Γεωργία Μπακάλη
Οι καπνεργατικοί αγώνες 1914-1924. Στρατηγική και τακτικές
Οι καπνεργάτες ήταν ο συμπαγέστερος και πολυπληθέστερος εργατικός κλάδος· συγκεντρωμένος σε πόλεις-κέντρα επεξεργασίας καπνού (Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Αγρίνιο)· απασχολούμενος εποχιακά (άνοιξη-φθινόπωρο)· δομημένος εργασιακά κατά φύλα και ειδικότητες· συσπειρωμένος γύρω από τα σωματεία του· εμφορούμενος από σοσιαλιστικές ιδέες και ευεπίφορος σε μαχητικούς αγώνες, με διεκδικήσεις όχι απαλλαγμένες από την εξυπηρέτηση μιας κομματικής στρατηγικής.
Ιστορικό πλαίσιο
Το 1909 άρχισαν να αναδύoνται πιο οργανωμένα και συνειδητά οι εργατικές δυνάμεις της χώρας ως νέα κοινωνική δύναμη με αμεσότερη εμπλοκή στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η λαϊκή δυσαρέσκεια κορυφώθηκε με το συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου του Συνδέσμου των Συντεχνιών ενώ οι διασπαστικές-οργανωτικές εξελίξεις στους κόλπους του οδήγησαν στη σύσταση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών.[1] Στο εύκρατο πολιτισμικά περιβάλλον της Θεσσαλονίκης η ίδρυση της Εργατικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας (1909), γνωστής ως Φεντερασιόν, ήταν ένα γεγονός-τομή. Δεν καθόρισε μόνο την ιδεολογική και οργανωτική συγκρότηση των εργατών της Θεσσαλονίκης. Η επιρροή της επεκτάθηκε σύντομα και στο δεκτικό περιβάλλον επαρχιακών πόλεων. Με τη διάχυση των σοσιαλιστικών ιδεών στα καπνεργατικά σωματεία της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου είχαν προηγηθεί οργανωτικές πρωτοβουλίες και εργατικές κινητοποιήσεις, την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Νεολαίας στην Καβάλα (1913)[2] συντελούνταν ιδεολογικές ζυμώσεις και συγκομίζονταν συλλογικές εμπειρίες. Ήταν διαδικασίες μέσω των οποίων άρχιζε σταδιακά να αποκρυσταλλώνεται μια συλλογική συνειδητοποίηση γύρω από κοινά εργατικά ζητήματα και συμφέροντα.

Οι συνεννοήσεις-επαφές του σοσιαλιστικού κύκλου της Φεντερασιόν ήταν πυκνότερες με τους καπνεργάτες της Καβάλας. Κορυφώθηκαν με τη σύγκληση του Συνεδρίου Καπνεργατών Ανατολικής Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη (1913), τη σύσταση Κεντρικής Επιτροπής Δράσεως στην Καβάλα και την εγκατάσταση του σοσιαλιστή Σαμουήλ Γιονά (γενικού γραμματέα του καπνεργατικού σωματείου Ισραηλιτών) στην Καβάλα, μείζον πολυεθνοτικό καπνεργατικό κέντρο. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι σχεδόν όλοι οι καπνεργάτες της Ξάνθης και της Κομοτηνής (συνολικά ανέρχονταν σε πάνω από 5.000 όταν ξέσπασε η απεργία τον Μάρτιο του 1914).[3] Μέσω των επαφών δομούνταν τα στοιχεία μιας νέας διεκδικητικής τακτικής: από κοινού συνεννόηση και δράση υπό την καθοδήγηση στελεχών της Φεντερασιόν για την επίτευξη κοινών στόχων στο πλαίσιο μιας στρατηγικής. Η σύσταση Κεντρικής Επιτροπής Καπνεργατών σωματείων Ανατολικής Μακεδονίας ήταν μια σημαντική οργανωτική, ενωτική πρωτοβουλία κατά την προαπεργιακή φάση· συνέβαλε στην ανάπτυξη συνεκτικών δεσμών και στην πιο συνειδητή προώθηση των αιτημάτων τους. Η ενότητα των εργατικών οργανώσεων ήταν προϋπόθεση για να πετύχουν οι σοσιαλιστές τους στόχους τους.
Αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους επιταχύνονται και αναθερμαίνονται ενέργειες για κινητοποίηση των καπνεργατών της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι προκαλούμενες ωσμώσεις συντέλεσαν ώστε να επαναπροσδιοριστούν η οργάνωση, διεξαγωγή και στόχευση των καπνεργατικών αγώνων. Έπαυσαν να σχεδιάζονται αποσπασματικά, μεμονωμένα, σε τοπικό επίπεδο και μόνο σε επαγγελματική βάση. Η παμμακεδονική καπνεργατική απεργία του 1914 σηματοδοτούσε τη νέα φάση στην οποία εισέρχονταν οι εργατικοί αγώνες. Ποια ήταν τα νέα στοιχεία της; Η ταυτόχρονη σχεδόν κήρυξη της απεργίας στην Καβάλα αρχικά και αμέσως μετά στις πόλεις Δράμα, Πράβι, Σέρρες. Ακολούθησε η αλληλέγγυα υποστήριξη της απεργίας από το συνδικάτο της Θεσσαλονίκης κατόπιν εντολής της Κεντρικής Επιτροπής του αγώνα, ενός νέου οργάνου με επικεφαλής τον Σ. Γιονά που έδρευε στην Καβάλα και συντόνιζε τον αγώνα.[4] Χρειάζεται να προσεχτεί ο ρόλος της Κεντρικής Επιτροπής. Είναι ένα κρίσιμο σημείο ως προς τα συμμετέχοντα πρόσωπα, την εκπροσώπηση του συνόλου των καπνεργατών (δηλαδή της βάσης), τη λήψη των αποφάσεων, τον προσανατολισμό του αγώνα, και ακόμη, τον παράλληλο ή μη ρόλο του καπνεργατικού, με σοσιαλιστικό προσανατολισμό, σωματείου, της Ευδαιμονίας. Η απεργία οργανώθηκε από μια ισχυρή μειοψηφία συνειδητοποιημένων που καθοδηγούσε την πλειοψηφία. Επιπλέον, νέο στοιχείο ήταν η έκκληση του διοικητικού συμβουλίου των καπνεργατών της Καβάλας προς τα καπνεργατικά συνδικάτα της Παλαιάς Ελλάδας να συνενωθούν με τα μακεδονικά (είχαν στο μεταξύ συνενωθεί με τους καπνεργάτες οι αχθοφόροι της Θεσσαλονίκης).[5] Αυτή η έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης-συνένωσης συνδικάτων σε πανελλαδική κλίμακα ήδη από το 1914 ήταν μια πρωτοποριακή ιδέα. Ενίσχυε τόσο την απεργιακή δυναμική όσο και την ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης των εργατών· τη συνείδηση ότι ως συλλογική οντότητα διεκδικούν τα αιτήματά τους, ότι παρουσιάζονται ως δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει τα αιτήματά του.
Και κάτι ακόμη· οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές για να διεκδικήσουν οι σοσιαλιστές αιτήματα απευθυνόμενοι σε όλες τις εθνοτικές ομάδες που συγκροτούσαν το καπνεργατικό στοιχείο των Νέων Χωρών. Μέσα στα νέα ιστορικά δεδομένα (λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, προσάρτηση της πολυεθνοτικής Μακεδονίας στον εθνικό κορμό) ευνοούνταν πρωτοβουλίες για την ενοποίηση αρχικά των καπνεργατών και αργότερα του συνόλου της εργατικής τάξης. Οι εθνικές ανακατατάξεις σε συνάρτηση με την οικονομική σημασία του καπνού ως κύριου εξαγώγιμου προϊόντος ήταν παράμετροι που έπαιζαν τον ρόλο τους ως μοχλός πίεσης στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. Την έθεταν αντιμέτωπη με μία κοινωνική πρόκληση, για τη διαχείριση της οποίας καλούνταν να προωθήσει συναινετικές λύσεις μέσω των νέων θεσμών της εργατικής πολιτικής της (εργατική νομοθεσία, επιθεωρητές εργασίας).
Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα οργανώθηκε η πρώτη παγκαπνεργατική απεργία για την επίτευξη στρατηγικών στόχων, σχετικών με τη χειραφέτηση των εργατών, σύμφωνα με τους σκοπούς της Φεντερασιόν.[6] Η διαπίστωση αυτή συνιστά και το ερμηνευτικό εργαλείο για την προσέγγιση της απεργίας ως προς το νόημα των διεκδικήσεων, το οποίο, πλην των ερμηνειών που έχουν προταθεί,[7] έχει σημασία να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις εμπνεύσεις, τα οράματα της Φεντερασιόν και τη δράση των σοσιαλιστών. Οι ερμηνείες που αποδίδονται είτε σε ανταγωνισμό μεταξύ αντρών-γυναικών ή εθνοτικών ομάδων είτε στην ανάγκη ρύθμισης ή επιβολής νέων εργασιακών όρων δεν μπορούν να νοηθούν ενταγμένες μόνο σε κοινωνικά ή ηθικά-εργασιακά όρια. Οι διαδικασίες οργάνωσης της απεργίας ήδη από το 1913 με σαφή τον ρόλο και την επιρροή της Φεντερασιόν, δηλαδή της ιδεολογικο-πολιτικής πλαισίωσης της απεργίας, είναι συνιστώσες που μεταμορφώνουν μια σημαντική εργατική κινητοποίηση σε πολιτική επιβολής εργασιακών όρων στο καπνεμπορικό σύστημα.

Στο σημείο αυτό προέχει η αναφορά στο αίτημα που υπέβαλε ο παραιτηθείς ένανμ περίπου μήνα πριν από την κήρυξη της απεργίας –γεγονός μάλλον αξιοσημείωτο–πρόεδρος της Ευδαιμονίας, Αστέριος Ζορμπάς[8]. Αιτούνταν να ληφθεί προστατευτική νομοθετική πολιτική που θα απαγόρευε την εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών, ώστε να αποσοβηθούν κίνδυνοι από ενδεχόμενη κατάργηση του μονοπωλίου της καπνεμπορικής εταιρείας Société de la Régie Cointéressée des Tabacs de l’Empire Ottoman (γνωστής ως Régie) αλλά και από τη διευρυνόμενη εξαγωγή ανεπεξέργαστων. Διέβλεπε μελλοντικά πλήγμα τόσο για τη φήμη των καπνών όσο και για τα συμφέροντα των εργατών. Για τον Α. Ζορμπά οι πρόσφατες εδαφικές ανακατατάξεις των Βαλκανικών Πολέμων δεν ευνοούσαν από οικονομική άποψη τους καπνεργάτες, της Καβάλας τουλάχιστον. Τα καπνά περιοχών που κατακυρώθηκαν στη Βουλγαρία ή τη Σερβία δεν αποστέλλονταν πλέον για επεξεργασία στην Καβάλα· συγχρόνως η συρροή στην πόλη Ελλήνων εργατών από περιοχές εκτός ελληνικής επικράτειας προκάλεσε πτώση των ημερομισθίων.[9] Μήπως προβάλλοντας μια ειδική παρεμβατική πολιτική, για να κατοχυρώσει αποκλειστικά και μόνο επαγγελματικά τους καπνεργάτες, παρέβλεπε έναν άλλο διεκδικητικό προσανατολισμό, που ενδεχομένως είχε τεθεί στο σωματείο; Εξ ου και η παραίτηση; Από την παραίτηση αυτή φαίνεται πως άνοιγε ο δρόμος για να επικρατήσουν οι σοσιαλιστές. Το γεγονός αυτό θα τους επέτρεπε να προωθήσουν συνειδητά τις θέσεις τους για την κατοχύρωση του θεσμικού ρόλου των σωματείων.
