Wilhelm Deist
Το “Εσωτερικό Μέτωπο” στη Γερμανία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Κληθείς να αντιμετωπίσει, τον Ιούλιο του 1914, την προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου στην Ευρώπη, ο Γερμανός καγκελάριος Theobald von Bethmann Hollweg ήταν πεπεισμένος πως η εθνική συνοχή και ενότητα αποτελούσαν τη θεμελιώδη προϋπόθεση για έναν νικηφόρο στρατιωτικό αγώνα. Ωστόσο, επρόκειτο για μια μάλλον τολμηρή εκτίμηση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η γερμανική κοινωνία ήταν βαθιά διχασμένη από πολιτικής απόψεως. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και το υπόλοιπο έθνος, είχε γνωρίσει ένα σημείο κορύφωσης το 1912, όταν το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα απόκτησε την πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο. Παρά ταύτα, μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, κυρίως δε το συντηρητικό κατεστημένο, εξακολουθούσε να θεωρεί τα μέλη του κόμματος ως εσωτερικό εχθρό (Reichsfeinde). Οι βουλευτικές εκλογές του 1912 πυροδότησαν ένα κλίμα έντασης, σε μια στιγμή, μάλιστα, που η θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα ήταν αβέβαιη.¹
Αλλά και η κατάσταση στους κόλπους του στρατεύματος, εγγυητή του ισχύοντος καθεστώτος, ήταν έκρυθμη, εξαιτίας της περίφημης υπόθεσης Zabern, όταν, το 1913, στην ομώνυμη κωμόπολη της ευρισκόμενης υπό γερμανική κατοχή Αλσατίας και Λωρραίνης, η φρουρά αντέδρασε σε διαμαρτυρίες της τοπικής κοινής γνώμης με προσφυγή σε χρήση πρωτοφανούς βίας σε βάρος της τελευταίας, αγνοώντας επιδεικτικά τους υπάρχοντες θεσμούς, καθώς και τις αρμοδιότητες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.²
Κι όμως, τον Ιούλιο του 1914, ο Bethmann Hollweg δικαιώθηκε. Χάρη στη γενική επιστράτευση, την οποία διέταξε ο τσάρος στις 30 Ιουλίου, η Ρωσία αντιμετωπίστηκε ως ο επιτιθέμενος εναντίον του οποίου η Γερμανία όφειλε να αμυνθεί.³ Αξιοποίησε, μάλιστα, την ευκαιρία, δίνοντας εντολή προς τον υπουργό Εσωτερικών, Clemens von Delbrück, και προς τον υπουργό Στρατιωτικών της Πρωσίας, Erich von Falkenhayn, να αποφύγουν να εφαρμόσουν τα ήδη επιμελώς σχεδιασμένα μέτρα έκτακτης ανάγκης ενάντια στα μέλη του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος και των εργατικών συνδικάτων. Στις 25 Ιουλίου, ο Falkenhayn διέταξε τους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές να μη στραφούν κατά της ηγεσίας των πολιτικών κομμάτων ούτε και κατά του Τύπου σε περίπτωση επιβολής καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.⁴ Με δεδομένες τις έκρυθμες σχέσεις, ήδη από το 1890, ανάμεσα στο στρατιωτικό κατεστημένο και το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα, επρόκειτο για μια μάλλον αναπάντεχη εξέλιξη. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, λειτουργούσε ως προπομπός για μια σειρά πετυχημένων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον καγκελάριο και τους εκπροσώπους του παραπάνω κόμματος. Μόνο έτσι φάνταζε εφικτή η υπερψήφιση στο Ράιχσταγκ των πολεμικών κονδυλίων, γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα δίχως προβλήματα και κραδασμούς στις 4 Αυγούστου.⁵


Ως ενίσχυση ακολούθησε και μια δημόσια τοποθέτηση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄, που δήλωσε πως δεν υπήρχαν πολιτικά κόμματα παρά μόνο Γερμανοί. Κατόπιν τούτου, το όραμα του Bethman Hollweg περί εθνικής ενότητας υιοθετήθηκε ως άξονας του πολιτικού προγραμματισμού, ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τα κόμματα. Από τη δική τους πλευρά, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Helmuth von Moltke καθώς και ο υπουργός Στρατιωτικών της Πρωσίας, έσπευσαν να υιοθετήσουν δημόσια τις παραπάνω θέσεις, οι οποίες παρέμειναν γνωστές με την προσωνυμία “πολιτική εκεχειρία εν καιρώ πολέμου”. Ειδικότερα ο πρώτος, δήλωσε πως η εθνική ομοψυχία ήταν πρώτιστης σημασίας για την εν γένει διαχείριση του πολέμου, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα ανεχόταν ούτε ένα περιστατικό απόκλισης από αυτήν.⁶
Με ποιό τρόπο εκλάμβανε, άραγε, το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο την έννοια του όρου “πολιτική εκεχειρία”; Τόσο ο Bethmann Hollweg όσο και ο Moltke, ήταν πεπεισμένοι ήδη από τον Ιούλιο, πως ο συγκεκριμένος πόλεμος θα ήταν φορέας ριζικών πολιτικών ανακατατάξεων.⁷ Ως εκ τούτου, η αντίληψη περί “πολιτικής εκεχειρίας” δεν ήταν δυνατό να λειτουργήσει ως απάντηση σε μια αναμενόμενη πρόκληση του είδους αυτού. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την πολιτική εξίσωση ενός πολέμου σύντομης διάρκειας. Εάν αναζητεί κανείς κάποιο πρόγραμμα πολιτικών μεταρρυθμίσεων, που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του πολέμου, θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του προς τη δήλωση του Bethmann Hollweg περί “πολιτικής νέου προσανατολισμού”, νεφελώδη και αόριστη ως προς το περιεχόμενό της, μια αβέβαιη και αμήχανη υπόσχεση για το μέλλον.⁸ Όσο δε για την “πολιτική εκεχειρία”, είναι σαφές πως δεν έγινε αποδεκτή από τους κύκλους της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς. Μάλιστα, μια από τις διαφορές ανάμεσα στους δυο παραπάνω χώρους οφείλει να επισημανθεί πάραυτα: Η ριζοσπαστική αριστερά υπήρξε αντικείμενο στενής παρακολούθησης από τις κατά τόπους στρατιωτικές αρχές, οι οποίες και κατέστειλαν κάθε προσπάθεια πολιτικής έκφρασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δράση, που ανέπτυξε μέσα στον χειμώνα του 1914 προς 1915 ο στρατιωτικός διοικητής του κρατιδίου της Βυρτεμβέργης ενάντια στη ριζοσπαστική αριστερά και τις οργανώσεις νεολαίας της τελευταίας.⁹

Σε αντιδιαστολή με την άκρα αριστερά, ο χώρος της δεξιάς, ακόμη και αν διαφωνούσε με την “πολιτική εκεχειρία” του καγκελαρίου, διατηρούσε καλές σχέσεις με το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο. Θεωρούσε το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα ως αναξιόπιστο και ασκούσε πίεση για υπέρμετρες πολεμικές διεκδικήσεις.¹º Ο Bethmann Hollweg ήταν υποχρεωμένος να τον υπολογίζει, εξαιτίας των διασυνδέσεών του με υψηλά ιστάμενα στελέχη και οικονομικούς παράγοντες. Η άρνηση του καγκελαρίου να αντλήσει διδάγματα από την εύθραυστη στρατιωτική συγκυρία των μηνών Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου 1914 οφειλόταν εν μέρει στην ανερχόμενη πολιτική επιροή της άκρας δεξιάς. Ο αγώνας του να εφαρμόσει περισσότερο στιβαρή λογοκρισία κατά των “ακραίων” δημοσιευμάτων περί τα τέλη του 1914, αποκαλύπτει τον βαθμό εξάρτησής του από τις κατά τόπους στρατιωτικές διοικήσεις.¹¹ Ως συνέπεια της διάλυσης της ψευδαίσθησης περί πολέμου μικρής διαρκείας και των υπέρμετρων πολεμικών διεκδικήσεων που τη συνόδευαν, η “πολιτική εκεχειρία” μετεξελίχθηκε σε κούφιο σύνθημα ήδη από το τέλος του 1914.
The German Home Front Part 1
Ο γερμανικός λαός (στρατιώτες και άμαχοι) εξήλθαν στον πόλεμο με ενθουσιασμό (αν και όχι παντού), πεπεισμένοι ότι θα διεξήγαγαν έναν αμυντικό, δίκαιο και σύντομο αγώνα, ο οποίος, επιπρόσθετα, θα ολοκληρωνόταν με την επικράτηση της Γερμανίας.¹² Υπό αυτή την οπτική, η εθνική ομοψυχία έδειχνε πως είχε επιτευχθεί. Οι πρώτοι κραδασμοί προέκυψαν από την ίδια την πραγματικότητα του πολέμου και τη στασιμότητα των επιχειρήσεων στο δυτικό μέτωπο το φθινόπωρο του 1914. Στις 14 Νοεμβρίου, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ενημέρωσε τον αυτοκράτορα ότι τα αποθέματα πυρομαχικών του πυροβολικού επαρκούσαν για τέσσερις, μόνο, ημέρες. Λίγο αργότερα, πληροφόρησε και τον καγκελάριο πως ο στρατός είχε απωλέσει το επιθετικό του πνεύμα, ομολογώντας ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες, μια επικράτηση σε βάρος του αντιπάλου φάνταζε αδύνατη. Αιτήθηκε την ενεργοποίηση μιας διπλωματικής διαδικασίας με αντικειμενικό στόχο τη συνομολόγηση χωριστής ειρήνης με τη Ρωσία. Ειδάλλως, μοναδική εναλλακτική λύση ήταν η διεξαγωγή ενός πολέμου φθοράς, ικανού να φέρει τα δυο αντιμαχόμενα συμμαχικά στρατόπεδα στα όρια της εξάντλησης, δίχως, ωστόσο, να εγγυάται την τελική στρατιωτική επικράτηση.¹³ Δυστυχώς, ούτε ο καγκελάριος ούτε το στρατιωτικό κατεστημένο πείστηκαν από τη ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης, στον οποία ο Falkenhayn είχε προβεί. Ωστόσο, η πρωτοβουλία του αρχηγού του επιτελείου γνώρισε μια αναπάντεχη αντανάκλαση στο δυτικό μέτωπο. Εκεί, η αλλαγή σε ό,τι αφορούσε την συναισθηματική πρόσληψη του πολέμου, εκδηλώθηκε μέσω μιας πρωτοφανούς και αυθόρμητης Χριστουγεννιάτικης εκεχειρίας κατά μήκος, πρωτίστως, του αγγλογερμανικού μετώπου.¹⁴ Η παραπάνω αλλαγή διάθεσης, ενεργοποίησε στο εσωτερικό της χώρας μια δημόσια συζήτηση γύρω από τις επεκτατικές πολεμικές διεκδικήσεις, την οποία, ο καγκελάριος Bethmann Hollweg επιχείρησε δίχως ιδιαίτερη επιτυχία να αποτρέψει.

Όμως, η εν γένει ψυχολογική κατάσταση στα μετόπισθεν, έτσι τουλάχιστον όπως άρχισε να διαμορφώνεται εντός του 1915, δεν ήταν απόρροια της πολιτικής προπαγάνδας, αλλά μιας άλλης πικρής συνέπειας του πολέμου: εκείνης του ολοένα και περισσότερο ασφυκτικού συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού. Καθώς, μάλιστα, η γερμανική οικονομία δεν ήταν αυτάρκης σε αγροτικά προϊόντα, τα αποτελέσματα του τελευταίου έγιναν ταχύτατα αισθητά με την έλλειψη βασικών ειδών και τη συνακόλουθη αύξηση των τιμών. Ως αντίμετρο, οι αρχές επέβαλαν ανώτατα όρια στις τιμές, με αποτέλεσμα είτε τη στροφή προς παραγωγή προϊόντων, τα οποία δεν ενέπιπταν για την ώρα στην παραπάνω κατηγορία, είτε, το απλούστερο όλων, τη στροφή προς τη μαύρη αγορά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και εξαιτίας της απουσίας κάποιου ισχυρού κρατικού φορέα, ικανού να περιορίσει τις ανισότητες και τις παρατυπίες του συστήματος διανομής τροφίμων. Το συνεχώς υποβαθμιζόμενο επίπεδο ζωής των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων μοιραία επηρέασε τη στάση των τελευταίων έναντι του πολέμου.¹⁵

Την ίδια ακριβώς εποχή, η κίνηση υπέρ των πολεμικών διεκδικήσεων, γνώρισε έναν νέο γύρο υπέρμετρης δημόσιας προβολής και πολλαπλασιασμού των σχετικών δηλώσεων και δημοσιευμάτων. Η πολιτική του καγκελαρίου ήταν εγκλωβισμένη ανάμεσα στις συμπληγάδες των ακροδεξιών οπαδών των μαξιμαλιστικών πολεμικών διεκδικήσεων αφενός και των απαιτήσεων του αριστερού και του κεντρώου χώρου αφετέρου, που απέρρεαν από τη χαοτική κατάσταση της τροφοδοσίας του πληθυσμού σε τρόφιμα. Η μέχρι τότε “πολιτική εκεχειρία”, η οποία είχε ως άξονα την άσκηση της εξουσίας δίχως πολλές αντικρουόμενες παρεμβάσεις εκ μέρους των κομμάτων, υποκαταστάθηκε από μια πολιτική διαμεσολάβησης ανάμεσα σε δυο πλήρως ανταγωνιστικές αντιλήψεις των κυρίων πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Το όραμα περί εθνικής ενότητας εν καιρώ πολέμου είχε εξαερωθεί.
Αν και η κακή κατάσταση στο δυτικό μέτωπο ήταν αναστρέψιμη διαρκούντος του 1915, το εν γένει κλίμα στα μετόπισθεν επιδεινώθηκε, εξαναγκάζοντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές να υιοθετήσουν προληπτικά μέτρα, προκειμένου να αποσοβηθούν εξεγέρσεις στα μεγάλα και μεσαία αστικά κέντρα. Ο Τύπος εξαναγκάστηκε από τις υπηρεσίες λογοκρισίας να αποσιωπήσει γεγονότα του είδους αυτού, τα οποία εκδηλώθηκαν τον Νοέμβριο του 1915, στο Βερολίνο, στη Δρέσδη και στη Λειψία. Οι Σύμμαχοι, από τη δική τους πλευρά, χρησιμοποίησαν τις παραπάνω έκρυθμες καταστάσεις ως αιχμή του δόρατος της προπαγάνδας τους στο δυτικό μέτωπο.¹⁶
Υποβαθμίζοντας την πραγματικότητα και συνειδητοποιώντας την αδύναμη και αναποτελεσματική θέση του στην κρατική δομή εξουσίας, ο καγκελάριος εξακολουθούσε να πιστεύει ενδόμυχα στις δυνατότητες της “πολιτικής εκεχειρίας”. Αντλούσε αισιοδοξία από το γεγονός της αξιοθαύμαστης προσαρμογής των Σοσιαλδημοκρατών στην εθνική πολεμική προσπάθεια, παρόλη την εμμονή των οπαδών των πολεμικών διεκδικήσεων να εξασφαλίσουν ολοένα και μεγαλύτερη δημοσιότητα για τον εαυτό και τις θέσεις τους.¹⁷
The German Home Front Part 2
Με την είσοδο του 1916, οι στρατιωτικές αρχές παραδέχτηκαν πως κάτι έπρεπε να γίνει σχετικά με την διαρκώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης. Διαφορετικά εγκυμονούσε θανάσιμος κίνδυνος σε βάρος του ηθικού των μονάδων, που μάχονταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Συγκεκριμένα, επιδόθηκαν σε αναζήτηση αντιμέτρων, ικανών να εκτονώσουν την όλη ένταση. Για την επίτευξη του στόχου ήταν απαραίτητη η καλλιέργεια κάποιου είδους προπαγάνδας. Έτσι, όμως, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αποδείχτηκε πως μια τέτοια προπαγάνδα ήταν αδύνατο να λειτουργήσει ως υποκατάστατο του ανύπαρκτου προγράμματος πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Το υπουργείο Στρατιωτικών της Βαυαρίας υπήρξε το πρώτο κατά σειρά, που επισήμανε ότι η γενική δυσφορία εξαιτίας των ελλείψεων σε επίπεδο επισιτισμού, η διογκούμενη αντιπαράθεση της υπαίθρου με τα αστικά κέντρα, τέλος, ορισμένα περιστατικά εξεγέρσεων, τα οποία είχαν εκδηλωθεί στη βόρειο Γερμανία, απειλούσαν πλέον απροκάλυπτα την πολεμική προσπάθεια της χώρας στο σύνολό της.¹⁸ Επικέντρωνε την εκτίμησή του στις αρνητικές συνέπειες της περιγραφής της κατάστασης, έτσι όπως αυτή διατυπωνόταν στις ιδιωτικές επιστολές συγγενών με αποδέκτες τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής. Εισηγήθηκε την καταπολέμηση με κάθε τρόπο (π.χ. μέσω συστηματικής προπαγάνδας για την καταπολέμηση της πείνας) της κόπωσης εξαιτίας της παράτασης του πολέμου και των αναδυομένων τάσεων υπέρ της ειρήνης. Ως έμμεσα εργαλεία της παραπάνω προπαγάνδας εισηγήθηκε να αξιοποιηθούν οι τοπικές αρχές, ο κλήρος, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και διάφοροι ιδιωτικοί φορείς. Ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί, προς το παρόν, η εμπλοκή της κεντρικής εξουσίας.
Εν συνεχεία, τη σκυτάλη πήραν τα υπουργεία Στρατιωτικών της Πρωσίας και της Βυρτεμβέργης.¹⁹ Το αποτέλεσμα ήταν να οργανωθεί και να εξαπολυθεί σε ολόκληρη την επικράτεια μια προπαγάνδα με κεντρικό σύνθημα τη λέξη “Αντέχουμε”.²º Συντονιστής της όλης προσπάθειας ανέλαβε το νεοϊδρυθέν ακριβώς για τον σκοπό αυτό Γραφείο Τύπου Πολέμου (Kriegspresseamt), το οποίο και παρήγαγε έναν τεράστιο όγκο προπαγανδιστικού υλικού.²¹ Αν και ο φορέας είχε αναπτύξει δράση εντός περιοχών, που υπάγονταν στη στρατιωτική δικαιοδοσία, το υπουργείο Στρατιωτικών απέφυγε να εμπλακεί άμεσα, παρακολουθώντας την οργάνωση της εκστρατείας από απόσταση. Συνειδητοποιώντας την ανάγκη να προσεταιριστεί το εργατικό κίνημα, έστειλε οδηγίες προς τους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές να επιτρέψουν εκδηλώσεις του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος με αντικείμενο τον επισιτισμό της χώρας. Παρά την ανοχή, η εγρήγορση των αρχών βρισκόταν στο έπακρο. Στόχος ήταν να αποφευχθούν απεργίες, εξεγέρσεις και έκτροπα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ανοχή, την οποία επιδείκνυαν, λειτουργούσε ως βαλβίδα εκτόνωσης της έντασης. Ήταν, ωστόσο, αποφασισμένες να καταστείλουν με κάθε μέσο τις όποιες αντιδράσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς.²²
Είναι γεγονός πως καταγράφηκαν επιτυχίες στο πλαίσιο της παραπάνω προπαγανδιστικής εκστρατείας. Σε γενικές γραμμές, όμως, η προσπάθεια απέτυχε, από τη στιγμή που δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του επισιτισμού και της συνακόλουθης αισχροκέρδειας. Οι μηνιαίες εκθέσεις των στρατιωτικών διοικήσεων το καλοκαίρι του 1916, επισήμαιναν πως η γενική ψυχολογία του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού ήταν ολοκληρωτικά συνυφασμένη με την επάρκεια και τη διάθεση των τροφίμων. Σε αυτό το πρόβλημα πρέπει να προστεθεί και εκείνο της αδυναμίας των επιφορτισμένων με τη διανομή φορέων να εκπληρώσουν ισότιμα και δίκαια την αποστολή τους. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της στρατιωτικής διοίκησης της Ρηνανίας (περιοχής κατεξοχήν βιομηχανικής), οι εργάτες, ανάλογα με τον τόπο εργασίας τους, ήταν δυνατό να λάβουν διπλή μερίδα ή ακόμα και καθόλου τροφή.²³ Επρόκειτο για μια κατάσταση, η οποία εξώθησε τον πληθυσμό, ειδικότερα τον γυναικείο, σε δημόσιες διαμαρτυρίες, κάτι που ερμηνεύτηκε ως κακός οιωνός για το μέλλον. Η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί διατηρήθηκε έως το πέρας του πολέμου. Οφειλόταν κατά κύριο λόγο στο καθεστώς κατάστασης πολιορκίας και στην εν γένει συμπεριφορά των στρατιωτικών διοικήσεων.²⁴

Ενόσω μαίνονταν οι μάχες του Verdun και του Somme, ένας άλλος παράγων συνέβαλε στη δημιουργία έκρυθμου κλίματος στο εσωτερικό. Η δεξιά αντιπολίτευση στην πολιτική του καγκελαρίου, δηλαδή οι ακραίοι οπαδοί των μαξιμαλιστικών πολεμικών διεκδικήσεων, υπέσκαψαν συστηματικά τη θέση του Bethmann Hollweg, απευθυνόμενοι τόσο προς τα ανώτατα κλιμάκια όσο και προς την κοινή γνώμη. Τον Αύγουστο του 1916, το υπουργείο Στρατιωτικών της Βαυαρίας ενημέρωσε τους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές του κρατιδίου για την ύπαρξη μιας ευρέως διαδεδομένης και ισχυρής κίνησης σε βάρος του καγκελαρίου (Kanzlersturzbewegung).Το ίδιο το υπουργείο χαρακτήριζε την τελευταία ως ανεύθυνη, επιβλαβή και επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια.²⁵ O Bethmann Hollweg επέζησε της συνωμοσίας επειδή επέλεξε να συνταχθεί με το μέρος των δυο ηρώων του ανατολικού μετώπου: των στρατηγών Hindenburg και Ludendorff.
Η τοποθέτηση των δυο στρατηγών επικεφαλής της 3ης Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης (Oberste Heeresleitung –η 1η ήταν υπό τη διοίκηση του Moltke μεταξύ των ετών 1906-1914, η 2η υπό τον Falkenhayn μεταξύ των ετών 1914-1916), αποτελούσε μια επιπλέον ένδειξη ότι ο πόλεμος είχε εισέλθει σε μια νέα φάση.²⁶ Από τον πρώτο κιόλας μήνα ήταν σαφές πως η 3η ΑΣΔ προσέβλεπε σε μια γενική κινητοποίηση του εναπομείναντος ανθρώπινου, υλικού και ηθικού δυναμικού σε μια μεγαλειώδη πολεμική προσπάθεια. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, το επωνομαζόμενο “πρόγραμμα Hindenburg” από κοινού με τη νομική υπηρεσία της 3ης ΑΣΔ, σκόπευαν να άρουν τη λογοκρισία σε ότι σχετιζόταν με τις πολεμικές διεκδικήσεις.²⁷ Το όλο θέμα αποτελούσε αντικείμενο εκτενών συζητήσεων και προβληματισμών ήδη από την αρχή του πολέμου. Τότε, οι Bethmann Hollweg και Falkenhayn είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια άρση του είδους αυτού, όχι μόνο θα δίχαζε τον γερμανικό λαό, αλλά θα επέφερε αρνητικές συνέπειες και ως προς την εν γένει διαχείριση του πολέμου. Ως εκ τούτου, η απόφαση, αργότερα, του Ludendorff και των επιτελών του Walter Nicolai και Max Bauer²⁸ να προχωρήσουν στην άρση της λογοκρισίας για τις πολεμικές διεκδικήσεις σηματοδοτεί μια σημαντική πολιτική μεταστροφή. Οι συνέπειες ήταν εμφανείς ευθύς εξαρχής. Η 3η ΑΣΔ έπαιρνε θέση υπέρ των πολιτικών αντιπάλων του καγκελαρίου, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε υποστηρίξει με σθένος τον διορισμό του διοικητή της. Η νέα στρατιωτική ηγεσία είχε ουσιαστικά απεμπολήσει κάθε προσπάθεια διατήρησης της εθνικής ενότητας, έτσι όπως την επαγγελόταν η “πολιτική εκεχειρία”, σε μια στιγμή, μάλιστα, που η τραγική κατάσταση του επισιτισμού αδυνατούσε να εξασφαλίσει λαϊκό έρεισμα προς όφελος των πολεμικών διεκδικήσεων. Ακόμα χειρότερα, η παραπάνω στοφή έλαβε χώρα υπό το πρίσμα των φθοροποιών αναμετρήσεων του Verdun και του Somme.

Τον Φεβρουάριο του 1916, ο υπουργός Στρατιωτικών της Βαυαρίας, ο οποίος δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να επιδίδεται στην οργάνωση της προπαγάνδας εντός του συγκεκριμένου κρατιδίου, σε μια αποκαλυπτική του επιστολή προς τους διοικητές των Βαυαρικών μονάδων στο μέτωπο, ενημέρωνε τους τελευταίους περί ύπαρξης επαρκών αποδείξεων, σύμφωνα με τις οποίες το ηθικό χωριών ολόκληρων δηλητηριαζόταν από καταγγελίες στρατιωτών για καταχρηστική συμπεριφορά των αξιωματικών σε βάρος τους.²⁹ Ο Βαυαρός υπουργός εφιστούσε την προσοχή των υφισταμένων του, προτρέποντάς τους να καλλιεργήσουν τις πολύτιμες σχέσεις με τους στρατιώτες, εν ανάγκη δε, να πράξουν ό,τι δυνατό, προκειμένου να τις περιφρουρήσουν. Για πρώτη φορά αναγνωριζόταν επίσημα ένα φαινόμενο, που διαμόρφωνε σε μεγάλο ποσοστό το όλο κλίμα στα μετόπισθεν με σημαντικές συνέπειες εξαιτίας της αδυναμίας των αρχών να καταπολεμήσουν τις καταβολές και τα αίτιά του. Πόσο μάλλον, που επρόκειτο για ένα φαινόμενο, το οποίο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ήττα του 1918.³º Οι προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στους αξιωματικούς και τους απλούς στρατιώτες πήγαζαν, αναμφίβολα, από τη στασιμότητα των επιχειρήσεων, που επιδείνωνε εκ των πραγμάτων την αντίθεση ως προς τον τρόπο ζωής μεταξύ πρώτης και δεύτερης γραμμής του μετώπου, με άλλα λόγια, μεταξύ των μαχητών των χαρακωμάτων και του συνόλου του επιτελικού μηχανισμού, λίγα χιλιόμετρα πιο πίσω.³¹ Αντιστρόφως ανάλογα, ο απόηχος της κοινωνικής δυσφορίας, προσέλαβε καταλυτικές διαστάσεις στην πρώτη γραμμή κατά τα έτη 1917 και 1918. Αλάθητα σημάδια υπήρχαν, όμως, ήδη από το 1916. Τον Μάϊο του ιδίου έτους, το ποίμνιο της προτεσταντικής εκκλησίας του κρατιδίου της Βυρτεμβέργης³² προβληματιζόταν ως προς τις προοπτικές μιας επιτυχούς εφαρμογής της προσχεδιασμένης προπαγάνδας ενόσω το κλίμα γενικής δυσφορίας δεν επιδείκνυε σημάδια εκτόνωσης. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες διαμαρτύρονταν για τους ψηλούς μισθούς των νεαρών αξιωματικών, για τις πολυτελείς συνθήκες διαβίωσης των στελεχών του επιτελείου και για την έλλειψη ηθικής ακεραιότητας μενονωμένων περιπτώσεων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε, τον Σεπτέμβριο του 1916, ο Hindenburg αναγκάστηκε να παρέμβει αυτοπροσώπως. Συγκεκριμένα, εξέδωσε μια διαταγή περί μηδενικής ανοχής για περιστατικά του είδους αυτού στους κόλπους του σώματος των αξιωματικών.³³ Η ίδια η διαταγή αποδεικνύει πως η 3η ΑΣΔ είχε απόλυτη συναίσθηση της κατάστασης και των κινδύνων, τους οποίους η τελευταία εγκυμονούσε. Το πρόβλημα συνίσταται, όπως γνωρίζουμε, στο γεγονός ότι ήταν παντελώς ανεπαρκής προκειμένου να καταφέρει να την επιδιορθώσει.
Η απόπειρα της 3ης ΑΣΔ να επιστρατεύσει το εναπομείναν δυναμικό στο μέτωπο και στα μετόπισθεν, δεν πρέπει να εκληφθεί ως διενέργεια προπαγάνδας. Επρόκειτο για κανονικό πολιτικό πρόγραμμα, στηριζόμενο αποκλειστικά στην κοινωνική και οικονομική άρχουσα συντηρητική τάξη της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Οι Hindenburg και Ludendorff υποστήριξαν αμφότεροι την κίνηση υπέρ των πολεμικών διεκδικήσεων απορρίπτοντας εκ προοιμίου κάθε μεταρρυθμιστικό σχέδιο, όπως λ.χ. εκείνο της αναθεώρησης του πρωσικού εκλογικού νόμου.³⁴ Ως εκ τούτου, η προσπάθεια του καγκελαρίου να περισώσει την “πολιτική εκεχειρία” του Αυγούστου 1914 μέσω της εισαγωγής μιας σειράς μεταρρυθμίσεων ναυάγησε οριστικά, ο δε Bethman Hollweg απομακρύνθηκε από το αξίωμα τον Ιούλιο του 1917.³⁵ Η προπαγανδιστική εκστρατεία της 3ης ΑΣΔ τελικά δεν καρποφόρησε. Στα μετόπισθεν, η άρση της λογοκρισίας σχετικά με τις πολεμικές επιδιώξεις συνέπεσε με πολλαπλασιασμό των ελλείψεων σε τρόφιμα, που με τη σειρά του οδήγησε μεταξύ των ετών 1916 και 1917 στον περίφημο “χειμώνα του γογγυλιού” (Steckrübenwinter), όταν η κατανάλωση πατάτας υποκαταστάθηκε από το σουηδικό γογγύλι rutabaga. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κιέλου, μιας υψίστης σημασίας ναυτικής βάσης με συνολικό πληθυσμό άνω των 200.000 κατοίκων. Επί αρκετές εβδομάδες κατά τους αρχικούς μήνες του 1917, η πόλη υπέφερε από παντελή έλλειψη πατάτας.³⁶ Στο μέτωπο, ο Ludendorff άντλησε διδάγματα από τις επώδυνες εμπειρίες του Verdun και του Somme. Συγκεκριμένα, εγκατέλειψε κάθε μορφής επιθετική τακτική, εστιάζοντας σε έναν άκρως αποτελεσματικό αμυντικό στρατηγικό σχεδιασμό. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να σταθεροποιήσει το μέτωπο καθώς και την πολεμική ετοιμότητα και ισχύ του στρατού. Ωστόσο, βρισκόμαστε πολύ μακριά από την επιδιωκόμενη μαζική συστράτευση. Στην πραγματικότητα, το χάσμα ανάμεσα στους στρατιώτες και την ηγεσία διευρυνόταν συνεχώς, επειδή η 3η ΑΣΔ αδυνατούσε και απέφευγε συστηματικά να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την διογκωμένη κοινωνική δυσαρέσκεια. Το πολιτικό πρόγραμμα της τελευταίας δεν ανταποκρινόταν στο ζωτικό πρόβλημα της πείνας και των εν γένει ελλείψεων. Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν πως τόσο στην πρώτη γραμμή όσο και στα μετόπισθεν, τα αποτελέσματα, τα οποία προέκυψαν, υπήρξαν αντίθετα από τα αναμενόμενα.³⁷
Αξίζει να σημειωθεί πως μέσα σε ολόκληρο αυτό το πλαίσιο υψώθηκαν φωνές, όπως εκείνη του Βαυαρικού υπουργείου Στρατιωτικών, οι οποίες τάχθηκαν απροκάλυπτα υπέρ της εισαγωγής μεταρρυθμίσεων. Τον Οκτώβριο του 1916, ο παραπάνω φορέας δήλωσε ότι η προσδοκώμενη συστράτευση, την οποία επαγγελόταν η 3η ΑΣΔ, ήταν εφικτή υπό την προϋπόθεση της, μερικής έστω, ικανοποίησης των αιτημάτων της κοινής γνώμης, όπως η ελευθερία έκφρασης και η δίκαιη και ισότιμη διανομή των τροφίμων. Τον δε Απρίλιο του 1917, το ίδιο υπουργείο υποστήριξε απροκάλυπτα την αναθεώρηση του πρωσικού εκλογικού νόμου, χαρακτηρίζοντας την τελευταία ως επιτακτική πολεμική αναγκαιότητα.³⁸
Τα ίδια τα θεμέλια του πολιτικού προγράμματος της 3ης ΑΣΔ περί συστράτευσης ενόψει ενός ολοκληρωτικού πολέμου δημιούργησαν εν μέρει τις προδιαγραφές για τη τελική ήττα της Γερμανίας. Κατά τρόπο παράδοξο, ο ίδιος ο εγγυητής του αυτοκρατορικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος συνέδραμε, με τις ίδιες του τις ενέργειες, στην κατάρρευση του καθεστώτος.
The German Home Front Part 3

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
¹ V.R. Berghahn, Germany and the Approach of War in 1914, 2η έκδοση, London, 1994, σ. 156 ff. Σχετικά με τις εκλογές του 1912 βλ. του ιδίου, Imperial Germany, 1871-1914. Economy, Society, Culture and Politics, Providence and Oxford. 1994, σ. 336.
² H.-U. Wehler, “Der Fall Zabern. Rückblick auf eine Verfassungskrise des wilhlelminischen Kaiserreiches”, Welt und Geschichte, 23 Jg, 1963, p. 27 ff. D. Schoenbaum, Zabern 1913. Consensus Politics in Imperial Germany, London, 1982.
³ V.R. Berghahn, Germany and the Approach of War in 1914, 2η έκδοση, London, 1994, σ. 196 ff.
⁴ Το περιεχόμενο της διαταγής βρίσκεται στο (επιμ. Wilhelm Deist) Militär und Innenpolitik im Weltkrieg 1914-1918, Düsseldorf, 1970, αρ. 77, σ. 188.
⁵ Για μια πειστική ερμηνεία βλ. W. Kruse, Krieg und nationale Integration. Eine Neuinterpretation des sozialdemokratischen Burgfriedensschlusses 1914-1915, Essen, 1993.
⁶ Η δήλωση von Moltke της 13/8/1914 στο Militär und Innenpolitik, αρ. 79, σ. 193 f. Με επιστολή που απηύθυνε στις 31/8/1914 προς τον εκδότη της εφημερίδας Vorwaerts, ο υπουργός Στρατιωτικών της Πρωσίας (Falkenhayn), επέτρεψε την κυκλοφορία εντός του στρατεύματος των εφημερίδων και εντύπων του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος, Ibid., αρ. 81, σ. 196 f.
