Θεοδόσης Καρβουναράκης
Η ιστορική εξέλιξη της Διπλωματίας.
Από την αρχαιότητα στη «Νέα Διπλωματία»[1]
Είναι λογικό οι απαρχές τις διπλωματικής δραστηριότητας, θεμελιώδους μορφής επικοινωνίας μεταξύ ανθρωπίνων κοινωνιών, να συμπίπτουν με τις απαρχές του ανθρωπίνου είδους. Ήταν ανάγκη κάποια στιγμή οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε δυο ομάδες πρωτόγονων προγόνων μας να σταματήσουν για να περισυλλεγούν οι νεκροί και αυτό απαιτούσε κάποιας μορφής διάλογο και συνεννόηση των δυο πλευρών. Ήταν επίσης προφανές πως η συνεννόηση δε θα τελεσφορούσε αν δεν γινόταν σεβαστή η ζωή και η ασφάλεια των απεσταλμένων. Εκ των ων ουκ άνευ συστατικό λοιπόν της διπλωματικής δραστηριότητας αποτέλεσε εξ αρχής η ασυλία των διπλωματικών απεσταλμένων. Το πρώτο διπλωματικό σύστημα το οποίο περιγράφεται με επάρκεια και αξιοπιστία από τις ιστορικές πηγές είναι αυτό της αρχαίας Ελλάδας. Η διπλωματική δραστηριότητα είναι ήδη εμφανής στα προ του 700 π. Χ. χρόνια, ενώ με τη βοήθεια του Θουκυδίδη (c460-c395 π. Χ.) διαμορφώνουμε μια σαφή εικόνα της διπλωματικής πρακτικής στην εποχή της ακμής του αρχαίου Ελληνισμού. Οι Έλληνες πρέσβεις επιλέγονταν όχι κατ’ανάγκη για την διαπραγματευτική τους ικανότητα, αλλά κυρίως για τη ρητορική τους δεινότητα, καθ’ότι αποστολή τους ήταν να παρουσιάσουν τις θέσεις του εντολέα τους, Συνέλευσης των πολιτών ή ηγεμόνα, και όχι να διαπραγματευτούν. Η παράβαση των αυστηρών οδηγιών τους ή η αποτυχία της αποστολής μπορούσε να επισύρει την κατηγορία της «παραπρεσβείας», με πολύ δυσμενείς συνέπειες. Δεν υπήρχε μόνιμη αντιπροσώπευση των πόλεων. Υπήρχε, όμως, ο θεσμός του προξένου, επιφανούς πολίτη μιας ελληνικής πόλης, που εκπροσωπούσε στην πατρίδα του τα συμφέροντα μιας άλλης πόλης. Ο πρόξενος βοηθούσε τους πολίτες και τους διπλωματικούς απεσταλμένους της πόλης που εκπροσωπούσε, συνέβαλε στη σύσφιξη των σχέσεων, αλλά δεν αναμένονταν να προτάξει τα συμφέροντα της πόλης που εκπροσωπούσε εις βάρος των συμφερόντων της πατρίδας του. Το αξίωμα του προξένου ήταν τιμητικό και γνωστά ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Πίνδαρος, ο Δημοσθένης και ο Κίμων το είχαν ασκήσει.[2]

Η διπλωματία ανθεί και κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, προσλαμβάνει, ωστόσο, ιδιαίτερη μορφή. Στην εποχή της Δημοκρατίας την εξωτερική πολιτική ασκεί η Σύγκλητος, ενώ οι διπλωματικοί απεσταλμένοι επιλέγονται από τις τάξεις των Συγκλητικών. Οι Συγκλητικοί επίσης, είναι εκείνοι που δέχονταν τους πρέσβεις ξένων χωρών, οι οποίοι δικαιούνταν ασυλία, τιμητική μεταχείριση και φιλοξενία από το Ρωμαϊκό Δημόσιο. Με την κατάλυση της Δημοκρατίας στα τέλη του 1ου π. Χ. αιώνα, όλες οι κρατικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, που επικοινωνούσε μέσω επιστολών με ηγεμόνες άλλων κρατών και μερικές φορές δεχόταν ο ίδιος τις ξένες διπλωματικές αποστολές. Εξωτερική πολιτική και διπλωματία ασκούσαν και οι διοικητές των ρωμαϊκών επαρχιών, άνθρωποι ώριμοι και διοικητικά έμπειροι, που συχνά δέχονταν πρέσβεις ξένων χωρών και είτε διευθετούσαν οι ίδιοι τα επίμαχα ζητήματα, είτε παρέπεμπαν την υπόθεση και τους διπλωματικούς απεσταλμένους στον αυτοκράτορα.
Γενικά, η διπλωματία της αρχαίας Ρώμης, στα αρχικά στάδια εξέλιξης της πόλης, όταν αυτή παρέμενε ευάλωτη στις επιθέσεις των αντιπάλων της, δεν διέφερε από εκείνη των άλλων κρατών. Με την ανάδειξή της στη μόνη υπερδύναμη του αρχαίου κόσμου (με μοναδική πιθανή εξαίρεση την αυτοκρατορία των Πάρθων, ανατολικά του Ευφράτη και στο σημερινό Ιράν) η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία πλέον σπάνια χρειαζόταν να υποχωρεί, να συμβιβάζεται, να επιδιώκει συμμαχίες και να περιορίζεται από συμμαχικές υποχρεώσεις, να συλλέγει συστηματικά πληροφορίες για τους αντιπάλους της ή να αναζητεί νέες διπλωματικές μεθόδους για την επίτευξη των στόχων της. Η διπλωματία της, στηριζόμενη στην τεράστια στρατιωτική ισχύ της, ήταν κυρίως το μέσο για την υποταγή του αντιπάλου, δίχως να είναι αναγκαία η ανώφελη καταστροφή του και η χρήση του πολυδάπανου ρωμαϊκού στρατού. Θετική συνεισφορά των Ρωμαίων στην εξέλιξη της διπλωματίας αποτελεί η εισαγωγή αρχών και εννοιών του προηγμένου ρωμαϊκού δικαιϊκού συστήματος, που συντέλεσαν στην ασφαλέστερη σύναψη και ερμηνεία των διεθνών συμφωνιών.[3]
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε το πλεονέκτημα της απόλυτης στρατιωτικής ισχύος όπως η προκάτοχός της, Ρώμη. Πλήθος γειτονικών κρατών και φυλών επιβουλεύονταν την εδαφική της ακεραιότητα και προκειμένου να τους αντιμετωπίσει, το Βυζάντιο χρησιμοποίησε σε μεγάλη έκταση και με μεγάλη αποτελεσματικότητα την τέχνη της διπλωματίας. Με διάφορους τρόπους καλλιεργήθηκαν φιλικές σχέσεις με τους γειτονικούς λαούς και επιδιώχθηκε η εξαγορά τους, ο προσηλυτισμός τους και η εκμετάλλευση των μεταξύ τους διαφορών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην εκμετάλλευση του μεγαλείου και του πλούτου της αυτοκρατορίας για τον εντυπωσιασμό και προσεταιρισμό των ξένων πρέσβεων και ηγεμόνων. Μεγαλοπρεπείς τελετές, συστηματική επιτήρηση των ξένων επισκεπτών και κάθε είδους τεχνάσματα χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία εντυπώσεων οικονομικής, πολιτιστικής και στρατιωτικής ανωτερότητας, που βοηθούσαν στη διαμόρφωση θετικής στάσης απέναντι στην αυτοκρατορία. Ακόμη και οι γάμοι βυζαντινών πριγκιπισσών με ξένους ηγεμόνες χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο σκοπό. Ιδιαίτερη σημασία δίνονταν, επίσης, στη συγκέντρωση πληροφοριών, κάτι που γινόταν με συστηματικό και κεντρικά συντονισμένο τρόπο. Οι διπλωματικές πρακτικές του Βυζαντίου επηρέασαν την εξέλιξη της ευρωπαϊκής διπλωματίας καθώς εισήχθησαν μέσω των Ενετών στο διπλωματικό σύστημα των Ιταλικών πόλεων και από εκεί, αργότερα, σε ολόκληρη την Ευρώπη.[4]

Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, δεν υπήρχε ο θεσμός της μόνιμης διπλωματικής εκπροσώπησης. Οι πρέσβεις επισκέπτονταν μια ξένη χώρα, παρέμεναν εκεί όσο χρειαζόταν για την εκπλήρωση της αποστολής τους και κατόπιν αποχωρούσαν. Η μόνιμη εγκατάσταση διπλωματικών εκπροσώπων στη χώρα διαπίστευσής τους αποτελεί καινοτομία των ιταλικών πόλεων-κρατών, που άκμασαν κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Με αρχική αιτία τη συστηματική συγκέντρωση πληροφοριών, που ήταν απαραίτητες για την επιβίωση κρατών και καθεστώτων στο εξαιρετικά ευμετάβλητο πολιτικό περιβάλλον της ιταλικής χερσονήσου, καθιερώθηκε σταδιακά η αποστολή και η αποδοχή διπλωματικών απεσταλμένων. Οι άνθρωποι αυτοί, συχνά αμφιβόλου ποιόντος και χαμηλής κοινωνικής προέλευσης, ήταν πιθανό να παρέμβουν στα εσωτερικά της χώρας υποδοχής με την ανάμειξή τους σε συνομωσίες, δολοφονίες ή τον χρηματισμό αξιωματούχων, γι’αυτό και δεν είχαν κατ’ανάγκη την εύνοια των ηγεμόνων στην αυλή των οποίων γίνονταν δεκτοί. Η χρησιμότητα, όμως, των μονίμων διπλωματικών αποστολών οδήγησε στην καθιέρωσή τους ως εργαλείο της διπλωματικής πρακτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ το 1536, η Γαλλία απέστειλε και τον πρώτο μόνιμο διπλωματικό εκπρόσωπο εκτός Ευρώπης, στην αυλή του Τούρκου Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Σταδιακά ο ρόλος των μονίμων πρέσβεων έγινε ακόμη σημαντικότερος, καθώς η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας έκανε αναγκαία την συνεχή επικοινωνία μεταξύ των κρατών. Σταδιακά, επίσης, οι μόνιμες διπλωματικές αποστολές υποκατέστησαν τις διπλωματικές αποστολές ειδικού σκοπού, που χρησιμοποιούνταν για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Οι τελευταίες, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα είχαν σχεδόν εκλείψει και χρησιμοποιούνταν μόνο για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης.

Η μόνιμη διπλωματική εκπροσώπηση είχε επίσης επιπτώσεις στο καθεστώς των διπλωματικών ασυλιών, την εγγύηση δηλαδή της προσωπικής ασφάλειας των πρέσβεων και προστασία από οποιαδήποτε δικαστική ή άλλη δίωξη. Με την εγκατάσταση μονίμων αντιπροσωπειών δημιουργήθηκε το ζήτημα του ποια από τα μέλη του προσωπικού τους απολάμβαναν ασυλία, αλλά και της προστασίας του απαραβίαστου του χώρου της πρεσβείας. Μέχρι και κατά τον 17ο αιώνα, το θέμα δεν είχε ρυθμιστεί ομοιόμορφα από τις διάφορες χώρες υποδοχής. Ώθηση για την επίλυση του όλου προβλήματος έδωσε η αποδοχή λειτουργίας παρεκκλησίων στους χώρους των πρεσβειών, δόγματος διαφορετικού από εκείνου της φιλοξενούσας χώρας, σημαντικό βήμα για τη φορτισμένη από θρησκευτικές έριδες Ευρώπη του 17ου αιώνα.
Η παρουσία διπλωματικών αντιπροσώπων διαφόρων χωρών σε μια πρωτεύουσα, δημιούργησε επίσης το πρόβλημα του προβαδίσματος, της προτεραιότητας, δηλαδή, σε κοινές επίσημες εκδηλώσεις και στις επαφές τους με τον ηγεμόνα της χώρας διαπίστευσης. Πραγματικές μάχες διεξήχθησαν ανάμεσα στο προσωπικό αντιπάλων διπλωματικών αποστολών, με στόχο την προάσπιση αυτού του δικαιώματος. Η προτεραιότητα, επίσης, η οποία θεωρούνταν ένδειξη υπεροχής σε θέματα εθιμοτυπίας στις διασκέψεις και κατά την υπογραφή των συνθηκών, μπορούσε να υπονομεύσει την ομαλή διεξαγωγή της διπλωματίας. Τεχνάσματα, όπως στρόγγυλα τραπέζια όπου όλοι οι συγκαθήμενοι έχουν ίσης αξίας θέση και πολλαπλά κείμενα συνθηκών, με πρώτο το όνομα του κάθε συμμετέχοντος, που υπέγραφαν όλοι, χρησιμοποιούνταν για να αποφευχθούν οι προστριβές.[5] Ριζικά αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα στο Συνέδριο της Βιέννης το 1814-1815, μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, όπου συμφωνήθηκε πως η προτεραιότητα σε θέματα εθιμοτυπίας θα εξαρτάται από την αρχαιότητα, τα χρόνια παραμονής, δηλαδή, του κάθε διπλωματικού απεσταλμένου σε μια συγκεκριμένη πρωτεύουσα. Τρία χρόνια αργότερα, στο Συνέδριο της Aix-la-Chappelle, αποφασίστηκε ότι η υπογραφή των συνθηκών θα γινόταν με αλφαβητική σειρά και με γνώμονα το γαλλικό αλφάβητο.
Το Ευρωπαϊκό διπλωματικό σύστημα που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα και εξακολουθεί να διέπει τις διμερείς σχέσεις μεταξύ των κρατών, εδραιώθηκε ως Γαλλικό Σύστημα. Η Γαλλία, που μετά το πέρας του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648) εξελίχτηκε στην ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα, είχε ηγεμονικές φιλοδοξίες και ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Με στόχο τον κεντρικό συντονισμό και την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας, ο πρωθυπουργός της χώρας, Καρδινάλιος Richelieu, ίδρυσε το 1626 το πρώτο στον κόσμο υπουργείο Εξωτερικών. Στα επόμενα χρόνια, ο διπλωματικός μηχανισμός της Γαλλίας έγινε ο πλέον οργανωμένος και αποτελεσματικός της Ευρώπης. Οι Γάλλοι πρέσβεις ήταν καλά ενημερωμένοι και με λεπτομερείς οδηγίες για την αποστολή τους ενώ σταδιακά η Κεντρική Υπηρεσία απέκτησε οργανωτική και λειτουργική μορφή, που δεν θα ξένιζε ακόμα και τον σύγχρονο μελετητή. Δημιουργήθηκαν τμήματα με εξειδικευμένα αντικείμενα και προσλήφθηκαν ειδικοί, όπως νομικοί σύμβουλοι, για τις ανάγκες της υπηρεσίας. Η γαλλική διπλωματική πρακτική αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε βαθμό που η Ρωσία το 1784 ζήτησε επίσημα πληροφορίες από τη Γαλλία για την οργάνωση του δικού της υπουργείου Eξωτερικών.
Μεγάλη ήταν επίσης η επιρροή του γαλλικού πολιτισμού στους αριστοκρατικούς κύκλους, την άρχουσα δηλαδή τάξη της Ευρώπης, από την οποία και κατά κανόνα προέρχονταν οι διπλωμάτες της εποχής. Η γαλλική γλώσσα, η γαλλική λογοτεχνία, τα ήθη, ο τρόπος διαβίωσης αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το σύνολο της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Αναπόφευκτα και για τη διεξαγωγή της διπλωματίας, η γαλλική πολιτιστική επιρροή υπήρξε καθοριστική. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, τα γαλλικά υποκατέστησαν τα λατινικά ως επίσημη γλώσσα της διπλωματίας και διατήρησαν αυτή την κυρίαρχη θέση τους μέχρι τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, που αναγνώριζε ως αυθεντική και ισότιμη με τη γαλλική και την αντίστοιχη αγγλική. Η κυριαρχία των γαλλικών στην προφορική διπλωματική επικοινωνία συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια.
Το γαλλικό σύστημα διπλωματίας παρουσιάζεται και αναλύεται με υποδειγματικό τρόπο στο έργο του Γάλλου διπλωμάτη της εποχής του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, François de Callières, De la manière de négocier avec les souverains (1716). Ο Callières προσδιορίζει τους στόχους και περιγράφει τις μεθόδους της επιτυχημένης διαπραγμάτευσης, θεωρεί την εντιμότητα και την αξιοπιστία ως θεμέλιο της διπλωματικής συναλλαγής, επισημαίνει τις αρετές του επιτυχημένου διπλωμάτη και τονίζει την αναγκαιότητα ύπαρξης επαγγελματιών διπλωματών, σε αντιδιαστολή με την ευκαιριακή ανάθεση διπλωματικών καθηκόντων σε μη ειδικούς. Οι αναλύσεις και οι απόψεις του διατηρούν και στις μέρες μας την εγκυρότητα και αυθεντία τους, εφόσον ο πυρήνας της διπλωματικής δραστηριότητας εξακολουθεί να παραμένει, ουσιαστικά, ο ίδιος.[6]

Κατά τον 19ο αιώνα, το διεθνές πολιτικό σύστημα, που παραμένει κατ’εξοχήν ευρωκεντρικό, αποκτά μεγαλύτερη συνοχή και συντονισμό δράσης, με αποτέλεσμα την ευρυθμότερη λειτουργία του και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των διεθνών ζητημάτων. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο θεσμό της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας ή Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, που θεσπίζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο Συνέδριο της Βιέννης. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία, Πρωσία, Αυστρία, Γαλλία θα συμφωνήσουν να συναντώνται οι εκπρόσωποι τους σε τακτά χρονικά διαστήματα και όχι, όπως μέχρι τότε συνηθιζόταν, μόνο έπειτα από τον τερματισμό κάποιου πολέμου, με στόχο την από κοινού αντιμετώπιση καταστάσεων, ικανών να διαταράξουν την ισορροπία ισχύος και την ειρήνη στην Ευρώπη. Παρά το ότι ο θεσμός δεν εξελίχθηκε όπως είχε σχεδιαστεί – η προσωπική συμμετοχή ηγεμόνων και υπουργών Εξωτερικών σύντομα ατόνησε – αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν επανειλημμένα στα πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας και συνέπεσαν σε κοινά αποδεκτές λύσεις σε πλείστα όσα ζητήματα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στις διεθνείς σχέσεις και στα εσωτερικά προβλήματα μικρότερων και ασθενέστερων κρατών, στον κίνδυνο για το ευρωπαϊκό status quo από τις εθνικιστικές επαναστάσεις και τη νομή των αποικιών. Η επιτυχία του θεσμού γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι κατά το χρονικό διάστημα της λειτουργίας του από το 1815 έως το 1914, δεν υπήρξε γενικευμένος ευρωπαϊκός πόλεμος ενώ το εδαφικό καθεστώς που προέκυψε από το Συνέδριο της Βιέννης παρέμεινε αμετάβλητο στις θεμελιώδεις του συνιστώσες. Ενισχύθηκε, επίσης, και η πολυμερής διπλωματία, εξέλιξη βέβαια, που υπαγορεύτηκε και από την αυξανόμενη συνθετότητα των διεθνών ζητημάτων.
Κατά τον 19ο αιώνα διευρύνεται και η γεωγραφική εμβέλεια της διπλωματικής δραστηριότητας. Από το 1835, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκπροσωπείται συστηματικά στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το 1860, η Κίνα, η οποία απέφευγε τις επαφές με άλλους λαούς, αναγκάζεται να δεχτεί τις πρώτες ξένες μόνιμες αντιπροσωπείες και σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα, να αποστείλει στο εξωτερικό και δικές της. Οι ξένες, όμως, αντιπροσωπείες επεμβαίνουν στα εσωτερικά της εξασθενημένης κινεζικής αυτοκρατορίας για να προασπίσουν τα οικονομικά συμφέροντα των χωρών αποστολής τους. Έως το γύρισμα του αιώνα, η Κίνα χάνει, στην ουσία, την ανεξαρτησία της.

Αντίθετα, η Ιαπωνία, που επίσης εξαναγκάζεται να δημιουργήσει σχέσεις με τη Δύση, υιοθετεί τους δυτικούς πολιτικούς θεσμούς, τη διοικητική οργάνωση και τεχνολογία, εκσυγχρονίζεται και διατηρεί την ανεξαρτησία της. Με την θεαματική επικράτησή της επί της Ρωσίας στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο το 1904-1905, αναγνωρίζεται και ως Μεγάλη Δύναμη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες, παρ’όλη την αλματώδη οικονομική τους ανάπτυξη και το τεράστιο δυναμικό τους, παραμένουν επιφυλακτικές ως προς τη συμμετοχή τους στα διεθνή προβλήματα. Η γεωγραφική τους απομόνωση και η ασφάλεια, που η τελευταία τους παρέχει, καθώς και κάποια αντιπάθεια για τις ιδέες και τις πρακτικές του παλαιού κόσμου, διατηρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες στο περιθώριο των διπλωματικών εξελίξεων έως το τέλος του 19ου αιώνα. Περιορισμένη σημασία δίνεται, επίσης, στη διπλωματική εκπροσώπηση της χώρας. Πολλές φορές αυτή ανατίθεται σε ακατάλληλους, μη επαγγελματίες διπλωμάτες, με τις κατάλληλες, όμως, πολιτικές διασυνδέσεις.
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις του 19ου αιώνα επηρεάζουν και τη διεξαγωγή της διπλωματίας. Κομβική εξέλιξη αποτελεί η εφεύρεση και η διάδοση του τηλέγραφου. Ακόμη και στις αρχές του αιώνα, η επικοινωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών παρέμενε εξαιρετικά δυσχερής. Για παράδειγμα, το χειμώνα ένα ταξίδι από το Λονδίνο στην Αγία Πετρούπολη μπορούσε να διαρκέσει έναν μήνα. Πολύ πιο χρονοβόρα ήταν η επικοινωνία με τις απομακρυσμένες, εκτός Ευρώπης, περιοχές. Ο τηλέγραφος μεταλλάσσει ριζικά την κατάσταση. Από το 1853 υπήρχε τηλεγραφική σύνδεση μεταξύ Λονδίνου, Παρισιού και Βερολίνου, ενώ το 1866 επιτεύχθηκε η υπερπόντια σύνδεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο εξής, η Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών μπορούσε να λάβει πληροφορίες και να αποστείλει εντολές στις διπλωματικές της αποστολές με μεγάλη συχνότητα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός, που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν εφικτό για οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Με αυτόν τον τρόπο αυξήθηκε η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού παραγωγής και διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής και αναβαθμίστηκε ο ρόλος της Κεντρικής Υπηρεσίας εις βάρος των κατά τόπους πρεσβειών, των οποίων η δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών περιορίστηκε σημαντικά.

Η διπλωματία καλείται να ανταποκριθεί στα νέα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα του 19ου αιώνα με νέους θεσμούς και πρακτικές. Η μεγάλη έκταση των ενόπλων συρράξεων, το αυξημένο μέγεθος των εθνικών στρατών, η μεταξύ τους συνεργασία και οι συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις δημιούργησαν αυξημένες ανάγκες ενημέρωσης για τις στρατιωτικές δυνατότητες της κάθε χώρας, αλλά και περισσότερο εξειδικευμένης επικοινωνίας μεταξύ τους. Από το 1851, με πρωτοπόρο τη Γαλλία, αρχίζει η συστηματική τοποθέτηση στρατιωτικών ακολούθων στις διάφορες πρεσβείες ανά τον κόσμο. Οι στρατιωτικοί ακόλουθοι της Ρωσίας και της Πρωσίας είχαν ιδιαίτερο και σημαντικό ρόλο στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας τους και κινούνταν ανεξάρτητα από την υπόλοιπη διπλωματική αποστολή. Η αύξηση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών οδήγησε στη δημιουργία ειδικών διευθύνσεων στο βρετανικό και το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών και το 1880, στην τοποθέτηση του πρώτου εμπορικού ακολούθου από τη Βρετανία στο Παρίσι, με αποστολή την προώθηση του βρετανικού εμπορίου σε ολόκληρη την Ευρώπη. Γενικά, όμως, τα εμπορικά θέματα θεωρούνταν ανιαρά και κατωτέρου επιπέδου από τους διπλωμάτες, ενώ περιορισμένο ήταν και το ενδιαφέρον των Κεντρικών Υπηρεσιών. Η προώθηση των εμπορικών συμφερόντων των διαφόρων κρατών ήταν κυρίως υπόθεση των προξένων, υπαλλήλων που ανήκαν σε ξεχωριστό, κατωτέρου επιπέδου, διπλωματικό κλάδο, και ήταν εγκατεστημένοι σε πόλεις με ιδιαίτερο εμπορικό ενδιαφέρον για τις χώρες που εκπροσωπούσαν.
Η μεγάλη διάδοση της υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης στην Ευρώπη κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αλλά και η εξέλιξη της τεχνολογίας, που επέτρεψε τη μαζική παραγωγή φθηνών εικονογραφημένων εντύπων, προσέφερε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να επηρεάζουν δια του τύπου την κοινή γνώμη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Σταδιακά, οι Κεντρικές Υπηρεσίες των υπουργείων Εξωτερικών απέκτησαν γραφεία τύπου, τα οποία διοχέτευαν επιλεγμένες πληροφορίες σε εκπροσώπους του ξένου τύπου. Αξιωματούχοι του υπουργείου παραχωρούσαν προσεκτικά προετοιμασμένες συνεντεύξεις σε ξένους ανταποκριτές, ενώ ορισμένες φορές καταβαλόταν και προσπάθεια εξαγοράς ξένων εφημερίδων, με στόχο την καλλιέργεια ευνοϊκού κλίματος στον τόπο έκδοσής τους. Οι απόψεις της κοινής γνώμης στο εξωτερικό, όπως αυτές φαινόταν να εκφράζονται ή να διαμορφώνονται δια του τύπου, παρακολουθούνταν από ειδικές υπηρεσίες των υπουργείων Εξωτερικών, οι οποίες μετέφραζαν και ανέλυαν άρθρα του ξένου τύπου. Την ίδια εποχή, κάνει την εμφάνισή της και μια πρώιμη μορφή πολιτιστικής διπλωματίας. Ταπεινωμένη από την ήττα, την οποία υπέστη στον Γάλλο-Πρωσικό πόλεμο το 1870-1871, η Γαλλία προσπαθεί να ενισχύσει το διεθνές της κύρος προβάλλοντας τα πολιτιστικά της επιτεύγματα και συγκεκριμένα τη γλώσσα της, που θεωρούνταν το κατεξοχήν διακριτικό γνώρισμα ενός έθνους. Επιδιώκεται, με τον τρόπο αυτό, η διάδοση της γαλλικής γλώσσας και μέσω αυτής μια φιλογαλλική διεθνής στάση με την ίδρυση σχολείων, δίχως, όμως, την άμεση εμπλοκή του γαλλικού κράτους. Δημιουργείται η Alliance-Française και ενισχύεται το διεθνές εκπαιδευτικό έργο της γαλλικής Καθολικής Εκκλησίας, παρά την έντονη αντιπαράθεση κράτους και εκκλησίας στο εσωτερικό της χώρας. Το 1911, το υπουργείο Εξωτερικών αποκτά ειδικό γραφείο για το συντονισμό αυτής της προσπάθειας, που αποτελεί, ωστόσο, δευτερεύουσα προτεραιότητα για τους ιθύνοντες.
Ανταποκρινόμενα στις ανάγκες της εποχής, τα διάφορα υπουργεία Εξωτερικών διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους, αυξάνουν το προσωπικό τους και αναδιοργανώνονται. Και μόνη η συνεχής ροή πλήθους τηλεγραφημάτων από τις κατά τόπους διπλωματικές αποστολές, που πρέπει να μελετηθούν και να ληφθούν υπόψη κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αυξάνει εντυπωσιακά τον φόρτο εργασίας των υπαλλήλων του υπουργείου. Η Κεντρική Υπηρεσία αποκτά μορφή σύγχρονης διοικητικής μονάδας και ενισχύεται ο συντονιστικός και κατευθυντικός της ρόλος. Αργή όμως, είναι η προσαρμογή της διπλωματίας στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Στη διπλωματική υπηρεσία κυριαρχούν οι ευγενείς και οι γόνοι των οικογενειών της ανώτερης αστικής τάξης, ενώ ο διορισμός τους εξακολουθεί να υπόκειται σε διαφόρων μορφών πολιτικές παρεμβάσεις.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μεγάλες πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές, τις οποίες επέφερε, επηρέασαν καθοριστικά τη διπλωματική δραστηριότητα. Η μυστικότητα των διπλωματικών συναλλαγών και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων θεωρήθηκε ως αιτία της επιδείνωσης των διεθνών σχέσεων, που οδήγησε στην ολέθρια σύρραξη. Ο ρόλος των διπλωματών απαξιώθηκε και περιορίστηκε τόσο από τους δημοκρατικούς ηγέτες των νικητριών δυνάμεων, που ανέλαβαν προσωπικά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας, όσο και από το επαναστατικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Νέα κράτη δημιουργήθηκαν, ενώ αυξήθηκε κατά πολύ ο αριθμός εκείνων, που διεκδικούσαν ενεργή συμμετοχή στο διεθνές στερέωμα. Ταυτόχρονα, οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις είτε έπαψαν να υφίστανται, είτε απώλεσαν την παντοδυναμία τους. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και η διάδοση της πολυμερούς διπλωματίας, κατέστησε τη διεθνή κοινωνία περισσότερο ανοικτή, συνεκτική και «δημοκρατική». Προβλήθηκε με επιτακτικό τρόπο και σε μεγάλο βαθμό ικανοποιήθηκε το αίτημα για έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής από την κοινή γνώμη και τα κοινοβούλια στις δημοκρατικά κυβερνώμενες χώρες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι διπλωμάτες υποκαταστάθηκαν στο έργο τους από ειδικούς και υπαλλήλους άλλων κρατικών υπηρεσιών. Το σύνολο αυτών και πολλών άλλων αλλαγών, δημιούργησε τη λεγόμενη «νέα διπλωματία», μια καινοτόμο θεωρητική και πρακτική προσέγγιση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και να εξελίσσεται προς την ίδια κατεύθυνση μέχρι τις μέρες μας.[7] Ο πυρήνας, όμως, της διπλωματικής δραστηριότητας, που είναι η συνεχής επικοινωνία και διαπραγμάτευση μεταξύ των μελών του διεθνούς συστήματος με βάση μια υπηρεσία εξειδικευμένων επαγγελματιών, παραμένει στην ουσία του αναλλοίωτος.
The Art of Diplomacy


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση του θέματος βλ. Θ. Καρβουναράκης, Η Τέχνη της Διπλωματίας και οι Tεχνικοί της. Μια Iστορική Eπισκόπηση, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2013.Βλ. επίσης, Anderson, M. S. The Rise of Modern Diplomacy 1450-1919. Longman, London 1993, Hamilton, Keith; Langhorne, Richard, The Practice of Diplomacy. Routledge, London 2011, Nicolson Harold, The Evolution of Diplomacy, Collier Books, New York 1966.
[2] Για τη διπλωματία στην αρχαία Ελλάδα βλ. Adcock, Frank; Mosley D. J., Diplomacy in Ancient Greece. Thames and Hudson, London 1975.
[3] Για τη διπλωματία στην αρχαία Ρώμη βλ. Campbell, Brian, “Diplomacy in the Roman World (c. 500 BC – AD 235).” Diplomacy and Statecraft, Vol. 12, No. 1 (March 2001), σς. 1-22.
[4] Για τη Διπλωματία στο Βυζάντιο βλ. Toynbee, Arnold, Constantine Porphyrogenitus and his World, Oxford University Press, New York 1975 καθώς και Luttwak Edward, The Grand Strategy of the Byzantine Empire, Harvard University Press, Cambridge-Massachusetts 2009.
[5] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημασίας που είχε η κατάταξη των κρατών στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος της εποχής, αλλά και των συμβολισμών με τους οποίους θεωρούνταν ότι αυτή εκφράζονταν, μας δίνει ο Anderson, σελ. 62. Φθάνοντας στη Δανία το 1674 ο νέος Ρώσος πρέσβης, που τότε εκπροσωπούσε μια χώρα φτωχή και απόμακρη από τα ευρωπαϊκά πράγματα, ζήτησε να συναντήσει τον Βασιλιά της χώρας, που όμως ήταν στο κρεβάτι και πολύ άρρωστος για να τον δεχτεί. Ο Ρώσος πρέσβης απαίτησε να τοποθετηθεί ένα ακόμη κρεβάτι δίπλα σε αυτό του Βασιλιά από το οποίο και αυτός ξαπλωμένος, στο ίδιο επίπεδο δηλαδή και όχι όρθιος, θα συνομιλούσε με τον Δανό μονάρχη.
[6] Για τον Callières και το γαλλικό σύστημα διπλωματίας βλ. Nicolson (ο.π. σημ. 1) σς.69-96. Βλ. επίσης: De Callières, François, On the Manner of Negotiating with Princes. Introduction by Charles Handy, Houghton Mifflin, New York 2000.
[7] Οι συνθήκες γένεσης και τα χαρακτηριστικά της νέας διπλωματίας περιγράφονται από τους Ross, Graham, The Great Powers and the Decline of the European States System, 1914-1945, Longman, London 1983, σς. 14-18, και Craig, Gordon; George Alexander, Force and Statecraft, Oxford University Press, Oxford 1995, σς. 43-51.