Skip to main content

Δημήτρης Ε. Φιλιππής: Κύμη-Βαρκελώνη: ναύλα Iσπανικού Eμφυλίου

Δημήτρης Ε. Φιλιππής

Κύμη-Βαρκελώνη: ναύλα Iσπανικού Eμφυλίου

Ο Ισπανικός Εμφύλιος (1936-1939) συνιστά καμπή στην παγκόσμια ιστορία του περασμένου αιώνα, καθώς, ως ολοκληρωτικός και διεθνής πόλεμος, αποτέλεσε prova generale του Παγκοσμίου Πολέμου που ακολούθησε. Ως γνωστόν, ο στρατηγός Φράνκο βγήκε νικητής χάρη στη στρατιωτική συνδρομή της χιτλερικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας (από αέρος, με την εξελιγμένη αεροπορία τους, όπως αποδεικνύει ο βομβαρδισμός της Γκερνίκα, και με τακτικά κι εκσυγχρονισμένα στρατεύματα ξηράς). Το αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή η νόμιμη κυβέρνηση της Β ́ Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-36) και του συνασπισμένου «Λαϊκού Μετώπου» της αριστεράς, παρά την ηρωική αντίστασή του, τελικά υπέστη συντριβή ένεκα μεν της πολυδιάσπασής του (από τους κεντρώους σοσιαλδημοκράτες ως τους αναρχικούς), κυρίως δε διότι απεδείχθη, συγκριτικά, ανεπαρκής η, από την ΕΣΣΔ,  το Μεξικό και τη «λοιπή Δύση» προερχόμενη, στρατιωτική ενίσχυσή του (ως επί το πλείστον, δια θαλάσσης με τρόφιμα και πολεμοφόδια και, βεβαίως, με τους εθελοντές των «Διεθνών Ταξιαρχιών»).

Στον Ισπανικό Εμφύλιο ενεπλάκησαν κυρίως οι ναυτικές χώρες: το επικερδές εμπόριο όπλων στην εμπόλεμη Ισπανία, ως «ανέλπιστη διέξοδος» στην τότε οικονομική κρίση, έδινε μεγάλη ανάσα στην παγκόσμια ναυτιλία. Κι αυτό διότι η Ισπανία, που είχε εκμεταλλευτεί, ως ουδέτερη, τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, διέθετε τώρα μία από τις πλουσιότερες τράπεζες στον κόσμο (707 τόνους σε ράβδους χρυσού και σε ρευστό), με ένα υπολογιζόμενο θησαυροφυλάκιο 805 εκατ. δολαρίων (μυθικό ποσό για την εποχή), το οποίο βρέθηκε να το διαχειρίζεται η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Γρήγορα φάνηκε ότι, από τη μία πλευρά, κυρίως η ΕΣΣΔ θα καρπωνόταν ένα σημαντικό μέρος αυτού του πλούτου, δεδομένου ότι μπορούσε να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό τον εξοπλισμό και την λοιπή τροφοδοσία της Ισπανικής Δημοκρατίας με αντίτιμο το σκληρό «χρυσό» συνάλλαγμά της (εξάλλου, έως τα μέσα του 1937, μεγάλο μέρος αυτού του αποθέματος μεταφέρθηκε σταδιακά από τη Μαδρίτη στη Μόσχα). Από την άλλη, και το στρατόπεδο των «Εθνικών» του Φράνκο πλήρωνε τους κύριους προμηθευτές του, Γερμανία και Ιταλία, επίσης αδρά (αν και επί πιστώσει) χάρη στην («ρευστή και σε τίτλους») οικονομική ενίσχυση που του παρείχαν οι πάμπλουτοι εσωτερικοί υποστηρικτές του, δηλαδή η ισπανική εκκλησία και αριστοκρατία. Στις ακραίες εμπόλεμες καταστάσεις, όπως είναι οι εμφύλιοι, ανεφοδιασμός και προμήθεια, καθώς υπονοείται, δεν καθορίζονται από το ιδεολογικό χρώμα, κι έτσι οι περισσότερες ναυτικές χώρες, όπως και η Ελλάδα του Μεταξά, ενεπλάκησαν στον πόλεμο της Ισπανίας, όχι τόσο υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς όσο υπέρ αμφοτέρων ταυτόχρονα, καθώς το κέρδος τους ήταν (ή μπορούσε να είναι) διπλό. Και σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, τον Οκτώβριο του 1936, Χίτλερ, Μουσολίνι και Στάλιν κήρυξαν, εμμέσως ή αμέσως, «έκπτωτη» την αρχική διεθνή συμφωνία της «μη επεμβάσεως στον πόλεμο της Ισπανίας», αναγκάζοντας τις άλλες χώρες να τηρούν μόνο κατ’ επίφαση τη νομιμότητα «κι έτσι, αναπόφευκτα και ακαριαία, το εμπόριο μετεξελίχθηκε σε λαθρεμπόριο» Γύρω από το λαθρεμπόριο όπλων «ξέσπασε ένας διεθνής διπλωματικός εμφύλιος που έφερε στο προσκήνιο την Αθήνα και το καθεστώς της, της 4ης Αυγούστου», το οποίο, τελικά, ωφελήθηκε τα μέγιστα από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο: αφενός ένα μεγάλο μέρος της σοβιετικής βοήθειας προς τη Β ́ Ισπανική Δημοκρατία μεταφέρθηκε από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στη Βαρκελώνη, μέσω Αιγαίου φυσικά, με πλοία ελληνικής σημαίας-ιδιοκτησίας και με ναύλα που χρυσοπληρώθηκαν, ενώ αφετέρου η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες χώρες, πούλησε και στα δύο στρατόπεδα (τόσο στους «επαναστάτες του Φράνκο» όσο και στο «κυβερνητικό Λαϊκό Μέτωπο»), όπλα, φυσίγγια και άλλο εξοπλισμό. Η εν λόγω πώληση έγινε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα μέσω του «μεγαλύτερου εργοστασίου πολεμικού εξοπλισμού στα Βαλκάνια», της «Ελληνικής Εταιρείας Καλυκοποιείου Πυριτιδοποιείου» του Πρόδρομου Αθανασιάδη Μποδοσάκη, που αναδείχτηκε τότε, παγκοσμίως, σε έναν από τους πιο γνωστούς παραγωγούς και εμπόρους όπλων και πολεμοφοδίων. Είχε δε πάρει τέτοιες διαστάσεις το διεθνές λαθρεμπόριο όπλων προς αμφότερα τα στρατόπεδα, που κι αυτή ακόμα η ναζιστική Γερμανία δεν δίστασε να πουλά όπλα στην Ισπανική Δημοκρατία, ενίοτε δε και μέσω της εταιρείας του Μποδοσάκη.

Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης με τον Ιωάννη Μεταξά στη θεμελίωση του οβιδουργείου το 1936. (Πηγή: Ίδρυμα Μποδοσάκη).

Η δραστηριότητα αυτή δοκίμασε τις σχέσεις καθεστώτων και κυβερνήσεων: διαμαρτυρίες Φράνκο σε Χίτλερ, διαβήματα σε Μεταξά και σε άλλες «εθνικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις», αλληλοκατηγορίες δημοκρατικών χωρών και ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων τόσο για τη γενικότερη στάση «ουδετερότητας και κατευνασμού» Αγγλίας και Γαλλίας, όσο και για την αμφιλεγόμενη ποιότητα του εξοπλισμού που «ξεπουλιόταν» στην Ισπανική Δημοκρατία. Για την Ελλάδα, οι συνέπειες του λαθρεμπορίου όπλων αποδείχθηκαν απολύτως θετικές από οικονομική άποψη, παρά την απώλεια ελληνικών πλοίων και πληρωμάτων, τα οποία, υπό την επισήμανση «πειρατικά» (καθώς καταστρατηγούσαν τη διεθνή συμφωνία του εμπάργκο όπλων και λοιπών εφοδίων στην Ισπανία), βυθίστηκαν ή συλλήφθηκαν από τον «ιταλο-ισπανικό στόλο του Αιγαίου», που δημιούργησαν από κοινού Μουσολίνι και Φράνκο για να αστυνομεύουν τη Μεσόγειο από τα «ιταλοκρατούμενα», τότε, Δωδεκάνησα. Η Ρόδος, κυρίως, είχε εξελιχθεί σε μεγάλη ναυτική βάση του Μουσολίνι ένεκα και της παράλληλης, σχεδόν, ιταλικής επίθεσης και κατάκτησης της Αβησσυνίας. Εν ολίγοις, από διπλωματικής και στρατιωτικής άποψης η εμπλοκή της Ελλάδας στον Ισπανικό Εμφύλιο αποτέλεσε «απώτερο αίτιο» της 28ης Οκτωβρίου, καθώς οι Ιταλοί, πολύ πριν από την Έλλη, είχαν μετατρέψει το Αιγαίο σε εμπόλεμη ζώνη τορπιλίζοντας και βυθίζοντας στα νερά του Αιγαίου (από τα Δαρδανέλια έως τα στενά του Ευρίπου και ίσαμε τα Επτάνησα) αρκετά «πειρατικά» ελληνικά πλοία, όπως βεβαίως και δεκάδες «πειρατικά» άλλων χωρών (αγγλικά, γαλλικά, βουλγαρικά, κτλ), πολλά δε εξ αυτών με «παναμέζικη σημαία παραλλαγής».

Πίσω από τα συνεχή και εντυπωσιακά ρεπορτάζ από τα ισπανικά μέτωπα, ο αθηναϊκός τύπος προσπάθησε, για ευνόητους λόγους, είτε να εξωραΐσει είτε να αποκρύψει, κατά το δυνατόν, αυτά τα «ενοχλητικά για τη χώρα παρεπόμενα», δηλαδή τόσο «τα του λαθρεμπορίου εις Ισπανίαν», όσο και τα της βύθισης ή σύλληψης (και) ελληνικών εμπορικών πλοίων από το ναυτικό του Μουσολίνι και του Φράνκο. Παρόλα αυτά, κάποιες ειδήσεις περνούσαν από τη λογοκρισία και κάποια ρεπορτάζ ανέδειξαν το θέμα. Σε αυτές τις λίγες περιπτώσεις, η λογοκρισία φρόντιζε ώστε η Ελλάδα να φαίνεται «κομπάρσος» της όλης υπόθεσης, καθώς εμμέσως πλην σαφώς προέκυπτε ότι η χώρα υφίστατο, συγκριτικά, μικρότερης έκτασης ζημία σε απώλεια πλοίων. Σε ένα από αυτά τα ρεπορτάζ, ίσως το πιο εντυπωσιακό, η χώρα είναι μεν ο κομπάρσος, η Σκύρος και η Κύμη είναι, αντιθέτως, οι …πρωταγωνίστριες του ισπανικού πολέμου. Αυτό συνέβη τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1937, όπως «απαθανατίζεται» σε δύο φύλλα της εφημερίδας Πρωία, όταν ιταλο-ισπανικό υποβρύχιο βύθισε έξω από τη Σκύρο ρωσικών συμφερόντων φορτηγό ως ύποπτο μεταφοράς πολεμοφοδίων στη (δημοσιογραφικά) επονομαζόμενη «ερυθρά Ισπανία» (δηλαδή στην αριστερή νόμιμη κυβέρνησή της). Το ρεπορτάζ, με ανταπόκριση από την Κύμη, εν συντομία έχει ως εξής.

Επρόκειτο για το πλοίο Μπλαγκόεφ, όπως ονομαζόταν προς τιμήν του Βούλγαρου επαναστάτη, χωρητικότητας 5.500, νηολογημένο από το Σοβιετικό Κράτος στην Οδησσό με αρ. 441 και το οποίο είχε αποπλεύσει την 28η Αυγούστου 1937 από τη Μαριούπολη με φορτίο ασφάλτου και με προορισμό γαλλικό λιμάνι. Σύμφωνα με την αφήγηση του διασωθέντος πληρώματος, αφότου το πλοίο διέσχισε τα Δαρδανέλια αναδύθηκε, αίφνης, πίσω του υποβρύχιο «αγνώστου εθνικότητος». Το φορτηγό ύψωσε αμέσως τη ρωσική σημαία, πλην όμως το υποβρύχιο δεν έδωσε κανένα διακριτό σημάδι. Το ρωσικό πλοίο, για να αποφύγει την καταδίωξη, άλλαξε πορεία και με επικίνδυνους ελιγμούς έφτασε ανοικτά της Σκύρου και, τότε, το υποβρύχιο εμφανίστηκε εκ νέου σε απόσταση μικρότερη των 400μ. Αφού (φαίνεται πως) «ύψωσε τη σημαία της εθνικιστικής Ισπανίας του στρατηγού Φράνκο», εξαπέλυσε μια τορπίλη προς εκφοβισμό, ενώ οι ναύτες του υποδείκνυαν με χειρονομίες στο πλήρωμα του ρωσικού πλοίου να κατεβάσει στις λέμβους. Το πλοίο δεν υπάκουσε στην εντολή και το υποβρύχιο εξαπέλυσε νέα τορπίλη, που αυτή τη φορά ευστόχησε. Το πλήρωμα, αναγκαστικά τότε, μπήκε σε δύο σωστικές λέμβους και πρόλαβε να εγκαταλείψει το σκάφος πριν αυτό βυθιστεί.

Στη θέση «Τρεις Μπούκες», άλλως «στου Δεσπότη το νησί», οι ναυαγοί περισυλλέχτηκαν από ντόπιους ψαράδες και από το παραπλέον ελληνικό πετρελαιοκίνητο «Αγιος Νικόλαος». Διασώθηκαν όλοι πλην ενός (το πλήρωμα δεν υπερέβαινε τους 10, αξιωματικοί και ναύτες). Αφού ο νεκρός ετάφη στη νήσο, το υπόλοιπο πλήρωμα οδηγήθηκε στην Κύμη και από εκεί στη Χαλκίδα. Στο μεταξύ, η τοπική αρχή της Κύμης είχε ενημερώσει την Αθήνα, που με τη σειρά της ενημέρωσε τη ρωσική πρεσβεία. Η ανταπόκριση της Πρωίας από την Κύμη (4-9-1937) αναφέρεται γενικότερα στην ενίσχυση της «ερυθράς Ισπανίας με σοβιετική βοήθεια που συνεχίζεται αμείωτη» ενώ, σε επόμενο φύλλο της, η εφημερίδα εικονογραφεί σε πρωτοσέλιδο χάρτη, 18 παρόμοια περιστατικά «που έλαβαν χώρα το τελευταίο δίμηνο στο Αιγαίο και ευρύτερα στη Μεσόγειο», με θύματα πλοία ξένης σημαίας (τα περισσότερα είχαν συλληφθεί και υπεξαιρεθεί από τον Φράνκο, ενώ λίγα μόνο είχαν βυθιστεί). Στον κατάλογο αυτό υπάρχει και ένα μόνο ελληνόκτητο πλοίο (Κτιστάκης).

Η ανταπόκριση της εφημερίδας Πρωία σχετικά με το επεισόδιο του τορπιλισμού του πλοίου Μπλαγκόεφ.

Δύο υποσημειώσεις: πρώτον, η εφημερίδα αφήνει να εννοηθεί ότι κάθε πλοίο που διασχίζει τα Δαρδανέλια είναι εξ ορισμού «ύποπτο πειρατείας προς την ερυθράν Ισπανίαν», δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπήρχε η υποψία ότι μέσα στο εμπόρευμα ασφάλτου ήταν κρυμμένα όπλα. Και, δεύτερον, προσπαθεί να πείσει ότι όλα έγιναν μεν πολύ κοντά στη Σκύρο (15 μίλια ανατολικά), αλλά «εκτός των ελληνικών υδάτων». Διότι αυτό είναι το σημαντικό: εκτός των ελληνικών υδάτων δεν αποτελούσε casus belli. Υπ’ αυτούς τους όρους, λιγότερο υπερβολικό φαντάζει να σκεφτεί κανείς ότι η «ναυμαχία» έγινε κάπου στην Πρασούδα (λιλιπούτεια βραχονησίδα μισό μίλι από το λιμάνι της Κύμης), παρά στη «θέση» όπου επιμένει η εφημερίδα.

Με την «ευβοϊκή ανάμιξη στον Ισπανικό Εμφύλιο» ασχολήθηκε πριν κάποια χρόνια και η εφημερίδα Προοδευτική Εύβοια (φύλλα 26-3 και 24-12-2010), η οποία παραπέμπει σε ένα παλαιότερο δημοσίευμα της εφημερίδας Ακρόπολις. Στο δημοσίευμα αυτό, ο συντάκτης (Β. Πλατής) διακωμωδούσε (ή διεκτραγωδούσε) ένα επεισόδιο που είχε δημοσιευθεί με ένα «πειραγμένο φωτορεπορτάζ», υπό τον τίτλο-λεζάντα, «λαθρέμποροι όπλων Ισπανίας σε κρυφή περιοχή της Χαλκίδας». Οι λαθρέμποροι ήταν …ντόπιοι κρεοπώλες! Κατά τα άλλα, η εφημερίδα της Χαλκίδας σημειώνει, και σωστά, ότι «η σοβιετική ενίσχυση στους δημοκρατικούς έγινε με κάθε είδους πλεούμενο–ως και σαπιοκάραβα- με απίστευτους ηρωισμούς και θυσίες…»,αλλά υπερβάλλει ολίγον όσον αφορά στην άποψη ότι «η πορεία των πλοίων-καϊκιών στο μεγαλύτερο ποσοστό ήταν από τον Ευβοϊκό, τον Εύριπο» (…) και σε ότι «το μυστικό της πορείας των πλοίων κρατήθηκε κρυφό ως το τέλος». Η αλήθεια είναι ότι σε πολύ μικρό ποσοστό τα (κυνηγημένα) πλοία έφθασαν ως τον Ευβοϊκό (σε μεγάλο ποσοστό είτε εντοπίστηκαν από πριν είτε διέφυγαν), ενώ το «μυστικό της πορείας» δεν κρατήθηκε ποτέ, καθώς το αποκάλυψε αμέσως η αντικατασκοπεία του Φράνκο στην Αθήνα (χάρη στην αποτελεσματικότητα του  Σεμπαστιάν Ρομέρο Ραδιγάλες, διπλωματικού εκπροσώπου της εθνικής κυβερνήσεως του Μπούργος στην Ελλάδα),  και ο φασιστικός τύπος στην Ιταλία.

Η ναυτική συνδιάσκεψη της Nyon (10-14 Σεπτεμβρίου 1937). Στο βήμα διακρίνεται ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Yvon Delbos.

Λίγο αργότερα, το μυστικό «διέρρευσε» και μέσα από τη λογοτεχνία και ένας από τους πρώτους (χρονικά) «προδότες αφηγητές» ήταν ο καταγόμενος από την Κύμη Βασίλης Λούλης (1901-1971). Το συνολικό έργο του Λούλη «διατρέχουν» έμμεσες και άμεσες αναφορές-μνήμες στον Ισπανικό Εμφύλιο, καθώς ο συγγραφέας ως ναύτης φαίνεται πως είτε είχε μπαρκάρει σε «ύποπτα» ναύλα είτε τα είχε συναντήσει, από το λιμάνι της «Οντέσσας» (Οδησσού), όπου φόρτωναν, ως τα λιμάνια του Οράν και της Μαρσέλιας (Μασσαλίας), ενδιάμεσοι σταθμοί πριν την Ισπανία (η Βαρκελώνη για τα πολεμοφόδια, το Αλικάντε για τους εθελοντές). Κοινό σημείο εκκίνησης στις νουβέλες Βόλτα στα περασμένα (1947) και Παραμιλητό (1967 –βλ. Άπαντα, Β ́ τόμος, ενδιαφέρουν εδώ τα εδάφια των σελ. 211-220 και 235-44, αντίστοιχα)  είναι ένα ταξίδι στην Οντέσσα. Στη Βόλτα, ο αφηγητής (alter ego του συγγραφέα) βγάζει σε μια «ομήγυρη ναυτικής λέσχης», φιλικά διακείμενης προς τους Ισπανούς του Λαϊκού Μετώπου, ένα φιλιππικό υπέρ του δίκαιου αγώνα τους, μνημονεύει «συνταραχτικά γεγονότα»(π.χ. μάχη στο Τερουέλ), ενώ παράλληλα «προσεύχεται»: «δεν είναι ο Θεός να μας το συγχωρέσει αυτό που κάναμε οι Ρωμιοί, από τον πρώτο πολίτη, τον πρώτο εργάτη, ως τον τελευταίο καραβοκύρη. Δε ‘ναι ο Θεός να το  συγχωρέσει…».Το υπονοούμενο είναι σαφές τόσο ως προς τα πρόσωπα (Μεταξάς, ο πρώτος πολίτης-εργάτης κλπ), όσο και ως προς το γενικότερο πλαίσιο (δηλαδή, το «άχρηστο εμπόρευμα» ή «η καθυστερημένη αναχώρηση βοήθειας» στη Β ́Δημοκρατία). Αναμφίβολα, ο συγγραφέας έχει άποψη τόσο για την ιστορία που διαβάζει (βλ. παραπομπές στο Μαντσίνι, Γαριβάλδη κλπ), όσο και για την «ιστορία» που έζησε εννέα χρόνια μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, και εν μέσω του αντίστοιχου ελληνικού. Διότι έχει ακούσει για την ακαταλληλότητα κάποιων όπλων που εκπυρσοκροτούσαν στα χέρια των εθελοντών στην ώρα της μάχης και βεβαίως ο ίδιος έχει ζήσει την κωλυσιεργία της αποστολής του εμπορεύματος (έχει αποκαλυφθεί ότι εφοπλιστές ή αξιωματικοί ελάμβαναν ένα 10% της αξίας του εμπορεύματος εάν το «κάρφωναν» ή «αργοπορούσαν» στη φόρτωση ή στο ταξίδι). Στο μεταγενέστερο κατά δεκαετία Παραμιλητό, ο συγγραφέας «διορθώνει και εμπλουτίζει τη μνήμη του»: «Κανένα ταξίδι δεν φορτώσαμε γρήγορα, και στα εφτά αργήσαμε πότε λίγο πότε πιο πολύ. Κανένα ταξίδι δεν φορτώσαμε στο κανονικό…».

Ο Κυμαίος συγγραφέας Βασίλης Λούλης σε νεαρή ηλικία.

Για όλα αυτά, λοιπόν ζητεί …γενική άφεση αμαρτιών. Ο συγγραφέας έχε φιλότιμο: γνωρίζει ότι σε αυτό το γαϊτανάκι ήταν μπλεγμένοι οι πάντες, αλλά δεν θέλει να τους βάλει όλους στο ίδιο τσουβάλι (κατά το «ο μη αναμάρτητος…», κλπ). Αντίθετα, θεωρεί ότι οι Έλληνες έχουν μια επιπλέον ευθύνη. Θεωρώ ότι αυτή η «επιπλέον ευθύνη» έχει να κάνει τόσο με τα σκάρτα όπλα (ή όσα ήταν έτσι, διότι πουλήθηκε και «αξιοπρεπές υλικό»), όσο κυρίως για τα «ελληνικά πλοία» τα οποία είτε πουλήθηκαν στον Φράνκο είτε παραδόθηκαν (δια της προδοσίας) τα φορτία τους, στην αντικατασκοπία του. Ο συγγραφέας το φέρει βαρέως, όπως προκύπτει από τη Ρουθ (μεταγενέστερο και πρόσφατα εκδοθέν έργο του). Εκεί διατυπώνεται εύγλωττα η έκπληξη του ναύτη-αφηγητή όταν συνάδελφος του εκμυστηρεύεται την πρόθεσή του να μπαρκάρει σε πλοίο «για τον Φράνκο». Κατ’ αντιστοιχία, ο αφηγητής αναφέρεται συχνά πυκνά με υπονοούμενα στη στάση του Στάλιν κατά την εξέλιξη του πολέμου, στοιχείο που κατά τη γνώμη μας υποκρύπτει αιχμηρή κριτική. Σε άλλο διήγημα, στο «Φωτεινό τέλος μιας σκοτεινής ζωής» συγκεκριμένα, θα επανέλθει στο ίδιο θέμα, αλλά για να «ξεσηκώσει», τώρα, τους συναδέλφους του να αντιδράσουν στα σχέδια της εταιρείας να μεταφέρει πολεμοφόδια, και τους προτρέπει να μην εξαγοραστούν με το ουίσκι του καπετάνιου. Τελικά, μπρος στην επερχόμενη (;) προδοσία, θα βυθίσει ο ίδιος το …πειρατικό του Κάπτεν Τζιμ.

Στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, αφενός μεν θεωρούμε αυτή την αφήγηση ένα «αντιρεπορτάζ» στο ρεπορτάζ της Πρωίας, αφετέρου δε πιστεύουμε πως ο συγγραφέας, εμμέσως, οικτίρει και τον εαυτό του για τη «δειλία» του να μην «λιποτακτήσει» και να καταταγεί εθελοντής στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, δεδομένου ότι «οι Ισπανοί πολεμάνε και για το δικό μας ψωμί και για τη δική μας νίκη», όπως θα πει ο αφηγητής της Ρουθ, ενώ πολλοί Έλληνες εθελοντές στον Ισπανικό Εμφύλιο ήταν ναυτεργάτες (ενώ πολλοί άλλοι έφθασαν στην Ισπανία μεταμφιεσμένοι σε ναύτες) με τη βοήθεια του εξόριστου, λόγω Μεταξά (και ναυτεργατικού κυρίως) ελληνισμού της Μασσαλίας (σε αυτά τα γεγονότα αναφέρεται και ο Στρατής Τσίρκας, όπως αναλύεται σε άλλη μελέτη μας). Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στο Παραμιλητό, ο Λούλης κάνει λόγο για μια παρέλαση ναυτών υπέρ του Λαϊκού Μετώπου στο λιμάνι της Οντέσσας, αλλά είναι σαφές ότι εμμέσως αναφέρεται στην παρέλαση της αναχώρησης των Διεθνών Ταξιαρχιών στη Βαρκελώνη μπροστά στις αρχές της Β ́Δημοκρατίας και λίγο πριν την τελική πτώση της.

Αριστερά πάνω,  “Μαύρη λίστα πειρατικών πλοίων ανεφοδιασμού των Ισπανών Ερυθρών” που συνέταξε ο εικονιζόμενος, ικανός και αποτελεσματικός, Sebastián de Romero Radigales διπλωματικός εκπρόσωπος του Φράνκο στην Αθήνα κατά τον ισπανικό εμφύλιο, αλλά και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και διέσωσε πάνω από 500 Έλληνες Σεφαρδίτες (Πηγή: Dimitris Filippís, Recuperación Documental: la herencia histórica española en  Grecia, Ediciones del Orto, Madrid, 2010).


Επίλογος

Δύο διευκρινίσεις: το ανωτέρω κείμενο βασίζεται σε άρθρο μας που δημοσιεύτηκε στο τοπικό περιοδικό Νέος Άστερος: Γεωγραφία, Ιστορία, Πολιτισμός της περιοχής Κύμης, τχ. 1, 2015, ενώ η πρώτη ειδική μελέτη για το ελληνικό λαθρεμπόριο όπλων στον ισπανικό εμφύλιο οφείλεται στον Θ. Σφήκα, Η Ελλάδα και ο ισπανικός εμφύλιος, Στάχυ, Αθήνα 2000.  Ωστόσο, με βάση άλλες σχετικές μελέτες μας, που βασίστηκαν κυρίως σε ισπανικά αρχεία (βλ. π.χ. Dimitris Filippís, Historia y Literatura: Grecia y la Guerra Civil española, Edciones del OrtoUniversidad de Minnesota, Madrid, 2008), όπως και σε πρόσφατο βιβλίο μας από την «Εστία», υποστηρίζουμε την άποψη ότι το αποτέλεσμα του Ισπανικού Εμφυλίου δεν έκριναν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά η καταστρατήγηση της διεθνούς Συμφωνίας μη Επεμβάσεως (δηλαδή, του εμπάργκο όπλων) στον πόλεμο της Ισπανίας από σχεδόν  όλες χώρες που την υπέγραψαν.  Έτσι, ο Φράνκο βγήκε ενισχυμένος τόσο από το εμπόριο όπλων που λάμβανε επίσημα από τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία,  όσο και από το λαθρεμπόριο, καθώς κατάφερε να το ελέγξει χάρη στην αποτελεσματική διπλωματία, (αντι)κατασκοπεία και προπαγάνδα του. Το βέβαιο είναι ότι Φράνκο νίκησε στον στρατιωτικό τομέα, αφού προηγουμένως είχε επικρατήσει απολύτως στον διπλωματικό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι ναυμαχίες που διεξήχθησαν στις ισπανικές θάλασσες μεταξύ του Ναυτικού της Δημοκρατίας και του Ναυτικού του Φράνκο δεν επηρέασαν καθόλου το αποτέλεσμα του Εμφυλίου ή, εν πάση περιπτώσει, το επηρέασαν πολύ λιγότερο από «τις ναυμαχίες του Αιγαίου μεταξύ των κουρσάρων του Φράνκο και του Μουσολίνι και των πειρατών της Δημοκρατίας».

Ο Δημήτρης Ε. Φιλιππής είναι Διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Επίκουρος Καθηγητής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (Θεματική Eνότητα: Πολιτισμός της Ισπανίας).