Skip to main content

Θεοδόσης Πυλαρινός: Το ιστορικό συμβάν ως υπόβαθρο του λογοτεχνικού κειμένου και η Λογοτεχνία ως “κριτής” της Ιστορίας

Θεοδόσης Πυλαρινός 

Το ιστορικό συμβάν ως υπόβαθρο του λογοτεχνικού κειμένου

και η Λογοτεχνία ως “κριτής” της Ιστορίας

 

Eίναι εμφανές, καταρχάς, στον τίτλο της εργασίας μου ότι θα επιχειρήσω να δείξω, σύμφωνα με το πρώτο σκέλος του, πως η Ιστορία αποτελεί πολλές φορές ερέθισμα για τη σύνθεση ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενώ, σύμφωνα με το δεύτερο, ότι η Λογοτεχνία καταλήγει να κρίνει και να προεκτείνει την ιστορική αφορμή. Έπειτα, οφείλω να διευκρινίσω ότι στόχος μου είναι η αξιοποίηση του λογοτεχνικού κειμένου ως εποικοδομητικού μέσου για τη διαμόρφωση αντικειμενικής εικόνας της πραγματικότητας και σύναψης της παράδοσης με το παραγωγικό παρόν, καθώς και ότι η προσέγγιση οποιουδήποτε επιστημονικού πεδίου προϋποθέτει γνώσεις και ορθή αξιοποίηση των υπαρχουσών τεχνικών και εργαλείων, που θα οδηγήσουν σταδιακά στο ξεκλείδωμα, στην ουσιαστική ανάγνωση και ακολούθως στην αισθητική συγκίνηση, η οποία και αποζημιώνει τον αναγνώστη∙ επίσης, ότι η εστίαση και οι εφαρμογές μου γίνονται στον ποιητικό λόγο, και επειδή η συντομία των ποιημάτων ενδείκνυται σε τέτοιου είδους εργασίες, αλλά και διότι παρέχει περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις η ποίηση λόγω της εγγενούς δυσκολίας της, όντας συνήθως πυκνή, κρυπτική ή υπαινικτική.

 

Η ιστορία είτε η γεγονοτολογική, πολιτική και κοινωνική, είτε η μικροϊστορία αποτελεί υπόστρωμα του ποιητικού κειμένου, άλλοτε εμφανώς, άλλοτε δυσδιάκριτα, άλλοτε υπογειωμένα. Μεγάλα ιστορικά γεγονότα που χάραξαν εγκαυστικά την πορεία της ανθρωπότητας, ηρωικές πράξεις, προσωπικές περιπτώσεις με εμβληματικό περιεχόμενο πυροδότησαν και πυροδοτούν την έμπνευση των ποιητών. Γεγονότα του καθημερινού βίου, επικαιρικά ή διαχρονικής σημασίας, με πρωταρχικά τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την ανθρωπιά, κατέστησαν συμβολικά και εποικοδομητικά παραδείγματα, με διδακτικό χαρακτήρα, τον οποίο ενισχύει ο αισθητικός τρόπος απόδοσης, που υπερβαίνει την απλή περιγραφή και, χάρη στον ποιητικό τρόπο εκφοράς, τις απεριόριστες δυνατότητες της γλώσσας και τον σχηματικό τρόπο αποτύπωσης, δίνουν την αίσθηση της πραγματικότητας, ώστε ο αναγνώστης να συμμετέχει συμπάσχοντας, αφού η λογοτεχνία φλογίζει τα ανθρώπινα πάθη και οδηγεί στην κάθαρση.

Αριστερά: Charles Meynier, Καλιόπη, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ρητορικής (1798), Cleveland Museum of Art. Δεξιά: Charles Meynier, Κλειώ, η Μούσα της Ιστορίας (1800), Cleveland Museum of Art.

Θα επικαλεστώ όσον αφορά στη σύμπραξη καρδιάς και νου στο λογοτεχνικό έργο τη σολωμική θέση, «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε», η οποία και αναφέρεται στον δημιουργό ποιητή. Θα την αντιστρέψω, λέγοντας ότι όσα έγιναν αιτία στιγμιαίας συγκίνησης, για να θησαυριστούν από τον άνθρωπο, πρέπει να διερευνηθούν στην πηγή τους, να αναζητηθούν οι πρώτες αρχές τους, ο πυρήνας και οι επιμέρους πτυχές τους, ο τρόπος διατύπωσής τους, η ουσία και ευελιξία της γλώσσας, με την οποία αποδόθηκαν.

Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ εν τάχει στα βοηθητικά στοιχεία, τα οποία έρχονται αρωγά στην εξιχνίαση και την ανακάλυψη τόσο του αρχικού ερεθίσματος, όσο και των πτυχών του, και εννοώ αυτό που όλοι επιχειρούμε και σ’ αυτό πρέπει να μυούμε τους μαθητές μας: την αξιοποίηση του συγκείμενου, του διακείμενου και του περικειμενικού υλικού. Πρόκειται για ένα είδος έρευνας, τα πορίσματα της οποίας, προστιθέμενα και συνδεόμενα μεταξύ τους, οδηγούν σταδιακά στην εμβάθυνση και κατανόηση του κειμένου. Είναι αντικλείδια, για να το πω πιο παραστατικά, τα οποία μπορεί να συντελέσουν στην αποκάλυψη όσων λανθάνουν. Το ποιητικό σώμα καθαυτό αποκαλύπτει, λιγότερο ή περισσότερο, την ιστορική βάση του, την περίοδο εκτύλιξης της δράσης, τα κοινωνικά δεδομένα και άλλα βοηθητικά στοιχεία για τη συναρμολόγηση του εκάστοτε πλαισίου. Το διακειμενικό υλικό, τα δεδομένα δηλαδή που παραπέμπουν σε πρότερα ποιητικά ή άλλα πρότυπα, που εντάσσουν το νέο δημιούργημα στο γραμματολογικό σώμα χάρη στην εγκυρότητα της παράδοσης, αλλά και το περικείμενο, όσα στοιχεία δηλαδή μπορεί να αντληθούν από μαρτυρίες εκτός βασικού κειμένου (όπως ο τίτλος, ο υπότιτλος, τα μότο, οι αφιερώσεις, οι τοποχρονολογίες), συντελούν στην εξιχνίαση του χώρου και του χρόνου, και από κοινού με το βασικό περιεχόμενο οδηγούν στην κατανόηση του κειμένου.

Επανέρχομαι στην ιστορική βάση των ποιημάτων, καταγράφοντας ενδεικτικά ορισμένες από τις βασικότερες κατηγορίες. Ξεκινώ από τα επικαιρικού ερεθίσματος ποιήματα, η προσπέλαση των οποίων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην επισήμανση του ιστορικού γεγονότος-ερεθίσματος. Εύκολα στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανατρέξει κανείς στην αφετηρία της έμπνευσης. Ως παράδειγμα θα αναφέρω στροφές από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Ηχήστε οι σάλπιγγες». Το απήγγειλε ο ποιητής, το βροντοφώναξε ορθότερα, μπροστά από το φέρετρο του Κωστή Παλαμἀ, που πέθανε στις 27.2.1943, στην  καρδιά της γερμανικής κατοχής. Η κηδεία αποτέλεσε ευκαιρία να εκδηλώσει ο λαός των Αθηνών τα πατριωτικά και αντιφασιστικά αισθήματά του. Το ιστορικό πλαίσιο είναι σαφές, η μνεία του ονόματος του νεκρού ποιητή αποκαλυπτική του συμβάντος, οι δε διακειμενικές νύξεις οδηγούν στη σύνδεση με την αρχαιότητα και τη μακρά ποιητική μας παράδοση, με πρόσφατο σταθμό προ του Παλαμά τον Σολωμό:

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
[…]

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

 

Ο Άγγελος Σικελιανός σηκώνει στους ώμους το φέρετρο του μεγάλου ποιητή.

Η αποθέωση του Παλαμά είναι συγκινησιακά φορτισμένη. Ο θάνατος ενός ποιητή-ψάλτη του προορισμού της ελληνικής φυλής εξάπτει την σφοδρή αντίθεση μεταξύ ελευθερίας και μαύρης σκλαβιάς, μεταξύ καταδυναστευόμενου λαού και Γερμανών κατακτητών. Το ιστορικό αυτό πλαίσιο εμπλουτίζεται με διακειμενικές αναφορές, με σημαντικούς σταθμούς του ελληνικού πνεύματος από την αρχαιότητα και την κορυφαία μορφή του νεότερου ελληνισμού, τον Σολωμό, διαμορφώνοντας στην ψυχή του αναγνώστη την αίσθηση ότι το ελεύθερο πνεύμα συγκρούεται τη στιγμή της κηδείας με το φασιστικό σκοτάδι, υπερβαίνοντας δηλαδή την επικαιρική αρχική αφόρμηση, με τη μετάγγιση του μηνύματος στον χώρο της πνευματικότητας, στην αξιοποίηση του συμβάντος ανθρωπιστικά και υπαρξιακά, πατριωτικά και απελευθερωτικά.

Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, Αθήνα, 28/2/1943

 

Θα φέρω ως δεύτερο παράδειγμα ένα δίστιχο επίγραμμα του προσολωμικού Αντωνίου Μαρτελάου, δύσβατης εκ πρώτης όψεως στην ανεύρεση της ιστορικής του βάσης. Στην περίπτωση αυτή το περικείμενο, ο τίτλος συγκεκριμένα «Επίγραμμα εις τον Φώσκολον», και ως επιβεβαίωση η «παραλλαγμένη» (για χάρη του μέτρου) αναφορά της λέξης «Μνήματα», διακειμενική μαρτυρία αυτή, οδηγούν στην αποκρυπτογράφηση και την ιστορική τοποθέτησή του:

Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε∙

που είσ’ Έλληνας τα «Μνήματα» φωνάζουνε.

Προτομή του Αντωνίου Μαρτελάου εμπρός από την εκκλησία της Αναλήψεως στην πόλη της Ζακύνθου.

Ο Μαρτελάος, δάσκαλος του Ζακύνθιου την καταγωγή Φώσκολου, αρνείται στο επίγραμμά του την προσγραφή του ποιητή μαθητή του στον ιταλικό Παρνασσό (είναι έντονη η αντίστιξη ανάμεσα στις λέξεις «Φράγκος» και «Έλληνας»), τονίζοντας την ελληνικότητά του, την οποία διακρίνει στο ήθος και το ύφος του έργου του Οι Τάφοι (ως «Μνήματα» τους αποδίδει), καίτοι συντεθειμένου στην ιταλική γλώσσα. Ο προσεκτικός αναγνώστης, αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε εποχές, θα διακρίνει εν προκειμένω το μεταίχμιο προς την παγίωση μιας ποίησης εθνικής, όπως την διαμόρφωσε ο Σολωμός με το ελληνόγλωσσο έργο του.

Θα συνεχίσω με μία άλλη εκδοχή, στην οποία τιμάται συγκεκριμένο πρόσωπο, εξάγεται όμως μέσω αυτού διαρκές ιστορικό δίδαγμα. Τίτλος «Σταλμένο του ποιητή Λ. Μαβίλη» (περικείμενο εύγλωττο και βοηθητικό για την ανίχνευση του γεγονότος). Είναι ποίημα του Κωστή Παλαμά, γραμμένο το 1896, πολύ πριν από τον ηρωικό θάνατο στον Δρίσκο του εν λόγω Επτανήσιου ποιητή. Σημειώνουμε ότι το 1896 ο Μαβίλης πολέμησε στα κρητικά βουνά στο πλευρό των επαναστατημένων ανδρών του νησιού:

 

Στη σιγαλιά η ψυχή σου είναι φευγάτη,

μόνη∙ μισείς το στόμα που γαυγίζει,

αλλ’ ω του αρχοντικού σονέττου εργάτη,

της πατρίδας η αγάπη σε φλογίζει.

 

Σ’ αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη

απ’ αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει

και τρέμει ένα λουλούδι ονείρου, κάτι

που δύσκολα ο καθείς το ξεχωρίζει.

 

Γάστρα είν’ ο στίχος, και λουλούδι ο νους σου.

Μα τη γάστρα τη σύντριψ’ ένα χέρι,

κ’ η γαλανή ομορφιά του λουλουδιού σου

 

τον καπνό της μπαρούτης ηύρε ταίρι

στην Κρήτη, στην κορώνα του πελάγου,

μάννα της ρίμας και του τουρκοφάγου.

 

Λορέντζος Μαβίλης.
Κωστής Παλαμάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μέσα από τον χαρακτήρα του μοναχικού ποιητή στην αρχή του ποιήματος, μέσα από την επίδοσή του στο είδος του σονέτου, μέσα από τη μοναξιά του οραματιστή Μαβίλη και την ταύτιση στο πρόσωπό του θεωρίας και πράξης (στην αναφερόμενη Κρήτη πολέμησε για την ελευθερία της), προβάλλει ο γνήσιος πατριωτισμός του ποιητή, η άδολη φιλοπατρία. Πολυσήμαντο το ποίημα του Παλαμά, αποτελεί εκτός των άλλων καθρέπτη μακράς εποχής αλυτρωτικών αγώνων και ιστορικό αποτύπωμα με γραμματολογικό ενδιαφέρον (ο Μαβίλης είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του σονέτου, είδους, το οποίο συνειδητά πρόκρινε να χρησιμοποιήσει ο Παλαμάς και στο δικό του αφιερωματικό ποίημα, τιμώντας και με αυτόν τον τρόπο τον ομότεχνό του). Μάλιστα, το ποίημα αυτό συνομιλεί με το σονέτο «Κρήτη» του Μαβίλη (είναι ενδεικτικός και ο σονετογραφικός αυτός διάλογος των δύο ποιητών), το οποίο διδακτικά είναι αξιοποιήσιμο για τις πληροφορίες του:

 

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι

σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,

αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια

μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

 

τραγούδι τραγουδάς μες στη ροδάτη

κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια

του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια

της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη:

 

«Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας

θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.

Ελάτε να χαρείτε μες στης θείας

 

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,

πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία:

θάνατο, αθανασία κι ελευθερία».

 

Το τραγούδι της Κρήτης, μήνυμα ελευθερίας ανά τον κόσμο, αποτελεί την κορύφωση του παραπάνω σονέτου, αφού πρώτα δόθηκαν τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Κρήτης, ως γοργόνας στη μέση του πελάγους (γεωγραφική τοποθέτηση αλλά και υπαινιγμός στην κατεξοχήν γοργόνα της ελληνικής μυθολογίας) γεμάτης υγεία, ομορφιά και ερωτισμό, καθώς και η μυθιστορική της προέλευση, ο μύθος της ως τροφού του Δία στο Ιδαίο άντρο, τη σπηλιά του Ψηλορείτη.

Κρήτες εξεγερθέντες του 1897, με τη σημαία της Ένωσης.

Σε πολλές όμως περιπτώσεις, για να μεταβώ σε μια άλλη εκδοχή, το ιστορικό πλαίσιο ή η ιστορική αφόρμηση είναι πολύ δυσδιάκριτα ή και αφανή με πρώτη ματιά. Το περικειμενικό και διακειμενικό υλικό αποτελεί την πρώτη καταφυγή μας, πολύ περισσότερο τώρα∙ έπειτα, οι πολιτικές, οι κοινωνικές, οι βιογραφικές ή οι αυτοβιογραφικές ενδείξεις του κειμένου. Και ακόμη, η προσφυγή σε ειδολογική βοήθεια (τα υπερρεαλιστικά έργα, λ.χ., κρύβουν τα ερμηνευτικά κλειδιά τους στις ιδιομορφίες και τα χαρακτηριστικά του είδους τους, η γνώση των οποίων οδηγεί σε ξέφωτα). Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ποίηση ναι μεν αξιοποιεί την ιστορία, αλλά δεν είναι ιστορία∙ προεκτείνει ή συμπυκνώνει το ιστορικό γεγονός, αφορμάται, αλλά δεν εξαρτάται από αυτό, θηρεύοντας το γενικό και όχι τα επί μέρους.

Το «Ποιμενικό», ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αυτό, θα ήταν δυσεξήγητο, αν δεν υπήρχε –γι’ αυτό άλλωστε και υπάρχει– η περικειμενική ένδειξη «μνήμη για πέντε αγνοούμενους περιπλανώμενους», η αόριστη περιπλάνηση των οποίων ιστορικά είναι άνευ ιδιαίτερης ιστορικής σήμανσης, ώστε να αξιολογηθεί βάσιμα. Όμως, παραπέμπει σαφώς σε αγνοούμενους μετά την τουρκική εισβολή (η καταγωγή του ποιητή έχει τη σημασία της). Το επιμύθιο, το πείσμα του ελληνισμού να υπάρξει, εκφεύγει πολύ από την ασήμαντη αφόρμηση, μεταβολίζοντας στοιχεία μύθου σ’ αυτήν και με τον τρόπο αυτόν αναβαθμίζοντάς την. Είναι η μικροϊστορία, εν προκειμένω, που προσλαμβάνει μείζονες ή μέγιστες διαστάσεις:

 

Πέντε ρακένδυτοι σε κείνα τα βουνά

με φαγωμένα του ήλιου τα φτερά

τη λίγη τυραγνούν που τους απόμεινεν ελπίδα.

 

Και κάποιοι εκεί βοσκοί που τη σκιά

θωρούν να τρεμοσβήνει ροβολάν.

 

Τους ομιλούν σε γλώσσα κουρδική,

τους είπαν οι άλλοι «γεια σας» σε γλώσσα ελληνική,

για ν’ αληθέψει ο λόγος του Καβάφη:

 

«Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά

ως μέσα στην Βακτριανήν την πήγαμεν»

ξανά.

Πολυστρωματικό το εν λόγω ποίημα, διακρίνεται για τα εναλλασσόμενα επίπεδά του, τις αλληλοδιάδοχες διαστρωματώσεις του. Η πρώτη, το αναγκαίο ιστορικό της υπόθεσης, διαπερνάται σκόπιμα από αοριστία (σε κείνα τα βουνά, κάποιοι βοσκοί). Το δεύτερο προσεγγίζει το ζητούμενο (η ελληνική γλώσσα και η διαχρονική διαπολιτισμική σημασία της αλλά και η κουρδική, σαφής τοπικός προσδιορισμός αυτή). Η διακειμενική ανάκληση των καβαφικών στίχων από το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» έρχεται ως επιβεβαίωση της προσδοκίας, στηριγμένη στην πίστη για την αντοχή του ελληνικού πνεύματος, με την ευλογία του Αλεξανδρινού ποιητή. Το ότι το ποίημα αυτό περιέχεται στη συλλογή του Χαραλαμπίδη Μεθιστορία προσεπιβεβαιώνει τη μετάβαση από το ιστορικό συμβάν στην υπεριστορική αξιοποίησή του. Θα σημειώσουμε, με αφορμή τα ποιήματα της κατηγορίας αυτής, ότι ο Χαραλαμπίδης συστηματικά, αλλά και πολλοί σύγχρονοι ποιητές που ακολουθούν τη νεωτερική γραφή, έχουν καθιερώσει την παράθεση σημειώσεων, πολύ βοηθητικών ερμηνευτικά στα ποιήματά τους. Και θα προσθέσουμε ότι η ποίηση με τον πλουραλισμό του ανοιχτού της ορίζοντα δίνει ποικίλες όψεις και θεωρήσεις του ιστορικού γεγονότος, υπονομεύοντας το μονοδιάστατο, το υποκειμενικό και το ψυχρό της ιστορικής αφήγησης, και αναδεικνύοντας σημαντικότερη την αξία της ζωής ενός μόνου ανθρώπου σε αντίθεση με το παγερό πέρασμα των χιλιάδων νεκρών ενός πολέμου σε μια απλή ιστορική καταγραφή.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Μία ακόμη εκδοχή: H επιστράτευση ενός ιστορικού συμβάντος και η εν συνεχεία αποστασιοποίηση από αυτό με την αξιοποίηση των επιπτώσεων κατατείνει στη δημιουργία μιας κατηγορίας μετά την ιστορία. Οι μύθοι, για παράδειγμα, στους οποίους προφανώς υπάρχει ιστορικό έρμα, χάνουν την επαφή με την πρώτη αρχή τους, αποκτούν αυτόνομη οντότητα, προσλαμβάνουν νέο ιστορικό χαρακτήρα. Έτσι, το νέο κατασκεύασμα ακυρώνει την όποια ιστορική αξία του σπέρματος από το οποίο προήλθε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα άλλο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Η Αγία Ελένη στην Κύπρο». Ιστορικές μαρτυρίες για την έλευση της αγίας στην Κύπρο δεν υπάρχουν, αντιθέτως ελέγχεται επιστημονικά αυτή. Όμως, από φήμη ή παρανόηση ο απλός λαός, συγχέοντας τον τάφο μιας μοναχής, Ελένης το όνομα, με την αγία, τρέφει βαθιά την πίστη ότι πρόκειται πράγματι για την Αγία Ελένη. Πρόκειται δηλαδή για την κατασκευή μιας ιστορίας, οι επιπτώσεις της οποίας κυρώνονται ως αληθινές, για τον λόγο ακριβώς ότι ως δοξασία, ως ζώσα παράδοση, συνιστά πλέον ιστορική πραγματικότητα, κινητήρια δύναμη όσων πιστεύουν σ’ αυτή:

 

Όσο η ψυχή μου γέμει με σταυρούς

αδυνατώ να το πιστέψω: Αγία Ελένη,

λένε, το πόδι της δεν πάτησε την Κύπρο –

«ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία»,

θα έλεγε κι η ωραία λοιπόν Ελένη,

«αλλ’ είναι ψέματα όλα, πίστεψέ με».

 

Προς τι ο Βασιλοπόταμος, αγαπητοί,

προς τι το Σταυροβούνι μα κι οι μύθοι

που θρέφουν χίλια εξακόσια χρόνια

ένα λαό; Εξόν κι αν δεν υπάρχει

αυτός ο λαός. Τότε να τον πετάξεις

με δάχτυλα μπαρόκ, νύχια από βράχο.

Ποιο παραθύρι θα δεχτεί το θάμα

να πέσει από ψηλά; κι αν έβγει πάλι φως;

ένα δεμάτι χόρτο που γίνεται πυρσός;

 

Καλύτερ’ ανιστόρητα να το δεχτούμε

σαν προσταγή της μοίρας – πέρασε από δω,

να και τον τάφο της: «Ελένη μοναχή

ετών ογδόντα πέντε» στον περίβολο

τ’ αρχαίου μοναστηριού. Της αρεσκιάς της

θα βρήκε την αυλή, κι όντας φιλόδωρη,

τ’ αφήνει ζωντανό σταυρό για να σκεπάζει

την Κύπρον όλη∙ παντιμίως μια λάμψη.

Ιερά Μονή Σταυροβουνίου Κύπρου, ένας από τους τόπους, στους οποίους υπάρχει τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Κτίτωρ της Ιεράς Μονής είναι η Αγία Ελένη η Ισαπόστολος.

Ο ποιητής ποικίλλει τεχνηέντως με διακειμενικά στοιχεία το ποίημα, με ισχυρές έξωθεν μαρτυρίες  για το δυνατόν της «ανιστόρητης αυτής ιστορικότητας», η πιθανή ανασκευή ή η αναίρεση της οποίας θα αφανίσει την ιστορική ύπαρξη ολόκληρου λαού. Εξόν κι αν δεν υπάρχει αυτός ο λαός, αυτό το δίλημμα θέτει, επικυρώνοντας την ανατροπή και την ιστορική καθιέρωση του μύθου ο ποιητής. Ως προς το διακείμενο, αναφέρεται, προς ενίσχυση, σε ένα γνωστό παράλληλο, στην περίπτωση της ωραίας Ελένης, που ο μύθος, σύμφωνα με το Ελένης εγκώμιον του Γοργία και την Ελένη του Ισοκράτη, θέλει να μην πήγε ποτέ στην Τροία η ίδια∙ το είδωλό της ήταν αυτό που ακολούθησε τον Πάρη. Είναι μια παραβολική διακειμενική αναφορά. Θα αξιοποιήσω ένα στίχο του ποιητή Σωτήρη Σαράκη, από το ποίημα «Το θαύμα», ο οποίος συμποσώνει επιγραμματικά ό,τι ανάφερα για το ποίημα του Χαραλαμπίδη, σημειώνοντας ότι Θαύμα που όλοι το πιστεύουν είναι θαύμα.

Θα κλείσω με τα βιωματικά ποιήματα, τα οποία και αποτελούν άτυπες αυτοβιογραφικές στιγμές. Και αυτά εμπεριέχουν ιστορικής φύσεως υλικό, το οποίο σχετίζεται με εποχές, τόπους και πράξεις, ασχέτως αν το  προσωπικό στοιχείο αποτελεί απλή πυροδότηση της έμπνευσης. Είναι στιγμιότυπα συγκινησιακά φορτισμένα, τα οποία αποδίδονται κρυπτικά, χωρίς να φαίνεται ανάγλυφα η ταυτοτική  σχέση του ομιλούντος υποκειμένου με τον ποιητή. Και στην περίπτωση αυτή, ενδιαφέρει η αναγωγή από το μερικό και προσωπικό στο οικουμενικό και πανανθρώπινο. Ένα πεντάστιχο ποίημα του Αντώνη Φωστιέρη, με τίτλο «Εκεί που είσαι», γραμμένο για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου, μάλλον του πατέρα του, δείχνει το κράτος του θανάτου (κάνει λόγο μετωνυμικά για χώμα)∙ παράλληλα, τονίζει την τραγική μοναξιά ως μοίρα του ανθρώπου. Η τρυφερότητα συμβαδίζει και εναλλάσσεται με τη σκληρότητα, σε μια προβολή των μεγάλων αντιθέσεων που μας ταλανίζουν, οι οποίες εν τέλει λειτουργούν ως φαύλος κύκλος ή ως σύνθεση των αντιφάσεων της ζωής:

Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.

Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας

Ούτε κουβέρτα.

 

Να σκεπάζεσαι καλά

Με το χώμα σου.

Μετά την εξέταση του ιστορικού πυρήνα που υπάρχει στα λογοτεχνήματα, έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος της παρουσίασής μου, στην κριτική και φιλόσοφη ματιά, με την οποία η Λογοτεχνία αναγομώνει την Ιστορία.  Όπως φάνηκε, ο ρόλος της ιστορίας περιορίζεται στην τοποθέτηση του ποιητικού λόγου στον τόπο και τον χρόνο, στα μεγέθη εκείνα, τα οποία δίνουν την αίσθηση της απτής πραγματικότητας. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ιστορικό γεγονός προσλαμβάνεται διαφορότροπα ανάλογα με τον αποδέκτη και η υποκειμενική θεώρηση το διαπερνά. Θα υπενθυμίσω επ’ αυτού την αριστοτελική ρήση, Φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν. Ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δὲ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει. (Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, 9, 1451a 36-1451b 7). Η ποίηση, με απλά λόγια, δεν θεωρεί μονόχνωτα το ιστορικό συμβάν, δεν το εξετάζει μόνο πραγματιστικά και αποκομμένα, καθ’ έκαστον. Αντίθετα, εισχωρεί στα ενδότερα, στον πυρήνα του, μελετά τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις του στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, διανοίγεται υπαρξιακά, κινείται οραματικά, αναλύεται στην προσπάθεια ερμηνείας του ανερμήνευτου, της αρχής του φωτός που λέγεται ζωή, και του σκότους του τέλους, που ακούει στο όνομα θάνατος, σε μια απόπειρα γεφυρώματος αυτού του πλασματικού δίπολου, αυτής της φυσικής νομοτέλειας, την οποία ο ανθρώπινος νους, μη μπορώντας να την εξηγήσει, την αρνείται – είναι αυτά που αποδίδει ως τα καθόλου ο Αριστοτέλης.

Αντώνης Φωστιέρης.

Θα κλείσω με ένα ποίημα επίσης του Αντώνη Φωστιέρη, την «Ανταπόδοση». Το ιστορικό βάθρο του φαίνεται ασαφές, παρότι απεικονίζει την πιο πικρή ιστορική αλήθεια, τον ορισμό της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί το κεντρικό νόημα αλλά και το μεγάλο και αναπάντητο ερώτημα για κάθε λογικό ον. Η ιστορία εν προκειμένω είναι αχρείαστη, περιττεύει, αφού η ιστορικότητα είναι δημιούργημα του κόσμου τούτου. Παρά ταύτα,  η πιο τραγική ιστορία καταγράφεται στο ποίημα αυτό, που δεν έχει ανάγκη τοποχρονολογήσεων ή γεγονοτολογικών υποδείξεων:

 

Δες πόσο μίζερη καμιά φορά η γλώσσα

Πόσο αχάριστη.

 

Το πιο μεγάλο δώρο

Το ανταπέδωσε

Με το μικρότερο

Μικρό της ρήμα:

«Ζω».

 

Επανέρχομαι εκεί από όπου ξεκίνησα: η πρόσβαση στο λογοτεχνικό έργο προϋποθέτει γνώσεις και μύηση σε συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Δεν υπάρχει γνωστικό αντικείμενο που να προσεγγίζεται μαγικά. Η διάδοση της πληροφορίας, όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας, αποτελεί γρήγορη και εύκολη πρόσβαση στη γνώση, αρκεί να μη γίνεται μηχανιστικά, αλλά με συνείδηση ότι η πρόσκτηση δεν γίνεται εφάπαξ, αλλά σταδιακά, δηλαδή προσθετικά. Όμως, η ιστορική τοποθέτηση μπορεί να βοηθάει στην κατανόηση, αλλά δεν αποτελεί με κανένα τρόπο αξιολογικό κριτήριο. Μάλιστα, θα έλεγα το αντίθετο, ότι η Λογοτεχνία συμβάλλει συχνά στην κατανόηση και τον εμπλουτισμό της Ιστορίας, ακόμη και με ιστορικές πληροφορίες του απώτερου και απώτατου παρελθόντος που σώζονται μέσω των ποιημάτων (π.χ. ας φέρουμε στη σκέψη πόσα ιστορικά στοιχεία μάς διέσωσε ο Όμηρος, τα οποία αλλιώς δεν θα τα μαθαίναμε ποτέ).

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός εργάστηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα Τμήματα Ιστορίας και Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, από το οποίο αφυπηρέτησε στη βαθμίδα του Καθηγητή.Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