Προέβαλλαν λοιπόν οικονομικά και εργατικά αιτήματα (αύξηση ημερομισθίου, καθορισμός εργάσιμων ωρών), επικαλούμενοι τις πράγματι οικονομικά δυσμενείς για τους καπνεργάτες συνθήκες (αύξηση των ειδών-καθήλωση των ημερομισθίων). Διεκδικούσαν συγχρόνως και ορισμένα πολύ σημαντικά θεσμικά αιτήματα, που συνδέονταν με πολλάς άλλας ανωμαλίας, αίτινες δυσχεραίνουσι την κανονικήν λειτουργίαν των εν λόγω Σωματείων: να μη γίνεται δεκτός στα καπνομάγαζα εργάτης που δεν ανήκε στα σωματεία της Καβάλας, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης· οι διοριζόμενοι από το σωματείο πληρεξούσιοι να αναγνωρίζονται ως τοιούτοι υπό του οικείου καπνοκαταστήματος· σε κάθε αίθουσα επεξεργασίας οι δενκτσήδες να αποτελούν το 35% των εργαζομένων· τα κορίτσια και οι γυναίκες να μην εργάζονται ως δενκτσήδες (δηλαδή ως ειδικευμένοι στην επιμελημένη επεξεργασία εργάτες) αλλά να εργάζονται εφεξής μόνο ως πασταλτζήδες (ως απλοί βοηθοί των δενκτσήδων).[10]
Τι ακριβώς διεκδικούσαν ζητώντας να περιορίσουν τις γυναίκες συναδέλφους τους στο βοηθητικό μόνο μέρος της επεξεργασίας; Είναι προφανές ότι με το αίτημα αυτό οι ηγεσίες των καπνεργατών δε διεκδικούσαν την τήρηση της προστατευτικής νομοθεσίας για τις γυναίκες και τα ανήλικα κορίτσια, αφού εργαζόμενες και ως βοηθοί πλάι στους δενκτσήδες υφίσταντο αναπόφευκτα μέσα στο σαλόνι επεξεργασίας τις επιβλαβείς συνέπειες από την καπνεργασία. Ούτε είχε το αίτημά τους αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα, να αμείβονται μόνο αυτοί με υψηλότερο ημερομίσθιο. Με το αίτημά τους διεκδικούσαν συνδικαλιστικά δικαιώματα, αναγνώριση του ρόλου των σωματείων από τους εργοδότες, ευρύτερη διείσδυση των συνδικαλισμένων αντρών στις καπναποθήκες με την ιδιότητα του δενκτσή.

Επιδίωκαν να κατοχυρώσουν ένα συγκεκριμένο δικαίωμα που θα τους έδινε καθοριστικής σημασίας συγκριτικό πλεονέκτημα: να έχουν οι άντρες δενκτσήδες ως εκπρόσωποι των σωματείων, διαπραγματευτικό ρόλο στις καπνεπιχειρήσεις, ένα είδος συν-διοίκησης, και παράλληλα την εποπτεία της παραγωγικής διαδικασίας μέσα στα καπνομάγαζα.[11] Πρόκειται για αίτημα στενά συναρτώμενο με τα προηγούμενα αιτήματα. Με την κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού οι άντρες δενκτσήδες, εκείνοι που ως συνδικαλισμένοι εργάτες ήταν μυημένοι στη σοσιαλιστική ιδεολογία, επομένως και με σαφέστερη εργατική συνείδηση, θα ανέπτυσσαν στον κλάδο την ιδεολογική ζύμωση για την κοινωνική-πολιτική αφύπνιση των εργατών.
Η συνδικαλιστική ιδιότητα συνδυαζόταν με την πολιτική ιδιότητα· τα ηγετικά μέλη των σωματείων ανήκαν είτε στη σοσιαλιστική Φεντερασιόν είτε σε τοπικές σοσιαλιστικές οργανώσεις ή ήταν μετακινούμενοι σοσιαλιστές, που με την ιδιότητα του καπνεργάτη αναλάμβαναν ηγετικό ρόλο σε τοπικά σωματεία. Από αυτή τη διττή ιδιότητα (συνδικαλιστής-σοσιαλιστής) απέρρεε η συνειδητοποίηση ότι ο εργατικός αγώνας θα έπρεπε παράλληλα να έχει χαρακτήρα επαγγελματικό και πολιτικό.[12] Καθώς λοιπόν πολλές γυναίκες, κυρίως οθωμανίδες εργάζονταν και είχαν εργασιακή εμπειρία ως δενκτσήδες,[13] αλλά δεν είχαν αναπτύξει συνδικαλιστική δράση ή συνείδηση είτε κάποια δεκτικότητα στις σοσιαλιστικές επιδράσεις, γίνεται κατανοητό τι προσπαθούσαν να προωθήσουν οι σοσιαλιστές με τα αιτήματά τους. Ο συνδικαλιστικός χώρος ήταν ακόμη ανδροκρατούμενος. Επομένως, η όποια ιδεολογική συνειδητοποίηση ή ριζοσπαστικοποίηση χαρακτήριζε την εποχή εκείνη μόνο τους άντρες· ως εκ τούτου αναπόφευκτα ορθώνονταν διαχωριστικές γραμμές και αποκλεισμοί.
Οι σοσιαλιστές οργάνωσαν την πρώτη απεργία για τον μεγαλύτερο αριθμητικά και τον σημαντικότερο από την άποψη της εθνικής οικονομίας κλάδο. Ίσως όχι τυχαία η πρώτη απεργία ήταν των καπνεργατών. Η απεργία του 1914 αποτέλεσε στρατηγική επιτυχία εγγράφοντας σημαντικές υποθήκες: πέτυχε να κατοχυρώσει συγκεκριμένα δικαιώματα-προνόμια των συνδικαλιστών, να θεσμοποιήσει τον εποπτικό ρόλο τους μέσα στα καπνομάγαζα, να συνδέσει τα συνδικάτα, την οργάνωση με την εργασία. Ήταν μία νίκη πρωτίστως των σοσιαλιστών.
Ίδρυση της ΓΣΕΕ και νέες τακτικές
Τα γεγονότα μεταξύ του 1914-1918 που διαδραματίστηκαν σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ρωσική Επανάσταση, Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, Εθνικός Διχασμός, Β΄ Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία, πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης) είχαν σαφή αντίκτυπο στην ιδεολογική και οργανωτική συγκρότηση της ελληνικής εργατικής τάξης.
Η ίδρυση της Συνομοσπονδίας ήταν ένα οργανωτικό θαύμα, αν ληφθούν υπόψη δυσχέρειες που έπρεπε να ξεπεραστούν.[14] Ένας πυρήνας μυημένων στις αρχές του σοσιαλισμού είχε την πρωτοβουλία για την ένωση των κατακερματισμένων εργατικών δυνάμεων, ενώ σε εκείνη τη δεδομένη συγκυρία η συνείδηση της πλειονότητας των εργατών της χώρας ήταν αδιαμόρφωτη ακόμη και ρευστή. Για την ακρίβεια ήταν ο κοινωνικός και πολιτικός οραματισμός του Α. Μπεναρόγια, του ανθρώπου που με τη συνδικαλιστική και οργανωτική εμπειρία του έθεσε ένα νέο ενοποιητικό όραμα για την εργατική τάξη στον αντίποδα του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Α. Μπεναρόγιας, κατορθώσας υποσυνειδήτως να επιπλεύση μεταξύ των παλαιοτέρων εργατικών αρχηγών και εκ του αφανούς να διευθύνη κατά μέγα μέρος την εργατικήν κίνησιν της χώρας,[15] με μια μικρή ομάδα σοσιαλιστών κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου το ήμισυ των σωματείων της χώρας βάζοντας την ιδεολογική σφραγίδα του στις εργασίες του ιδρυτικού συνεδρίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Συνενώθηκε κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό η ελληνική κοινωνία: Παλαιά Ελλάδα και Νέες Χώρες, πρωτεύουσα και επαρχία, χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι, γηγενείς και πρόσφυγες, εργάτες, μικροαστοί και διανοούμενοι, σοσιαλιστές και συντηρητικοί, ρομαντικοί και ριζοσπάστες. Οι σοσιαλιστές, μολονότι μειοψηφούντες, άσκησαν μεγάλη επιρροή και επικράτησαν κατά τις συζητήσεις του συνεδρίου διαμορφώνοντας και την ιδεολογική κατεύθυνση της Συνομοσπονδίας, βασισμένης στην αρχή της πάλης των τάξεων.
Η δυναμική αυτή των σοσιαλιστών-ηγετικών στελεχών του συνδικαλισμού εξακτινώθηκε στις τοπικές οργανώσεις, εκείνες τουλάχιστον που μπορούσαν να ελέγχουν. Οι σοσιαλιστές, στρατευμένοι σε κοινό σκοπό, είτε τροποποιώντας τα καταστατικά εργατικών οργανώσεων στη βάση της πάλης των τάξεων είτε με τη διαπαιδαγώγηση των μελών τους είτε ακόμη με την ενεργό ανάμειξή τους, τη ρητορική τους δεινότητα, την οργανωμένη κυριαρχική παρουσία τους κατά τις προαπεργιακές συνελεύσεις αναλάμβαναν να κατευθύνουν ιδεολογικά τους εργάτες ωθώντας τους συγχρόνως σε κινητοποιήσεις. Στα διοικητικά συμβούλια των καπνεργατικών σωματείων της Ανατολικής Μακεδονίας αναδεικνύονταν πρόσωπα που δεν ήταν πάντα γηγενείς ή καπνεργάτες αλλά επήλυδες (Θεσσαλονίκη, Παλαιά Ελλάδα, Θράκη), μετακινούμενοι ή μέλη του Σοσιαλιστικού και μετέπειτα του Κομμουνιστικού Κόμματος (Δημήτριος Γιώτας, Πέτρος Μιχαηλίδης, Βασίλειος Πέκος, Χρήστος Τζάλλας). Γίνονταν οι διαμεσολαβητές ανάμεσα στην εργατική βάση και την κεντρική πολιτική ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, διερμηνεύοντας και επιβάλλοντας τις πολιτικές του αποφάσεις.
Η Γενική Συνομοσπονδία, οργανικά συνδεδεμένη και υπό την ιδεολογική επίδραση του πολιτικού φορέα της, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), λειτουργούσε ως εκτελεστικό όργανό του, ακολουθώντας την αρχή της πάλης των τάξεων. Από τις αρχές του 1919 άρχισε να εφαρμόζεται σε νέα βάση η τακτική της γενικής απεργίας (γενική απεργία Βόλου). Το ζήτημα ενός επιμέρους κλάδου αναγόταν σε πανεργατικό με την εμπλοκή κάθε φορά του τοπικού Εργατικού Κέντρου, και κατόπιν σε πανελλαδικό επίπεδο, με την εμπλοκή της Συνομοσπονδίας. Έτσι, με την κλιμάκωση αυτή, την ενιαία, μονομέτωπη όσο και δυναμικά συνεκτική παράσταση της εργατικής τάξης επιχειρούνταν να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση υπό την απειλή της γενικής απεργίας.
Το ζήτημα των ανεπεξέργαστων καπνών
To 1919 κηρύχτηκε η πρώτη γενική πανελλαδική καπνεργατική απεργία. Τι διεκδικούσαν; Τη μη εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών. Ως προς την επεξεργασία των καπνών είναι σκόπιμο εξαρχής να διευκρινιστούν τα εξής. Πρώτον, σε κάθε καπνοπαραγωγό περιοχή παράγονταν διαφορετικές ποικιλίες-ποιότητες καπνών (τα καπνά της νότιας Ελλάδας ήταν κατώτερα σε σχέση με τα εκλεκτά καπνά της Ανατολικής Μακεδονίας)· διαφορετικές ποικιλίες σήμαινε και διαφορές στο πώς εξάγονταν (τα κατώτερα καπνά εξάγονταν σε κάποια μόνο έκταση ανεπεξέργαστα, ενώ τα μακεδονικά, κατά κανόνα, δεν εξάγονταν ανεπεξέργαστα)· κάθε εταιρεία είχε τις δικές της προτιμήσεις τόσο στο είδος του καπνού όσο και της επεξεργασίας, αναλόγως των εμπορικών ή βιομηχανικών αναγκών του εργοστασίου της. Για παράδειγμα, κάποιοι καπνεμπορικοί οίκοι της Καβάλας (American Tobacco) επέλεγαν να επεξεργάζονται στοιχειωδώς τον καπνό που απέστελλαν απευθείας στα δικά τους καπνεργοστάσια του εξωτερικού.[16]
Δεύτερον, η παραγωγή καπνού του 1918 ήταν μικρή (3.000.000 οκάδες αντί της συνήθους των 10-12.000.000) λόγω των πολεμικών γεγονότων και της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία. Συγχρόνως, οι υψηλές τιμές των μακεδονικών καπνών ανάγκαζαν τις καπνοβιομηχανίες της Ευρώπης και της Αμερικής να αναζητήσουν σε άλλες χώρες κατώτερα μεν αλλά φθηνότερα καπνά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι εταιρείες στρέφονταν, για λόγους οικονομικούς, προς την απευθείας προμήθεια καπνών, αποφεύγοντας την ενδιάμεση επεξεργασία, το κόστος της οποίας ήταν υψηλό. Αλλά όσον αφορά τα μακεδονικά καπνά μόνο 100.000 οκάδες εξήχθησαν ανεπεξέργαστες.[17]
Τρίτον, ως προς το ποια καπνά θεωρούνταν ανεπεξέργαστα κάθε πλευρά (εργάτες, καπνέμποροι) είχε διαφορετική άποψη. Για τους καπνεργάτες ανεπεξέργαστα θεωρούνταν εκείνα τα δέματα καπνού που εξάγονταν χωρίς να έχουν υποβληθεί από τους ίδιους τους καπνεργάτες σε κανένα από τα τρία στάδια επεξεργασίας που εκτελούνταν εντός των καπναποθηκών (α. συντήρηση-αφαίρεση σαπισμένων φύλλων, β. χωρισμός ποιοτήτων, γ. επιμελημένη δεματοποίηση). Με κριτήριο την άποψη των καπνεργατών εξάγονταν ποσότητες καπνών που υποβάλλονταν μόνο σε χωρική επεξεργασία. Αντιθέτως, οι καπνέμποροι εννοούσαν κάθε δέμα καπνού που δεν είχε υποβληθεί σε καμιά επεξεργασία, ούτε καν της συντήρησης από τους παραγωγούς. Από την άποψη των καπνεμπόρων μικρές μόνο ποσότητες είχαν εξαχθεί απευθείας από τις ίδιες τις εταιρείες προς τις καπνοβιομηχανίες τους (όπως συνέβη με οίκους της Αιγύπτου). Οι περισσότερες ποσότητες υποβάλλονταν στη διαδικασία συντήρησης είτε από τους παραγωγούς είτε από τους καπνεργάτες, διότι υπήρχε κίνδυνος να καταστραφούν, αν τα καπνά αποστέλλονταν ακαθάριστα.[18]

Είχαν εξαχθεί κάποιες ποσότητες ανεπεξέργαστων και άρχισαν να διαφαίνονται μεμονωμένα νέες εμπορικές-καταναλωτικές τάσεις σε διεθνές επίπεδο –συναρτώμενες, άλλωστε, με τις νέες οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, τα καπνά της Ανατολικής Μακεδονίας, υποβάλλονταν, ως επί το πλείστον, σε επεξεργασία. Ως εκ τούτου, οι δενκτσήδες ελάχιστα φαίνεται να επλήγησαν από τα, μάλλον ρευστά και κυμαινόμενα, αγοραστικά δεδομένα του 1919.
Η εξαγωγή ανεπεξέργαστων καπνών ως πρακτική των καπνεμπόρων δεν ήταν κάτι καινοφανές, είχε και παλαιότερα (1909) σε κάποιες περιστάσεις εφαρμοστεί. Στο ερώτημα γιατί δεν υπήρξε αντίδραση η ηγεσία της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας επισημαίνει:
Αλλά τότε δυστυχώς οι εργάτες και οι αγρότες ευρίσκονταν ακόμα σε μεγάλη ασυνειδησία των συμφερόντων της τάξης των και σέρνουνταν πίσω από τα αστικά κόμματα τα οποία τους απέτρεπαν από το να κάμουν αγώνα κατά των συμφερόντων του κεφαλαίου […] Αλλά το ζήτημα των ανεπεξεργάστων τίθεται επί τάπητος και αποτελεί πλέον ζήτημα όλων των καπνεργατών ιδίως μετά τον παγκόσμιον πόλεμον με το ξύπνημα των εργατών και την ίδρυσιν της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας της Ελλάδος.[19]
Έτσι, οι καπνεργάτες της Καβάλας, αφού συνήλθαν σε γενική συνέλευση (Σεπτέμβριος 1919), αποφάσισαν να κηρύξουν απεργία. Σε αυτήν κατήλθε η Καπνεργατική Ομοσπονδία (40.000 μέλη, καπνεργάτες και σιγαροποιοί μαζί) με το σύνθημα της απαγόρευσης της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών· έγινε διεκδίκηση όλων των καπνεργατών, ακόμη και εκείνων που δεν απασχολούνταν στην επιμελημένη επεξεργασία, δηλαδή των καπνεργατών της Παλαιάς Ελλάδας. Η απεργία προσέλαβε πανελλαδικό χαρακτήρα, γενικεύτηκε λαμβάνοντας και τον χαρακτήρα εξέγερσης των καπνεργατών στην Καβάλα, όπου ρίχτηκαν δέματα καπνού στη θάλασσα, ενώ πολλοί εργάτες σε διάφορες πόλεις συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.[20] Δικαιολογημένα λοιπόν, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το 1919 ως η αφετηρία του οργανωμένου καπνεργατικού αγώνα σε πανελλαδική πλέον βάση.
Το ζήτημα των ανεπεξέργαστων προσφερόταν να παρουσιαστεί ως γενικό ζήτημα που αφορούσε συνολικά τους καπνεργάτες σε πανελλαδική κλίμακα. Το καπνεργατικό λάμβανε έτσι διαστάσεις ενός διεκδικητικού φαινόμενου, που χαρακτηριζόταν από την αυτόματη δημιουργία δικτύων, πραγμάτωνε την εργατική αλληλεγγύη και συνεκτικότητα ενώνοντας καπνεργάτες, πόλεις, τοπικές κοινωνίες, μία επαγγελματική τάξη, ενώ παράλληλα λειτουργούσε ως καλός αγωγός των σοσιαλιστικών ιδεών. Τα στοιχεία αυτά συγκροτούσαν μια νέα τακτική· συγχρόνως σφυρηλατούσαν τη συλλογική συνείδηση των καπνεργατών και της εργατικής τάξης γενικότερα. Άλλωστε, η διαμόρφωση συλλογικής συνείδησης δεν ήταν μια αυτόματη διαδικασία. Έπρεπε να ενταχθεί σε ένα πλέγμα συνοχής, σε ένα συνδικαλιστικό-πολιτικό πλαίσιο, να αποτελέσει στρατηγικό στόχο και να πραγματωθεί. Από την άποψη αυτή η παρατήρηση του Αλεξάνδρου Σβώλου, ότι: Η λυδία λίθος της τακτικής της Συνομοσπονδίας υπήρξεν η διαχείρισις του καπνεργατικού ζητήματος και της εργατικής επιδείξεως της 1ης Μαΐου,[21] δείχνει τον χαρακτήρα και τη σημασία του καπνεργατικού ζητήματος.
Ωστόσο, η κινητοποίηση του 1919 δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, τη διά νόμου απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων. Στις σχετικές με το θέμα εισηγήσεις –τόσο εκείνες που συνέταξαν οι τμηματάρχες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Δ. Κυριαζής και Αλ. Σβώλος, όσο και η αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή– επισημαινόταν ρητά ότι θα ήταν άστοχη οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση, διότι θα διατάρασσε τις λεπτές ισορροπίες των φυσιολογικά διακυμαινόμενων εμπορικών-οικονομικών καπνικών σχέσεων.[22]
Καπνεργατικό ζήτημα και κομματική στρατηγική
Αλλά το 1922 οι εθνικές περιστάσεις ήταν κρισιμότατες. Υπό την πίεση των συνθηκών ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 1922 ο Νόμος 2869 «Περί απαγορεύσεως εξαγωγής ανεπεξεργάστων αρωματικών καπνών», και για να αποσοβηθούν κοινωνικές ταραχές.[23] Παρά την ψήφιση του σχετικού νόμου, η Καπνεργατική Ομοσπονδία επέμενε να τον χαρακτηρίζει ως ανεπαρκή και ελαστικό, ζητώντας συγχρόνως να ληφθούν μέτρα κατά του αμερικανικού καπνικού κεφαλαίου.[24] Ήταν πεποίθηση στους κόλπους της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας ότι οι αμερικανικές εταιρείες εκτελούσαν πρόγραμμα που απέβλεπε στην καταστροφή της ελληνικής καπνοπαραγωγής και στον υποβιβασμό της ποιότητας των ελληνικών καπνών (με το να εξάγονται ανεπεξέργαστα), προκειμένου να αντικατασταθούν από τα φθηνότερα και κατώτερης ποιότητας αμερικανικά, κινεζικά και άλλων χωρών.[25]

Η επαναστατική διακήρυξη της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας τον Οκτώβριο του 1924 υπερέβαινε την επαγγελματική προσέγγιση του ζητήματος των ανεπεξέργαστων. Απευθυνόμενη με πολιτική και προπαγανδιστική ρητορική σε όλους τους εργάτες, αγρότες, πρόσφυγες και μικροαστούς, καλούσε σε μαζικό αγώνα κατά της εξαγωγής των ανεπεξέργαστων. Στον αγώνα για τα ανεπεξέργαστα δύο κοινωνικές δυνάμεις έβλεπε πως συγκρούονταν. Από τη μία οι καπνεργάτες και όλοι οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι πρόσφυγες, οι καπνοπαραγωγοί, οι μικροαστοί εμπορευόμενοι και από την άλλη το αμερικανικό κεφάλαιο και ο σύμμαχός του, το κράτος. Γι’ αυτό, αποφαινόταν ότι ο αγώνας για την εξαγωγή ανεπεξέργαστων από κοινωνικής απόψεως είναι σκληρός αγών τάξεως.[26] Έτσι, το καπνεργατικό ζήτημα έγινε αιχμή του δόρατος της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, στο πλαίσιο της οποίας επιχειρήθηκε η προσέγγιση-συμμαχία με τους καπνοπαραγωγούς και τους πρόσφυγες. Αποτέλεσε στοιχείο της τακτικής του ΚΚΕ, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου Εργατών Αγροτών Προσφύγων.
Το καπνεργατικό ζήτημα παρουσιαζόταν ως ταξικό ζήτημα. Για τους οργανωμένους στο ΚΚΕ συνδικαλιστές καπνεργάτες τα μονοπώλια των καπνοβιομηχανιών που ήλεγχαν την παγκόσμια παραγωγή, αγορά, επεξεργασία και κατανάλωση του καπνού ήταν το κόκκινο πανί του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με τον οποίο το ΚΚΕ είχε ασυμφιλίωτη αντιπαράθεση. Η Καπνεργατική Ομοσπονδία κήρυττε τον πόλεμο κατά των μεγάλων καπνεμπορικών μονοπωλίων που ήλεγχαν την παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία των ελληνικών καπνών. Η ιδέα της ανυποχώρητης ταξικής πάλης με το μεγάλο κεφάλαιο –πάγια πολιτική πρακτική του ΚΚΕ και της Γ΄ Διεθνούς, στην οποία ήταν ενταγμένο το ΚΚΕ–, έβρισκε την ιδανικότερη έκφρασή της στο σύνθημα «όχι στα ανεπεξέργαστα καπνά» και προωθούνταν με όχημα τον μετωπικό αγώνα εναντίον αυτών των μονοπωλίων. Η τακτική αυτή όμως όξυνε παρά βοήθησε στην αντιμετώπιση του προβλήματος, γιατί προσέκρουσε στις αντιστάσεις του κράτους και στους άμεσα εμπλεκομένους, τους καπνοπαραγωγούς. Το σάλπισμα αυτού του επαναστατικού αγώνα δεν θα κινητοποιούσε τους καπνεργάτες τόσο αποφασιστικά, αν δεν είχε στέρεο υπόβαθρο τις πάγιες αντιλήψεις τους, ότι έπρεπε να έχουν τον έλεγχο στην εργασιακή-παραγωγική διαδικασία μέσα στις καπναποθήκες. Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό γιατί ο αγώνας των καπνεργατών ενάντια στα ανεπεξέργαστα καπνά ήταν τόσο μαχητικός και μακροχρόνιος, παρά το γεγονός ότι, όπως αποδείχτηκε μέσα από τις εξελίξεις, ήταν μια σκιαμαχία.

Η μαχητικότητα του 1924 θα πρέπει να προσεγγιστεί μέσα από το πρίσμα των νέων κατευθύνσεων που χάραξε το ΚΚΕ. Καθώς τα σωματεία είχαν τον αποκλειστικό έλεγχο της προσφερόμενης εργατικής δύναμης (εγγραφή στο σωματείο και συνδικαλιστικό βιβλιάριο για την πρόσληψη), οι πληρεξούσιοι των σωματείων, που λειτουργούσαν ως σύνδεσμοι μεταξύ ΚΚΕ και καπνεργατών, γίνονταν οι «πυρήνες» των καπναποθηκών.[27] Η συγκρότηση και λειτουργία των «πυρήνων» στους χώρους εργασίας, των βασικών οργανωτικών μονάδων του κόμματος, σχετιζόταν με την «μπολσεβικοποίηση» του ΚΚΕ, όπως αυτή αποφασίστηκε κατά το τρίτο (έκτακτο) Συνέδριο (1924).[28] Οι πληρεξούσιοι δρούσαν ως «πυρήνες» μέσα στα σαλόνια επεξεργασίας σε ένα περιβάλλον χωρίς αστυνομική ή εργοδοτική επιτήρηση. Μέσω των πληρεξουσίων τα με κομμουνιστικό προσανατολισμό σωματεία είχαν τη δυνατότητα να βρίσκονται σε στενή επαφή με τους εργάτες και να τους κατευθύνουν ιδεολογικά, διοχετεύοντας τις αρχές του κομμουνισμού με συζητήσεις, διανομή προκηρύξεων και εφημερίδων, είσπραξη συνδρομών[29] και να τους ωθούν σε αγωνιστική στράτευση. Να εφαρμόζουν δηλαδή πρακτικές χειραγώγησης των εργατών μέσα στον ευνοϊκό χώρο των καπναποθηκών –χώρο όχι μόνο ζύμωσης των καπνών.
Κατά συνέπεια, ανεπεξέργαστα θα σήμαινε αποδυνάμωση ή ακόμη και κατάργηση των πληρεξουσίων, άρα αποσύνδεση του ομφάλιου λώρου που ένωσε την εργατική βάση με το ΚΚΕ. Μαχόμενοι για τα ανεπεξέργαστα οι καπνεργάτες και υποκείμενοι στους στρατηγικούς στόχους του ΚΚΕ, υπερασπίζονταν περισσότερο τις πολιτικές και συνδικαλιστικές αρχές τους και λιγότερο στην τήρηση της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας ή την άρση των έμφυλων ανισοτήτων. Οι εργάτες αποκτούσαν συνείδηση της τάξης τους, των συμφερόντων της τάξης τους μέσα στο οργανωμένο και πειθαρχημένο περιβάλλον των οργανώσεών τους, όπου μπορούσε να ενδυναμώνεται η πίστη τους στην επαγγελλόμενη κοινωνική ανατροπή.
Οι νέες τάσεις της διεθνούς αγοράς καπνών άρχισαν να διαμορφώνονται σε μια εποχή όπου σημειώνονταν εξελίξεις στο κόμμα της εργατικής τάξης, δηλαδή από το 1918 έως το 1924. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, όπου διαπλέκονταν το καπνικό ζήτημα και οι εσωτερικές εξελίξεις στο Σοσιαλιστικό Κόμμα με τους αγώνες των καπνεργατών για διατήρηση των θεσμοποιημένων προνομίων τους, το καπνεργατικό ζήτημα αποκτούσε σαφέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά. Καθώς οι αγώνες τους εντείνονταν, προκαλώντας κοινωνικές αναταραχές και αναστέλλοντας την επεξεργασία και την εξαγωγή καπνών, απασχόλησαν τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Το καπνεργατικό ζήτημα αντιμετωπίστηκε με νέα κρατική παρέμβαση. Καταργήθηκαν οι απαγορεύσεις στην εξαγωγή καπνών και παράλληλα προβλεπόταν η ίδρυση ασφαλιστικού οργανισμού για τους καπνεργάτες. Το νομοθετικό διάταγμα του 1925 «Περί επεξεργασίας του καπνού και ασφαλίσεως καπνεργατών» επέφερε μεταβολές στο καπνεργατικό επάγγελμα (μείωση των αντρών, αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, αποειδίκευση, έμφυλες ανισότητες)· έθετε όμως τις βάσεις για την ασφάλιση, περίθαλψη και σύνταξη των εργατών με την ίδρυση του Ταμείου Ασφαλίσεως και Προστασίας Καπνεργατών (μετέπειτα ΤΑΚ), προετοιμάζοντας τον σχεδιασμό των κοινωνικών ασφαλίσεων (ΙΚΑ) στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ
[1] Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Εισαγωγή», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Αθήνα 2009, σ. 29-31.
[2]Αβραάμ Μπεναρόγιας, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα 1986, σ. 82· Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, Αθήνα 1985, σ.349· Παναγιώτης Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, τ. Β1, Αθήνα 1994, σ. 400.
[3]Μακεδονία, 28.02.1914.
[4]Μακεδονία, 28 και 29.03.1914· Νέα Αλήθεια, 29.03.1914.
[5]Μακεδονία, 29.03.1914.
[6]Αντώνης Λιάκος, Η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (Φεντερασιόν) και η Σοσιαλιστική Νεολαία. Τα καταστατικά τους, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 19-21.
[7]Του ιδίου, ό. π., σ. 103-111· Έφη Αβδελά, «Ο σοσιαλισμός των “άλλων”: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες φύλου στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη», Τα Ιστορικά, 18-19 (1993) 171-204· Κώστας Φουντανόπουλος, «Εργασία και εργατικό κίνημα στην Ελλάδα», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι. 1922-1940. Ο Μεσοπόλεμος, τ. Β2, Αθήνα 2003, σ. 306-310· του ιδίου, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα 2005, σ. 181-191.
[8]Μακεδονία, 28.02.1914. Εκατό περίπου μέλη του σωματείου υπέγραψαν αίτηση ζητώντας την παραίτηση του Α. Ζορμπά.
Ο Α. Ζορμπάς ήταν ιδρυτής της εφημερίδας Σημαία (1908). Ενώ δεν ήταν καπνεργάτης, είχε ηγετικό ρόλο στην Ευδαιμονία, καθώς το 1911 εξελέγη πρόεδρος.
[9]Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φάκ. 190, Υπόμνημα του σωματείου των καπνεργατών Καβάλας η «Ευδαιμονία» προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Καβάλα, 13.01.1914.
[10]Μακεδονία, 26.03.1914 και Νέα Αλήθεια, 29.03.1914.
[11]Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα 1993, σ. 423-425.
[12]Αλέξανδρος Δάγκας, «Υπό τη σκέπη των «Μεγάλων Αφηγήσεων»: Η πάλη των τάξεων στη Θεσσαλονίκη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», Ιστορικά. Εθνικός Διχασμός. Ο Κωνσταντίνος, ο Βενιζέλος και το Ανάθεμα 1916-1917, (2009), 174.
[13]Μακεδονία, 29.03.1914.
[14]Γενικά Αρχεία του Κράτους/Κεντρική Υπηρεσία/Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού (στο εξής: ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ), φάκ. 254, Οργανωτική Επιτροπή του Α΄ Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου προς τον Διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου, Αθήνα, 20/30.08.1918 και Οργανωτική Επιτροπή του Α΄ Ελληνικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου προς Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, Αθήνα, 01.09.1918.
[15]ΑΣΚΙ/Αρχείο Αλεξάνδρου Σβώλου, κουτί 1, φάκ. 1, [Έκθεση, 1919], σ. 10.
[16]Γραφείο Προστασίας Ελληνικού Καπνού Θεσσαλονίκης, Το ζήτημα της υποχρεωτικής ή μη επεξεργασίας του εις φύλλα καπνού. Συλλογή των σπουδαιοτέρων επισήμων εγγράφων, (στο εξής Συλλογή εγγράφων 1925), Θεσσαλονίκη 1925, σ. 15-16.
[17]Στο ίδιο, ό. π., σ. 16.
[18]Στο ίδιο, ό. π., σ. 11-12.
[19]Στο ίδιο, ό. π., σ. 47-48.
[20]Στο ίδιο, ό. π., σ. 48.
[21]Αρχείο Αλεξάνδρου Σβώλου, σ. 12-13.
[22]Συλλογή εγγράφων, σ. 14-20.
[23]Στο ίδιο, σ. 21-23.
[24] Στο ίδιο, σ. 27-34.
[25]ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 685, Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος προς Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, Αθήνα, 371/01.12.1924 και συνημμένο Ψήφισμα της Διεθνούς Καπνεργατικής Ενώσεως Θεσσαλονίκης (26.10.1924)· Συλλογή εγγράφων, σ. 27-34 και σ. 73.
[26] Συλλογή εγγράφων, σ. 43-69.
[28]Άγγελος Γ. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. Κ.Κ.Ε. και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα 31999, σ. 42.
[29]ΓΑΚ/ΚΥ/ΑΠΓΠ, φάκ. 722, Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Πραβίου προς Διοίκηση Χωροφυλακής Δράμας, αρ. πρ. 27/6, Πράβι,10.05.1923.