Jean Ganiage
Το Κρητικό Ζήτημα
(1895 – 1899)*
Όπως συνέβαινε με τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου περί τα τέλη του 19ου αιώνα, έτσι και η Κρήτη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συνοριακές αναπροσαρμογές, οι οποίες είχαν αποφασιστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου του Βερολίνου, επέφεραν το 1881 την εδαφική αύξηση του ελληνικού βασιλείου με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου. Στο Αρχιπέλαγος, ωστόσο, η κατάσταση είχε παραμείνει αμετάβλητη. Η Εύβοια, οι Κυκλάδες και οι Σποράδες ανήκαν στην Ελλάδα. Η Κρήτη, η Ρόδος και όλα τα υπόλοιπα νησιά παρέμεναν κτήσεις του σουλτάνου, παρά το γεγονός ότι κατοικούνταν σε μεγάλο ποσοστό από ελληνορθόδοξους πληθυσμούς.
Η Κρήτη περί τα τέλη του 19ου αιώνα
H Κρήτη, η οποία δεσπόζει στο νότιο άκρο του Αιγαίου, είναι το μεγαλύτερο από τα ελληνικά νησιά, με εξαίρεση την Κύπρο. Η έκτασή της (8.600 τετραγ. χλμ.), ορεινή ως επί το πλείστον, είναι ανάλογη με εκείνη της Κορσικής. Το μήκος , από δυσμάς προς ανατολάς, δεν ξεπερνά τα 260 χλμ., το δε πλάτος κυμαίνεται, ανάλογα με την περιοχή, μεταξύ 12 και 60 χλμ. Η βόρεια ακτογραμμή απαρτίζεται από μια διαδοχή ακρωτηρίων (Σπάθα, Ακρωτήρι Χανίων, Σίδερο), με συνακόλουθη την ύπαρξη μεγάλων κόλπων (κόλποι Κισσάμου, Χανίων, Μιραμπέλου), αλλά και μικρότερων, όπως εκείνος της Σούδας, το πλέον προστατευμένο, ίσως, φυσικό αγκυροβόλι της ανατολικής Μεσογείου.

Το έδαφος μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα εύφορο, δεν υπολείπεται, ωστόσο, έναντι εκείνων της Εύβοιας ή της Πελοποννήσου. Καλύπτεται κατά τα τρία τέταρτα από όρεινούς όγκους (Λευκά Όρη δυτικά, Ίδη ή Ψηλορείτης – υψόμετρο 2.465 μέτρα – στο κέντρο και Δίκτη ή Λασιθιώτικα Όρη ανατολικά). Οι νότιες ακτές είναι απόκρημνες. Στο βορρά, όμως, κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου, υπάρχει θέση για στενές παραθαλάσσιες πεδιάδες. Η μεγάλη εσωτερική πεδιάδα, η Μεσσαρά, υπήρξε το κέντρο της Κρήτης κατά την Αρχαιότητα. Ωστόσο, κοντά στο γύρισμα του αιώνα, έχει περιέλθει σε κατάσταση εγκατάλειψης, όπως άλλωστε κι άλλες περιοχές. Το οδικό δίκτυο είναι ανύπαρκτο. Το υποτυπώδες αρδευτικό σύστημα αδυνατεί να προστατεύσει τις καλλιέργειες από την ξηρασία ή από τις πλημμύρες, ανάλογα με την εποχή. Οι παράλιες πεδιάδες, ελώδεις εκτάσεις ως επί το πλείστον, έχουν μετατραπεί σε εστίες ελονοσίας. Οι ορεινοί όγκοι της ενδοχώρας προσφέρονται ως καταφύγιο σε παράνομους και σε ληστές. Ελιές, αμπέλια και εσπεριδοειδή κυριαρχούν στον τομέα της αγροτικής καλλιέργειας, ενώ η σηροτροφία γνωρίζει περίοδο ύφεσης. Η Κρήτη, προκειμένου μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της, εξαρτάται άμεσα από τα σιτηρά της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή, εκείνη του 1887, ο συνολικός πληθυσμός ανερχόταν σε 294.000 κατοίκους. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1895, υπολογίζεται πως είχε ξεπεράσει τους 320.000. Παρά το γεγονός ότι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο αναλογούσαν μόνο 35 κάτοικοι, η Κρήτη εθεωρείτο ως πυκνοκατοικημένη περιοχή, εξαιτίας της ορεινής μορφολογίας του εδάφους σε συνδυασμό με τις πενιχρές δυνατότητες που ήταν σε θέση να προσφέρει. Η μετανάστευση ήταν σύνηθες φαινόμενο από την αρχαία εποχή. Περί τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Κρήτες, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει το νησί και εγκατασταθεί στην Ελλάδα ή στη Μικρά Ασία, υπολογίζονταν μεταξύ 35 και 40.000 άτομα.
Τα αστικά κέντρα δεν είχαν να επιδείξουν κάτι το ιδιαίτερο. Στο μεγαλύτερο ποσοστό ήταν ψαράδικα λιμάνια, που εξυπηρετούνταν από περιορισμένο αριθμό ναυτιλιακών εταιριών και τα οποία φιλοξενούσαν ορισμένες βιοτεχνικής κλίμακας μονάδες παραγωγής (ελαιοτριβεία, βυρσοδεψεία, αλευρόμυλοι). Διοικητική πρωτεύουσα της νήσου ήταν τα Χανιά (22.000 κάτοικοι, εκ των οποίων πολλοί Μουσουλμάνοι, μαζί με τα περίχωρα). Στο κομψό και αριστοκρατικό προάστιο της Χαλέπας, προς ανατολάς, χτισμένο στις πλαγιές του Ακρωτηρίου, ήταν συγκεντρωμένα τα ξένα προξενεία.

Το Ηράκλειο, η παλιά πρωτεύουσα της εποχής της Βενετοκρατίας, προσπαθούσε ακόμα να απαλλαγεί από μια μακραίωνη περίοδο παρακμής. Αριθμούσε 25.000 κατοίκους περίπου, κατά πλειοψηφία Μουσουλμάνους και εθεωρείτο το οικονομικό επίκεντρο της Κρήτης. Από τις υπόλοιπες κωμοπόλεις, μόνο το Ρέθυμνο (8.000 κάτοικοι) είχε να επιδείξει χαρακτηριστικά αστικού κέντρου. Η Σητεία, τα Σφακιά και η Ιεράπετρα δεν ήταν παρά απλοί οικισμοί της τάξεως των 2.000 -3.000 κατοίκων έκαστος.
Λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα, το μείζον πρόβλημα ήταν εκείνο της συνύπαρξης των δυο διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων, χριστιανικής και μουσουλμανικής. Η πρώτη από αυτές, αριθμούσε 205.000 άτομα, σύμφωνα, πάντοτε, με τα δεδομένα της απογραφής του 1887. Ήταν όλοι ορθόδοξοι, πλην 250 καθολικών. Οι Μουσουλμάνοι (88.500) εκπροσωπούσαν το 30% του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο, ασκούσαν την εξουσία. Οι Χριστιανοί τους κατήγγειλαν για κατάχρηση. Οι πιο μετριοπαθείς απαιτούσαν την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση ενός αυτόνομου καθεστώτος υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι πιο ακραίοι τάσσονταν υπέρ της ένωσης του νησιού με το ελληνικό βασίλειο. Οφείλουμε να επισημάνουμε, πως άπαντες είχαν κοινή καταγωγή. Η αντιπαλότητα, η οποία εκδηλώθηκε ανάμεσα στις δυο θρησκευτικές κοινότητες ήταν απλά η συνέπεια ενός χρονικά αργοπορημένου εξισλαμισμού τμήματος του πληθυσμού. Αν εξαιρέσει κανείς έναν περιορισμένο αριθμό διοικητικών υπαλλήλων και αξιωματικών σταλθέντων από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και μια μικρή παροικία μεταναστών από τη Βεγγάζη, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Κρήτης ήταν αυτόχθονες και μιλούσαν ελληνικά.
Η κατανομή του πληθυσμού ήταν τέτοια, που απέκλειε εκ προοιμίου έναν γεωγραφικό διαχωρισμό ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Η συμβίωση στην ύπαιθρο δεν προκαλούσε προβλήματα. Όμως, η κατάσταση ήταν περισσότερο λεπτή στα αστικά κέντρα, όπου υπερτερούσαν αριθμητικά οι Μουσουλμάνοι. Συσπειρωμένοι, οι Χριστιανοί ζούσαν σε δικές τους, ξεχωριστές, συνοικίες. Στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, αποτελούσαν το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Στο Ηράκλειο, το 30% (17.000 Μουσουλμάνοι, 7.500 Χριστιανοί, 50 Ισραηλίτες). Αντίθετα, τα Σφακιά ήταν αμιγώς χριστιανικά. Όσο για τους κατοίκους της υπαίθρου, αυτοί ήταν κατά τα τέσσερα πέμπτα Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Όμως, ακόμα κι εκεί, η κατανομή ήταν άνιση. Στην ενδοχώρα και στο νότο του νησιού, δεν συναντούσε κανείς παρά μόνο Χριστιανούς. Κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής, τα αριθμητικά ποσοστά ήταν σχεδόν ισοδύναμα. Πρόκειται για τη δημογραφική συνέπεια δυόμισι αιώνων οθωμανικής κατοχής. Η Κρήτη είχε περιέλθει στους Τούρκους κατά τον 17ο αιώνα, έπειτα από την περίφημη πολιορκία του Χάνδακα (1648-1669), η οποία και σηματοδότησε το τέλος της παρουσίας των Βενετών στο νησί. Για τους Κρήτες, επρόκειτο για απλή αλλαγή δυνάστη, καθώς δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν πως η κυριαρχία του σουλτάνου ήταν ακόμα πιο επώδυνη από εκείνη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.

