Skip to main content

Frédéric Guelton: O λοχαγός de Gaulle και το Πολωνικό Ζήτημα (1919-1921)

130 χρόνια από τη γέννηση, 50 χρόνια από τον θάνατο του Charles de Gaulle 

Frédéric Guelton 

λοχαγός de Gaulle και το Πολωνικό Ζήτημα 

 (1919 – 1921) 

 

Οι δυο επισκέψεις του λοχαγού de Gaulle στην Πολωνία (Απρίλιος 1919-Μάιος 1920, Ιούνιος 1920-τέλος Ιανουαρίου 1921) είναι σχεδόν άγνωστες και φαίνονται ασήμαντες για έναν αξιωματικό, ο οποίος μόλις είχε βιώσει το δράμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Κι όμως, ένας απλός αριθμητικός υπολογισμός αρκεί για να διαπιστώσουμε ότι οι δυο παραμονές του Charles de Gaulle στην Πολωνία ισοδυναμούν χρονικά με την παρουσία του, κατά τη διάρκεια του πολέμου, στην πρώτη γραμμή του μετώπου (18 και 19 μήνες αντίστοιχα). Επιπρόσθετα, στην χρονολογική προσέγγιση του μακρού και πολυτάραχου βίου του είναι η πρώτη φορά που ο ιστορικός ερευνητής διαθέτει αφθονία υλικού, προερχομένου από άμεσες και έμμεσες πηγές.

Από τις έμμεσες πηγές¹ που σκιαγραφούν το ευρύτερο πλαίσιο, εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα οι δυο επισκέψεις, μεγάλης σημασίας αποδεικνύονται τα αρχεία της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής στην Πολωνία (Μission militaire française en Pologne – MMFP) υπό τη διαδοχική διοίκηση των στρατηγών Henrys και Niessel, τα αρχεία του οργανωμένου στη Γαλλία πολωνικού στρατού (Αrmée polonaise organisée en France – APOF), επικεφαλής του οποίου ανέλαβαν αρχικά ένας Γάλλος (στρατηγός Archinard) και κατόπιν ένας Πολωνός (στρατηγός Haller) αξιωματικοί, τα αρχεία της αποστολής Weygand στη Βαρσοβία (Ιούλιος-Αύγουστος 1920), τέλος, τα γαλλικά αρχεία, τα οποία αναφέρονται στον πόλεμο της Πολωνίας με τους μπολσεβίκους.

Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον de Gaulle, έχουν διασωθεί 37 επιστολές, τις οποίες απηύθυνε προς τους γονείς του στο χρονικό διάστημα 21 Ιανουαρίου 1919 – 3 Ιουλίου 1920, τρεις άλλες επιστολές διοικητικού χαρακτήρα, τα κείμενα των ομιλιών του προς τους Πολωνούς μαθητευόμενους αξιωματικούς και προς τους Γάλλους αξιωματικούς, οι οποίοι υπηρετούσαν στη Βαρσοβία, η έκθεση που ο ίδιος συνέταξε στο τέλος Αυγούστου 1920 για την Ομάδα Στρατιών Κέντρου, τέλος, η μελέτη του με αντικείμενο τον πολωνικό στρατό, η οποία ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1921.² Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου χρησιμοποιήθηκε επίσης το ημερολόγιο, το οποίο ο λοχαγός de Gaulle τήρησε από την 1η έως την 26η Ιουλίου 1920. Το εν λόγω ημερολόγιο δημοσιεύτηκε ανώνυμα τον Νοέμβριο 1920 στο περιοδικό Revue de Paris με τίτλο: “H μάχη του Βιστούλα, σημειώσεις εκστρατείας ενός Γάλλου αξιωματικού”.³ Χρήσιμη, επίσης, αποδείχτηκε η μαρτυρία του Πολωνού λοχαγού Medwecki, ο οποίος εκτελούσε χρέη διερμηνέα πλησίον του de Gaulle καθόλη τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του τελευταίου στην Πολωνία. Η μαρτυρία αυτή δημοσιεύτηκε από τον André Frossard στην έκδοση En ce temps là de Gaulle.⁴ Αποτελεί τεκμήριο υψίστης σημασίας για την περίοδο, κατά την οποία ο de Gaulle δίδασκε ως εκπαιδευτής και ως διευθυντής σπουδών. Έτσι άλλωστε εξηγείται η ευρεία χρήση της έκτοτε, από τους βιογράφους του μετέπειτα στρατηγού.⁵

Ο de Gaulle (δεξιά) σε στρατόπεδο αιχμαλώτων της Βαυαρίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η συμπερίληψη των παραπάνω πηγών εντάσσεται στο επίκεντρο του σκεπτικού του παρόντος άρθρου. Το ιστορικό πλαίσιο είναι εκείνο των δυο ιδιαίτερα κρίσιμων στιγμών, τις οποίες η Πολωνία βιώνει ανάμεσα στα τέλη του 1918 και τις αρχές του 1921: 1) την αναγέννησή της ως ανεξάρτητο κράτος έπειτα από τρεις διαδοχικούς διαμελισμούς του 18ου αιώνα και 2) τον πόλεμο με τους μπολσεβίκους όπου συγκρούονται δυο ανταγωνιστικές κοσμοαντιλήψεις, ή καλύτερα, δυο αντίπαλοι εθνικισμοί και που τερματίζεται με την υπογραφή της συνθήκης της Ρίγας. Τότε επαναχαράσσονται τα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας.

Η “πολωνική” περιπέτεια του λοχαγού de Gaulle ξεκινά στις 20 Ιανουαρίου 1919 με την άφιξή του στον σιδηροδρομικό σταθμό του Saint-Maixent. Η κωμόπολη αυτή εδώ και πολλά χρόνια λειτουργεί ως έδρα μιας σχολής πεζικού όπου ο νεαρός λοχαγός επρόκειτο να παρακολουθήσει μια σειρά ειδικών μαθημάτων για την αποκατάσταση των αξιωματικών που μόλις είχαν επιστρέψει από μακρά περίοδο αιχμαλωσίας. Πέραν από τη μελαγχολία του συγκεκριμένου μέρους, “Το Saint- Maixent είναι μια τρύπα (…)” ⁶ τα μαθήματα που παρακολουθεί καθώς και η εν γένει εγκατάστασή του εκεί, τον ικανοποιούν. “Αισθάνομαι να ανακάμπτω από πλευράς ηθικού (…)” εκμυστηρεύτηκε σε επιστολή προς τη μητέρα του τέσσερις, μόλις, ημέρες έπειτα από την άφιξή του.⁷ Ωστόσο, οι 32 μήνες αιχμαλωσίας έχουν αφήσει το στίγμα τους στην ομαλή εξέλιξη της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Μόνος τρόπος να καλύψει την καθυστέρηση, να αποκτήσει γαλόνια και γιατί όχι, να αποσπάσει παράσημα και εύφημη μνεία, είναι η συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις.⁸ Ταυτόχρονα, μια επάνοδος σε ενεργό δράση του είδους αυτού θα του επέτρεπε να προετοιμαστεί καλύτερα για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου, οι οποίες πλησίαζαν. Τέλος, η μακροχρόνια αιχμαλωσία του τον έκανε να αισθάνεται αποστροφή έναντι της καθημερινότητας του στρατοπέδου. Ήθελε να ξεχωρίσει από τη “θλιβερή μετριότητα”⁹ της πλειοψηφίας των ασκουμένων υπαξιωματικών της σχολής του Saint-Maixent. Επρόκειτο για ένα περιβάλλον, το οποίο δεν ενέπνεε τίποτα παραπάνω από μια μια καθημερινότητα δίχως εκπλήξεις, τόσο κοινή στα στρατόπεδα της γαλλικής επαρχίας.

Οι ευκαιρίες για ανάληψη δράσης δεν έλειπαν στις αρχές του 1919. Την εποχή εκείνη, τα γαλλικά στρατεύματα είχαν εμπλακεί σε εκτεταμένα επιχειρησιακά θέατρα εκτός μητροπολιτικού εδάφους. Είναι παρόντα σε όλα σχεδόν τα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της ρωσικής, της γερμανικής, της αυστροουγγρικής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την προσοχή του de Gaulle αποσπούν τα δυο σημεία εκείνα όπου η γαλλική στρατιωτική παρουσία είναι ισχυρότερη από οπουδήποτε αλλού: η Πολωνία και τα Βαλκάνια.

Henri de Gaulle και Jeanne Maillot, οι γονείς του νεαρού λοχαγού.

Ο Charles de Gaulle επιλέγει τελικά την Πολωνία. Στις αρχές του 1919 απευθύνει προς το γραφείο σλαβικών υποθέσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού ένα “αίτημα για άμεση μετάθεση στις τάξεις του πολωνικού στρατού”.¹º Η αίτηση απορρίφθηκε επειδή είχε παρακάμψει την καθιερωμένη ιεραρχία. Η εξέλιξη αυτή τον έπεισε, στις 28 Ιανουαρίου, να απευθυνθεί προσωπικά προς τον στρατηγό Archinard, αρχηγό της γαλλο-πολωνικής Στρατιωτικής Αποστολής, ζητώντας την υποστήριξή του: “(…) Ακολουθώντας οδηγίες προερχόμενες από το Γραφείο Σλαβικών Υποθέσεων του Υπουργείου Στρατιωτικών, περιορίστηκα στο να ζητήσω την έγκριση της αίτησης μου από εσάς τον ίδιο καθώς και από τον στρατηγό HALLER και ακολούθως να την καταθέσω στο εν  λόγω γραφείο (…) Ωστόσο, η διεύθυνση του 1ου Γραφείου του Υπουργείου επέστρεψε σε εμένα τον ίδιο την αίτηση με τη δικαιολογία ότι δεν είχε υποβληθεί μέσω της προβλεπόμενης ιεραρχίας…(…) Έχω την τιμή να ζητήσω την ευγενή παρέμβασή σας, ικανή από μόνη της να επιταχύνει την επίλυση του προβλήματος”.¹¹ Πληροφορούμενος την ίδια στιγμή τη δημοσιοποίηση μιας ανακοίνωσης για άμεση κατάταξη στο δυναμικό της Στρατιάς της Ανατολής με έδρα την Θεσσαλονίκη, ο de Gaulle δεν διστάζει ούτε λεπτό: “Έδωσα αμέσως το όνομά μου και μάλιστα με χαρά. Όπως σας έχω ήδη επισημάνει, επέλεξα τον πολωνικό στρατό ως το μικρότερο κακό για να συμμετάσχω σε πολεμικές επιχειρήσεις. Εάν όμως παρουσιαστεί μπροστά μου η ευκαιρία να δραστηριοποιηθώ μαζί με Γάλλους συμπατριώτες μου, τότε σπεύδω να προτάξω την επιλογή αυτή έναντι οιασδήποτε άλλης” έγραφε προς τη μητέρα του στις 11 Φεβρουαρίου.¹² Ούτε αυτή η προσπάθεια έμελλε να καρποφορήσει.

Τελικά, τον Απρίλιο του 1919, ο de Gaulle τοποθετήθηκε με τον βαθμό του λοχαγού στο δυναμικό της επονομαζόμενης “Κυανής Στρατιάς”, με άλλα λόγια του αυτόνομου πολωνικού στρατού, ο οποίος είχε συγκροτηθεί στη Γαλλία από τον Ιούνιο του 1917 και που τώρα είχε αρχίσει να μεταφέρεται κατά τμήματα στην Πολωνία.¹³ Η Κυανή Στρατιά αριθμούσε 70.000 άνδρες, εκ των οποίων 6.000 περίπου Γάλλους. Σε ένα αρχικό στάδιο, τη διοίκηση ασκούσε ο Γάλλος στρατηγός Louis Archinard. Τον Οκτώβριο του 1918 πέρασε υπό πολωνική διοίκηση με την τοποθέτηση του στρατηγού Józef Haller von Hallenburg. Με βάση τις διατάξεις των σχετικών συμφωνιών που  είχαν συνομολογηθεί τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1919 ανάμεσα στις δυο χώρες, αποστολή των Γάλλων, οι οποίοι υπηρετούσαν στις τάξεις της ήταν “η παροχή κάθε βοήθειας προς το πολωνικό κράτος με σκοπό την ελεύθερη συγκρότησή του κάτω από συνθήκες απόλυτης  ασφάλειας έναντι εχθρικών εξωτερικών παρεμβάσεων που ήταν πιθανό να εκδηλωθούν στα σύνορά του”. Την ίδια στιγμή εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία μια αμιγώς γαλλική Στρατιωτική Αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Henrys.¹⁴ Κατά τη διάρκεια της πρώτης του παραμονής στην Πολωνία, ο λοχαγός de Gaulle ήταν αποσπασμένος στους κόλπους της τελευταίας.

Οι στρατηγοί Louis Archinard και Józef  Haller, αρχηγοί της πολωνικής Κυανής Στρατιάς (από το χρώμα των στολών γαλλικής προέλευσης), η οποία συγκροτήθηκε αρχικά ως Οργανωμένος στη Γαλλία Πολωνικός Στρατός (ΑPOF) και κατόπιν ως  Αυτόνομος Πολωνικός Στρατός (APA).

Οι Γάλλοι και η αναγέννηση της Πολωνίας      

Όταν τον Νοέμβριο του 1918 τερματίζονται οι εχθροπραξίες στη Δύση, η Πολωνία υφίσταται εκ νέου, μέσα όμως σε ασταθή σύνορα. Η χώρα έχει εξαντληθεί από τον πόλεμο. Περίπου το ένα πέμπτο της εθνικής κληρονομιάς, των υλικών αγαθών και των κεφαλαίων έχει καταστραφεί.¹⁵ Η ανεξαρτησία της Πολωνίας, την οποία με τόση θέρμη διεκδίκησε ο πολωνικός λαός, συμπεριέλαβε ο Woodrow Wilson στα περίφημα Δεκατέσσερα Σημεία και υποστηρίχθηκε από τα κράτη της Συνεννοήσεως, έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου 1918. Λίγο αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου, ο Józef Piłsudski εγκατέλειψε το φρούριο του Μαγδεμβούργου όπου βρισκόταν έγκλειστος, και μετέβη στη Βαρσοβία, όπου ο κόσμος του επιφύλαξε υποδοχή εθνικού ήρωα. Στις 14, το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας του μεταβίβασε το σύνολο των πολιτικών και στρατιωτικών του εξουσιών. Στις 22, ο Piłsudski ανακήρυξε την Πολωνική Δημοκρατία.¹⁶ Ωστόσο, στη Βαρσοβία μέσα στους δρόμους της οποίας σημειώνονταν συγκρούσεις ανάμεσα στους συντηρητικούς του Roman Dmowski και τους σοσιαλιστές του Piłsudski, η πολιτική κατάσταση ήταν ρευστή.¹⁷

Μια εύθραυστη ισορροπία επιτεύχθηκε τον Ιανουάριο του 1919 με την άφιξη στην πολωνική πρωτεύουσα του διεθνούς φήμης πιανίστα Ignacy Jan Paderewski,¹⁸ ο οποίος ανέλαβε ταυτόχρονα πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών στους κόλπους μιας κυβέρνησης συνασπισμού.¹⁹ Όμως, οι όροι της Συνθήκης Ειρήνης δεν ικανοποίησαν τους Πολωνούς. “Η τελική πράξη των Βερσαλλιών υπαγορεύτηκε στους νικητές Πολωνούς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον οποίον επιβλήθηκε στους ηττημένους Γερμανούς” αναφώνησε ο Stanisław Głąbiński, μέλος της πολωνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις.²º Είναι γεγονός πως οι Σύμμαχοι, διχασμένοι ως προς το Πολωνικό Ζήτημα, απέφυγαν να διαχωρίσουν τη χώρα από το αβέβαιο μέλλον της μπολσεβικικής Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις του Piłsudski μαζί τους ήταν κακές.²¹ Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ο τελευταίος απέρριψε τις προτάσεις της διασυμμαχικής επιτροπής υπό τον Νοτιοαφρικανό στρατηγό Botha, για διακοπή των εχθροπραξιών μεταξύ Πολωνών και Ουκρανών. Έναντι των Σοβιετικών, η Πολωνία βρισκόταν εκ των πραγμάτων σε καθεστώς πολέμου, παρά το γεγονός ότι στις 29 Αυγούστου 1918 είχε καταφέρει να αποσπάσει μια επίσημη αναγνώριση από αυτούς. Οι όροι της ανακωχής της Rethondes ανάμεσα στη Γερμανία και τους Συμμάχους δεν κατάφερε να αμβλύνει το πρόβλημα. Αντίθετα, το διόγκωσε. Η απόσυρση των γερμανικών στρατευμάτων από τα εδάφη, τα οποία κατείχε ανάμεσα στον Βοθνιακό Κόλπο (Βαλτική) και την Αζοφική Θάλασσα, δημιούργησε ένα τεράστιο κενό που οδήγησε σε σύγκρουση τους δυο λαούς, Ρώσους και Πολωνούς, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης μιας οροθετικής γραμμής ανάμεσά τους.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στον Κόκκινο Στρατό ξεκίνησαν κατά μήκος του λιθουανο- λευκορωσικού μετώπου.²² Στις 21 Απριλίου 1919 τα πολωνικά στρατεύματα εισήλθαν στο Βίλνιους. Επεκτείνοντας την προέλασή τους εντός του εδάφους της Λευκορωσίας, κατέλαβαν και το Μινσκ. Άλλες πολωνικές δυνάμεις μάχονταν την ίδια στιγμή στη Βολυνία και στη Γαλικία. Το μέτωπο εκτεινόταν πλέον εντός του ουκρανικού εδάφους, κατά μήκος του άξονα Polock-Brzesc- Barysox-Zaslaw-Zbrucz.²³ Ο Piłsudski στόχευε στη δημιουργία μιας ομοσπονδίας μεταξύ Ουκρανίας, Λευκορωσίας και Λιθουανίας κάτω από τη δική του ηγεμονία. Εκτιμούσε πως αυτός ήταν ο αποτελεσματικότερος προσφερόμενος τρόπος προκειμένου να ανακόψει τη ρωσική επιρροή, κομμουνιστική είτε λευκή, και να εξασφαλίσει στην Πολωνία τα ανατολικά σύνορα που δικαιούνταν.²⁴

Η γεωπολιτική οπτική του Pilsudski προσέκρουε επάνω σε δυο εμπόδια μείζονος σημασίας. Από Ανατολάς, οι ιθύνοντες της σοβιετικής Ρωσίας οραματίζονταν την παγκόσμια επανάσταση. Προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους υποδαύλιζαν εξεγέρσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερμανία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Troski, η Πολωνία του Piłsudski δεν ήταν παρά ένα καθεστώς “καταστολής και διώξεων κάτω από τον μανδύα μεγαλόστομων πατριωτικών διακηρύξεων και ηρωικών ασμάτων”.²⁵ Η ειρήνη με την Πολωνία αποδείχτηκε εφήμερη. Οφειλόταν εξ ολοκλήρου στις μεγάλες απειλές, τις οποίες η σοβιετική ηγεσία καλούνταν να διαχειριστεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Από Δυσμάς, οι Σύμμαχοι, οι οποίοι εξέθεταν τις απόψεις τους μέσω της Επιτροπής πολωνικών υποθέσεων στους κόλπους της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης, επιθυμούσαν να περιορίσουν την εδαφική επέκταση της Πολωνίας στις μόνες αμιγώς πολωνικές περιοχές. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Georges Clemenceau, μιλώντας στις 8 Δεκεμβρίου 1919 εξ ονόματος της Επιτροπής, προσδιόρισε τα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας κατά μήκος της γραμμής Grodno, Valovska, Nemurov, Brest-Litovsk και ανατολικά του Przemysl.²⁶

Εδαφικές αναπροσαρμογές της Πολωνίας.

Έτσι έχει το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο όταν η γαλλική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον στρατηγό Henrys και διαθέτοντας στις τάξεις της τον λοχαγό de Gaulle, κατέφτασε στην Πολωνία εγκαινιάζοντας τις εργασίες της στη Βαρσοβία, αλλά και στο σύνολο της επικράτειας. Εστίασε τη δραστηριότητά της γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες: αναδιοργάνωση του πολωνικού στρατού, εξοπλισμό και εκπαίδευση. Ο τελευταίος υπήρξε και ο τομέας εκείνος, προς τον οποίο ο λοχαγός de Gaulle επιδόθηκε με αξιοσημείωτη ευσυνειδησία.

