συμφώνως προς τας υποδείξεις των οδηγιών ίνα περιαγάγωσι την Κυβέρνησιν εις αδιέξοδον και εξαναγκάσωσιν αυτήν υποτασσομένην εις το κοινόν αίσθημα εν ανάγκη και εις την βίαν να εγκαταλείπη την αρχήν. Πλήν τούτου τα πλείστα των παρ’ ημών υποδεικνυομένων προσώπων διετέλουν εν εξορία, εν φυλακή, ύπο περιορισμόν και αστυνομικήν επίβλεψιν. Απεφασίσαμεν να επιδιωχθή η εργασία συτή και υπό προσώπων μη εμπεριεχομένων εν τω καταλόγω ομοϊδεατών ημών και προθύμων να συντρέξωσι τον αγώνα μας. Μετά δύο ημέρας απήρχετο ο Φεσσάς εις Αθήνας κομίζων τας οδηγίας και με την εξουσιοδότησιν ως αυτός θα ενόμιζε ασφαλέστερον αφιέντων ημών αυτώ πλήρη πρωτοβουλίαν.

…………………………………………………………………………………………………………

Και παρακάτω :

…………………………………………………………………………………………………………

Τω όντι μετά 10 ημέρας επανήρχετο εξ’ Αθηνών ο κ. Φεσσάς κομιστής ευαρέστων ειδήσεων, ότι δηλαδή αι οδηγίαι κατά τι τετμημέναι επεδόθησαν και ότι εντός ολίγου θέλομεν ίδει την έναρξιν των συνεπειών αυτών. Μετ’ ολίγας ημέρας αι στάσεις εις τα διάφορα σώματα μας έπειθον ότι η επενέργειά μας ήρξατο εκδηλούμενη προς αφύπνισιν του κοινού αισθήματος.

…………………………………………………………………………………………………………

Από τα παραπάνω αποσπάσματα της μαρτυρίας Παπακώστα, είναι σαφές ότι μεταξύ των κειμένων Ζαλοκώστα και Ποτηρόπουλου αφ’ ενός και του κειμένου Παπακώστα αφ’ ετέρου υπάρχουν οι ακόλουθες σημαντικές διαφορές:

Α′ Σε ότι αφορά τους αποδέκτες των μηνυμάτων, ο Ζαλοκώστας και ο Ποτηρόπουλος αναφέρουν τον βασιλιά Αλέξανδρο, ενώ ο Παπακώστας «τους ομοϊδεάτες μας (προφανώς αξιωματικούς)». Όλοι μάλιστα αναφέρουν ότι μετά την μετάβαση του Χρήστου Φεσσά στην Αθήνα, οι επαφές μ’ αυτούς (τον Αλέξανδρο ή/και τους ομοϊδεάτες) έγιναν και η ουσία των μηνυμάτων μεταβιβάστηκε.

Β′ Σε ότι αφορά το περιεχόμενο των μηνυμάτων, ο Ζαλοκώστας και ο Ποτηρόπουλος παραθέτουν οικογενειακού και προσωπικού κυρίως ενδιαφέροντος εντολές, ενώ ο Παπακώστας όχι μόνον ομιλεί για οδηγίες προς παρασκευήν αντιβενιζελικού κινήματος, αλλά και ότι οι στάσεις στα διάφορα στρατιωτικά Σώματα (προφανώς αναφέρεται σε κάποιες απ’ αυτές που εξερράγησαν μετά τον Μάρτιο 1918) μπορούν ν’ αποδοθούν στις εντολές που οι αξιωματικοί διαβίβασαν.

Βελίκα Μεσσηνίας. Αγροικία Σπ. Κουμουνδούρου (φωτ. 2016).
  1. Συμπεράσματα.

Η προετοιμασία που ο γερμανικός και ο εξόριστος φιλοβασιλικός παράγοντας αφιέρωσαν στο ταξίδι των δύο αξιωματικών, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία Παπακώστα που δεν διαψεύδεται, αλλά έμμεσα επιβεβαιώνεται από το κείμενο Ζαλοκώστα και τη μαρτυρία Ποτηρόπουλου οδηγεί στην εκδοχή ότι κατά πάσαν πιθανότητα οι αξιωματικοί στάλθηκαν για τη μεταφορά εντολών για την προετοιμασία κινήματος.

Από τους δύο αποδέκτες, των μηνυμάτων, τον βέβαιο —Αλέξανδρο— και τους πιθανούς —ομοϊδεάτες αξιωματικούς— ο πρώτος είχε πάρει ήδη θέση εναντίον των κινημάτων. Πράγματι, στις 25 Ιανουαρίου 1918, στη Λαμία όπου είχε μεταβεί ύστερα από την εκδήλωση κινήματος κατά της επιστράτευσης, είχε χαρακτηρίσει ως πράξη προδοτική όχι μόνον κάθε ενέργεια, αλλά και κάθε σκέψη που δεν θα έτεινε στην ενίσχυση του πολέμου. Η στάση βέβαια αυτή του Αλέξανδρου δεν ήταν αποδεκτή από τον πατέρα του, ο οποίος λίγες μέρες μετά έστειλε εντολή (Ποτηρόπουλος) : «Να μην εκτίθεται δημόσια υπέρ του Βενιζέλου, ως είχε πράξει εις κάποιαν συγκέντρωσιν που είχε λάβη χώραν εις Λαμίαν, αν δεν με απατά η μνήμη».

Για τα πολλά κινήματα, είτε υποκινούμενα από φιλοβασιλικούς στρατιωτικούς, είτε αυθόρμητα κατά της αντιδημοφιλούς επιστράτευσης, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες αξιωματικών με συμμετοχή σ’ αυτά (θετική ή αρνητική). Λείπει όμως —βάσει των μέχρι σήμερα διαθέσιμων στοιχείων— η τεκμηρίωση της εξέλιξης ενός ή περισσότερων στασιασικών φιλοβασιλικών κινημάτων της περιόδου από τη σχεδίασή του στην Ελβετία και τη Γερμανία μέχρι την εκδήλωσή του σε ελληνικό στρατόπεδο. Οι μαρτυρίες Παπακώστα και —δευτερευόντως— Ποτηρόπουλου προσθέτουν μια ψηφίδα για μια τέτοια τεκμηρίωση.

Ο Δημήτριος Στ. Φεσσάς είναι διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός του Πολυτεχνείου της Αθήνας (1961) και υδραυλικός μηχανικός του Πανεπιστημίου της Grenoble (1966). Εργάστηκε επί μισό περίπου αιώνα ως ελεύθερος επαγγελματίας, μελετητής υδραυλικών δημοσίων έργων. Είναι συγγραφέας της πραγματείας “1918 – 1920. Η υπόθεση του δευτέρου υποβρυχίου. Ένα επεισόδιο της εποχής του Διχασμού”, Αθήνα, εκδόσεις Καπόν, 2016.