Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Λευκάδιος Χερν: Ο Δυτικός «Άγγελος» της Ανατολής
Μέρος Β΄: Iαπωνία: Αναζητώντας μια μόνιμη πατρίδα της ψυχής…
Στην «αιχμαλωσία» της γης, της οικογένειας…
Πάνω από ένα μήνα θα διαρκέσει το ταξίδι του Λευκάδιου Χερν με προορισμό τη Χώρα του «Ανατέλλοντος Ηλίου». Στις 12 Απριλίου του 1890 η συγκίνηση τον πνίγει καθώς αγναντεύει, πλησιάζοντας στη Yokohama, τις ανάερες γραμμές του ιαπωνικού ορίζοντα και τις χιονοσκεπείς κορυφές του μυθικού Φούτζι. τα γαλάζια, διάφανα περιγράμματα, που χάνονται αργοσβήνοντας με μιαν απροσδιόριστη πνευματικότητα, αφήνοντας μόνο τη λεπτή αίσθηση του λυρισμού τους. Aυτή είναι, θα γράψει, και η γοητεία της Ιαπωνίας στο πρώτο της αντίκρισμα, ακαθόριστη και ρευστή, όπως το άρωμα. Πληθωρική ομορφιά που πολιορκεί με τα χρώματα της ανθισμένης κερασιάς και την ακόρεστη ανθοφορία των λωτών το βλέμμα και την ψυχή του. Μέσα του έχει αρχίσει η διεργασία της ψυχικής του αιχμαλωσίας, πολύτιμη πρώτη ύλη, που θα εναποτεθεί στις σελίδες των βιβλίων του- ξενάγηση στον μαγικό κόσμο της Άπω Ανατολής, διυλισμένη από το λυρικό βίωμα της ενσυναισθητικής επικοινωνίας μαζί της. «Μην παραμελήσεις να καταγράψεις τις πρώτες σου εντυπώσεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Eίναι, ξέρεις, φευγαλέες, ποτέ δεν θα ξανάρθουν, έτσι και ξεθωριάσουν…» τον είχε συμβουλέψει ο μέντοράς του τώρα στην Ιαπωνία, ο Ιαπωνολόγος καθηγητής στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο, Basil Hall Chamberlain1.
Παραδίνεται από την αρχή στην απίστευτη γοητεία και την πράυνση που ασκεί στον εύθραυστο ψυχισμό του το λεπτό άρωμα της φύσης και των ανθρώπων, που μετουσιώνονται μέσα του σε ποιητικό στοχασμό.
«Αισθάνομαι αδέξιος να περιγράψω την Ιαπωνία», θα εξομολογηθεί στην αγαπημένη φίλη και βιογράφο του Elizabeth Bisland, από τις πρώτες κιόλας επιστολές του, το 1890. «H φύση εδώ δεν είναι βέβαια όπως στους τροπικούς, που είναι τόσο υπέροχη και άγρια και παντοδύναμα όμορφη, ώστε νιώθω, αυτήν ακριβώς τη στιγμή που γράφω, τον ίδιο πόνο στην καρδιά μου με κείνον που ένιωσα φεύγοντας από τη Μαρτινίκα. Πρόκειται για μιαν εξημερωμένη φύση, που αγαπάει τον άνθρωπο και γίνεται όμορφη γι’αυτόν μ’έναν ήσυχο, γκριζογάλαζο τρόπο, σαν τις Γιαπωνέζες, και τα δέντρα μοιάζουν να γνωρίζουν τι λένε οι άνθρωποι γι’αυτά-μοιάζουν να έχουν μικρές ανθρώπινες ψυχές. Ό,τι αγαπώ στην Ιαπωνία είναι οι Ιάπωνες-η φτωχή, απλή ανθρωπιά της χώρας. Είναι θεϊκό. Δεν υπάρχει τίποτα σ’αυτό τον κόσμο που να προσεγγίζει την αφελή, φυσική γοητεία τους. Κανένα βιβλίο απ’όσα έχουν γραφεί μέχρι σήμερα δεν το αντικατοπτρίζει. Αγαπώ τους θεούς τους, τα έθιμά τους, την ενδυμασία τους, τα τραγούδια τους που μοιάζουν με των πουλιών τα τρεμάμενα τραγούδια, τα σπίτια τους, τις δεισιδαιμονίες τους, τα σφάλματα τους. Και πιστεύω ότι η τέχνη τους είναι τόσο πιο προχωρημένη από τη δική μας, όσο υπερείχε η αρχαία ελληνική τέχνη από τις πρώιμες ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές αναζητήσεις… Είμαστε οι βάρβαροι! Δεν είναι που απλώς κάνω αυτές τις σκέψεις. Είμαι τόσο σίγουρος γι’αυτά όσο και για τον θάνατο. Απλώς θα ήθελα να επανενσαρκωθώ σε κάποιο μικρό ιαπωνικό μωρό, έτσι ώστε να μπορώ να δω και να αισθανθώ τον κόσμο τόσο όμορφα όσο το κάνει ένα ιαπωνικό μυαλό»2.

Γι’αυτό προσπαθεί από την πρώτη στιγμή να «ενδυθεί» ο,τιδήποτε από τον πολιτισμό της χώρας: τη γλώσσα της, που τη βρίσκει εξαιρετικά δύσκολη, ευελπιστεί όμως σε μιαν ακουστική εξοικείωση μαζί της. Τη θρησκεία -μελετά τον Βουδισμό και προχωρεί σε θρησκειολογικές συγκρίσεις, όχι μόνον ανάμεσα στον Βουδισμό και τον Σιντοϊσμό αλλά και στη σύγκρισή τους με τον Χριστιανισμό. Την ιαπωνική τέχνη, την ιδιαίτερη υφή της αισθητικής ως τρόπο ζωής, τον χαρακτήρα των ανθρώπων- βρίσκει ότι είναι οι πιο αξιαγάπητοι στον κόσμο. Όμως η συνεχής φτώχεια δεν του επιτρέπει την απρόσκοπτη βίωση αυτής της ομορφιάς. Το κόστος ζωής στην Ιαπωνία είναι υψηλότερο από της Νέας Υόρκης. Αναζητά μεσολάβηση για κάποια νέα δημοσιογραφική δουλειά στην Αμερική, καθώς έχει διαλύσει τη σχέση του με τους Harper’s: «Με εξουθένωσαν. Τα εισοδήματά μου τα τρία τελευταία χρόνια μόλις και έφταναν τα πεντακόσια δολάρια το χρόνο κατά μέσον όρο…», γράφει στην Elizabeth Bisland. Και της αποκαλύπτει την ψυχική και ηθική προπάντων εξουθένωση που η κατάσταση αυτή του δημιουργεί. « Είμαι τόσο κουρασμένος από τη σκληρή πίεση στην οποία υποβάλλομαι, από την αδιαφορία και την πείνα. Και από το να δέχομαι ηθική ταπείνωση, κατάσταση πολύ χειρότερη από το κρύο και την πείνα…»3
Με τη μεσολάβηση του Basil Hall Chamberlain ο Λευκάδιος Χερν θα μετακινηθεί μαζί με τον διερμηνέα του Akira Manabe (τον είχε γνωρίσει σε επίσκεψή του σε βουδιστικό μοναστήρι), στην πόλη Ματσούε. Εκεί θα συναντηθεί με το πνεύμα της φεουδαρχικής ιαπωνικής κοινωνίας και τις παραδοσιακές αξίες των Σαμουράι. Έχουν παρέλθει 22 χρόνια αφότου η Ιαπωνία έχει περάσει στην εποχή του Μεϊτζί (1868)4 και παρά το άνοιγμα προς τη Δύση και την προσπάθεια εκσυγχρονισμού –βιομηχανικού, κοινωνικού, πολιτισμικού- εντούτοις οι αξίες και οι παραδόσεις του ιαπωνικού λαού εξακολουθούν να προσδιορίζουν τα ήθη των ανθρώπων και να διαχέονται στην καθημερινή τους ζωή μ’ένα μοναδικά λεπταίσθητο τρόπο-αυτόν που έκαμε τον Λευκάδιο Χερν να αισθανθεί βαθιά μέσα του και, ως φορέας του δυτικού πολιτισμού, να αναφωνήσει: «Είμαστε οι βάρβαροι!»
Σ’αυτή τη φάση ωστόσο της ιαπωνικής μετάβασης, υπάρχει μεγάλη ανάγκη επικοινωνίας με την αγγλική γλώσσα, γεγονός που θα του εξασφαλίσει δουλειά ως δασκάλου της αγγλικής γλώσσας σε δευτεροβάθμια σχολεία- αργότερα και στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο. Oι έφηβοι μαθητές του θα τον αντιμετωπίσουν με ευγένεια, που θα μετατραπεί σε αγάπη καθώς –σε αντίθεση με προηγούμενους δασκάλους τους ιεραποστόλους-ο Λευκάδιος θα περιβάλει με ιδιαίτερη συγκίνηση και σεβασμό τη θρησκεία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους, τα ήθη και έθιμα, τους μύθους και τις καθημερινές τους συνήθειες. Ατέλειωτες διαδρομές στην πόλη μετά το μάθημα, εξερευνώντας ανθρώπους και πράγματα, ο,τιδήποτε πρόσφερε ως ζητούμενο η περιέργεια και η εθνογραφική του ευαισθησία, η ανθρωπιστική του φύση, τον έκαναν ενσυναισθητικό αποδέκτη ενός κόσμου εύοσμου, που χωρίς προσπάθεια γινόταν ο δικός του ποιητικός κόσμος.
Είναι ωστόσο τόσο διαφορετική η φύση όλων των πραγμάτων εκεί ώστε ο ευρωπαίος άνθρωπος φαντάζει ως κάτι το ανοίκειο και περίεργο. Χαρακτηριστική η σκηνή που αφηγείται σε επιστολή του προς τον Basil Chamberlain, τον Σεπτέμβρη του 1890 από το Ματσούε: «Στο δρόμο εδώ σταμάτησα σε ένα πολύ πρωτόγονο χωριό όπου υπάρχουν ηφαιστειακές πηγές και σχεδόν κάθε σπίτι έχει μια «φυσική μπανιέρα» πάντα ζεστή και φρέσκια. Και ο καλός γέρος στο σπίτι του οποίου σταμάτησα είπε ότι μόνο μια φορά σε όλη του τη ζωή είδε Ευρωπαίο – αλλά δεν ήξερε αν ο Ευρωπαίος ήταν άντρας ή γυναίκα. Ο Ευρωπαίος είχε πολύ μακριά μαλλιά, με περίεργο χρώμα, φορούσε ένα μακρύ φόρεμα, που έφτανε μέχρι κάτω στα πόδια του και οι τρόποι του ήταν ήσυχοι και ευγενικοί. Ανακάλυψα αργότερα ότι ήταν νορβηγίδα ιεραπόστολος, που είχε το θάρρος να ταξιδεύει μόνη». Και σε λίγο μεταγενέστερη επιστολή του (Ιανουάριος 1892) προς τον Ellwood Hendrick, αναφέρει ότι όταν έδειξε φωτογραφίες διακεκριμένων ξένων στη γυναίκα του και στα κορίτσια του σπιτιού, είπαν πως θα πέθαιναν από τον φόβο τους αν συναντούσαν τέτοιους ανθρώπους στον δρόμο. «Τα αμερικανικά και τα αγγλικά πρόσωπα – τα βαθιά τους μάτια – τρομοκρατούν τους απλούς, ανεπιτήδευτους Ιάπωνες. Τα παιδιά κλαίνε από φόβο στη θέα ενός ξένου» 5.
Αυτή η διαφορετικότητα του Ιάπωνα ανθρώπου και της ιαπωνικής φύσης, η ενσωματωμένη ποίηση σε κάθε κίνηση, σε κάθε χειρονομία, όλα τα φανερά και τα κεκρυμμένα που ερευνά ανήσυχα και αυθεντικά ο Λευκάδιος Χερν, είναι η ουσία της φυσικής και ανθρώπινης οντολογίας που τον αιχμαλωτίζουν και τον κάνουν να θεωρεί τον εαυτό του «προδότη»: της ευρωπαϊκής πολιτισμικής μήτρας από την οποία κατάγεται.
Τίποτα όμως στη ζωή του Λευκάδιου δεν είναι εύκολο. Ο χειμώνας στο Ματσούε είναι βαρύς, το χιόνι πυκνό, οι άνεμοι πνέουν δυνατοί και ο ίδιος φοβάται πως αν έρθουν κι άλλοι τέτοιοι χειμώνες «θα τον βάλουν κάτω από τη γη». Και τότε, ο συνάδελφός του στο σχολείο, Sentaro Nishida, δάσκαλος της Αγγλικής επίσης, του κάνει πρόταση να παντρευτεί. Και του προτείνει την Setsu (Setsuko) Koizumi (1868-1932), μια νέα γυναίκα, από παλιά- εκπεσμένη οικονομικά- οικογένεια σαμουράι. Σχεδόν είκοσι χρόνια τους χωρίζουν, εκείνη 22, ο Λευκάδιος 40. Προκειμένου ωστόσο να τελεστεί ο γάμος, και σύμφωνα με τις ιαπωνικές παραδόσεις, ο Λευκάδιος θα πρέπει να υιοθετηθεί από την οικογένεια και να γίνει ένας πολίτης της Ιαπωνίας. Τον Γενάρη του 1891, ο Λευκάδιος και η Setsu, θα τελέσουν τη γαμήλια τελετή ενώπιον των μελών της οικογένειας και φίλων του Λευκάδιου στο Ματσούε. Με τον γάμο του θα γνωρίσει επιτέλους τη θαλπωρή μιας οικογένειας, αν και η σχέση του με τη Setsu δεν θα του εμπνεύσει τον δυνατό έρωτα, αλλά την ομορφιά της συντροφικότητας και την πληρότητα της οικογενειακής ζωής, που τόσο ήθελε και τόσο δραματικά είχε στερηθεί. Κι ακόμα την πολύτιμη συνοδοιπορία στις επίμονες αναζητήσεις του της ψυχής του ιαπωνικού λαού μέσα από τις αφηγήσεις της των λαϊκών μύθων και των παραδόσεων της ‘Απω Ανατολής, των ηθών και της φυσιογνωμίας του πολιτισμού της.
Πέντε χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1896, κι ενώ πλέον η καθημερινότητα της ιαπωνικής οικογενειακής και δημόσιας ζωής είναι βίωμά του, που ευχάριστα και φιλοσοφημένα το εγκαθιστά στην ψυχή του, θα γίνει και επίσημα ένας πολίτης της Ιαπωνίας, αλλάζοντας και το -ευρωπαϊκό-όνομά του, σε Υakumo, (Οκτώ σύννεφα), δανεισμένο από την πρώτη λέξη του πιο αρχαίου σωζόμενου ποιήματος της ιαπωνικής γλώσσας. Και Koizumi (Το μέρος που γεννιούνται τα σύννεφα), από το επώνυμο της γυναίκας του. Είναι πια αποφασισμένος να ζήσει στη χώρα αυτή για πάντα, γιατί, καθώς γράφει στον Chamberlain: «Oι Ιάπωνες είναι ακόμα οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο για να ζήσεις ανάμεσά τους-επομένως γιατί να επιθυμώ να ζήσω οπουδήποτε αλλού; Κανένας ποτέ δεν θα μπορούσε να με αγαπήσει περισσότερο απ’αυτούς που τώρα με αγαπούν. κι αυτό είναι η πιο πολύτιμη σκέψη στη ζωή, δίπλα από την απλή δυνατότητα να υπάρχεις» 6.

Στιγμές ευτυχίας και μέθης: η οικογενειακή ζωή-και κυρίως η γέννηση του πρώτου αγοριού, του Καζούο (1893-1965). H γέννηση του πρώτου του παιδιού τον γεμίζει ευτυχία και περηφάνια αλλά και αγωνία και φόβους για το βάρος της ευθύνης που αναλαμβάνει απέναντί του. Θα εξομολογηθεί στον παλιό του φίλο Henry Watkin σε επιστολή του από το Ματσούε: « Έχω ένα γιο. Είναι το βασανιστήριο και η περηφάνια μου. Δεν μοιάζει σε μένα, ούτε στη μάνα του. Έχει καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια και είναι υπερβολικά δυνατός-το παλιό γοτθικό αίμα υπερίσχυσε. Είμαι βέβαια πολύ ανήσυχος γι’αυτόν. Δεν μπορεί να γίνει ένας Γιαπωνέζος-η ψυχή του είναι ολόκληρη αγγλική. Και τα μάτια του. Πρέπει να τον σπουδάσω στο εξωτερικό. Το κεφάλι του όλο πάνω από τ’αυτιά του-υπόσχεται ότι θα είναι έξυπνος. Δεν πρόκειται ποτέ να κάμω άλλο παιδί. Αισθάνομαι πολύ τρομαχτική την ευθύνη…»7
Lafcadio Hearn’s Old Residence in Matsue
Με τη σκευή του εθνογράφου-λαογράφου…
Η ενασχόληση του Λευκάδιου με τη συγγραφή, έπειτα από πολυσχιδή έρευνα της πραγματικότητας με όλους τους τρόπους και τις μεθόδους που η σύγχρονη εθνογραφική έρευνα αξιοποιεί, από την παρατήρηση μέχρι την επιτόπια έρευνα και την προφορική μαρτυρία, θα είναι η δεύτερη πηγή ευτυχισμένων ημερών στην ιαπωνική φάση της ζωής του. Η φύση του, βαθιά στοχαστική, τον εξαναγκάζει σε σκέψεις βασανιστικές, τόσο για το μέλλον της οικογένειάς του-ένα μοναδικό ιδανικό βίωμα-, όσο και για το μέλλον του κόσμου, που τον βλέπει να οδεύει προς μιαν απάνθρωπη, στερούμενη ηθικής, εξέλιξη. Ακόμα και οι επιστολές του είναι δοκίμια ηθικής φιλοσοφίας, ανθρωπολογίας, λαογραφίας, λογοτεχνικής κριτικής και κοινωνιολογικών αναλύσεων, που θεωρούν συγκριτικά με το παρελθόν την επερχόμενη πραγματικότητα. Ενώ κατάλοιπα αυτής της αυθεντικότητας αναγνωρίζει μόνο στις αγροτικές κοινωνίες. Σε επιστολή του προς τον Ellwood Hendrick, τον Αύγουστο του 1893, θα επισημάνει την έννοια του νόθου, του κίβδηλου, όπως εκπηγάζει από τις εμπειρίες της σύγχρονής του βιομηχανίας και του εμπορίου σε σχέση με την έννοια της γνησιότητας, όπως τη ζούσαν κατά το παρελθόν οι άνθρωποι. Και περνώντας από το εμπόριο και τη βιομηχανία, θα μιλήσει για το ψεύτικο, το κίβδηλο στο πεδίο της ηθικής. «Αντικαθιστούμε το πραγματικό με τo πλαστό. Είναι πολύ λυπηρό… Aλλά παρ’όλα αυτά το ψεύτικο φαίνεται καλά να προχωρεί. …Για παράδειγμα η απόλυτη αλήθεια παρεμποδίστηκε από τις επιχειρήσεις, η απόλυτη αγάπη έγινε ενοχλητική, καταλάμβανε υπερβολικό χώρο… Ακριβώς όπως είμαστε πολύ ευαίσθητοι για ν’αντέξουμε την αγνότητα του αμιγούς χρώματος έτσι έχουμε γίνει πολύ ευαίσθητοι για ν’αντέξουμε την αγνότητα της γνήσιας αγάπης… Έτσι, επίσης, αρχίζουμε να θεωρούμε χυδαίους τους ανθρώπους που έχουν την τάση να ζουν με απλά συναισθήματα… Η υπάρχουσα ζωή είναι πολύ περίπλοκη για καθαρά συναισθήματα. Θέλουμε μικτούς τόνους, με ιδιαίτερη γεύση και χρώμα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι πρωταρχικές πηγές της ζωής ξεχνιούνται. Η αγάπη, η τιμή, ο ιδεαλισμός, κλπ., Αυτά δεν μπορούν πλέον να είναι υπέρτατα ή ενδιαφέροντα κίνητρα. Παρεμβαίνουν με πιο σοβαρές ανάγκες και με την απόλαυση. Έχουμε πρώτα να μάθουμε πώς να ζούμε μέσα στο ρολόι των οχτώ ημερών της σύγχρονης ζωής χωρίς να παγιδευτούμε στα γρανάζια του…» Κι αφού καταλήξει στην ανήσυχη σκέψη ότι ο σύγχρονός του άνθρωπος δεν θεωρεί ως τη σοβαρότερη αναγκαιότητα την ηθική πλευρά της ζωής του, αλλά πρέπει να παίξει μ’αυτήν όπως με μια εταίρα, αναρωτιέται με αγωνία: «Και είναι αυτό πρόοδος με μια σταθερή έννοια ή νοσηρότητα στην εξέλιξη;»8
Η έντονη διανοητική του δραστηριότητα θα δώσει το πρώτο σημαντικό του βιβλίο κατά την παραμονή του στο Ματσούε, το οποίο θα εκδοθεί στην Αμερική το 1894, με τίτλο: Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία (Glimpses of unfamiliar Japan). Ήδη ο Χερν έχει μετακινηθεί, εξαιτίας της ευάλωτης υγείας του, από τον βορά προς τον ιαπωνικό νότο, στην πόλη Κουμαμότο, όπου και πάλι ως δάσκαλος της αγγλικής θα παραμείνει για τρία χρόνια. Εκεί θα συνθέσει το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Από την Ανατολή (Οut of the East), το οποίο πάλι θα εκδοθεί και θα κυκλοφορήσει στην Αμερική, ενώ ο ίδιος μετακομίζει ξανά, για λόγους υγείας, στο νότιο τμήμα του νησιού Χόνσου, στην πόλη Κόμπε. Εκεί θ’αρχίσει πάλι τη δημοσιογραφική του συνεργασία με την αγγλόφωνη έκδοση της τοπικής ιαπωνικής εφημερίδας Japan Chronicle, με μηνιαίο μισθό 100 γιεν. Τα θέματα των άρθρων του είναι επιθέσεις εναντίον των ιεραποστολών, αλλά και ποικίλα ζητήματα σύγχρονου κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού: Το πρόβλημα της εργασίας στην Αμερική, Η μετανάστευση των Ιαπώνων στις Δυτικές Ινδίες, Είναι οι Άγγλοι άγγελοι; Πατριωτισμός και εκπαίδευση και θέματα σχετικά με την οικονομική πραγματικότητα στο Κόμπε και τις νέες αστικές κατηγορίες που αναδύονται. Ταυτόχρονα θα εκδώσει το τρίτο βιβλίο του για την Ιαπωνία, που φέρει τον ιαπωνικό τίτλο: Κοκορό–Υπαινιγμοί και αντηχήσεις της ενδότερης ιαπωνικής ζωής (Kokoro: Hints and Echoes of Japanese Inner Life), 1896. Στα κείμενα αυτής της συλλογής ανατέμνει την εσώτερη πνευματική ζωή των Ιαπώνων, την «καρδιά», σύμφωνα με τον τίτλο, το πνεύμα του λαού με τον τόσο ιδιαίτερο πολιτισμό.
Διδάσκοντας και γράφοντας…
Τον Δεκέμβρη του 1895 ο Λευκάδιος μαζί με την οικογένειά του θα εγκατασταθούν στο Τόκυο, όπου με τις συστάσεις καλών φίλων θα του προσφερθεί μια θέση καθηγητή της Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο. Όμως τα συναισθήματά του είναι αρνητικά απέναντι στο «πιο φριχτό μέρος της Ιαπωνίας», όπου ο εκσυγχρονισμός δεν έχει αφήσει τίποτε από την πνευματική ευγένεια και τον λυρισμό του τόπου. Δρόμοι άσχημοι, λάσπη, κακός καιρός-οι εξωτερικές συνθήκες. Εσωτερική μοναξιά. Η βίωση του στίγματος της διαφορετικότητας. Είναι πολύ έντονες οι αναφορές στον τρόπο με τον οποίο η διαφορετικότητα προκαλεί την εξώφθαλμη αποδοκιμασία αλλά και τη νοσηρή καχυποψία απέναντι στον ξένο: «Ορισμένοι κύριοι φτύνουν στο έδαφος όταν περνάω… Πριν πάω στο Τόκυο ένιωθα ενστικτωδώς ότι πήγαινα σε έναν κόσμο ίντριγκας, αλλά δεν ήξερα ακριβώς. Το ξένο στοιχείο φαίνεται να ζει σε μια κατάσταση διαρκούς πανικού. Όλοι φοβούνται συνεχώς όλους τους άλλους, φοβούνται να εκφράσουν όχι μόνο τη σκέψη τους, αλλά να μιλάνε για ο,τιδήποτε εκτός από άσχετα θέματα και μάλιστα μόνο σε ένα συγκεκριμένο τυπικό τόνο, που επιβάλλεται από το έθιμο. Συγκεντρώνονται μερικές φορές σε πάρτι και μιλάνε όλοι μαζί δυνατά για τίποτα, όπως οι άνθρωποι με την προσδοκία μιας πιθανής καταστροφής ή σαν τους ανθρώπους που κάνουν θόρυβο για να απομακρύνουν τα φαντάσματα ή τον φόβο των φαντασμάτων… Και εγώ είμαι σαν ψύλλος σε ένα πλυντήριο…»9
Μοναδική του καταφυγή ένα βουδιστικό μοναστήρι, ειδυλλιακό σημείο, πνιγμένο στην πυκνή βλάστηση, τα ψηλά δέντρα και τα βουδιστικά αγάλματα. Το μόνο που επιθυμεί, εξομολογείται στη Σέτσου, είναι η επιθυμία του να βρισκόταν ως μοναχός σ’αυτό το μοναστήρι, αφιερωμένος στην απόλυτη πνευματικότητα: της μελέτης του βουδισμού (αναδύεται μέσα του ως υψηλή ανθρωπιστική φιλοσοφία) και της συγγραφής. H Σέτσου, δεν συμμερίζεται την πληγωμένη εσωστρέφεια του Λευκάδιου, αλλά ζει τη χαρά της νέας εμπειρίας, «σαν πουλί που χτίζει τη φωλιά του», θα γράψει ο Λευκάδιος στον Sentaro Nishida, τον Μάιο του 1897.
Η ζωή του στο Πανεπιστήμιο εξισορροπεί κάπως τα πράγματα. Οι συνάδελφοί του συγκρατημένοι αλλά ευγενικοί. σε κάποιους αναγνωρίζει την εγγύτητα της διανοητικής και ψυχικής συγγένειας. Διδάσκει δώδεκα ώρες-οι φοιτητές του επιλέγουν διαφορετικούς συγγραφείς και έργα ανά τμήμα: Tο έργο του Tennyson Princess και του Μilton τo Paradise Lost. Σε άλλες τάξεις οι φοιτητές παρακολουθούν απλώς διαλέξεις πάνω σε διάφορα θέματα της αγγλικής λογοτεχνίας, όπως η λογοτεχνική μπαλάντα-αρχαία και σύγχρονη, η βικτωριανή λογοτεχνία, Ποιήματα για τα έντομα, Ποιήματα για τη νύχτα, κ.λ.π. Από το ετήσιο πρόγραμμα παρελαύνουν οι δημιουργοί του αγγλικού ρομαντισμού William Blake και Samuel Taylor Coleridge, ο Byron, ο William Wordsworth, ο William Wilkie Collins, η Charlotte Bronte, ο Sir Thomas Browne…
Οι φοιτητές, μετά τις πρώτες αντιδράσεις στην περίεργη ξένη παρουσία του νέου καθηγητή τους, όχι απλώς τον αποδέχονται, αλλά αισθάνονται ότι τους εμπνέει. Κρατούν σημειώσεις στις παραδόσεις του από τις οποίες αποκτούμε σαφή εικόνα της ευρύτητας των αντικειμένων που δίδασκε και των μεθόδων με τις οποίες προσέγγιζε το διδακτικό του αντικείμενο. Στόχος του ήταν, εκτός από την πραγματολογία των γνωστικών στοιχείων, να μεταγγίσει στους φοιτητές του-με τον τόσο διαφορετικό από του δυτικού ανθρώπου ψυχισμό-, το είδος της συγκίνησης -διανοητικής και συναισθηματικής- που διατρέχει τα μεγάλα έργα της αγγλικής ποίησης και πεζογραφίας. H επήρειά του είναι καταλυτική. Συνάδελφός του διηγείται ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: «Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στην τάξη. Οι πρώτες δύο ή τρεις σειρές των φοιτητών του ήταν όλοι δακρυσμένοι. Δεν ξέρω γιατί συνέβαινε όλο αυτό. Είναι σπάνιο γεγονός για έναν Ιάπωνα να δακρύσει. Aκόμα κι ένας εργάτης αισθάνεται ντροπή γι’αυτό. Και με τους ανθρώπους της ανώτερης τάξης, είναι πολύ περισσότερο χτυπητό απ’ό,τι θα μπορούσε να είναι στην Αγγλία. Ο Χερν είχε διαβάσει κάποιο πολύ απλό αγγλικό ποίημα. Και να το αποτέλεσμα»9.
Η οικογένεια του αναστατώνει ευχάριστα την ψυχή, αν και μια διαρκής ανασφάλεια και φόβοι -ως ένας επικείμενος θάνατος- δεν του αφήνουν τελικά δρόμο προς την απλή ανθρώπινη ευτυχία. Στο μεταξύ έχει αποχτήσει τρία ακόμα παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι: τον Ιγουάο (1897-1937), τον Κιγιόσι (1900-1962), που θα κληρονομήσει το καλλιτεχνικό ταλέντο του πατέρα του και θ’αναδειχτεί σε καλό ζωγράφο, και τη Σουτζούκο (1903-1944), που θα πεθάνει νέα. Η έντονη πνευματικότητα και η αδιάκοπη διανοητικότητα προσθέτουν στη μελαγχολική του φύση, όμως η αφοσίωση στο έργο του θα παραμένει πάντα το σταθερό κρηπίδωμα της υπαρξιακής του αγωνίας και ταυτόχρονα της εξόδου του απ’αυτή. Μια συγγραφική υπερδραστηριότητα θα διαμορφώσει τη λογοτεχνική του φυσιογνωμία και θα τον καθιερώσει ως τον εθνικό συγγραφέα των Ιαπώνων. Ανασκάπτει κάθε πτυχή της ιαπωνικής ζωής, της ιαπωνικής ψυχής και μένει αιχμάλωτος στη γοητεία του λαϊκού της πολιτισμού, της σκέψης και των ηθών των απλών, λαϊκών ανθρώπων, της ιαπωνικής θρησκείας Σίντο στη συνάντησή της με τον Βουδισμό, στην ιαπωνική τέχνη, το ιαπωνικό χαμόγελο, στις αριστοκρατικές αξίες των σαμουράι10…

To Tόκυο αρχίζει να βαραίνει πια στη ζωή του. Δυσανεκτικός απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης-η δημοσιογραφία και το Πανεπιστήμιο ανήκουν σ’αυτές. Ζωντανεύει ξανά το σύνδρομο του φυγάδα. Προς τα πού; Οι παλιές πατρίδες-Ευρώπη, Αμερική-, άξενες στις φαντασιώσεις της σκέψης του, οικοδομούν ωστόσο το μέλλον του νέου πολιτισμού που έρχεται. Eίναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι για τον Καζούο σκέφτεται το «εξωτερικό» και την προχωρημένη γνώση που μπορεί να του προσφέρει η Αμερική κυρίως. Αλλά για τον ίδιο πάντα υπάρχουν τα μαγικά, απομακρυσμένα νησιά με τους αθώους παράξενους ανθρώπους, που ζουν ανέμελα και έξω από τον πόλεμο, τον κάθε είδους πόλεμο των «πολιτισμένων». Οι εκθέσεις του Stevenson για τη ζωή του στα νησιά Σαμόα, τα «Νησιά της ευτυχίας», στον Νότιο Ειρηνικό, ξεσηκώνουν ξανά τον ενθουσιασμό του για τον εξωτισμό των «απολίτιστων». Τον καθηλώνει μόνον η βασανιστική υπεύθυνη προσήλωσή του στην οικογένεια, τα ιδεώδη της οποίας είναι μέρος της προσωπικής του ισορροπίας. Η Ιαπωνία -όπως τη ζει στο Τόκυο- έχει αρχίσει να «ενηλικιώνεται» και να χάνει όλη εκείνη την ανόθευτη, παραδοσιακή ποιητική της γοητεία. “Ανήκω στην αρχέγονη δυτική ακτή, όπου ο λόγος είναι πιο τραχύς και οι τρόποι πιο απλοί, που τίποτε μπορεί να μην έχεις να φας, -αλλ’όπου οι αρχαίοι θεοί ζουν ακόμα στις καρδιές…Τι μένει μετά απ’όλα αυτά, ν’αγαπήσεις στην Ιαπωνία, εκτός απ’όσα έχουν χαθεί;”11
Γι’αυτή την Ιαπωνία θα μιλήσει και στα υπόλοιπα έργα του, που θα συνθέσει μετά την εγκατάστασή του στο Τόκυο:
Βουδιστικά Σταχυολογήματα: Σπουδές του χεριού και της ψυχής στην Άπω Ανατολή (Gleanings in Buddha–Fields: Studies of Hand and Soul in the Far East), 1897.
Εξωτικά και Αναδρομικά (Exotics and Retrospectives), 1898.
Στην Ιαπωνία των Φαντασμάτων (In Ghostly Japan), 1899.
Σκιές (Shadowings), 1900.
Ιαπωνικά Ανάλεκτα (Japanese Miscellany), 1901.
Κοττό: Παράξενα και πολύτιμα της Ιαπωνίας σκεπασμένα με ιστούς αράχνης (Kottó: Being Japanese Curios, with Sundry Cobwebs), 1902.
Καϊντάν: Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων (Kwaidan: Stories and Studies of Strange Things), 1904.
Ιαπωνία: Μια Απόπειρα Ερμηνείας (Japan: An Attempt at Interpretation), 1904.
«To μονοπάτι του (προς τη ζωή) ήταν η δουλειά του, η δουλειά του ήταν ο δρόμος της ύπαρξής του στον κόσμο, και το γράψιμό του ήταν μια πράξη αυτοκριτικής καθώς επίσης και ένα όργανο για να παρακολουθεί την εξαφάνιση των πραγμάτων», θα σημειώσει ο βιογράφος του Jonathan Cott12.Και ο ίδιος θα εξομολογηθεί στον Ernest Fenollosa, τον Δεκέμβρη του 1898: « Όταν περάσει μια μέρα χωρίς να γράψω, είναι το μαρτύριό μου. Η ψυχαγωγία δεν υπάρχει για μένα, παρά μονάχα μετά το πέρας της δουλειάς μου…»13
Πιστεύω πως η συγγραφή ήταν για τον Λευκάδιο Χερν κάτι περισσότερο, μια πράξη αυθεντικής ζωής, που τον συνέδεε με τις ρίζες της ψυχής του, με τις πηγές ενός ευτοπικού οράματος για τον άνθρωπο, για τον κόσμο. Και χωρίς να βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, ανέτεμνε τις ουσιαστικές πλευρές της, τις καλές και τις αντίθετες, με το λεκτικό και συναισθηματικό ύφος του δημιουργού που πραΰνει το άσχημο και καθοδηγεί στο καλό. Γι’αυτό οι μέθοδοι που αξιοποιούσε προκειμένου να οδηγηθεί στην αλήθεια του κόσμου που προσέγγιζε, ήταν, εκτός από τις επιστημονικές του έρευνες σε αναγνωστικές και ακαδημαϊκές εμπειρίες, η έντιμη και συναισθηματική επικοινωνία του με λαϊκούς, ανόθευτους ανθρώπους. Τους αναζητούσε και τους εύρισκε παντού, σε κάθε σταθμό της ζωής του. Στη μαρτυρία τους ανίχνευε την ουσία της ανθρωποσύνης, την υπέρτατη μορφή ποίησης. Κι όταν άρχισε να αισθάνεται βαριά πάνω του την κόπωση και την πίεση, ψυχική προπάντων, από τις συνθήκες στο Πανεπιστήμιο και στο εκσυγχρονισμένο Τόκυο, αποθάρρυνε κάθε τυπική επικοινωνία με συναδέλφους, με άλλους συγγραφείς ή αναγνώστες των άρθρων του, και αποδεχόταν μόνο τους «δικούς του» ανθρώπους: πλανόδιους μικροπωλητές, λαϊκούς τραγουδιστές του δρόμου, ταξιδευτές και τεχνίτες-καθέναν που απροσποίητα μπορούσε να εκτυλίξει το περιεχόμενο της ψυχής και της ζωής του γνήσιου ανθρώπου.
Η Σέτσου υπήρξε μία απ’αυτές τις αυθεντικές πηγές της γνωριμίας του με την παράδοση της Ιαπωνίας, με τους μύθους, τις θεότητες, τη θρησκεία, τη ζωή και το θάνατο, όπως τα έπλασαν οι άνθρωποι στη μακρά πορεία ωρίμανσης από τον μύθο στον Λόγο. Aρεσκόταν να την ακούει τα βράδια με χαμηλωμένο το φως της λάμπας να του αφηγείται ιστορίες από τα ακούσματα των παιδικών της χρόνων. Χρόνια μετά, η Σέτσου θυμάται: «Ο Χερν έκανε ερωτήσεις με κομμένη την ανάσα και άκουγε τις ιστορίες μου με τρόμο. Εγώ φυσικά έδινα έμφαση στα πιο συναρπαστικά μέρη των διηγήσεων, όταν τον έβλεπα τόσο συγκινημένο. Εκείνες τις στιγμές το σπίτι μας έμοιαζε σαν στοιχειωμένο. Συχνά έβλεπα φριχτά όνειρα και εφιάλτες. Ο Χερν έλεγε τότε: «Θα σταματήσουμε για λίγο να μιλάμε για τέτοια πράγματα… Κι έτσι κάναμε. Ήταν όμως ευχαριστημένος όταν του έλεγα μια ιστορία που του άρεσε»14.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός της εμπειρικής χρήσης από τον Χερν των μεθόδων της λαογραφικής και ανθρωπολογικής έρευνας και η διαισθητική προσαρμογή του σ’αυτές. Καθώς συνεχίζει η Σέτσου, όταν αντί να του αφηγείται μια ιστορία, τη διάβαζε από ένα βιβλίο, ο Χερν τη διέκοπτε και της ζητούσε να την αφηγηθεί με τα δικά της λόγια, με τον δικό της τρόπο-όλα περασμένα μέσα από τη δική της σκέψη. Κι όταν έφτανε σε ένα ενδιαφέρον σημείο, η έκφραση του προσώπου του άλλαζε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Και κάποτε, παρασυρμένοι σαν τα παιδιά, από την ένταση της ιστορίας, θεατροποιούσαν το δρώμενο: «Ενώ δουλεύαμε πάνω στην ιστορία του Mimi–Nashi–Hoichi, έπεσε η νύχτα, αλλά δεν ανάψαμε λάμπα. Πήγα στο διπλανό δωμάτιο και τον κάλεσα με μια σιγανή φωνή: –Yoshi–ichi! Yoshi–ichi! -Ναι, απάντησε ο Χερν, παίζοντας τον ρόλο του. Είμαι τυφλός. Ποιος είσαι; Και έμεινε σιωπηλός. Μ’αυτό τον τρόπο δούλευε και απορροφιόταν απ’αυτό που έκανε»15.
Τα θέματα των λογοτεχνικών του μεταπλασμένων ιστοριών, είναι παρμένα από τα πλούσια «ορυχεία» της ιαπωνικής μυθολογίας και των παράξενων παραδόσεών της. Η αγάπη και το φιλολογικό ενδιαφέρον του Λευκάδιου Χερν για το μυθικό, το φανταστικό, το τρομαχτικό, το αλλόκοτο και η σπουδή του σ’αυτό, φαίνεται αφενός από τις μεταφραστικές του επιλογές και τις αναγνωστικές του προτιμήσεις (Θεόφιλος Γκωτιέ, Πιερ Λοτι, Έντγκαρ Άλαν Πόε κ.λ.π.), αφετέρου από τα φιλολογικά του κείμενα και τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις-σημαντικό είναι το κείμενό του με τίτλο: Η αξία του υπερφυσικού στο μυθιστόρημα (Τhe Value of the Supernatural in Fiction). Αναζητούσε πρωτογενείς λαϊκές πηγές για τις ιστορίες που θα αφηγούνταν-η Σέτσου, που αισθανόταν μειονεκτικά απέναντί του επειδή στερούνταν μόρφωσης, υπήρξε μία απ’αυτές- και προσπαθούσε να τις «ζήσει», περνώντας ο ίδιος μέσα στην ατμόσφαιρα του υπερφυσικού φόβου που προκαλούσαν. Συχνά τα παιδιά του τον άκουγαν να περπατάει μπρος-πίσω στη βεράντα, να βογκάει, να κλαίει, να είναι χλωμός και το μάτι του να λάμπει καθώς ολόκληρος ήταν συνεπαρμένος από την ιστορία που ετοίμαζε να αποτυπώσει στο χαρτί. Η λογοτεχνική του γραφή ήταν το ισχυρότερο συγκινησιακό βίωμα, κατά πολύ ισχυρότερο από το έπος της πραγματικής του ζωής, καθώς μέσα στις αφηγήσεις του συνδυαζόταν το πιο αρχέγονο ψυχικό και συναισθηματικό βίωμα της ανθρωπότητας με τα δικά του βιωμένα ψυχικά γεγονότα. Ενδεχομένως στα τελευταία ανήκουν και οι προσωπικές του περιπέτειες στο αυστηρό, καθολικό οικογενειακό περιβάλλον της Ιρλανδίας, και στο κολέγιο των Ιησουιτών όπου φοίτησε. (Έγραφε, χρόνια αργότερα, στον Basil Chamberlain: «…Για τα πρότυπα των Ιησουιτών ήμουν η ενσάρκωση του κακού, και μου φέρονταν ανάλογα. Πόσο τους μισούσα! Το αδύναμο μίσος μου, συνήθιζε να καταλαγιάζει με το να φαντάζομαι σφαγές και φοβερά βασανιστήρια. Τους μισώ και βλέπω εφιάλτες ακόμα μ’αυτούς…»16
Θαύμαζε απεριόριστα τον Άντερσεν και την παραμυθιακή του αφήγηση, τον ήσυχα διεισδυτικό τρόπο του να αφηγείται παραμύθια, σαν απροσποίητος λαϊκός αφηγητής, με μια γλώσσα το ίδιο φυσική και απροσποίητη και με κρυμμένη λαϊκή σοφία. «Πόσο μεγάλη η τέχνη του ανθρώπου!-ο απέραντος όγκος της φαντασίας, η μαγική απλότητα, η καταπληκτική δύναμη της πύκνωσης! Δεν πρόκειται απλώς για την τέχνη να γράφεις λογοτεχνία. Είναι μια ψυχή φωτογραφημένη και φωνογραφημένη, και αποθηκευμένη σαν τον ηλεκτρισμό. Για να γράψει κάποιος σαν τον Άντερσεν, πρέπει να είναι ο Άντερσεν. Αλλά η πηγή της έμπνευσής του είναι ανεξάντλητη και ελπίζω να κερδίσω πίνοντας απ’αυτή…»17
Ο Χερν πήρε, βαδίζοντας στα ίχνη του Άντερσεν, την αρχέγονη φαντασία της Ανατολής και τη «διασκεύασε» χωρίς να αφαιρέσει τη σοφία των μύθων της και την αλληγορική της έκφραση, την προσάρμοσε στην υφολογική του ιδιόλεκτο και την παρέδωσε, ως ποιητική απομνημείωση της έμπειρης σοφίας της ανθρωπότητας, σε ευαίσθητους αναγνώστες του σε Ανατολή και Δύση. Επιδίωξή του ήταν στον λογοτεχνικό χώρο, από τότε που ήταν ακόμα στην Αμερική, να υλοποιήσει και να διαδώσει στη λογοτεχνική κοινότητα την ιδιαίτερη έκφραση-την υφολογική ιδιόλεκτο- μιας «ποιητικής πρόζας», όπως ο ίδιος είχε πει. Το ίδιο βασανιστικά τον απασχολούσε και η ανεπιτήδευτη απλότητα ως αφηγηματική αυθεντικότητα18. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέτυχε το συνδυασμό και των δύο, στις εκ νέου αφηγημένες ιστορίες του-ένα νέο είδος αφήγησης, στα όρια της προφορικής και της έντεχνης λογοτεχνίας, μεταποιώντας δηλαδή τον λαϊκό μύθο της προφορικής αφήγησης σε έντεχνη λογοτεχνική έκφραση. Επιπλέον, απευθυνόμενος και στον ευρωπαίο αναγνώστη, ενσωματώνει σε υβριδική μορφή, τον κοινωνιολογικό δοκιμιακό λόγο, και καθιστά οικειότερο το πολιτισμικό κεφάλαιο της εξωτικής χώρας και τη δομή της σκέψης των ανθρώπων της, υλοποιώντας με τη γλώσσα της ύψιστης ευγένειας, την ουσία μιας ολιστικής ανθρωπιστικής φιλοσοφίας-φιλοσοφικό ιδεώδες του 21ου αιώνα.
Οδεύοντας προς τη «δύση»…
Το αιφνίδιο τέλος θα έρθει στις 26 Σεπτέμβρη του 1904, ενώ μια έδρα διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας θα τον περιμένει στο Πανεπιστήμιο της Wasenda. Λίγες μέρες πριν, στις 19 Σεπτέμβρη, αισθάνθηκε έναν δυνατό πόνο στην καρδιά. Αν πεθάνω, θα πει στην ανήσυχη Σέτσου, μην κλάψεις. Αγόρασε μια μικρή τεφροδόχο…Τοποθέτησε εκεί τα οστά μου και ενταφίασέ τα κοντά σε έναν ήσυχο ναό στην εξοχή. Δεν θα νιώθω καλά αν κλάψεις. Διασκέδασε τα παιδιά και παίξε κάρτες μαζί τους-πόσο περισσότερο θα μου δίνει χαρά αυτό! Λίγα λεπτά αργότερα, ο πόνος υποχώρησε. Ζήτησε ένα ποτήρι ουίσκι, το έφερε αργά στα χείλη του και αναφώνησε: Δεν θα πεθάνω.
Tη νεκρική πομπή προς το ναό της Kobudera στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια στο Τόκυο, θ’ακολουθήσουν, εκτός από τη Σέτσου και τα παιδιά τους, σαράντα καθηγητές, εκατό φοιτητές του, που αντιπροσωπεία τους θα καταθέσει στον τάφο του στεφάνι δάφνης, πολλοί ξένοι θαυμαστές του έργου του και οχτώ βουδιστές ιερείς. Της νεκρικής πομπής προηγούνταν τα βουδιστικά λάβαρα, ακολουθούσαν δυο μικρά παιδιά που κρατούσαν στα χέρια τους μέσα σε μικρά κλουβιά ζωντανά πουλιά, που θα τα απελευθέρωναν -σύμβολα της ψυχής που απελευθερώνεται από την αιχμαλωσία του σώματος. το φέρετρο με τον νεκρό και οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό. Πάνω στον τάφο του, οι φοιτητές του θα σκιαγραφήσουν με λέξεις το υπέροχο πορτρέτο του δασκάλου τους: Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο. Και οι φτωχοί ψαράδες της Γιαΐζου-το γραφικό ψαροχώρι κοντά στο Τόκυο-, όπου τον λαϊκό τους παλμό ένιωθε στην ψυχή του, ανήγειραν λιτό μνημείο προς τιμήν του δασκάλου στο σχολείο τους19…

Επιλογικά θα πρέπει ίσως ν’ακουστούν τα λόγια του νεαρού σαμουράι (από τον συντηρητικό του Χερν), ο οποίος αφού γύρισε όλο τον Δυτικό κόσμο, και είδε την αγριότητα και τη βία του, την πελώρια δύναμή του στην υπηρεσία του κακού, διαπιστώνει ότι η δυτική επιστήμη… τον διαβεβαίωνε για την ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση της δύναμης αυτού του πολιτισμού, όπως και για έναν ακατανίκητο, αναπόφευκτο, αμέτρητο κατακλυσμό από πόνο σ’ολόκληρο τον κόσμο. Και μπροστά στο ενδεχόμενο να εμβολιαστεί η Ιαπωνία μ’αυτόν τον πολιτισμό, θέτει το οριακό ερώτημα: Είναι το σύμπαν ηθικό; Κι αδυνατώντας να απαντήσει έτσι απλά στο ερώτημα, θα διατυπώσει τη μόνη ακλόνητη βεβαιότητά του: ότι ο άνθρωπος θα έπρεπε να επιδιώκει το μεγαλύτερο ηθικό ιδανικό με όλες τις δυνάμεις του μέχρι το άγνωστο τέλος, ακόμα και αν οι ήλιοι στην τροχιά τους μάχονται εναντίον του.
Δεν είναι αυτό ένα μέγιστο φιλοσοφικό ζητούμενο για τον ανερμάτιστο και αλαζονικό σύγχρονο πολιτισμό μας;20
Λευκάδιος Χερν: Ο γητευτής των φαντασμάτων που κατέκτησε την Ιαπωνία
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Λευκάδιος Χερν, Η Χώρα των Χρυσανθέμων, επιλογή κειμένων-μετάφραση, Γ.Ε. Καλαμαντής, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1998, σ.2 Ο Basil Hall Chamberlain (1850-1935), o πιο σημαντικός ιαπωνολόγος, που κατέστησε με το ακαδημαϊκό του έργο οικεία την Ιαπωνία στη Δύση, υπήρξε μέντορας του Χερν από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην Ιαπωνία το 1890. Ο Chamberlain είναι ο πρώτος που δημοσίευσε στην αγγλική γλώσσα το Ko–ji–ki (ή A Record of Ancient Matters), το παλαιότερο ιαπωνικό βιβλίο (ολοκληρώθηκε το 712 μ. Χ. ), που περιλαμβάνει τη μυθολογία, τη συμπεριφορά και τους τρόπους, τη γλώσσα και την παραδοσιακή ιστορία της Αρχαίας Ιαπωνίας. Το βιβλίο του Things Japanese, από το 1890 που κυκλοφόρησε, έμεινε για πολλές δεκατίες ο καλύτερος οδηγός ξενάγησης της Ιαπωνίας για δυτικά ακροατήρια. Βλ.σχετικά, Yuzo Ota, Basil Hall Chamberlain-Portrait of a Japonologist, Routledge, London and New York 2011.
- Elizabeth Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, ΙI, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906, p.108. Και Paul Murray, A Fantastic Journey-The Life and Literature of Lafcadio Hearn, Routledge Curzon, London and New York 1993.
- Elizabeth Bisland, ό.π., σ. 109.
- Η περίοδος Μεϊτζί καλύπτει τα χρόνια του αυτοκράτορα Μεϊτζίο οποίος βασίλευσε στην Ιαπωνία από το 1867 μέχρι το 1912. Ο Μεϊτζί (3 Νοεμβρίου 1852-30 Ιουλίου 1912) ήταν ο 122ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας. Το όνομά του συνδέθηκε με τον εκσυγχρονισμό της Ιαπωνίας, τη μετατροπή της δηλαδή από ένα παραδοσιακό, φεουδαρχικό κράτος σε μια εκβιομηχανισμένη, δυτικού τύπου, υπερδύναμη. Η αποκατάσταση της κυριαρχικής θέσης του αυτοκράτορα, οδήγησε σε μια σειρά πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών μεταρρυθμίσεων. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην πολεμική βιομηχανία και στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, με θαυμαστά αποτελέσματα. Την περίοδο αυτή συντελέστηκε το πρώτο ιαπωνικό θαύμα, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Για την περίοδο Μεϊτζί, βλ. ενδεικτικά: Andrew Gordon, A Modern History of Japan: from Tokugawa Times to the Present, Oxford University Press, 2003. Donald Keene, Emperor of Japan: Meiji and His World, 1852–1912, Columbia University Press, 2002. Marius B. Jansen, The Making of Modern Japan, Harvard University Press, 2000. Ben-Ami Shillony, The Emperors of Modern Japan, Brill, 2008. Fujitani Takashi, Splendid Monarchy: Power and Pageantry in Modern Japan, University of California Press, 1998.
- Elizabeth Bisland, ό.π., σ. 142. Σε επιστολή του προς τον Basil Hall Chamberlain, τον Μάρτη του 1894, από το Κumamoto, περιγράφει με λεπτομέρειες τη διαφορετικότητα των ματιών των Ιαπώνων και την ομορφιά που έχουν, τέτοια που, κατά τη γνώμη του, δεν έχουν τα μάτια των Δυτικών. Βλ. και Jonathan Cott, ό.π., σ. 380-381.
- Jonathan Cott, Wandering Ghost-The Odyssey of Lafcadio Hearn, Kodansha International, New York 1992, σ. 318.
- Jonathan Cott, ό.π., σ.327. Ο Henry Watkin (1824-1910), προς τον οποίο ο Λευκάδιος Χερν απευθύνει την επιστολή, ήταν Άγγλος τυπογράφος, εκπατρισθείς στο Cincinnati του Ohio, φίλος και μέντορας του Χερν. Σε νεαρή ηλικία είχε έρθει σε επαφή με τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού των Robert Owen, Charles Fourier, Comte de Saint-Simon. Υπήρξε ενεργό μέλος της κοινότητας προοδευτικών και ριζοσπαστών στο Cincinnati. Αλλά και σε πολλές άλλες επιστολές ο Χερν εξομολογείται την αγωνία και το ενδιαφέρον του για τη ζωή και την εκπαίδευση του Καζούο: στην Elizabeth Bisland (επιστολή, Ιανουάριος 1900), στον Sentaro Nishida (επιστολή, Αύγουστος 1894), στον Ellwood Hendrick (επιστολή, Σεπτέμβριος 1895) κ.α.
- Βλ. Elizabeth Bisland, ό.π., σ. 322-323. Ο Ellwood Hendrick (1861-1930), σπουδαίος Αμερικανός χημικός και συγγραφέας, φίλος του Χερν, έγραψε και μια βιογραφία του Χερν. Βλ. Ellwood Hendrick, Lafcadio Hearn, New York Public Library, New York 1929.
- Jonathan Cott, ό.π., σ. 344-34
- Βλ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, “Με προορισμό τη Χώρα των Χρυσανθέμων-Λευκάδιος Χερν, ο λυρισμός μιας διαπολιτισμικής λαιγραφίας”, περ. Ίαμβος, τ. 17-18, σ. 47-54.
- Jonathan Cott, ό.π., σ. 330. Aπό το περιεχόμενο επιστολής προς τον Ellwood Hendrick.
- Επιστολή προς τον Ernest Fenollosa, τον Δεκέμβριο του 1898, από το Τόκυο. Βλ. Jonathan Cott, ό.π., σ. 387.
- Στο ίδιο.
- Setsuko Koizumi, Reminiscences of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, 1918, p. 36.
- Ό.π., σ. 38-39. Βλ. και Lafcadio Hearn, The writings of Lafcadio Hearn: Life and Letters III, ed. E. Bisland, Houghton Mifflin Company, Boston and New York, 1922, p. 384. Και, Satoshi Kida, The Making of Kwaidan: Lafcadio Hearn as a Reluctant Imperialist, Mie University, Mie Japan, 2010, p.
- Επιστολή προς τον Basil Chamberlain, το 1894. Βλ. Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, ΙI, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906, p. 174. Βλ. Και Louis Allen and Jean Wilson (ed.), Lafcadio Hearn Japan’s Great Interpreter-A new anthology of his writings (1894-1904), Japan Library LTD., 1992, p. 3.
- Από το περιεχόμενο επιστολής προς τον Basil Chamberlain, που εστάλη το 1895, από το Kobe. Βλ. Elizabeth Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, ΙI, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906, p.182.
- Επιστολή προς τον Basil Chamberlain, με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1894. Βλ. Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, ΙI, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906, p. 174. Επίσης, Lafcadio Hearn, Interpretations of Litterature, vol. II, Dodd, Mead and Company, New York 1922, p. 90-103.
- Setsuko Koizumi, Reminiscences of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, 1918,p. 80-83. Kazuo Koizumi, Father and I, Memories of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, Boston and New York 1935, p. 204-208. Kαι, Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, “Λευκάδιος Χερν, Lacrimosa Dies”, gr, τ. 46.
- Βλ. Λευκάδιος Χερν, “Ο συντηρητικός”, στο: Η Χώρα των Χρυσανθέμων, επιλογή κειμένων-μτφρ. Γιώργος Καλαμαντής, Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 278-279. Και, Σπύρος Βρεττός, Λευκάδιος Χερν: “Η καρδιά του χτυπά και μέσα στην καρδιά του σύγχρονού μας κόσμου” (Αντί προλόγου, στο: Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Λευκάδιος Χερν, Η λαογραφία της στοργής-Σμιλεύοντας το αρχέτυπο της μάνας, εκδ. Fagotto books, Αθήνα 2010, σ.7-10).