Η αναδιοργάνωση του πολωνικού στρατού έγινε με βάση το γαλλικό πρότυπο.²⁷ Σε ένα δεύτερο στάδιο, η Στρατιωτική Αποστολή ανέλαβε να καλύψει τις ανάγκες σε επίπεδο εξοπλισμού. Ο πολωνικός στρατός στερείτο σχεδόν τα πάντα. Τα λίγα, τα οποία διέθετε, ήταν τόσο ετερόκλιτα, με αποτέλεσμα ο στρατηγός Henrys να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανάληψη μιας εκστρατείας κατά των μπολσεβίκων φάνταζε πρακτικά αδύνατη, τουλάχιστον ως προς το εγγύς μέλλον.²⁸ Τέλος, η αποστολή μερίμνησε για την ίδρυση ενός πλήρους συνόλου σχολών, κέντρων εκπαίδευσης και εξειδικευμένων παραδόσεων. Εντός του 1919 μόνο ιδρύθηκαν 16 στρατιωτικές σχολές, από τη σχολή του Γενικού Επιτελείου στη Βαρσοβία έως εκείνη του Πεζικού, με έδρα το Rembertów όπου ο λοχαγός de Gaulle αποσπάστηκε με την ιδιότητα του εκπαιδευτή. Υπολογίζεται πως μεταξύ των μηνών Ιουνίου 1919 και Μαΐου 1920 τελειοποιήθηκε η εκπαίδευση άνω των 1 200 Πολωνών αξιωματικών χάρη στις προσπάθειες των συναδέλφων τους μελών της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής.

 

Ο λοχαγός Charles de Gaulle, εκπαιδευτής στη Σχολή Πεζικού του Rembertów     

Το διάρκειας μιας εβδομάδας σιδηροδρομικό ταξίδι μέσω Γερμανίας, άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις στον de Gaulle: “(…) όπως αναμέναμε, γίναμε δεκτοί με ενθουσιασμό. Μόνο που ο δικός μας συρμός ήταν ο τριακοστός στη σειρά κι ενώ ο μέσος όρος λειτουργίας του δικτύου είναι δέκα συρμοί την ημέρα. Εξαιτίας αυτού, δεν εισήλθαμε στη Βαρσοβία ως θριαμβευτές. Αντ’ αυτού, προωθηθήκαμε έως το Modlin, (το Nowa Georgienwsk των Ρώσων), καμιά τριανταριά χιλιόμετρα μακρυά από την πρωτεύουσα. Το Modlin είναι μια γιγάντια οχυρή θέση που βρέχεται από έναν παραπόταμο του Βιστούλα και αποτελείται από ένα είδος μεγάλου χωριού για τους πολίτες και αμέτρητους στρατώνες, πυροβολεία και οχυρώσεις για τους στρατιωτικούς. Σε αυτό το μέρος μας εγκατέστησαν προσωρινά. Καθώς μάλιστα τα πάντα είναι ερειπωμένα και δίχως έπιπλα έπειτα από τόσες επιδρομές Ρώσων, Γερμανών και Εβραίων, απουσιάζουν ακόμη και τα στοιχειώδη. Κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να παραμείνουμε εδώ για πολύ καιρό”.²⁹

Το φρούριο του Modlin πάνω στον Νάρεβ, παραπόταμο του Βιστούλα.

Έχοντας μεταβεί στην Πολωνία για να αφιερωθεί στην εκπαίδευση των αξιωματικών του υπό διαμόρφωση πολωνικού στρατού, ο de Gaulle έπιασε αμέσως δουλειά. Στην πρώτη του επιστολή εκφράζεται γι’ αυτό το θέμα με έναν καρτεσιανό ενθουσιασμό, ο οποίος, ωστόσο, έμελλε να είναι σύντομης διάρκειας: “Εντός των δέκα επομένων ημερών πρόκειται να υποδεχτούμε τους μαθητές μας, δηλαδή μια ολόκληρη πολωνική μεραρχία σε πλήρη σύνθεση, την οποία καλούμαστε να αναμορφώσουμε μέσα σε δυο μήνες. Οι αξιωματικοί πρόκειται να παρακολουθήσουν θεωρητικά μαθήματα για τους κανονισμούς, τα δόγματα και τις πολεμικές μας μεθόδους. Κατόπιν, τα στελέχη αυτά θα εκπαιδεύσουν τους υφισταμένους τους με σκοπό να τους καταστήσουν ικανούς υπαξιωματικούς και δεκανείς. Οι πάντες θα είναι εκπαιδευμένοι από Γάλλους αξιωματικούς σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα. Σε μένα αναλογούν μαθήματα, τα οποία προορίζονται για τους αξιωματικούς. Σε δυο μήνες η μεραρχία θα έχει αναμορφωθεί και θα βρίσκεται σε θέση να αναλάβει δράση. Θα αντικατασταθεί από μια άλλη και ούτω καθεξής”.³º

Την κατάσταση αυτή διαδέχεται μια περίοδος ανεξήγητης και εκνευριστικής αδράνειας. Η κριτική του de Gaulle στρέφεται τότε κατά της Πολωνίας και των Πολωνών.³¹ Για να μην αξιοποιούν την παρουσία των Γάλλων εκπαιδευτών σημαίνει πως δεν τους έχουν ανάγκη. Ενδεχομένως να μην έχουν καν ανάγκη από ύπαρξη στρατού. Ο Αυτόνομος Πολωνικός Στρατός του στρατηγού Haller, με τις άρτια οργανωμένες και εξοπλισμένες 5 μεραρχίες που διέθετε, φαίνεται πως αρκούσε στα μάτια της πολωνικής κοινής γνώμης. Μιας κοινής γνώμης, η οποία είχε απολέσει την αίσθηση του κράτους εξαιτίας άνω του ενός αιώνα καταπίεσης που είχε υποστεί. Πόσο μάλλον που οι προερχόμενοι από τις τάξεις του γερμανικού, αυστριακού και ρωσικού στρατού Πολωνοί αξιωματικοί ή ακόμα και οι Λεγεώνες των εθελοντών του Piłsudski, αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους Γάλλους εκπαιδευτές. Τους θεωρούσαν υπερόπτες εξαιτίας της επικράτησής τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μόλις που ανέχονταν την κηδεμονία τους.

Καταστάσεις και συναισθήματα άλλαξαν εκ διαμέτρου με την άφιξη των πρώτων αξιωματικών- μαθητών μέσα στον Ιούλιο καθώς και με την έναρξη της εκπαίδευσης όχι πλέον στο Modlin, αλλά στο Rembertów, προάστιο της Βαρσοβίας. Τον αρχικό δισταγμό διαδέχτηκαν η απόλαυση της διδασκαλίας και η ικανοποίηση της σωστά διεκπεραιωθείσας δουλειάς: “(…) η Σχολή των Πολωνών αξιωματικών λειτουργεί. Το να προετοιμάσουμε, να παρουσιάσουμε και διδάξουμε όλα όσα πρέπει να τους μάθουμε απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Όχι όμως εις μάτην. Σιγά -σιγά η προσπάθεια αυτή αποδίδει καρπούς καθώς καταφέρνουμε να μεταλαμπαδεύσουμε σε αυτόν τον νεότευκτο στρατό τα δόγματα και τις μεθόδους του δικού μας παλαιού και νικηφόρου στρατού. Σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, μέσω της όλης διαδικασίας μαθαίνω πολλά πράγματα, τα οποία θα μου αποβούν χρήσιμα  για τις επικείμενες εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Πολέμου”.³²

Γάλλοι εκπαιδευτές στο Rembertów τον Απρίλιο του 1921.

Πρωταρχικός στόχος της Σχολής Πεζικού ήταν η συμβολή στη δημιουργία ενός ομοιογενούς πολωνικού στρατού. Ταυτόχρονα, η καθιέρωση μιας γαλλικής παράδοσης στις τάξεις του τελευταίου με τη χρήση, πέραν όλων των προαναφερθέντων στην παραπάνω επιστολή, της γαλλικής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. “Κάθε προσπάθειά μας, Κύριοι, συνιστά λίγο παραπάνω δόξα για την αιώνια Γαλλία”, δήλωσε ο de Gaulle εμφατικά, ολοκληρώνοντας μια ομιλία του με θέμα την Γαλλο-πολωνική συμμαχία ενώπιον των μελών της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής.³³ Ως προς το ζήτημα της ετερογένειας του επιπέδου των αξιωματικών-σπουδαστών, η διαπίστωσή του ήταν πως διανοητικά και τεχνικά πλησιέστεροι προς τους Γάλλους εκπαιδευτές έδειχναν όσοι προέρχονταν από τις τάξεις του γερμανικού αυτοκρατορικού στρατού. Το επίπεδο εκείνων που υπηρέτησαν στον αυστριακό στρατό ήταν επίσης σε γενικές γραμμές καλό παρά το γεγονός ότι “φαίνονται λιγότερο εξοικειωμένοι με τις σύγχρονες μεθόδους και, κατ’ επέκταση, με την εφαρμογή τους”.³⁴ Την τελευταία θέση στην κατάσταση αξιολόγησης καταλάμβαναν οι προερχόμενοι από τις τάξεις του ρωσικού στρατού, οι οποίοι “δεν διαθέτουν παρά μια στοιχειώδη μόνο εκπαίδευση”.³⁵ Όλοι διέθεταν έναν κοινό παρονομαστή: το σχετικά χαμηλό ηθικό, χαρακτηριστικό των μαχητών που έχουν υποστεί πρόσφατα μια στρατιωτική ήττα. Σε αντιδιαστολή με τις τρεις παραπάνω κατηγορίες, οι Πολωνοί αξιωματικοί, οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις των Λεγεώνων εθελοντών του Pilsudski μπορεί μεν να μην είχαν υποστεί κανενός είδους εκπαίδευση, ωστόσο, η νεαρή τους ηλικία σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι συνέβαλαν στην απελευθέρωση και αναγέννηση της πατρίδας, τους είχε εφοδιάσει με έναν διάχυτο ενθουσιασμό και με ένα ψηλό φρόνημα.

Σε ολόκληρο αυτό το χρονικό διάστημα ο de Gaulle διετέλεσε διαδοχικά εκπαιδευτής, διευθυντής σπουδών, από τον Δεκέμβριο δε του 1919 ανέλαβε υπεύθυνος του κύκλου παραδόσεων που απευθύνονταν στους ανώτερους αξιωματικούς. Έστω και αν εξηγείται από τις ιδιάζουσες συγκυρίες, πρόκειται περί ταχύτατης προαγωγής που λίγοι αξιωματικοί γνωρίζουν στη σταδιοδρομία τους.³⁶ Στις διαλέξεις του διαγράφονταν από τώρα δυο θέματα, στα οποία επρόκειτο να επανέλθει κατ’ επανάληψη στον υπόλοιπο βίο του: 1) Η σημασία του ηθικού ως συστατικού στοιχείου της τελικής επικράτησης ενός εθνικού στρατού και 2) το ειδικό βάρος της εθνικής ιστορίας, ως υπόβαθρου της νομιμότητας των κρατών και στοιχείου κατανόησης της γεωπολιτικής τους διαδρομής μέσα στο χρόνο. Ως προς το πρώτο από αυτά τα θέματα, οι βιογράφοι του de Gaulle παραπέμπουν εκτενώς στον André Frossard και στη μαρτυρία, την οποία κατέγραψε από  τον λοχαγό Medwecki, τον Πολωνό διερμηνέα του de Gaulle στη Σχολή του Rembertów. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος επισημαίνει πως “από καιρού σε καιρό, ο λοχαγός de Gaulle άφηνε επί μέρους τα καθαρά επιχειρησιακής φύσεως ζητήματα και προχωρούσε σε διαλέξεις γύρω από γενικότερα θέματα. Η καλύτερη από αυτές (…) με τίτλο “Η ήττα, υπόθεση ηθικού” ήταν, πραγματικά, υψηλού επιπέδου. Βρεθήκαμε στην ανάγκη να την αναπαραγάγουμε σε πολυάριθμα αντίγραφα, καθώς όλοι οι εκπαιδευόμενοι αξιωματικοί ζητούσαν από ένα. Ο απόηχος έφτασε έως τη Βαρσοβία όπου κληθήκαμε να την επαναλάβουμε ενώπιον ενός ακροατηρίου Πολωνών και Γάλλων στρατηγών και συνταγματαρχών”.³⁷ Η μαρτυρία ολοκληρώνεται ως εξής: “Στο ποσοστό που υπάρχει ακόμη ηθικό, η επιτυχία είναι εφικτή. Από τη στιγμή, κατά την οποία το ηθικό παύει να υφίσταται, το τέλος είναι κοντά”.³⁸ Εν ολίγοις, η αποτελεσματικότητα του ξίφους εξαρτάται από την αποφασιστικότητα του χεριού που το κραδαίνει.

Η δεύτερη σημαντική διάλεξη του de Gaulle, με τίτλο “Η Γαλλο-Πολωνική Συμμαχία”, πραγματοποιήθηκε ενώπιον των αξιωματικών της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής.³⁹ Επρόκειτο ούτε λίγο ούτε πολύ για μια σύνθεση της ιστορίας της Πολωνίας από τον 10ο αιώνα κι έπειτα (“…οπότε η Πολωνία εισέρχεται πραγματικά στην Ιστορία…”) έως τις συνθήκες που έθεσαν τέλος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχοντας επιλέξει μια οπτική περισσότερο γεωστρατηγική και λιγότερο ιστορική, ο ομιλητής κατέληγε στην ανάγκη ανύψωσης ενός προστατευτικού αναχώματος έναντι της Ρωσίας προς Ανατολάς, της Γερμανίας προς Δυσμάς και της Ουγγαρίας προς Νότο: “Η θέση της Γαλλίας είναι σαφής. Την έχει εκφράσει κατ’ επανάληψη και στηρίζεται επάνω σε δυο άξονες. Προκειμένου η Πολωνία να είναι ισχυρή, οφείλει να αναδιοργανωθεί εντός των ιστορικών της συνόρων και να αποκτήσει μια στέρεη στρατιωτική και οικονομική υποδομή”. Σχετικά με την ΕΣΣΔ, οι εκτιμήσεις του de Gaulle προσλαμβάνουν προφητική σχεδόν διάσταση: “Ο μπολσεβικισμός δεν πρόκειται να παραμείνει στη Ρωσία επ’ αόριστον. Θα έρθει μια ημέρα, είναι αναπόφευκτο, που θα επανέλθει εκεί η τάξη, η δε Ρωσία, αναδιαρθρώνοντας τις δυνάμεις της, θα αρχίσει εκ νέου να κοιτάζει τριγύρω της”. Εξίσου διορατικές είναι και οι προβλέψεις του περί μιας γερμανο-σοβιετικής προσέγγισης, η οποία έμελλε να πραγματοποιηθεί δυο χρόνια αργότερα, με βάση τις διατάξεις της Συνθήκης του Rapallo (16 Απριλίου 1922): “Γερμανοί και Μοσχοβίτες θα μπορούσαν κάλλιστα να επιδιώξουν να συμφωνήσουν εκ νέου μεταξύ τους…”.

Σπάνια φωτογραφία του de Gaulle με τον Πολωνό διερμηνέα Medwecki στο Rembertów, στις αρχές του 1920.

Ο στρατηγός Henrys, επικεφαλής της Στρατιωτικής Αποστολής, εντυπωσιάστηκε σε τέτοια κλιμακα από τις διαλέξεις και την εν γένει επίδοση του λοχαγού de Gaulle, που του πρότεινε να παραμείνει στο πλευρό του, στην Πολωνία. Ο de Gaulle απέρριψε την πρόταση. Άραγε, σε πόσους άλλους αξιωματικούς ο στρατηγός Henrys προέβη σε ανάλογη πρόταση; Δεν γνωρίζουμε. Είναι πάντως γεγονός πως οι 2.000 περίπου Γάλλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν την εποχή εκείνη στην Πολωνία, δεν αποτελούσαν την αφρόκρεμα του γαλλικού στρατού. Για ποιο λόγο ο de Gaulle απέρριψε την πρόταση; Γιατί, απλούστατα, η Πολωνία του είχε ήδη προσφέρει ό,τι ήταν σε θέση να του προσφέρει. “Ο πολωνικός στρατός βρίσκεται σε σωστό δρόμο. Εκείνο της αναδιοργάνωσης έτσι όπως την οραματιζόμουν. Καιρός είναι επομένως να δουλέψω για δικό μου λογαριασμό. Μόνο που αυτή η σκέψη δεν πρέπει να διαρρεύσει εκτός οικογενειακού κύκλου”.⁴º Είχε σημάνει η ώρα της επιστροφής στην πατρίδα και της προετοιμασίας ενόψει των εισαγωγικών εξετάσεων της Ανωτάτης Σχολής Πολέμου. Γι’ αυτό και προσέβλεπε σε μια μετάθεση, η οποία θα του επέτρεπε να προετοιμαστεί καλύτερα. Κατά νου είχε τη Στρατιωτική Ακαδημία του Saint-Cyr. Μια θέση καθηγητή (και όχι εκπαιδευτή, όπως γράφει χαρακτηριστικά⁴¹) σε αυτή, θα ήταν, άνευ πάσης αμφιβολίας, ό,τι προτιμότερο. Τελικά, η τοποθέτησή του στην υπηρεσία παρασήμων του γραφείου υπουργού, στο Παρίσι, υπήρξε λιγότερο ελκυστική εξέλιξη. Έπειτα από ένα, μόλις, μήνα παραμονής στο γκρίζο και μελαγχολικό αυτό περιβάλλον, ο de Gaulle αποφάσισε να ξαναφύγει στην Πολωνία. Είναι αλήθεια πως στο μεταξύ βρισκόταν σε εξέλιξη η ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του Piłsudski και τον Κόκκινο Στρατό.

Στη διάρκεια της δεύτερης διαμονής του στην Πολωνία, ο λοχαγός de Gaulle έμελλε να βιώσει μια διπλή εμπειρία: 1) κοινωνική, καθώς ήρθε σε άμεση επαφή με τον πολωνικό λαό σε στιγμές απόγνωσης που μετεξελίχθηκαν σε γενική ευφορία και 2) στρατιωτική, από τη στιγμή, κατά την οποία αποσπάστηκε στο 3ο Γραφείο της Ομάδας Στρατιών Νότου (αργότερα Κέντρου), με ανώτατο διοικητή τον Πολωνό στρατηγό Rydz-Śmigły, όπου συμμετείχε ενεργά σε πολεμικές επιχειρήσεις, χάρη στις οποίες απέσπασε μια νέα διάκριση.

 

Η πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στην Πολωνία το 1920 

Με την είσοδο του 1920, η κυβέρνηση του Παρισιού, απορροφημένη από τη Γερμανία, δεν επιδείκνυε ζωηρό ενδιαφέρον παρά μόνο για τις διεκδικήσεις της Πολωνίας σε βάρος της τελευταίας. Πεπεισμένη ως προς την τελική επικράτηση του αντιμπολσεβικικού στρατοπέδου στη Ρωσία, θεωρούσε υπερβολικές τις αξιώσεις των Πολωνών ανατολικά της συμφωνηθείσας γραμμής της 8ης Δεκεμβρίου 1919 [βλ. παραπάνω], τις οποίες και απέρριψε.⁴² Επιπρόσθετα, η ένταση, η οποία χαρακτήριζε την ίδια εποχή τις διμερείς γαλλο-βρετανικές σχέσεις σε διπλωματικό επίπεδο καθώς και η δύσκολη εσωτερική κατάσταση εντός της Γαλλίας, περιόριζαν δραστικά τη δυνατότητα χειρισμών της κυβέρνησης του Alexandre Millerand. Τελικά, το όλο Πολωνικό Ζήτημα αφέθηκε να μετακυλήσει στην “ευγενή φροντίδα” των Βρετανών. Με τη διαφορά ότι ο πρωθυπουργός Lloyd George δεν έκρυβε την απέχθειά του έναντι των Πολωνών. Στην ίδια την Πολωνία, ο Piłsudski συμπεριφερόταν ως “παλαιός γνώστης της τεχνικής της εξέγερσης, ο οποίος γνωρίζει αυτό που επιδιώκει και ξέρει να περιμένει την κατάλληλη ώρα”.⁴³ Απέρριπτε όλες τις προτάσεις, από όπου και αν αυτές προέρχονταν. Ακόμα καλύτερα, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί μια ευνοϊκή, προς στιγμή, συγκυρία, επιχειρώντας να αποκαταστήσει τα “ιστορικά” σύνορα του 1772 προτού ο Κομισάριος του Λαού Kamenev προλάβει να εξαπολύσει σειρά προληπτικών επιχειρήσεων σε βάρος της χώρας του. Την επομένη της αποτυχημένης έκβασης των διαπραγματεύσεων με τον Denikin και τους Σοβιετικούς, ο Piłsudski εξαπέλυσε τη δική του επίθεση εναντίον της Ουκρανίας, στις 25 Απριλίου 1920. Στόχος ήταν η εκδίωξη από εκεί του “ξένου εισβολέα”.⁴⁴ Στις 7 Μαΐου, τα πολωνικά στρατεύματα εισήλθαν στο Κίεβο. Ο Piłsudski αυτοχρίστηκε στρατάρχης και επέστρεψε στη Βαρσοβία όπου του επιφυλάχτηκε υποδοχή εθνικού ήρωα.

