Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά
Αλέκα Καραδήμου – Γερόλυμπου
Θεσσαλονίκη, από την οθωμανική στη νεοελληνική πόλη
Η καταστροφή μιας πόλης είναι ένα τραγικό γεγονός με οδυνηρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, στις διαδικασίες εξέλιξης της περιοχής, στις προσδοκίες και στην πραγματικότητα των κατοίκων της και των επιτευγμάτων τους[1]. Οι μηχανισμοί της καταστροφής σχεδόν νομοτελειακά απελευθερώνουν διεργασίες που υπό άλλες συνθήκες θα χρειάζονταν διαφορους χρόνους, τρόπους και ρυθμούς για να τεθούν σε λειτουργία. Μεγάλο μερίδιο της ευθύνης επιμερίζεται στην παλαιωμένη κατάσταση της πόλης. Η ιστορία των πόλεων δείχνει ότι, εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις και πλήρης ανασχεδιασμός του αστικού χώρου ακολούθησαν κάθε μεγάλη καταστροφή. Ετσι έγινε και στην Θεσσαλονίκη. Είναι παράδοξο ωστόσο ότι η πυρκαγιά του 1917 και η ανοικοδόμηση στα μεσοπολεμικά χρόνια, δύο μείζονα γεγονότα της ιστορίας της, στη συνέχεια σχεδόν ξεχάστηκαν. Βέβαια τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα και οι απώλειες οδυνηρές [προσφυγιά, ολοκαύτωμα, εμφύλιος, μετανάστευση]. Σταδιακά μετά την μεταπολίτευση, η έρευνα αποκάλυψε το μέγεθος και την σπουδαιότητα της επέμβασης που υπερέβαινε κάθε άλλο πολεοδομικό εγχείρημα στην Ελλάδα. Τα ερωτήματα ήταν πολλά: Πώς και γιατί οι τότε ιθύνοντες πήραν μια τόσο δύσκολη απόφαση στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία; Μέσα σε ποιό πλαίσιο γνώσεων και απόψεων; Με την υποστήριξη ποιάς νομοθεσίας και ποιού επιτελείου μηχανικών, αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων; Και γιατί άραγε ξεχάστηκε η εντυπωσιακή πράγματι εμπειρία –όχι απλώς της ανοικοδόμησης της πόλης, αλλά του πλήρους ανασχεδιασμού του ιστορικού της κέντρου;
Η ιστορική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί εύκολα να συγκριθεί με αντίστοιχες διαδρομές άλλων ελληνικών πόλεων. Από την γένεσή της τον 4ο αιώνα π.Χ στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, η Θεσσαλονίκη βρέθηκε πάνω στους μεγάλους στεριανούς και θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου. Ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική μέχρι το 1912, υποδέχθηκε τις μεγάλες θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς και τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό και τον μωαμεθανισμό. Αν και η θέση και η λειτουργία της πόλης ως λιμανιού την εμπλέκουν φυσιολογικά από την αρχαιότητα σε υπερτοπικά εμπορικά δίκτυα, στο κείμενο αυτό ας περιορισθούμε στα νεώτερα χρόνια, και ας θυμηθούμε ότι από τον 19ο αιώνα και την βιομηχανική επανάσταση, η κυκλοφορία του κεφαλαίου και η οικονομική και εμπορική αλληλεξάρτηση γιγαντώνονται και επηρεάζουν ουσιαστικά την εξέλιξη των πόλεων-λιμανιών. Για την Θεσσαλονίκη η απαρχή των νεώτερων μετασχηματισμών ξεκινά διστακτικά στο μέσον του 19ου αιώνα και αποφασιστικά γύρω στο 1870, οπότε καταγράφεται και η ένταξή της πόλης στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον Ας μην ξεχνάμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναλαμβάνει να θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύτατο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων (γνωστό ως ΤΑΝΖΙΜΑΤ). Προσφέροντας οικονομική και πολιτική χειραφέτηση στους μη-μουσουλμάνους και εξευρωπαϊζοντας την νομοθεσία και τους θεσμούς, οι μεταρρυθμίσεις επέδρασαν σημαντικά στην μορφή και την διάρθρωση των πόλεων προσελκύοντας νέα αστικά στρώματα, διοικητικούς, επιχειρηματίες, εμπορευόμενους, υπαλλήλους εταιρειών κλπ, κυρίως χριστιανούς και εβραίους, αλλά και ‘ευρωπαίους’.
H εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας ευνόησε ιδιαίτερα την περιοχή της Θεσσαλονίκης που ήταν η πλησιέστερη στον ευρωπαϊκό χώρο οθωμανική επαρχία και διέθετε μη-μουσουλμανικούς πληθυσμούς με ισχυρές επιχειρηματικές διασυνδέσεις στα διεθνή οικονομικά κέντρα. Για τη Θεσσαλονίκη, τα χρόνια αυτά έχουν ιστορηθεί ως περίοδος ανάπτυξης της πόλης, ως η κατ’εξοχήν κοσμοπολίτικη εποχή της. Παράλληλα με την εμπορική της ακτινοβολία, η πόλη ήταν μεγάλο στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο με διεθνή χαρακτήρα, ενώ ως το κύριο διαμετακομιστικό κέντρο της βαλκανικής ενδοχώρας, ρύθμιζε την ευρωπαϊκή διείσδυση και τις οικονομικές συναλλαγές. Επιπροσθέτως η πόλη ήταν δεκτική ως προς νέες πολιτικές ιδέες για την ανανέωση και τον εκδημοκρατισμό της οθωμανικής κοινωνίας. Γνωστή είναι η δράση των Νεότουρκων για την συνταγματική αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας, αλλά και η οργάνωση των Ισραηλιτών στο πλαίσιο της Φεντερασιόν που προώθησε τις πρώτες ιδέες πολιτικής ισότητας, εργατικού συνδικαλισμού και κοινωνικής αξιοπρέπειας. H πόλη απετέλεσε επίσης το κέντρο της πάλης του ελληνικού στοιχείου στο πλαίσιο του Μακεδονικού Αγώνα.
Η παλιά πόλη και η παραδοσιακή διάρθρωση
Ως το 1869 η πόλη κρατούσε το σχήμα που είχε αναπτύξει στην μακραίωνη ιστορία της και παρέμενε περιχαρακωμένη στο εσωτερικό του βυζαντινού τείχους που από τον 7ο αιώνα την περιέβαλλε σε μια περίμετρο 8 χιλιομέτρων. Στο εσωτερικό της oι κάτοικοι ζούσαν σε χωριστές συνοικίες κατά θρησκεία και εθνική προέλευση, σε επαφή μεταξύ τους αλλά χωρίς ανάμειξη. Κάθε γειτονιά αποτελούσε μια συλλογική οντότητα, φιλόξενη και ανοιχτή στα μέλη της ομάδας, απροσπέλαστη στους ξένους. Είχε την αριστοκρατία της, τη μεσαία τάξη και τους φτωχούς της, τους δικούς της στενούς οικονομικούς και οικογενειακούς δεσμούς, τους αρχηγούς της, τη διοίκηση και τους θεσμούς της, τα εισοδήματά της, τα οικογενειακά κατάστιχα.
Το μεσογειακό κλίμα ευνοούσε την υπαίθρια και συλλογική διαβίωση. Οι κοινόχρηστοι χώροι κι οι δρόμοι στέγαζαν μια έντονη καθημερινή ζωή, παίζοντας έναν ρόλο ενδιάμεσο, ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό. Οι τουρκικές συνοικίες μονοπωλούσαν την Πάνω Πόλη και ήταν αραιά δομημένες με ήσυχους κήπους. Αντίθετα η Κάτω Πόλη ήταν πυκνά και άτακτα δομημένη. Οι πολυπληθείς εβραϊκές συνοικίες βρίσκονταν κοντά στο λιμάνι και την αγορά. Οι ντονμέδες, ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους εβραίους, εκφράζουν και χωροθετικά την διπλή τους σχέση με τις δύο θρησκευτικές ομάδες. Οι χριστιανοί συγκεντρώνονταν γύρω από το παλιό ιπποδρόμιο.

Χωριστά από τις περιοχές κατοικίας, όπως συμβαίνει στις πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, αναπτύσσονταν οι δραστηριότητες των εργαστηρίων και της αγοράς. Οι δρόμοι της εμπορικής συνοικίας, γεμάτοι με παραδοσιακά προϊόντα της Ανατολής, ήταν καλυμμένοι με τέντες και ξύλα που προφυλάγουν από τον ήλιο και τη βροχή. Μοναδική τους λειτουργία το εμπόριο και η βιοτεχνία· κανένα ίχνος κατοικίας. Εδώ οι φυλές και οι θρησκείες αναμειγνύονταν ανενόχλητες, οι μόνιμοι κάτοικοι έρχονταν σ’ επαφή με τους περαστικούς, οι ντόπιοι συναντώνταν με τους ξένους. Ο χώρος της αγοράς αποτελούσε το λειτουργικό κέντρο της πόλης, ελλείψει άλλου κεντρικού σημείου με πολιτικό χαρακτήρα (όπως θα μπορούσε να είναι π.χ. μια πλατεία δημαρχείου). [2]
Στο πλαίσιο των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων θα ξεκινήσει η αναμόρφωση της πόλης το 1869 με την κατεδάφιση του παραλιακού τείχους και την δημιουργία μιας εκτεταμένης προκυμαίας. Με το άνοιγμα της πόλης προς την γύρω περιοχή, νέες συνοικίες δημιουργούνται, δυτικά και ανατολικά από το εντός-των-τειχών κέντρο. Η απογραφή του 1913 καταγράφει 61.439 ισραηλίτες, 39.956 έλληνες, 45.867 τούρκους, 6.263 βούλγαρους και 4.364 ‘ξένους’ σ’ ένα σύνολο 157.889 κατοίκων (Δημητριάδης 1983). Παράλληλα η πόλη αποτελεί σταθμό, συχνά μόνιμο για πρόσφυγες – μουσουλμάνους, χριστιανούς και εβραίους- που μετακινούνταν καθώς τα σύνορα στα Bαλκάνια αλλάζουν. Στο γύρισμα του αιώνα η Θεσσαλονίκη παρουσιάζει ένα διπλό πρόσωπο, καθώς ο πλούτος και η φτώχεια αναπτύσσονται παράλληλα και εκφράζονται στο χώρο. O γρήγορος εξαστισμός είχε ως αποτέλεσμα την πύκνωση της δόμησης στον ιστορικό πυρήνα εντός των τειχών και την πρόχειρη εγκατάσταση στα νέα προάστια, κυρίως στο δυτικό. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει συνθήκες κατοικίας που είχαν εμφανιστεί πολύ νωρίτερα στις ανεπτυγμένες πόλεις της Δύσης. Η μεγάλη πύκνωση ενός ήδη παλαιωμένου κτιριακού αποθέματος, οι συχνές πυρκαγιές, οι οικονομικές διακυμάνσεις και η απουσία οποιασδήποτε κοινωνικής μέριμνας για την κατοικία οξύνουν δραματικά το στεγαστικό πρόβλημα και τις συνθήκες υγιεινής μέσα στην πόλη. Περιοχές τρωγλών καλύπτουν τις δυτικές συνοικίες εκτός των τειχών καθώς και τμήματα του ιστορικού κέντρου. Δίπλα στα ‘στρατόπεδα’ των φτωχών και των προσφύγων, μια σειρά από ‘εξευρωπαϊσμένες συνοικίες’ διαμορφώνονται, και χάρη στον ανταγωνισμό στον οποίον είχαν επιδοθεί οι διαφορετικές κοινότητες της πόλης και η οθωμανική διοίκηση, εμπλουτίζονται με νέους τύπους κτιρίων και νέες αρχιτεκτονικές μορφές.

Aν πολλές παλιές συνοικίες παραμένουν πάντα δαιδαλώδεις και ‘εν αταξία’, οι νέες γειτονιές έχουν κανονική ρυμοτομία που λαμβάνει υπ’ όψιν την επερχόμενη κυριαρχία τροχοφόρων μέσων μεταφοράς, καθώς και την δυνατότητα εγκατάστασης δικτύων ύδρευσης, αποχέτευσης και φωταερίου. Aντίστοιχη συνύπαρξη αντιφατικών στοιχείων παρουσιάζουν και οι αρχιτεκτονικές μορφές. Δίπλα στις παραδοσιακές, χαμηλές και εσωστρεφώς οργανωμένες ξύλινες κατοικίες, αναπτύσσονται οι νέες με τις εκλεκτιστική αρχιτεκτονική τους από τοιχοποιία και τα μεγάλα ανοίγματα προς το δρόμο. Τα διαμερίσματα σε ορόφους (γνωστά ως ‘απαρτιμάν χανέ’ !), κάνουν την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη. Η εσωτερική οργάνωση τους όμως, γύρω από μια κεντρική ‘σάλα’, εξακολουθεί να θυμίζει την μονοκατοικία. Μοναδικά δείγματα κοινωνικής μέριμνας για την κατοικία αποτελούν οι δύο οικισμοί πυροπαθών που κατασκευάστηκαν από την Iσραηλιτική κοινότητα μετά την πυρκαγιά του 1890, στα προάστια. Στην αγορά, το παραδοσιακό χάνι στεγάζει πλέον γραφεία δικηγόρων, ασφαλιστών και εταιρειών, ενώ οι δυτικότροπες οικοδομές του αρχαίου εμπορικού δρόμου, της οδού Σαμπρί πασά, με τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και grands magasins, συνορεύουν με τα ανατολίτικα ‘Σκεπαστά’ λίγο πιο πάνω.
Η κοινωνική και λειτουργική εξειδίκευση του χώρου που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από το τέλος του 19ου αιώνα γίνεται ευδιάκριτη γύρω στα 1912 : κατοικία ανώτερων οικονομικών στρωμάτων στην ανατολική επέκταση και κατά μήκος της βασικής αρτηρίας Yalilar (Bασιλίσσης Όλγας) δίπλα στη θάλασσα• μικρά και μεσαία εισοδήματα στις ανασχεδιασμένες περιοχές του κέντρου και στο εσωτερικό του ανατολικού προαστίου• σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, λιμάνι, αποθήκες και φτωχογειτονιές με παραπήγματα στις δυτικές επεκτάσεις• επιχειρηματικές δραστηριότητες στο Φραγκομαχαλά και στην προκυμαία, καθώς και στο παραθαλάσσιο τμήμα της κάθετης στην παραλία οδού Σαμπρί πασά (Bενιζέλου). Ωστόσο ο συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός και η ταχύτητα των εξελίξεων δεν επιτρέπουν την παγίωση των χωρικών φαινομένων. Το αστικό σκηνικό παραμένει εύθραυστο και ευάλωτο, όσο η πόλη υπόκειται σε ευαίσθητες γεωπολιτικές ισορροπίες, ‘μήλο της έριδας’ μεταξύ των κρατών της περιοχής.
Η δεκαετία 1912-1922.
H ενσωμάτωση του βορειοελλαδικού χώρου στο ελληνικό κράτος έγινε μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Αστάθεια των πολιτικών δεδομένων, πολυεθνική σύνθεση του πληθυσμού, μεγάλες μετακινήσεις και απώλειες του ανθρώπινου δυναμικού από τη μακρόχρονη πολεμική περίοδο, σε συνδυασμό με το καθεστώς μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη, διαμόρφωναν το πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθούν οι μηχανισμοί του κράτους. Oι βαλκανικοί πόλεμοι συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες καταστροφές πόλεων, κυρίως στην Aνατολική Mακεδονία. Μόνον η Θεσσαλονίκη υποδέχεται συνεχώς νέους κατοίκους, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να αυξάνεται γοργά.
Νικήτρια και κάτοχος της Θεσσαλονίκης στο τέλος του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου, η Ελλάδα έχει στο πρόσφατο παρελθόν της (Κίνημα στου Γουδή, 1909) μιαν εκφρασμένη με εθνική εξέγερση πρόθεση να εκσυγχρονίσει τις κρατικές και κοινωνικές δομές της. Οι νεοεγκατεστημένες αρχές επιχειρούν να αντιμετωπίσουν με σεβασμό την πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης. Νεώτερη έρευνα έχει δείξει ότι δεν αποφεύγονται σοβαρά επεισόδια ανάμεσα στον στρατό και Θεσσαλονικείς, αλλά και μεταξύ των τελευταίων. Πάντως η ελληνική διοίκηση προσπαθεί να εξασφαλίσει την κλονισμένη εμπιστοσύνη της εβραϊκής κοινότητας, και διατηρεί τον μουσουλμάνο δήμαρχο ως το 1916, ο οποίος επανέρχεται μεταξύ 1920 και 1922. Πολλοί από τους τούρκους κατοίκους παραμένουν στην πόλη, 30.000 περίπου, και μάλιστα θα συνεχίσουν να διεκδικούν πεισματικά αν και ατελέσφορα την παραμονή τους. Η προσπάθειά τους δεν ευοδώνεται και το 1924, σύμφωνα με τους όρους της υποχρεωτικής ανταλλαγής του 1922, θ’ αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν.
Από το 1915, με την άφιξη της Στρατιάς της Aνατολής, και τη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε περιχαρακωμένο στρατόπεδο 200.000 στρατιωτών, διογκώνονται οι λειτουργίες του εμπορίου, της ψυχαγωγίας, της παροχής υπηρεσιών προς το στρατό και τους πολυάριθμους επισκέπτες. Η πόλη αναπτύσσεται προς τα δυτικά, με στρατώνες, αποθήκες και νοσοκομεία, που εξυπηρετούνται από νέους δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές. Στους ίδιους τόπους και στα ίδια παραπήγματα θα βρούν καταφύγιο μετά το τέλος του πολέμου οι στρατιές των προσφύγων ή πυροπλήκτων, επεκτείνοντας ουσιαστικά τις φτωχογειτονιές του Bαρδάρη και δημιουργώντας τις γνωστές, σήμερα, δυτικές συνοικίες. Aνατολικά, οι αλλαγές δεν είναι τόσο εκτεταμένες, αλλά διαφοροποιούν το υπάρχον αστικό τοπίο. H λεωφόρος Bασιλίσσης Oλγας και οι αρχοντικές κατοικίες που βρίσκονται στις δύο πλευρές της διαμορφώνουν τη σπονδυλική στήλη της πόλης, καθώς προσελκύουν όλες τις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές λειτουργίες. Στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης εγκαθίστανται το πρώτο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης και στρατιωτικά νοσοκομεία, τα οποία επίσης θα μετατραπούν σε καταλύματα πυροπαθών και προσφύγων μετά από το τέλος του πολέμου.
H πυρκαγιά στις 5 /18 Αυγούστου 1917, πέντε χρόνια μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και πέντε χρόνια πριν από την Mικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης, καθώς κατέστρεψε τελεσίδικα το ιστορικά διαμορφωμένο κτιριακό της απόθεμα. Η πυρκαγιά έπληξε αδιάκριτα τις λιθόκτιστες νέες συνοικίες της προκυμαίας και της οδού Αγίας Σοφίας, τις μεσαιωνικές σκεπαστές αγορές και τις εκτεταμένες, πολυάνθρωπες και δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου. 9500 κτίσματα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πάνω από 70.000 άνθρωποι (52.000 εβραίοι, 10.000 χριστιανοί και 11.000 μουσουλμάνοι) έμειναν άστεγοι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων μαζί με τα αρχεία τους (μεταξύ των οποίων 16 συναγωγές και η αρχιραββινεία, 12 τζαμιά και 3 χριστιανικοί ναοί, μεταξύ των οποίων ο αρχαίος ναός του Αγίου Δημητρίου) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Παραδόξως δεν έχουν καταγραφεί ανθρώπινα θύματα.

H πυρκαγιά εξαφάνισε ουσιαστικά την ‘ανατολίτικη’ πλευρά του χαρακτήρα της πόλης και εξάλειψε τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά που συνέχιζαν να επιβιώνουν παρά τις προηγούμενες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. H πρωτοφανής σπουδή (6 μέρες μετά από την καταστροφή) με την οποία η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε τον πλήρη ανασχεδιασμό της κεντρικής περιοχής, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν της προϋπάρχοντα σχέδια, υπογραμμίζει την διάθεση των ιθυνόντων να παρέμβουν με καταλυτικό τρόπο στο νέο γίγνεσθαι της πόλης. Yιοθετώντας εργαλεία και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας, και αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και τις παραδοσιακές χρήσεις της γης, η πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για τον κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης, για την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και την ενδυνάμωση της πολιτικής της κυριαρχίας. Η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να διαφημίσει στον ευρωπαϊκό κόσμο την πρόθεσή της να καινοτομήσει κατά τον ανασχεδιασμό της κατ’εξοχήν πολυεθνοτικής πόλης, σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία η Στρατιά της Ανατολής διεξήγαγε ακόμη επιχειρήσεις στο ανατολικό μέτωπο του πολέμου, δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί.
Ο επανασχεδιασμός της Θεσσαλονίκης βασίσθηκε πάνω στις πλέον προωθημένες απόψεις, όπως είχαν διατυπωθεί στα διεθνή συνέδρια των πολεοδόμων το 1910 και ανέμεναν την εφαρμογή τους μετά το τέλος του α’ παγκοσμίου πολέμου. Μια διεθνοποιημένη πολεοδομική μορφή απαντούσε θαυμάσια στις ανάγκες μιας διεθνοποιημένης πόλης με πολυεθνική προέλευση των κατοίκων. Tο σχέδιο που εκπόνησε για τη Θεσσαλονίκη η Διεθνής Eπιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του γάλλου αρχιτέκτονα Eρνέστ Eμπράρ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εγγραφή της πολεοδομίας της εποχής στις τοπικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες. Η πόλη εντός των τειχών ανασχεδιάσθηκε από την αρχή, «ως ένα λευκό χαρτί», αγνοώντας τις ποικίλες δεσμεύσεις που ο χρόνος, οι ιστορικές περιπέτειες και η μορφή της ιδιοκτησίας πάντα επιβάλλουν. Η ανοικοδόμηση αντιμετωπίσθηκε ως μοχλός για τον κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης, για την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και την ενδυνάμωση της ελληνικής κυριαρχίας.
Πράγματι η γέννηση της πολεοδομίας στις αρχές του 20ού αιώνα με στόχο την ‘θεραπεία’ των καταστάσεων της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πόλης του 19ου αιώνα συνέβαλε στην αναδιάρθρωση της Θεσσαλονίκης χαρίζοντας της και μια ανεπανάληπτη ‘πρωτιά’. Οπως έγραφε ο ιστορικός της πολεοδομίας Pierre Lavedan: «H ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης είναι η πρώτη πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής πολεοδομίας του 20ού αιώνα». Ενώ ένας ενήμερος δημοσιογράφος της γαλλόφωνης θεσσαλονικιώτικης εφημερίδας Οπινιόν υπερθεμάτιζε: «Η Θεσσαλονίκη πρέπει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της πιο όμορφη και πιο ισχυρή από ποτέ… Η ανατροπή που ετοιμάζεται στην πόλη που ανοικοδομείται προιωνίζεται θετικά αποτελέσματα. […] Η χάραξη της νέας Θεσσαλονίκης θα αποτελέσει μαρτυρία για την επιστημονική εφαρμογή των κανόνων της σύγχρονης Πολεοδομίας […] και παράδειγμα σε άλλες πόλεις που καταστράφηκαν σ’αυτόν τον πόλεμο, στο πλαίσιο της γενικής αναγέννησης που θα σημειωθεί στο μέλλον».

Ωστόσο, πέρα από την υπερβολική πίστη στις δυνατότητες της πολεοδομίας, σοβαρότατα ερωτήματα διατυπώθηκαν: Πώς αντιμετωπίσθηκαν ο ρόλος, τα σχέδια και οι επιθυμίες των διαφορετικών κοινοτήτων [Εβραίοι, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι]; Για ποιούς λόγους η ελληνική πολιτεία έλαβε τόσο άμεσες και ρηξικέλευθες αποφάσεις για το μέλλον της πόλης; Πώς και γιατί εισήχθηκαν τόσες καινούργιες μέθοδοι, ρυθμίσεις και λειτουργικές και μορφολογικές επιλογές, καθώς και νέοι μηχανισμοί με τους οποίους η αστική γη επρόκειτο να περιέλθει μετά τον σχεδιασμό της σε παλαιούς και νέους ιδιοκτήτες; Πώς συζητήθηκαν οι έντονες αντιρρήσεις που εκφράστηκαν, πώς διορθώθηκαν ή/και διευκρινίστηκαν οι πρακτικές διαδικασίες της εφαρμογής και οι επιπτώσεις τους στην νεώτερη εξέλιξη της πόλης;
Το σχέδιο εφαρμόστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του. Εισήγαγε ευρείες λεωφόρους σ’ ένα ιεραρχημένο οδικό δίκτυο, συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών και δημιουργία ενός πολιτικού κέντρου για την πόλη (άξονας Αριστοτέλους), ορθολογική οργάνωση των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, κανονικά σχήματα οικοδομικών τετραγώνων και οικοπέδων, ανάδειξη του μνημειακού πλούτου της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου, διατήρηση ορισμένων ‘γραφικών’ συνοικιών και μεγάλους ελεύθερους χώρους για πλατείες και πάρκα. Προέβλεπε τον διπλασιασμό του πληθυσμού……..
Σχέδια εκπονήθηκαν για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για τους εργατικούς συνοικισμούς-κηπουπόλεις, για τις βιομηχανικές ζώνες και το λιμάνι, και για τις επεκτάσεις της πόλης που σχεδιάσθηκαν ως προάστια μέσα στο πράσινο. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της Eπιτροπής σε πρότυπα σχέδια για τον νέο τύπο συλλογικής κατοικίας, την πολυκατοικία με διαμερίσματα, την οποία επέβαλαν οι αντιλήψεις για ένα ‘σύγχρονο’ πυκνοδομημένο αστικό χώρο. Aπό την εποχή αυτή πρωτοεμφανίζεται, και στη συνέχεια επικρατεί, η συνιδιοκτησία στην κατοικία εντάσσοντας συγχρόνως την ανέγερση κατοικιών στην οικονομία της αγοράς. Συνεισφορά του σχεδίου αποτελεί επίσης η δημιουργία μιας περιμετρικής πράσινης ζώνης, πέραν της οποίας απαγορευόταν η επέκταση της πόλης (το δάσος του Σέιχ-σου). Πρόθεση των σχεδιαστών ήταν να μην υπερβεί ο πληθυσμός τις 350.000 κατοίκων και η επί πλέον αύξηση να διοχετευθεί προς άλλες πόλεις της περιοχής. Η πόλη εξοπλίσθηκε με καινούργιες λιμενικές εγκαταστάσεις, δίκτυα και υποδομές, φαρδείς και ευθύγραμμους δρόμους έτοιμους να δεχθούν την συνεχώς αυξανόμενη παρουσία του αυτοκινήτου και οικοδομικούς κανονισμούς που επέβαλλαν την χρήση του νέου οικοδομικού υλικού -του μπετόν- για την ανέγερση 4όροφων και 5όροφων οικοδομών
Ο εξορθολογισμός των λειτουργιών και οι επιχειρηματικές βάσεις (business principles) πάνω στα οποία βασίστηκε ο σχεδιασμός της πόλης ‘εκσυγχρόνισαν’ προφανώς τον χώρο της, εξαφανίζοντας παράλληλα χαρακτηριστικά πολύτιμα και ανεπανάληπτα, τα οποία όμως τότε κανένας δεν διεκδικούσε. Οι περισσότερες λειτουργίες –κυρίως μη-κερδοσκοπικές- που υπήρχαν παραδοσιακά στο ιστορικό κέντρο (πολυάριθμες συναγωγές, τζαμιά και τουρμπέδες, μεταβυζαντινές εκκλησίες και εκκλησάκια, χάνια, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κλπ) δεν ξαναστεγάσθηκαν στο κέντρο και ορισμένες μόνον μεταφέρθηκαν στις νεώτερες συνοικίες της πόλης. Οι κοινότητες -κυρίως η εβραϊκή- προτίμησαν να επενδύσουν διαφορετικά τους πόρους τους, εν μέσω της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας. Εν γένει, και με την εξαίρεση του ναού του Αγίου Δημητρίου, κανένα άλλο θρησκευτικό κτίσμα δεν ‘αποκαταστάθηκε’, ενώ αρκετά αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του 1920, κτίσθηκε μια νέα συναγωγή (των Μοναστηριωτών) στο ιστορικό κέντρο, που αποτελεί και σήμερα την κεντρική συναγωγή των Θεσσαλονικέων Εβραίων. Παράλληλα, με δυσκολία και χάρη στην θερμή υποστήριξη των αρχιτεκτόνων και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, σώθηκαν από κατεδάφιση μερικά οθωμανικά μνημεία που είχαν γλυτώσει από την φωτιά.
Η άφιξη 100.000 προσφύγων μετά το 1922 και η εγκατάστασή τους οπουδήποτε υπήρχε διαθέσιμη γη στις παρυφές της πόλης ακυρώνει την συνεκτικότητα του σχεδιασμού του 1917 και μειώνει ριζικά τους δημόσιους ελεύθερους χώρους εκτός της πυρίκαυστης. Πάνω από 40 προσφυγικοί καταυλισμοί συγκροτούν μικρές ‘δορυφορικές’ κοινότητες, που «δεν αναστατώνουν την κανονική ζωή της υπάρχουσας πόλης, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν ένα ομοιογενές κοινωνικό περιβάλλον στο εσωτερικό των οικισμών» (κατά τις προσφιλείς διατυπώσεις των τότε αρμοδίων). Στεγάζονται σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, νοσοκομεία, σε λόφους και βοσκοτόπια. Παρουσιάζουν την εικόνα ενός μωσαϊκού από οικιστικές ενότητες, εξαιρετικά πρόχειρα κατασκευασμένες από διαφορετικούς φορείς, με συνοπτικές διαδικασίες, και χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα αστικής ανάπτυξης (Καλογήρου 1986). Aνάμεσά τους υπάρχουν κενά που καταλαμβάνονται από αποθήκες, βιομηχανικά κτίρια, λαχανόκηπους, χέρσες εκτάσεις κλπ. Παρά την εφαρμογή ενός συνολικού σχεδίου μετά το 1924 (εκτός της πυρίκαυστης η οποία ανοικοδομείται με το σχέδιο Εμπράρ), η εκ των πραγμάτων εκτεταμένη και αραιή ανάπτυξη της πόλης με μορφή παραπηγμάτων και η παράλληλη απουσία δικτύου δρόμων, ελεύθερων χώρων και υποδομής, ύδρευσης, συγκοινωνίας, σχολείων κλπ. δημιουργούν την έντονη εικόνα της προσφυγούπολης, που μετά την δεκαετία του 1960 θα παραδοθεί συνολικά στην ανοικοδόμηση δια της αντιπαροχής, χωρίς ο χώρος να να προσαρμοσθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις για κοινόχρηστες και κοινωφελείς λειτουργίες και εγκαταστάσεις∙ χωρίς να τεθεί ούτε για μια στιγμή ζήτημα διατήρησης ή μνήμης.
Στον μισό περίπου αιώνα που μεσολαβεί από την έναρξη των μεταρρυθμίσεων στην Θεσσαλονίκη, και μέχρι και τα μεσοπολεμικά χρόνια, ο χώρος της πόλης εκφράζει με τους μετασχηματισμούς του τις κοινωνικές αλλαγές και τις αντιδράσεις των αστικών στρωμάτων. Aπό τις εθνικοθρησκευτικά ομοιογενείς συνοικίες προς την κοινωνικο-οικονομική χωρική διαίρεση της πόλης, οι μορφές της μετάβασης είναι διάφορες. H λειτουργία των αξιών της γης κινητοποιεί κεντρόφυγες τάσεις, που άλλοτε εκφράζονται ατομικά και άλλοτε πιο οργανωμένα, δημιουργώντας κομψά προάστια αλλά και προσφυγικά γκέτο, νέες οργανωμένες γειτονιές μεσαίων και φτωχών στρωμάτων, αλλά και συνοικίες τρωγλών. Συνάμα η απαγκίστρωση της εκπαίδευσης από τον θρησκευτικό φορέα, η ελεύθερη επιλογή σχολείων, η ανάπτυξη νέων κοινοτικών ιδρυμάτων και κοινωνικο-επαγγελματικών συσσωματώσεων (λέσχες, σύλλογοι), όπως και η ανάδυση ‘μοντέρνων’ χώρων και μορφών αναψυχής (κινηματογράφοι, καφενεία, αίθουσες χορού κλπ) ανατροφοδοτούν το πέρασμα σε καινούργιες αστικές συμπεριφορές με κοινό παρονομαστή όχι πλέον την εθνικοθρησκευτική, αλλά την κοινωνικοεπαγγελματική-ταξική συγγένεια. Oπως είναι φυσικό, οι χωρικές δομές και τα μορφώματά τους είναι στενά συνδεδεμένα με τις υπόλοιπες ιστορικές διαδικασίες.
Η σημασία του σχεδίου της Θεσσαλονίκης μετά το 1917 βρίσκεται κυρίως στο ότι εισηγείται μια ανανεωμένη μορφή για την νεοελληνική πόλη, που απαντά στις απαιτήσεις της νέας βιομηχανικής κοινωνίας και στην αισιοδοξία των τεχνοκρατών που είχαν την εξουσία. Οι περιορισμένοι κρατικοί πόροι, τα έκτακτα γεγονότα (έλευση προσφύγων) και ο ατελής εξαστισμός της ελληνικής κοινωνίας δεν επέτρεψαν στο κράτος να αναλάβει το κόστος του εκσυγχρονισμού των πόλεων, ούτε στην «κοινωνία πολιτών» να αναπτύξει δραστηριότητα ως παραγωγός χώρου. Η ελληνική κοινωνία αντιστάθηκε σε οποιοδήποτε μέτρο μπορούσε να ‘θίξει’ την μικροϊδιοκτησία της. Έτσι, κάθε νέο σχέδιο που προτείνεται, ουσιαστικά υλοποιείται σε μεγάλο βαθμό όπου απαιτούνται πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα, ενώ οι αντίστοιχες παρεμβάσεις του δημοσίου τομέα καθυστερούν έως ακυρώνονται.

Σε ό,τι αφορά το θέμα μας, από το 1870 ως το 1940 στις βορειοελλαδικές πόλεις ανατρέπονται συνήθειες, δεδομένα και μορφές διαβίωσης πολλών αιώνων. H βίαιη και χρονικά συνεπτυγμένη αλλαγή έχει μια έντονη χωρική διάσταση. Η εφαρμογή του νέου σχεδίου διευκολύνει την διαδικασία της μετάβασης αναχαράσσοντας τα όρια στο έδαφος και μεταβάλλοντας τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά τους. Παρά το γεγονός ότι η διάχυση στο χώρο της πόλης δεν σημαίνει διάλυση των κοινοτικών δομών, είναι σίγουρο ότι παράλληλα με την απώλεια της παλιάς χωρικής υπόστασης, οι εθνικοθρησκευτικές κοινότητες οδηγούνται προς νέες, λιγότερο άμεσες και πιο συγκεντρωτικές και ομοιογενείς μορφές οργάνωσης. Bέβαια η ανάγκη του ανήκειν σε μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα δεν σταματά. Aλλά σε ό,τι αφορά το χώρο της πόλης, στον 20ό αιώνα το ζητούμενο πλέον είναι ο ομοιογενής χώρος, όπως με χειρουργική ακρίβεια και χωρίς συναισθηματισμούς, τον επέβαλε στη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917 το σχέδιο Eμπράρ.

είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του
Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ.
1917, H μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης
Video Copyright: AIMTHS
Βιβλιογραφία
Β. Δημητριάδης, Tοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία 1330-1912. Εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1983.
Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η ελληνική κοινότητα το 1913», Μακεδονικά, τόμ. 23, 1983.
Ν. Kαλογήρου, «H ανάπτυξη των προαστίων της Θεσσαλονίκης», Πρακτικά Συμποσίου H Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986.
Α. Kαραδήμου Γερόλυμπου, Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917. Ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης και στην ανάπτυξη της ελληνικής πολεοδομίας. (19851) University Studio Press, Θεσσαλονίκη 19952.
Α. Kαραδήμου Γερόλυμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα. (19971) University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004.
Α. Kαραδήμου Γερόλυμπου, «Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης. Μακρές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί, με φόντο την βαλκανική ενδοχώρα» στο (Γ. Καυκαλάς, Λ. Λαμπριανίδης, Ν. Παπαμίχος, επιμ.) Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο. Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2008.
Α. Kαραδήμου Γερόλυμπου, Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες, πρόσωπα, τοπία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2013.
Β. Κολώνας, Θεσσαλονίκη 1912-1992. 8 δεκαετίες νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Έκδοση Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Θεσσαλονίκη 1993
Ι. Χασιώτης, «Η Θεσσαλονίκη της Τουρκοκρατίας», Νέα Εστία, τόμ. 118, τευχ. 1403, 1985.
Υποσημειώσεις
[1] Το κείμενο έχει συντεθεί από ιδέες και διατυπώσεις που περιλαμβάνονται στις εργασίες της συγγραφέως του 1985, 1997, 2008 και 2013 και σημειώνονται στην βιβλιογραφία.
[2] Για την περιγραφή της πόλης, βλ. Γιοσεφ Νεχαμά, Ιστορία των Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης.