Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Αρετή Τούντα-Φεργάδη
Η ανακωχή της Γερμανίας (11 Νοεμβρίου 1918): Η αρχή του τέλους ή το τέλος μιας αρχής;
Η 11η Νοεμβρίου του 1918, ημέρα κατά την οποία ο στρατάρχης Ferdinand Foch και ο Matthias Erzberger υπέγραψαν το κείμενο της ανακωχής εκ μέρους των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων[1] και της Γερμανίας, θεωρείται πως έθεσε την επιτύμβια πλάκα στον πλέον αιματοβαμμένο και «αγριότερο», ως τότε, πόλεμο στην ιστορία, που είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1914. Στην τετραετή και πλέον διάρκειά του, ο πόλεμος αντέστρεψε τον ρου της ιστορίας, εξαναγκάζοντάς την σε οπισθοδρόμηση, άφησε πίσω του εκατόμβες νεκρών, στρατιωτών και αμάχων, υπολογιζόμενων σε 15.000.000, ανάπηρων, εξαθλιωμένων ανθρώπων, ανήμπορων να αντιμετωπίσουν τη ζωή, πόλεις κατεστραμμένες, υπαίθρους μολυσμένες, οικονομίες και κοινωνίες αφανισμένες. Επόμενο ήταν και ο ψυχισμός των ανθρώπων να μην παραμείνει αμετάβλητος και αλώβητος από τις θηριωδίες του πολέμου, σε βαθμό τέτοιο, που να επιτρέπει σε Γάλλο στρατιώτη του μετώπου του Βερντέν να δηλώνει πως «η μακρά περίοδος των συντριπτικά ισχυρών συναισθημάτων έληξε τελικά με τον θάνατο του συναισθήματος».
Την αναγέννηση του συναισθήματος στις ψυχές των ανθρώπων επιχείρησε να υποστασιοποιήσει η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου του 1918, η τελευταία στη σειρά από τις ανακωχές, με τις οποίες τερματίστηκε ο Μεγάλος Πόλεμος, μια και αφορούσε την πρωταίτια της πολεμικής ανάφλεξης, Γερμανία, και η οποία άνοιγε τον δρόμο στους νικητές του πολέμου, για την έναρξη των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων, θέτοντας τις βάσεις για την επαναφορά της ευρωπαϊκής, και γενικότερα πλανητικής, ειρήνης στην πρότερη του πολέμου κατάσταση. Αυτό το πνεύμα απέπνεε και η αθηναϊκή εφημερίδα Έθνος, της 30ής Οκτωβρίου 1918, όταν σε πρωτοσέλιδο άρθρο, με τίτλο «Το τέλος του Πολέμου», ανάφερε, μεταξύ άλλων, σημαντικών, πως : «Από της ενδεκάτης πρωινής της χθες, η Ειρήνη ήπλωσε τας πτέρυγάς της εφ’ ολοκλήρου της γης. Η κάθαρσις του μεγάλου πολεμικού δράματος, του διαρκέσαντος επί 4 έτη και ισαρίθμους περίπου μήνας επήλθε ραγδαίως εντός ολίγων μηνών, ομού με την εκκαθάρισιν εκείνων, που το προεκάλεσαν. Ο πόλεμος λήγει με την πλήρη, την ολοκληρωτικήν υποταγήν της Γερμανίας και του ομίλου των συνενόχων της. Η κατάρρευσίς της υπήρξεν όντως κεραυνοβόλος, απροσδόκητος, καταπληκτική»[2].

Η γερμανική ανακωχή, έκλεινε τον κύκλο των ομολόγων της, με τις οποίες τερματίστηκε ο Μεγάλος Πόλεμος και σηματοδοτήθηκε η νίκη των Δυνάμεων της Αντάντ επί των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ειδικότερα, στις αρχές Δεκεμβρίου 1917, η Γερμανία είχε υπογράψει ανακωχή με τη Ρουμανία και ακολούθησε εκείνη με τη Ρωσία, στα μέσα του ίδιου μήνα, η οποία οδήγησε στην γερμανορωσική Συνθήκη Ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόβσκ, που ισοδυναμούσε με ανακωχή. Οι Δυνάμεις της Αντάντ, προσήλθαν σε ανακωχή με τη Βουλγαρία, στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, ένα μήνα αργότερα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, και με την Αυστροουγγαρία, στις 3 Νοεμβρίου 1918, ενώ η οριστική λήξη του πολέμου, στο στρατιωτικό πεδίο, επήλθε με την ανακωχή, που υπέγραψε η θεωρηθείσα ως πρωταίτια του πολέμου, Γερμανία, με τις Δυνάμεις της Συνεννόησης, στις 11 Νοεμβρίου 1918. Δυο μέρες αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου 1918, οι Σύμμαχοι υπέγραψαν ανάλογο κείμενο με την Ουγγαρία, στο Βελιγράδι.

Ο προτελευταίος χρόνος του πολέμου είχε αντιστρέψει απροσδόκητα και συθέμελα τις εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στους δύο αντιμαχόμενους, στον Πόλεμο, συνασπισμούς Δυνάμεων, της Τριπλής Συνεννόησης και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ένα από τα σοβαρότατα πλήγματα, που υπέστη το στρατόπεδο της Αντάντ, επήλθε με την απομάκρυνση της τσαρικής Ρωσίας από τον όμιλο, γεγονός,που ήταν απόρροια των δυσχερειών, οι οποίες είχαν αναφυεί και στην εσωτερική πολιτική της σκηνή, με αποτέλεσμα να διευκολύνουν την εκδήλωση της επανάστασης του Μαρτίου 1917, την ανατρέψασα τον Οίκο των Romanoff και το εγκαθιδρυθέν, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους,μπολσεβικικό καθεστώς στην χώρα.
Ξέχωρα από την αντιτσαρική επανάσταση, το 1917, που χαρακτηρίστηκε, από όλους τους εμπόλεμους, ως «η μαύρη χρονιά του πολέμου», εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη πως εντείνονται οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις, με κεντρικό στόχο το τέλος του πολέμου, οι οποίες διήρκεσαν επί μακρόν. Σ’ αυτές τις επαφές συγκαταλέγονται και οι ανεπιτυχείς συνομιλίες, στα μέσα Δεκεμβρίου 1917, στο Σπα, που διαμείφθηκαν ανάμεσα στον Jan Smuts, ο οποίος αντιπροσώπευε τη Βρετανία και τον Αυστριακό διπλωμάτη, Albert Mensdorff, που αποσκοπούσαν στην συνομολόγηση συμφωνίας ειρήνης μεταξύ Αντάντ και Αυστροουγγαρίας. Είναι η εποχή, κατά την οποία οι Σύμμαχες Δυνάμεις της Αντάντ προσβλέπουν στην υπογραφή μιας ξεχωριστής συνθήκης ειρήνης με την Αυστροουγγαρία, με την προϋπόθεση την αυτονομία των εθνοτήτων της Αυτοκρατορίαςτων Αψβούργων. Οι καταιγιστικές, όμως, νίκες των Κεντρικών Δυνάμεων στη Ρουμανία, κυρίως, αναπτέρωσαν τις ελπίδες στο στρατόπεδό τους για τη νίκη τους, καθώς και ένα διπλωματικό επεισόδιο, ανάμεσα στον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικών και τον Georges Clemenceau, τερμάτισε άδοξα τις προσπάθειες εκείνες. Αργότερα, τον Μάιο του 1918, ο Κάρολος Α΄ συναντά τον Γουλιέλμο Β΄ στο Σπα και υπογράφουν Συνθήκη Συμμαχίας, Αμυντική και Επιθετική, με δωδεκαετή διάρκεια. Λίγους μήνες νωρίτερα, η Γερμανία είχε πετύχει την υπογραφή της διμερούς γερμανορωσικής Συνθήκης Ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόβσκ, στις 3 Μαρτίου του 1918, η οποία λίγο έλειψε να γείρει την πλάστιγγα του πολέμου υπέρ της κατίσχυσης των Κεντρικών Αυτοκρατοριών επί των Δυνάμεων της Αντάντ. Είναι προφανές πως η Γερμανία, ενισχυμένη, την εποχή εκείνη, από τη σύμπραξή της με τη Ρωσία, από την οποία αποκόμισε εδαφικά και οικονομικά οφέλη, επιθυμούσε να μην απολέσει την πρόσκαιρη εταίρο της, προσβλέποντας και πιστεύοντας στην οριστική νίκη.
Την άνοιξη, όμως, του 1917, η Αντάντ μπορεί να έχασε έναν ισχυρό παίκτη στο παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής και της πολεμικής μηχανής, αλλά κέρδισε έναν υπολογίσιμο εταίρο. Δεν ήταν άλλος από τις ΗΠΑ, ο πρόεδρος των οποίων, Woodrow Wilson αποφάσιζε τη συμμετοχή της χώρας του στον πόλεμο. Δύο μήνες νωρίτερα η Γερμανία είχε κηρύξει τον υποβρυχιακό πόλεμο σε όλα τα κράτη, εμπόλεμα και ουδέτερα. Στις αρχές Φεβρουαρίου διακόπτονταν οι διπλωματικές σχέσεις Γερμανίας-ΗΠΑ και στις 2 Απριλίου οι τελευταίες εξερχόταν στον πόλεμο, με τις «επευφημίες» του Κογκρέσου. Οι προθέσεις, ωστόσο, του Wilson, όταν εγκατέλειπε, προσκαίρως, την απομονωτική πολιτική της χώρας του και παρενέβαινε στις υποθέσεις του πολέμου, στοχεύοντας στον τερματισμό του και στην αποκατάσταση της ειρήνης, δεν ήταν ολωσδιόλου ανιδιοτελείς. Φαίνεται πως απώτερος στόχος του ήταν η επιθυμία του να την επιβάλει με τον αμερικανικό τρόπο, διότι πίστευε πως, όταν τέλειωνε ο πόλεμος, η χώρα του θα είχε βάλει «στο χέρι» τους ευρωπαίους ηγέτες «από οικονομικής πλευράς», όπως είχε εξηγήσει, από τις αρχές του 1917, στον συνταγματάρχη House. Δεν είναι παράδοξη η ρήση του Αμερικανού προέδρου, αν αναλογιστεί κανείς πως οι ΗΠΑ είχαν δεσμεύσει, οικονομικώς, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και την Ελλάδα, χορηγώντας πολεμικά δάνεια. Ήταν και αυτός ένας από τους λόγους, που ενέπλεξε την χώρα του στον πόλεμο, διότι ενδεχόμενη λήξη του υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων θα συνεπέφερε αφενός μεν πιθανή απώλεια των αμερικανικών κεφαλαίων, αφετέρου δε την ανάδειξη της Γερμανίας σε ευρωπαϊκή-πλανητική υπερδύναμη, ικανή να στερήσει από τις ΗΠΑ τα όποια διεθνή πρωτεία τους.
Ένα χρόνο αργότερα, και ενώ οι δοξασίες του Lenin και του Trotsky για καθολική ανατροπή της αστικής τάξης έβρισκαν ευήκοα ώτα στην κουρασμένη κοινή γνώμη των Συμμάχων, είχαν οδηγήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Wilson, να ανακοινώσει ενώπιον του Κογκρέσου, στις 8 Ιανουαρίου 1918, το Υπόμνημά του, γνωστό ως 14 Σημεία, στην προσπάθειά του να διατρανώσει πως οι ΗΠΑ «ήσαν διατεθειμέναι να εφαρμόσουν πλέον φιλελεύθερον πρόγραμμα ή οι κομμουνισταί δια την μελλοντικήν ειρήνην». Παραλλήλως, οι Σύμμαχοι, οκτώ μέρες μετά τη σύναψη της προαναφερθείσας γερμανορωσικής ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόβσκ, από την οποία εξήλθε ισχυροποιημένη η Γερμανία, επενέβησαν στη Ρωσία στρατιωτικώς: οι Βρετανοί, στον Αρχάγγελο και στο παγωμένο Μουρμάνσκ, οι Γάλλοι στη Σιβηρία και την Υπερκαυκασία, οι Ιάπωνες στο Βλαδιβοστόκ, κυρίως, έχοντας ως άμεση προτεραιότητα τη διατήρηση του Ανατολικού μετώπου και όχι την πάταξη του κομμουνισμού. Έχοντας να αντιμετωπίσει ο στρατός των Συμμάχων, τον Κόκκινο Στρατό, οργανωμένο από τον Trotsky, αλλά και την άρνηση του λαού να συμβάλει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην επαναφορά του τσαρισμού, δεν είχε περιθώρια επιτυχίας. Στην αποτυχία της συμμαχικής επέμβασης στη Ρωσία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο και άλλοι δύο παράγοντες: η άρνηση του Wilson να συναινέσει στη «βίαιη επιβολή της θέλησης των Μεγάλων Δυνάμεων», στις υποθέσεις της Ρωσίας, όπως και η, με την άμεση ανάμιξή του, επίτευξη της ανακωχής με τη Γερμανία, η οποία κατέστησε το «στρατηγικό […] νόημα» της επέμβασης, κενό περιεχομένου.

Η ανάμιξη των ΗΠΑ στον πόλεμο, τους παρείχε την ευκαιρία να παίξουν σημαίνοντα ρόλο, «πρωταγωνιστικό», όπως σημειώνει o John Horne, στα διεθνή δρώμενα, «για πρώτη φορά στην ιστορία τους», και «η προοπτική αποστολής [στην Ευρώπη] ενός απεριόριστου αριθμού στρατιωτών και όχι τόσο η πολεμική τους ισχύς, υπήρξε, τελικά, η παράμετρος εκείνη που, το 1918, σηματοδότησε το τέλος των στρατιωτικών φιλοδοξιών της Γερμανίας». Έτσι, η ενίσχυση της Αντάντ, στρατιωτική και ηθική, θα οδηγήσει στην κατάρρευση του μετώπου των Κεντρικών Δυνάμεων, που υπήρξε το αποτέλεσμα της συμμαχικής επίθεσης, της 15ης Ιουλίου 1918 και επήλθε στις 8 Αυγούστου. Είναι η απαρχή της περιόδου, την οποία επικαλέστηκε ο Γάλλος πρόεδρος, Raymond Poincaré, στην επιστολή, την οποία έστειλε, την 8η πρωινή, της 11ης Νοεμβρίου, στον Georges Clemenceau, τρεις ώρες μετά την υπογραφή της ανακωχής με τη Γερμανία, όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Από της 15ης Ιουλίου, η Γαλλία ακολούθησε με ασθμαίνουσα συγκίνηση τις λαμπρές, καθημερινές επιτυχίες, που σημείωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα και τα οποία, μάλιστα, επέσπευσαν την απόσυρση του γερμανικού στρατού»[3].
Παρά ταύτα, ο στρατηγός Ludendorff επιμένει, στη Διάσκεψη του Σπα, στις 14 Αυγούστου, να συνεχιστεί ο πόλεμος, ανακόπτοντας τις προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας, του καγκελάριου Hertling και του υπουργού Εξωτερικών Hintze, ο οποίος από τις 3 Ιουλίου έχει αντικαταστήσει τον Kühlmann, για τερματισμό του πολέμου και έναρξη διαπραγματεύσεων με εκπροσώπους της Αντάντ. Ωστόσο, περί τα τέλη Αυγούστου, υπογράφεται και η γερμανορωσική Συνθήκη, η οποία περιλάμβανε, ανάμεσα σε άλλα, και την αρωγή της Γερμανίας στη σοβιετική κυβέρνηση, ώστε να δυνηθεί να αντιμετωπίσει τον αντεπαναστατικό στρατό, αλλά και το συμμαχικό εκστρατευτικό σώμα.
Την ίδια περίοδο, ο Κάρολος Α΄, επηρεασμένος από την συνεχώς οξυνόμενη επισιτιστική κρίση, που βίωνε ο λαός του σε τμήμα της αυτοκρατορίας, συνέπεια της οποίας υπήρξε και ο κοινωνικός αναβρασμός, αλλά και η περαιτέρω έξαρση των αποσχιστικών, εθνοτικών κινημάτων, θα στραφεί προς τον Γουλιέλμο Β΄, στον οποίο ανακοινώνει την απόφασή του για σύναψη χωριστής ειρήνης. Η απόφασή του εμπεδώνεται στη βεβαιότητα πως οι δυνατότητες της χώρας του θα είχαν εξαϋλωθεί ως τον χειμώνα. Οι ενέργειές του θα πέσουν και πάλι στο κενό: ο Hintze ταξιδεύει στη Βιέννη, ώστε να περιφρουρήσει την ακεραιότητα της συμμαχίας, τη στιγμή που η Αντάντ επιμένει στη συνθηκολόγηση άνευ όρων. Ο Κάρολος πρέπει να περιμένει. Θα επανέλθει στο αίτημά του για τερματισμό του πολέμου, μετά την κατάρρευση της Βουλγαρίας, στις 4 Οκτωβρίου, υποβάλλοντας σχετικό έγγραφο στον Wilson. Το διάταγμά του, της 16ης Οκτωβρίου, που προέβλεπε τη μετάβαση της αυτοκρατορίας σε ομοσπονδία, δεν γίνεται δεκτό από τους εκπροσώπους της σλαβικής εθνότητας. Στην Πράγα, στη Βουδαπέστη, στο Ζάγκρεμπ και στη Βιέννη σχηματίζονται προσωρινές κυβερνήσεις. Η ανακωχή θα υπογραφεί με την Ιταλία, στις 3 Νοεμβρίου, μετά την κατατρόπωση των αυστροουγγρικών στρατιωτικών δυνάμεων, στο Πιάβε, από τον ιταλικό στρατό.
Οι εξελίξεις, όμως, και στο νοτιοαντολικό θέατρο του πολέμου είναι απογοητευτικές για το στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο βαλκανικό μέτωπο. Η συντριπτική ήττα του βουλγαρικού στρατού, κατά τον Σεπτέμβριο του 1918, από τις μεραρχίες του συμμαχικού στρατού της Στρατιάς της Ανατολής, με τις οποίες συμπολεμούσε και ο αξιόμαχος ελληνικός στρατός, υπό τις διαταγές του αρχιστρατήγου Franchet d’ Espèrey και η δεινή θέση, στην οποία περιήλθε η βουλγαρική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να ζητήσει εσπευσμένως ανακωχή, στις 27 Σεπτεμβρίου και να υπογράψει αυτή δυο μέρες αργότερα, στις 29 του μηνός, στη Θεσσαλονίκη, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην τελειωτική αποδυνάμωση των Κεντρικών Αυτοκρατοριών[4]. Κατ’ αυτό τον τρόπο, «από ένα δευτερεύον μέτωπο προήλθε μια επίθεση, η οποία αποδείχθηκε κεφαλαιώδης για τον τερματισμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου» (Mourélos, 2015, p. 271).Τούτο, εξάλλου, διαπιστώνεται και από τα όσα παραδέχθηκε ο Ludendorff, όταν διευκρίνιζε: «Μετά την βουλγαρικήν ανακωχήν…., ο Χίντεμπουργκ και εγώ επείσθημεν ότι ήτο απόλυτος ανάγκη προς το συμφέρον του στρατού μας να τεθεί τέρμα εις τας εχθροπραξίας». Η απόφαση του Ludendorff να στραφεί προς την Ουάσινγκτον και να ζητήσει τη σύναψη ανακωχής, ξάφνιασε τα μέλη της κυβέρνησης, το Κοινοβούλιο αλλά και την γερμανική κοινή γνώμη, οι οποίοι πίστευαν ακόμα στη νίκη, εφόσον το Επιτελείο συνέχιζε να τους τροφοδοτεί με το όραμα των επιτυχιών της άνοιξης του 1918 (Soutou, 2008), δηλ. με τη Γερμανία της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόβσκ και της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου με τη Ρουμανία, της 7ης Μαΐου του ίδιου χρόνου.
Όντως, μετά τη βουλγαρική ήττα, οι γερμανικές, πολιτικές δυνάμεις έπρεπε να διαχειριστούν το αίτημα για συνθηκολόγηση. Ο Hertling αποχωρεί από την καγκελαρία, τα ηνία της οποίας αναλαμβάνει ο Μαξιμιλιανός της Βάδης. Στις 4 Οκτωβρίου, μέσω της κυβέρνησης της ουδέτερης Ελβετίας, η οποία αναλαμβάνει ρόλο μεσολαβητή, απευθύνεται στον Wilson, με το αίτημα της έναρξης ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, βασιζόμενων στα 14 Σημεία, στις αρχές δηλ. του ουιλσονικού Υπομνήματος. Στο σχετικό έγγραφο, το οποίο φτάνει στην αμερικανική πρωτεύουσα ύστερα από δυο μέρες, περιλαμβάνεται και η πρόταση, υπό μορφή ερωτήματος, για σύναψη ανακωχής. Η στάση του Ουίλσον είναι απογοητευτική. Ζητά να προσέλθει σε συνομιλίες μόνο με εκπροσώπους του γερμανικού κράτους, οι οποίοι θα έχουν εκλεγεί από τον λαό. Ο Ludendorff αντιδρά αλλά ο Μαξιμιλιανός θα προτιμήσει να στείλει έγγραφο στην Ουάσιγκτον, δηλώνοντας πως συναινεί στην καθολική αποδοχή των όρων. Η ώρα, όμως, για την οριστική αποδέσμευση της Γερμανίας από τον πόλεμο δεν έχει ακόμα σημάνει.

Ο Αμερικανός πρόεδρος έπρεπε να συνδιαλλαγεί και με τους ηγέτες της Αντάντ. Οι συνομιλίες του με τον David Lloyd George και τον Georges Clemenceau υπήρξαν δυσχερείς, εξαιτίας των απαιτήσεων των εκπροσώπων των δυο κύριων Δυνάμεων της Συνεννόησης, οι οποίοι, επιπρόσθετα, βρίσκονταν και σε σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ τους. Η άρνηση του Wilson στα προβαλλόμενα αιτήματά τους, για τροποποίηση ορισμένων παραμέτρων, στρατιωτικών και πολιτικών, εμπεριεχομένων στα 14 Σημεία του Υπομνήματός του, το οποίο είχε γίνει κατ’ αρχήν αποδεκτό, στις 23 Οκτωβρίου, υπήρξε καθολική. Ο Γάλλος πρωθυπουργός απαιτούσε, μεταξύ άλλων, περισσότερες εγγυήσεις από τους Γερμανούς, τις οποίες μετέφραζε σε κατοχή εδαφών καθώς και κατάργηση του όρου περί μυστικής διπλωματίας, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός, όπως και Αμερικανοί Αξιωματούχοι, φοβούμενος κλιμάκωση των επαναστατικών εξελίξεων, με πιθανή επέκταση του κομμουνιστικού καθεστώτος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, φαινόταν αντίθετος στην επιβολή δυσβάσταχτων υποχρεώσεων στην μεγάλη ηττημένη του πολέμου. Επιπλέον, αντετίθετο στην ελευθερία των θαλασσών, παρεπόμενο της οποίας θα ήταν η κατάργηση του μέτρου του αποκλεισμού, ενώ ο Sonnino, επιμένει στην εφαρμογή της Συνθήκης του Λονδίνου, του Απριλίου 1915. Οι Αμερικανοί ήταν ανένδοτοι. Ο House επιμένει στην επιβολή των όρων του ουιλσονικού Υπομνήματος και δηλώνει: «Ή αποδοχή […] ή τίποτα». Ειδάλλως, ξεχωριστή ειρήνη με την Γερμανία. Οι εταίροι αποδέχονται, αναγκαστικά, τους όρους του Wilson και στις 30 Οκτωβρίου στέλνουν κοινή διακοίνωση προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, διατηρώντας, όμως, επιφυλάξεις για το ζήτημα της ελευθεροπλοῒας και των επανορθώσεων, που σήμαινε πολεμικές αποζημιώσεις και εκφράστηκε με αυτόν τον όρο στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών, με το διαβόητο άρθρο 231.

Μια μέρα νωρίτερα, υπογράφηκε και η ανακωχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη στιγμή, που η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία προοιωνιζόταν δυσχερής, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της τελικής απόφασης, που θα σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος του πολέμου. Οι μονάρχες παραιτούνταν και στις 9 Νοεμβρίου ο αυτοκράτωρ, Γουλιέλμος B΄, εγκατέλειπε το αξίωμά του, τη στιγμή, που δύο στρατιωτικοί αυτοκτονούσαν, αδυνατώντας να σηκώσουν το ηθικό βάρος της ήττας της πατρίδας τους και της διάψευσης των προσδοκιών τους, ενώ οι τύχες της χώρας περιέρχονταν στα χέρια των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι διόριζαν επικεφαλής της κυβέρνησης τον Friedrich Ebert. Σύμφωνα με πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας Ακρόπολις, της 31ης Οκτωβρίου, ο αυτοκράτωρ, αναγκάστηκε να παραιτηθεί «όχι ως αντισοσιαλιστής, αλλ’ ως ο πρώτος υπεύθυνος δια τα διπλωματικά και στρατιωτικά λάθη τα υπό της επισήμου Γερμανίας διαπραχθέντα. Και ακόμη ως μη αντλήσας εκ του Συντάγματος του διέποντος την Αυτοκρατορίαν την πλήρη υπόστασιν της υπουργικής και κοινοβουλευτικής ευθύνης, αλλ’ ως ανακατώσας αυτήν μετά της ιδικής του». Ωστόσο, συνέχιζε ο αρθρογράφος, συνυπεύθυνος ήταν και ο γερμανικός λαός, ο οποίος, μέσω του αντιπροσωπεύοντος αυτόν Ράιχσταγκ, συναίνεσε στην «κήρυξιν ή την μη παρεμπόδισιν του πολέμου».
Οι εξελίξεις στη Γερμανία και η ανάληψη διαχείρισης της εξουσίας από σοσιαλιστική κυβέρνηση, χαιρετίστηκε θερμά, όπως επισημαινόταν στη εφημερίδα Μακεδονία, της 30ής Οκτωβρίου, από ορισμένους, οι οποίοι εξήραν την νίκη του λαού, τον οποίο η ήττα της χώρας του βοήθησε να «εγκαθιδρύσει τη δημοκρατία». Αξιόλογες ήταν οι επισημάνσεις και η αναφορά στην προ εβδομήντα ετών ήττα της Γαλλίας, όπου μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο, ο Victor Hugo, μιλώντας στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, στη διάρκεια συζήτησης, σχετικής με την υπογραφή της συνθήκης, που ταπείνωσε την χώρα του, ανέφερε πως μπορεί η Γαλλία να είχε χάσει τον πόλεμο αλλά είχε εξέλθει από αυτόν ως δημοκρατία. Είχε, δε, τονίσει πως η Γαλλία «επιφυλάσσεται να πληρώση εις τον γερμανικόν λαόν την ευεργεσίαν, αποδίδουσα και εις αυτόν μιαν ημέραν την δημοκρατίαν του». Η ώρα είχε φτάσει∙ η ολοκληρωτική εξασθένιση και ο αφανισμός της στρατιωτικής Γερμανίας, «διευκόλυνε την γερμανικήν Επανάστασιν και επέφερε την γερμανικήν δημοκρατίαν». Οι επιπτώσεις του γεγονότος ανά τον κόσμο θα ήταν εξόχως σημαντικές, διότι με την ανακωχή θα δρομολογούνταν και θα επιταχύνονταν οι διαδικασίες για την έναρξη των συνομιλιών, των σχετικών με την μέλλουσα να εγκαθιδρυθεί ειρήνη και, επιπλέον, η απομάκρυνση του αυτοκράτορα από τον θρόνο του, θα συνέβαλε στην κατάργηση της βασιλείας, παντού, παγκοσμίως. Το επαναστατικό πνεύμα θα συμπαρέσυρε και τις νικήτριες του πολέμου Δυνάμεις: τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία[5].
Ο επαναστατικός αναβρασμός στη Γερμανία είναι γεγονός πως επιτάχυνε άμεσα τις διαδικασίες για την τελική συμφωνία, που θα συνεπέφερε την οριστική λήξη των εχθροπραξιών και θα επέτρεπε την έναρξη των διπλωματικών διαβουλεύσεων, με σκοπό την αναδιάταξη και περιφρούρηση της ειρήνης, ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα Έθνος, της 29ης Οκτωβρίου 1918, «Οι Γερμανοί πληρεξούσιοι ευρισκόμενοι εις το γαλλικόν Στρατηγείον, μετά την διαβίβασιν των όρων του Φος εις το εν Σπα γερμανικόν Στρατηγείον και εις την νέαν κυβέρνησιν του Βερολίνου και κατόπιν της λήψεως σχετικών οδηγιών παρεδέχθησαν άπαντες τους όρους της ανακωχής».H προθεσμία για την αποδοχή των όρων έληγε το ξημέρωμα της 11ης Νοεμβρίου και συγκεκριμένα στις 3 π.μ.
Τα ξημερώματα της 11ης Νοεμβρίου, την 5η π.μ., υπεγράφη, τελικώς, η ανακωχή με τη Γερμανία, από τον στρατάρχη Ferdinand Foch, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων και του Matthias Erzberger, ο οποίος εκπροσωπούσε την νέα, γερμανική κυβέρνηση. Η ανακωχή αυτή έχει μείνει γνωστή στην ιστορία ως η ανακωχή της Rethondes ή ανακωχή της Κομπιένης, από το ομώνυμο δάσος στο ξέφωτο του οποίου βρισκόταν η Rethondes. Υπεγράφη στο βαγόνι-στρατηγείο του στρατάρχη Ferdinand Foch. Η εφημερίδα του Clemenceau, L’ Homme Libre, ανέγραφε, όμως, τον όρο «συνθηκολόγηση».
The Coach That Made History

Το Παρίσι γιόρτασε το γεγονός, με 1200 κανονιοβολισμούς, οι οποίοι ακούστηκαν μεταξύ 11 και 11.40 πμ. Ήταν η ώρα, που είχε οριστεί από το κείμενο της ανακωχής, ως ώρα κατάπαυσης του πυρός. Ο γηραιός Clemenceau, πρωθυπουργός από τις 20 Νοεμβρίου 1917, μετέβη, ύστερα από λίγες ώρες, στην εθνική αντιπροσωπεία, την οποία ενημέρωσε για το ευτυχές γεγονός και απευθυνόμενος στο σώμα τόνισε: «οι αντιπρόσωποι της Γερμανίας αναγνώρισαν πως η συζήτηση [διεξήχθη] σ’ ένα μεγάλο πνεύμα συνδιαλλαγής». Δίνοντας «την εντύπωση ενός ανθρώπου συντετριμμένου από τη συγκίνηση, που τον διακατείχε», δήλωσε ικανοποιημένος, επειδή «αυτή τη μεγάλη ώρα, επίσημη και τρομερή, το καθήκον μου ολοκληρώθηκε». Τόνισε πως οι Γερμανοί, έμειναν ικανοποιημένοι από το «πνεύμα συνδιαλλαγής», που επικράτησε στη διάρκεια των συζητήσεων, και σκέπτονταν να συντάξουν ένα κείμενο, ένα «μανιφέστο», «σε ένδειξη σεβασμού προς τη Γαλλία και τους εταίρους της». Σε συνέντευξη τύπου, που έδωσε σε δημοσιογράφους και σε εκπροσώπους του υπουργείου Πολέμου, ο Γάλλος πρωθυπουργός εξήγησε πως οι Γερμανοί επέμεναν, κυρίως, στο πρόβλημα του επισιτισμού, δεδομένου ότι τόσο ο γερμανικός όσο και ο αυστριακός λαός, αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας.


Στην Μεγάλη Βρετανία, ο Lloyd George ενημέρωσε τη Βουλή των Κοινοτήτων για την ανακωχή, η οποία ερμηνεύθηκε από τον γαλλικό τύπο ως «ο πρόλογος της ειρήνης, που θα ακολουθούσε σε λίγες μέρες»[6]. Η Συνδιάσκεψη των Παρισίων ξεκίνησε τις εργασίες της δυο μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1919.

Το κείμενο της ανακωχής εκτεινόταν σε 34 άρθρα και διαιρείτο σε έξι μέρη. Το πρώτο μέρος περιλάμβανε τα άρθρα 1-11 και αφορούσε το Δυτικό σύνορο της Γερμανίας, το δεύτερο, τα Ανατολικά σύνορα της Γερμανίας και περιλάμβανε τα άρθρα 12 έως 16, το τρίτο μέρος, με ένα μόνο άρθρο, το 17, όριζε τα της εκκένωσης της Ανατολικής Αφρικής από τα γερμανικά στρατεύματα. Το τέταρτο μέρος, με το 18ο άρθρο, όριζε τους γενικούς όρους, ενώ με το 19ο, τους οικονομικούς. Το πέμπτο μέρος αφορούσε στους ναυτικούς όρους και εκτεινόταν από το άρθρο 20 έως 33, ενώ το τελευταίο μέρος, το έκτο, περιλάμβανε ένα άρθρο, το 34, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη διάρκεια ισχύος του κειμένου της ανακωχής και καθόριζε την χρονική διάρκειά της. Ταυτοχρόνως, βάσει αυτού προχωρούσε στη σύσταση μιας Διαρκούς Διεθνούς Επιτροπής Ανακωχής, έργο της οποίας θα ήταν η διασφάλιση της καλύτερης δυνατής εκτέλεσης των όρων της Συμφωνίας Ανακωχής.
Αξίζει να αναφερθεί πως στον τύπο, συνήθως, διατυπώνονταν αντίθετες γνώμες για την ώρα υπογραφής του κειμένου της ανακωχής. Άλλοτε αναφέρεται η 6η πρωινή, άλλοτε η 5η, άλλοτε η 7η. Και τούτο έχει σημασία, διότι η ώρα υπογραφής είχε άμεση σχέση με την ώρα τερματισμού των εχθροπραξιών. Στο 1ο άρθρο οριζόταν πως αυτές θα σταματήσουν έξι ώρες μετά την υπογραφή. Το ίδιο το κείμενο, στην ακροτελεύτια φράση του ανέφερε ως ώρα υπογραφής την 5η πρωινή και το στοιχείο αυτό ήταν γραμμένο με το χέρι και όχι στο πληκτρολόγιο. Επομένως, αυτή είναι και η ορθή ώρα, αν υπολογιστεί πως οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν, επισήμως, στις 11 π.μ. Αλλά είναι αναγκαία και μια άλλη διασαφήνιση: στο γαλλικό κείμενο, που προέρχεται από το Service historique de la Défense, της Γαλλίας, την ακροτελεύτια φράση, ακολουθεί η διευκρίνιση, «γαλλική ώρα», χειρόγραφη κι’ αυτή.
Η ανακωχή της Γερμανίας με τους Συμμάχους είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καθολική παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, 36 ημερών, σε όλα τα πεδία των μαχών[7]. Στο συμβατικό κείμενο της ανακωχής ήταν προσαρτημένα δυο παραρτήματα. Το πρώτο αναφερόταν στον τρόπο και τις προθεσμίες εκκένωσης του Βελγίου, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου αλλά και της Αλσατίας-Λορένης από τα γερμανικά στρατεύματα. Το δεύτερο, στην εκκένωση των περιοχών της Ρηνανίας. Το δεύτερο παράρτημα, προσαρτημένο στη σύμβαση ανακωχής, αφορούσε στο συγκοινωνιακό δίκτυο και τις επικοινωνίες και περιλάμβανε πέντε άρθρα.

Ύστερα από τη λήξη της ημερομηνίας ισχύος της ανακωχής, προβλέφθηκε η επέκτασή της, διαδοχικά, με άλλες τρεις Συμφωνίες, τον Δεκέμβριο του 1918 και τον Ιανουάριο του 1919, λίγο μετά την έναρξη των διαβουλεύσεων στο Παρίσι, για τη νομική εμπέδωση της ειρήνης, και τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Με την πρώτη, πρόσθετη πράξη για την επιμήκυνση της ανακωχής, της 13ης Δεκεμβρίου 1918, επεκτεινόταν η ισχύς της ως τις 17 Ιανουαρίου 1919 και προσετίθετο συγκεκριμένος όρος, που αφορούσε στη δυνατότητα των Συμμάχων να καταλάβουν την ουδέτερη ζώνη του Ρήνου, από τη γέφυρα του Ρήνου ως τα ολλανδικά σύνορα. Η πρόσθετη πράξη περιλάμβανε και οικονομικούς όρους. Ακολούθησε η δεύτερη, πρόσθετη στην ανακωχή πράξη, της 16ης Ιανουαρίου 1919, η οποία περιλάμβανε επτά άρθρα και επεξέτεινε τη διάρκεια της ανακωχής του Νοεμβρίου ως τις 17 Φεβρουαρίου 1919. Αναφερόταν στους σιδηροδρόμους και στους αιχμαλώτους πολέμου. Ιδιαίτερη σημασία εμφάνιζε το άρθρο 7, σύμφωνα με το οποίο η γερμανική κυβέρνηση όφειλε να λάβει όλα τα προσήκοντα μέτρα, ώστε, διαρκούσης της ανακωχής, να θέσει στη διάθεση των Συμμάχων και υπό την εποπτεία τους, ολόκληρο τον εμπορικό της στόλο, με στόχο τον επισιτισμό της Γερμανίας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης. Η τελευταία, πρόσθετη πράξη επιμήκυνσης της ανακωχής του Νοεμβρίου, υπογράφηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1919 και αναφερόταν στην Πολωνία. Το άρθρο 2 αφορούσε στην επέκταση της ισχύος της ανακωχής του Νοεμβρίου και των άλλων πρόσθετων πράξεων. Η επιμήκυνση ήταν μικρής διάρκειας, δεν ανέφερε ημερομηνία εκπνοής των όρων της και οι Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις επιφυλάσσονταν του δικαιώματος να την καταγγείλουν, προαναγγέλλοντας αυτό τρεις μέρες νωρίτερα[8]
Είναι γεγονός πως η κατάρρευση της Γερμανίας υπήρξε απροσδόκητη, διότι αναγκάσθηκε, υπό το βάρος των ραγδαίων στρατιωτικών, ιδίως, αλλά και πολιτικών εξελίξεων, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό τοπίο, να συναινέσει στην υπογραφή της ανακωχής ή, σύμφωνα με ορισμένες, ανυπόστατες, ίσως, δοξασίες μεταγενέστερων Γερμανών ηγετών, να «οδηγηθεί με δόλο» σ’ αυτήν. Όταν πίστευε ικανές τις πιθανότητες να κερδίσει τον πόλεμο, στράφηκε προς τη Ρωσία, υπαγορεύοντάς της τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, στις 3 Μαρτίου του 1918, και μόνο όταν τα αμερικανικά στρατεύματα συνενώθηκαν με τα στρατεύματα της Αντάντ, έτοιμα να εισέλθουν σε γερμανικό έδαφος, εξουθενωμένη πια, δέχθηκε τις ουιλσονικές αρχές και συναίνεσε στην ανακωχή. Επομένως, είναι γεγονός αδιαπραγμάτευτο, όπως είχε υποστηρίξει ο Pierre Renouvin, το 1957, στο διάσημο βιβλίο του, Histoire des relations internationales, πως «η στρατιωτική αποτυχία επιβάλλει τη συνθηκολόγηση» της Γερμανίας, αφ’ ης στιγμής η κυβέρνησή της «κατανόησε πλήρως πως κάθε απόπειρα περαιτέρω αντίστασης θα ήταν απατηλή». Ωστόσο, δεν πρέπει να παρορώνται και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι, συνυπολογιζόμενοι αθροιστικά με τον στρατιωτικό τομέα, οδήγησαν την πρωταίτια του πολέμου σ’ αυτό το άδοξο, για την ίδια, τέλος. Έτσι, ο Edward H. Carr θεωρεί πως ο οικονομικός παράγοντας και η προπαγάνδα έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη συντριβή της Γερμανίας, όταν τονίζει πως «ο συμμαχικός αποκλεισμός και οι συμμαχικές νίκες στο πεδίο της μάχης παρέλυσαν τις γερμανικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, η συμμαχική προπαγάνδα κατέστη εξαιρετικά αποτελεσματική και έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην τελική κατάρρευση της Γερμανίας. Η νίκη του 1918 επιτεύχθηκε με έναν επιδέξιο συνδυασμό στρατιωτικής ισχύος, οικονομικής ισχύος και ισχύος πειθούς».

Από την άλλη πλευρά, ο Ian Kershaw, θεωρεί, άποψη, που και ο Renouvin αφήνει ανοιχτή, πως η συνθηκολόγηση της Γερμανίας είχε να κάνει με την επανάσταση, που ξεκίνησε στα τέλη Οκτωβρίου του 1918, στο Wilhelmshaven και στο Κίελο και την ημέρα, που παραιτήθηκε ο Κάιζερ, στις 9 Νοεμβρίου, έφτασε στο Μόναχο, και ήταν απόρροια της έκθυμης επιθυμίας του γερμανικού λαού να τελειώσει ο πόλεμος, να τερματισθεί η «πείνα» και η «αθλιότητα», αλλά «και να απαλλαγεί από μια μοναρχία που δεν ήταν ικανή να προσφέρει τίποτα σε κανέναν»∙ μια επανάσταση, την οποία ο ακόμα άσημος και ανίσχυρος Hitler, αποκάλεσε «συμμορία άθλιων εγκληματιών», που στόχο είχε «να βάλει την πατρίδα στο χέρι».
Ας υπενθυμισθεί πως οι Δυνάμεις της Αντάντ, προσήλθαν σε ανακωχή με τη Βουλγαρία, στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, ένα μήνα αργότερα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 30 Οκτωβρίου 1918 και με την Αυστροουγγαρία, στις 3 Νοεμβρίου 1918. Δυο μέρες μετά την ανακωχή με τη Γερμανία, οι Σύμμαχοι υπέγραψαν ανάλογο κείμενο με την Ουγγαρία, στο Βελιγράδι, στις 13 Νοεμβρίου 1918.Τις τρεις πρώτες ανακωχές, με τη Βουλγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία και, ιδιαιτέρως, εκείνη με τη Γερμανία, ο Soutou, τις αποκαλεί «πολιτικο-στρατιωτικές» και μιλάει για «πολιτικοποίηση των ανακωχών», εξηγώντας πως οι ισχυρές Δυνάμεις της Συνεννόησης θέλησαν να «εγγράψουν [στο] κείμενο της ανακωχής όρους, που θα τους προσκόμιζαν θεμελιώδεις πολιτικές εγγυήσεις εν όψει των [επερχόμενων] διαπραγματεύσεων της ειρήνης».
Είναι αξιομνημόνευτο το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών, που έχουν εντρυφήσει στην ιστορία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπερνά τα της ανακωχής, δίνοντας έμφαση στα όσα προηγήθηκαν αυτής και στα μετέπειτα, εστιάζοντας, ιδίως, στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων και στις σχετικές Συνθήκες, βάσει των οποίων τερματίστηκε ο πόλεμος. Ωστόσο, ο Soutou, ένας εκ των οποίων έχουν εντρυφήσει σ’ αυτή την ιδιαίτερη και πολυσήμαντη καμπή του εκλαμβανόμενου ως το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, θεωρεί ως ημερομηνία λήξης του, την 10η Ιανουαρίου 1920, ημέρα επικύρωσης της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, υποστηρίζοντας πως, από την ημέρα υπογραφής της ανακωχής έως την 10η Ιανουαρίου, υπήρξε μια περίοδος, που την αποκαλεί «καθεστώς ανακωχής». Η συγκεκριμένη ερμηνεία δύναται να θεμελιωθεί, εν μέρει, και στο γεγονός πως καθ’ όλη, σχεδόν, τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη της ειρήνης, δεν έγινε αποστράτευση. Η επαναφορά, δε, της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στα προ τα πολέμου επίπεδα ήταν ένας στόχος δυσεπίτευκτος. Και αυτό επιτεινόταν από τις κοινωνικές και εθνικές αναστατώσεις, που προέκυψαν μετά το τέλος του πολέμου (Berger, 2011), οι οποίες υπήρξαν απόρροια και των σαθρών θεμελίων, επί των οποίων βασίστηκε το συμβατικό οικοδόμημα της ειρήνης, με προεξάρχουσα τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών.
Από την άλλη πλευρά, εδώ και χρόνια, ιδίως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχουν αρχίσει να πληθαίνουν οι φωνές, οι οποίες αμφισβητούν, ακόμα, και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εκλαμβάνοντας τη μακρά περίοδο του μεσοπολέμου, ως μια περίοδο ανακωχής και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως προέκταση του Πρώτου. Ερωτήματα, που έχουν τεθεί στην επιστημονική κοινότητα και ανοίγουν προοπτικές για περαιτέρω έρευνα. Παρά ταύτα, δεν πρέπει να λησμονούμε πως μεσολάβησαν εικοσιένα χρόνια ειρήνης, «ανάπηρης», όμως, μια και οι συμβατικές ρυθμίσεις, που την εγκαθίδρυσαν φιλοδόξησαν να τερματίσουν τον «der des der», τον τελευταίο όλων των πολέμων, αλλά εμπεριείχαν το «σπέρμα» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η συνοπτική, ωστόσο, σημερινή αναφορά στα της ανακωχής με τη Γερμανία, τον Νοέμβριο του 1918, που φιλοδόξησε να σημάνει μια ειρηνική περίοδο, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ατελής, αν δεν προσπερνούσαμε την μεσοπολεμική περίοδο και επιχειρώντας ένα άλμα δεν φτάναμε σε μια άλλη ανακωχή, που υπεγράφη είκοσι δυο, σχεδόν, χρόνια αργότερα, στην ίδια τοποθεσία, στο δάσος της Κομπιένης, στο ξέφωτο της Rethondes, στο ίδιο βαγόνι, μέσα στο οποίο η Γερμανία είχε συναινέσει στην κατάπαυση των εχθροπραξιών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ύστερα από απαίτηση του Adolf Hitler, ο οποίος βιάστηκε να πάρει την εκδίκηση για την «ατίμωση», που είχε υποστεί η χώρα του, τότε. Μόνο, που η φορά της ιστορίας είχε αντιστρέψει τους ρόλους. Στον ρόλο του νικητή, τώρα, ήταν η Γερμανία, ο στρατός της οποίας είχε εισβάλει στο γαλλικό έδαφος και ο Φύρερ της υποχρέωσε την υποταγμένη Γαλλία να συναινέσει σε μια ταπεινωτική, όπως πίστευε ο ίδιος, ανακωχή, τερματίζοντας τον πόλεμο, που είχε κηρύξει στη χώρα του, συγχρόνως με τους Βρετανούς, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939.

Στις 16 Ιουνίου 1940, παραιτείτο η κυβέρνηση του Paul Reynaud και αναλάμβανε ο Philippe Pétain, ο οποίος προωθώντας τον συμβιβασμό με τη Γερμανία, ζήτησε τη σύναψη ανακωχής. Η Ιταλία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία, στις 10 Ιουνίου, με αποτέλεσμα, η δεύτερη, να βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση και με τις δυο, κύριες, Δυνάμεις του Άξονα. Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ανακωχής, με τη Γερμανία, ξεκίνησαν στις 19 Ιουνίου και στις 23 Ιουνίου, με την Ιταλία. Στις 22 Ιουνίου, υπεγράφη η γαλλογερμανική ανακωχή από τον στρατάρχη, Wilhelm Keitel, ο οποίος ενεργούσε κατ’ εντολή του Hitler, που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, και από τον στρατηγό Charles Huntziger, εκπρόσωπο της γαλλικής κυβέρνησης, με ειδική εξουσιοδότηση για τον συγκεκριμένο σκοπό. Την επόμενη μέρα, οι ίδιοι Γάλλοι αντιπρόσωποι μετέβαιναν στη Ρώμη, όπου, στις 24 του μηνός, έθεταν την υπογραφή τους, για λογαριασμό της χώρας τους, στο κείμενο της ανακωχής με την Ιταλία. Η έναρξη ισχύος των δυο ανακωχών ήταν ταυτόχρονη∙ ξεκίνησε την επομένη, 25 Ιουνίου.
Το γαλλογερμανικό κείμενο περιλάμβανε 24 άρθρα, βάσει του πρώτου, η Γαλλία έπρεπε να τερματίσει τις εχθροπραξίες εναντίον του Γ΄ Ράιχ, σε ολόκληρο το γαλλικό έδαφος, όπως και σε όλες τις κτήσεις, στα προτεκτοράτα, τις αποικίες καθώς και στα υπό εντολή εδάφη και στη θάλασσα. Τα γαλλικά στρατεύματα, που βρίσκονταν περικυκλωμένα από γερμανικά, όφειλαν να καταθέσουν, άμεσα, τα όπλα τους. Ιδιαίτερη σημασία, παρουσιάζει το τελευταίο άρθρο, βάσει του οποίου οριζόταν η ισχύς της ανακωχής έως την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης, με δυνατότητα καταγγελίας, εκ μέρους της Γερμανίας, αν η Γαλλία δεν συμμορφωνόταν με τις υποχρεώσεις της, που περιγράφονταν στο κείμενο της ανακωχής[9]. Με άλλα λόγια, ο χρόνος εκπνοής της ανακωχής, ήταν απροσδιόριστος και, συγχρόνως, «προδιέγραφε», εμμέσως, τη νίκη της Γερμανίας στον διεξαγόμενο πόλεμο.
Αν θέλουμε να αντιπαραβάλουμε τις δύο, γαλλογερμανικές ανακωχές, του 1918 και του 1940, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως ο χρόνος και μόνο της υπογραφής τους, υποδηλώνει την τεράστια διαφορά τους. Η πρώτη, τερμάτιζε έναν πόλεμο, ολέθριο και απάνθρωπο, και άνοιγε την πόρτα, ή ένα παράθυρο, στην ειρήνη, η δεύτερη επισφράγιζε και πριμοδοτούσε έναν πόλεμο, που είχε ξεκινήσει δέκα μήνες νωρίτερα, προαναγγέλλοντας λαθεμένα τον νικητή του πολέμου. Και μόνο αυτό το γεγονός, θεωρούμε, πως είναι αρκετό για να θέσει έναν προβληματισμό: επρόκειτο για Ανακωχή ή για Συνθηκολόγηση;
Armistice (World War 1 Documentary) | Timeline

Υποσημειώσεις
[1]Ας υπενθυμισθεί, ότι ο όρος «Σύμμαχες και Συνασπισμένες Δυνάμεις», ανήκει στον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος επιδίωξε να διευκρινίσει πως οι ΗΠΑ συνεταιρίστηκαν, μεν, με τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις της Αντάντ, αλλά εκείνες πολέμησαν για «δικούς τους λόγους» και επιδίωκαν να επιτύχουν τους δικούς τους «σκοπούς του πολέμου». http://mjp.univ–perp.fr/traites/1918armistice.htm
[2]Έθνος, 30 Οκτωβρίου 1918. Σημειώνεται πως οι ημερομηνίες στις ελληνικές εφημερίδες είναι σύμφωνες με το Iουλιανό ημερολόγιο, που ίσχυε τότε ακόμα στην Ελλάδα.
[3] L’Homme Libre, 12 novembre 1918.
[4]Σημειωτέον, πως οι ΗΠΑ, παρά την εκδηλωθείσα και εμπράκτως επιθυμία τους να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στις διεργασίες της Αντάντ με τη Βουλγαρία, για την επίτευξη συμβατικής ειρήνης, παρεμποδίστηκαν από τον Clemenceau, ο οποίος δήλωσε στον Wilson πως δεν είχε κηρυχθεί εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα στις δυο χώρες. Λεονταρίτης, 2000, 372.
[5]Μακεδονία, 30 Οκτωβρίου 1918.
[6]L’Humanité, 12 novembre 1918, όπου δημοσιευόταν το περιεχόμενο των όρων της Ανακωχής. Στην ίδια εφημερίδα και το άρθρο, Marchel Cachin, « La signature de l’armistice ». Επίσης, Le Temps, L’Homme Libre, 12 novembre 1918.
[7]Οι επισημάνσεις αυτές προκύπτουν από έναν ορισμό του όρου «Ανακωχή»: «L’ armistice est l’ accord qui a pour effet la suspension totale ou partielle des hostilités, pour un temps déterminé ou indéterminé, sur tout le théâtre de guerre ou bien sur une partie de ce dernier». Monaco, 1947, p.323.
[8]http://mjp.univ-perp.fr/traites/1918armistice.htm Επίσης, Service historique de la Défense. La Convention d’armistice du 11 novembre 1918. servicehistorique.sga.defense.gouv.fr .
[9]http://mjp.univ-perp.fr/france/1940armistice.htm
Βιβλιογραφία
Αρχειακές-Διαδικτυακές Πηγές
http://mjp.univ–perp.fr/traites/1918armistice.htm
Service historique de la Défense. La Convention d’armistice du 11 novembre 1918. servicehistorique.sga.defense.gouv.fr .
http://mjp.univ-perp.fr/france/1940armistice.htm
Εφημερίδες
Ακρόπολις
Αστήρ
Έθνος
Εμπρός
Homme Libre (L’)
Humanité(L’)
Μακεδονία
Temps (Le)
Βιβλία και Μελέτες.
Albrecht-Carrié René, A Diplomatic History of Europe Since The Congress of Vienna, London, Methuen & Co LTD-London, 1961.
Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910-1920, Τόμος Δεύτερος, Αθήναι, 1970.
Berger Françoise, «L’armistice de 1940 : négociations et conséquences», Revue de la Société des Amies du Musé de l’Armée, 2011, pp. 57-65. <halshs-00693149>
Berstein Serge – Milza Pierre, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης. 1919 έως Σήμερα, μετάφραση, Μιχάλης Κοκαλάκης, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1997.
Berstein Serge, Δημοκρατίες, αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα στον 20ό αιώνα, Μετάφραση Ηρακλεία Στροίκου-Σοφία Βόικου, Γ΄ έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα-Hachette, 2004.
Carr Edward H., Η Εικοσαετής Κρίση, 1919-1939. Εισαγωγή στη μελέτη των Διεθνών Σχέσεων, Μετάφραση Ηρακλεία Στροίκου, Αθήνα, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Ποιότητα, 2004.
Driault Édouard et Lhéritier Michel, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, T. V, Paris, Les presses Universitaires de France, 1926.
Droz Jacques, Histoire diplomatique de 1648 à 1919, Troisième édition, Paris, Dalloz, 1972.
Goemans H.E., War and Punishment: the causes of War Termination and the First World War, Princeton, Princeton University Press, 2012.
Kershaw Ian, Χίτλερ 1889-1936: Ύβρις, Αθήνα, Scripta, 2000.
Kershaw Ian, Στην Κόλαση των δύο Πολέμων, Ευρώπη, 1914-1949, μετ. Ελένη Αρσενίου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2016.
Kissinger Henry, Διπλωματία, Αθήνα, «Νέα Σύνορα»-Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 1995.
Κοραντής Α. Ι., Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1955), Τόμος Πρώτος, Θεσσαλονίκη, 1968.
Λεονταρίτης Β. Γεώργιος, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000.
Monaco Riccardo, « Les conventions entre belligérants », Recueil des Cours de l’Académie de droit international de la Haye, T. 75, 1947, pp.273-362.
Mourélos Yannis, L’intervention de la Grèce dans la Grande Guerre, Athènes, Institut Français d’ Athènes, 1983.
Mourélos Yannis, «Le front d’Orient dans la Grande Guerre. Enjeux et Stratégies», Colloque. La Grèce et la Guerre. Actes. Philippe Contamine, Jacques Jouanna et Michel Zink éd., Cahiers da la Villa « Kérylos», No 26, Beaulieu-sur-Mer (Alpes-Maritimes), Paris, Diffusion de Boccard, 2015, pp. 260-272, 271.
Renouvin Pierre, Histoire des relations Internationales, Tomes Septième, Les crises du XXe siècle, I. De 1914 à 1929, Paris, Librairie Hachette, 1957.
Renouvin Pierre, L’armistice de Rethondes : 11 novembre 1918, Paris, Gallimard, 2006.
Roucaud Michel, «La convention d’armistice du 11 novembre 1918. Une première étape pour sortir de la guerre», Revue historique des armées. En ligne], 245|2006, mis en ligne le 13 novembre 2008, consulté le 10 juillet 2018. URL:http://journals.openedition.org/rha/5672.
Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1992.
Σφέτας Σπυρίδων, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, Από την Οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1934-1918), Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 2009.
Soutou Georges-Henri, « 1918: la fin de la Première Guerre mondiale ? », Revue historique des armées [en ligne], 251|2008, consulté le 30 septembre 2016. URL :http://rha.revues.org/288
Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Διπλωματική Ιστορία. Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες (1815-1919), Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 1991.