7 Μαΐου 1920: είσοδος του πολωνικού στρατού στο Κίεβο.

Ωστόσο, οι Σοβιετικοί, απαλλαγμένοι από την υποθήκη των Λευκών, πέρασαν ταχύτατα στην αντεπίθεση σε βάρος μιας χώρας, της Πολωνίας, η επίπεδη γεωμορφολογική ιδιαιτερότητα της οποίας, σε συνδυασμό με την παντελή απουσία κάποιου φυσικού αναχώματος, λειτουργούσε αναφανδόν υπέρ του επιτιθέμενου.⁴⁵ Η ευθύνη των επιχειρήσεων στον βόρειο τομέα του μετώπου ανατέθηκε στον στρατηγό Tukhachevsky,⁴⁶ διοικητή του δυτικού μετώπου.⁴⁷ Στο νοτιοδυτικό τομέα (Ουκρανία), ο στρατηγός Egorov⁴⁸ επιφορτίστηκε με την ανακατάληψη του Κιέβου. Τέλος, η έφοδος της 1ης Στρατιάς Ιππικού του Boudieny στόχευε στον αιφνιδιασμό των Πολωνών και στη διάσπαση των γραμμών τους.⁴⁹ Ήδη από τις 4 Ιουλίου, ο Tukhachevsky άρχισε να προελαύνει κατά μήκος του άξονα Vilnius-Minsk-Βαρσοβίας.⁵º Αντικειμενικός του στόχος ήταν “η εξουδετέρωση των πολωνικών δυνάμεων και η μεταφορά της επανάστασης προς Δυσμάς”.⁵¹ Έχοντας διασπάσει τις γραμμές του αντιπάλου, κατέλαβε το Minsk στις 11 Ιουλίου, το Grodno στις 19, το Slonim στις 22. Τίποτα δεν έδειχνε ικανό να ανακόψει την ακαταμάχητη προέλασή του προς Δυσμάς.⁵²

Την ίδια στιγμή η κατάσταση επιδεινώθηκε για τους Πολωνούς, καθώς οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας αρνήθηκαν τη διέλευση από το έδαφός τους σιδηροδρομικών συρμών γεμάτων πολεμοφόδια, με προορισμό τη Βαρσοβία. Στον λιμένα του Dantzig, την εκφόρτωση των πλοίων παρεμπόδιζε ο πολλαπλασιασμός των απεργιακών κινητοποιήσεων των εργατών.

Ο ρωσο-πολωνικός πόλεμος (1918-1920).                        

Πλήρως αποκομμένη, ευρισκόμενη στο χείλος του γκρεμού, η κυβέρνηση της Βαρσοβίας ζήτησε στις 22 Ιουλίου τη σύναψη ανακωχής. Οι Βρετανοί την προέτρεψαν να αποδεχτεί τους όρους των Σοβιετικών. Αντίθετα, οι Γάλλοι την ενθάρρυναν να συνεχίσει τον αγώνα, υποσχόμενοι σημαντική ενίσχυση σε έμψυχο υλικό και σε πολεμοφόδια. Την ίδια στιγμή, Λονδίνο και Παρίσι αποφάσισαν τη συγκρότηση μιας Μεικτής Διασυμμαχικής Αποστολής, επιφορτισμένης να “αξιολογεί και να συμβουλεύει” τις πολωνικές αρχές σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο και να παρέχει “υπεύθυνη πληροφόρηση” προς τις κυβερνήσεις των δυο χωρών. Στους κόλπους της εν λόγω Αποστολής, τη Μεγάλη Βρετανία εκπροσωπούσαν ο λόρδος Abenon, πρέσβυς της Α.Μ. στο Βερολίνο, ο στρατηγός Percy Radcliffe και ο Maurice Hankey, διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του πρωθυπουργού Lloyd George. Από πλευράς Γαλλίας, συμμετείχαν ο διπλωμάτης Jean-André Jusserand, πρέσβυς στην Ουάσινγκτον, ο στρατηγός Maxime Weygand, επιτελάρχης του στρατάρχη Foch και ο Alexandre de Vignon, διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του πρωθυπουργού Millerand.⁵³ Ταυτόχρονα, στις 20 Ιουλίου, οι ευρισκόμενοι στην Πολωνία Γάλλοι αξιωματικοί διατάχθηκαν να στελεχώσουν τις σημαντικότερες μονάδες του πολωνικού στρατού προκειμένου να παράσχουν συμβουλές και τεχνογνωσία προς τους Πολωνούς συναδέλφους τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο λοχαγός de Gaulle αποσπάστηκε στην Ομάδα Στρατιών Κέντρου, θέτοντας τέλος σε μια σύντομη περίοδο ενοχλητικής, από κάθε άποψη, αδράνειας, η οποία τον έκανε να εξεγείρεται.

 

 Ο λοχαγός de Gaulle στην Ομάδα Στρατιών Κέντρου 

H επάνοδος στη Βαρσοβία θυμίζει σε πολλά την άφιξη του de Gaulle στο Modlin, ένα χρόνο νωρίτερα. Κάθε στιγμής έντασης, είθισται να προηγείται μια περίοδος παρατήρησης, αυτοσυγκέντρωσης, αναμονής και στοχασμού. Πρόκειται για τη στιγμή εκείνη που ο λοχαγός αποφάσισε να καταγράψει τις εντυπώσεις του σε καθημερινή κλίμακα σε ένα κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Παρίσι προτού καν επιστρέψει εκεί.⁵⁴ Το σύντομο αυτό ημερολόγιο, μαζί με τις επιστολές, τις οποίες απηύθυνε προς τη μητέρα του τις λίγες αυτές εβδομάδες, είναι υποδειγματικά από διπλή άποψη. Κατά πρώτο λόγο, συνειδητοποίησε τη μεγίστη σημασία του εθνικού φρονήματος που διαπερνά τις συγκυριακές πολιτικές και ιδεολογικές δοξασίες σε μια στιγμή κοσμογονικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους λαούς.⁵⁵ Κατά δεύτερο λόγο, το γεγονός που τον σημάδεψε περισσότερο δεν ήταν τόσο πολύ οι αρχικές διαδοχικές αποτυχίες των Πολωνών σε επιχειρησιακό επίπεδο, όσο η απόγνωση, από την οποία διακατεχόταν ο άμαχος πληθυσμός όπως και η εγγενής αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να λειτουργήσουν με βάση έναν κοινό τόπο τη στιγμή, κατά την οποία, για μια ακόμη φορά, η πατρίδα κινδύνευε από τον Ρώσο προαιώνιο εχθρό. “Εκείνο που με ανησυχεί περισσότερο δεν είναι η υποχώρηση των πολωνικών στρατευμάτων. Είναι η απελπισία του κόσμου. Ειδικότερα τα πολιτικά κόμματα, αντί να συνασπιστούν στο πλευρό της όποιας κυβέρνησης έως το τέλος της κρίσης, αναλώνονται στο να διευρύνουν τις έριδες και τις διχόνοιες”.⁵⁶

Ρώσοι ιππείς της 1ης Στρατιάς του στρατηγού Boudieny.

Στρατωνισμένοι στη Βαρσοβία, καταδικασμένοι σε μια αδράνεια ολοένα και πιο εκνευριστική, οι Γάλλοι αξιωματικοί έδειχναν ακόμα πιο αποπροσανατολισμένοι εξαιτίας της διακοπής των μαθημάτων προκειμένου οι ομόλογοί τους Πολωνοί καταφέρουν να ενταχθούν στις μονάδες της πρώτης γραμμής. “(…) Όλοι εμείς οι αξιωματικοί της Στρατιωτικής Αποστολής παρακολουθούμε με έκδηλο ενδιαφέρον τα αποφασιστικά γεγονότα που εκτυλίσσονται εδώ. Η καρδιά μας σφίγγεται επειδή δεν μπορούμε να συμμετάσχουμε ενεργά σε αυτά”.⁵⁷ Εν συνεχεία, ο Charles de Gaulle εξανίσταται: “Δεν παύω να σκέπτομαι τους γενναίους αξιωματικούς που παρακολούθησαν τις παραδόσεις μας στη Σχολή Πεζικού του Rembertów, πολλοί εκ των οποίων γνωρίζω ότι έχασαν τη ζωή τους. Πόσο αντίθετο με τη γαλλική παράδοση είναι να παραμένει κανείς αδρανής όταν δίπλα του μαίνονται οι μάχες!”.⁵⁸ Ωστόσο, δεν μπορούσε να παραβεί τις εντολές της κυβέρνησης του Παρισιού. Η Γαλλία, μοναδική χώρα, η οποία στήριζε έμπρακτα τους Πολωνούς, δεν βρισκόταν σε εμπόλεμο καθεστώς με την μπολσεβικική Ρωσία. Όμως, η φρενήρης προέλαση του χαρισματικού Tukhachevsky μέσα από τις τεράστιες ελώδεις εκτάσεις εκατέρωθεν του ποταμού Pripyat (“η μοίρα της παγκόσμιας επανάστασης κρίνεται στη Δύση. Η διαδρομή της φωτιάς περνά πάνω από το πτώμα της Πολωνίας ”) ήταν τέτοια, που προκάλεσε ανησυχία στη γαλλική πρωτεύουσα. Καθώς ο κλοιός έσφιγγε επικίνδυνα γύρω από τη Βαρσοβία και απειλείτο η ίδια η ύπαρξη της νεαρής Πολωνίας, οι Γάλλοι αξιωματικοί διατάχτηκαν να στελεχώσουν τις μεγάλες μονάδες του πολωνικού στρατού, με ρητή εντολή να αποφύγουν την ενεργό συμμετοχή στις εχθροπραξίες.

Οι αξιωματικοί πανηγύριζαν. Ο de Gaulle γράφει σχετικά: “Η στιγμή που όλοι περιμέναμε έφτασε επιτέλους. Η γαλλική κυβέρνηση δίνει την άδεια στους αξιωματικούς της να συνδράμουν άμεσα στην υπεράσπιση του πολωνικού εδάφους. Ο στρατηγός Henrys δεν περιμένει επιβεβαίωση της διαταγής. Το ίδιο βράδυ αναχωρεί για το μέτωπο, αφού προηγουμένως έχει διαπιστεύσει τον καθένα από εμάς στις κυριότερες μονάδες. Ανήκω στους τυχερούς. Συνοδεύω τον στρατηγό B[ernard], ο οποίος πρόκειται να παράσχει συμβουλές στο νότιο τομέα του μετώπου. Διοικητής του τομέα είνα ο στρατηγός R[ydz]Ś[migły]. Είναι νέος (32 μόλις ετών). Πριν από τον πόλεμο είχε ξεκινήσει μια σταδιοδρομία ζωγράφου. Από τους έμπιστους υπαρχηγούς του Piłsudski, δρέπει σήμερα τους καρπούς των μόχθων του. Είναι άνθρωπος με κοινή λογική και αυτοπεποίθηση. Όποτε συνδιαλέγεται με τον στρατηγό Β…, βλέπω μπροστά μου την προσέγγιση ανάμεσα στους δυο στρατούς, τους οποίους εκπροσωπούν. Τον πολωνικό, νέο, γεμάτο δυναμισμό, λιγότερο έμπειρο και τον δικό μας, εξοικειωμένο με κάθε είδος πολέμου, συνηθισμένο να ενεργεί μεθοδικά και να μην αφήνει τίποτα στην τύχη. Από τη συνεργασία των δυο αυτών αρχηγών δεν μπορεί παρά να προκύψει όφελος. Αυτή είναι η πεποίθηση όλων μας. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για τους Γάλλους αξιωματικούς θα είναι να δουν την εμπιστοσύνη να αποκαθίσταται παντού όπου έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Και την έκαναν αισθητή σε όλους τους τομείς”.⁵⁹

 

O στρατάρχης Józef Piłsudski (αριστερά) συνομιλεί με τον στρατηγό Edward Rydz-Śmigły.                          

Ο Charles de Gaulle τοποθετήθηκε ως σύμβουλος στην Ομάδα Στρατιών Νότου (γρήγορα μετονομάστηκε σε Ομάδα Στρατιών Κέντρου). Με αυτή την ιδιότητα είχε την ευκαιρία να συνδιαλλαγεί τόσο με τον διοικητή της τελευταίας, τον στρατηγό Rydz-Śmigły, όσο και με τον αρχηγό του πολωνικού κράτους, τον στρατάρχη Piłsudski, ο οποίος ανέλαβε τον συντονισμό της αντεπίθεσης εναντίον των δυνάμεων του Tukhachevsky. Ωστόσο, στο επιτελείο της Στρατιάς αντίκρισε μια πραγματικά χαοτική κατάσταση. Στην τελική έκθεση που υπέβαλε στους προϊσταμένους του κάνει λόγο για “σοβαρές ελλείψεις και αδυναμίες”,⁶º τις οποίες διαπίστωσε ιδίοις όμμασι. Υπογραμμίζει με ιδιαίτερη έμφαση τις συνθήκες, υπό τις οποίες ο Piłsudski ανέλαβε τη διοίκηση της αντεπίθεσης κατά των μπολσεβίκων, θεωρώντας πως έτσι όπως πραγματοποιήθηκε, οδήγησε σε πλήρη διοικητική αποδιοργάνωση τα πολωνικά στρατεύματα. Στο συγκεκριμένο σημείο είναι ταυτόχρονα αυστηρός και μεγαλόψυχος. Αυστηρός, επειδή καταγγέλλει έναν αρχηγό κράτους που δεν διστάζει να απορρυθμίσει συνειδητά μια ομάδα στρατιών, μόνο και μόνο προκειμένου να πάρει προσωπικά τα ηνία: “Δεν υφίσταται διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Κέντρου. Ο αρχηγός του κράτους επιθεωρεί το μέτωπο ασταμάτητα από άκρο σε άκρο. Δεν συνοδεύεται από κάποιο συγκεκριμένο επιτελείο. O επιτελάρχης του είναι εγκατεστημένος στο Pulawy, το δε υπόλοιπο επιτελείο στο Lublin.⁶¹ Συνάμα όμως, ο de Gaulle είναι μεγαλόψυχος. Ειδικότερα όταν αναφέρεται στις επιπτώσεις, σε επίπεδο τόνωσης του ηθικού, που προέκυψαν από την απροσδόκητη ανάληψη της διοίκησης από πλευράς Piłsudski: “Υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το ηθικό πλεονέκτημα της ανάληψης της διοίκησης από τον αρχηγό του κράτους, (…)”.⁶²

Ο διπλός ελιγμός των Πολωνών (ανάσχεση της ρωσικής προέλασης προ των πυλών της Βαρσοβίας και η αστραπιαία αντεπίθεση του Piłsudski με κατεύθυνση από Νότο προς Βορρά) αιφνιδίασε, αποσυντόνισε και συνέθλιψε τις δυνάμεις των μπολσεβίκων. Επρόκειτο περί ενός ανέλπιστου θριάμβου: “Ναι, πρόκειται περί νίκης απόλυτης, θριαμβευτικής! Από τις υπόλοιπες ρωσικές στρατιές που απειλούσαν τη Βαρσοβία δεν έχουμε πια να φοβηθούμε τίποτα. Βρίσκονται σε άτακτη υποχώρηση, οι δε Πολωνοί τις προσπερνούν και τις περικυκλώνουν. Ο εχθρός, υπό καθεστώς διάλυσης, αναζητεί καταφύγιο μέσα στα δάση όπου αιχμαλωτίζεται κατά συρροή”.⁶³

Jerzy Kossak, Το θαύμα του Βιστούλα, 15 Αυγούστου 1920, πίνακας του 1930.

Για τους Γάλλους αξιωματικούς ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ο λοχαγός de Gaulle επέστρεψε στη Βαρσοβία θριαμβευτής, έχοντας γευτεί τη μεθυστική χαρά της νίκης. Μπορούσε πλέον να ολοκληρώσει το ημερολόγιό του: “Αναγνωρίζοντας τις σκονισμένες στολές που φοράμε, το πλήθος μας περιτριγυρίζει κραυγάζοντας με όλη του τη δύναμη, Vive la France! Είναι εδώ μαζί μας, αποφασισμένο και ενθουσιώδες. Κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Αίφνης, ως εκ θαύματος, ο καθένας από τους παρόντες Γάλλους αισθάνεται τον ίδιο πάλλοντα ιερό ενθουσιασμό. Νοιώθει να κτυπά μέσα του η αιώνια καρδιά της Πατρίδας”.⁶⁴

Ο de Gaulle παρέμεινε στη Βαρσοβία έως τον Ιανουάριο του 1921. Τόσο ο στρατηγός Henrys, όσο και ο διάδοχός του επικεφαλής της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής, στρατηγός Niessel, έκριναν απαραίτητη την παρουσία του επιτόπου. Ο δεύτερος ειδικότερα, στηρίχθηκε επάνω του προκειμένου “να έρθει σε επαφή με άτομα και καταστάσεις που γνωρίζω καλά, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για την πολύπαθη Πολωνία”.⁶⁵ Μεταξύ άλλων, συνέταξε ένα εκτενές υπόμνημα  με αντικείμενο τον πολωνικό στρατό.⁶⁶ Το εν λόγω υπόμνημα, λειτούργησε ως έναυσμα στους μετέπειτα ιστορικούς, για να εμφανίσουν τον de Gaulle ως οραματιστή των τεθωρακισμένων και της εν γένει αξιοποίησής τους. Ειδικότερα, ο Jean Lacouture αναφέρει ως προς το συγκεκριμένο θέμα: “Στο υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε στο Γενικό Επιτελείο έπειτα από το πέρας της αποστολής του, συμπεριλαμβάνεται μια φράση, η οποία ηχεί ως προειδοποίηση αλλά και ως σήμα κινδύνου στην όλη σκέψη του στρατηγού de Gaulle: Τα τεθωρακισμένα…οφείλουν να αξιοποιηθούν συντεταγμένα και όχι διασκορπισμένα”.⁶⁷ Ο ίδιος ο de Gaulle εκφράζεται ως εξής στο υπόμνημά του: “Στη μόνη συγκυρία που η χρήση των τεθωρακισμένων σχεδιάστηκε σε αρκετά μεγάλη κλίμακα (μάχη της Βαρσοβίας), το αποτέλεσμα υπήρξε αποκαρδιωτικό. Τα τεθωρακισμένα έχουν κατασκευαστεί προς υποστήριξη του επιτιθέμενου πεζικού. Όχι για υπερασπίζονται τα Γενικά Επιτελεία ή να ενισχύουν την άμυνα ενός σημείου υποστήριξης. Οφείλουν να αξιοποιηθούν συντεταγμένα και όχι διασκορπισμένα”. Στην πραγματικότητα, ο Charles de Gaulle σκέπτεται και λειτουργεί ως αξιωματικός του πεζικού της εποχής του. Όπως όλοι οι ομόλογοί του, είναι της άποψης πως τα τεθωρακισμένα – στην Πολωνία δεν συμμετείχε παρά μόνο ένα σύνταγμα τύπου F 17 – προορίζονταν προς υποστήριξη του πεζικού εφόσον μετακινούνταν με ανάλογους ρυθμούς με αυτό. Τίποτα περισσότερο. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο περιορισμένος αριθμός και οι συνθήκες λειτουργίας των F 17 υπήρξαν τέτοιας μορφής που ήταν αδύνατο για έναν Γάλλο αξιωματικό να συναγάγει ασφαλή συμπεράσματα ως προς τη μελλοντική χρήση του νέου αυτού όπλου με γνώμονα, μάλιστα, ένα παράδειγμα τόσο μικρής κλίμακας.

Αναμνηστικά γραμματόσημα με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη διενέργεια του ρωσο-πολωνικού πολέμου.

Αφετέρου (και ως προς το σημείο αυτό συμπλέουμε απόλυτα με την εκτίμηση του Jean Lacouture),⁶⁸ ο de Gaulle ανακάλυψε στην Πολωνία τον πόλεμο κινήσεων και ελιγμών όπως, επίσης, και την αξιοποίηση των μεγάλων μονάδων του ιππικού ως δύναμη κρούσης, ικανή να εκμαιεύσει κι αυτό ακόμη το τελικό στρατηγικό αποτέλεσμα: “Οι σύνδεσμοι αξιωματικοί δεν σταμάτησαν να εκλιπαρούν την πολωνική στρατιωτική διοίκηση να μη διαχωρίσει το σώμα Ιππικού, που με τόση μεγάλη δυσκολία συγκροτήθηκε γύρω στις 25 Ιουλίου, αλλά αντίθετα, να το ενσωματώσει σε όλα τα υπόλοιπα μέσα, τα οποία είχε στη διάθεσή της. Η προτροπή αυτή εισακούστηκε μερικώς, ειδικότερα στην περίπτωση των επιχειρήσεων εναντίον του Boudieny, μεταξύ 30 Ιουλίου και 2 Αυγούστου. Κατά τα άλλα όμως, αγνοήθηκε πλήρως. Τουλάχιστον οι Πολωνοί  στρατηγοί διαπίστωσαν και αναγνώρισαν στο πλαίσιο της παραπάνω επίθεσης πως η συμβουλή ήταν ορθή”.⁶⁹

Εν κατακλείδι, έπειτα από 19 μήνες συμμετοχής στις πολεμικές επιχειρήσεις στο γαλλικό μέτωπο και άλλους 18 μήνες παραμονής στην Πολωνία, ο Charles de Gaulle υπήρξε από τους λίγους αξιωματικούς που βίωσαν δυο εκ διαμέτρου διαφορετικά και συμπληρωματικά μεταξύ τους, είδη πολέμου. Στην πρώτη περίπτωση, στατικές επιχειρήσεις, επιθέσεις μικρής κλίμακας, βραδύτητα, μέθοδος. Στη δεύτερη, κινητικότητα σε βάθος, μεγάλοι ελιγμοί, ταχύτητα, τόλμη. Εικάζουμε ότι η δισυπόστατη αυτή εμπειρία δεν τον άφησε αδιάφορο. Ενδεχομένως να αποκόμισε ακόμα πιο πολλά, ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση. Απέκτησε την πρακτική επιβεβαίωση ενός σκεπτικού: ακόμα και τα πιο παλιά και ισχυρά έθνη, κινδύνευαν να αφανιστούν ξαφνικά, παρασυρόμενα μέσα στη δίνη του χάους και της αποκάλυψης: “Αρκεί να δει κανείς την εξαθλίωση των κατοίκων των προαστίων, προκειμένου να διαπιστώσει τη δυστυχία των ανθρώπων. Πρέπει να περάσει δίπλα από τις ατελείωτες ουρές τσακισμένων ανδρών, γυναικών και παιδιών, που αναμένουν έξω από την πόρτα του αρτοποιείου το εβδομαδιαίο κομμάτι μαύρου ψωμιού, να έχει αισθανθεί επάνω του το βαρύ βλέμμα του πλήθους αυτού, προκειμένου να αντιληφθεί πως ο πολιτισμός μας εξαρτάται τελικά από τόσο λίγα, όπως, επίσης, ότι όλες οι ομορφιές και όλες οι ανέσεις, για τις οποίες δηλώνει τόσο πολύ υπερήφανος, μπορούν να αφανιστούν ταχύτατα από την τυφλή οργή των απελπισμένων μαζών”.⁷º

 

Τhe Battle of Warsaw, 1920 

 

O Frédéric Guelton είναι συνταγματάρχης (ε.α) και διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Διετέλεσε διευθυντής των Στρατιωτικών Αρχείων  της Γαλλίας (Service Historique de la Défense – Section Armée de Terre). Είναι μέλος της Διεθνούς  Επιτροπής Μνήμης των 100 ετών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου   (Mission Centenaire 1914 – 1918).    

                                                           

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 

 

 

 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

¹ Βρίσκονται συγκεντρωμένες στα στρατιωτικά αρχεία της Γαλλίας (Service Historique de la Défense/Armée de Terre – συντομογραφία SHD/Terre) Φάκ. 5Ν 190, 6Ν 212, 7Ν 618-623, 7Ν 2012, 7Ν 3034, 1Κ 118 (Κατάλοιπα Niessel) και 1K 130 (Κατάλοιπα Weygand).

² Ολόκληρο αυτό το σύνολο έχει δημοσιευτεί στο Charles de Gaulle, Lettres, Notes et carnets, 1919-juin 1940, Paris, Plon, 1980, σ. 9-104 (εφεξής LNC).

³ «La Bataille de la Vistule, carnet de campagne d’un officier français» στο Espoir, revue de l’institut Charles de Gaulle, Οκτώβριος 1973, σ. 50-57. Στην έκδοση αυτή επισημαίνεται πως το συγκεκριμένο άρθρο είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά ανώνυμα την 1η Νοεμβρίου 1920 στο τεύχος αρ. 6 της Revue de Paris. Στη μελέτη τους Les Ecrits militaires de Charles de Gaulle, Paris, PUF, 1985, σ. 34, οι Pierre Messmer και Alain Larcan επισημαίνουν πως πρώτος ο Gérard Saucey, σε άρθρο, το οποίο δημοσίευσε στην εφημερίδα Le Monde στις 19 Σεπτεμβρίου 1967, ταυτοποίησε τον συντάκτη του ημερολογίου με το πρόσωπο του Charles de Gaulle.

En ce temps là de Gaulle, «La vie et les actes de Charles de Gaulle par André Frossard», n° 22, 1972, σ. 86-89.

⁵ Jean Lacouture, De Gaulle, tome 1, Le rebelle, Seuil, 1984, 869 σ. 102-103 π.χ.

⁶ Επιστολή προς τη μητέρα του, Saint-Maixent, 21 Ιανουαρίου 1919, LNC II, σ. 13.

⁷ Επιστολή προς τη μητέρα του, Saint-Maixent, 25 Ιανουαρίου 1919, LNC II, σ. 13.

⁸ Η διπλή παραμονή του στην Πολωνία αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικερδής στον συγκεκριμένο τομέα. Του απονεμήθηκε ο βαθμός του ταγματάρχη, τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στις 23 Ιουλίου 1919 και με δυο πολωνικές διακρίσεις ( Virtuti Militari στις 19 Νοεμβρίου 1920 και Polonia Restituta λίγο αργότερα).

⁹ Επιστολή προς τη μητέρα του, Saint-Maixent, 11 Φεβρουαρίου 1919, LNC II, σ. 17.

¹º Αίτηση για μετάθεση στον πολωνικό στρατό, LNC II, σ. 9.

¹¹ SHD/Terre 7Ν 618, Αδημοσίευτη επιστολή του Charles de Gaulle προς τον στρατηγό Archinard, Saint-Maixent, 28 Ιανουαρίου 1919.

¹² Επιστολή προς τη μητέρα του, Saint-Maixent, 11 Φεβρουαρίου 1919, LNC II, σ. 16. Τη συγκεκριμένη στιγμή, τα γαλλικά στρατεύματα της Ανατολής (Στρατιά της Ανατολής και Στρατιά του Δούναβη) αριθμούν ένα δυναμικό οκτώ μεραρχιών. Βλ. σχετικά Jean Bernachot, Les Armées françaises en Orient après l’armistice de 1918, tome II, L’ armée du Danube et l’armée française d’Orient, Paris, Imprimerie nationale, 1970.

¹³ Λίγο προτού αναχωρήσει, ένας Πολωνός στρατιώτης, ο οποίος, πιθανότατα, ως επιστρατευμένος στις τάξεις του γερμανικού στρατού είχε βρεθεί στα χαρακώματα απέναντι από τον de Gaulle στο Berry au Bac παλαιότερα, ορίστηκε ως ορντινάντσα του τελευταίου.

¹⁴ H Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή (Μission militaire française – MMF), σχηματίστηκε περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 1919 υπό τη διεύθυνση του στρατηγού Henrys. Φθάνοντας στη Βαρσοβία, αντικατέστησε την Γαλλο-πολωνική Στρατιωτική Αποστολή (Mission militaire franco-polonaise – MMFP), η οποία είχε συγκροτηθεί τον Ιούνιο του 1917 στη Γαλλία ταυτόχρονα με τη δημιουργία του του Οργανωμένου στη Γαλλία πολωνικού στρατού (Αrmée polonaise organisée en France – APOF). Σε ένα αρχικό στάδιο τη διοίκηση αμφοτέρων είχε αναλάβει ο στρατηγός Archinard. Ο APOF παύει να υφίσταται από τη στιγμή της ανάληψης της διοίκησης από τον στρατηγό Haller, οπότε και μετονομάζεται σε Αυτόνομο πολωνικό στρατό (Αrmée polonaise autonome – APA). Η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή αριθμούσε στους κόλπους της 600 περίπου μέλη.

¹⁵ Baumont, Maurice, La Faillite de la paix (1918-1939), De Rethondes à Stresa (1918-1935), Paris, P.U.F. 1967, σ. 79.

¹⁶ M. K. Kaminski, M. Zacharias, “W. Cieniu zagrozenia”, Polityka zagraniczna, 1918-1939, Warszawa, Warszawska Oficyna Wydawnicza, 1993, σ. 34-35.

¹⁷ Castellan, Georges, Dieu garde la Pologne !, Histoire du catholicisme polonais (1795-1980), Robert Laffont, 1981, σ. 100-101.

¹⁸ Ο Paderewski εκπροσωπούσε έως τότε την Πολωνική Εθνική Επιτροπή στις ΗΠΑ.

¹⁹ Η Πολωνική Εθνική Επιτροπή, έχουσα, από τον Αύγουστο του 1917, ως έδρα το Παρίσι, είχε αναγνωριστεί από τους Συμμάχους ως επίσημος εκπρόσωπος των πολωνικών συμφερόντων. Επικεφαλής ήταν ο Roman Dmowski. Έπειτα από τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας, οι Paderewski και Dmowski μετέβησαν στο Παρίσι, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εργασίες της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης.

²º Castellan Georges, ό.π., σ. 117.

²¹ Duroselle, Jean-Baptiste, Histoire diplomatique de 1919 à nos jours, 10e édition, Paris, Dalloz, 1990, σ. 44-46.

²² Ο Κόκκινος Στρατός δημιουργήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1918. Τον Απρίλιο του 1919 υπολογίζεται ότι αριθμούσε περί το 1,5 εκ. άνδρες. Βλ. σχετικά Laran Michel, Russie- U.R.S.S., 1870-1970, Paris, Masson et Cie, 1973.

²³ M. K. Kaminski, ό.π., σ. 38.

²⁴ Ο σχεδιασμός του Pilsudski δεν τυγχάνει της υποστήριξης της Πολωνικής Εθνικής Επιτροπής, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη των εθνών της Λιθουανίας, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας καθώς και την ικανότητα των τελευταίων να συγκροτήσουν κυρίαρχα κράτη. Εν ολίγοις, προσβλέπει στην προσάρτηση των εν λόγω εδαφών.

²⁵ Baumont, ό.π., σ. 85.

²⁶ Αργότερα, η γραμμή αυτή έγινε γνωστή ως “Γραμμή Curzon”, από το όνομα του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών. Duroselle, ό.π., σ. 44.

²⁷ Τον Απρίλιο του 1920, ο πολωνικός στρατός διαθέτει 240.000 άνδρες, κατανεμημένους σε 21 μεραρχίες πεζικού, 7 ταξιαρχίες ιππικού και 258 πυροβολαρχίες.

²⁸ Έκθεση του Ιουνίου 1920. Ο Henrys δεν παύει να ζητεί από το Παρίσι την αποστολή υλικού, οπλισμού, ρουχισμού και υποδημάτων. Χαρακτηριστικό του μεγέθους του προβλήματος είναι το ότι το πεζικό χρησιμοποιεί πέντε διαφορετικούς τύπους τυφεκίων: Mauser (γερμανικά), Mosin (ρωσικά), Lee Enfield (βρετανικά), Lebel (γαλλικά) και Mannlicher (αυστριακά). Εννοείται πως ο καθένας από τους παραπάνω τύπους χρησιμοποιεί τα δικά του, ειδικά, πυρομαχικά, τα οποία δεν είναι ανταλλάξιμα.

²⁹ Επιστολή προς τη μητέρα του, Modlin, 26 Απριλίου 1919, LNC II, σ. 24.

³º Ibid.

³¹ Επιστολή προς τον πατέρα του, Modlin, 9 Μαΐου 1919, LNC II, σ. 26-27.

³² Επιστολή προς τη μητέρα του, Rembertów, 17 Ιουλίου 1919, LNC II, σ. 34-35.

³³ “L’Alliance franco-polonaise”, LNC, II, σ. 45-68, σ. 68.

³⁴ Yves Faury, «Le capitaine de Gaulle en mission en Pologne, 1919-1920», Revue historique des Armées n° 2, 1990, σ. 16-25, 19.

³⁵ Ibid. 

³⁶ Ibid.

³⁷ Jean Lacouture, ό.π., p. 103.

³⁸ Yves Faury, ό.π.

³⁹ Διάλεξη, η οποία εκφωνήθηκε μεταξύ 9 Δεκεμβρίου 1919 και 17 Φεβρουαρίου 1920. Το πρωτότυπο καλύπτει 28 σελίδες. Σχετικά βλ. “L’Alliance franco-polonaise”, LNC, II, σ. 45-68, σ. 68.

⁴º Επιστολή προς τη μητέρα του, Rembertów, 18 Νοεμβρίου 1919, LNC, II, σ. 43-44.

⁴¹ Επιστολή προς τον πατέρα του, Rembertów, 4 Μαρτίου 1920, LNC, II, σ. 73.

⁴² M. K. Kaminski, M. Zacharias, W. cieniu zagrozenia… ό.π, σ. 43-44.

⁴³ Baumont, ό.π., σ. 79.

⁴⁴ Baumont, ό.π., σ. 85. Προηγήθηκε, στις 23 Απριλίου 1920, σύναψη Συμφώνου με τον ηγέτη των εξορίστων Ουκρανών Symon Petliura.

⁴⁵ Ο Koltchak εκτελέστηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1920 και ο Denikin εγκατέλειψε τον αγώνα στις 4 Απριλίου, διαφεύγοντας με βρετανικό πλοίο.

⁴⁶ Βλ. σχετικά, Sophie de Lastours, Toukhatchevski, Le bâtisseur de l’Armée Rouge, Paris, Albin Michel, 1990, σ. 327.

⁴⁷ Σύμφωνα με τη ρωσική και σοβιετική στρατιωτική ορολογία, ο όρος “Μέτωπο” ισοδυναμεί με τον όρο “Ομάδα Στρατιών”.

⁴⁸ Οι Kamenev, Tukhachevsky και Egorov προέρχονται άπαντες από τις τάξεις του τσαρικού στρατού.

⁴⁹ H. Piatkowski, ό.π., σ. 5.

⁵º Ibid., σ. 7.

⁵¹ Direktiwy, Glawnogo Komandowanija Krasnoj, Armii (1917-1920), Sbornik dokumientow, Moskwa 1969, σ. 643-644. J. Strychalski, Spor o autorstwo…, ό.π., σ. 3.

⁵² H. Piatkowski, Krytyczny rozbior bitwy warszawskiej…, ό.π., σ. 5-7.

⁵³ Βλ. σχετικά Maria Pasztor και Frédéric Guelton, “La bataille de la Vistule”, Cahier du Centre d’Etudes d’histoire de la Défense, Nouvelle histoire bataille, n°9, σ. 223-247.

⁵⁴ «La Bataille de la Vistule, carnet de campagne d’un officier français», βλ. παραπάνω υποσημείωση αρ. 2.

⁵⁵ Επιστολή προς τη μητέρα του, Βαρσοβία, 13 Ιουνίου 1920, LNC, II, σ. 77 ή, ακόμα, Ημερολόγιο, καταγραφές της 4ης και 8ης Ιουλίου 1920.

⁵⁶ Επιστολή προς τη μητέρα του, Βαρσοβία, 3 Ιουλίου 1920, LNC II, σ. 78. Διατηρώντας κάθε εύλογη επιφύλαξη από μεθοδολογικής απόψεως, ο ιστορικός δεν δύναται να μην επισημάνει την ομοιότητα της συγκεκριμένης περιγραφής με μια εξίσου οριακή συγκυρία: την κατάσταση, που επικρατούσε στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940.

⁵⁷ Ημερολόγιο, 8 Ιουλίου 1920.

⁵⁸ Ημερολόγιο, 8 Ιουλίου 1920.

⁵⁹ Ημερολόγιο, 15 Ιουλίου 1920

⁶º “Rapport au général Henrys sur l’organisation et le fonctionnement du Groupe d’armées Centre de l’armée polonaise”, LNC II, σ. 80-88.

⁶¹ “Rapport au général Henrys sur l’organisation et le fonctionnement du Groupe d’armées Centre de l’armée polonaise”, LNC IIΙ.

⁶² Ibid. O de Gaulle είναι ακόμα πιο σαφής στο Ημερολόγιο, το οποίο εξακολουθεί να τηρεί την παραμονή της αποφασιστικής μάχης της 16ης Αυγούστου 1920: “Πριν καν ξεκινήσει η σύγκρουση, αναγνωρίζω στα πρόσωπα των στρατιωτών τον άνεμο της νίκης, που ξέρω να διακρίνω τόσο καλά”. Ωστόσο, δεν παραγνωρίζει πως η κύρια μάχη ανάσχεσης επρόκειτο να διεξαχθεί προ των πυλών της Βαρσοβίας, όπου, απόντος του Piłsudski, είχαν παραμείνει οι στρατηγοί Henrys και Weygand: “Οι Γάλλοι, μεταξύ μας, ανταλάσσουμε χαμόγελα καλών οιονών. Γνωρίζουμε άριστα τους δυο μεγάλους αρχηγούς, που εκπροσωπούν αυτή τη στιγμή στη Βαρσοβία την πείρα. Γνωρίζουμε τη βαθειά ηρεμία και την επιμελημένη διαύγεια πνεύματος του Henrys, από την άλλη δε πλευρά, τη δημιουργική φαντασία του Weygand”. Ημερολόγιο, 14 Αυγούστου 1920.

⁶³ Ημερολόγιο, 20 Αυγούστου 1920.

⁶⁴ Ημερολόγιο, 26 Αυγούστου 1920.

⁶⁵ Επιστολή προς την κα. Vendroux, 20 Δεκεμβρίου 1920, LNC, II, σ. 89.

⁶⁶ LNC II, σ. 93-104.

⁶⁷ Jean Lacouture, ό.π, σ. 107 και LNC II, σ. 102.

⁶⁸ “Αυτός ο ανοργάνωτος πόλεμος κινήσεων, του οποίου υπήρξε ο ίδιος μάρτυς, τον προβλημάτισε. Βέβαια, συμβούλεψε τους Πολωνούς να κατασκευάσουν χαρακώματα γύρω από τη Βαρσοβία. Ωστόσο, πόσο μεγάλες προοπτικές διαγράφονται για το μέλλον από τους απέραντους ανοικτούς χώρους, τις ακαταμάχητες προελάσεις, τις θεαματικές ανατροπές και όλα αυτά, χάρη σε στρατηγούς ηλικίας μόλις αντίστοιχης με εκείνης ενός Hoche και ενός Marceau!”, Lacouture, ό.π., σ. 107.

⁶⁹ Υπόμνημα προς τον στρατηγό Henrys…, ό.π.

⁷º Ημερολόγιο, 1η Ιουλίου 1920.

 

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος