Skip to main content

Νικολέττα Γιαντσή: Μεσαιωνική πόλη και φιλανθρωπία. Το παράδειγμα των ευρωπαϊκών πόλεων

Νικολέττα Γιαντσή

Μεσαιωνική πόλη και φιλανθρωπία.
Το παράδειγμα των ευρωπαϊκών πόλεων

Η ιστορία της φιλανθρωπικής συμπεριφοράς, των θεωρητικών προϋποθέσεών της και των πρακτικών της μέσα στη μεσαιωνική κοινωνική πραγματικότητα της Δυτικής Ευρώπης εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ενός συγκερασμού ανάμεσα στις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές πρακτικές, τις χριστιανικές θεολογικές επεξεργασίες που προήλθαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου και την οδυνηρή πραγματικότητα της επιλογής να είναι κάποιος χριστιανός την εποχή των διωγμών, την εποχή των βαρβαρικών επιδρομών και της κατάρρευσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση.

Η φιλανθρωπία κατά την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα ανέδειξε έναν πρωταγωνιστή, έναν συντονιστή και έναν οργανωτή, την Εκκλησία. Οι επίσκοποί της ανέλαβαν να καλύψουν το κενό της κοινωνικής πολιτικής μετά την κατάρρευση των ρωμαϊκών πόλεων· τα μοναστήρια της να ανακουφίσουν τους πληθυσμούς που υπέφεραν μέσα στην αχανή ευρωπαϊκή ύπαιθρο· οι θεολόγοι της να εκλαϊκεύσουν και να στηρίξουν με επιχειρηματολογίες – δυσκολότερες ή ευκολότερες κατά περίσταση – την εικόνα του φτωχού Χριστού. Ο Χριστός που ταυτίζεται με τον πένητα, τον πάσχοντα, τον πλάνητα συνιστά το ιδανικό του ίδιου του καταναγκασμένου, πεινασμένου, διψασμένου, άρρωστου και κατατρεγμένου μεσαιωνικού ανθρώπου. Και όταν οι εποχές άλλάζουν και αναδύονται οι νέοι τόποι της κοινωνικότητας – οι μεσαιωνικές πόλεις – πάλι η Εκκλησία βρίσκει τα μέσα και τους τρόπους να ανανεώσει τη θεολογία της φιλανθρωπίας και την ίδια στιγμή να τη μοιραστεί με τους νέους άρχοντες –τις δημοτικές αρχές. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους, όσο δείχνουν να σέβονται και να συνεχίζουν αυτή την εκσυγχρονισμένη εκκλησιαστική παράδοση, άλλο τόσο επιχειρούν να την αξιοποιήσουν στο πλαίσιο των δικών τους επιδιώξεων, στο πλαίσιο του δικού τους προγράμματος ανάπτυξης και εκσχυγχρονισμού της οικονομικής ζωής. Οι φτωχοί, οι άρρωστοι, οι εγκαταλειμμένοι δεν λιγόστεψαν στις μεσαιωνικές πόλεις· απλώς, η ένταξή τους στην κοινωνική ζωή ή η καταβαράθρωσή τους στο περιθώριο έγινε πιο εμφανής και οι φιλανθρωπικές πρακτικές αποκάλυψαν τα όριά τους στο ζήτημα της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής: δεν απέτρεψαν τις κοινωνικές εξεγέρσεις του 14ου αιώνα, μολονότι κάποτε τις αντιλαμβανόμαστε ως εκτονωτικές ρυθμίσεις απέναντι στη σοβούσα κοινωνική κρίση· μολονότι κάποτε τις βλέπουμε να αλλάζουν μετά από μια εξέγερση και να εμφανίζονται ως πρακτικές και συγκεκριμένες εκφράσεις των κοινωνικών αναρρυθμίσεων.

Χειρόγραφο του 1320 – 1342, με σκηνές από τον βίο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.

Κατά τον 20ό αιώνα η βιβλιογραφία σχετικά με τη φτώχεια ως οικονομικοκοινωνικό φαινόμενο – με ποικίλες διαστάσεις, απολήξεις και εκβλαστήσεις – έχει πολλαπλασιαστεί. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει τον εκτατικό τρόπο προσέγγισης του φαινομένου της φτώχειας στις μέρες μας και συνάμα υποδεικνύει ότι οι τρόποι με τους οποίους θεωρούμε τη φτώχεια είναι πολλαπλά χρήσιμοι για τη χάραξη κοινωνικών πολιτικών και για την ενίσχυση της συνείδησής μας σχετικά με την κοινωνική αλληλεγγύη (solidarité sociale).

Histoire de la pauvreté

Οι απόπειρες ορισμού του φαινομένου της φτώχειας απέδωσαν μια σειρά από διατυπώσεις που προσέγγιζαν νοηματικά το περιεχόμενό της. Μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνικής και πολιτικής προσέγγισης η φτώχεια ορίστηκε – με κυρίαρχο το οικονομικό κριτήριο – ως «στέρηση των μέσων για την απόκτηση α) του είδους της διατροφής, β) της συμμετοχής στις δραστηριότητες και γ) των ίδιων συνθηκών διαβίωσης και ευκολιών που είναι συνήθως ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό αποδεκτές από τις κοινωνίες στις οποίες ανήκουν τα πρόσωπα».[1] Εισάγοντας επιπλέον το κριτήριο της εκπαίδευσης και του επαγγέλματος: «σε κατάσταση φτώχειας βρίσκονται τα άτομα και οι οικογένειες που τα χρηματικά εισοδήματα ή άλλοι πόροι, μεταξύ των οποίων και η εκπαιδευτική και επαγγελματική τους μόρφωση, οι συνθήκες ύπαρξης και η υλική τους περιουσία είναι σαφώς χαμηλότερα από το μέσο επίπεδο της κοινωνίας στην οποία ζουν».[2] Σε μία προσπάθεια, τέλος, να περιληφθούν όλα τα πιθανά κριτήρια ένταξης ενός ατόμου σε καθεστώς φτώχειας, ορίστηκε πως «να είναι κάποιος φτωχός δεν σημαίνει να έχει απλώς εισόδημα σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των συμπολιτών του· σημαίνει ακόμη να κατοικεί σε χειρότερες από εκείνους κατοικίες, συχνά να είναι ασθενής, και λόγω του είδους των απασχολήσεών του πιο επιρρεπής σε ατυχήματα· να έχει αισθητά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, να κινδυνεύει πολύ συχνότερα να μένει άνεργος και για πολύ περισσότερο χρόνο· να του είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσει την κατάστασή του αυτή, όντας σχεδόν σίγουρος ότι και τα παιδιά του θα ζήσουν στις κατώτερες βαθμίδες της κοινωνίας».[3] Οι παραπάνω ορισμοί έχουν ασφαλώς ως κεντρικό στοιχείο προσδιορισμού της κατάστασης της φτώχειας την οικονομική θέση του ατόμου, στην οποία προστίθενται άλλα στοιχεία, τα οποία οι παλαιότερες οικονομικές θεωρίες αντιμετώπιζαν ως περιφερειακά: η μόρφωση, η υγεία, η ικανότητα εργασίας, η δυνατότητα άρθρωσης κοινωνικής έκφρασης και κοινωνικής κινητικότητας, καθώς και η δυνατότητα «απόδρασης» από τη μοίρα αυτή. Μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει δύο παράγοντες, οι οποίοι θεωρείται ότι χαρακτήριζαν τις σύγχρονες κοινωνίες μας πριν από τις αλλαγές στην εργασία που επέφεραν η παγκοσμιοποίηση και η έκρηξη στην πληροφορική: την εκχρηματισμένη οικονομία τους και την ιεραρχική δομή τους.

Το Λονδίνο της εποχής του Dickens.

Αρχίζοντας, ωστόσο, να μιλούμε για τη φτώχεια, οφείλουμε να διατυπώσουμε μία γενική αρχή: υπάρχουν πολλοί τρόποι για να την προσεγγίσουμε, αλλά ένας μόνον για να την κατανοήσουμε. Και ο τρόπος αυτός είναι να την αντιμετωπίσουμε στην ανθρώπινή της διάσταση. Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει πως, ανεξάρτητα από τις εποχές, ο φτωχός παραμένει μια ανθρώπινη ύπαρξη που είναι εκτεθειμένη σε φυσικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς περισσότερο από εκείνον που δεν χαρακτηρίζεται ως φτωχός. Και το γεγονός αυτό ισχύει, επειδή η ένδεια δεν αποτελεί φαινόμενο μίας μόνον εποχής, δεν χαρακτηρίζει ορισμένες μόνον ιστορικές συνθήκες, δεν περιορίζεται σε μία μόνον κοινωνική ομάδα, δεν πλήττει μία ορισμένη μόνον κοινωνική τάξη, όπως συνήθως υπονοούμε κάνοντας την απαραίτητη, αλλά απλουστευτική, διάκριση «πλούσιος-φτωχός». Η φτώχεια δεν εδράζεται παρά μόνον θεωρητικά και λεξιλογικά στην αντίθεση αυτή. Στην απόλυτη και έσχατη ουσία της αγγίζει τα βάθη τόσο της ανθρώπινης ιστορίας, όσο και της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί, ποιος μπορεί άραγε να ορίσει με απόλυτη ακρίβεια και διαχρονικά ποιος είναι ο ελλειμματικός, εκείνος που στερείται κάτι και, αντίστοιχα, τι είναι αυτό το απαραίτητο που του λείπει και που είναι τόσο ουσιαστικό, ώστε να δημιουργεί την ανάγκη για την κάλυψή του και από ποιον; Ποιος μπορεί να ορίσει με ακρίβεια το όριο που χωρίζει τον κοινωνικό ξεπεσμό από τη δυνατότητα να ζει κάποιος, έστω και με ταπεινό τρόπο; Ποιο είναι το ελάχιστο εκείνο σημείο που, ξεπερνώντας το, μετακινείται κάποιος προς τον κόσμο των αποκλεισμένων ή και των απόβλητων μιας κοινωνίας; Η φτώχεια είναι ένδεια και πενία: καλύπτει με τον τρόπο αυτόν ένα ευρύ φάσμα ποικίλων συνθηκών και είναι δυνατόν να περιλαμβάνει καταστάσεις που κινούνται μεταξύ της έλλειψης ορισμένων από τα αγαθά που θεμελιώνονται και βιώνονται ως βασικά από την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα και της έσχατης ένδειας που απειλεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ένδεια, επομένως, είναι έλλειψη αγαθών και η έλλειψη αυτή μπορεί να είναι διαφορετική σε κάθε εποχή: έλλειψη τροφής, στέγης, χρημάτων, υγείας, ηθικών αρετών ή αρχών. Έλλειψη είναι η μιζέρια και η αθλιότητα, η δυστυχία και η κακομοιριά. Έλλειψη είναι η φτώχεια και η φιλαργυρία, η αδιαφορία και ο εγωισμός.

Η δυναμική, όμως, της ένδειας και των ενδεών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι ο άνθρωπος, ενώ κινείται σε ένα επίπεδο έλλειψης, κινητοποιεί δυνάμεις που μπορούν να τον οδηγήσουν στο επίπεδο της πλήρωσης ή ακόμη και της πλησμονής. Οι άνθρωποι, για διαφορετικούς σε κάθε εποχή λόγους, επιλέγουν να συμπαρασταθούν σε εκείνους που έχουν την ανάγκη τους και η επιθυμία τους αυτή, είτε εκφράζει το πολιτικό ιδεώδες της «φιλάνθρωπης ευεργεσίας» είτε συνδέεται με μία σωτηριολογική διδασκαλία θεολογικής προέλευσης, κατατείνει στην προσπάθεια θεραπείας, αν όχι αποκατάστασης, μιας θεωρούμενης κοινωνικής αδικίας· με τον τρόπο αυτόν η ένδεια ως έκφραση αδικίας μεταπίπτει τον λόγον περι αὐτῆς εἰς ἕτερον γένος, γίνεται πρόβλημα ηθικής, ενώ, συγχρόνως, η προσπάθεια αυτή, στην αρχή από την πλευρά του φορέα της – του ευεργέτη – και στη συνέχεια από το κοινωνικό σύνολο, χαρακτηρίζεται από την επένθεση στοιχείων ηθικού χαρακτήρα: εκείνος που προσφέρει «με τη θέλησή του κάτι που του ανήκει σε κάποιον που θεωρεί ότι δεν μπορεί να μην το δεχθεί»[4] τοποθετείται συμπληρωματικά απέναντι από τον ενδεή, ταυτίζεται μαζί του και συγχρόνως, χάρη σε αυτόν, διεκδικεί και εξασφαλίζει μια διακριτή θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους, εκείνους που δεν συμπαραστέκονται και δεν ελεούν. Με την έννοια αυτή, ο «έχων και κατέχων» από άποψη ηθική αναγνωρίζει πως ορισμένα αγαθά αποτελούν δικαίωμα όλων των ανθρώπων και επιδιώκει να εξισορροπήσει τη διαφορά ανάμεσα στον ίδιο που τα έχει και σε εκείνους που δεν τα έχουν με την προσφορά ενός μέρους από τα δικά του. Στο σημείο αυτό υφίσταται, ανάλογα με τις εποχές, η ποσοτική και η ποιοτική διάκριση και διευκρίνιση σχετικά με το είδος της προσφοράς: άραγε, δίνει κανείς από το πλεόνασμα ή από το υστέρημά του;

Από την άλλη μεριά, η παραπάνω διαδικασία διαθέτει ένα βάρος κοινωνικό: εγκαθιστά και εδραιώνει αναγκαστικά μια σχέση αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης ανάμεσα στα δύο πρόσωπα που συμμετέχουν. Ωστόσο, από αυτή την ίδια αμοιβαιότητα και αλληλεγγύη προκύπτουν και τα αντίθετά τους, η διαφορά και η ανισότητα. Με δυο λόγια, η φιλανθρωπία λειτουργεί κοινωνικά με ελκτικό τρόπο, όπως οι βαρυτικές δυνάμεις, αλλά συγχρόνως προκαλεί κοινωνικές απώσεις, λειτουργώντας όπως οι ηλεκτρικές δυνάμεις. Κάνει τους ανθρώπους να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον και την ίδια στιγμή τους τοποθετεί σε απόσταση.[5] Μέσα στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας της συντείνει στην ανάδειξη ιεραρχικών δεσμών και σχέσεων και συνεισφέρει στη νομιμοποίησή τους ενεργώντας ως ένα στοιχείο όχι μόνον διατήρησης, αλλά και ανάδειξης και συνδιαμόρφωσης του κοινωνικού προσώπου του ευεργέτη. Επομένως, η άσκηση της φιλανθρωπίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα από τα στοιχεία πάνω στα οποία μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων οικοδομεί την κοινωνική εξουσιαστική της ταυτότητα και ασκεί την κυριαρχική της επιρροή.

Αν όλες οι προηγούμενες διατυπώσεις συνείρονται με τους συλλογισμούς και τις αποφάνσεις που γεννά ένας σύγχρονος προβληματισμός σχετικά με τις πραγματικές διαστάσεις των εννοιών της ένδειας και της φιλανθρωπίας, οι πρόδρομες και ατελείς μορφές τους ή οι ανταγωνιστικές και διαφορετικές ως προς αυτές θεωρήσεις, που εντοπίζονται σε παλαιότερες εποχές, διαμορφώνουν έναν καμβά πάνω στον οποίον αναδύεται και αποτυπώνεται διαχρονικά ο άνθρωπος και τα ποιοτικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς του. Οι συνθήκες – προφανώς – παίζουν ρόλο και αφήνουν το ευδιάκριτο ίχνος τους πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά· κοντά, όμως, σε αυτές, οι εντελώς ατομικές αντιλήψεις για την ευημερία, την ωφελιμότητα και την οικονομική αποδοτικότητα συνιστούν κάθε άλλο παρά αμελητέες μεταβλητές για ορισμένους σύγχρονους οικονομολόγους (λαμπρό παράδειγμα αποτελεί το έργο του Αμάρτυα Σεν[6]), προκειμένου να αναδείξουν  τον κοινωνικό τους χαρακτήρα και να επαναφέρουν τους ηθικούς κανόνες στην οικονομική πρακτική.

Ο εσωτερικός αυλόγυρος του Hôtel-Dieu στο Beaune της Βουργουνδίας. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε το 1452 και λειτούργησε ως Νοσοκομείο.

Η ιστορία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μέσα στα οποία εντάσσονται και τα νοσοκομειακά ιδρύματα, αποτελεί ένα θέμα που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τη μεσαιωνική ιστορία της Ευρώπης. Η φιλανθρωπία με τις πρακτικές της εκφράσεις – ευαγή ιδρύματα (θεσμικό πλαίσιο, διοίκηση, οικονομικά κ.τ.λ.), ελεημοσύνη, κοινωνική διαστρωμάτωση των ευεργετών, κοινωνική θέση των ευεργετούμενων – έχει την ιδιαίτερη σημασία της για την κοινωνική ιστορία, την ιστορία των θεσμών και του δικαίου· με τις θεωρίες και τους προβληματισμούς που προκαλεί, συνδέεται στενά με τη θρησκευτική ιστορία, την ιστορία της φιλοσοφίας και τη λογοτεχνία· εξαιτίας της ευρύτατης διάδοσης της φιλανθρωπικής πρακτικής στον ευρωπαϊκό χώρο, παρουσιάζονται διασυνδέσεις με τις διερευνήσεις της ιστορικής γεωγραφίας, της αρχαιολογίας, της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής.

Η ανάδειξη της φιλανθρωπίας ως αντικειμένου των ιστορικών επιστημών δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εξιστόρηση των προσπαθειών για επιβίωση μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Η εξιστόρηση σχετικά με τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες γίνεται με τον τρόπο αυτόν ένας εσωτερικός διάλογος, μια αφήγηση από τα μέσα, από την πλευρά δηλαδή των συλλογικοτήτων ή των ατόμων με την οικονομική τους λειτουργία, το πολιτισμικό τους έθος, στο κέντρο ή στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, την ώρα που ανακαλύπτουν ότι η συνοχή τους αποτελεί δική τους υπόθεση και ενεργούν συνειδητά προς όφελός της. Από την άποψη της ιστορικής προσέγγισης, η μελέτη της φιλανθρωπίας στις μεσαιωνικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης δεν αποτελεί παρά συστατικό στοιχείο που διευκολύνει τις ανθρωπολογικού τύπου γενικεύσεις στη μεσαιωνική κοινωνική ιστορία και αποδίδει στην καθαρή οικονομική ιστορία τη θέση που της αναλογεί δίπλα στην πολιτισμική ιστορία και στη μελέτη των νοοτροπιών της περιόδου από τον 11ο έως τον 13ο ακόμη και τον 14ο αιώνα.

Όσοι απαρτίζουν, λόγου χάρη, τους νέους αστικούς πληθυσμούς που εμφανίζονται στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής ιστορίας ελπίζουν, αλλά η ελπίδα τους είναι ακόμη ισχνή, μόλις θρεμμένη από την ηρωική έξοδο από την ύπαιθρο χωρίς ακόμη γνώση, μόνον με δεξιότητα χειροτεχνική και υπομονή. Η κοινωνική κινητικότητα στη Δυτική Ευρώπη σε αντίθεση με το Βυζάντιο είναι μικρή. Οι πλούσιοι στις πόλεις είναι πολύ λίγοι, στη Ντουαί οκτώ, στην Αρράς ένδεκα και επτά μόνον οικογένειες στις Βρυξέλλες τον 13ο αιώνα, και τα μέλη τους από τότε έως σήμερα γεμίζουν μόλις δύο τόμους ενός εραλδικού συγγράμματος.

Η φιλανθρωπία, βέβαια, δεν είναι μόνον των πλουσίων· σαν κλωστή διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία και αποκτά χαρακτηριστικά αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της ίδιας κοινωνικής ομάδας, για παράδειγμα της συντεχνίας· ή αλληλεγγύης αδιαφοροποίητης που σφραγίζεται από τη χριστιανική παράδοση και ενισχύεται από την ακμαία θωμιστική θεολογία της εποχής. Υπάρχει πάντοτε, όμως, μια σειρά για την πρακτική και συγκεκριμένη έκφραση της αλληλεγγύης και της φιλανθρωπικής δραστηριότητας: πρώτα προς τους έκπτωτους δικούς μας, τις χήρες, τα ορφανά, τους ξεπεσμένους· ιδίως στους αρρώστους· μετά στους άλλους, αλλά όχι όλους, παρά μόνον στους δικούς μας, δηλαδή στους συμπολίτες μας. Και πάλι οι όροι της περίθαλψης είναι η καλύτερη ένδειξη για το πού ανήκει ο άρρωστος. Μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της φροντίδας του; Μπορεί να μεταβιβάσει την περιουσία του στο νοσοκομείο που τον στεγάζει; Μπορεί να διαθέτει πρόσωπα που τον υπηρετούν αυτές τις δύσκολες ώρες; Μπορεί να μετακινηθεί από τον τόπο του σε άλλον κοντινό ή απομακρυσμένο;

Η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, χειρόγραφο του 1330-1340,  Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη.

Τέτοιου τύπου ερωτήσεις υποδεικνύουν έναν πρώιμο ορθολογικό τρόπο διαχείρισης, ο οποίος θα συντελέσει αργότερα στη μετάβαση της Ευρώπης σε κοινωνικές δομές κεφαλαιοκρατικού τύπου. Η Ευρώπη ξυπνάει και το ξύπνημα αυτό συνδέεται στο οικονομικό πεδίο με την αναβίωση της εμπορικής και βιοτεχνικής της δραστηριότητας και την ανάπτυξη των πόλεων· στο πολιτικό πεδίο με την εξέλιξη και ανάπτυξη των θεσμών της διοίκησης και της άσκησης της εξουσίας, που θα προκύψει μέσα από την αντιπαράθεση και σύγκρουση των φορέων που τη διεκδικούν και οι οποίοι προκύπτουν από τις αλλαγές στο οικονομικό επίπεδο· στο διανοητικό και πολιτισμικό πεδίο με την αλλαγή στις νοοτροπίες που συνόδευαν τον μεσαιωνικό άνθρωπο μέχρι εκείνη την εποχή και οι οποίες συνδέονταν με τη θέση που κατείχε στη σκέψη του και τη συγκρότηση των αντιλήψεών του η Εκκλησία, θέση που σταδιακά αλλάζει, παρασυρόμενη από τις τεράστιες αλλαγές στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.

Τα ευαγή ιδρύματα παρουσιάζουν ανάγλυφη την πορεία αυτή της Ευρώπης. Αντλώντας την καταγωγή τους από τη χριστιανική αντίληψη για την άσκηση της φιλανθρωπίας – η οποία βέβαια με τη σειρά της στηρίζεται στις αντιλήψεις της Αρχαιότητας για τη φιλαλληλία, το Πρόσωπο και τον Άλλο, όπως διαμορφώθηκε μέσα στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και ιδίως κατά την Ελληνιστική εποχή – θα αποτελέσουν αρχικά το κύριο μέσο για την επικράτηση του χριστιανισμού και στη συνέχεια το πεδίο άσκησης της πεμπτουσίας του, που είναι η αγάπη προς τον πλησίον, με αποτέλεσμα την πλήρη υπαγωγή των ιδρυμάτων πρόνοιας στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών φορέων. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζει την πρώτη μεσαιωνική εποχή και αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο επικράτησης των χαρακτηριστικών της αγροτικής και φεουδαρχικής οικονομίας.

Στη συνέχεια, όμως, καθώς οι άνθρωποι στρέφονται σε οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται με την ανάπτυξη των πόλεων και την απομάκρυνσή τους από την ύπαιθρο – η οποία, ωστόσο, συνεχίζει να παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα – η παλαιά διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας σε ευρύτερα ή στενότερα σχήματα, τις ενορίες, αρχίζει να μην είναι επαρκής για δύο λόγους: α) επειδή αλλάζει ο δημογραφικός χάρτης της Ευρώπης, με αποτέλεσμα άλλες περιοχές να ερημώνονται και να ελαχιστοποιείται το ποίμνιό τους, ενώ άλλες να αποκτούν έναν πολλαπλάσιο πληθυσμό από εκείνον που είχαν αρχικά και β) επειδή η εγκατάσταση των ανθρώπων στις πόλεις μετακινεί συγχρόνως προς τα εκεί και σε βάρος της Εκκλησίας την ικανοποίηση της ανάγκης τους για ανακούφιση από τα πάθη και για συνδρομή στη φτώχεια και την αδυναμία τους. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξε βέβαια η κατάσταση της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία από τα μέσα του 11ου αιώνα επιδίωξε να αναδειχθεί σε κυρίαρχο πολιτικό παράγοντα.

Η φροντίδα των αδύναμων μελών της κοινωνίας αρχίζει να μετατίθεται σταδιακά στη δικαιοδοσία των πόλεων, οι οποίες αντιλαμβάνονται το έργο αυτό με διαφορετικό τρόπο. Ο αδύναμος, ο φτωχός, ο επαίτης, ο ασθενής δεν αποτελούν απλώς την εικόνα του «πάσχοντος Χριστού», προς τον οποίον η χριστιανική ηθική επέβαλλε τη συμπάθεια και παραμυθία, αλλά ένα μέλος του κοινωνικού συνόλου, το οποίο, αν δεν θεραπευθεί, είναι πιθανόν να μολύνει και τα υπόλοιπα, αν δεν βοηθηθεί στη φτώχεια του, είναι πιθανόν να στραφεί εναντίον των υπολοίπων, αν δεν τον συνδράμουν στην ανάγκη του, δεν μπορεί να είναι εν τέλει παραγωγικό.

Φραγκισκανοί μοναχοί περιθάλπτουν θύματα λέπρας. Aπόσπασμα από το χειρόγραφο La Franceschina (π. 1474).

Στο τελευταίο αυτό σημείο επικεντρώνεται, κατά τη γνώμη μου, η διαφορά του νοήματος της φιλανθρωπίας που διακρίνει τις δύο αυτές εποχές, καθώς η φιλανθρωπία της δεύτερης περιόδου, η οποία συνδέεται με την ανάπτυξη των πόλεων, χωρίς να έχει απωλέσει τα χριστιανικά της χαρακτηριστικά, γίνεται στην ουσία μία φιλανθρωπία των παραγωγικών ομάδων της πόλης, οι οποίες ενδιαφέρονται για την εξασφάλιση των μελών τους, και για τον λόγο αυτόν αφενός ιδρύουν νέα φιλανθρωπικά καταστήματα και αφετέρου αναλαμβάνουν να διαχειριστούν με διαφορετικό τρόπο τα ήδη υπάρχοντα.

Το αρχικό, λοιπόν, ζήτημα που τίθεται είναι η ίδια η έννοια της φιλανθρωπίας. Ο Μεσαίωνας αποτελεί μία εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η παρουσία της Εκκλησίας. Οι πρώτες αναγνώσεις τόσο των πηγών όσο και των έργων που έχουν γραφεί για τον Μεσαίωνα μπορούν εύκολα να προσανατολίσουν τον ερευνητή προς τη διαμόρφωση μιας εκκλησιοκεντρικής αντίληψης για την εποχή. Έτσι, είναι εύκολο να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η φιλανθρωπία αποτέλεσε μία αποκλειστικά εκκλησιαστική μέριμνα. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση, εμπλουτισμένη και με ανθρωπολογικά στοιχεία, θα μπορούσε να προχωρήσει ένα επιπλέον βήμα και να αντιμετωπίσει τη φιλανθρωπία ως προϊόν θρησκευτικής μέριμνας, θεωρώντας τη θρησκεία ως μία πιο εξειδικευμένη έκφραση του κοινωνικού αισθήματος των ανθρώπων, όπως και είναι. Με τον τρόπο αυτόν, οδηγούμαστε αναπόφευκτα και στη διερεύνηση των κοινωνικών απολήξεων της έννοιας της θρησκευτικότητας, επομένως όχι αποκλειστικά συνδεδεμένης με την Εκκλησία ως θεσμό.

 

Τραυματίας μεταφέρεται από μοναχούς  (π. 1480), Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη.

Στη συνέχεια, ωστόσο, τοποθετώντας αυτή τη νέα παράμετρο, την παράμετρο της κοινωνικότητας, το θέμα της φιλανθρωπίας οδηγεί σε μία άλλου είδους ανάγνωση των πηγών, όπου το ζητούμενο είναι πλέον η διακρίβωση του σημείου εκείνου, στο οποίο ο κοινωνικός χαρακτήρας της φιλανθρωπίας υπερβαίνει το εκκλησιαστικό θεσμικό πλαίσιο και αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γεγονός που προϋποθέτει μία ανάγνωση περισσότερο λεπτομερή ως προς τις αποχρώσεις του νοήματος που βρίσκονται στα κείμενα των πηγών, όπου πολύ συχνά ο συγγραφέας είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα τοποθετούσε τις πληροφορίες που μας έδινε μέσα στο κοινά αποδεκτό κοινωνικό πλαίσιο. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, αυτές έπρεπε να γνωρίζει κανείς το ευρύτερο, αλλά συγχρόνως και το ιδιαίτερο ιστορικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο εντάσσονται και αναπτύσσονται αυτές οι απόψεις. Έτσι, αναπόφευκτα και σχεδόν αναγκαστικά, τίθεται το ζήτημα της ανάπτυξης των πόλεων στη μεσαιωνική Ευρώπη. Στο σημείο αυτό διαμορφώνεται μία νέα οπτική προσέγγισης της έννοιας της φιλανθρωπίας, όχι απλώς για να τοποθετηθεί ένα όριο τομής ανάμεσα σε μια προγενέστερη εποχή, κατά την οποία η φιλανθρωπία αποτελούσε αποκλειστικά έργο της Εκκλησίας, αλλά και σε μια μεταγενέστερη, κατά την οποία το έργο αυτό ανατέθηκε στους εξουσιαστικούς φορείς των πόλεων. Τέτοιες τομές στην ιστορία, το ξέρουμε, δεν αποτελούν παρά συμβάσεις. Το ουσιαστικό ζήτημα ήταν η εκ νέου διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης της φιλανθρωπίας, η οποία συμβαδίζει με τη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης την οποία απέκτησαν, όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν το δικαίωμα να σκέφτονται και να ενεργούν ελεύθερα και προσωπικά.

Η Νικολέττα Γιαντσή είναι Aναπληρώτρια Καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Τμήμα  Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

     ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] J. Brown, «Σκέψεις πάνω στις εθνικές εισηγήσεις για τη φτώχεια», Επιθεώρηση Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 4/2-3 (1983), σ. 236˙ πρβλ. Ν. Πατινιώτης, «Η φτώχεια ως πρόβλημα: Ιστορική διάσταση, αναλυτικές προσεγγίσεις», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 66 (1987), σ. 211.

[2] H. Bartoli, «Η φτώχεια και η γέννησή της», Επιθεώρηση Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 4/2-3 (1983), σ. 219 κ.ε.

[3] R. Draperie, «Η φτώχεια στην Ευρώπη», Επιθεώρηση Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 4/2-3 (1983), σ. 207 κ.ε.

[4] Αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την εποχή που ο Μ. Μως ή ο Κλ. Λεβί Στρως πραγματοποιούσαν τις ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές τους αναλύσεις σχετικά με την έννοια της προσφοράς, ωστόσο, από τον διάλογό τους μπορούμε να κρατήσουμε το συμπέρασμα, που αποτελεί και τον κλασικό ορισμό της φιλανθρωπίας, πως ο όρος αυτός περιγράφει την «εκούσια μεταβίβαση κάποιου πράγματος που μας ανήκει σε κάποιον που θεωρούμε ότι δεν μπορεί να μην το δεχθεί». Βλ. M. Godellier, Το αίνιγμα του δώρου, μτφρ. Αλίκη Αγγελίδου, Αθήνα 2003, σ. 31.

[5] Σημειώνω εδώ τη διαδεδομένη ανάμεσα στους ανθρωπολόγους άποψη για τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει στις συλλογικές συμπεριφορές του γύρω από τη Μεσόγειο κόσμου το αίσθημα της ντροπής. Βλ. σχετικά το άρθρο του J. Pitt-Rivers, «Honour and Social Status» και του J. Caro Barola, «Honour and Shame: a Historical Account of Several Conflicts» δημοσιευμένα και τα δύο στο Honour and Shame. The Values of Mediterranean Society, εκδ. J.C. Peristiany, Λονδίνο 1965, σ. 19-77 και 79-137 αντίστοιχα. Η σύναψη ένδεια – ντροπή εμφανίζεται επίσης στο E. LeRoy Ladurie, Montaillou, village occitan de 1294 à 1321, Παρίσι 1975, σ. 547.

[6] Sen Am., Poverty and Famines. An Essay on Entitlement and Deprivation, Νέα Υόρκη 1981, σ. 9 κ.ε.