Η Υψηλή Πύλη διατήρησε το προϋπάρχον διοικητικό σύστημα, με μια ειδοποιό διαφορά. Οι Τούρκοι μπέηδες περιορίστηκαν στο να ασκούν τη διοίκηση μέσω επιβολής φόρων και καταναγκαστικών εργασιών. Αντίθετα, επί Βενετοκρατίας, ο πληθυσμός απολάμβανε, έστω και με τρόπο σχετικό, τα πλεονεκτήματα, που προσέφερε η εμπορική δραστηριότητα.
Η στυγνή άσκηση της διοίκησης, εξανάγκασε πολλούς κατοίκους του νησιού να ασπασθούν, έστω φαινομενικά, τη μουσουλμανική θρησκεία. Το φαινόμενο περιορίστηκε αρχικά στα αστικά κέντρα, όπου ήταν εμφανής η παρουσία της τουρκικής φρουράς. Αργότερα επεκτάθηκε στην ύπαιθρο, στα σημεία εκείνα, όπου η γεωμορφολογική ιδιαιτερότητα καθιστούσε εφικτή την αιφνίδια επιδρομή του οθωμανικού ιππικού. Οι ρυθμοί αυξήθηκαν κατά τον 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου. Ωστόσο, πάμπολλες ήταν οι περιπτώσεις εξισλαμισθέντων, οι οποίοι βαπτίζονταν κρυφά, ενώ στα περισσότερα χωριά, η ορθόδοξη πίστη καλλιεργείτο παρασκηνιακά.Έκτοτε, οι μεταπτώσεις, σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης, διαδέχθηκαν, η μια την άλλη. Το 1821, η Κρήτη εξεγέρθηκε, δίχως αποτέλεσμα. Η Υψηλή Πύλη απάντησε με διενέργεια ομαδικών σφαγών. Η ανάθεση της διοίκησης, αμέσως έπειτα από την ελληνική Επανάσταση, στον πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλι, επέφερε καλύτερες συνθήκες ζωής για τους κατοίκους της νήσου. Η επάνοδος, όμως, της τουρκικής διοίκησης, το 1840, ξαναζωντάνεψε μνήμες και σύνδρομα του παρελθόντος. Ευτυχώς για τους Κρήτες, η κατάσταση αυτή αποδείχθηκε εφήμερης διάρκειας. Η πολιτική των μεταρρυθμίσεων (Tanzimat) τους εξασφάλισε εμφανή βελτίωση.
Με το Αυτοκρατορικό Διάταγμα (Ηatt-i humayoun) του 1856, εκχωρήθηκε στις κοινότητες το δικαίωμα προσδιορισμού και κατανομής των άμεσων φόρων. Παράλληλα, επετράπη η δυνατότητα μεταβολής του θρησκεύματος, γεγονός, το οποίο οδήγησε πολλούς εξισλαμισθέντες Κρήτες στο να ασπασθούν εκ νέου τον Χριστιανισμό και να ξαναθέσουν σε λειτουργία τις εκκλησίες τους. Το Φιρμάνι της 10ης Ιανουαρίου 1868, εισήγαγε ένα υποτυπώδες σύνταγμα. Στο εξής, τον σουλτάνο εκπροσωπούσαν ένας γενικός διοικητής (βαλής) και ένας αξιωματικός, επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης, η οποία έδρευε επιτόπου. Τον γενικό διοικητή πλαισίωναν δυο σύμβουλοι αξιωματούχοι, ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνος. Αμφότεροι, όπως άλλωστε και ο βαλής, επιλέγονταν και ορίζονταν από την Κωνσταντινούπολη. Στην άσκηση της διοίκησης συμμετείχε και ένα Γενικό Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από 80 αιρετούς τοπικούς προύχοντες: 42 Χριστιανούς και 38 Μουσουλμάνους. Για το σκοπό αυτό, η Κρήτη χωρίστηκε σε 20 εκλογικές περιφέρειες, η καθε μια εκ των οποίων εξέλεγε 4 εκπροσώπους. Χωρίστηκε, επίσης, σε 5 διαμερίσματα (σαντζάκια), επικεφαλής των οποίων τοποθετήθηκε από ένας τοπικός διοικητής (μουτεσαρίφης). Ως επίσημες γλώσσες αναγνωρίζονταν ισότιμα η ελληνική και η τουρκική.
Δέκα χρόνια αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1878, τα παραπάνω πλεονεκτήματα διευρύνθηκαν χάρη στην υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας. Η θητεία του γενικού διοικητή ορίστηκε στα πέντε έτη. Στο πλευρό του τοποθετήθηκε ένας αναπληρωτής γενικός διοικητής. Γενικός διοικητής και αναπληρωτής διοικητής έπρεπε, απαραιτήτως, να ανήκουν σε διαφορετικό θρήσκευμα. Στους κόλπους του Γενικού Συμβουλίου, ο αριθμός των Χριστιανών εκπροσώπων αυξήθηκε κατά επτά άτομα (49 έναντι 42). Οι αρμοδιότητες του ιδίου οργάνου (αποκλειστικά συμβουλευτικές έως τότε) πολλαπλασιάστηκαν. Συγκεκριμένα, στη δικαιοδοσία του περνούσε στο εξής ο προϋπολογισμός του νησιού, το δικαίωμα εισαγωγής φορολογικών και δικαστικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και η εν γένει άσκηση ελέγχου στη διοίκηση του βαλή. Αυξήθηκε ο αριθμός των Χριστιανών κρατικών λειτουργών και υπήρξε μέριμνα για τη συγκρότηση μιας μεικτής χωροφυλακής.¹
Η διοίκηση ασκήθηκε απερίσπαστα επί μια επταετία. Σε αυτό συνέβαλε και η επιλογή, εκ μέρους της Υψηλής Πύλης, για το αξίωμα του γενικού διοικητή, του Φωτιάδη μπέη, ενός μετριοπαθούς, ικανού και έξυπνου ατόμου, γόνου επώνυμης οικογένειας Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, οι αντιπαραθέσεις στους κόλπους του Γενικού Συμβουλίου, υπαγορεύονταν περισσότερο από κοινωνικούς παράγοντες και λίγότερο από θρησκευτικές αντιπαλότητες. Από τις δυο πολιτικές παρατάξεις της εποχής, η μεν φιλελεύθερη απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από Χριστιανούς, ενώ η συντηρητική αντλούσε τους οπαδούς της από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους των αστικών κέντρων και των παραθαλάσσιων περιοχών του βορρά. Μεταξύ των ετών 1880 και 1886, ο Φωτιάδης μπέης κυβέρνησε στηριζόμενος στη φιλελεύθερη παράταξη, η οποία και διέθετε την πλειοψηφία. Ταυτόχρονα με τη λήξη της θητείας του, όμως, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Μέσα σε χρονικό διάστημα τριών, μόλις, ετών, ο σουλτάνος διόρισε απανωτά τέσσερεις γενικούς διοικητές, ενώ οι σχέσεις μεταξύ των δυο παρατάξεων έφτασαν σε ανοικτή ρήξη. Η ένταση των ετών 1888-1889 προσέφερε στον σουλτάνο το πρόσχημα, προκειμένου να παρέμβει προσωπικά στα εσωτερικά πράγματα της Κρήτης.

Ο Αβδούλ Χαμίτ Β΄, αποφασίζοντας να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, κατήργησε πολλές από τις εκχωρήσεις, στις οποίες είχε νωρίτερα προβεί προς τους κατοίκους της Κρήτης. Έστειλε επιτόπου στρατεύματα και με το φιρμάνι της 26ης Οκτωβρίου 1889, κατήργησε τη Σύμβαση της Χαλέπας, αποκαθιστώντας την απόλυτη εξουσία του γενικού διοικητή. Οι έδρες του Συμβουλίου μειώθηκαν στον αριθμό των 57 (έναντι των αρχικών 80), με την κατανομή ανάμεσα στις δυο κοινότητες να παραμένει αμετάβλητη (3/5 Χριστιανοί, 2/5 Μουσουλμάνοι). Οι αρμοδιότητες του οργάνου αποκτούσαν εκ νέου χαρακτήρα αυστηρά συμβουλευτικό, ενώ η εκλογή των μελών με καθολική ψηφοφορία υπακαταστάθηκε από ένα σύστημα επιλεκτικού δικαιώματος ψηφοφορίας, ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του καθενός. Στο εξής, προϋπόθεση για την επιλογή των κρατικών λειτουργών ήταν η καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας. Με το μέτρο αυτό, πολλοί Χριστιανοί αποκλείονταν εξ ορισμού από κάθε είδους δημόσιο αξίωμα. Η χωροφυλακή επρόκειτο να στελεχώνεται από άτομα προερχόμενα από τις υπόλοιπες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το φιρμάνι του Οκτωβρίου 1889 υπήρξε, ουσιαστικά, η ταφόπλακα του ημι-αυτόνομου καθεστώτος. Με την ενέργεια αυτή, ο σουλτάνος επιφύλαξε στην Κρήτη την ίδια μοίρα με όλες τις άλλες περιοχές της επικράτειας. Στην πραγματικότητα, το νησί βρέθηκε ξαφνικά στο έλεος μπέηδων με ληστρικές διαθέσεις με τη συνέργια μιας χωροφυλακής, απαρτιζόμενης από Αλβανούς και Μαυροβούνιους. Οι συνέπειες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Το απάνθρωπο φοροεισπρακτικό σύστημα οδήγησε σε φοροδιαφυγή, ξέσπασαν ταραχές, τη στιγμή που οι Μουσουλμάνοι, θεωρώντας την ατιμωρησία ως δεδομένη, προέβησαν σε έκτροπα σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Κατά τους θερινούς μήνες του 1895, η όλη κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ήταν διάχυτος ο κίνδυνος ότι η Κρήτη επρόκειτο να υποστεί ανάλογη μοίρα με εκείνη της Αρμενίας.
Το ξέσπασμα των ταραχών και η παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα (1895-1897)
Από τον Σεπτέμβριο του 1895 και κατόπιν, ξεκίνησε ένας κύκλος καθημερινών, σχεδόν, βιαιοπραγιών σε βάρος των Χριστιανών κατοίκων των Χανίων και του Ρεθύμνου. Η χωροφυλακή απέφυγε συστηματικά να εμπλακεί, αφήνοντας την κατάσταση να εξελιχθεί από μόνη. Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο το Ηράκλειο, χάρη στις ενέργειες ενός δυναμικού μουτεσαρίφη, που προστάτευσαν τους Χριστιανούς κατοίκους της πόλης. Οι Κρήτες δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν τη μοίρα των Αρμενίων. Ατίθασοι και πολεμοχαρείς, οργανώθηκαν σε ένοπλες ομάδες, οι οποίες κατέφυγαν στις δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές, υπό την αρχηγία σκληροτράχηλων ατόμων, όπως ο καπετάν Μιχάλης, βετεράνος δυο παλαιοτέρων εξεγέρσεων. Πολύ γρήγορα συστάθηκε και μια επαναστατική Επιτροπή, στελεχωμένη από προύχοντες του νησιού. Ως αντίποινα στα έκτροπα των Μουσουλμάνων, οι Χριστιανοί απάντησαν με χρήση βίας, με αποτέλεσμα να προκύψει μέγας κίνδυνος για γενικευμένες σφαγές στις πόλεις, όπου την αριθμητική πλειοψηφία διέθεταν οι Μουσουλμάνοι. Ο πλήρης αφανισμός της χριστιανικής συνοικίας των Χανίων αποτράπηκε τον Σεπτέμβριο του 1895 χάρη τον συγκυριακό κατάπλου ενός ρωσικού καταδρομικού.
Η Υψηλή Πύλη, σε μια προσπάθεια να επανακτήσει τον έλεγχο, έστειλε επιτόπου στρατιωτική δύναμη ύψους τεσσάρων ταγμάτων (2.300 άνδρες). Η ένταση αναζωπυρώθηκε σποραδικά τον Φεβρουάριο του επομένου έτους στην επαρχία Αποκορώνου, όπου τα στρατεύματα κακοδιοικούμενα και μη έχοντας γνώση της περιοχής, υπέστησαν διαδοχικές αποτυχίες στην προσπάθειά τους να καταστείλουν τη δραστηριότητα χριστιανικών ενόπλων ομάδων. Περί τα τέλη Μαίου, οι ανταλλαγές πυροβολισμών ήταν καθημερινή πραγματικότητα μέσα στους δρόμους των Χανίων. Η μισή Κρήτη βρισκόταν υπό καθεστώς εξέγερσης. Μόνο στον κεντρικό τομέα (Ηράκλειο και ευρύτερη περιοχή) εξακολουθούσε να επικρατεί σχετική ηρεμία.²

Υπακούοντας στις προτροπές των προξένων τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μονάδες του πολεμικού ναυτικού για την προστασία των υπηκόων τους: ένα θωρηκτό η Μεγάλη Βρετανία και από ένα καταδρομικό η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία. Στις 28 Μαίου, στην Κωνσταντινούπολη, συνεδρίασαν οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην ημερήσια διάταξη της συνάντησης κυριαρχούσε η αξιολόγηση της όλης κατάστασης και η ανάγκη συντονισμού των μελλοντικών πρωτοβουλιών. Από τη δική του πλευρά, ο σουλτάνος γνωστοποίησε την τοποθέτηση ενός νέου βαλή και την αποστολή ενισχύσεων ύψους 6.000 ανδρών. Την ίδια στιγμή, στην Κρήτη, απετράπησαν τα χειρότερα χάρη στις επαφές, που διαμείφθηκαν ανάμεσα στους προξένους και τους επικεφαλής της Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1896, το πρόβλημα επικεντρώθηκε στο ήρεμο, μέχρι τότε, Ηράκλειο, όπου άρχισαν να εκδηλώνονται ταραχές. Στο μεταξύ, ένας στολίσκος από ιστιοφόρα δεν έπαψε να μεταφέρει από την Ελλάδα οπλισμό αλλά και εθελοντές, οι οποίοι προσχωρούσαν στις τάξεις των εξεγερθέντων.
Τα αιτήματα της Επιτροπής διαβιβάστηκαν μέσω των προξένων και περιλάμβαναν επάνοδο στο καθεστώς της Σύμβασης της Χαλέπας, διορισμό Χριστιανού βαλή και εγγυήσεις για αναδιοργάνωση στους τομείς της χωροφυλακής και της δικαιοσύνης.³ Στην Κωνσταντινούπολη, οι πρέσβεις ανέλαβαν να συντάξουν ένα σχέδιο μετάβασης στην ομαλότητα, το οποίο, έως τον Σεπτέμβριο, εγκρίθηκε από την Υψηλή Πύλη, την Επιτροπή και τους Κρήτες οπλαρχηγούς. Υπό την εγγύηση των έξι Μεγάλων Δυνάμεων, ο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ εκχωρούσε στην Κρήτη ένα καθεστώς αυτονομίας αντίστοιχο με εκείνο της διατελούσης, από το 1832, εν πλήρει ηρεμία Σάμου. Ως υπόβαθρο του νέου καθεστώτος λειτούργησαν οι διατάξεις της Σύμβασης της Χαλέπας. Η θητεία του βαλή επρόκειτο να είναι πενταετής, ο αριθμός των μελών του Συμβουλίου αυξήθηκε εκ νέου στους 80, με τα 2/3 των εδρών να αναλογούν στους Χριστιανούς. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναλάμβαναν τη διεκπεραίωση του κρίσιμου ζητήματος των μεταρρυθμίσεων. Τις ουσιαστικές αρμοδιότητες ως προς τη χωροφυλακή και τη Δικαιοσύνη θα επωμίζονταν αλλοδαποί αξιωματούχοι, ενώ τα διάφορα όργανα θα στελεχώνονταν από ντόπιους Χριστιανούς σε ποσοστό 2/3. Κατόπιν τούτων, από πολιτικής απόψεως η κρίση έδειχνε να βαίνει προς εκτόνωση. Ωστόσο, με την είσοδο του 1897 ξέσπασαν νέες ταραχές εξαιτίας της εμπλοκής εξωγενών παραγόντων.
Τη φορά αυτή, ανησυχία ως προς το μέλλον τους εξέφρασαν οι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι και υστερούσαν αριθμητικά. Υποκινούνταν και από απεσταλμένους της Υψηλής Πύλης, που είχαν σταλεί κρυφά στην Κρήτη για τον σκοπό αυτό. Όμως, το γεγονός εκείνο, το οποίο με ιδιαίτερη βαρύτητα επηρρέασε τις μετέπειτα εξελίξεις υπήρξε η στάση των εθνικιστικών κύκλων της Ελλάδας. Η κυβέρνηση, υπό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, είχε εκφράσει την ικανοποίησή της πληροφορούμενη τον συμβιβασμό, που είχε μόλις επέλθει στο νησί και τις εγγυήσεις, οι οποίες είχαν δοθεί στους Κρήτες.

Ωστόσο, οι οπαδοί της “Μεγάλης Ιδέας”, δηλαδή του αλυτρωτικού οράματος, που προσέβλεπε στην απελευθέρωση όλων των Ελλήνων, διασκορπισμένων εντός και πέριξ του Αιγαίου Πελάγους, κρίνοντες και με αφορμή τη Σάμο, η οποία δεν είχε διεκδικήσει την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό βασίλειο, φοβήθηκαν ότι συνέτρεχε μέγας κίνδυνος οι Κρήτες να ακολουθήσουν και αυτοί το ίδιο παράδειγμα. Η “Εθνική Εταιρεία”, η οποία είχε συγκροτηθεί το 1894 με αφορμή τις εξελίξεις του Μακεδονικού, εξαπέλυσε μια σθεναρή εκστρατεία εντός του ελληνικού βασιλείου αλλά και στην ίδια την Κρήτη. Πολλά από τα μέλη της ήταν αξιωματικοί του στρατού. Η Εταιρεία προχώρησε στη συγκρότηση επιτροπών στήριξης του αγώνα των Κρητών με συγκέντρωση χρημάτων και οπλισμού, στρατολόγηση εθελοντών. Αξιομνημόνευτη υπήρξε και η ανταπόκριση των ελληνικών παροικιών της Αιγύπτου, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, η Εταιρεία παρότρυνε την κοινή γνώμη να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση και στα Ανάκτορα. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Χαρίλαος Τρικούπης, άρχισε να επιτίθεται κατά της κυβέρνησης από τα έδρανα του Κοινοβουλίου, κατηγορώντας την τελευταία για επίδειξη αδράνειας.