⁷ Βλ. Ημερολόγιο Rietzler, 7/7/1914. Ο Bethman Hollweg απευθυνόμενος προς τον φιλόσοφο και διπλωμάτη Kurt Rietzler, συντάκτη το 1914 του προγράμματος πολεμικών διεκδικήσεων της Γερμανίας, δήλωσε ότι ο πόλεμος θα οδηγούσε σε πλήρη ανατροπή της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Βλ. Kurt Rietzler. Tagebücher, Aufsätze, Dokumente (επιμ. K. D. Ermann), Göttingen, 1972, σ. 183. Ανάλογες απόψεις συμπεριλαμβάνονται σε επιστολή του Moltke προς τον Bethmann Hollweg, με ημερομηνία 28/7/1914 στο Generaloberst Helmuth von Moltke. Erinnerungen, Briefe, Dokumente, 1877-1916 (επιμ. E. von Moltke), Stuttgart, 1922, σ. 3-7.
⁸ Βλ. E. v. Vietsch, Bethmann Hollweg. Staatsmann zwischen Macht und Ethos (= Schriften des Bundesarchivs, 18), Boppard, 1969, σ. 214 ff. S. Miller, Burgfrieden und Klassenkampf. Die deutsche Szialdemokratie im Ersten Weltkrieg, Düsseldorf, 1974.
⁹ W. Kruse, Krieg und nationale Integration. Eine Neuinterpretation des sozialdemokratischen Burgfriedensschlusses 1914-1915, Essen, 1993. Για τα μέτρα, τα οποία υιοθετήθηκαν από τον στρατιωτικό διοικητή της Βυρτεμβέργης βλ. Militär und Innenpolitik, αρ. 89 (11/11/1914), αρ. 91 (23/3/1915), σ. 209 ff.
¹º Βλ. την εκτίμηση του στρατηγού Wild von Hohenborn, διαδόχου του Falkenhayn στο αξίωμα του υπουργού Στρατιωτικών της Πρωσίας, σχετικά με το εργατικό κίνημα, όπως την εκφράζει σε επιστολή της 8/10/1914, Militär und Innenpolitik, αρ. 86 σ. 205. Για τις πολεμικές διεκδικήσεις της Γερμανίας βλ. F. Fischer, Griff nach der Weltmacht. Die Kriegszielpolitik des kaizerlichen Deutschland 1914-1918, Düsseldorf 1977, σ. 87-108, 132-154. G. Ritter, Staatskunst und Kriegshandwerk. Das Problem des “Militarismus” in Deutschland, München, 1964, σ. 15-54.
¹¹ Militär und Innenpolitik, αρ. 39 (19/10/1914), αρ. 40 (22/10/1914), αρ. 44 (30/11/1914), σ. 78 ff.
¹² Σχετικά με το “Πνεύμα του Αυγούστου 1914” βλ.: J. T. Ventley, The “Spirit of 1914”. The Myth of Enthusiasm and thr Rhetoric of Unity in World War I Germany, Berkeley, 1991. W. Kruse, “Die Kriegsbegeinsterung im Deutschen Reich zu Beginn des Ersten Weltkrieges. Entstehungszusammenhänge, Grenzen und ideologische Strukturen” στο (επιμ. Marcel van der Linden, Gottfried Mergner), Kriegsbegeinsterung und mentale Kriegsvorbereitung. Interdisziplinäre Studien, Berlin, 1991, σ. 73-87. Β. Ziemann, “Zum ländlichen Augusterlebnis 1914 in Deutschland” στο (επιμ. B. Löwenstein) Geschichte und Psychologie. Annäherungsversuche, Pfaffenweiler, 1992, σ. 193-203. M. Stöcker, “Augusterlebnis 1914” in Darmstadt. Legende und Wirklichkeit, Darmstadt, 1994.
¹³ Υπόμνημα του Bethmann Hollweg με τη συνομιλία με τον Falkenhayn στις 18 Νοεμβρίου 1914 στο (επιμ. A. Scherer και J. Grunewald), L’ Allemagne et les problèmes de la paix pendant la première guerre mondiale, Paris, 1962, αρ. 13, σ. 15 ff.
¹⁴ M. Brown – S. Seaton, Christmas Truce, London, New York, 1984. M. Eksteins, Tanz über Gräben. Die Geburt der Moderne und der Erste Weltkrieg, Hamburg, 1990, σ. 150 ff. W. Deist, “Le moral des troupes allemandes sur le front occidental à la fin de l’ année 1916” στο (επιμ. J.-J. Becker, J. M. Winter, G. Krumeich, A. Becker, S. Audouin-Rouzeau), Guerres et Cultures 1914 – 1918, Paris, 1994, σ. 91-102.
¹⁵ A. Skalweit, Die deutsche Kriegsemährungswirtschaft, Stuttgart, Berlin, Leipzig, 1927. J. Rund, Emährungswirtschaft und Zwangsarbeit im Raum Hannover 1914 bis 1923, Hannover, 1992. A. Roerkhol, Hungerblockade und Heimatfront. Die kommunale Lebensmittelversorgung in Westfalen während des Ersten Weltkrieges, Stuttgart, 1991.
¹⁶ Militär und Innenpolitik, αρ. 119, σ. 271 ff.
¹⁷ F. Fischer, Griff nach der Weltmacht. Die Kriegszielpolitik des kaizerlichen Deutschland 1914-1918, Düsseldorf 1977, σ. 150 ff, σ. 208 ff. Σχετικά με την πολιτική του Bethmann Hollweg βλ. Militär und Innenpolitik, αρ. 119, σ. 271 ff.
¹⁸ Militär und Innenpolitik, αρ. 126, σ. 294 ff.
¹⁹ Militär und Innenpolitik, αρ. 128 και αρ. 129, σ. 302 ff.
²º Βλ. τις πηγές που παρατίθενται στο Militär und Innenpolitik, αρ. 130 – 140, σ. 308 ff.
²¹ Το Γραφείο Τύπου Πολέμου ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1915. Βλ. Militär und Innenpolitik, αρ. 124, σ. 289 ff.
²² Η κατασταλτική δράση των στρατιωτικών αρχών σε βάρος της πολιτικής αναταραχής του Karl Liebknecht αναδεικνύεται στο Militär und Innenpolitik, αρ. 100-103 (Απρίλιος-Ιούνιος 1915), σ. 232 ff., αρ. 120 (27/12/1915), σ. 277 ff., αρ. 147, σ. 367 ff., αρ. 149, σ. 369 ff.
²³ Αρχής γενομένης από τον Νοέμβριο του 1915, οι κατά τόπους στρατιωτικές διοικήσεις συνέτασσαν μηνιαίες εκθέσεις προς το υπουργείο Στρατιωτικών της Πρωσίας. Βλ. σχετικά, Militär und Innenpolitik, αρ. 154, σ. 378 ff., αρ. 164, σ. 402-406, ειδικότερα σ. 404.
²⁴ Σημειωτέον πως ο κάθε στρατιωτικός διοικητής λογοδοτούσε απευθείας στον αυτοκράτορα. Επρόκειτο για μια κατάσταση, η οποία διαιωνίστηκε έως τον Οκτώβριο του 1918. Βλ. σχετικά τα αποκαλυπτικά έγγραφα του πρώτου κεφαλαίου στο Militär und Innenpolitik, σ. 3-59.
²⁵ Militär und Innenpolitik, αρ. 165, σ. 406-414. G. Ritter, Staatskunst und Kriegshandwerk. Das Problem des “Militarismus” in Deutschland, München, 1964, σ. 216 ff.
²⁶ Ibid., σ. 237 ff. M. Kitchen, The Silent Dictatorship. The Politics of the German High Command under Hindenburg and Ludendorff, New York, 1976. G. D. Feldman, Army, Industry and Labor in Germany, 1914-1918, Princeton, 1966, σ. 135 ff. H. Afflerbach, Falkenhayn. Politisches Denken und Handeln im Kaiserreich, München, 1994, σ. 437-464.
²⁷ Militär und Innenpolitik, αρ. 175, σ. 431-440.
²⁸ Ο αντισυνταγματάρχης Nicolai ήταν υπεύθυνος της υπηρεσίας πληροφοριών και επικοινωνιών (λογοκρισία και προπαγανδα). Ο συνταγματάρχης Bauer, ειδήμων σε θέματα πυροβολικού, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον κόσμο της βιομηχανίας, αλλά και με πολιτικούς της άκρας δεξιάς.
³º Das Werk des Unteruchungsausschusses des Verfanssunggebenden Deutschen Nationalversammlung und des Deutsches Reichstages, 4. Reie: Die Ursachen des deutschen Zusammenbruches im Jahre 1918, Bd. 1-12, Berlin, 1925-1930.
³¹ W. Deist, “The Military Collapse of the German Empire: The Reality Behind thw Stab-in-the-Back Myth”, στο War in History, Vol. 3 No. 2, 1996, σ. 186-207. Του ιδίου, “Le moral des troupes allemandes sur le front occidental à la fin de l’ année 1916” στο (επιμ. J.-J. Becker, J. M. Winter, G. Krumeich, A. Becker, S. Audouin-Rouzeau), Guerres et Cultures 1914 – 1918, Paris, 1994, σ. 91-102.
³² Militär und Innenpolitik, αρ. 129, σ. 306 f., υποσ. 3.
³³ Ibid.
³⁴ R. Patemann, Der Kampf um die preußische Wahlreform im Ersten Weltkrieg, Düsseldorf, 1964. Militär und Innenpolitik, αρ. 276 (4/4/1917), αρ. 277 (5/4/1917), αρ. 81 (11/4/1917), σ. 702 ff.
³⁵ W. Mommsen, “Die deutsche öffentliche Meinung und der Zusammenbruch des Regierungssystems Bethmann Hollweg im Juli 1917” στο ( επιμ. W. Mommsen), Der autoritäre Nationalstaat. Verfassung, Gesellschaft und Kultur im deutschen Kaiserreich, Franfurt/M., 1990, σ. 422-440. Militär und Innenpolitik, αρ. 314 και 319, σ. 782 ff., 790 ff.
³⁶ Militär und Innenpolitik, αρ. 273, σ. 695 f. W. Deist, “Kiel und die Marine im Ersten Weltkrieg, στο (επιμ. J. Elvert, J. Jensen, M. Salewski, Kiel, die Deutschen und die See, Stuttgart, 1992, σ. 141-154.
³⁷ Τον Απρίλιο του 1917, η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα πρώτο κύμα σοβαρών ελλείψεων στον κλάδο της βιομηχανίας. Το φθινόπωρο του ιδίου έτους, εκδηλώθηκαν περιστατικά κοινωνικής δυσαρέσκειας στις τάξεις του ναυτικού και του στρατού ξηράς.
³⁸ Militär und Innenpolitik, αρ. 190 (9/10/1916), σ. 492-497, αρ. 275 (2/4/1917), σ. 700-702.
Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε υπό μορφή ανακοίνωσης στο πλαίσιο διεθνούς Συνεδρίου με γενικό τίτλο La bataille de la Somme dans la Grande Guerre, οι εργασίες του οποίου έλαβαν χώρα από 1-4 Ιουλίου 1996 στην κωμόπολη Péronne (Somme), με αφορμή τη συμπλήρωση ογδόντα ετών από τη Μάχη του Somme. Οργανωτικός φορέας: Centre de Recherches de l’ Historial de la Grande Guerre(https://www.historial.fr/en/international-research-center/presentation-et-missions/).Ο ξενόγλωσσος τίτλος του άρθρου έχει ως εξής: Germany 1916: The “mood” at home.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος