Skip to main content

Γιάννης Μουρέλος: Με αφορμή την επέτειο της έκρηξης του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Η ακαταμάχητη πορεία προς τον Όλεθρο

Γιάννης Μουρέλος

Με αφορμή την επέτειο της έκρηξης

                         του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου                    

Η ακαταμάχητη πορεία προς τον Όλεθρο

 

Αν με την έκρηξή του συμβολίζει το επιστέγασμα της κρίσης της κοινωνίας του 19ου αιώνα, με τον τρόπο, με τον οποίο διεξήχθη, ο Α΄  Παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί αναμφίβολα προϊόν του απάνθρωπου 20ού αιώνα. H αναπόφευκτη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία επί δεκαετίες ολόκληρες είχε επικίνδυνα συσσωρευθεί, οδήγησε την υφήλιο να διαβεί το κατώφλι μιας νέας εποχής, περνώντας από μια ιστορική πραγματικότητα σε μια άλλη, με τρόπο απίστευτα βίαιο και σπαρακτικό.

Η αλλαγή του αιώνα το έτος 1900 σημαδεύτηκε από θεαματικές μεταβολές στο χώρο της οικονομίας. Οι επιπτώσεις των μεταβολών αυτών στον τομέα των διακρατικών σχέσεων ήταν αναπόφευκτες.

Συγκεκριμένα, γύρω στο 1890 ολοκληρώθηκε μια εικοσαετής περίοδος ύφεσης, με κυρίαρχο γνώρισμα τη συνεχή πτώση των τιμών και την επιβράδυνση της παραγωγής και των συναλλαγών. Η κατάσταση αυτή παραχώρησε τη θέση της σε μια περίοδο ανάκαμψης, στα όρια σχεδόν της ευφορίας, η οποία παρατάθηκε ως το 1914, έτος κήρυξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Με ελάχιστα διαλείμματα (1900-1901 και 1907-1908), οι τιμές αυξήθηκαν σταθερά διεγείροντας τη βιομηχανική παραγωγή. Η αναζήτηση πηγών ενέργειας έγινε ολοένα και πιο επιτακτική: άνθρακας αλλά και νέες, αξιοποιήσιμες και πολλά υποσχόμενες πηγές όπως το πετρέλαιο και ο ηλεκτρισμός. Παραδοσιακοί τομείς, όπως η μεταλλουργία και η υφαντουργία, ακολούθησαν σταθερά ανοδική πορεία.  Δίπλα σε αυτούς, άλλοι, πρωτόγνωροι, όπως η ηλεκτροχημική βιομηχανία εκτινάχθηκαν εντυπωσιακά. Ο αντίκτυπος όλων αυτών υπήρξε αισθητός στην Ευρώπη κατά κύριο λόγο αλλά και στην Αμερική. Γύρω στο 1890, οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία έλεγχαν αντίστοιχα το 28% και το 27% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής. Το 1913, βλέπουμε τις ΗΠΑ να διατηρούν τα σκήπτρα (35%), ενώ η Μεγάλη Βρετανία (14%) έχει υπερφαλαγγιστεί από τη Γερμανία (15%). Χώρες με οικονομία κατ εξοχή αγροτική βλέπουμε να εισέρχονται σε διαδικασία εκβιομηχάνισης, άλλες με χαρακτηριστική άνεση (Ιαπωνία), άλλες με δυσκαμψία (Ιταλία, Ρωσία). Γεγονός πάντως είναι ότι αυτή η μέσα σε μια εικοσαετία ευρείας κλίμακας ανακατανομή του πλούτου μετέβαλε ριζικά το βιομηχανικό χάρτη του πλανήτη.

Η ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας. Το εργοστάσιο Krupp στην Έσση το 1890

Δίχως να υιοθετήσει ανάλογους ρυθμούς, η αγροτική οικονομία, των προηγμένων κυρίως χωρών, ευνοήθηκε και εκείνη από τις παραπάνω εξελίξεις. Σύγχρονα εργαλεία, χρήση λιπασμάτων και αποτελεσματικότερα αρδευτικά έργα βελτίωσαν αισθητά την απόδοση της γης. Επίσης, η ταχύτατη ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και της ναυσιπλοΐας, πέρα από τη μείωση του χρόνου κάλυψης των αποστάσεων, πολλαπλασίασε τις συναλλαγές και προώθησε μια παραγωγή, την οποία βλέπουμε να βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία. Οι επιπτώσεις στο χώρο των διακρατικών σχέσεων υπήρξαν άμεσες. Η εγχώρια ζήτηση υπερκαλύφτηκε, με αποτέλεσμα να αναζητούνται νέες αγορές, ικανές να απορροφήσουν τα πλεονάσματα. Πρώτη από όλους η Μεγάλη Βρετανία είχε βρεθεί, από παλιά, αντιμέτωπη με αυτό το πρόβλημα, το οποίο είχε καταφέρει να ξεπεράσει χάρη στην εξαιρετική ποιότητα και τις χαμηλές τιμές των προϊόντων της. Στο γύρισμα του αιώνα όμως, το 1900, η κατάσταση είχε αλλάξει. Κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, πιο πρόσφατα και επομένως αποτελεσματικότερα εφοδιασμένα από τεχνολογική άποψη, άρχισαν να φαντάζουν ως επικίνδυνοι ανταγωνιστές για την κατάκτηση νέων αγορών.

Άλλο σημείο τριβής ήταν η διασφάλιση και ο έλεγχος των πρώτων υλών, καθώς οι ΗΠΑ ήταν το μοναδικό κράτος σε παγκόσμια κλίμακα που διέθετε αυτάρκεια στο συγκεκριμένο τομέα. Αντίθετα, τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν υποχρεωμένα να στραφούν προς αναζήτηση πρώτων υλών και πηγών ενέργειας μακριά από τη Γηραιά Ήπειρο, κάτι που τα ανάγκαζε να ασκούν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο πάνω στις περιοχές όπου οι πηγές αυτές εντοπίζονταν. Έως το 1900 υπήρχε ακόμα διαθέσιμος χώρος στην Αφρική, στην Ασία και στην Άπω Ανατολή. Σύντομα όμως τα περιθώρια άρχισαν να στενεύουν, ειδικότερα για κράτη -όπως η Γερμανία- νεοφερμένα και με υπέρμετρες φιλοδοξίες στο χώρο του αποικιακού επεκτατισμού. Κατά συνέπεια, δεν απέμενε παρά η ενεργός συμμετοχή σε διεθνείς κρίσεις ή ακόμη και η δημιουργία τεχνητών εντάσεων με απώτερο σκοπό την απόσπαση εδαφών από των έλεγχο των αντιζήλων κρατών. Τέλος, υπήρχε και η περίπτωση των λεγομένων «Μεγάλων Ασθενών» (Οθωμανική Αυτοκρατορία και Κίνα), κρατών αχανών, σε κατάσταση διοικητικής αποσύνθεσης, ικανών να απορροφήσουν μεγάλο μέρος από τα ευρωπαϊκά πλεονάσματα. Στην περίπτωση αυτή, η προσάρτηση εδαφών και η δημιουργία προτεκτοράτων υποκαθίσταται από ένα διαφορετικό τρόπο παρέμβασης: δανεισμό, επενδύσεις, ανάληψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων, εμπορικά προνόμια πάσης φύσεως, εξοπλισμό και εκπαίδευση ενόπλων δυνάμεων κ.ο.κ. Ανεξάρτητα από την προέλευσή τους (κρατική ή ιδιωτική), όλες αυτές οι παρεμβάσεις επηρέαζαν την άσκηση της διπλωματίας πολλαπλασιάζοντας επικίνδυνα τις εστίες έντασης.

 Αποικιακές κτήσεις στην Αφρικανική Ήπειρο. 

Η αλλαγή του αιώνα συνοδεύτηκε, παράλληλα, από μια κάθετη έξαρση του φαινομένου των εθνικισμών. Μέσα στους κόλπους των πολυεθνικών κρατών, οι διάφορες μειονότητες εξέφραζαν ολοένα και πιο δυναμικά τη γλωσσική, θρησκευτική και πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Η αντίθεσή τους σε κάθε είδους αφομοιωτική πρωτοβουλία εκ μέρους της κεντρικής διοίκησης άρχισε να προσλαμβάνει νέες διαστάσεις.  Συνακόλουθη υπήρξε η αποδυνάμωση των κρατών εκείνων, που περιέκλειαν μειονότητες, οι οποίες διεκδικούσαν την καθιέρωση ειδικού καθεστώτος. Για τη Γερμανία λ.χ. το πρόβλημα εντοπιζόταν στις δυο επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης, που είχαν αποσπαστεί από τη Γαλλία το 1871. Μια αρχική περίοδος ύφεσης, η οποία πιστώνεται στη σχετικά ελαστική στάση των γερμανικών αρχών, που επέτρεψαν και αυτή ακόμη τη λειτουργία τοπικού κοινοβουλίου, διαδέχτηκε η εντυπωσιακή συσπείρωση του πληθυσμού, ο οποίος, το 1913, εξέφρασε απερίφραστα την αντίθεσή του στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών.

Στην τσαρική Ρωσία, ανάλογα φαινόμενα οργανωμένης αντίστασης σε αφομοιωτικές κινήσεις εκδηλώθηκαν γύρω από τη Βαλτική (Πολωνία, Φινλανδία, Βαλτικές χώρες). Όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας όμως, το πρόβλημα περιορίστηκε στην περιφέρεια, με αποτέλεσμα οι όποιες παρενέργειες να μην απειλούν ουσιαστικά τη συνοχή των δυο αυτών αυτοκρατοριών.

Εκ διαμέτρου διαφορετική ήταν η περίπτωση της Αυστροουγγαρίας, η οποία διέτρεχε άμεσο κίνδυνο διάσπασης. Το από τη φύση του εξωπραγματικό διαρχικό σύστημα διακυβέρνησης υπονομευόταν από τις διεκδικητικές προθέσεις Τσέχων, Ρουμάνων και Ιταλών, που κατοικούσαν στις παρυφές της αυτοκρατορίας. Εκείνη όμως που προκαλούσε στη Βιέννη οξύτατους περισπασμούς ήταν η κίνηση των Γιουγκοσλάβων, στενά συνδεδεμένη με το φαινόμενο του σερβικού αλυτρωτισμού.

 

Οι εθνότητες εντός της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας.

 

Η έξαρση των εθνικισμών δεν αποτελούσε, ωστόσο, προνόμιο των πολυεθνικών κρατών. Προσέβαλε εξίσου και χώρες με ομοιογενή πληθυσμό με τη μορφή συλλογικής έκφρασης ισχύος, ανωτερότητας και κύρους σε παγκόσμια κλίμακα. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα βλέπουμε να αναδύεται ένας ιδιόρρυθμος βρετανικός εθνικισμός, ο οποίος όφειλε την ύπαρξή του στην οικονομική τότε πρωτοκαθεδρία της Μεγάλης Βρετανίας. Επομένως, δεν ήταν τυχαία η επανεμφάνιση, αργότερα, ανάλογων φαινομένων σε χώρες, οι οποίες είχαν να επιδείξουν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία). Το νέο στοιχείο, τη φορά αυτή, ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη πίεση που η κοινή γνώμη ασκούσε ως προς τις επιλογές της εξουσίας, καθώς ο εθνικισμός, στην πιο επιθετική του μορφή έκφρασης, άρχισε να βρίσκει πρόσφορο έδαφος στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, τα οποία ευαισθητοποιούνταν σχετικά με τα διάφορα εθνικά και διεθνή ζητήματα. Ο δε Τύπος της εποχής, για ιδιοτελείς προφανώς σκοπούς -αύξηση της κυκλοφορίας των εφημερίδων και των διαφόρων εντύπων- μετατράπηκε σε κυρίαρχο φορέα ενίσχυσης και διάδοσης των κατά τόπους σοβινιστικών εκδηλώσεων. Οι κυβερνήσεις άρχισαν, επομένως, να υπολογίζουν σοβαρά τις πιθανές αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Πρόκειται για ένα γνώρισμα που χαρακτήριζε εξίσου τα κοινοβουλευτικά και τα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής. 

Παραλλαγή των εθνικιστικών εξάρσεων αποτελεί, τέλος, και το φαινόμενο του αλυτρωτισμού. Καλύπτει ένα ευρύ πεδίο: Δυνάμεις ταπεινωμένες στο πρόσφατο παρελθόν με έντονο συναίσθημα αποκατάστασης της νομιμότητας (Γαλλία), κράτη νεοσύστατα, με υπερφίαλες προθέσεις προσχώρησης στην κατηγορία των ισχυρών (Ιταλία), χώρες μικρότερες, με έκδηλες υπαρξιακές ανησυχίες και φιλοδοξίες δυσανάλογες με τις πραγματικές τους δυνατότητες για εθνική ολοκλήρωση (βαλκανικά κράτη). Με το πέρασμα του χρόνου, η εθνικιστική παράμετρος άρχισε να επηρεάζει αποφασιστικά τη διαμόρφωση των διακρατικών σχέσεων, ενισχύοντας παράλληλα τις πάμπολλες πολιτικές και οικονομικές αντιπαραθέσεις, που βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Όττο φον Μπίσμαρκ και Γουλιέλμος Β΄

Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, η διολίσθηση προς μια γενικευμένη σύγκρουση ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.  Το καλοκαίρι του 1888 ο μόλις 28 ετών Γουλιέλμος Β’  στέφτηκε αυτοκράτορας της Γερμανίας. Με έκδηλη την πρόθεσή του να ασκήσει απερίσπαστος την εξουσία, ήρθε σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τον καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ, εξαναγκάζοντάς τον ουσιαστικά σε υποβολή παραίτησης. Η νέα παγκόσμια πολιτική (Weltpolitik), η οποία άρχισε να σφυρηλατείται, παραγνώριζε τη διασφάλιση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη προς όφελος της κατάκτησης ξένων αγορών και της εφαρμογής φιλόδοξων αποικιοκρατικών εγχειρημάτων.Η απότομη αυτή εισβολή της Γερμανίας στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και ανταγωνισμών επιχειρήθηκε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, εφόσον η «μοιρασιά» του πλανήτη βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο. 

Αυτή ακριβώς η αλλαγή πλεύσης της γερμανικής διπλωματίας προσέφερε άθελά της τη δυνατότητα στη Γαλλία να εξέλθει από την απομόνωση, στην οποία επί είκοσι ολόκληρα χρόνια την είχε καταδικάσει η πολιτική του Μπίσμαρκ. Πρώτος κατά σειρά αποδέκτης των γαλλικών βολιδοσκοπήσεων υπήρξε η Ρωσία, με την οποία μεταξύ των ετών 1891 και 1892 υπογράφηκε μια σειρά από σημαντικές διμερείς συμφωνίες. Η θαλασσοκράτειρα Βρετανία, θορυβημένη από τον ξέφρενο ρυθμό, με τον οποίο η Γερμανία είχε επιδοθεί στον τομέα των ναυτικών εξοπλισμών, συνομολόγησε το 1904 με τη Γαλλία τη Συνθήκη της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente Cordiale), ενώ το τρίγωνο συμπληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1907, με την προσέγγιση ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία. Ο συνασπισμός της Τριπλής Συνεννόησης (Triple Entente) είχε γεννηθεί. Η Ιταλία, δίχως να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τις συμμάχους της Γερμανία και Αυστροουγγαρία, υποσχέθηκε μυστικά, το 1902, στη Γαλλία τη τήρηση ουδέτερης στάσης σε περίπτωση διεξαγωγής ενός γαλλογερμανικού πολέμου. 

Η παγκοσμίου βεληνεκούς νέα πολιτική του Γουλιέλμου Β΄ ήταν προφανώς αναπόφευκτη. Εξασφάλιζε διέξοδο στο δυναμισμό της οικονομίας ικανοποιώντας, συνάμα, τις φιλοδοξίες και τα όνειρα του γερμανικού λαού και του νεαρού αυτοκράτορα. Ωστόσο, η βιασύνη και η αδεξιότητα, με τις οποίες εφαρμόστηκε στην πράξη, οδήγησαν σε συσπείρωση μεταξύ τους τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές Δυνάμεις, με εξαίρεση την πάντοτε προβληματική και ιδιαίτερα ευάλωτη Αυστροουγγαρία και την αναξιόπιστη, όπως αποδείχτηκε, Ιταλία.

Με το σκηνικό να έχει στηθεί ήδη από το 1907, η Ευρώπη ολόκληρη ζούσε ήδη από τότε επί ποδός πολέμου. Κάθε νέα κρίση ήταν ικανή να προσλάβει διεθνείς διαστάσεις και να εξωθήσει τα πράγματα σε γενικευμένη ανάφλεξη. Κυβερνήσεις, επιτελεία αλλά και η κοινή γνώμη είχαν άλλωστε εξοικειωθεί με την ιδέα πως η επίλυση των διαφόρων εκκρεμοτήτων με δυναμικό τρόπο ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Κάτι τέτοιο μπορούσε κάλλιστα να έχει συμβεί το 1908, με την προσάρτηση των υπό οθωμανικό, τότε, έλεγχο επαρχιών της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, το 1911 εξαιτίας της κρίσης του Μαρόκου, το 1912-1913 με τη διενέργεια των Βαλκανικών Πολέμων. Συνέβη τελικά το καλοκαίρι του 1914, με αφορμή ένα ελάσσονος, συγκριτικά, σημασίας επεισόδιο: τη δολοφονία στο Σεράγεβο του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου του αυστριακού θρόνου, από Σέρβο εθνικιστή.

Η δολοφονία στο Σεράγεβο (28 Ιουνίου 1914)

 Τελευταίο αφήσαμε το ερώτημα “Γιατί το 1914;”. Ερώτημα εύλογο, καθώς οι πάντες έδειχναν να αιφνιδιάζονται από την κάθετη έξαρση της έντασης κατά τις εβδομάδες που διαδέχθηκαν τη δολοφονία στην πρωτεύουσα της Βοσνίας. Είναι γεγονός πως η γερμανική βιομηχανική παραγωγή ακολουθούσε φρενήρεις ρυθμούς καθόλη τη διάρκεια της πρώτης δεκαπενταετίας του 20ού αιώνα. Οι δείκτες της πλησίαζαν επικίνδυνα τους αντίστοιχους βρετανικούς, σε ορισμένους δε τομείς, τους είχαν υπερφαλαγγίσει. Το γεγονός αυτό προκάλεσε εύλογη ευφορία στη Γερμανία (ειδικότερα μεταξύ των οπαδών της Παγκόσμιας πολιτικής), ενώ, αντίστροφα, σκόρπισε ρίγη ανησυχίας και ανασφάλειας στις Βρετανικές Νήσους, όπου πολλαπλασιάστηκαν τα γερμανόφοβα αισθήματα ηγεσίας και κοινής γνώμης. Πάραυτα, οι ανησυχίες των επιχειρηματικών κύκλων εκφράζονταν σε μακροπρόθεσμη κλίμακα, καθώς, αν και απειλούμενη, η βρετανική οικονομία δεν κινδύνευε άμεσα από ασφυξία. Άλλωστε, φαινόμενο διόλου συμπτωματικό, κατά τη στιγμή της κορύφωσης της κρίσης του Ιουλίου, το περιβάλλον του City ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με την προοπτική επίλυσης με δυναμικό τρόπο των διαφορών με τη Γερμανία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στους κόλπους του αντίπαλου στρατοπέδου. Η ικανοποίηση των γερμανικών επιχειρηματικών κύκλων ήταν έκδηλη, βλέποντας την ψαλίδα να κλείνει με ταχείς ρυθμούς. Ωστόσο, το μόνο που μπορούσε να επιφέρει η διενέργεια ενός πολέμου, ήταν η ανακοπή αυτής της ξέφρενης πορείας και τίποτα παραπάνω.

Σε διακρατικό επίπεδο, το σύνολο, σχεδόν, των αποικιακών εκκρεμοτήτων, εστία επικίνδυνων εντάσεων και αντιπαραθέσεων στο παρελθόν, είτε είχε διευθετηθεί οριστικά, είτε περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό. Βρετανοί, Γάλλοι και Ρώσοι, δεν είχαν πλέον μεταξύ τους διαφορές αυτού του είδους. Τις είχαν επιλύσει μέσω της συνομολόγησης του Συμφώνου της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente Cordiale) το 1904 και του Αγγλορωσικού Συμφώνου τρία χρόνια αργότερα. Η Ιταλία είχε επιτέλους ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της, με την προσάρτηση της Τριπολίτιδας, της Κυρηναϊκής και των Δωδεκανήσων, λάφυρα της επικράτησής της επί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-1912. Κυρίως, όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώριζαν το γεγονός της καθυστερημένης εισόδου της Γερμανίας στο αποικιακό στερέωμα. Έχοντας διασφαλίσει τα δικά τους συμφέροντα, δεν αντέδρασαν βλέποντας την τελευταία να δραστηριοποιείται σε χώρες όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συνεπώς, το καλοκαίρι του 1914, η εποχή, όπου αποικιακής φύσεως ζητήματα κινδύνευαν να προκαλέσουν γενικευμένη ανάφλεξη (π.χ. υποθέσεις του Αφγανιστάν, του Σιάμ ή του νοτίου Σουδάν), φάνταζε, πλέον, ξεπερασμένη. Μια μόνιμη εστία έντασης αποτελούσε, ανέκαθεν, το Ζήτημα των δυο επαρχιών της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Ακόμα και στον τομέα αυτό, το 1914 τα πράγματα έδειχναν να βρίσκονται σε ύφεση. Παρά την εκπεφρασμένη αντιπάθεια του ντόπιου πληθυσμού έναντι της γερμανικής διοίκησης, αλλά και τα διαρκώς αυξανόμενα κρούσματα φυγής νέων, σε ηλικία, ατόμων με προορισμό τη Γαλλία, προκειμένου να αποφύγουν τη στρατολόγηση από τις αρχές, η ένταση είχε περιοριστεί αισθητά σε σύγκριση με τις δεκαετίες του 1870 και 1880. Το πάνω χέρι είχαν οι λεγόμενοι “μεταρυθμιστές”, οι οποίοι προσέβλεπαν σε αυξημένη αυτονομία και όχι σε αποτίναξη της γερμανικής διοίκησης.

Συνεπώς, το ερώτημα παραμένει αναπάντητο: ποιά είναι η παράμετρος εκείνη, η οποία, το καλοκαίρι του 1914 οδήγησε την Ευρώπη στον όλεθρο; Επικεντρώνοντας στις τέσσερις εβδομάδες, οι οποίες μεσολάβησαν, μεταξύ της δολοφονίας στο Σεράγεβο και της γενίκευσης του πολέμου η εξήγηση είναι δυνατό να ανιχνευθεί στις πέντε παρακάτω διαπιστώσεις:

  1. Την εντελώς λανθασμένη αίσθηση πως, όπως ένας γενικευμένος πόλεμος είχε αποφευχθεί στο παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις, με μεγαλύτερο συγκριτικά, μάλιστα, δείκτη επικινδυνότητας, το ίδιο θα συνέβαινε και τώρα.
  2. Το γεγονός ό,τι, από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, η μόνη έτοιμη, στρατιωτικά, προκειμένου να ανταποκριθεί στην πολυτέλεια ενός πολέμου, ήταν η Γερμανία. Μοιραία, επομένως, παρείσφρησε στα ηγετικά κλιμάκια του Βερολίνου, η ιδέα για τη διενέργεια ενός μικρής διάρκειας ελεγχόμενου προληπτικού πολέμου, προτού απωλεσθεί το παραπάνω πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων Δυνάμεων.
  3. Από το ίδιο, ακριβώς, σκεπτικό διαπνέεται και η οπτική της Αυστροουγγαρίας έναντι της Σερβίας: Καταφορά ενός αποφασιστικού κτυπήματος σε βάρος ενός ασθενέστερου αντιπάλου, προτού προλάβει η Ρωσία να προστρέξει σε βοήθεια του τελευταίου.
  4. Οι αγωνιώδεις προσπάθειες διαμεσολάβησης των κρατών του συνασπισμού της Τριπλής Συνεννοήσεως (Μεγ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) προς την κατεύθυνση της διαφύλαξης της ειρήνης, στις άμεσες παραμονές του πολέμου, αξιολογήθηκαν λανθασμένα από το Βερολίνο ως ένδειξη αδυναμίας προσφυγής σε ένοπλη αντιπαράθεση.
  5. Την υποκατάσταση, υπό τις παραπάνω συνθήκες, της πολιτικής ηγεσίας από τη στρατιωτική σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.

Όλα αυτά, πάντοτε, με την προοπτική ενός περιορισμένου σε διάρκεια πολέμου. Πρώτη παταγώδη διάψευση των εκατέρωθεν εκτιμήσεων αποτελούν οι προβλέψεις ως προς την έκταση της αναμέτρησης. Μέσα σε επτά, μόλις ημέρες (28 Ιουλίου έως 4 Αυγούστου 1914), ο πόλεμος μετεξελίχθηκε από διμερή αυστρο-σερβικό σε γενικευμένο ευρωπαϊκό. Ο τρόπος, με τον οποίο τέθηκε σε λειτουργία ο μηχανισμός του ολέθρου επαληθεύει τη θεωρία του «ντόμινο» προτού αυτή κάνει την εμφάνισή της: στις 28 Ιουλίου 1914, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Τρεις μέρες αργότερα, η Ρωσία, φυσικός προστάτης της Σερβίας, προέβη σε γενική επιστράτευση. Γερμανία και Γαλλία τη μιμήθηκαν την 1η Αυγούστου. Την επομένη, η κυβέρνηση του Βερολίνου κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, ζητώντας ταυτόχρονα από το Βέλγιο να επιτρέψει τη διέλευση του γερμανικού στρατού από το έδαφός του. Στις 3 Αυγούστου, κήρυξε τον πόλεμο και κατά της Γαλλίας. Η Ιταλία επέλεξε την τήρηση ουδέτερης στάσης, ενώ η Μεγάλη Βρετανία παρενέβη τελικά στις 4 Αυγούστου και μόνο αφότου τα γερμανικά στρατεύματα, επιχειρώντας ελιγμό προκειμένου να πλήξουν τα βόρεια γεωγραφικά διαμερίσματα της Γαλλίας, παραβίασαν την ουδετερότητα του Βελγίου.

Η ενεργοποίηση του μηχανισμού του ολέθρου (28 Ιουνίου-4 Αυγούστου 1914).

 

Μια δεύτερη παταγώδη διάψευση των εκτιμήσεων αποτελούν οι προβλέψεις ως προς τη χρονική διάρκεια του πολέμου. Οι πάντες ήταν πεπεισμένοι πως οι εχθροπραξίες δεν θα ξεπερνούσαν το όριο μερικών, μόνο, μηνών. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η σχετική ευκολία, με την οποία οι διάφορες κυβερνήσεις παρασύρθηκαν σε τόσο ακραίες επιλογές. Κανένας δεν φανταζόταν πως ο πόλεμος θα διαρκούσε, τελικά, 52 ολόκληρους μήνες, βυθίζοντας την ανθρωπότητα σύσσωμη σε μια άνευ προηγουμένου συλλογική δοκιμασία.

Η εκατόμβη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας  στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

 

 

Apocalypse World War 1

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

– J. Droz, Les causes de la Première Guerre mondiale. Essai d’ historiographie, Παρίσι, 1973

– P. Miquel, La Grande Guerre, Παρίσι, 1983

– R. Poidevin, Les origines de la Première Guerre mondiale, Παρίσι, 1985

– A. Pribam, England and the international policy of the Great European Powers, 1871-1914, Οξφόρδη, 1931

– P. Renouvin, Histoire des relations internationales, Τόμος ΣΤ΄, Le XIXe siècle. L’ apogée de l’ Europe, 1871-1914, Παρίσι, 1955