Κατά βάθος, ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης και ο Γεώργιος Α΄ τάσσονταν υπέρ μιας εκτόνωσης της έντασης. Γρήγορα, όμως, αναγκάστηκαν να υπολογίζουν σε ένα ρεύμα, το οποίο παρέσυρε τη χώρα ολόκληρη. Η δυναστεία ήταν ξενόφερτη. Ο ίδιος ο Γεώργιος, που ανέβηκε στο θρόνο το 1863 σε ηλικία 18 ετών, ήταν γυιός του βασιλέα Χριστιανού ΙΧ της Δανίας και παντρεμένος με την πριγκίπισσα Όλγα, κόρη του Μεγάλου Δουκός Κωνσταντίνου και ανηψιά του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ της Ρωσίας. Τα 23 έτη της έως τότε παραμονής του στο θρόνο, τον είχαν πείσει πως δεν διέθετε άλλη επιλογή από το να ευθυγραμμιστεί με το δημόσιο αίσθημα, έστω με βαριά καρδιά, ακόμα και ενάντια στη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Οι ταραχές, οι οποίες ξέσπασαν με την είσοδο του 1897 στην Κρήτη, δεν ήταν χειρότερες από τις προηγούμενες. Προσέλαβαν, όμως, διαστάσεις, εξαιτίας της εκστρατείας, στην οποία είχε επιδοθεί η Εθνική Εταιρεία. Ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στα Χανιά, Γερμάδης, μέλος ο ίδιος της Εταιρείας, υποκινούσε τους ντόπιους οπλαρχηγούς, υποσχόμενος την έμπρακτη συνδρομή της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας. Έπειτα από ένα μεμονωμένο επεισόδιο στα Χανιά, στις 3 Ιανουαρίου, που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό δυο Μουσουλμάνων, τα χριστιανικά χωριά της περιοχής δέχθηκαν επίθεση από ομάδες ατάκτων. Αμέσως προσέτρεξε σε βοήθεια δύναμη 2.000 ενόπλων ανδρών, προερχομένων από ολόκληρο το νησί, για την προστασία του απειλούμενου χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. Έπειτα από μεγάλη προσπάθεια, οι οπλαρχηγοί πείστηκαν να μη δώσουν συνέχεια κι έτσι αποτράπηκε το χειρότερο. Στο τέλος Ιανουαρίου, το Ηράκλειο υπήρξε, με τη σειρά του, θέατρο ταραχών. Βρετανοί, Γάλλοι και Ιταλοί αναγκάστηκαν να στείλουν επιτόπου πλοία του πολεμικού ναυτικού για την προστασία των υπηκόων τους. Μόλις επικράτησε ηρεμία, τη σκυτάλη των ταραχών παρέλαβε εκ νέου η πρωτεύουσα: συμπλοκές εντός της πόλης και επιχειρήσεις, εν είδει αντιποίνων στα γύρω χωριά με λεηλασίες και εμπρησμούς. Στις 4 Φεβρουρίου, τα Χανιά τελούσαν υπό καθεστώς πλήρους εξέγερσης. Οι Μουσουλμάνοι επιτέθηκαν με πρωτοφανή βία κατά της χριστιανικής συνοικίας της Χαλέπας, σκοτώνοντας και πυρπολώντας. Στα παραπάνω έκτροπα πρωτοστατούσαν άτομα, προερχόμενα από τη Βεγγάζη, μαύροι και μιγάδες, κοινωνικά υποβαθμισμένοι και που ασκούσαν επαγγέλματα, τα οποία ενέπνεαν γενική περιφρόνηση: αμαξάδες, κρεοπώλες, φορτοεκφορτωτές κλπ.
Η παρέμβαση του διεθνούς στόλου διέσωσε τους Χριστιανούς των Χανίων από πλήρη αφανισμό, καθώς εκκενώθηκαν στη Σμύρνη και στα νησιά του Αιγαίου. Τα πληρώματα των πλοίων, με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς της πόλης, κατάφεραν να δαμάσουν τις πάμπολλες πυρκαγιές. Ωστόσο, οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Τα δυο τρίτα της χριστιανικής συνοικίας (συμπεριλαμβανομένης και της Αρχιεπισκοπής) είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Όσα κτήρια κατάφεραν να διασωθούν, είχαν υποστεί λεηλασία. Υπήρχε ενδεχόμενο το παράδειγμα των Χανίων να λειτουργήσει ως προηγούμενο σε βάρος των Χριστιανών κατοίκων του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου. Από την άλλη πλευρά, τα έκτροπα του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1897 υπήρξαν το έναυσμα για γενικευμένη εξέγερση των Χριστιανών της νήσου. Στο δυτικό τμήμα, πολλοί από αυτούς συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι, εν αναμονή μιας εφόδου εναντίον της πόλης των Χανίων. Τον όλο σχεδιασμό και συντονισμό είχε αναλάβει η Επιτροπή, την οποία στελέχωναν εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Μεταξύ των μελών της συγκαταλεγόταν και ένας 33χρονος δικηγόρος, ονόματι Ελευθέριος Βενιζέλος. Πρώτος στόχος υπήρξαν τα μουσουλμανικά χωριά της πεδιάδας, πολλά εκ των οποίων πυρπολήθηκαν. Ανάλογη κατάσταση επικράτησε στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές της Κρήτης, όπου το όνομα ενός σκληροτράχηλου οπλαρχηγού, του καπετάν Κόρακα, άφησε εποχή. Τα ένοπλα σώματα άφηναν παντού πίσω τους παραμορφωμένα πτώματα, βιασμένες γυναίκες και καμμένα ερείπια. Υπολογίζεται πως μέσα σε λίγες, μόνο, ημέρες, περί τους χιλίους Μουσουλμάνους έχασαν τη ζωή τους στην ύπαιθρο.⁴
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αντέδρασαν ακαριαία, στέλνοντας ενισχύσεις. Η Γαλλία και η Ρωσία από μια μοίρα θωρηκτών, υπό τη διοίκηση των ναυάρχων Pottier και Alexeieff, η Αυστρουγγαρία ολόκληρο το στόλο που ναυλοχούσε στη ναυτική βάση της Πόλα, στην Αδριατική, η Γερμανία ένα καταδρομικό. Περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1897, εντός των κρητικών υδάτων είχαν συγκεντρωθεί 72 μονάδες επιφανείας, εκ των οποίων 20 βρετανικές υπό τον ναύαρχο Harris και 19 ιταλικές, υπό τον ναύαρχο Canevaro.

Η συγκίνηση στην Ελλάδα είχε φτάσει στο έπακρο. Η κυβέρνηση Δηληγιάννη είχε στείλει στην Κρήτη τα πολεμικά πλοία “Ύδρα” και “Μιαούλης” για την εκκένωση προσφύγων. Οι Αθηναίοι διαδήλωναν έξω από το Κοινοβούλιο, ζητώντας τη λήψη δραστικότερων μέτρων. Ξεπερασμένη από εξελίξεις, ικανές να οδηγήσουν ακόμα και σε γενικό ξεσηκωμό και σε ανατροπή της δυναστείας, η κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με το κοινό αίσθημα, επενδύοντας σε μια παρέμβαση της τελευταίας στιγμής εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα. Παντού συγκροτούνταν επιτροπές υποστήριξης προς τον αγώνα των Κρητών με συλλογή χρηματικών ποσών, συγκέντρωση όπλων, στρατολόγηση εθελοντών και μίσθωση πλοίων για τη μεταφορά τους. Ανήμπορες να αντιδράσουν, οι αρχές άφηναν την κατάσταση να εξελιχθεί. Από τη δική της πλευρά, η Εθνική Εταιρεία εξακολουθούσε να διαδίδει πως η Ελλάδα μπορούσε να υπολογίζει στην αμέριστη υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας. Έριχνε λάδι στη φωτιά, με την ελπίδα ότι η κρίση θα ολοκληρωνόταν με την προσάρτηση της Κρήτης στο ελληνικό βασίλειο. Όσο για την πιεσμένη πανταχόθεν κυβέρνηση, αναγκάστηκε να υιοθετήσει επιθετική πολιτική έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πληροφορούμενη φήμες, σύμφωνα με τις οποίες ο σουλτάνος σχεδίαζε να στείλει ενισχύσεις στο νησί για την καταστολή της εξέγερσης, ο Δηληγιάννης διέταξε, στις 11 Φεβρουαρίου, έναν στολίσκο έξι τορπιλοβόλων, υπό τη διοίκηση του δευτερότοκου πρίγκιπα Γεωργίου, να αναλάβει περιπολία στα ανοικτά της Κρήτης, με διαταγή να βυθίσει τα τουρκικά μεταγωγικά. Δυο μέρες αργότερα, ο υπασπιστής του βασιλέα, συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, επικεφαλής ενός σώματος 2.000 εθελοντών, αναχώρησε από τον Πειραιά με σκοπό να καταλάβει το νησί στο όνομα του Γεωργίου Α΄. Υποκύπτοντας στον γενικό παροξυσμό, η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποίησε τη διαδικασία της επιστράτευσης και άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα κατά μήκος των συνόρων της Θεσσαλίας.


Στην ίδια την Κρήτη, η κατάσταση ανατράπηκε πλήρως μέσα σε λίγες ημέρες. Ήταν η σειρά των Μουσουλμάνων να προσφύγουν σε έκκληση για βοήθεια. Η Υψηλή Πύλη απάντησε με διενέργεια επιστράτευσης και με απειλές για παρέμβαση του ναυτικού της στην Κρήτη και του στρατού της στη Θεσσαλία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιθυμούσαν την εκτόνωση της έντασης και δεν ήταν διατεθειμένες να τεθούν προ τετελεσμένου γεγονότος από την Ελλάδα. Ωστόσο, ανέκυψε διχογνωμία ως προς την ακολουθητέα πορεία. Η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία διάκεινταν θετικά προς την Ελλάδα. Αντίθετα, η Ρωσία, κυρίως δε, η Γερμανία, η οποία διατηρούσε σημαντικά συμφέροντα εντός της οθωμανικής επικράτειας, τάχθηκαν αρνητικά. Το Βερολίνο κατήγγειλε την προσβλητική και προκλητική, όπως χαρακτήρισε, συμπεριφορά της Ελλάδας και εκστόμισε και εκείνο απειλές για διενέργεια αντιποίνων. Η πιστή σύμμαχός του στους κόλπους του συνασπισμού της Τριπλής Συμμαχίας, Αυστροουγγαρία, κινήθηκε σε ανάλογο μήκος κύματος. Από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Γαλλία υπήρξε εκείνη που βρέθηκε στην πιο λεπτή θέση. Από παράδοση, η συμπάθειά της στρεφόταν προς την Ελλάδα. Έπρεπε, όμως, να συνυπολογίσει τη συμμαχία, που είχε πρόσφατα συνομολογήσει με τη Ρωσία. Πόσο μάλλον, που η παραπάνω διακρατική πράξη συμβόλιζε την έξοδο της χώρας από μια διπλωματική απομόνωση είκοσι και πλέον ετών, στην οποία την είχε καταδικάσει η πολιτική του Bismarck. Ο πρωθυπουργός Jules Méline και ο υπουργός Εξωτερικών Gabriel Hanotaux ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και συναισθήματος. Η διστακτικότητα της Γαλλίας και η εν γένει έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ των Δυνάμεων, κόστισε στις τελευταίες δυο πολύτιμες εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων η κατάσταση στην Κρήτη επιδεινώθηκε ταχύτατα.⁵
Οι εξεγερθέντες Χριστιανοί, με το ηθικό τους αναπτερωμένο έπειτα από την άφιξη των εθελοντών από την Ελλάδα στον κόλπο του Κισσάμου, επέδειξαν ακόμη μεγαλύτερη τόλμη. Οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων αποφάσισαν την κατάληψη των Χανίων από ένα σώμα 540 ναυτών από πέντε διαφορετικές εθνότητες. Έπειτα από σχετικό αίτημα της Υψηλής Πύλης, η κατοχή στρατηγικής σημασίας θέσεων επεκτάθηκε σε ολόκληρο το νησί. Οι Αυστριακοί εγκαταστάθηκαν στον Κίσσαμο, οι Ρώσοι στο Ρέθυμνο, οι Βρετανοί στο Ηράκλειο, οι Γάλλοι στη Σητεία και στη Σπιναλόγκα, οι Ιταλοί στην Ιεράπετρα. Ναυτικά αγήματα στάλθηκαν στην ενδοχώρα για παροχή υποστήριξης στους Μουσουλμάνους. Τελικά, κατάφεραν να μεταφέρουν στις παράκτιες περιοχές εκατοντάδες πολίτες και στρατιώτες, οι οποίοι τελούσαν υπό καθεστώς πολιορκίας και απειλούνταν με φυσική εξόντωση. Οι ναύαρχοι έδειχναν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν με την ισχύ των όπλων τις θέσεις που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Από τον Κίσσαμο, ο Βάσσος δίσταζε να περάσει στην επίθεση. Όχι όμως και οι εξεγερθέντες του Ακρωτηρίου, οι οποίοι άρχισαν να βάλλουν εναντίον των πλοίων των Δυνάμεων που ήταν αγκυροβολημένα εντός του κόλπου της Σούδας. Στα σποραδικά τους πυρά, οι ναύαρχοι απάντησαν με κανονικό βομβαρδισμό. Έτσι, προέκυψε η ακόλουθη παράδοξη κατάσταση: ο στόλος των Δυνάμεων, ο οποίος είχε καταπλέυσει στην Κρήτη για παροχή προστασίας προς τους Χριστιανούς, αναγκάστηκε να παρέμβει για τη σωτηρία των Μουσουλμάνων.
Πληροφορούμενη τις εξελίξεις, η κοινή γνώμη στην Ευρώπη ευαισθητοποιήθηκε. Οι αντιδράσεις διέφεραν ανάλογα με τη χώρα. Εάν η Ελλάδα βρισκόταν στο στόχαστρο του αυστριακού και του γερμανικού Τύπου, στη Γαλλία, στην Ιταλία και ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία, όπου συγκροτούνταν επιτροπές στήριξης του αγώνα των Κρητών, η κατάσταση ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Στο Παρίσι έλαβαν χώρα διαδηλώσεις. Στην Ιταλία δημιουργήθηκε μια λεγεώνα γαριβαλδινών εθελοντών έτοιμη να αναχωρήσει για το νησί. Στο Λονδίνο, ο πρώην πρωθυπουργός William Gladstone ηγήθηκε μιας κίνησης υπέρ των Κρητών. Στη Βουλή των Κοινοτήτων, μόλις έγινε γνωστή η είδηση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, η φιλελεύθερη αντιπολίτευση προσήψε στη συντηρητική κυβέρνηση πως είχε μετατραπεί σε χωροφύλακα της Υψηλής Πύλης. Ανάλογη στάση υιοθέτησε στο γαλλικό Κοινοβούλιο ο Jean Jaurès.⁶
Η αμηχανία και η έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων ήταν έκδηλες. Το Βερολίνο και η Αγία Πετρούπολη απαιτούσαν κυρώσεις σε βάρος της Ελλάδας με την επιβολή ενός ναυτικού αποκλεισμού, που θα εξανάγκαζε την κυβέρνηση να προχωρήσει στην ανάκληση του σώματος των εθελοντών και του στόλου, ο οποίος εξακολουθούσε να περιπολεί στα ανοικτά της Κρήτης. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, λόρδος Salisbury, πρότεινε την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος αυτονομίας υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε δημόσια δήλωση υποστήριξε πως ουδέποτε η κοινή γνώμη στη χώρα του επρόκειτο να αποδεχθεί μια παρέμβαση στην υπόθεση της Κρήτης, έχουσα ως απώτερο στόχο την επιστροφή της νήσου στο παλαιό καθεστώς. Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι Δυνάμεις καταστάλλαξαν επιτέλους σε ένα κοινό σχήμα. Σε κοινό διάβημα προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη (2 Μαρτίου 1897) αποσαφήνιζαν ότι “υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατη μια προσάρτηση της Κρήτης στο ελληνικό βασίλειο”. Το νησί θα απολάμβανε ενός καθεστώτος αυτονομίας υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το κείμενο, το οποίο προσλάμβανε διαστάσεις τελεσιγράφου διευκρίνιζε ότι “εάν, εντός προθεσμίας έξι ημερών, η ελληνική κυβέρνηση δεν προχωρούσε στην ανάκληση των εθελοντών και του στόλου από την Κρήτη, επιφυλάσσονταν να προσφύγουν σε οποιοδήποτε μέτρο έκριναν σκόπιμο”.
Η Υψηλή Πύλη έσπευσε να αποδεχθεί τις παραπάνω προτάσεις. Αντίθετα, στην Αθήνα, όπου ο παροξυσμός είχε φτάσει στο έπακρο, η κυβέρνηση έθεσε ζήτημα διενέργειας δημοψηφίσματος. Ο ίδιος ο λαός της Κρήτης έπρεπε να αποφανθεί για το μέλλον του. Επιπρόσθετα, έκανε λόγο για μερική, μόνο, ανάκληση του στόλου. Οι εθελοντές θα παρέμεναν στο νησί. Πρόκειται για μια απάντηση, η οποία έδειξε να αιφνιδιάζει τις ευρωπαϊκές καγκελαρίες. Οι τελευταίες δεν τόλμησαν να μετατρέψουν σε πράξη τις απειλές τους, πέραν της επιβολής ενός χαλαρού ναυτικού αποκλεισμού των ακτών της Κρήτης και της αποστολής περεταίρω ενισχύσεων επιτόπου.

Δυστυχώς, τα παραπάνω μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, καθώς δεν κατάφεραν, τελικά, να αποσοβήσουν τον πόλεμο. Ο σουλτάνος, απέφυγε να διακινδυνεύσει μια έξοδο του στόλου του στο Αιγαίο. Το οθωμανικό πολεμικό ναυτικό βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Από τις εννέα μονάδες, οι οποίες ναυλοχούσαν στον Κεράτειο κόλπο, οι τρεις δεν απείχαν από την κατάσταση του ναυαγίου. Οι υπόλοιπες έξι, θα αποτελούσαν ιδανικό στόχο για τα ελληνικά τορπιλοβόλα σε περίπτωση που εγκατέλειπαν τα Στενά. Από τη στιγμή, που δεν μπορούσε να υπολογίζει παρά μόνο σε δυο μονάδες, ικανές να πλεύσουν με αξιώσεις, ο σουλτάνος απέκλεισε κάθε προοπτική ναυτικών επιχειρήσεων. Ο αποκλεισμός των ακτών της Κρήτης από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποτελούσε, υπό τις συνθήκες αυτές, πλεονέκτημα για την Υψηλή Πύλη. Στη στεριά, αντίθετα, οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει στα σύνορα της Θεσσαλίας δύναμη 120.000 ανδρών υπό τη διοίκηση του Eτέμ πασά. Στόχος τους ήταν η ανακατάληψη της επαρχίας, την οποία, 16 χρόνια νωρίτερα, είχαν εκχωρήσει στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο ήλπιζαν να εξαναγκάσουν τους Έλληνες κα αποχωρήσουν από την Κρήτη. Σημειωτέον ότι δέχονταν παρασκηνιακές παραινέσεις από τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία προς την κατεύθυνση της ανάληψης πολεμικής δράσης. Αντίθετα, Βρετανοί, Γάλλοι και Ιταλοί συμβούλευαν επίδειξη μετριοπάθειας. Για τον Αβδούλ Χαμίτ, η πλάστιγγα έκλινε προς την προοπτική μιας εμπόλεμης αναμέτρησης σύντομης διάρκειας. Διαφορετικά, διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπος με έναν συνασπισμό μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Στις 13 Μαρτίου 1897, η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση. Η διαμεσολάβηση των Δυνάμεων στερείτο, πλέον, κάθε νοήματος. Διακατεχόμενοι από έναν ξέφρενο παρορμητισμό, οι Έλληνες δεν ήταν επιρρεπείς σε κανενός είδους συμβουλές. Οι Τούρκοι, από τη δική τους πλευρά, έκριναν πως είχε φθάσει η στιγμή να παραδώσουν ένα μάθημα στους ατίθασους γείτονές τους. Έπειτα από μια αλληλουχία προκλήσεων, ο σουλτάνος κήρυξε τον πόλεμο στις 18 Απριλίου.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος (Απρίλιος – Μάιος 1897)
Ο συσχετισμός των ισορροπιών στο πεδίο των εχθροπραξιών έκλινε πολύ γρήγορα εις βάρος των Ελλήνων. Παρά τις προειδοποιήσεις των Δυνάμεων, η κυβέρνηση της Αθήνας αγνόησε το γεγονός ότι σε περίπτωση πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν σε θέση διπλωματικής απομόνωσης. Στις αρχές Απριλίου, κατέστη σαφές προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη πως ουδενός είδους επιθετική πρωτοβουλία επρόκειτο να γίνει αποδεκτή από τη διεθνή κοινότητα. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά είχε υπερβεί κάθε όριο λογικής. Αν και διαισθανόμενη πως οδεύει προς εθνική καταστροφή, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη αποδείχθηκε παντελώς ανήμπορη να την αποτρέψει.
Η επιστράτευση διενεργήθηκε εν μέσω γενικευμένης αταξίας. Πολλοί προτίμησαν να επανδρώσουν σώματα ατάκτων αντί να παρουσιαστούν στις μονάδες τους. Η Αθήνα βίωνε καταστάσεις πατριωτικού παροξυσμού. Ο Τύπος πληροφορούσε για την φιλελληνική εκστρατεία, η οποία είχε εκδηλωθεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και προανήγγειλε την έλευση ενός διεθνούς σώματος εθελοντών. Πρώτη κατέφθασε μια μικρή ομάδα γαριβαλδινών, στην οποία επιφυλάχθηκε υποδοχή ηρώων, προτού η τελευταία προβεί σε συντεταγμένη έφοδο κατά των οίκων ανοχής του Πειραιά και της πρωτεύουσας. Παρά ταύτα, ορισμένοι από τους εθελοντές κατάφεραν να προωθηθούν στην πρώτη γραμμή, στη Θεσσαλία, όπου διακρίθηκαν από έλλειψη πειθαρχίας.
Η Εθνική Εταιρεία είχε επινοήσει ένα σχέδιο αντιπερισπασμού μέσω της δημιουργίας ενός είδους “πέμπτης φάλαγγας”, προορισμένης να δραστηριοποιηθεί στη Μακεδονία, με τη συνδρομή του ντόπιου πληθυσμού. Ήταν κοινή η πεποίθηση πως έτσι ήταν εφικτό να δρομολογηθεί μια γενικευμένη εξέγερση των χριστιανικών πληθυσμών της επαρχίας ενάντια στην οθωμανική διοίκηση. Δεν θα απέμενε στον τακτικό ελληνικό στρατό παρά να σπεύσει προς βοήθεια των εξεγερθέντων, μαζί με την υποστήριξη των υπολοίπων βαλκανικών κρατών. Στο παραπάνω σχέδιο δεν λαμβάνονταν καθόλου υπόψη αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμοί μεταξύ Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων αλλά και μεταξύ των κυβερνήσεών τους. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη απεμπόλησε με χαρακτηριστική επιπολαιότητα την ύστατη ευκαιρία, που της είχε προσφερθεί. Συγκεκριμένα, μια αντιπροσωπεία του σουλτάνου επισκέφθηκε την Αθήνα, προτείνοντας έναν έντιμο συμβιβασμό: την αμοιβαία απόσυρση των στρατευμάτων από τα σύνορα και την έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος, με γνώμονα την αυτονομία. Η Υψηλή Πύλη έφτασε μέχρι σημείου να προτείνει την επιλογή του πρίγκιπα Γεωργίου ως διοικητού της νήσου. Φοβούμενη μήπως υποκατασταθεί από την Εθνική Εταιρεία, η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να δώσει συνέχεια.
Συνειδητά ή ασυνείδητα, οι Έλληνες έβαιναν προς μια ένοπλη αναμέτρηση, την οποία οι ίδιοι είχαν καταστήσει αναπόφευκτη. “Είναι γεγονός πως τα ευρωπαϊκά κράτη είναι ισχυρά και ανίκητα”, ανέφερε μια αθηναϊκή εφημερίδα.⁷ “Εξίσου, όμως, μια μικρή χώρα οφείλει να πράξει αυτό που της υπαγορεύει το χρέος έναντι ενός αδελφού λαού. Η Αντιγόνη γνώριζε κάλλιστα πως ο θάνατος καιροφυλακτούσε για όποιον απέδιδε νεκρικές τιμές στον Πολυνείκη, παραβιάζοντας τη διαταγή του Κρέοντα. Ωστόσο, δεν δίστασε…Η Ελλάδα γνωρίζει πως διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο παραβιάζοντας τις διαταγές των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν της επιτρέπεται, όμως, να υποχωρήσει. Οφείλει να τιμήσει τις δεσμεύσεις της έναντι της Κρήτης”. Άλλες εφημερίδες, όπως η γαλλόφωνη Messager d’ Athènes, χαρακτήριζε τον επικείμενο πόλεμο ως “αναπόφευκτη συμφορά, επιβεβλημένη από το ίδιο το πεπρωμένο”.
Τα στρατεύματα των δυο χωρών είχαν παραταχθεί κατά μήκος των συνόρων, όταν, στις αρχές Απριλίου 1897, δύναμη 3.000 περίπου ατάκτων εισέβαλε στη Μακεδονία με αποστολή να προκαλέσει γενικευμένη εξέγερση. Πέντε ημέρες αργότερα, μπροστά στη γενική αδιαφορία του αυτόχθονα πληθυσμού, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Στις 18 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, ο σουλτάνος, ορμώμενος από μια αλληλουχία μεθοριακών επεισοδίων, κήρυξε τον πόλεμο. Ταυτόχρονα, έδωσε δεκαπενθήμερη διορία σε όσους Έλληνες επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την οθωμανική επικράτεια. Όσοι αποφάσιζαν να παραμείνουν, όφειλαν να αποκτήσουν την τουρκική υπηκοότητα. Η Κρήτη και η Αίγυπτος εξαιρέθηκαν από αυτό το μέτρο. Όμως, η εξαγγελία του τελευταίου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.

Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν άνισος. Ο ακριβής υπολογισμός τους στάθηκε αδύνατος, καθώς αμφότερα τα επιτελεία είχαν διογκώσει το μέγεθος που τους αναλογούσε για λόγους εντυπωσιασμού. Ο Ετέμ πασάς διέθετε, θεωρητικά τουλάχιστον, 170.000 άνδρες και 474 πυροβόλα. Έχοντας επιλέξει αμυντική τακτική στο ορεινό μέτωπο της Ηπείρου, συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του (120.000 άνδρες περίπου) στο μέτωπο της Θεσσαλίας. Απέναντί του είχαν αναπτυχθεί 47.000 Έλληνες υπό τη διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου. Οι Τούρκοι ήταν καλογυμνασμένοι. Υστερούσαν στον τομέα της επιμελητείας και του υγειονομικού. Οι Έλληνες δεν είχαν να επιδείξουν περγαμηνές στους δυο παραπάνω τομείς. Διακρίνονταν, όμως, γενικότερα από μεγάλη έλλειψη πειθαρχίας. Σε επιχειρησιακό επίπεδο οι εξελίξεις υπήρξαν ταχύτατες. Ο οθωμανικός στρατός πέρασε αμέσως στην επίθεση διασπώντας την ελληνική άμυνα. Εννέα, μόλις, ημέρες έπειτα από την έναρξη των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση της Αθήνας αναγκάστηκε να ζητήσει τη διαμεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Υψηλή Πύλη, θέλοντας να εξασφαλίσει πολύτιμο χρόνο, ικανό να της επιτρέψει επιτυχίες στο πεδίο των εχθροπραξιών και, συνακόλουθα, υπεροχή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κωλυσιεργούσε σκοπίμως. Σχεδιασμένη από τον Γερμανό στρατηγό von der Goltz, η τουρκική επίθεση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Το μέτωπο κατέρρευσε βορείως της Λάρισας και πολύ γρήγορα ολόκληρος ο θεσσαλικός κάμπος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.

Οι στρατιώτες του σουλτάνου επιδώθηκαν σε ένα πρωτοφανές όργιο βιαιοπραγιών και ασελγειών, αφήνοντας πίσω τους, από όπου περνούσαν, γυναίκες βιασμένες, οικίες κατεστραμμένες, εκκλησίες λεηλατημένες ή καμμένες. Σύμφωνα με τους ξένους ανταποκριτές, η αγαπημένη τους ψυχαγωγία ήταν να καίνε ζωντανούς τους ορθόδοξους ιερωμένους. “Οι στρατιώτες μας μάχονται γενναία”, αναγνώριζαν οι Τούρκοι αξιωματικοί, “αλλά κατόπιν καταστρέφουν τα πάντα”. Κατά τόπους, τραυματίες και αιχμάλωτοι τύγχαναν ευπρεπούς μεταχείρισης. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις, όπως σε κάποιο χωριό, όπου σουβλίστηκαν σαν οβελίες.⁸ Στη βία των στρατιωτών, ήρθαν να προστεθούν και οι ακρότητες των ληστών, που συνόδευαν τα στρατεύματα. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ένας Αθηναίος δημοσιογράφος, “Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης όρμησαν στη Θεσσαλία όπως οι ακρίδες στην Αλγερία. Αυτοί, ακριβώς, οι Εβραίοι, ορμώμενοι από τη μανία του κέρδους, ενθάρρυναν ή συνέδραμαν τους Αλβανούς στις λεηλασίες, στις οποίες οι τελευταίοι επιδίδονταν. Το ανήθικο εμπόριό τους ξεπερνά κάθε περιγραφή…”. ⁹
Στις 3 Ιουνίου, ο Αβδούλ Χαμίτ συναίνεσε στην υπογραφή ανακωχής. Ως αντάλλαγμα, ζήτησε την επάνοδο στην προ του 1881 συνοριακή γραμμή και την επιβολή, στην Ελλάδα, πολεμικής αποζημίωσης ύψους 10 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία έσπευσαν να υποστηρίξουν τις απαιτήσεις της Υψηλής Πύλης. Η Βρετανία αντιτάχθηκε σε οποιουδήποτε είδους εδαφική εκχώρηση. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Gabriel Hanotaux πρότεινε μια συμβιβαστική λύση: μια συμβολική αναπροσαρμογή των συνόρων. Πρόκειται για τη λύση εκείνη, που τελικά επικράτησε. Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη επέλεξαν τη φόρμουλα της επιστροφής στην Τουρκία ορισμένων παραμεθορίων χωριών. Πέρα από αυτόν τον περιορισμένης κλίμακας ακρωτηριασμό, η Θεσσαλία παρέμεινε επαρχία του ελληνικού βασιλείου. Ως προς το Κρητικό Ζήτημα, δεν γινόταν πλέον λόγος για ένωση. Ωστόσο, το νησί θα αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Τέλος, η Ελλάδα θα κατέβαλε, υπό μορφή πολεμικής αποζημίωσης, χρηματικό ποσό ύψους 100 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων. Η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Δεκεμβρίου 1897.
Ο διακανονισμός του Κρητικού Ζητήματος (1898-1899)
Τη στιγμή που η ηττημένη και ταπεινωμένη Ελλάδα ήταν απασχολημένη με οικονομικής φύσεως προβλήματα, τα οποία σύντομα θα την οδηγούσαν σε πτώχευση, στην Κρήτη, η κατάσταση έδειχνε να εξομαλύνεται με αργούς, διακεκομμένους ρυθμούς, εξαιτίας ορισμένων ξεσπασμάτων, λίγο έως πολύ βίαιων. Ο ναυτικός αποκλεισμός είχε θέσει τέλος στον ανεφοδιασμό των εξεγερθέντων με οπλισμό. Η κυβέρνηση της Αθήνας είχε προχωρήσει στην ανάκληση του στολίσκου των τορπιλοβόλων ενόψει μιας πιθανής ελληνοτουρκικής ναυτικής αναμέτρησης στο Αιγαίο. Τον Μάιο, όταν η ήττα φάνταζε βεβαία, απέσυρε και τη δύναμη του συνταγματάρχη Βάσσου από το νησί. Όμως, στο Ακρωτήρι όπως και σε πολλά σημεία της ενδοχώρας, οι εξεγερθέντες είχαν διατηρήσει τις θέσεις τους, ενώ τα ναυτικά αγήματα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αναλάβει, πλέον, την προστασία των πόλεων, όπου συνέρρεαν χιλιάδες Μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Πρόθεση των Δυνάμεων ήταν η εγκαθίδρυση ενός αυτόνομου καθεστώτος με βάση τις αρχές του Συμφώνου της 25ης Αυγούστου 1896. Επ αυτού, παρατηρήθηκε διάσταση απόψεων: Η Γερμανία, θεωρώντας πως η προτεινόμενη λύση ευνοούσε τους Έλληνες ορθόδοξους, ανακάλεσε το μοναδικό πλοίο της δηλώνοντας ότι δεν ήταν, πλέον, διατεθειμένη να ασχοληθεί με το Κρητικό Ζήτημα. Το παράδειγμά της ακολούθησε σχεδόν αμέσως και η Αυστροουγγαρία. Επιτόπου, με τη δύση του 1897, είχαν παραμείνει η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία και η Ρωσία. Σε αυτές αναλογούσε η διαμόρφωση του μελλοντικού καθεστώτος της νήσου. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η αποκατάσταση της ηρεμίας και της τάξης. Επρόκειτο για μια δύσκολη αποστολή, έπειτα από δυόμισυ έτη διαρκών ταραχών και σφαγών. Μέσα στις πυκνοκατοικημένες πόλεις, οι πρόσφυγες οργανώνονταν και κινητοποιούνταν. Μια στάση της κακοπληρωμένης τουρκικής φρουράς (13.000 άνδρες) ήταν ενδεχόμενη. Από την άλλη πλευρά, στα χέρια των εξεγερθέντων, στις ορεινές και απρόσιτες περιοχές, βρίσκονταν 80.000 όπλα.
Τον Απρίλιο του 1898, οι ναύαρχοι των Δυνάμεων χώρισαν την Κρήτη σε πέντε τομείς, οι οποίοι συνέπιπταν, σχεδόν, με την ισχύουσα διοικητική διαίρεση. Οι Ρώσοι εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο, οι Βρετανοί στο Ηράκλειο, οι Γάλλοι στη Σητεία, οι Ιταλοί στα Σφακιά. Ο έλεγχος των Χανίων διεκπεραιώθηκε από κοινού. Ωστόσο, ο συνολικός αριθμός των 5.000 ναυτών δεν αρκούσε, προκειμένου να μπορέσει να ασκηθεί έλεγχος επί της νήσου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1898, σημειώθηκε στο Ηράκλειο γενικευμένη σύρραξη ανάμεσα σε Μουσουλμάνους πρόσφυγες και Βρετανούς ναύτες. Αφού προηγουμένως εξανάγκασε τους τελευταίους να αναζητήσουν καταφύγιο στα πλοία του στόλου, ο εξαγριωμένος όχλος στράφηκε ενάντια στη χριστιανική συνοικία, την οποία πυρπόλησε και λεηλάτησε. Υπολογίζεται πως περί τους πεντακόσιους Χριστιανοί έχασαν τότε τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων και ο Βρετανός πρόξενος. Κατά τις τραγικές εκείνες ημέρες, η τουρκική φρουρά της πόλης (4.000 άνδρες) αρκέστηκε σε ρόλο απλού παρατηρητή, επιτρέποντας στον όχλο να δρα ανεξέλεγκτα.
Τα έκτροπα του Ηρακλείου προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Δυνάμεων, οι οποίες, με διάβημα προς την Υψηλή Πύλη, αξίωσαν την απόσυρση της τουρκικής φρουράς από την Κρήτη. Ταυτόχρονα, έστειλαν επιτόπου πέντε τάγματα για ενίσχυση. Μέσα στις πόλεις, οι ξένοι αξιωματικοί ανέλαβαν τον αφοπλισμό των πολιτών, αρχής γενομένης από τους Μουσουλμάνους.

Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στην αποχώρηση της μουσουλμανικής μειονότητας από την Κρήτη. Πρώτοι εγκατέλειψαν το νησί, συνοδεύοντας την απόσυρση της τουρκικής φρουράς, οι πρόσφυγες, που είχαν συγκεντρωθεί στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Γρήγορα τους μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι.
Λίγες μέρες πριν από τις σφαγές του Ηρακλείου, είχε προηγηθεί η σύναψη ενός συμφώνου ανάμεσα στους εκπροσώπους των Δυνάμεων και τους εξεγερθέντες του Ακρωτηρίου. Έφερε τις υπογραφές των τεσσάρων προξένων και των εντεταλμένων της ονομαζομένης Κρητικής Εκτελεστικής Επιτροπής και αφορούσε στο μελλοντικό διοικητικό καθεστώς της νήσου. Στο μακροσκελές αυτό κείμενο (περιείχε 188 άρθρα) υπήρχε πρόνοια για εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στους ευαίσθητους τομείς της απονομής δικαιοσύνης και της τήρησης της τάξης. Στις 21 Δεκεμβρίου 1898, κατέφθασε ο Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος, επιλογή εξολοκλήρου των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Το νέο Σύνταγμα, το οποίο υιοθετήθηκε στις 27 Απριλίου 1899, καθιστούσε την Κρήτη σχεδόν ανεξάρτητη, καθώς είχε στο εξής το δικαίωμα να αναρτά δική της σημαία, να εκδίδει δικό της νόμισμα και να τυπώνει δικά της γραμματόσημα. Οι κάτοικοί της απολάμβαναν μιας ιδιόμορφης υπηκοότητας καθώς θεωρούνταν “Κρητικής προέλευσης”. Ο Ύπατος Αρμοστής, ασκούσε την εξουσία του με τη συνδρομή ενός πενταμελούς Συμβουλίου (τέσσερεις Χριστιανοί-ένας Μουσουλμάνος), που διόριζε ο ίδιος, και οι οποίοι λογοδοτούσαν ενώπιον μιας αιρετής Συνέλευσης.

Πρώτος πρόεδρος της Κρητικής Συνελεύσεως αναδείχθηκε ο Ιωάννης Σφακιανάκης. Η πιο χαρισματική παρουσία, ωστόσο, ήταν εκείνη ενός δικηγόρου, ονόματι Ελευθέριος Βενιζέλος, από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης του Ακρωτηρίου, ο οποίος υιοθέτησε το σχήμα της αυτονομίας, αφού, προηγουμένως, είχε αγωνιστεί με θέρμη υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Το μειονοτικό πρόβλημα έφθινε με την πάροδο του χρόνου, χάρη στην εθελούσια ή μη αναχώρηση των Μουσουλμάνων από το νησί. Το πρώτο κύμα (Μουσουλμάνοι της υπαίθρου, που είχαν διαφύγει στις πόλεις έχοντας χάσει τις περιουσίες τους) διαδέχθηκαν οι ομόθρησκοί τους μόνιμοι κάτοικοι των πόλεων, καθώς άρχισε να επιστρέφει ο χριστιανικός αστικός πληθυσμός, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την Κρήτη εν μέσω των σφαγών του 1897 και του 1898. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας γενικής απογραφής, το 1900, ο συνολικός πληθυσμός της Κρήτης δεν είχε γνωρίσει αξιόλογη αύξηση (301.577 κάτοικοι έναντι 294.192 το 1887). Όμως, ο αριθμός των Μουσουλμάνων δεν ξεπερνούσε τους 33.000 (11% του συνολικού πληθυσμού). Δεκατρία χρόνια νωρίτερα τα δεδομένα ήταν εκ διαμέτρου διαφορετικά (85.000 Μουσουλμάνοι, ποσοστό 30%).¹º Με άλλα λόγια, περί τα δυο τρίτα του Μουσουλμανικού πληθυσμού είχαν εγκαταλείψει το νησί αναζητώντας καταφύγιο στη Μικρά Ασία. Το φαινόμενο έμελλε να διατηρηθεί έως την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913. Σε τελευταία ανάλυση, το καθεστώς της αυτονομίας συνιστούσε εφήμερη πολιτική λύση εν αναμονή της φυσιολογικής εξέλιξης των πραγμάτων, δηλαδή της ένωσης. Συνέβαλε στην αποκατάσταση της ηρεμίας, χάρη στην αποχώρηση της Μουσουλμανικής μειονότητας. Η μια μετά την άλλη, οι Δυνάμεις απέσυραν τα ναυτικά τους αγήματα. Ωστόσο, ο πρίγκιπας Γεώργιος κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό ενωτικό κίνημα, το οποίο οδήγησε, το 1905, σε νέα διεθνή παρέμβαση. Το Κρητικό Ζήτημα λύθηκε οριστικά την επομένη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου. Ήδη, τα τρία προηγούμενα χρόνια, τα ηνία του ελληνικού βασιλείου βρίσκονταν στα χέρια του πιο διάσημου Κρητικού, του Ελευθερίου Βενιζέλου.
O Jean Ganiage (Mesnil-Théribus, 1923 – Παρίσι, 2012) υπήρξε ο νεώτερος σε ηλικία ακαδημαϊκός δάσκαλος της Φιλοσοφικής Σχολής του Παρισιού (αργότερα Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και Πανεπιστήμιο Παρισιού-Σορβόννης IV), όταν, τον Σεπτέμβριο του 1961, εκλέχθηκε στη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή στον τομέα της Σύγχρονης Ιστορίας, όπου υπηρέτησε έως τη συνταξιοδότησή του, το 1985. Είχε, επίσης, μακρά συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) καθώς και με το Εθνικό Ίδρυμα Δημογραφικών Ερευνών (INED) σε επίπεδο έρευνας και δημοσιεύσεων. Ειδικεύθηκε στον χώρο της Ιστορίας της Αποικιοκρατίας και σε εκείνον της Ιστορικής Δημογραφίας. Οι μελέτες του για την αποικιακή εξάπλωση της Γαλλίας επί καθεστώτος της Γ΄ Δημοκρατίας και για τις καταβολές του γαλλικού προτεκτοράτου στην Τυνησία, υπήρξαν πρωτοποριακές για την εποχή τους και θεωρούνται, ακόμα και σήμερα, ως θεμελιώδη σημεία αναφοράς.
Εργογραφία του συγγραφέα
1. Les Origines du Protectorat français en Tunisie (1861-1881), Presses universitaires de France, 1959, 776 pages. Réédité en Tunisie par la M.T.E en 1968.
2. La population européenne de Tunis au milieu du 19è siècle, Etude démographique, Préface de Marcel Reihnard, P.U.F, 1960, 101 pages.
3. Une entreprise italienne de Tunisie au milieu du 19è siècle, correspondance inédite de la thonaire de Sidi Daoud, Paris, Presses universitaires de France, 1960, 171 pages.
4. Trois villages d’Ile-de-France au XVIIIe siècle, Etude démographique, I.N.E.D, Paris, Presses Universitaires de France, 1963, 143 pages.
5. L’Afrique au XXe siècle (avec la collaboration de H. Deschamps et O. Guitard), Paris, Sirey, 1966, 908 pages.
6. L’Expansion coloniale de la France sous la IIIe République, Payot, 1968, 434 pages, avec cartes. (ouvrage couronné par l’Académie française). En cours de réédition.
7. Les affaires d’Afrique du Nord de 1930 à 1964, (1ère partie), Paris, Centre de Documentation Universitaire, 1972, 113 pages
8. Les relations internationales de 1890 à 1914, Paris, Centre de Documentation Universitaire, 1974, 214 pages, Rééditions du CNRS, Paris 1999.
9. Le Beauvaisis au XVIIIe siècle, T 1, La Campagne, Paris, INED, «Travaux et documents», Paris, P.U.F, 1988, VI- 278 pages avec cartes.
10. Histoire contemporaine du Maghreb, Paris, Fayard, 1994, 822 pages avec cartes (ouvrage honoré d’un prix décerné par l’Académie des Sciences d’Outre-mer).
11. Beauvais au XVIIIe siècle: Cadre urbain et population, Paris, Editions du Centre National de la Recherche Scientifique, 1999, 285 pages avec cartes. (Ouvrage couronné par l’Académie des Science morales et politiques).
Υποσημειώσεις
*Το παρόν άρθρο, με τίτλο “Les Affaires de Crète (1895-1899)” δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Revue d’ Histoire diplomatique, Ιανουάριος-Ιούνιος 1974, αρ. 1 και 2, Παρίσι, 1974, σελ.1-26. Στηρίχθηκε σε ενδελεχή έρευνα του συγγραφέα στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας (Σειρά: Τουρκία για τα έτη 1895-1896, και τους φακέλους της Νέας Σειράς – Nouvelle série – με τίτλο : Crète, établissement de l’ autonomie, guerre gréco-turque, αρ. 1 – 32, για την περίοδο από 1.1.1897 έως 31.12.1898, και Politique intérieure, αρ. 1 – 2 για τα έτη 1899-1904). Μια σύντομη αναδίφηση στα Βρετανικά Κρατικά Αρχεία επιβεβαίωσε την οπτική του γαλλικού υλικού. Ο πλέον δραστήριος και καλύτερα ενημερωμένος από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά, όπως προκύπτει από την διπλωματική αλληλογραφία, ήταν, αναμφίβολα, ο Γάλλος Paul Blanc. Ο ρόλος, τον οποίο διαδραμάτισε κατά τη διάρκεια της κρίσης, αποτελεί περίτρανη απόδειξη. Συμπληρωματικά αναφέρουμε τις ακόλουθες πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές: 1) την γαλλική Κίτρινη Βίβλο (Livre Jaune: Affaires de Crète, juin 1894-février 1897), απογοητευτική σε σύγκριση με τα αρχεία, 2) Τέσσερα άρθρα του Νικολάου Πολίτη, τα οποία δημοσιεύθηκαν μεταξύ των ετών 1897 και 1898 στο περιοδικό Revue générale de droit international public υπό τον γενικό τίτλο “La guerre gréco-turque au pont de vue du droit international”, 3) την πραγματεία του Victor Bérard, Les affaires de Crète, Παρίσι, 1898. Τα ελληνικά και τα οθωμανικά αρχεία ασφαλώς θα είναι σε θέση να συμπληρώσουν με πρωτότυπα στοιχεία την προσέγγιση του Κρητικού Ζητήματος. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να προσφέρει μια πρώτη γεύση στο γαλλικό κοινό, για μια υπόθεση, η οποία δεν είναι δίχως αναλογίες με το σημερινό Κυπριακό Ζήτημα (σημ. μεταφρ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1974, μεσούσης της Κυπριακής κρίσης).
¹ Το κείμενο της Σύμβασης της Χαλέπας καθώς και εκείνο του Αυτοκρατορικού Διατάγματος είναι καταχωρισμένα στη Γαλλική Κίτρινη Βίβλο ( Livre Jaune: Affaires de Crète, juin 1894- février 1897, Παρίσι, Εθνικό Τυπογραφείο, 1897).
² Τα συμβάντα περιγράφονται αναλυτικά στην αλληλογραφία του Γάλλου προξένου στα Χανιά Paul Blanc (Affaires Étrangères, Turquie 1895-1896, passim.).
³ A.E., Turquie, Tηλεγρ. Paul Blanc, Χανιά, 17 Ιουλίου 1896 (συνημμένο της 15ης Ιουλίου).
⁴ Α.Ε., Nouvelle série, Crète, vol.1, Blanc προς Hanotaux, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1897, passim.
⁵ Α.Ε., Nouvelle série, Crète, vol.1, Συνομιλίες Hanotaux με Monson και Tornelli, αντίστοιχα πρέσβεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας στο Παρίσι. Αλληλογραφία με Marshall, Mouraviev και Goluchowski (Φεβρουάριος 1897).
⁶ Journal Officiel, Ολομέλεια του Γαλλικού Κοινοβουλίου, 15 Μαρτίου 1897.
⁷ Παλιγγενεσία, 5/17 Μαρτίου 1897. Αναφέρεται στο N. Politis, La guerre gréco-turque…,σελ. 9.
⁸ Politis, οπ.π., σελ. 49. Μαρτυρία ανταποκριτή της εφημερίδας Daily Telegraph.
⁹ Ibid., σελ. 53.
¹º Α.Ε. Crète, Politique intérieure, αρ. 1, Blanc προς Delcassé, Χανιά, 8 Ιουλίου 1900.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος