Skip to main content

Κώστας Γαγανάκης: Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, 1517-2017. Μύθοι και κληρονομιές

Κώστας Γαγανάκης

Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, 1517-2017. Μύθοι και κληρονομιές

Στις 31 Οκτωβρίου 2017, περίπου 560 εκατομμύρια Προτεστάντες σε όλο τον κόσμο γιόρτασαν τα 500 χρόνια από την ημέρα που ο αυγουστινιανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε στην εκκλησία του κάστρου στη γερμανική πόλη της Βιττεμβέργης τις 95 θέσεις του ενάντια στις καταχρήσεις της Καθολικής Εκκλησίας[1]. Η επέτειος, η οποία είχε την απρόσμενη συμμετοχή του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Πάπα Φραγκίσκου, με την παρουσία του σε επετειακή κοινή προσευχή με Λουθηρανούς στη σουηδική πόλη της Lund, τον περασμένο Οκτώβριο, αποτέλεσε την αφορμή για τη διεξαγωγή εκατοντάδων συνεδρίων σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Αυστραλία και Καναδά, όπου ιστορικοί, θεολόγοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και πλήθος άλλων ειδικοτήτων θα ανταλλάξουν προβληματισμούς και θα επιχειρήσουν επανεκτιμήσεις του χαρακτήρα και της ιστορικής κληρονομιάς της Μεταρρύθμισης, της «πρώτης επανάστασης που άλλαξε ριζικά τον κόσμο».

Η ιστοριογραφία της Μεταρρύθμισης, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως σήμερα, έχει εδραιωθεί ως ένα από τα δυναμικότερα και πολυπληθέστερα στη στελέχωσή τους πεδία ιστορικής έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Πανεπιστημιακά τμήματα ιστορίας συγκροτήθηκαν σε Ευρώπη και Αμερική, ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα, για να υποστηρίξουν ερευνητικά το νέο αντικείμενο σπουδών, ενώ σήμερα, η Μεταρρύθμιση ως προνομιακό πεδίο ιστορικής έρευνας, εξακολουθεί να κατέχει πρωτεύουσα θέση στα σημαντικότερα πανεπιστήμια της Δύσης, επιδεικνύοντας μια εντυπωσιακή ανθεκτικότητα στη γενικότερη στροφή της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας των ιστορικών προς τη σύγχρονη ιστορία. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ήταν η μετατόπιση στην ιστοριογραφία της Μεταρρύθμισης από την αρχική, «απολογητική» της φάση – όπου Προτεστάντες και Καθολικοί ιστορικοί επιστράτευσαν τις γνώσεις τους για να καταδείξουν την ανωτερότητα της κάθε πλευράς – σε νέες, πολυεπίπεδες και διεπιστημονικές προσεγγίσεις της Μεταρρύθμισης ως ιστορικού φαινομένου που, από τη δεκαετία του 1960, συνέβαλαν στον απογαλακτισμό της ιστορίας από τις εμμονές και ιεραρχήσεις της θεολογικής σκέψης, ενώ συμπαρέσυραν τις όμορες επιστήμες (κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη) σε ψυχραιμότερες και διεισδυτικότερες προσεγγίσεις και αποτιμήσεις της Μεταρρύθμισης. Τέλος, ενδεικτική της «διαχρονικής επικαιρότητας» της Μεταρρύθμισης ως θεμελιώδους συνιστώσας της σύγχρονης δυτικής ταυτότητας, ήταν η υποταγή της γερμανόφωνης ιστοριογραφίας της Μεταρρύθμισης στις προπαγανδιστικές προτεραιότητες που πυροδότησε από τις αρχές του 1960 ο Ψυχρός Πόλεμος, όταν οι δύο Γερμανίες, η Δυτική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, και η Ανατολική Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, αντιπαράθεσαν σε βιβλία, περιοδικά και σε ιστορικά συνέδρια τις εναλλακτικές τους αναγνώσεις του Μαρτίνου Λούθηρου και της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.

Είναι όμως γεγονός ότι η Μεταρρύθμιση ως ιστορική διεργασία και παγκόσμια κληρονομιά, υπερβαίνει σαφώς τους ορίζοντες των ιστορικών και θέτει συνεχώς νέα ζητήματα – η προκαλεί επανεκκινήσεις παλαιότερων προβληματισμών – στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, επειδή είναι ακριβώς στη Μεταρρύθμιση όπου ειδικοί αναλυτές από το χώρο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και κάθε λογής δημόσιοι σχολιαστές εντοπίζουν διαρκώς τον «θεμέλιο λίθο» στη συγκρότηση της ταυτότητας του νεωτερικού δυτικού ανθρώπου, σχεδόν πάγια σε αντιδιαστολή με διεργασίες και μορφοποιήσεις στις κοινωνίες πέραν της Δύσης. Η προτεσταντική Μεταρρύθμιση χάραξε ανεξίτηλα την ιστορική πορεία της Ευρώπης και, μέσω της ευρωπαϊκής αποικιακής εξάπλωσης και του κόσμου, γι’ αυτό και απέκτησε από νωρίς την ιδιαίτερή της μυθολογία. Σκοπός της παρούσας μικρής συμβολής είναι να διαλεχθεί κριτικά με κάποιους από τους «θεμελιώδεις μύθους» αλλά και με τις πολλαπλές κληρονομιές της Μεταρρύθμισης

                                                                         Μύθοι.

Μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η προωθούμενη εικόνα της Μεταρρύθμισης ως εγχειρήματος ήταν αυτή του “one-man show”: Στις 31 Οκτωβρίου του 1517, ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε τις 95 Θέσεις του ενάντια στις καταχρήσεις της Καθολικής Εκκλησίας, πυροδοτώντας

Η γέννηση του μύθου Ο Λούθηρος θυροκολλεί τις 95 Θέσεις του στην εκκλησία του κάστρου στη Βιττεμβέργη.

ένα διεθνές κίνημα που με τη σειρά του σήμανε το οριστικό τέλος του Μεσαίωνα και τη βίαιη εισαγωγή στη νεωτερικότητα. Σήμερα, είμαστε σε θέση να υποθέσουμε με μεγάλη βεβαιότητα πως η πρωτοβουλία αυτή καθαυτή δεν είχε τίποτε το δραματικό. Η θυροκόλληση «θέσεων» αποτελούσε πάγια ακαδημαϊκή πρακτική στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης, συνιστώντας πρόσκληση σε δημόσια αντιπαράθεση επί συγκεκριμένων θεμάτων, η δε πόρτα της εκκλησίας του κάστρου, πολύ κοντινής στο πανεπιστήμιο, λειτουργούσε και ως «πίνακας ανακοινώσεων» των πανεπιστημιακών δασκάλων. Αυτό που προκάλεσε τη θύελλα των αντιδράσεων και τον ορυμαγδό των εξελίξεων ήταν η επιστολή με τις 95 Θέσεις που απέστειλε ο Λούθηρος στον προϊστάμενό του, αρχιεπίσκοπο Άλμπρεχτ του Μαγδεβούργου και του Μάιντς, ο οποίος και την κοινοποίησε στη Ρώμη.

Ούτε όμως και το περιεχόμενο των 95 Θέσεων ήταν ιδιαίτερα επαναστατικό, επειδή οι Θέσεις επικεντρώνονταν σε μια συγκεκριμένη πρακτική της Καθολικής Εκκλησίας, την πώληση συγχωροχαρτίων και στη θεολογική θεμελίωσή της. Ο Λούθηρος δεν προχωρούσε σε μια «εφ’όλης της ύλης» κριτική στην Καθολική Εκκλησία, ούτε και αμφισβητούσε την αυθεντία του Πάπα. το σημαντικότερο, ο Λούθηρος δεν ανέπτυσσε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο Μεταρρύθμισης της Καθολικής Εκκλησίας. Όλα αυτά προέκυψαν πολύ γρήγορα, και ήταν προϊόντα της συγκυρίας και του ιδιαίτερου χαρακτήρα του Λούθηρου. Οι αμφιβολίες που εξέφρασε ο Λούθηρος για την σκοπιμότητα και ορθότητα του πολύπλοκου τελετουργικού μηχανισμού που είχε εδραιώσει η Καθολική Εκκλησία για τη σωτηρία της ψυχής των Χριστιανών μέσω των αγαθοεργιών γρήγορα ριζοσπαστικοποιήθηκαν στο σύνθημα “sola fide-sola scriptura” (η πίστη μόνον σώζει, οι Γραφές και όχι η αυθεντία του Πάπα ή των εκκλησιαστικών συμβουλίων, αποτελούν τη μόνη βάση διευθέτησης ζητημάτων πίστης), όταν κλήθηκε να διασαφηνίσει τις απόψεις του σε μια σειρά δημόσιων θεολογικών αντιπαραθέσεων με τον επιδέξιο αντίπαλο του, καθολικό θεολόγο Γιόχαν Εκκ. Ήταν στη δημόσια αντιπαράθεση στη Λειψία τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1519, όπου ο Λούθηρος οδηγήθηκε από τον Εκκ στο να δηλώσει ανοιχτά την πλήρη διαφωνία του με την εδραιωμένη δογματική αντίληψη της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με τη σωτηρία της ψυχής μέσω των αγαθοεργιών και της αγοράς συγχωροχαρτίων, όπως και με την απόλυτη ανωτερότητα των εκκλησιαστικών οργάνων στη διασαφήνιση ζητημάτων του δόγματος, και να συνταχθεί δημόσια με τον Γιαν Χους, αρχιεπίσκοπο της Πράγας, o οποίος είχε καταδικασθεί ως αιρετικός και καεί στην πυρά με απόφαση της Συνόδου της Κωνσταντίας στις 6 Ιουλίου του 1415, έχοντας υποστηρίξει τις ίδιες ακριβώς θέσεις[2].

Με τη δημόσιά του πλέον διαφοροποίηση, ο Λούθηρος υποστήριζε πως οι δογματικές αντιλήψεις και τελετουργικές πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας βασίζονταν σε μια θεμελιώδη παρερμηνεία της φύσης της αμαρτίας, της μετάνοιας και της σωτηρίας. Δίνοντας απόλυτη έμφαση στο ζήτημα της μετάνοιας και της συνακόλουθης σωτηρίας της ψυχής, ο Λούθηρος εμφανιζόταν πλέον να βάλλει ευθέως στην καρδιά της Καθολικής Εκκλησίας, σε ένα τεράστιο κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό οικοδόμημα, το οποίο λειτουργούσε επί αιώνες ως μηχανισμός συλλογικής σωτηρίας των Χριστιανών: Αυτό επέτρεπε στους πιστούς να προσεύχονται για τους συνανθρώπους τους, ώστε να μειώσουν την παραμονή των ψυχών τους στο Καθαρτήριο, αυτό μισθοδοτούσε χιλιάδες τοπικούς ιερείς που τελούσαν επιμνημόσυνες δεήσεις υπέρ της σωτηρίας της ψυχής των μεταστάντων, και χρηματοδοτούσε μια στρατιά θεοσεβούμενων γυναικών που διοργάνωναν τακτικές προσευχές στα άσυλα και στα πτωχοκομεία. Αυτό το σύστημα δημιούργησε και εδραίωσε τις εκατοντάδες θρησκευτικές αδελφότητες, οι οποίες προσεύχονταν για τα μέλη τους, τελούσαν τη θεία λειτουργία, διοργάνωναν λιτανείες και έχτιζαν νέες εκκλησίες και ειδικούς χώρους συλλογικής  προσευχής στις ήδη υπάρχουσες. Όπως επισημαίνει η ιστορικός Lyndal Roper, το σύστημα αυτό δομούσε με τον πιο αυστηρό τρόπο τον θρησκευτικό αλλά και τον κοινωνικό βίο των ευρωπαίων Χριστιανών του Ύστερου Μεσαίωνα[3]. Επικεφαλής και θεματοφύλακας του συστήματος ήταν ο Πάπας της Ρώμης, ο βικάριος του Απόστολου Πέτρου.  η επίθεση του Λούθηρου αντιμετωπιζόταν πλέον και ως επίθεση στην παπική αυθεντία. Όμως, στην επίθεση αυτή, ο Λούθηρος δεν ήταν μόνος.

Δεν θα μπορέσουμε να αποτιμήσουμε πλήρως την ιστορική μοναδικότητα του Μαρτίνου Λούθηρου και του κινήματος που συγκροτήθηκε γύρω του, αν δεν απαλλαγούμε από τον δεύτερο από τους «καταστατικούς μύθους» της ιστορίας της Μεταρρύθμισης, αυτόν της μοναδικότητας της «περίπτωσης Λούθηρου», και παράλληλα αυτόν της «καταρρέουσας υστερο-μεσαιωνικής Καθολικής Εκκλησίας», που χρειάστηκε τελικά έναν Λούθηρο για να αφυπνισθεί και να προχωρήσει στη δικιά της «Αντί-Μεταρρύθμιση»[4]. Όπως επισήμανε πρόσφατα ο κορυφαίος ιστορικός της Μεταρρύθμισης Diarmaid MacCullogh, δεν ήταν οι θρησκευτικά αδιάφοροι και απαθείς που συντάχθηκαν με τον Λούθηρο, αλλά αντίθετα, εκείνοι που, όπως και ο Λούθηρος, πίστευαν με πάθος στην οδό για τη λύτρωση που πρότεινε η υστερο-μεσαιωνική Εκκλησία[5].

Η Καθολική Εκκλησία στις αρχές του 16ου αιώνα σίγουρα αντιμετώπιζε τα προβλήματα της εντεινόμενης καθοδηγητικής ανεπάρκειας, οργανωτικής δυσλειτουργίας, και θεσμικής κρίσης που έχει επισημάνει η ιστορική έρευνα, δεν ήταν όμως ένας αποστεωμένος οργανισμός, αποκομμένος από τους πιστούς. Ρεύματα ανανέωσης ή και μεταρρύθμισης του εκκλησιαστικού τυπικού, ή ακόμη και επαναπροσέγγισης της σχέσης των πιστών με τον Δημιουργό τους, εκφράζονταν ανοιχτά στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας, πριν ακόμα την εμφάνιση του Λούθηρου. Το κίνημα της Devotio moderna (της «σύγχρονης ευλάβειας»), με κορυφαίο εκπρόσωπό του τον Έρασμο του Ρότερνταμ, ή ο κύκλος κληρικών και λαϊκών λογίων γύρω από τον Γιόχαν φον Στάουπιτζ, ηγούμενο της αυγουστινιανής μονής στη Βιττεμβέργη και μέντορα του νεαρού Μαρτίνου Λούθηρου, αποτελούσαν δύο μόνο περιπτώσεις ζωντανών «θυλάκων προβληματισμού» στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας. Με λίγα λόγια, είχαν ήδη δρομολογηθεί οι προϋποθέσεις για μια Καθολική Μεταρρύθμιση, η οποία τελικά υποτάχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο σοκ της απόσχισης του Λούθηρου, δεν γεννήθηκε όμως από αυτήν. η σύνοδος του Τριδέντου (1545-1563), τοποθετήθηκε συνολικά επί της Προτεσταντικής θεολογίας, αλλά και κωδικοποίησε προβληματισμούς που είχαν εκφραστεί δημόσια πριν την καταλυτική εμφάνιση του Λούθηρου.

Ο Λούθηρος λοιπόν δεν ήταν ο μόνος που επιδίωξε να επαναπροσδιορίσει τη σχέση των πιστών με τον Θεό. αυτό που αποκρυσταλλώθηκε ως Προτεσταντική Μεταρρύθμιση ήταν η ταυτόχρονη έκρηξη πολλών δυσαρεσκειών, αγωνιών και προσδοκιών, από άνδρες και γυναίκες κάθε τάξης και ηλικίας, πολλές από τις οποίες βάδισαν παράλληλα με το εγχείρημα του Λούθηρου, ενώ άλλες εκφράστηκαν και μέσα στο λουθηρανικό κίνημα, αποδίδοντάς του εξ αρχής μια πολυφωνία στόχων και οραματισμών που ενόχλησε σφόδρα τον ίδιο τον Λούθηρο, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσε αποκλίνουσες ή και ετερόδοξες αναγνώσεις της δικής του θεολογίας. Ακόμα σημαντικότερο, διαφάνηκε γρήγορα πως η «μεταρρύθμιση» δεν θα περιοριζόταν αυστηρά στο δογματικό/εκκλησιολογικό πεδίο, αλλά πως θα αφορούσε και άλλους, ζωτικής σημασίας, τομείς της εγκόσμιας (πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής) πραγματικότητας. και αυτό ήταν αποτέλεσμα της έντονης διεισδυτικότητας που είχε η θρησκεία σε όλο το εύρος της ζωής των πιστών. Δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι η θρησκεία τον 16ο αιώνα δεν αποτελούσε τον στενά προσδιορισμένο και ιδιαίτερο, προσωπικό, χώρο εμπειρίας και δραστηριοποίησης που συνιστά στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, αλλά ότι ήταν ο θεμελιώδης πυλώνας μιας κοσμοαντίληψης που πρέσβευε πως ο Θεός δεν είχε αποχωρήσει από τον κόσμο μετά τη Δημιουργία, αλλά πως εξακολουθούσε να ελέγχει και να παρεμβαίνει καθημερινά στις ζωές των ανθρώπων, σε όλες τους τις εκφάνσεις. Η θρησκεία ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με τις σχέσεις εξουσίας, και όχι απλά ως «νομιμοποιητικός καθρέπτης» του πολιτικό-κοινωνικού συστήματος του ύστερου φεουδαλισμού, όπως ήταν συνυφασμένη και με τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, αφεντών και υπηρετών, ενηλίκων και ανηλίκων. Ήταν συνεπώς πρακτικά αδύνατο η επανάσταση που κήρυξε ο Λούθηρος ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, μετά τον αφορισμό του από τον Πάπα Λέοντα Ι΄ (3 Ιανουαρίου του 1521), να μην «υπερχειλίσει» και σε άλλους, ζωτικής σημασίας, τομείς της εγκόσμιας τάξης πραγμάτων, προκαλώντας ορυμαγδό εξελίξεων, που δεν ήταν σε θέση να προβλέψει ο χαρισματικός ηγέτης της Μεταρρύθμισης. Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία το 1525, η μαζικότερη αγροτική εξέγερση που είχε γνωρίσει ως τότε ο δυτικός κόσμος, συνιστούσε για τον Λούθηρο φοβερή έκφραση παρερμηνείας της διδασκαλίας του. Για αναρίθμητους όμως χωρικούς της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η απόπειρα υλοποίησης μακροχρόνιων στόχων και προσδοκιών που βρήκαν αιφνιδιαστικά την ισχυρότερή τους νομιμοποίηση από το κήρυγμα του Λούθηρου.

Η επαναστατικότητα της θεολογικής σκέψης του Μαρτίνου Λούθηρου εκφράστηκε και στη μετάφραση των Γραφών στις εθνικές γλώσσες και περιφερειακές διαλέκτους, βασικό προαπαιτούμενο στη λουθηρανική διδασκαλία για την εγκαθίδρυση μιας άμεσης, προσωπικής σχέσης των πιστών με τον λόγο του Θεού. Αυτό είχε ως συνέπεια η θεολογία – που, επαναλαμβάνω, δεν πρέπει να τη βλέπουμε στη βάση του στενού προσδιορισμού του χαρακτήρα και του περιεχομένου της σήμερα – να ξεφύγει από τα auditoria των εκκλησιαστικών κύκλων και ακαδημαϊκών θεσμών της εποχής, και να καταστεί φλέγον ζήτημα δημόσιου προβληματισμού και αντιπαράθεσης. Ό,τι θεωρούνταν αίρεση και ανάθεμα στη θεώρηση της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή η παρεμβολή λαϊκών σε ζητήματα πίστης, αρμόδια για την αποσαφήνιση των οποίων ήταν τα εκκλησιαστικά όργανα, όπως οι σύνοδοι της Εκκλησίας, κατέστη με ραγδαίους ρυθμούς κτήμα ενός ολοένα διευρυνόμενου τμήματος των δυτικών κοινωνιών.

Η πρωτοβουλία του Λούθηρου κατέστησε τη θεολογία «ζώσα», πεδίο επίκαιρου και διαρκούς προβληματισμού, στις ηγεμονικές αυλές, στις αίθουσες συνεδριάσεων των αστικών συμβουλίων, αλλά και στις ταβέρνες και στα καπηλειά της Γερμανίας[6]. Για να γίνει αυτό εφικτό, απαιτήθηκε η συστηματική εκμετάλλευση από μέρους του Λούθηρου του σχετικά νέου για την εποχή μέσου της τυπογραφίας. Μεταρρύθμιση και τυπογραφία είχαν μια εκρηκτική ώσμωση, με την τυπογραφία να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής του λουθηρανικού μηνύματος, στέλνοντάς το στις εσχατιές της Ευρώπης και, σύντομα, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Κι εδώ όμως πρέπει να αποφύγουμε το μύθο: Η Μεταρρύθμιση υπήρξε η πρώτη επικοινωνιακή επανάσταση στη νεότερη ιστορία γιατί εκμεταλλεύθηκε το νέο μέσον, δεν προκλήθηκε όμως από αυτό. δεν προέκυψε δηλαδή μια «Μεταρρύθμιση δια του εντύπου», όπως θεωρούσαν οι ιστορικοί ως περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 1980[7], ακριβώς επειδή η Μεταρρύθμιση εξέφρασε – και εκφράσθηκε – από την κυρίαρχη προφορική κουλτούρα της εποχής. Το κήρυγμα από τον άμβωνα, οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, αρχικά σε στενό κύκλο επαϊόντων, και κατόπιν σε συνεχώς διευρυνόμενους κύκλους ανεπίσημων – και ανεξέλεγκτων – συζητητών, συνδυάσθηκαν με το κείμενο, την εικόνα, την αφίσα, για να καταστήσουν τη λουθηρανική υπόθεση γνωστή αρχικά στην ευρωπαϊκή επικράτεια και κατόπιν στον κόσμο.

Ο Μαρτίνος Λούθηρος σε προχωρημένη ηλικία, και ο στενότερος συνεργάτης του στη Βιττεμβέργη και στην ηγεσία του λουθηρανικού κινήματος, Φίλιππος Μελάγχθων.

Ακόμη σημαντικότερο, όπως έχουν επισημάνει την τελευταία δεκαετία ιστορικοί που ασχολούνται με την «επικοινωνιακή διάσταση» της Μεταρρύθμισης, η τυπογραφία δεν λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής ενός ενιαίου «λουθηρανικού μηνύματος», αλλά κοινωνικοποίησε τις διαφορετικές εκδοχές της Μεταρρύθμισης που συλλειτουργούσαν με τον Λούθηρο στο πλαίσιο του κινήματός του. Στη Γενεύη, ο Χούλντριχ Ζβίγκλιος έθεσε τις βάσεις για ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα που θα εξέφραζε εντονότερα τις προσδοκίες του αστικού χώρου, και που θα μορφοποιούνταν αργότερα στην καλβινική εκδοχή του μεταρρυθμισμένου Προτεσταντισμού. Στο γερμανικό χώρο, ο Λούθηρος είχε να αντιπαλέψει με τις ριζοσπαστικές φωνές του Ανδρέα φον Κάρλσταντ και του Θωμά Μύντζερ, που τροφοδότησαν ένα λαϊκό, ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, με προεξάρχοντες τους Αναβαπτιστές. Η πρωτοβουλία του Λούθηρου γέννησε την προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η οποία με τη σειρά της δημιούργησε – και στηρίχθηκε σε αυτό – ένα τεράστιο, τελικά παγκόσμιο, δίκτυο επικοινωνίας και προπαγάνδισης των νέων ιδεών, που κανένας κατασταλτικός ή λογοκριτικός μηχανισμός της εκκλησιαστικής ή της κοσμικής εξουσίας της εποχής δεν ήταν σε θέση να το ανακόψει.

Η σημερινή εικόνα που δίνει για τον Λούθηρο η ιστοριογραφία της Μεταρρύθμισης απέχει πολύ από εκείνη της εξιδανικευμένης, ημι-προφητικής φιγούρας που αναμετρήθηκε με τις καταχρήσεις της Παπικής Εκκλησίας και άλλαξε ριζικά τον ρου της ιστορίας. Σήμερα, αναγνωρίζεται βέβαια η ιστορική πρωτοβουλία του Λούθηρου, αλλά οι ιστορικοί μιλούν για πολλαπλά μεταρρυθμιστικά ρεύματα στο εσωτερικό του μεταρρυθμιστικού κινήματος, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Μαρτίνος Λούθηρος. Ο χαρακτηρισμός «λουθηρανοί», που ήταν του καθολικού αντιπάλου (ο Λούθηρος και οι οπαδοί του προτιμούσαν το «ευαγγελικός χριστιανός», υποδηλώνοντας την εγγύτητά τους στην αλήθεια του Ευαγγελίου, αλλά και για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αγιοποίησης του ηγέτη της Μεταρρύθμισης), επέφερε μια επιφανειακή ομογενοποίηση του μεταρρυθμιστικού κινήματος, η οποία ωστόσο δεν συσκότισε τις διαφοροποιήσεις τόσο στο εσωτερικό του ευαγγελικού κινήματος, όσο και στην εξέλιξη επιμέρους μεταρρυθμιστικών κινημάτων στις πόλεις της Γερμανικής αυτοκρατορίας. Η ιστορική τυπολογία της Μεταρρύθμισης στο γερμανικό χώρο κάνει διάκριση ανάμεσα σε τρεις παράλληλες μεταρρυθμιστικές εκστρατείες: Τη μεταρρύθμιση των αστικών ολιγαρχιών, των ομάδων εξουσίας στις πόλεις (Ratsreformation), τη μεταρρύθμιση των κοινοτήτων, ιδιαίτερα του κόσμου της εργασίας, οργανωμένου στις συντεχνίες (Gemeinereformation), και τη λαϊκή, ριζοσπαστική μεταρρύθμιση (Volksreformation) που πυρπόλησε τη Γερμανία με τον Πόλεμο των Χωρικών, για να πνιγεί στο αίμα από την αντεπίθεση της φεουδαλικής, καθολικής και λουθηρανικής, αριστοκρατίας.

                                                                       Κληρονομιές.

Μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1960, όταν ακόμα μεγάλο μέρος της διεθνούς ιστορικής κοινότητας παρέμενε προσηλωμένο στην ιδέα της «προόδου» στην ιστορία, δηλαδή της αναπόδραστης γραμμικής πορείας της ανθρωπότητας προς την αυτό-βελτίωση, η θέση της Μεταρρύθμισης ως ιστορικού φαινομένου ήταν αυτή του ορόσημου: Η προώθηση της επιστημονικής σκέψης με την «απομάγευση» του κόσμου, το ιδεώδες της πολιτικής ελευθερίας και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο σύγχρονος καπιταλισμός, με άλλα λόγια η ταυτότητα του νεωτερικού δυτικού ανθρώπου, χρωματίσθηκαν ανεξίτηλα από τη Μεταρρύθμιση. Σήμερα, που οι ιστορικοί είναι κατά κανόνα πιο προσεκτικοί και μετριοπαθείς στις εκτιμήσεις τους, η πλειονότητα των ειδικών συμφωνεί ότι όλα το προηγούμενα ιστορικά επιτεύγματα πρέπει μάλλον να ειδωθούν ως απότοκα της σύνθετης αλληλόδρασης ανάμεσα στις δυνάμεις που εξαπέλυσε η κρίση της Μεταρρύθμισης, και στις ακούσιες συνέπειές της[8].

Έντυπη λουθηρανική προπαγάνδα: Ο Καθολικός μοναχός ως ασκός του διαβόλου(αριστερά). Το παπικό τέρας. Αναζωπύρωση των αποκαλυπτικών οραμάτων και εσχατολογικών αγωνιών του Μεσαίωνα (δεξιά).

Άμεση κληρονομιά της κρίσης της Μεταρρύθμισης ήταν η εδραίωση ενός κλίματος μισαλλοδοξίας σε ολόκληρη τη Δύση. Η εκστρατεία των Προτεσταντών για την κάθαρση των Εκκλησιών τους από τις «παπικές βλασφημίες» και η αντεπίθεση του Τριδεντινού Καθολικισμού στην αίρεση του Προτεσταντισμού προσέλαβαν αποκαλυπτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα εξαιτίας της σύμπραξης Εκκλησίας και κράτους που επέβαλλε η κρίση της Μεταρρύθμισης, τόσο στις προτεσταντικές όσο και στις καθολικές επικράτειες. Και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, η θρησκευτική απόκλιση ταυτιζόταν πλέον με πράξη εσχάτης προδοσίας απέναντι στο κράτος και στον ηγεμόνα. Προτεσταντικές μειονότητες σε καθολικά κράτη και Καθολικές σε Προτεσταντικά, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς και της εξορίας, όταν κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στην αποκήρυξη της πίστης τους ή στον παραδειγματικό θάνατο. Τα αλλεπάλληλα κύματα θρησκευτικών διωγμών, οι αιματηρές εκστρατείες κάθαρσης των κοινωνιών από τον βλάσφημο άλλο, γρήγορα πυροδότησαν πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στα ευρωπαϊκά βασίλεια, ή και στο εσωτερικό ευρύτερων κρατικών σχηματισμών: Οι πόλεμοι της αριστοκρατικής Σμαλκαλδικής ‘Ενωσης ενάντια στον αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄(1546-1555) και ο ιδιαίτερα αιματηρός Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648) στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, οι γαλλικοί Θρησκευτικοί Πόλεμοι (1562-1598), η Ολλανδική Επανάσταση (1568-1648), και η Αγγλική Επανάσταση και ο Εμφύλιος (1638-1660) πυροδοτήθηκαν, νομιμοποιήθηκαν, και ανατροφοδοτήθηκαν από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία που

Μάρτυρες του Προτεσταντισμού.

διέσπασε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες[9]. Το κλίμα απόλυτης έλλειψης ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό συνδυάσθηκε με τη διάχυση ενός αποκαλυπτικού τρόμου στις δυτικές κοινωνίες, όταν και τα δύο θρησκευτικά στρατόπεδα αλληλο-καταγγέλλονταν συστηματικά ως υπηρέτες του Σατανά, συνεργοί δαιμόνων, με απώτερο στόχο την έκλειψη της ανθρωπότητας. Δεν ήταν τυχαίο που το ευρωπαϊκό κυνήγι μαγισσών (1550-1750), ένα από τα σκοτεινότερα επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας, με εκατόμβες αθώων θυμάτων στο βωμό της θρησκευτικής παραφροσύνης και της μισαλλοδοξίας, συνέπεσε χρονικά με την κορύφωση της κρίσης της Μεταρρύθμισης.

Ήταν η αποκαλυπτική εμπειρία των θρησκευτικών πολέμων, η κόπωση που προκάλεσε το διαρκές θρησκευτικό μίσος, που γέννησαν στον 17ο αιώνα τις πρώτες ιδέες περί ανεκτικότητας (και όχι απλά ανοχής) απέναντι στο διαφορετικό, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής ταυτότητας. Εξάλλου, οι συγκρούσεις που είχε προκαλέσει η Μεταρρύθμιση είχαν καταστήσει εμφανώς ουτοπικές τις όποιες σκέψεις για επανένωση της Χριστιανοσύνης. Οι πολλαπλασιαζόμενες φωνές που κήρυσσαν την ανεξιθρησκία, την αποχώρηση της Εκκλησίας από τη διαχείριση της ζωής των κοσμικών κοινωνιών, και που κορυφώθηκαν με το κίνημα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, πρέπει μάλλον να θεωρηθούν απότοκο της τραγικής εμπειρίας των θρησκευτικών πολέμων, και όχι της Μεταρρύθμισης[10].

Με  τη δημοσίευση του περίφημου έργου του Μαξ Βέμπερ Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, η σχέση ανάμεσα στη Μεταρρύθμιση και στην εδραίωση του καπιταλισμού προσέλαβε διαστάσεις αξιώματος στη δυτική αυτοθεώρηση: διάφορες εκφάνσεις του Προτεσταντισμού, όπως ο Καλβινισμός, ο λουθηρανικός Πιετισμός και ο Μεθοδισμός, θεωρήθηκαν ότι προώθησαν συστηματικά και, τελικά εδραίωσαν τις αξίες της εργατικότητας, της αυτό-πειθάρχησης, της θεώρησης του κάθε επαγγέλματος ως κλήσης εκ Θεού, και της συσσώρευσης και παραγωγικής επανεπένδυσης του πλούτου ως θεϊκών επιταγών. Σε αντίθεση με τον αναχωρητισμό από τα εγκόσμια που θεωρούνταν ότι κήρυττε ο υστερο-μεσαιωνικός Καθολικισμός, ο Προτεσταντισμός του 16ου και 17ου αιώνα εμφανίσθηκε ως μια εξωστρεφής θρησκεία, η οποία αγιοποιούσε την ενασχόληση με τα κοινά, και ιδιαίτερα την επιχειρηματικότητα. Οι προτεστάντες αντιφρονούντες του 17ου αιώνα, οι άγγλοι Πουριτανοί που δημιούργησαν τις «ένθεες αποικίες» στη Βόρεια Αμερική, διωγμένοι από την απροθυμία του αγγλικού στέμματος να τους ακολουθήσει στον ευαγγελισμό της χώρας, οι γάλλοι ουγενότοι υφαντουργοί που εγκαταστάθηκαν στο Spitalfields του Λονδίνο μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Νάντης από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1685, θεωρήθηκαν οι κατεξοχήν εκφραστές αυτού του αυστηρού, ασκητικού πνεύματος, και της προσήλωσης στην επαγγελματική επιτυχία, που τους κατέστησαν πρωταγωνιστές στις εμπορικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες[11]. Ψήγματα αυτής της αντίληψης εξακολουθούν να επιβιώνουν κυρίως στον λόγο των βόρειο-δυτικών ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ, όπως εκφράζονται εντός της ΕΕ (ιδιαίτερα στο διαχωρισμό με τους κηφήνες και λιγότερο ευρηματικούς οικονομικά Νότιους), στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων, πρόκειται για προπαγανδιστικές χρήσεις στερεότυπων που αν και στερούνταν ιστορικής θεμελίωσης, επέδειξαν μια θαυμαστή αντοχή στο χρόνο.

Η προβαλλόμενη λιτότητα και αυστηρότητα των Προτεσταντών: Κουάκεροι στο Λονδίνο του 17ου αιώνα.

Σήμερα, η βεμπεριανή θέση έχει καταρριφθεί από τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας: Η μετατόπιση του κέντρου βάρους του παγκόσμιου εμπορίου και της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τη Μεσόγειο στις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, η ανάδυση της Αγγλίας και των Κάτω Χωρών και η παρακμή της Ιταλίας στη διάρκεια του 16ου αιώνα θεωρούνται προϊόντα τόσο της μακροχρόνιας κρίσης που είχαν επιφέρει οι Ιταλικοί Πόλεμοι στην ιταλική χερσόνησο, όσο και ιδιαίτερα της εξάπλωσης της οθωμανικής απειλής. Η παροχέτευση της ενεργητικότητας των προτεσταντών αντιφρονούντων (Πουριτανοί στο αγγλικανικό βασίλειο της Αγγλίας, Ουγενότοι στην καθολική Γαλλία) του 17ου αιώνα στο εμπόριο, στις κατασκευές και στην επιχειρηματική δραστηριότητα, συνδεόταν λιγότερο με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και περισσότερο με την περιθωριοποίησή τους από τη δημόσια ζωή και τα αξιώματα. Η έντονη θρησκευτικότητα, ο ασκητισμός των Προτεσταντών του 16ου και 17ου αιώνα, ήταν απόρροια της προσφυγικής, διασπορικής τους ταυτότητας. Οι διωκόμενοι κλητοί του Κυρίου ήταν, όπως ο  λαός του Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης, σε βιβλική πορεία εξόδου από τις τυραννικές και φαύλες κοινωνίες που πλέον δεν τους ανέχονταν. Η έντονη θρησκευτικότητα, η ασκητική προσήλωση, θεωρήθηκαν οπτικοποιήσεις της διαφορετικότητας/ανωτερότητας των προτεσταντών προσφύγων στους νέους τόπους εγκατάστασής τους. Σταδιακά, εδραιώθηκαν ως κληρονομικά χαρακτηριστικά στις νέες κοινότητες των ένθεων στην αμερικανική ήπειρο, στην Αφρική και την Αυστραλία. Τέλος, η ιστορική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Καλβινισμός του 16ου και 17ου αιώνα, μια ιδιαίτερα κοινοτιστική εκδοχή της Μεταρρύθμισης, είχε ελάχιστη σχέση με τον επιθετικό, εγωιστικό ατομισμό που ο Μαρξ ταύτισε με το καπιταλιστικό ήθος. Ο Καλβινισμός καλούσε τους πιστούς να υποτάξουν τα συμφέροντά τους στη συλλογική ευημερία της κοινοπολιτείας, της κοινότητας, ενώ καυτηρίαζε όσους πλούτιζαν σε βάρος των ασθενέστερων.

American Gothic του Grant Wood.  Aρχετυπική απεικόνιση της καλβινιστικής ασκητικής αυστηρότητας.

Τέλος, θα πρέπει να αμφισβητήσουμε την «οικουμενικότητα» της Μεταρρύθμισης, ως διαδικασίας χειραφέτησης από τα διανοητικά δεσμά του φεουδαλικού Μεσαίωνα. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι που πυροδότησε η κρίση της Μεταρρύθμισης επέφεραν έναν επαναστατικό μετασχηματισμό στην ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη, με την απόρριψη της ελέω Θεού μοναρχίας και την ανάδειξη της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμελίου της σχέσης ανάμεσα στους ηγεμόνες και στους υπηκόους τους (γαλλικοί Θρησκευτικοί Πόλεμοι του 16ου αιώνα, Αγγλική Επανάσταση του 17ου), όπως όμως φάνηκε γρήγορα, αυτές οι χειραφετητικές αντιλήψεις αφενός υποτάσσονταν στις προτεραιότητες θεοκρατικών συστημάτων σκέψης, ιδιαίτερα στους γάλλους Καλβινιστές, αφετέρου δεν αφορούσαν τους πάντες. Η ευρωπαϊκή αποικιακή εξάπλωση σε Αμερική και Αφρική, τροφοδοτούμενη και από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών στον ευρύτερο κόσμο, οδηγήθηκε πολύ γρήγορα στην εδραίωση του δουλεμπορίου στη ζώνη του Ατλαντικού, για τρεις αιώνες. Οι ευρωπαίοι δουλέμποροι, Καθολικοί και Προτεστάντες, νομιμοποίησαν την αγορά, κατοχή και πώληση αφρικανών δούλων γιατί, τουλάχιστον ως τις αρχές του 18ου αιώνα, έβρισκαν νομιμοποίηση στις Γραφές, στον κόσμο της Βίβλου, όπου η δουλεία εμφανιζόταν ως αναπόσπαστο στοιχείο της εκ Θεού ανθρώπινης πραγματικότητας[12]. Οι μεταρρυθμισμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες του 17ου αιώνα, είτε Προτεσταντικές είτε Τριδεντινές-Καθολικές, εξακολουθούσαν να μην αναγνωρίζουν αυτά που η «Εποχή των Επαναστάσεων» θα αναδείκνυε ως πανανθρώπινα δικαιώματα, και να κάνουν πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές  διακρίσεις στη βάση του θρησκεύματος.

Ο Κώστας Γαγανάκης είναι Αναπληρωτής
Καθηγητής Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας
(16ος – 18ος αιώνας) στο Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών.

Υποσημειώσεις

[1]                      Todd M. Johnson, Gina A. Zurlo, Albert W. Hickman, Peter F. Grossing, “Christianity 2017: Five Hundred Years of Protestant Christianity”, International Bulletin of Mission Research, 41/1 (2016), pp. 1-12. Από όσους δηλώνουν Προτεστάντες σήμερα, το 41% κατοικεί στην Αφρική, ενώ μόλις το 16% στην Ευρώπη. Στις αρχές του 17ου αιώνα, το ποσοστό των ευρωπαίων Προτεσταντών καταλάμβανε το 96% του παγκόσμιου προτεσταντικού πληθυσμού, στοιχείο που, σε σύγκριση με την τωρινή πραγματικότητα, μας δίνει άμεσα μια εξαιρετική εικόνα της ευρωπαϊκής αποικιακής εξάπλωσης.

[2]                      Peter Marshall, The Reformation- A Very Short Introduction, Οξφόρδη, OUP, 2009, σ. 13, 16.

[3]                      Lyndal Roper, Martin Luther, Renegade and Prophet, Λονδίνο, The Bodley Head, 2016, σ. 3-4.

[4]              Ο όρος «Αντί-Μεταρρύθμιση», ο οποίος ουσιαστικά προδιαγράφει μια εκ των υστέρων αμυντική απάντηση της Καθολικής Εκκλησίας στη «λουθηρανική αφύπνιση», αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες και ανθεκτικότερες στην εμπειρική πραγματικότητα επιτυχίες της στρατευμένης Προτεσταντικής ιστοριογραφίας.

[5]                      Diarmaid MacCullogh, All Things Made New. The Reformation and its Legacy, Οξφόρδη, OUP, 2016, σ. 2-3.

[6]                      Heiko Oberman, The Reformation. Roots and Ramifications; Λονδίνο, T&T. Clark International, 2004, σ. 207.

[7]                      Άποψη που σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από το επιβλητικό έργο της Elizabeth Eisenstein,  The Printing Revolution in Early Modern Europe, Κέιμπριτζ,  CUP, 1983.

[8]                      Peter Marshall, The Reformation- A Very Short Introduction…, σ. 133.

[9]                      Alexandra Walsham, “Reformation Legacies”, στο Peter Marshall (επιμ.), The Oxford Illustrated History of the Reformation, Οξφόρδη, OUP, 2015, σ. 229-230.

[10]                   Όπως σημειώνει ο Diarmaid MacCullogh, οι μόνες ζώνες θρησκευτικής ανεκτικότητας στον 16ο αιώνα εντοπίζονταν στην Ανατολική Ευρώπη, στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, την κάθε μια για τους ιδιαίτερούς της λόγους πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών. Diarmaid MacCullogh, All Things Made New. The Reformation and its Legacy…, σ. 7-8.

[11]                   Alexandra Walsham, “Reformation Legacies”…, σ. 241-242.

[12]                   Diarmaid MacCullogh, All Things Made New. The Reformation and its Legacy…, σ.9.