Skip to main content

Frédéric Guelton: Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου. Μέρος Α΄: Επιχείρηση “Ασπίδα της Ερήμου” (2 Αυγούστου 1990 – 15 Ιανουαρίου 1991)

Frédéric Guelton

Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου

Μέρος Α΄: Επιχείρηση “Ασπίδα της Ερήμου”

(2 Αυγούστου 1990 – 15 Ιανουαρίου 1991)

 

Καθώς ο Ιούλιος είναι μήνας διακοπών και χαλάρωσης, λίγα ήταν τα βλέμματα, τα οποία στρέφονταν προς την κατεύθυνση του Περσικού Κόλπου. Οι προτεραιότητες και ακόμα περισσότερο οι θετικές εξελίξεις και οι ευοίωνες προοπτικές ήταν εκείνες που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον: η, πρόσφατη ακόμα, πτώση του τείχους του Βερολίνου, η επανένωση των δυο Γερμανιών, η λήξη του Ψυχρού Πολέμου και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στις 25 του μήνα, η April Glaspie, πρέσβειρα των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, έγινε δεκτή σε ακρόαση από τον Saddam Hussein, πρόεδρο του Ιράκ. Λίγες ώρες αργότερα αναχώρησε για την πατρίδα της προκειμένου να απολαύσει μερικές εβδομάδες καθ’ όλα δικαιωματικής ανάπαυσης. Τα πάντα έδειχναν να κυλούν απρόσκοπτα.

Κι όμως, περιφερόμενος μέσα στους διαδρόμους του προεδρικού μεγάρου, ο Ιρακινός ηγέτης είχε άλλα κατά νου. Φιλοδοξία του ήταν να μετεξελιχθεί ο ίδιος σε ηγέτη του αραβικού κόσμου προσφεύγοντας εν ανάγκη και στη βία. Πρώτος στόχος σε αυτή την πορεία ήταν η στρατιωτική κατάληψη του Κουβέιτ και ο έλεγχος του πλούτου του.

Σίγουρος για τον εαυτό του και για την αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεών του ήταν της άποψης πως, μέσα στο πλαίσιο του γενικού κλίματος διεθνούς αποκλιμάκωσης, η πρωτοβουλία του θα επέφερε συνέπειες τοπικού, μόνο, βεληνεκούς. Είναι αλήθεια πως οι ευρύτερες συγκυρίες ευνοούσαν εκτιμήσεις του είδους αυτού. Ο ιρακινός στρατός, με πρόσφατη ακόμα την εμπειρία ενός οκταετούς πολέμου ενάντια στο Ιράν, ήταν υπολογίσιμος. Εκτός συνόρων, ο Saddam Hussein διέθετε την υποστήριξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Οι διμερείς σχέσεις του με την Αίγυπτο ήταν καλές. Όσο για τα διάφορα αραβικά κράτη του Κόλπου, τού ήταν υπόχρεα για την προστασία που τους παρείχε κατά του ισλαμικού προσηλυτισμού του καθεστώτος της Τεχεράνης.[1] Σχετικά με το θέμα αυτό ο δημοσιογράφος Serge July έγραφε τότε  χαρακτηριστικά: “Ο αδίστακτος αυτός πολέμαρχος […] αντιμετωπίζει σε καθημερινή κλίμακα και με δικούς του όρους τα όσα τού προσάπτουν οι Δυτικοί, παραμένοντας, ταυτόχρονα, απειλητικός έναντι των γειτόνων του”.[2]

Η April Glaspie, πρέσβειρα των ΗΠΑ, και ο John Hubert Kelly, υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα Μέσης Ανατολής, συνομιλούν με τον Saddam Hussein στο προεδρικό μέγαρο της Βαγδάτης.

Τα προεόρτια της εισβολής στο Κουβέιτ

Ο κόσμος αγνοούσε όντως τα όσα συνέβαιναν στο Ιράκ; Ασφαλώς! Όχι όμως οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ. Η Τελική έκθεση για τον Πόλεμο του Κόλπου, η οποία υποβλήθηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο, τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Norman Schwarzkopf και η μελέτη του διεισδυτικού δημοσιογράφου της Washington Post Bob Woodward The Commanders[3] συγκλίνουν ως προς το ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών παρακολουθούσαν τις προετοιμασίες και τις μετακινήσεις του ιρακινού στρατού προς την κατεύθυνση της μεθορίου με το Κουβέιτ. Παρά ταύτα, αν και προερχόμενες από δορυφόρους, οι πληροφορίες δεν επαρκούσαν προκειμένου να εκτιμηθούν σε ολόκληρη τη διάστασή τους οι πραγματικές προθέσεις του ιρακινού δικτάτορα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να επρόκειτο για στρατιωτικά γυμνάσια ή κινήσεις με άλλο ζητούμενο και όχι απαραίτητα για την προπαρασκευή μιας εισβολής. Σύμφωνα με τον στρατηγό Schwarzkopf: “παρακολουθούσαμε επισταμένως τις κινήσεις των φορτηγών γεμάτων στρατεύματα καθώς και των σιδηροδρομικών συρμών φορτωμένων με άρματα μάχης που κατευθύνονταν προς νότο, από την Βαγδάτη προς την Βασόρα και από εκεί προς τα σημεία συγκέντρωσης [έως ότου] περί το τέλος Ιουλίου, οι Ιρακινοί άρχισαν να εγκαταλείπουν τα πεδία των στρατιωτικών γυμνασίων προκειμένου να αναπτυχθούν νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά της Βασόρας, προς τη μεθόριο με το Κουβέιτ”.[4] Συνεπώς, η προοπτική μιας πολεμικής εμπλοκής δεν ήταν αμελητέα. Αυτός άλλωστε υπήρξε ο λόγος της πρόσκλησης, στις 31 Ιουλίου στην Ουάσινγτον, του ιδίου του στρατηγού με την ιδιότητα του διοικητή του  United States Central Command (USCENTCOM)[5], προκειμένου “να απαριθμίσει στον υπουργό Άμυνας Dick Cheney και στους αρχηγούς των τριών επιτελείων τις επιλογές μας σε περίπτωση έναρξης εχθροπραξιών”.[6]

Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι Αμερικανοί, έστω πεπεισμένοι για μια επικείμενη εισβολή στο Κουβέιτ, ήταν σε θέση να προχωρήσουν σε προληπτικές ενέργειες. Με τα δεδομένα του 1990, η απάντηση είναι αρνητική για πολλούς και διαφόρους λόγους. Συγκρατούμε έναν μόνο: σημαίνοντες ηγέτες των χωρών της Μέσης Ανατολής (είτε πρόκειται για τον βασιλιά Fahd της Σαουδικής Αραβίας είτε για τον πρόεδρο της Αιγύπτου Hosni Mubarak, προς τον οποίο ο Saddam Hussein είχε προβεί σε ρητές διαβεβαιώσεις την 1η Αυγούστου) δεν πίστευαν στη διενέργεια μιας εισβολής. Δεν υφίστατο συνεπώς κανένας λόγος, ικανός να οδηγήσει κάποιον από αυτούς (ειδικότερα τον βασιλιά Fahd ή ακόμα περισσότερο τον εμίρη του Κουβέιτ Jaber al-Ahmad al-Sabah) να ζητήσει την όποια συνδρομή των ΗΠΑ. Μια αμερικανική στρατιωτική παρέμβαση ενόψει μιας ανύπαρκτης εισβολής ήταν αδύνατη. Με πιο απλά λόγια, ούτε λόγος περί παρέμβασης εάν δεν είχε προηγηθεί παραβίαση των συνόρων.

Χάρτης του Κουβέιτ.

Η εισβολή

Η εισβολή έλαβε χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες (τοπική ώρα) της 2ας Αυγούστου 1990. Πρώτες εισήλθαν τρεις μεραρχίες της ιρακινής Προεδρικής Φρουράς. Μισή, μόλις, ώρα έπειτα από την έναρξη των επιχειρήσεων, η πρωτεύουσα Kuwait-City δέχθηκε επίθεση από επίλεκτες δυνάμεις, οι οποίες μεταφέρθηκαν επιτόπου με ελικόπτερα. Η δυνατότητα αντίστασης των 16.000 ανδρών του στρατού του εμιράτου ήταν περιορισμένη. Ο ίδιος ο εμίρης διέφυγε στη Σαουδική Αραβία. Μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας η κατάσταση είχε τεθεί υπό έλεγχο. Την επομένη, οι ιρακινές δυνάμεις προωθήθηκαν μέχρι τα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία. Χάρη σε μια καλά προετοιμασμένη λογιστική επιχείρηση, σημαντικές ποσότητες υλικού και πυρομαχικών μεταφέρθηκαν επιτόπου. Μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων ημερών, το Κουβέιτ ήταν μια ολοκληρωτικά κατεχόμενη χώρα από 200.000 άνδρες και 2.000 άρματα μάχης. Στις 8 Αυγούστου, ο Saddam Hussein ανακήρυξε την προσάρτηση του εμιράτου ως 19ης επαρχίας του Ιράκ. Γι’ αυτόν, ο πόλεμος είχε τελειώσει.

KUWAIT BBC interview 1990 Dec.

Η πτήση ΒΑ 149 της εταιρίας British Airways προερχόμενη από την Κουάλα-Λουμπούρ με τελικό προορισμό το Λονδίνο και ενδιάμεση στάση στο Κουβέιτ προσγειώθηκε στον διεθνή αερολιμένα του εμιράτου στις 2 Αυγούστου, 45΄της ώρας προτού ο τελευταίος καταληφθεί από τα στρατεύματα εισβολής. Οι 367 επιβάτες και τα μέλη του πληρώματος τέθηκαν υπό κράτηση και επί τέσσερις μήνες χρησιμοποιήθηκαν ως ανθρώπινες ασπίδες.

Στρατιωτικές επιλογές και πολιτικές αποφάσεις

Άμεση αντίδραση του προέδρου των ΗΠΑ George H.W. Bush μόλις πληροφορήθηκε την είδηση της εισβολής, ήταν η καταδίκη της επιχείρησης[7] και η επισήμανση του κινδύνου επέκτασης της τελευταίας προς την κατεύθυνση της Σαουδικής Αραβίας. Μια εξέλιξη του είδους αυτού χαρακτηρίστηκε εκ των προτέρων ως ευθεία απειλή εις βάρος των αμερικανικών ζωτικών συμφερόντων. Πέρα όμως από την καταδικαστική φρασεολογία, το μεγάλο ερώτημα ήταν ποια θέση έπρεπε να υιοθετηθεί στην πράξη. Ο Λευκός Οίκος δίσταζε, καθώς πρωταρχική μέριμνα του προέδρου Bush ήταν ο καθορισμός του ρόλου των ΗΠΑ στο παγκόσμιο στερέωμα στο πλαίσιο της μεταψυχροπολεμικής εποχής.

Προκειμένου να απαντήσει κανείς σε αυτό το γεωπολιτικής φύσεως ζήτημα, αρκεί να αναρωτηθεί  το εξής απλό: οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να επιβληθούν ενός στρατού κοντά ενός εκατομμυρίου ανδρών, γερά εγκατεστημένου σε ένα επιχειρησιακό θέατρο ευρισκόμενο σε απόσταση άνω των 10.000 χιλιομέτρων μακριά από το αμερικανικό έδαφος; Το Πεντάγωνο ήταν πεπεισμένο πως ναι και γι’ αυτό προχώρησε ex nihilo στην προαγωγή δυο σεναρίων. Το πρώτο από αυτά επικέντρωνε σε μια αεροπορική επίθεση. Η πραγμάτωσή του ήταν σε γενικές γραμμές εύκολα διαχειρίσιμη. Υπήρχε, ωστόσο, ένα μειονέκτημα μεγέθους. Ο κίνδυνος επίσπευσης μιας ιρακινής προέλασης εντός της Σαουδικής Αραβίας, όπου οι υφιστάμενες εκεί χερσαίες δυνάμεις ήταν απόλυτα ανεπαρκείς προκειμένου να καταφέρουν να την ανασχέσουν. Το δεύτερο σενάριο προέβλεπε έναν συνδυασμό αεροπορικών και χερσαίων επιχειρήσεων. Μπορούσε να εφαρμοσθεί είτε σε περιορισμένη κλίμακα (ανακατάληψη του Κουβέιτ) είτε σε ευρεία, επεκτεινόμενο εντός της ιρακινής επικράτειας. Μια επιχείρηση με αυτά τα χαρακτηριστικά, πρόχειρα προετοιμασμένη και δίχως βάσεις ανεφοδιασμού σε κοντινή απόσταση ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη και πιθανότατα με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί στο μέτωπο του Ειρηνικού στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τα γνωστά μεγάλα μεγέθη σε απώλειες. Επιπρόσθετα, ουδείς μπορούσε να αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο μιας πανωλεθρίας. Αποτέλεσμα ήταν να μην επιλεγεί τελικά κανένα από τα παραπάνω σενάρια.

Μπροστά στο διαγραφόμενο αδιέξοδο, το Πεντάγωνο προέκρινε την υιοθέτηση ενός σχεδίου, το οποίο είχε εκπονηθεί επί Ψυχρού Πολέμου και έφερε την κωδική ονομασία  OPLAN 90-1002. Προσέβλεπε στην προάσπιση της αραβικής χερσονήσου έναντι μιας σοβιετικής προέλασης προς νότο. Το σχέδιο αυτό διέθετε αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα: ήταν σχεδόν πλήρες, με εξαίρεση ορισμένες αναπροσαρμογές της τελευταίας στιγμής. Ενίσχυε τη διπλωματική φαρέτρα των ΗΠΑ από τη στιγμή που ήταν καθαρά αμυντικού χαρακτήρα και προέβλεπε την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων εντός της σαουδαραβικής επικράτειας. Σε ένα αρχικό στάδιο στηριζόταν αποκλειστικά στην αεροπορική ισχύ, γεγονός το οποίο, εκ των πραγμάτων, περιόριζε στο ελάχιστο τις αμερικανικές απώλειες.

15 Αυγούστου 1990. O πρόεδρος George H.W. Bush (στο μέσο) σε σύσκεψη στο Πεντάγωνο με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Από αριστερά προς τα δεξιά πλαισιώνεται από τους Brent Scowcroft, σύμβουλο ασφαλείας, στρατηγό Norman Schwarzkopf , διοικητή του U.S. Central Command, Dick Cheney, υπουργό Άμυνας, στρατηγό Colin Powell, αρχηγό ΓΕΕΘΑ και ναύαρχο David E. Jeremiah (Πηγή: U.S. Naval Institute Photo Archive).

Η απόφαση αποστολής στρατευμάτων

Στις 5 Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την εισβολή και προτού κατασταλάξει ως προς την αποστολή στρατευμάτων στη Σαουδική Αραβία, ο πρόεδρος Bush έστειλε τον υπουργό Άμυνας  Dick Cheney στο Ριάντ με εντολή να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του βασιλιά Fahd. Απευθυνόμενος προς τον τελευταίο, ο Αμερικανός υπουργός εκφράστηκε ως εξής: “Είμαστε έτοιμοι να αναπτύξουμε δυνάμεις για την προστασία της Σαουδικής Αραβίας. Θα έρθουμε μόνο εφόσον μας καλέσετε. Δεν επιδιώκουμε να εγκαταστήσουμε βάσεις σε μόνιμη κλίμακα. Μόλις μας ζητήσετε να αποσυρθούμε θα το πράξουμε αμέσως”.[8] Ο Σαουδάραβας μονάρχης συγκατάνευσε έπειτα από σύσκεψη με τους συμβούλους του: “Κύριε υπουργέ, είμαστε σύμφωνοι επί της αρχής. Εμπιστευόμαστε τον Θεό και ενεργούμε όπως αρμόζει. Θα τακτοποιήσουμε τις επιμέρους λεπτομέρειες. Δεν με απασχολεί τι λένε οι άλλοι. Επείγει να διασφαλίσουμε την προστασία της χώρας μας από κοινού με τους Αμερικανούς αλλά και με άλλα αραβικά κράτη, με τα οποία διατηρούμε φιλικούς δεσμούς”.[9] Το πολιτικό περίγραμμα είχε διαμορφωθεί.

Στις 7 Αυγούστου ξεκίνησε η ανάπτυξη των αμερικανικών δυνάμεων. Επικαλούμενο την απόφαση αρ. 661 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το Πεντάγωνο σκιαγράφησε πάραυτα το επιχειρησιακό πεδίο στην ξηρά, στους αιθέρες και στη θάλασσα. Τις επόμενες ημέρες, η αμερικανική συνδρομή άρχισε να πλαισιώνεται, τόσο στο πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο από τα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου, από το σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου και από κράτη σε παγκόσμια κλίμακα, που καταδίκασαν την πρωτοβουλία των Ιρακινών. Επρόκειτο για την απαρχή της επιχείρησης “Ασπίδα της Ερήμου” (Desert Shield).

Address to the Nation Concerning Iraq’s Invasion of Kuwait – 8 August 1990

  

Η επιχείρηση “Ασπίδα της Ερήμου” και η γέννηση ενός συμμαχικού συνασπισμού

Οι πρώτες αμερικανικές μονάδες που προσγειώθηκαν στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας ήταν περιορισμένου μεγέθους. Διέθεταν, ωστόσο, ισχυρή και αποτρεπτική συμβολική αξία. Αυτό τουλάχιστον πίστευαν στην Ουάσινγκτον. Ανήκαν, ως επί το πλείστον, στην ιστορική 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Είχαν απόλυτη συναίσθηση του εις βάρος τους συσχετισμού των ισορροπιών. Είναι ενδεικτικό ότι αυτοχλευάζονταν αποκαλώντας τους εαυτούς τους ως “επιβραδυντές για Ιρακινούς”. Σε περίπτωση εισβολής εντός της Σαουδικής Αραβίας το μόνο που μπορούσαν να πράξουν ήταν να επιβραδύνουν την προέλαση του αντιπάλου και να συσπειρωθούν σε προεπιλεγμένες στρατηγικές θέσεις, εν αναμονή αεροπορικών και ναυτικών ενισχύσεων. Μοιραία η πρώτη τους επιλογή (ενάντια μάλιστα στις προτεραιότητες της κυβέρνησης του Ριάντ) στράφηκε προς την ευρύτερη περιοχή του Νταχράν, στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, η οποία επί Ψυχρού Πολέμου λειτουργούσε ήδη ως άτυπο αμερικανικό προγεφύρωμα. Με γνώμονα το επείγον της όλης υπόθεσης και σε αντίθεση με την παράδοση, στη διάρκεια των δυο πρώτων μηνών οι Αμερικανοί άρχισαν να αναπτύσσουν μάχιμες μονάδες δίχως να υπολογίζουν ιδιαίτερα το λογιστικό μέρος της επιχείρησης. Προείχε η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Σαουδικής Αραβίας. Επρόκειτο για επίλεκτες μονάδες πεζοναυτών με πενιχρή υποστήριξη σε βαρέα μηχανοκίνητα και πυροβολικό.

Στις αρχές Οκτωβρίου, το Πεντάγωνο εξακολουθούσε να εκτιμά ως εξαιρετικά δύσκολη μια αναχαίτηση ενδεχόμενης ιρακινής εισβολής, παρά τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό αποστολής ανδρών και πολεμικού υλικού. Ενθυμούμενος την αρχική αυτή φάση, ο στρατηγός Schwarzkopf εκμυστηρευόταν τα εξής: “Φοβόμουν ότι θα μας έριχναν στη θάλασσα με αμέτρητες απώλειες….”.[10] Τελικά δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Ακόμα καλύτερα, οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να αποστείλουν μια δύναμη κρούσης 200.000 ανδρών, 1.000 αρμάτων μάχης και 1.000 μαχητικών αεροπλάνων μέσα σε χρονικό διάστημα δυο, μόλις, μηνών.

Η άφιξη των πρώτων στρατευμάτων.

Ήταν εμφανές ότι μπορούσαν, πλέον, να ανακόψουν μια ιρακινή προέλαση. Ο Saddam Hussein, ο οποίος δεν φανταζόταν ως εφικτή μια ταχεία ανάπτυξη τόσο μεγάλων δυνάμεων, άφησε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Σύντομα, η “Ασπίδα της Ερήμου” ενισχύθηκε με ισχυρές μονάδες που απέστειλαν η Αίγυπτος, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Συρία. Έμπρακτη απόδειξη πως οι ΗΠΑ δεν αρκέστηκαν μόνο στην οργάνωση της άμυνας της Σαουδικής Αραβίας, αλλά σφυρηλάτησαν έναν συμμαχικό συνασπισμό, ικανό να εμπεδώσει στρατιωτικά και ψυχολογικά το επιχείρημα περί ανάληψης μιας διεθνούς σταυροφορίας.

Ένας πραγματικός παγκόσμιος συνασπισμός άρχισε να διαμορφώνεται με την πάροδο του χρόνου χάρη στις ακάματες πρωτοβουλίες του State Department και του υπουργού Εξωτερικών James Baker προσωπικά. Ως πυρήνας λειτούργησαν τα άμεσα απειλούμενα από τον ιρακινό επεκτατισμό κράτη, δηλαδή εκείνα του Περσικού Κόλπου. Για το σκοπό αυτό οι στρατιωτικές δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέιτ, του Μπαχρέιν, του Κατάρ, του Ομάν και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων συγκρότησαν το επονομαζόμενο “Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου” (Cooperation Council for the Arab States of the Gulf  ή Gulf Cooperation Council) ή ακόμα “Ασπίδα της Χερσονήσου” (Peninsula Shield Force). Το παραπάνω σχήμα ενισχύθηκε σε ένα πρώτο στάδιο από δυνάμεις προερχόμενες από τον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Ειδικότερα η παρουσία της Αιγύπτου με τη συμμετοχή δυο Μεραρχιών καθιστούσε τη χώρα αυτή τρίτη σε ισχύ έπειτα από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Εμφανής πρόθεση του προέδρου Hosni Mubarak να διεκδικήσει με τον τρόπο αυτό από τον Saddam Hussein την πρωτοκαθεδρία στον αραβικό κόσμο.[11] Ακόμα και μια χώρα σαν τη Συρία, την οποία βάρυναν επί μακρόν υποψίες ότι υποστήριζε τη διεθνή τρομοκρατία, προσχώρησε στην εκκολαπτόμενη συμμαχία συμμετέχοντας με κάθε άλλο παρά αμελητέες δυνάμεις. Προσαρμοζόμενη με τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις θέλησε με τον τρόπο αυτό να απαλλαγεί από τη διπλωματική απομόνωση στην οποία βρισκόταν και να έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει κατά την κρίση της στην υπόθεση του Λιβάνου.[12] Η μουσουλμανική αλληλεγγύη επεκτάθηκε μέχρι το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, τον Νίγηρα και τη Σενεγάλη. Η Τουρκία απέφυγε να στείλει στρατεύματα. Ωστόσο, συντασσόμενη με την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών περί εμπορικού αποκλεισμού, έκλεισε τον αγωγό μέσω του οποίου το Ιράκ εξήγαγε το μισό του περίπου πετρέλαιο και ενίσχυσε τη στρατιωτική της παρουσία κατά μήκος της μεθορίου με το τελευταίο. Ταυτόχρονα, επέτρεψε στις συμμαχικές μονάδες, οι οποίες προωθούνταν προς τον Περσικό Κόλπο, να κάνουν χρήση του εδάφους και του εναερίου χώρου της.

O στρατηγός Norman Schwarzkopf και ο βασιλιάς Fahd της Σαουδικής Αραβίας επιθεωρούν μια αμερικανική αεροπορική βάση στα ανατολικά της χώρας τον Ιανουάριο του 1991.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έστειλαν από μια Μεραρχία. Η Γερμανία συνεισέφερε οικονομικά στέλνοντας ταυτόχρονα στρατιωτικές δυνάμεις στην Τουρκία. Οικονομικά συμμετείχε και η Ιαπωνία. Η Ισπανία επέτρεψε τη χρήση του εναερίου χώρου της και έστειλε στρατιωτικό υλικό. Η Νότιος Κορέα, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία συμμετείχαν με ιατρικό προσωπικό και με μονάδες ανίχνευσης χημικού πολέμου.

Ταυτόχρονα με τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού τίθεται μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της διοίκησης. Σε ένα πρώτο στάδιο, οι Σαουδάραβες διεκδίκησαν τη διοίκηση του συνόλου των σταθμευμένων στο έδαφός τους δυνάμεων. Οι Αμερικανοί, από τη δική τους πλευρά, προσέβλεπαν στο ακριβώς αντίθετο. Τον Οκτώβριο, έπειτα από ατέρμονες συζητήσεις, συμφωνήθηκε τελικά να διατηρηθεί η σαουδαραβική πρωτοκαθεδρία με τον διορισμό του πρίγκιπα Khaled Bin Sultan[13] ως ανώτατου διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων επί του θεάτρου των επιχειρήσεων. Ωστόσο, παρέμενε ένα εμπόδιο. Το σύνταγμα των ΗΠΑ απαγόρευε ρητά την υπαγωγή αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων υπό τη διοίκηση αλλοδαπού αξιωματικού. Κατόπιν τούτου, παρέμειναν υπό την ηγεσία του στρατηγού Schwarzkopf, διπλωματικά κάτω από σαουδαραβική στρατηγική διεύθυνση. Ουδέποτε αποσαφηνίστηκε η σημασία της διατύπωσης αυτής. Στην πραγματικότητα, ο  Schwarzkopf δεχόταν διαταγές μέσω του άξονα Bush – Cheney – Powell.[14]  Σε κατώτερο επίπεδο ενεργοποιήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός συνεργασίας και συντονισμού ανάμεσα στα επιτελεία των δυνάμεων του συνασπισμού, ο οποίος αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύτιμος, δεδομένης της ασυνήθιστης πολιτισμικής, θρησκευτικής και πολιτικής ποικιλομορφίας που τον διέκρινε.

Τα εύσημα για τη δημιουργία, στρατηγική οργάνωση και ενδυνάμωση της συμμαχίας ανήκαν αναμφίβολα στις ΗΠΑ, οι οποίες ασκούσαν και την ουσιαστική διοίκηση. Το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας ήταν πλέον ασφαλές. Κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 1990 οι δυνάμεις του συνασπισμού επαρκούσαν για κάτι τέτοιο, όχι όμως και για μια ανακατάληψη του Κουβέιτ όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι 435.000 Ιρακινοί, 3.600 άρματα μάχης, 2.400 τεθωρακισμένα οχήματα πάσης φύσεως και 2.400 πυροβόλα.

 

ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΔΥΝΑΜΕΩΝ[15]

(ΙΟΥΛΙΟΣ 1990)

                                            *Εκ των οποίων 480.000 έφεδροι.

Υπό τις παρούσες συνθήκες ποιες ήταν οι προσφερόμενες εναλλακτικές λύσεις; Για πόσο καιρό ακόμα τα συμμαχικά στρατεύματα θα παρέμεναν άπραγα; Έπρεπε να αναμείνουν κι’ άλλο ή μήπως να εκδιώξουν τους Ιρακινούς από το Κουβέιτ κυνηγώντας τους ακόμα και εντός του εθνικού τους εδάφους;

Το χειρότερο σενάριο, πραγματική Πύρρειος νίκη για τον συνασπισμό, θα ήταν μια συντεταγμένη  υποχώρηση του ιρακινού στρατού. Το ζήτημα της παραμονής του διεθνούς εκστρατευτικού σώματος επί του σαουδαραβικού εδάφους θα ετίθετο μετ’ επιτάσεως, ενώ τίποτα δεν απέκλειε μια νέα ιρακινή εισβολή στο μέλλον. Κατά συνέπεια, ο παράγων χρόνος αναγορεύτηκε σε μείζονος σημασίας παράμετρο για την ηγεσία της συμμαχίας, δηλ. τους Αμερικανούς. Ήταν σαφές πως η ανάληψη πρωτοβουλιών δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Διαφορετικά, ο χρόνος, ο οποίος μέχρι τότε είχε λειτουργήσει επωφελώς, κινδύνευε να στραφεί εναντίον.

 

Οι προετοιμασίες για την απελευθέρωση του Κουβέιτ

Η ιδέα μιας ανακατάληψης του Κουβέιτ στριφογύριζε στο μυαλό του στρατηγού Schwarzkopf ήδη από τις 16 Αυγούστου, οπότε, όπως χαρακτηριστικά γράφει “σκιαγράφησα πρόχειρα μια εκστρατεία σε τέσσερα στάδια: κεραυνοβόλα επίθεση πυροβολικού, καταστροφή των δομών αντιαεροπορικής άμυνας εντός του Κουβέιτ, εξουδετέρωση του αντιπάλου σε ποσοστό 50%, χερσαία επίθεση”.[16] Η όλη υπόθεση προσέλαβε πολιτικές διαστάσεις όταν, στις 22 Οκτωβρίου, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Colin Powell μετέβη στο Ριάντ κατ’ εντολή του προέδρου Bush, προκειμένου να αξιολογήσει με τον Schwarzkopf τους τρόπους μετεξέλιξης της εκστρατείας από αμυντική σε επιθετική με την προοπτική απελευθέρωσης του Κουβέιτ.

Οι Norman Schwarzkopf  και Colin Powell στο Ριάντ τον Οκτώβριο του 1990.

Οι απαιτήσεις του Schwarzkopf ήταν υπέρμετρες. Συγκεκριμένα, ζήτησε τον διπλασιασμό των υπό την ηγεσία του δυνάμεων, με άλλα λόγια την αναβάθμιση των τελευταίων σε Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού εντός τριών μηνών. Μόλις το αίτημα έφτασε στον Λευκό Οίκο, ο George Bush συγκατάνευσε. Ταυτόχρονα, εξαπέλυσε μια διπλωματική εκστρατεία, δίχως την οποία τίποτα απολύτως δεν θα ήταν εφικτό. Σε ένα πρώτο στάδιο, έστειλε τον υπουργό Εξωτερικών James Baker στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας με αποστολή να εκμαιεύσει τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Fahd και των υπολοίπων συμμάχων. Κατόπιν συνέταξε ένα σχέδιο απόφασης για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Τέλος διαβεβαίωσε τον Schwarzkopf πως ήταν διατεθειμένος να ικανοποιήσει το αίτημά του στέλνοντας στον Περσικό Κόλπο και ακόμα περισσότερες δυνάμεις, εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο.

Στις 29 Νοεμβρίου 1990 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το ψήφισμα αρ. 678, το οποίο εξουσιοδοτούσε “τα κράτη μέλη, τα οποία επιχειρούν από κοινού με το Κουβέιτ να κάνουν χρήση όλων των απαραίτητων μέσων για την εφαρμογή της απόφασης αρ. 660[17] του Συμβουλίου Ασφαλείας και όλων των συναφών αποφάσεων και για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή σε περίπτωση που μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1991 το Ιράκ δεν έχει συμμορφωθεί με αυτές”. Μεταξύ 29 Νοεμβρίου και 15 Ιανουαρίου, τα στρατεύματα της συμμαχίας είχαν στη διάθεσή τους ένα χρονικό διάστημα 45 ημερών για το σκοπό αυτό, με άλλα λόγια προκειμένου να περάσουν από την “Ασπίδα” στην “Καταιγίδα”.

 

Από την “Ασπίδα” στην “Καταιγίδα της Ερήμου

Το αίτημα του στρατηγού Schwarzkopf ικανοποιήθηκε, καθώς τα συγκεντρωμένα επί του σαουδαραβικού εδάφους στρατεύματα διπλασίασαν το δυναμικό τους από κάθε άποψη. Η αμερικανική υπεροχή ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη έπειτα από την αποστολή μιας μηχανοκίνητης μεραρχίας με προέλευση τις ΗΠΑ,[18] ενός Σώματος Στρατού σταθμευμένου στην Ευρώπη,[19] μονάδων ναυτικού πολέμου,[20] μονάδων πεζοναυτών,[21] τέλος, 410 επιπλέον αεροσκαφών.[22] Ουδέποτε άλλοτε από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά είχε συγκεντρωθεί δύναμη παρόμοιας ισχύος.

Η επιλογή του 7ου ΣΣ σταθμευμένου στη Γερμανία εξηγείται εύκολα. Κατά πρώτο λόγο, επρόκειτο για εκείνο, το οποίο λόγω συντομότερης απόστασης από την φλέγουσα περιοχή, ήταν σε θέση να μεταφερθεί στη Σαουδική Αραβία το ταχύτερο. Κατά δεύτερο λόγο, ήταν το καλύτερα εξοπλισμένο με υλικό τελευταίας τεχνολογίας Σώμα ολόκληρου του αμερικανικού στρατού. Τέλος, ήταν εκείνο που διέθετε αναλογικά το μεγαλύτερο ποσοστό προσωπικού εν ενεργεία. Η εξαφάνιση της απειλής των χωρών μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας την επομένη της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού καθιστούσε εφικτή τη μεταφορά του Σώματος στον Περσικό Κόλπο.

Η ισχύς του 7ου ΣΣ καθώς και η συνολική συμβολή των σταθμευμένων στο ευρωπαϊκό έδαφος αμερικανικών δυνάμεων παρουσιάζονται στους κάτωθι πίνακες.[23]

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 7ου ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΑΘΜΕΥΜΕΝΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Για τη μεταφορά των ευρισκομένων στην Ευρώπη αμερικανικών στρατευμάτων χρησιμοποιήθηκαν 437 αεροσκάφη, 105 πλοία, 387 μαούνες, 339 σιδηροδρομικοί συρμοί και 72 οδικές φάλαγγες. Παρόλη την ανάπτυξη τόσο εντυπωσιακών μέσων, η μεταφορά του 7ου ΣΣ πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση συγκριτικά με τους αρχικούς υπολογισμούς. Ο αριθμός των συρμών δεν επαρκούσε για την προώθηση του βαρέως υλικού (άρματα μάχης, μηχανοκίνητα πεζικού κλπ.) προς τους λιμένες φόρτωσης. Πολλά μεταγωγικά πλοία παρουσίασαν μηχανικές βλάβες, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν στα αγκυροβόλια τους. Τα προβλήματα επεκτάθηκαν και εν πλω, καθώς δυσμενείς καιρικές συνθήκες ως αποτέλεσμα είχαν την επιβράδυνση των ρυθμών. Τέλος, η προοπτική των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς προκάλεσε, ως συνήθως, μια χαλάρωση στους κόλπους της γραφειοκρατικής μηχανής. Αυτό διαφαίνεται και από την αγωνιώδη διαπίστωση του Schwarzkopf περί τα μέσα Δεκεμβρίου: “Ένα 20% των αρμάτων μάχης δεν πρόκειται να αφιχθούν πριν από τις 15 Ιανουαρίου [ημερομηνία ορόσημο]. Ειδικότερα τα Μ1Α1 της 3ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας βρίσκονται ακόμη εν πλω (…)”.[24] Και αυτό ενώ ο ίδιος ηγείτο ήδη μιας δύναμης 300.000 ανδρών!

Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, τα υπόλοιπα κράτη του συνασπισμού αναβάθμισαν και εκείνα την παρουσία τους στη Σαουδική Αραβία. Το έπραξαν αναλογικά με τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και τους πολιτικούς τους στόχους. Μεταξύ άλλων, η Αίγυπτος απέστειλε δυο επιπρόσθετες Μεραρχίες και ειδικές δυνάμεις,[25] η Συρία μια Μεραρχία και ειδικές δυνάμεις,[26] το Κουβέιτ κατάφερε να συγκροτήσει επί του σαουδαραβικού εδάφους τρεις νέες ανεξάρτητες Ταξιαρχίες. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία συμπλήρωσαν τις ήδη επιτόπου παρούσες δυνάμεις τους, ούτως ώστε να είναι ετοιμοπόλεμες ανά πάσα στιγμή. Τα μη αμερικανικά στρατεύματα ανέρχονταν σε 160.000 άνδρες περίπου.

Αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-15 παρατεταγμένα σε βάση της Σαουδικής Αραβίας.
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου John Major συναντάται με άνδρες του 3ου Τάγματος γνωστών με την επωνυμία “Οι ποντικοί της ερήμου” (Desert Rats).

Οι εκατέρωθεν στρατηγικοί σχεδιασμοί

Η ενίσχυση των συμμαχικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε με γνώμονα τις πληροφορίες για τη διάταξη και ισχύ των Ιρακινών, αλλά και με μακροπρόθεσμο ζητούμενο όχι μόνο την απελευθέρωση του Κουβέιτ αλλά και την εξολόθρευση του ιρακινού στρατού γενικότερα. Το εύρος των ενισχύσεων (κυρίως αμερικανικών) υποδηλώνει ότι: 1) προτού ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες o αντίπαλος εθεωρείτο ιδιαίτερα ισχυρός και 2) τα εντυπωσιακά μεγέθη, τα οποία στάλθηκαν στον Περσικό Κόλπο συμβόλιζαν τη βούληση των ΗΠΑ να κυριαρχήσουν στο μεταψυχροπολεμικό στερέωμα.[27]

The Weapons of Desert Shield

Περί τα μέσα Δεκεμβρίου, η διάταξη των ιρακινών δυνάμεων είχε προσλάβει τριπλή μορφή. Κατά μήκος της μεθορίου με τη Σαουδική Αραβία έως τις ανατολικές ακτές του Κουβέιτ είχε δημιουργηθεί μια πρώτη γραμμή ανάσχεσης, εν μέρει θαμμένη μέσα στην άμμο της ερήμου. Επρόκειτο για την επονομαζόμενη Γραμμή Saddam, συνολικού μήκους 300 χιλιομέτρων. Μια δεύτερη γραμμή άμυνας, στο βόρειο τμήμα του εμιράτου, προσέδιδε βάθος στο μελλοντικό επιχειρησιακό θέατρο. Τέλος, η επίλεκτη Προεδρική Φρουρά, συγκεντρωμένη νοτιοδυτικά της Βασόρας εντός του ιρακινού εδάφους, ήταν έτοιμη να εξαπολύσει στοχευμένες αντεπιθέσεις, ακριβώς όπως το είχε πράξει κατ’ επανάληψη στη διάρκεια του οκταετούς πολέμου ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν.

Οι Ιρακινοί ανέμεναν εκδήλωση κατά μέτωπο επίθεσης σε βάρος τους. Δεν υπολόγιζαν ότι ο αντίπαλος μπορούσε να εκμεταλλευθεί τις αχανείς εκτάσεις της ερήμου με στόχο να ελιχθεί και να τους πλευροκοπήσει. Η εμμονή αυτή ανάγεται στην ίδια την πολεμική κουλτούρα των Ιρακινών καθώς και στις σοβιετικές μεθόδους, οι οποίες δεν πριμοδοτούν την έννοια και τη σημασία των ελιγμών. Ένας επιπρόσθετος λόγος που εξηγεί τα παραπάνω είναι το ότι ήταν πεπεισμένοι πως τα στρατεύματα του συνασπισμού, στην πλειοψηφία τους δυτικά, δεν ήταν εξοικειωμένα με τις κλιματολογικές και γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της ερήμου και θα τους ήταν δύσκολο, έως αδύνατο, να μετακινηθούν εκτός του υπάρχοντος οδικού δικτύου. Τέλος, επηρεασμένοι από την ακατάπαυστη δραστηριότητα του αμερικανικού στρατού, προετοιμάζονταν να αποκρούσουν μια συμμαχική απόβαση στις ακτές του Κουβέιτ, με αποτέλεσμα να διατηρούν επιτόπου ισχυρές δυνάμεις, όπως ακριβώς επισήμανε ο στρατηγός Maurice Schmitt, ενθυμούμενος πολύ αργότερα έναν διάλογο που είχε με τον Schwarzkopf: “Δεν έχω πρόθεση να αποβιβαστώ στις ακτές του Κουβέιτ, μου απάντησε, όπου υπάρχουν αναρίθμητα ναρκοπέδια. Θα κρατήσω, όμως, τους πεζοναύτες στοιβαγμένους επάνω στα πλοία, ούτως ώστε να δώσω στους Ιρακινούς την εντύπωση μιας επικείμενης απόβασης και να τους αναγκάσω, με τον τρόπο αυτό, να εξακολουθήσουν να διατηρούν σημαντικές δυνάμεις κατά μήκος των ακτών. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Colin Powell είχε εκφραστεί προς εμένα με περισσότερο λακωνικό τρόπο: δεν είμαστε διατεθειμένοι να επαναλάβουμε την Okinawa”.[28]

Φάλαγγα ιρακινών τεθωρακισμένων Τ-72Μ (γνωστά και ως Λιοντάρια της Βαβυλώνας) αναπτύσσεται στη μεθόριο του Κουβέιτ με τη Σαουδική Αραβία.
Ιρακινή προπαγάνδα για την κατοχή του Κουβέιτ.

Το σχέδιο, το οποίο εκπονήθηκε από τον συμμαχικό συνασπισμό, με άλλα λόγια από τους Αμερικανούς, άρχισε να προσλαμβάνει μορφή μέσα στον μήνα Νοέμβριο. Ο Schwarzkopf επέλεξε την πλέον κλασσική επιχειρησιακή μέθοδο, η οποία διδάσκεται σε όλες τις σχολές πολέμου ανά την υφήλιο. Μόνο που τη φορά αυτή, επιμηκύνθηκε στην κλίμακα ενός αχανούς θεάτρου. Στηρίζεται στο απλό αξίωμα: “σταθεροποίηση – υπερκέραση”. “Η κλασσική τακτική για να επιβληθεί κανείς ενός αντιπάλου του είδους αυτού”, έγραφε χαρακτηριστικά, “συνίστατο στο να τον ακινητοποιήσει με μια ισχυρή μετωπική επίθεση, την ίδια στιγμή που άλλες δυνάμεις, ακόμα πιο ισχυρές, θα είχαν ως αποστολή να τον υπερκεράσουν, να τον περικυκλώσουν και να τον ρίξουν στη θάλασσα”.[29] Ακριβώς ό,τι έπραξε εν συνεχεία.

Στο αρχικό της στάδιο, η χερσαία επίθεση θα εκδηλωνόταν με έναν κυκλωτικό ελιγμό στα δυτικά και κατόπιν με μια ισχυρή μετωπική επίθεση, η ολοκλήρωση της οποίας προσέβλεπε στην εξολόθρευση του ιρακινού στρατού, παγιδευμένου εντός του σχηματιζομένου από τον  Ευφράτη ποταμό (προς βορρά), την θάλασσα (προς ανατολάς) και το κύριο σώμα των δυνάμεων του συνασπισμού (προς νότο) τριγώνου. Στις 14 Νοεμβρίου, ο Schwarzkopf ανέλυσε το σχέδιο στους συνεργάτες του, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Νταχράν. Προκειμένου να επικρατήσει ενός εχθρού 450.000 ανδρών, έτοιμων να κάνουν χρήση χημικών όπλων, ιεράρχησε τους στόχους ως εξής:

  • εξουδετέρωση των κέντρων διοίκησης
  • εξασφάλιση της υπεροχής στους αιθέρες
  • εξουδετέρωση δυνατοτήτων χρήσης χημικών και βιολογικών όπλων
  • εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς
  • απελευθέρωση του Κουβέιτ από τα αραβικά στρατεύματα της συμμαχίας

Ενώ είχαν δαπανηθεί τέσσερις ολόκληροι μήνες προκειμένου να ολοκληρωθούν τα σχέδια προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της Σαουδικής Αραβίας, εκείνα της επιθετικής εκστρατείας εκπονήθηκαν μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Η αλήθεια είναι πως είχαν πλέον ξεπεραστεί ορισμένα πρακτικά προβλήματα (όπως π.χ. τα σχετικά με τη διερμηνεία μεταξύ αραβικής και αγγλικής γλώσσας). Σε τελευταία ανάλυση, ο επιθετικός σχεδιασμός εντυπωσιάζει με την απλότητά του.

Η εκδήλωση της χερσαίας επίθεσης είχε προγραμματιστεί για το χρονικό διάστημα μεταξύ 15 και 20 Φεβρουαρίου 1991. Προηγουμένως όμως, έπρεπε να πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση της μεταφοράς του 7ου Σώματος Στρατού από τη Γερμανία προς τη Σαουδική Αραβία καθυστερούσε. Επίσης, έπρεπε να πραγματοποιηθεί με απόλυτη μυστικότητα και τα ταχύτερο δυνατό η μετακίνηση δυο Σωμάτων Στρατού σε απόσταση 500 χιλιομέτρων προς δυσμάς, μέσα από την έρημο. Προκειμένου ο όλος ελιγμός να μπορέσει να κρατηθεί κρυφός, σχεδιάστηκε μια έντονη αεροπορική δραστηριότητα αντιπερισπασμού σε άλλα σημεία.

Της χερσαίας επίθεσης θα προηγείτο η (επίσης αεροπορική) επιχείρηση “Στιγμιαίος Κεραυνός” (Instant Thunder), με αποστολή να πληγούν στρατιωτικοί μόνο στόχοι και να αποφευχθούν στο έπακρο απώλειες αμάχων. Σκοπός ήταν να απομονωθεί το μελλοντικό πεδίο εχθροπραξιών από τον έξω κόσμο, να “τυφλωθεί” και “βουβαθεί” η ιρακινή άμυνα, τέλος, να εξουδετερωθεί η Προεδρική Φρουρά.

Το χερσαίο σκέλος, η επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου” (Desert Storm) διέθετε τέσσερις συνιστώσες, η σύγκλιση των οποίων ήταν απαραίτητη για μια ευτυχή διεκπεραίωση. Στη θάλασσα, μια αμφίβια δύναμη τριάντα περίπου πλοίων και 17.000 πεζοναυτών θα διατηρούσε συνεχή την απειλή μιας απόβασης στις ακτές του Κουβέιτ, εξαναγκάζοντας τους Ιρακινούς να διατηρούν εκεί ισχυρές δυνάμεις. Αν και δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των προτεραιοτήτων, το ενδεχόμενο μιας απόβασης δεν έπρεπε να αποκλειστεί ανάλογα με την εξέλιξη των επιχειρήσεων στους άλλους τομείς του μετώπου.

Στα βορειοανατολικά σύνορα της Σαουδικής Αραβίας με το Κουβέιτ, δυο Μεραρχίες Πεζοναυτών, συνεπικουρούμενες από σαουδαραβικές μονάδες ήταν επιφορτισμένες με τη διάσπαση του μετώπου και την προέλαση μέχρι τις παρυφές της πρωτεύουσας του εμιράτου με κατεύθυνση από νότο προς βορρά. Στον κεντρικό τομέα, αραβομουσουλμανικά στρατεύματα με πυρήνα δυο αιγυπτιακές Τεθωρακισμένες Μεραρχίες, είχαν αναλάβει την θέση υπό έλεγχο του στρατηγικής σημασίας οδικού κόμβου στα βορειοδυτικά της πόλης του Κουβέιτ και την απελευθέρωση της τελευταίας. Ουδείς απέκλειε το ενδεχόμενο μιας λυσσαλέας αντιπαράθεσης μέσα στους δρόμους και τα κτήρια της πρωτεύουσας. Ο αδιαμφισβήτητου συμβολικού χαρακτήρα αυτός ρόλος ανήκε δικαιωματικά στις δυνάμεις του Κουβέιτ.

Στο αριστερό άκρο της συμμαχικής διάταξης, ένα αμερικανικό Σώμα Στρατού[30] θα διασπούσε τις γραμμές του αντιπάλου και θα αναπτυσσόταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανακόψει την υποχώρηση των ισχυροτέρων μονάδων.[31]

Τέλος, το άρτι αφιχθέν από την Γερμανία πανίσχυρο 7ο Σώμα Στρατού, θα συγκέντρωνε το σύνολο των δυνάμεών του με στόχο την εξουδετέρωση και καταστροφή της ιρακινής Προεδρικής Φρουράς.

Το συμμαχικό σχέδιο μάχης.

Στο πλαίσιο της γενικευμένης αυτής επιχείρησης, ο καθένας από τους συμμετέχοντες επωμίστηκε μια αποστολή, η οποία αποτελούσε συνδυασμό των πολιτικών στόχων της κάθε χώρας με τις τακτικές ανάγκες στο πεδίο των μαχών. Χρονολογικά, οι Βρετανοί υπήρξαν οι πρώτοι που ενημερώθηκαν σχετικά με τον αμερικανικό σχεδιασμό και για τον ρόλο που a priori τους αναλογούσε. Ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων Sir Peter de la Billière ενημερώθηκε από τον  Schwarzkopf προσωπικά, λίγο μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών (τέλη Νοεμβρίου). Απέκλεισε την δευτερεύουσας φύσης αποστολή που αρχικά προτάθηκε και εξασφάλισε την επί ίσοις όροις συμμετοχή των περίφημων “Ποντικών της Ερήμου” (Desert Rats) στο πλευρό του 7ου Σώματος Στρατού.

Οι δυο Μεραρχίες του αιγυπτιακού στρατού θα αναλάμβαναν, από κοινού με τις συριακές μονάδες, αρχικά την καθήλωση των Ιρακινών στον κεντρικό τομέα και κατόπιν την προέλαση με κατεύθυνση την πρωτεύουσα. Ο συντονισμός τους με τις δυνάμεις των Αμερικανών είχε σφυρηλατηθεί χάρη σε κοινά γυμνάσια, τα οποία είχαν προηγηθεί. Τα μάτια του αραβικού κόσμου ήταν στραμμένα επάνω τους. Η συνεργασία των Συρίων με την αμερικανική διοίκηση γινόταν μέσω του πρίγκιπα Khaled.

Ο ρόλος των Γάλλων διέφερε ανάλογα με τις εκτιμήσεις του στρατηγού Schmitt, αρχηγού του επιτελείου του γαλλικού στρατού, και του στρατηγού Schwarzkopf. Σύμφωνα με τον πρώτο, οι γαλλικές δυνάμεις, “δεδομένης της διάταξης και της δομής τους, έπρεπε να αναπτυχθούν στο δυτικό άκρο καλύπτοντάς το”.[32] Περισσότερο αυστηρός, ο δεύτερος διερωτάται: “Οι Γάλλοι δυσκολεύονταν να σκιαγραφήσουν τον ρόλο που επιθυμούσαν να επωμιστούν (…) ακόμα και η ίδια η συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν αβέβαιη. Τελικά, τον Δεκέμβριο, ο στρατηγός Schmitt, με πληροφόρησε πως η χώρα του επιθυμούσε να συμμετάσχει ενεργά στην επίθεση. Εξέφραζε ωστόσο επιφυλάξεις, κατά πόσο, στο πλαίσιο μιας μετωπικής σύγκρουσης, τα γαλλικά ελαφρά τεθωρακισμένα ήταν σε θέση να αναμετρηθούν με τα βαριά σοβιετικής κατασκευής ιρακινά άρματα μάχης. Κατόπιν τούτου, οι γαλλικές μονάδες ήταν όντως σε θέση να καλύψουν το δυτικό άκρο; Παρά ταύτα, δέχθηκα αμέσως. Αναζητούσα μια δύναμη γι’ αυτή την αποστολή και οι γαλλικές μονάδες ανταποκρίνονταν σε αυτό που έψαχνα”.[33]

Αριστερά: ο στρατηγός Maurice Schmitt, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του γαλλικού στρατού. Δεξιά: αφίσα αναμνηστικής έκθεσης σχετικά με τη συμμετοχή της Μεραρχίας Daguet, με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα ετών από τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.

Η πορεία προς την επίθεση

Ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου οι Αμερικανοί φαίνονταν πεπεισμένοι πως η επίθεση θα ήταν νικηφόρα. Αδυνατούσαν όμως να υπολογίσουν εκ των προτέρων το μέγεθος των απωλειών. Οι θεωρία, σύμφωνα με την οποία πίστευαν σε μηδαμινές, σχεδόν, απώλειες, διοχετεύθηκε μετά το πέρας του πολέμου.[34] Πρόκειται για μια πέρα ως πέρα λανθασμένη και ετεροχρονισμένη θεωρία. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τις προσπάθειες του αμερικανικού υγειονομικού μηχανισμού, προκειμένου να προετοιμαστεί a priori για βαρύ φόρο αίματος. Για την εκκένωση των τραυματιών είχαν επιστρατευθεί 220 ελικόπτερα, πάνω από 1.000 ασθενοφόρα και είχαν προβλεφθεί σε καθημερινή κλίμακα 30 πτήσεις αεροσκαφών C-130 με την προοπτική 74 επιπρόσθετων πτήσεων.[35] Παράλληλα, υπήρχε πρόβλεψη εντός του ιδίου του θεάτρου επιχειρήσεων για 18.530 νοσοκομειακές κλίνες και για 36.496 φιάλες αίματος των 250 ml.[36]

Το αμερικανικό πλωτό νοσοκομείο USNS Mercy (T-AH-19), ελλιμενισμένο στο Μπαχρέιν.

Η κρίσιμη απόφαση

Η επιλογή της ακριβούς ημερομηνίας έναρξης της επίθεσης υπήρξε αντικείμενο αναρίθμητων διαβουλεύσεων. Στην Ουάσινγκτον επικρατέστερη ήταν η άποψη πως η έναρξη των εχθροπραξιών έπρεπε να λάβει χώρα το συντομότερο δυνατό μετά τις 15 Ιανουαρίου 1991 και την εκπνοή της προθεσμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας. Απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μη διαρραγεί η συνοχή του συνασπισμού. Από τη δική του πλευρά, ο Schwarzkopf επιθυμούσε να ήταν απολύτως έτοιμος. Για το λόγο αυτό, απαρίθμησε μια σειρά επιφυλάξεων λογιστικής και μετεωρολογικής, ως επί το πλείστον, φύσεως προκειμένου να εξασφαλίσει πολύτιμο χρόνο. Ήταν της άποψης πως μια παράταση της διάρκειας των προπαρασκευαστικών αεροπορικών επιχειρήσεων αρκούσε για κάτι τέτοιο. Στο όλο ζήτημα τύγχανε της αμέριστης υποστήριξης των Powell και Cheney. Στις 26 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε στους επιτελείς του ότι η αεροπορική επίθεση επρόκειτο να εκδηλωθεί σε ημερομηνία πολύ κοντινή με εκείνη της 15ης Ιανουαρίου. Στις 8 Ιανουαρίου, ο συνταγματάρχης Bell, ο οποίος είχε χριστεί από τον Schwarzkopf  “χρονικογράφος του πολέμου του Κόλπου” σημείωνε ότι: “15.00, τηλεφωνική σύσκεψη με τον στρατηγό Powell. Ο τελευταίος διαβίβασε στον CINC [Commander in Chief] προφορική διαταγή, σύμφωνα με την οποία η αεροπορική εκστρατεία θα ξεκινούσε στις 17 Ιανουαρίου στις 3.00”.[37]

Στις 11 Ιανουαρίου, στο Παρίσι, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας François Mitterrand ανακοίνωσε την πρόθεσή του να καλέσει την Εθνοσυνέλευση σε έκτακτη συνεδρία.[38] Πράγματι, η Εθνοσυνέλευση συνήλθε στις 16 Ιανουαρίου και εξέδωσε ψήφισμα στήριξης της πολιτικής, την οποία ακολουθούσε η κυβέρνηση σχετικά με την κρίση στον Περσικό Κόλπο.

Τέλος, στις 15 Ιανουαρίου στις 23.30, ο Schwarzkopf πληροφορήθηκε τηλεφωνικά πως η διαταγή περί έναρξης της επιχείρησης “Καταιγίδα της Ερήμου” στις 3.00 π.μ. της 17ης Ιανουαρίου είχε υπογραφεί από τους Cheney και Powell.

The Gulf Conflict Part 1 – Defensive Operations

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

 

O Frédéric Guelton είναι συνταγματάρχης (ε.α) και διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της   Σορβόννης. Διετέλεσε διευθυντής των Στρατιωτικών Αρχείων της Γαλλίας (Service Historique de la Défense – Section Armée de Terre). Είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Μνήμης των 100 ετών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Mission Centenaire 1914 – 1918).

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ    

2 Αυγούστου 1990

Εισβολή του ιρακινού στρατού στο Κουβέιτ. Ο εμίρης  Jaber Al Sabah και η οικογένειά του καταφεύγουν στη Σαουδική Αραβία. Σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ομόφωνη ψήφιση της απόφασης αρ. 660 περί άμεσης απόσυρσης των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ.

3 Αυγούστου

Οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ζητούν από την διεθνή κοινότητα να λάβει συγκεκριμένα μέτρα κατά του Ιράκ. Ο Αραβικός Σύνδεσμος καταδικάζει την εισβολή και απαιτεί με ψήφους 14 έναντι 4 (ΟΑΠ, Ιορδανία, Υεμένη, Σουδάν) την άμεση αποχώρηση των ιρακινών στρατευμάτων. Απουσιάζουν το Ιρακ και η Λιβύη.

6 Αυγούστου

Οι ΗΠΑ απορρίπτουν κάθε προοπτική συμβιβασμού με βάση μια προσάρτηση του Κουβέιτ στο Ιράκ. Ψήφισμα αρ. 661 του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο αποδέχεται οικονομικές και στρατιωτικές κυρώσεις κατά του Ιράκ με ψήφους 14 και δυο αποχές (Κούβα και Υεμένη).

7 Αυγούστου

Έναρξη της επιχείρησης Ασπίδα της Ερήμου. Ο Saddam Hussein επικροτεί την εισβολή στο Κουβέιτ ως τερματισμό ενός αποικιακής φύσεως διαμελισμού σε βάρος του Ιράκ.

8 Αυγούστου

Η Βαγδάτη χαρακτηρίζει ως αμετάκλητη την κατοχή του Κουβέιτ. Διάγγελμα του προέδρου Bush προς τον αμερικανικό λαό, με το οποίο ανακοινώνει την αποστολή στρατευμάτων και πολεμικού υλικού στη Σαουδική Αραβία για την προάσπιση των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

9 Αυγούστου

Ομόφωνο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (αρ. 662) το οποίο καταδικάζει την προσάρτηση του Κουβέιτ. Το Ιράκ ζητεί από τους ξένους διπλωμάτες να εγκαταλείψουν το Κουβέιτ πριν από τις 24 Αυγούστου. Ο πρόεδρος Mitterrand αναγγέλλει την αποστολή στον Περσικό Κόλπο του αεροπλανοφόρου Clemenceau.

10 Αυγούστου

Ο Saddam Hussein κηρύσσει ιερό πόλεμο κατά των ξένων στρατευμάτων.

15 Αυγούστου

Η Βαγδάτη αποδέχεται τους κυριότερους όρους του Ιράν ενόψει ενός άμεσου τερματισμού του μεταξύ τους πολέμου.

18 Αυγούστου

Το Ιράκ αρχίζει να συγκεντρώνει ξένους υπήκοους ως ανθρώπινες ασπίδες γύρω από στρατηγικούς στόχους.

25 Αυγούστου

Στο Κουβέιτ, τα ιρακινά στρατεύματα πολιορκούν τις πρεσβείες των κρατών που αρνήθηκαν να το εκκενώσουν.

28 Αυγούστου

Η Βαγδάτη ανακοινώνει επίσημα την προσάρτηση του Κουβέιτ ως 19ης επαρχίας του Ιράκ.

9 Σεπτεμβρίου

Οι George Bush και Mikhail Gorbachev καταδικάζουν από το Ελσίνκι την εισβολή. Ο δεύτερος δηλώνει προβληματισμένος από τις πιθανές συνέπειες μιας πολεμικής εμπλοκής.

10 Σεπτεμβρίου

Εξομάλυνση των σχέσεων Ιράκ-Ιράν έπειτα από επίσκεψη στην Τεχεράνη του Ιρακινού υπουργού Εξωτερικών Tarek Aziz. Ομιλία του George Bush ενώπιον του Κογκρέσου όπου επαναλαμβάνει την απόφασή του περί δυναμικής παρέμβασης.

14 Σεπτεμβρίου

Επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στη Συρία. Το Λονδίνο ανακοινώνει την άμεση αποστολή μιας τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας. Εισβολή των ιρακινών δυνάμεων κατοχής στις ξένες πρεσβείες. Ο πρόεδρος Mitterrand ανακοινώνει την αποστολή στον Κόλπο υπολογίσιμων γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων.

23 Σεπτεμβρίου

Ο Saddam Hussein απειλεί να πλήξει το Ισραήλ και να καταστρέψει τις πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής.

3-5 Οκτωβρίου

Επίσκεψη του προέδρου Mitterrand στη Σαουδική Αραβία. Συναντάται με τις πρώτες γαλλικές μονάδες που είχαν μόλις καταφθάσει.

26 Οκτωβρίου

Η Ουάσινγκτον ανακοινώνει την αποστολή 100.000 επιπλέον ανδρών (οι αμερικανικές δυνάμεις στον Περσικό υπολογίζονταν ήδη σε 430.000 άνδρες).

29 Οκτωβρίου

Ο Mikhail Gorbachev επαναλαμβάνει την αντίθεσή του στην προοπτική μιας στρατιωτικής λύσης.

30 Οκτωβρίου

Στο Κουβέιτ εξακολουθούν να κρατούνται 3.700 υπήκοοι ξένων χωρών.

9 Νοεμβρίου

Ο Willy Brandt επιστρέφει από την Βαγδάτη με 174 απελευθερωθέντες Γερμανούς ομήρους. Η επίσκεψή του στην ιρακινή πρωτεύουσα υπήρξε αντικείμενο κριτικής.

22 Νοεμβρίου

Ο George Bush περνά την “Ημέρα των Ευχαριστιών” επισκεπτόμενος τα αμερικανικά στρατεύματα στη Σαουδική Αραβία.

23 Νοεμβρίου

Το Ιράκ προβαίνει σε μερική επιστράτευση των γεννηθέντων μεταξύ των ετών 1958 και 1960.

28 Νοεμβρίου

Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδικάζει τις προσπάθειες του Ιράκ για αλλοίωση της πληθυσμιακής σύστασης του Κουβέιτ (Απόφαση αρ. 667).

29 Νοεμβρίου

Τελεσίγραφο του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τη Βαγδάτη περί πλήρους εκκένωσης του Κουβέιτ έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 (Απόφαση αρ.668).

5 Δεκεμβρίου

Ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου John Major, τάσσεται υπέρ της πλήρους εφαρμογής των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.

18 Δεκεμβρίου

Ο Saddam Hussein αποκλείει κάθε ενδεχόμενο έναρξης διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ. Θεωρεί ως προϋπόθεση την επίλυση του Παλαιστινιακού Ζητήματος.

23 Δεκεμβρίου

Ο Saddam Hussein δηλώνει πως σε περίπτωση πολέμου, το Ισραήλ θα είναι ο πρώτος στόχος των Ιρακινών ακόμα και αν απέχει από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

25 Δεκεμβρίου

Οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ τίθενται σε κατάσταση ύψιστου συναγερμού.

29 Δεκεμβρίου

Φοβούμενες τη διενέργεια βακτηριολογικού πολέμου, οι ΗΠΑ και η Γαλλία ξεκινούν τον εμβολιασμό των στρατευμάτων τους στον Περσικό Κόλπο.

2 Ιανουαρίου 1991

Το ΝΑΤΟ αποστέλλει στην Τουρκία αεροπορικές ενισχύσεις έπειτα από έκκληση της κυβέρνησης της Άγκυρας.

3 Ιανουαρίου

Ο πρόεδρος Bush προτείνει μια ύστατη προσπάθεια διάσωσης της ειρήνης με συνομιλίες μεταξύ των δυο ΥΠΕΞ James Baker και Tarek Aziz στη Γενεύη.

4 Ιανουαρίου

Η Βαγδάτη αποδέχεται την πρόσκληση. Η συνάντηση ορίζεται για τις 9 Ιανουαρίου.

9 Ιανουαρίου

Ναυάγιο των συνομιλιών. Ο Tarek Aziz αρνείται να επιδώσει σημείωμα του Bush προς τον Saddam Hussein, χαρακτηρίζοντας ως απρεπές το ύφος και το περιεχόμενο. Ο ΓΓ του ΟΗΕ  Xavier Perez de Cuellar ανακοινώνει την πρόθεσή του να επισκεφθεί την Βαγδάτη. Το Γαλλικό Κοινοβούλιο καλείται σε έκτακτη συνεδρίαση για τις 17 Ιανουαρίου.

13 Ιανουαρίου

Πλήρης αποτυχία της τρίωρης συνάντησης του Xavier Perez de Cuellar με τον Saddam Hussein. Η Γερουσία και το Κογκρέσο εξουσιοδοτούν τον πρόεδρο Bush να υποστηρίξει με την δύναμη των όπλων την εφαρμογή των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Προβληματισμός και ανησυχία στο Ισραήλ. Η Συρία ανακοινώνει ότι θα επιτίθετο κατά του Ισραήλ σε περίπτωση εμπλοκής του τελευταίου στις πολεμικές επιχειρήσεις.

15 Ιανουαρίου

Εκπνοή του τελεσιγράφου του Συμβουλίου Ασφαλείας.

17 Ιανουαρίου

Έναρξη της επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ

[1] Σχετικά με τον στρατηγικό σχεδιασμό του Saddam Hussein βλ. την πραγματεία του Paul-Marie de la Gorce, » Le rapport de forces dans le Golfe «, στο Enjeux du Monde, bilans et perspectives 1991, Les Cahiers de la Fondation du Futur, σελ. 121-126.

[2] Serge July, εφημερίδα Libération, 12 Φεβρουαρίου 1991.

[3] Woodward (B.), Chefs de guerre, Calmann-Lévy, 1991, 393 σελ.

[4] Schwarzkopf, Mémoires, Plon, 1992, σελ. 338.

[5] To United States Central Command είναι ένα από τα σημαντικότερα διοικητικά όργανα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου ανέλαβε αρμοδιότητα για το σύνολο του χώρου της Μέσης Ανατολής.

[6] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 339.

[7] Ακόμα και η Ρωσία, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας προχώρησε στην καταδίκη της εισβολής και τοποθετήθηκε υπέρ της άμεσης απόσυρσης των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ.

[8] Ibid.

[9] Woodward, ο.π., σελ. 270. Είναι χαρακτηριστικό το ότι για την ώρα, ο βασιλιάς Fahd δεν προσέβλεπε σε άλλη συνδρομή πέραν εκείνης των ΗΠΑ και ορισμένων αραβικών κρατών.

[10] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 379.

[11] Journal dEgypte, 28 Σεπτεμβρίου 1990, αναφορά Awwad (Emad), στο Défense nationale,  “L’invasion du Koweït et le problème palestinien”, Φεβρουάριος 1991, σελ. 123.

[12] Βλ. σχετικά το άρθρο του Eberhard Kienle, » Vainqueurs et vaincus : les Syriens et leur régime après la guerre du Koweït » στο Crise du Golfe et ordre politique au MoyenOrient, op. cit.,σελ. 251-261.

[13] Επιλεγμένος από την κυβέρνηση του Ριάντ ως επίσημος συνομιλητής του στρατηγού Schwarzkopf, ο πρίγκιπας Khaled Bin Sultan ήταν ανηψιός του βασιλιά Fahd και εγγονός του Ibn Saud. Ήταν απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής του Sandhurst (ΗΒ) και της Ανώτατης Σχολής Πολεμικής Αεροπορίας (ΗΠΑ). Ο πατέρας του, πρίγκιπας Sultan, ήταν εν ενεργεία υπουργός Άμυνας και Αεροπορίας.

[14] Αντίστοιχα πρόεδρος – υπουργός Άμυνας – αρχηγός ΓΕΕΘΑ (Chairman, Joint Chiefs of StaffCJCS).

[15] Ο πίνακας καταρτίστηκε από τον συγγραφέα με γνώμονα L’Année stratégique 1990 και  Final Report to the American Congres.

[16] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 366.

[17] Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας αρ. 660 απαιτούσε, ήδη από τον μήνα Αύγουστο, την άμεση και άνευ όρων απόσυρση των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ.

[18] 1η Μηχανοκίνητη Μεραρχία.

[19] 7ο Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τις 1η και 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και το 2ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένου Ιππικού.

[20] 25 μονάδες συνοδείας και υποστήριξης των αεροπλανοφόρων America, Roosevelt και Ranger.

[21] 2η Μεραρχία Πεζοναυτών και 5η Αμφίβια Ταξιαρχία Πεζοναυτών.

[22] Μεταξύ των οποίων 48 F-15, 18 F-117, 32 F-111, 8 B-52 και 32 C-130.

[23] The Year of Desert Storm, 1991 Green Book, σελ. 93-95.

[24] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 443.

[25] 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, 3η Μηχανοκίνητη Μεραρχία, 20ό Σύνταγμα Ειδικών Δυνάμεων.

[26] 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και ένα Σύνταγμα Ειδικών Δυνάμεων.

[27] Βλ. σχετικά τις αναλύσεις του Edward Luttwak στο La Grande Stratégie de lEmpire romain, Economica, 1987, 257 σελ.

[28] Στρατηγός Maurice Schmitt, De Diên Biên Phu à Koweït City, Grasset, 1992, σελ. 204.

[29] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 410.

[30] Επρόκειτο για το 18ο Σώμα Στρατού.

[31] Η γαλλική 6η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Daguet είχε τεθεί υπό την επιχειρησιακή διοίκηση του 18ου ΣΣ. Είχε ενισχυθεί με μια Ταξιαρχία της 82ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας και από μια Ταξιαρχία Πυροβολικού, αμφότερες αμερικανικές.

[32] Schmitt, op. cit., σελ. 204.

[33] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 441.

[34] Αντιθέτως “Στην Ουάσινγκτον κυκλοφορούσε η φήμη ότι το Πεντάγωνο είχε παραγγείλει 16.000 φέρετρα ενόψει της έναρξης των χερσαίων επιχειρήσεων”. Βλ. Tucker (Robert W.), Hendrickson (David C.), The Imperial Temptation, The new world order and America’s purpose, Council on Foreign Relations Press, New-York, 1992, σελ. 73.

[35] Final Report to Congress, op. cit., παράρτημα G, σελ. G 20. Σημειωτέον πως ένα αεροσκάφος τύπου C-130 δύναται να μεταφέρει άνω των 90 φορεία.

[36] Επιπλέον 5.500 κλίνες και 10.962 φιάλες αίματος ήταν διαθέσιμες σε νοσοκομειακές μονάδες της Ευρώπης.

[37] Schwarzkopf, op. cit., σελ. 458.

[38] Στην εν λόγω σύσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων, συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών, Εσωτερικών και Εθνικής Άμυνας, ο γενικός γραμματέας της προεδρίας της Δημοκρατίας, η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και ο αρχηγός του επιτελείου του προέδρου. Υπό την ίδια σύνθεση, η παραπάνω ομάδα συνερχόταν σε καθημερινή, σχεδόν, κλίμακα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος