Σοφία Βουτσίδου
Η εξέλιξη του Νοσοκομείου στην Κύπρο από την Αγγλοκρατία έως το 1974
- Εισαγωγή
Το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας σε κάθε χώρα συνιστά παραδοσιακά έναν από τους κρισιμότερους δείκτες για τη στάθμιση του βιοτικού επιπέδου της αλλά και του πολιτισμού της. Ιδιαίτερα τους τελευταίους δύο αιώνες η ανάπτυξη του «κοινωνικού κράτους» αποτέλεσε μία κατάκτηση της σύγχρονης ευνομούμενης πολιτείας, η οποία επέτρεψε τη θεαματική βελτίωση των συνθηκών ζωής. Στο εν λόγω άρθρο επιχειρήθηκε μία σφαιρική παρουσίαση και αποτίμηση του συστήματος της υγειονομικής περίθαλψης στην Κύπρο από την Αγγλοκρατία έως το 1974.
- Η περίοδος της Αγγλοκρατίας (1878-1960)
Η άφιξη των Βρετανών στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1878, συνέπεσε με μία άσχημη χρονική συγκυρία, λόγω των απανωτών θανάτων από τη λέπρα. Καθώς η έως τότε μέριμνα για τη δημόσια υγεία ήταν ελλιπής, οι υγειονομικές υπηρεσίες έπρεπε να οργανωθούν από την αρχή. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Βρετανός γιατρός Μακναμάρα: «…υγειονομικές συνθήκες απλώς δεν υπάρχουν, ο κόσμος είναι υποσιτισμένος, φτωχός, ακάθαρτος και τα παιδιά σχεδόν παντού είναι πολύ αδύνατα και άρρωστα… η μαλάρια αποδεκατίζει τον κυπριακό λαό» (Γεωργιάδης, 2001: 7). Έτσι, αναπόφευκτα, οι επιδημικές ασθένειες χτύπησαν σύντομα και τους Βρετανούς στρατιώτες.
Μπροστά στη ζοφερή αυτή κατάσταση οι βρετανικές αρχές προχώρησαν στη λήψη των πρώτων μέτρων για τη σύσταση μιας νοσηλευτικής υπηρεσίας. Ήδη από το 1878 σε όλες τις πόλεις του νησιού διορίστηκαν γιατροί στην κεντρική υπηρεσία, λειτούργησαν τα πρώτα νοσοκομεία ενώ ιδρύθηκαν τα πρώτα φαρμακεία από κοινού με εξωτερικό ιατρείο. Ιδιαίτερη μέριμνα επιδείχθηκε και για την ύπαιθρο, όπου είκοσι χρόνια αργότερα, το 1898, διορίσθηκαν οι πρώτοι Αγροτικοί Ιατρικοί Λειτουργοί (Μαραγκού & Γεωργιάδης, 2006: 241-242). Στη Λευκωσία διορίστηκαν πέντε στρατιωτικοί γιατροί, ένας για κάθε επαρχία, και ισάριθμοι φαρμακοποιοί. Το 1878 ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής διόρισε τον Dr Anthony D. Home ως τον πρώτο Ιατρικό Λειτουργό. Την ίδια χρονιά το Αββαείο του Μπέλλα Πάις μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Το λεπροκομείο συνέχισε τη λειτουργία του. Μάλιστα στη διάρκεια του 1879 νοσηλεύονταν εκεί συνολικά 46 λεπροί. Αρκετοί από τους λεπρούς παντρεύονταν μεταξύ τους, απαγορευόταν όμως η τεκνοποίηση. Οι βρετανικές αρχές του νησιού έδειχναν σαφή προτίμηση στο διορισμό Άγγλων γιατρών, παρόλο που αυτοί πληρώνονταν περισσότερο. Οι Έλληνες ή οι Τούρκοι γιατροί που επιλέγονταν ήταν λίγοι.

Το 1883 στο χώρο του παλιού οθωμανικού στρατιωτικού νοσοκομείου λειτούργησε το πρώτο νοσοκομείο Λευκωσίας. Σύντομα σε αυτό προστέθηκε μία νέα αίθουσα ως οφθαλμιατρείο. Ωστόσο, οι αυξημένες ανάγκες καθιστούσαν τη λειτουργία του προβληματική και ανεπαρκή. Έτσι το 1888 ξεκίνησαν οι εργασίες ανέγερσης του νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Ιούλιο του 1890. Το νοσοκομείο ήταν διώροφο. Διέθετε πέντε θαλάμους και 49 κλίνες. Είχε οφθαλμολογική κλινική, χειρουργείο και Τμήμα Πρώτων Βοηθειών ενώ αργότερα απέκτησε μαιευτικό τμήμα και Εξωτερικά Ιατρεία. Οι πρώτοι γιατροί που υπηρέτησαν σε αυτό ήταν Άγγλοι, Λεβαντίνοι και Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου. Υπηρετούσε επίσης ένας φροντιστής, μία προϊσταμένη νοσοκόμα και δύο νοσοκόμες με έξοδα της αγγλικής κυβέρνησης. Έως το 1926 δεν διορίστηκε σ’ αυτό κανένας Κύπριος γιατρός.

Στις 9 Ιανουαρίου του 1882 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Ασύλου Φρενοπαθών στην εντός των τειχών Λευκωσία, στο Κονάκι. Αρχικά το Φρενοκομείο διέθετε τέσσερα μονά δωμάτια, τα οποία σύντομα αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να στεγάσουν τους ασθενείς. Έτσι, στη διάρκεια του 1887 άρχισε τη λειτουργία του το νέο Άσυλο Φρενοπαθών, το Τουμαρχανέ, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, στην κατοικία του Δερβίς Εφέντη. Διέθετε οκτώ αίθουσες, που αργότερα αυξήθηκαν σε 19, συνήθως για τον εγκλεισμό των ασθενών χωρίς την παράλληλη παροχή συστηματικών θεραπευτικών αγωγών ή στοιχειωδών ανέσεων. Για τη φροντίδα των νοσηλευομένων δεν υπήρχαν νοσοκόμοι αλλά φρουροί-βαρδιάνοι, οι οποίοι χρησίμευαν κυρίως για τη φρούρηση και φύλαξή τους. Η παρακολούθησή τους γινόταν από γενικούς γιατρούς που επισκέπτονταν τους θαλάμους.
Tο άσυλο δεν διέθετε μόνιμο εσωτερικό γιατρό ούτε και ψυχίατρο. Συνέχισε να λειτουργεί έως το 1912, όταν και μεταστεγάστηκε στο Άσυλο της Αγίας Παρασκευής, χωρητικότητας 100 ατόμων, με 10 δωμάτια προορισμένα για άνδρες και 5 για γυναίκες, εξαιτίας διαμαρτυριών των περιοίκων για την παρουσία του ασύλου στην περιοχή τους. «Η όχληση και ο θόρυβος είναι τόσο δυνατά όσο και ανυπόφορα. Για μιάμιση ώρα μια φρενοβλαβής γυναίκα τραγουδούσε, φώναζε, γελούσε και έκλαιε αδιάκοπα, ενώ εδώ και εκεί χτυπούσε τα πόδια της στο έδαφος και χτυπούσε ένα κομμάτι ξύλο» σημείωνε στην αναφορά του ο Βρετανός αξιωματούχος που είχε επιφορτισθεί να διαλευκάνει την υπόθεση (Γεωργιάδης, 2001: 231). Το Άσυλο της Αγίας Παρασκευής λειτούργησε μέχρι το 1964. Από το 1947, με πρωτεργάτη τον νευρολόγο-ψυχίατρο Ανδρέα Μικελλίδη, ξεκίνησε μία συστηματική προσπάθεια για την υιοθέτηση δομικών και λειτουργικών αλλαγών στο χώρο του ψυχιατρείου, βασισμένων σε ευρωπαϊκά πρότυπα, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της περίθαλψης και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των ψυχικά ασθενών.
Η ίδρυση νοσοκομείων με ενέργειες των Βρετανών επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της Κύπρου. Το 1878 ιδρύθηκε στη Λάρνακα ένα δεύτερο νοσοκομείο, το οποίο στεγάστηκε κοντά στην περιοχή της Ακρόπολης, στο ιδιόκτητο σπίτι της Ελπίδας Λέφα. Πρώτος γιατρός διορίστηκε ο Dr F. Heidenstam, με ετήσιο μισθό 50 αγγλικές λίρες. Τη χρηματοδότηση του νοσηλευτικού ιδρύματος εξασφάλιζαν τόσο οι βρετανικές αρχές όσο και εθελοντικές ιδιωτικές εισφορές. Το 1880 το νοσοκομείο μεταφέρθηκε σε χώρο που δώρισε ο Ριχάρδος Ματτέι, απέναντι από τη σημερινή Αμερικανική Ακαδημία. Εκεί παρέμεινε έως το 1896, όταν και μεταστεγάστηκε για έναν χρόνο στο λοιμοκαθαρτήριο.
Το 1879 λειτούργησε στη Λεμεσό φαρμακείο και εξωτερικό ιατρείο. Έναν χρόνο αργότερα, το 1880, εγκαινιάσθηκε στην ανατολική πλευρά της πόλης, στο Κομεσσαριάτο, το πρώτο νοσοκομείο. Διέθετε συνολικά 28 κλίνες. Σε αυτό εργάστηκε ως νοσοκόμος και επιστάτης ο Κύπριος εμβληματικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης. Το νοσοκομείο επιχορηγούνταν ετησίως από τις βρετανικές αρχές με το ποσό των 100 αγγλικών λιρών. Εθελοντική υπηρεσία προσέφεραν γυναίκες της πόλης, ενώ διάφορα λειτουργικά έξοδα καλύπτονταν από τη διοργάνωση χοροεσπερίδων. Το 1898 η Δημαρχία αγόρασε το ξενοδοχείο του Κυριάκου και μετέφερε εκεί το νοσοκομείο. Στη Λεμεσό ιδρύθηκε επίσης το 1881 ειδικό νοσοκομείο για τα αφροδίσια νοσήματα, το οποίο ανήκε στο δήμο της πόλης ενώ οι δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την αμοιβή του γιατρού καλύπτονταν κεντρικά από την κυβέρνηση.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1883 λειτούργησε το πρώτο νοσοκομείο στην πόλη της Αμμοχώστου, σε κτίριο που αγοράστηκε από τις δημοτικές αρχές κοντά στην Φραγκοεκκλησιά. Σύντομα οι χώροι του αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες περίθαλψης των ασθενών της περιοχής κι έτσι το 1897 αποφασίστηκε η θεμελίωση νέου νοσοκομείου. Ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη υπήρξε ο διορισμός το 1893 των δύο πρώτων Κυπρίων νοσοκόμων, της Ελένης Θεοχαρίδου και της Ρεβέκκας Φανή, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Στην Κερύνεια το 1898 λειτούργησε το πρώτο νοσοκομείο, το οποίο διέθετε 22 κλίνες. Το 1878 εγκαινιάσθηκε στην Πάφο το πρώτο εξωτερικό ιατρείο. Τρία χρόνια αργότερα, το 1881, λειτούργησε το πρώτο νοσοκομείο σε ένα μικρό σπίτι που διέθετε τρία μεγάλα δωμάτια, στη σημερινή οδό Γεωργίου Γρίβα-Διγενή, ιδιοκτησίας του Όθωνα Τριχάκη. Αρχικά το νοσοκομείο είχε μόνο έναν νοσοκόμο και μία νοσοκόμα ως προσωπικό. Η τοπική κυβέρνηση το επιχορηγούσε με το ετήσιο ποσό των 50 αγγλικών λιρών, ενώ άλλες 30 λίρες ετησίως κατέβαλλε το Δημαρχείο. Το νοσοκομείο διοικούνταν από επιτροπή, στην οποία προέδρευε ο Βρετανός διοικητής και είχε ως μέλη τον δήμαρχο της πόλης, τον κυβερνητικό γιατρό και τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Κύρια πρόβλεψη της αγγλικής διοίκησης ήταν η δημιουργία νοσοκομειακών μονάδων στα αστικά κέντρα ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου εξυπηρετούνταν από αγροτικά υγειονομικά ιατρεία. Η παροχή της ιατρικής περίθαλψης ήταν δωρεάν.
Από τις διενεργούμενες αλλαγές στο χώρο της δημόσιας υγείας κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας αξίζει να αναφερθεί η έκδοση του πρώτου νόμου για τη ρύθμιση της άσκησης της ιατρικής και της χειρουργικής. Σε εφαρμογή των διατάξεών του, συγκροτήθηκε στο νησί Ιατρικό Συμβούλιο με μέλη που διόριζε ο Άγγλος κυβερνήτης και εξουσίες έκδοσης αδείας του ιατρικού ή χειρουργικού επαγγέλματος κατόπιν ελέγχου. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία προσέλαβε η θέσπιση το 1892 του Νόμου περί Δημόσιας Υγείας (Χωρίων), με τον οποίο διαμορφώθηκε η δομή της δημόσιας υγείας στην Κύπρο. Με βάση τον συγκεκριμένο νόμο ιδρύθηκαν επιτροπές υγείας με διευρυμένες αρμοδιότητες, οι οποίες στόχευαν στη βελτίωση της υγειονομικής κατάστασης σε κάθε επαρχία.
Η είσοδος του 20ού αιώνα συνοδεύτηκε από εντατικοποίηση της οργάνωσης της ιατρικής υπηρεσίας. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, σε ένα σύνολο πληθυσμού 237.022 ατόμων, είχαν καταγραφεί 1.732 τυφλοί, 490 φρενοπαθείς, 323 κωφοί και 135 λεπροί. Τόσο το Άσυλο Φρενοπαθών όσο και το Λεπροκομείο συνέχισαν τη λειτουργία τους, καθώς οι διάφορες επιδημικές ασθένειες δεν ήταν δυνατόν ακόμη να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά. Μάλιστα στη διάρκεια του 1907 έγιναν προσπάθειες για την ίδρυση Φθισιατρείου, ενώ ομάδες πολιτών διοργάνωσαν στη Λευκωσία συναυλία για τη συλλογή χρημάτων. Τελικά το 1909 χτίστηκε ένα μικρό Φθισιατρείο στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού. Συνολικά, από το 1900 έως το 1910 λειτούργησαν δώδεκα ιατρικά κέντρα στα χωριά Λεύκαρα, Μόρφου, Λεύκα, Πόλη Χρυσοχούς, Βατυλή, Ακανθού, Γιαλούσα, Κοιλάνι, Άχνα, Κελλάκι, Κελοκέδαρα και Αγρό. Ωστόσο η ευλογιά, η διεφθερίτιδα και ο τυφοειδής πυρετός συνέχιζαν να μαστίζουν τον πληθυσμό, παρά το γεγονός ότι καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για τον εμβολιασμό μεγάλου τμήματός του. Το 1908 η βρετανική κυβέρνηση εισήγαγε στην Κύπρο μεγάλες ποσότητες κινίνου και τις διένειμε στους κατοίκους. Οι περιγραφές του νησιού είναι άκρως αποκαλυπτικές των άθλιων συνθηκών διαβίωσης που επικρατούσαν: «Η Λευκωσία παρουσιάζει όψιν της μάλλον ρυπαράς και αθλίας αφρικανικής πόλεως. Αι οδοί της είναι βορβορώδεις παριστώσαι οικτρόν και απαίσιον θέαμα, των πολιτών βυθιζομένων μέχρι αστραγάλων εντός της βρωμεράς λάσπης» έγραφε η εφημερίδα Ελευθερία το 1909 (Μαραγκού & Γεωργιάδης, 2006: 299).

Ταυτόχρονα, τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ιδρύθηκαν αρκετές ιδιωτικές κλινικές και ιατρεία. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν στη Λευκωσία η χειρουργική κλινική του Γεώργιου Θ. Σταυρινίδη, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Αθήνα και εν συνεχεία μετεκπαιδεύτηκε στη Μ. Βρετανία (Χριστοδούλου, 2006: 182), η κλινική «Λευκωσία» των γιατρών Γλυκύ και Μούλλερ, η Πολυκλινική του Τουρκοκύπριου γιατρού Χαφούζ Τζεμάλ, η «Νέα Κλινική» του Χρ. Δ. Πετρίδη κοντά στο Παρθεναγωγείο της Φανερωμένης και η Ειδική Χειρουργική, Ορθοπεδική, Γυναικολογική Κλινική του Χριστάκη Αριστ. Ιερωνυμίδη. Ιδιαίτερη δραστηριότητα ανέπτυξε επίσης η Μεγάλη Γενική Χειρουργική και Γυναικολογική Κλινική των Θ. Φράγκου και Α. Γαβριηλίδη στη Λεμεσό.
Σύμφωνα με ιατρική έκθεση του 1921, η κατάσταση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στη Μεγαλόνησο είχε ως εξής (Μαραγκού & Γεωργιάδης, 2006: 309-313):
- Το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, δυναμικότητας 57 κλινών, είχε αποκτήσει νέο χειρουργείο και γυναικολογικό θάλαμο. Συνολικά είχαν γίνει 1.178 εισαγωγές αρρώστων, με ποσοστό θνησιμότητας 5,4%, ενώ είχαν διενεργηθεί 206 χειρουργικές επεμβάσεις.
- Το Νοσοκομείο της Λεμεσού ήταν δυναμικότητας 30 κλινών. Συνολικά είχαν νοσηλευθεί σε αυτό 402 ασθενείς, είχαν πραγματοποιηθεί 44 χειρουργικές επεμβάσεις ενώ είχαν αποβιώσει 16 άτομα. Ωστόσο το νοσοκομείο, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και για το λόγο αυτό είχε ξεκινήσει η ανέγερση νέου. Το 1923 τελέστηκαν τελικά στη Λεμεσό τα εγκαίνια του νέου νοσοκομείου, το οποίο διέθετε 45 κλίνες και λειτούργησε έως το 1957.
- Το Νοσοκομείο της Αμμοχώστου ήταν δυναμικότητας 42 κλινών. Είχαν ήδη νοσηλευθεί σε αυτό 421 άτομα, είχαν διενεργηθεί συνολικά 49 χειρουργικές επεμβάσεις ενώ είχαν αποβιώσει 16 ασθενείς.
- Το Νοσοκομείο της Πάφου διέθετε 22 κλίνες. Είχαν γίνει 316 εισαγωγές ασθενών σε αυτό, είχαν πραγματοποιηθεί συνολικά 49 χειρουργικές επεμβάσεις ενώ 16 νοσηλευόμενοι έχασαν τη ζωή τους.
- Τέλος, το Νοσοκομείο της Κερύνειας είχε δυναμικότητα 22 κλινών. Είχαν νοσηλευθεί σε αυτό 340 άτομα, είχαν διενεργηθεί 37 χειρουργικές επεμβάσεις ενώ είχαν αποβιώσει πέντε ασθενείς.
- Επίσης, στο Άσυλο Φρενοβλαβών είχαν νοσηλευθεί συνολικά 96 άτομα.
Τη χρονική περίοδο 1921-1925 το Νοσοκομείο Λευκωσίας επεκτάθηκε και η κτιριακή του υποδομή βελτιώθηκε. Σταδιακά προστέθηκαν σε αυτό Αρχιατρείο, Φαρμακείο, Κλινική για αφροδίσια νοσήματα, εξωτερικά ιατρεία και άλλες υπηρεσίες. Το 1925 άρχισε να λειτουργεί στο δάσος της Αθαλάσσας στα περίχωρα της Λευκωσίας το πρώτο Σανατόριο για την περίθαλψη των φυματικών, το οποίο αποτελούνταν από τέσσερα ξεχωριστά συμπλέγματα. Στους φωτισμένους γιατρούς της εποχής με πολύπλευρη δράση και προσφορά ανήκει ο Φίλος Ζαννέτος, ο οποίος είχε διατελέσει και δήμαρχος της Λάρνακας καθώς και ο παθολόγος Θεμιστοκλής Δέρβης, ο οποίος υπηρέτησε και ως δήμαρχος Λευκωσίας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά. Σ’ αυτό συνέβαλε και η ίδρυση Τμήματος Υγείας, το οποίο υποδιαιρούνταν στον κλάδο Υγιεινής, τον κλάδο Νοσοκομείων, τον κλάδο της Φαρμακευτικής Υπηρεσίας, τον κλάδο της Νοσηλευτικής και τη θέση της Νοσηλεύτριας Δημόσιας Υγείας. Το Λεπροκομείο της Λευκωσίας αναδιοργανώθηκε με τη βοήθεια της Ένωσης Λεπρών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι κλινικές για αφροδίσια νοσήματα έγιναν τέσσερις, ενώ νέες πτέρυγες προστέθηκαν στο σανατόριο της φυματίωσης. Το Ψυχιατρείο επεκτάθηκε ενώ στο Νοσοκομείο Λευκωσίας προστέθηκε πτέρυγα νεογέννητων και παράλληλα αυξήθηκε το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό που υπηρετούσε σ’ αυτό.

Στη διάρκεια του 1931 λειτουργούσαν στην Κύπρο συνολικά πέντε κρατικά νοσοκομεία, τα οποία επιχορηγούνταν εξ ολοκλήρου από την αγγλική κυβέρνηση. Ήταν το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, το Νοσοκομείο Λεμεσού, το Άσυλο Φρενοπαθών, το Σανατόριο και το Λεπροκομείο. Τα νοσοκομεία Πάφου, Λάρνακας και Κερύνειας επιχορηγούνταν μερικώς από την κυβέρνηση και διευθύνονταν από συμβούλια. Ταυτόχρονα, ευκατάστατοι Κύπριοι συνέχισαν να προσφέρουν δωρεές προς τα νοσηλευτικά ιδρύματα. Αξιομνημόνευτη είναι η χορηγία της Ευανθίας Ι. Πιερίδη στο Νοσοκομείο της Λάρνακας. Τέλος, δύο ιδιωτικά νοσοκομεία που ιδρύθηκαν στον Αμίαντο και την Πεντάγυια συνεισέφεραν στην αποτελεσματικότερη παροχή υπηρεσιών υγείας.
Στα τέλη του 1931 οι βρετανικές αρχές του νησιού θέσπισαν μια σειρά από νόμους που αναδιοργάνωναν τη νοσοκομειακή περίθαλψη. Ο Νόμος του Ασύλου Φρενοπαθών που αντικατέστησε τον απαρχαιωμένο οθωμανικό του 1876, ο Νόμος περί μαιών του 1932 και ο Νόμος για τη ρύθμιση του ιατρικού επαγγέλματος, που ψηφίστηκε το 1936, επέφεραν καταλυτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας. Το 1935 συστάθηκε το Νοσοκομείο Μόρφου. «Αν επισκεφτήτε το μικρό όμορφο σπιτάκι με την πρόσχαρη βεράντα θα δήτε όλη τη θαυμαστή τάξη και καθαριότητα, που δε θα περιμένατε ποτές από ένα επαρχιακό νοσοκομείο» έγραφε ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης (Μαραγκού & Γεωργιάδης, 2006: 352).
Το 1936 άρχισαν οι εργασίες ανέγερσης του νέου Νοσοκομείου Λευκωσίας, το οποίο θα διέθετε χώρους για την περίθαλψη 104 εσωτερικών ασθενών και 18 ιδιωτικών εσωτερικών ασθενών σε δωμάτια 1ης και 2ης τάξεως. Το επόμενο έτος ξεκίνησαν τη λειτουργία τους οι Αντιφυματικές Κλινικές στη Λευκωσία και τη Λάρνακα καθώς και το νοσοκομείο στη Λύση. Στη διάρκεια του 1938 διορίστηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας οι πρώτες Κύπριες αδελφές νοσοκόμες, μετά από τριετή εκπαίδευση στη Γενική Νοσηλευτική Σχολή της Βηρυτού.
Το 1942 εγκαινιάσθηκε το Σανατόριο της Κυπερούντας, ενώ έναν χρόνο αργότερα εγκαθιδρύθηκε προσωρινό σανατόριο για φυματικούς στην Αγύρτα. Το Σανατόριο της Κυπερούντας ήταν δυναμικότητας 100 κλινών. Η θεραπεία που εφαρμοζόταν βασιζόταν στην παροχή βιταμινών, το καλό φαγητό και τον καθαρό αέρα. Στο σανατόριο αυτό πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως προϊσταμένη η Τουρκοκύπρια νοσηλεύτρια Τουρκάν Αζίζ, η οποία είχε εξειδικευτεί στη θεραπεία της φυματίωσης στη Μ. Βρετανία. Η δραστηριότητα του σανατορίου ήταν μεγάλη και γρήγορα επεκτάθηκε στη δημιουργία κέντρων ανάπαυσης και χορήγησης φαρμάκων στις παράλιες πόλεις της Λάρνακας, της Λεμεσού και της Αμμοχώστου. Στη διάρκεια του 1949 ξεκίνησε η λειτουργία της πρώτης Κινητής Μονάδας Υγείας με έδρα το χωριό Αρμίνου στην Πάφο. Επρόκειτο στην ουσία για ένα αυτοκίνητο «Μόρις» Βαν με ιπποδύναμη 28 αλόγων, που ήταν εξοπλισμένο με όλα τα αναγκαία και παρείχε τις ευκολίες ενός μικρού χειρουργείου. Το 1950 λειτούργησαν τα νέα νοσοκομεία της Αμμοχώστου και της Πάφου καθώς και μικρό νοσοκομείο στην πόλη της Χρυσοχούς.

Το 1945 ιδρύθηκε η Νοσηλευτική Σχολή, η οποία παρείχε διετή εκπαίδευση στη Γενική Νοσηλευτική. Οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν ως βοηθοί νοσοκόμοι ενώ συνάμα τους δίνονταν η δυνατότητα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους να μεταβούν για την παρακολούθηση τριετών προγραμμάτων σπουδών γενικής νοσηλευτικής στη Μ. Βρετανία, απ’ όπου επέστρεφαν με τον τίτλο του ανώτερου νοσηλευτή (Μίτσιγγα, 2005). Πρώτη εκπαιδεύτρια υπήρξε η Αγγλίδα Elizabeth Waller. Έτσι σταδιακά οι Κύπριες νοσηλεύτριες αντικατέστησαν τις Αγγλίδες νοσηλεύτριες στα κυπριακά νοσοκομεία.
Στη διάρκεια του 1948 η αποικιοκρατική κυβέρνηση σχεδίασε ένα δεκαετές πρόγραμμα Ανάπτυξης Υγείας, το οποίο ανάμεσα στα άλλα περιελάμβανε τη βελτίωση της Νοσηλευτικής, την επέκταση των Κέντρων Ευημερίας Βρεφών, την επέκταση του θεσμού των Κινητών και Αγροτικών Μονάδων Υγείας και την κατάργηση της άσκησης ιδιωτικής ιατρικής από κυβερνητικούς γιατρούς. Επιπλέον, τη δεκαετία του 1940 σημειώθηκε εντυπωσιακή πρόοδος αναφορικά με την καταπολέμηση της ελονοσίας.
Τo 1955 αποφασίστηκε η μετακίνηση του Λεπροκομείου από τη Λευκωσία στη Λάρνακα. Το νέο Λεπροκομείο, το οποίο ονομάστηκε «Στέγη Άγιος Χαράλαμπος», διέθετε νοσοκομείο με θάλαμο γυναικών και ανδρών, οδοντιατρείο, λέσχη ψυχαγωγίας, συνεργατικό παντοπωλείο, γραφεία προσωπικού, δωμάτια διανυκτέρευσης καθώς και οικία για τον διευθυντή και τον ιερέα.
Η έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ δοκίμασε έντονα τις σχέσεις ανάμεσα σε Βρετανούς, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους γιατρούς και νοσηλευτές. Αποδράσεις αγωνιστών της ΕΟΚΑ από τα νοσοκομεία κίνησαν υποψίες εναντίον πολλών Ελλήνων γιατρών και νοσηλευτών. Η απόδραση του αγωνιστή Πολύκαρπου Γεωρκάτζη από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στις 31 Αυγούστου 1956, αποτέλεσε την πιο χαρακτηριστική περίπτωση, στη διάρκεια της οποίας εκτός από τον θάνατο δύο στελεχών της ΕΟΚΑ, σκοτώθηκε και ένας Έλληνας νοσηλευτής. Το κλίμα της εποχής αποτύπωσε εύγλωττα ο χειρουργός Γεώργιος Μαραγκός, ο οποίος υπηρετούσε την εποχή εκείνη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας: «…Πολλάκις, ιδίως κατά τας διακοινοτικάς ταραχάς, παρέστι ανάγκη οι ιατροί να μεταφερθούν εις τας οικίας των κατά τας νυκτερινάς ώρας του Νοσοκομείου, συνοδεία φρουρών. Υπεβλήθησαν εις πολύωρους και εξαντλητικάς ανακρίσεις κατόπιν αποδράσεως νοσηλευομένων πολιτικών καταδίκων. Θάλαμοι περιφράχθησαν υπό συρματοπλεγμάτων και εφρουρούντο νυχθημερόν υπό ενόπλων φρουρών» (Μαραγκού & Γεωργιάδης, 2006: 392-393).


- Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι το 1974
Μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου εξακολούθησε να εφαρμόζεται στο νησί το σύστημα υγείας που είχε δομηθεί κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατικής διοίκησης (μοντέλο Beveridge), ενώ σύντομα αναδείχθηκαν καινούργιες προκλήσεις. Πρώτος Υπουργός Υγείας διετέλεσε ο Τουρκοκύπριος γιατρός από την Αμμόχωστο Νιαζί Μανιέρα, από τις 16 Αυγούστου 1960 μέχρι τον Ιανουάριο του 1964. Η ίδρυση του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου αλλά και μιας σειράς άλλων εταιρειών καθώς και η παροχή από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας υποτροφιών για εξαετείς σπουδές στην Ιατρική στο Ισραήλ βοήθησε στη βελτίωση των παροχών υγείας.
Το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας συνέχισε να αποτελεί τη «ναυαρχίδα» των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Από κοντά και το δυναμικότητας 60 κλινών Νοσοκομείο της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στην Πεντάγυια, λίγα μίλια δυτικά από τη Μόρφου, που ήταν στελεχωμένο με γιατρούς υψηλού επιπέδου ενώ διέθετε και άρτιο εξοπλισμό. Όμως η τουρκική ανταρσία στη διάρκεια του 1964 και οι συγκρούσεις που ακολούθησαν ανάσχεσαν προς στιγμήν το έργο του εκσυγχρονισμού. Υπουργός Υγείας ανέλαβε η Στέλλα Σουλιώτη, η οποία διατήρησε και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα νοσοκομεία της Λευκωσίας, της Πάφου και της Πεντάγυιας σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της περίθαλψης των τραυματιών.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η επιστροφή της ειρήνης ευνόησε την εκ νέου πρόοδο στον τομέα της υγείας. Τότε ιδρύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας η πρώτη ογκολογική κλινική στην Κύπρο με επικεφαλής την ογκολόγο–ακτινοθεραπεύτρια Χέλεν Σωτηρίου (Δημητριάδης & Αναστασιάδης, 2011: 219). Συστάθηκε επίσης η μονάδα νευροχειρουργικής με επικεφαλής τον Δρ. Νίκο Σπανό αλλά και η καρδιοθωρακοχειρουργική μονάδα με επικεφαλής τον Δρ. Ανδρέα Δημητριάδη. Ο ίδιος πραγματοποίησε στις 9 Σεπτεμβρίου 1968 την πρώτη εγχείρηση καρδιάς στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Είχε βεβαίως προηγηθεί από τον ίδιο, στις 5 Ιουνίου του 1962, η πραγματοποίηση της πρώτης εγχείρησης καρδιάς στην Κύπρο σε ιδιωτική κλινική. Το 1980 το νοσοκομείο ενισχύθηκε με την Πτέρυγα Παραπληγικών, ως προέκταση του Νευροχειρουργικού Τμήματος. Λίγα χρόνια αργότερα χτίστηκε μάλιστα ξεχωριστό Νοσοκομείο Παραπληγικών, δίπλα στη Σχολή Τυφλών της Λευκωσίας, με εισφορές Κυπρίων της Μ. Βρετανίας.
- Η τουρκική εισβολή
Το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας έζησε τις δραματικότερες στιγμές του στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, το καλοκαίρι του 1974, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις με την κωδική ονομασία Αττίλας 1 και Αττίλας 2. Κατά τη διάρκεια της άνισης πολεμικής αναμέτρησης των δέκα περίπου ημερών (20-25 Ιουλίου, 14-16 Αυγούστου 1974) εισήχθησαν στο Γενικό Νοσοκομείο της πρωτεύουσας 2.195 τραυματίες, από τους οποίους οι 138 ήταν σοβαρά τραυματισμένοι. Οι αμέτρητοι τραυματίες χρειάζονταν επείγουσα περίθαλψη. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών οι διάδρομοι και οι θάλαμοι μετατράπηκαν σε πρόχειρα χειρουργεία. «Το Γενικό Νοσοκομείο ήταν ένας μόνιμος στόχος του πυροβολικού. Τα τζάμια του χειρουργείου έσπασαν, τα ντεπόζιτα νερού αχρηστεύτηκαν. Οι διάδρομοι έγιναν τα χειρουργεία μας.», έγραφε ο γιατρός Ανδρέας Δημητριάδης (Δημητριάδης, 2005: 51).

Οι γιατροί, το νοσηλευτικό και το παραϊατρικό προσωπικό κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. «Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στο Νοσοκομείο τις πρώτες ώρες της εισβολής. σύγχυση και πανδαιμόνιο από την καταιγίδα των βλημάτων, των αεροπλάνων και του πυροβολικού. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα εμείς οι χειρουργοί γιατροί έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τους πληγωμένους με καρδιά λιονταριού. Σε πολλούς από μας υπήρχε αρκετή πείρα…», συμπλήρωνε ο θωρακοχειρουργός Ανδρέας Δημητριάδης (Δημητριάδης, 1983: 135).
Ο Ανδρέας Δημητριάδης είναι αναμφίβολα η εμβληματικότερη μορφή ιατρού που έχει καταγράψει τα τεκταινόμενα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974: «Επειδή ψίθυροι για την κατάληψη της Λευκωσίας είχαν διαδοθεί πειστικά, γίνονταν πολλές συζητήσεις για μεταφορά του νοσοκομείου. Η απάντησή μας ήταν καθαρή: ‘εφόσον έστω και ένας στρατιώτης θα πολεμά, το Γενικό Νοσοκομείο θα είναι παρόν’» (Παπαπολυβίου 2011: 116).
Κατά τη δεύτερη τουρκική εισβολή μετακινήθηκαν τα νοσοκομεία Αμμοχώστου, Πέλλα Πάις, Μόρφου και Πεντάγυιας, ακολουθώντας τη μαζική οπισθοχώρηση του πληθυσμού. Το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αποκόπηκε από την περιφέρεια και διατέθηκε για την περίθαλψη των στρατιωτών της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και του Τάγματος 336 Αμμοχώστου, που έδιναν τη μάχη στην πράσινη γραμμή και το διεθνές αεροδρόμιο για την επιβίωση του κυπριακού κράτους.
Οι συγκρούσεις κορυφώθηκαν στις 16 Αυγούστου. «Οι σφοδρές μάχες άρχισαν στις 12 το μεσημέρι. Οι φωτιές στο διεθνές αεροδρόμιο της Λευκωσίας υψώνονταν στους ουρανούς. Ο ήλιος καλύφθηκε από καπνούς, η ατμόσφαιρα μαύρισε, τα αεροπλάνα πηγαινοέρχονταν, τα φορεία συνεχώς μετέφεραν τους τραυματίες και τα καμιόνια ξεφόρτωναν συνεχώς τους νεκρούς στο νεκροτομείο, Ελλαδίτες και Ελληνοκυπρίους», θυμάται ο Δημητριάδης (Δημητριάδης, 2005: 54). Η παρουσία του Υπουργού Υγείας Ζήνωνα Σεβέρη ήταν συνεχής στο νοσοκομείο μαζί με τον Γενικό Διευθυντή Δρ. Β. Βασιλόπουλο, τον Αρχίατρο Δρ. Ι. Χριστοδουλίδη και τον Διευθυντή του Νοσοκομείου Δρ. Κ. Οικονόμου. Συνολικά από τους 2.195 τραυματίες που δέχθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας καθ’ όλο το εμπόλεμο διάστημα, μόνο 62 υπέκυψαν στα τραύματά τους ενώ η θνησιμότητα δεν ξεπέρασε το 2,8% (Δημητριάδης, 1983: 133-137; Δημητριάδης, 2005: 41). Συγκινητική υπήρξε επίσης η προσέλευση εθελοντών κάθε ηλικίας για προσφορά αίματος, καθώς καταγράφηκαν γύρω στους 9.000 δότες.
Πάμπολλα περιστατικά με τραυματίες που νοσηλεύτηκαν στα νοσοκομεία της Κύπρου ανέδειξαν την αυτοθυσία και τον ηρωισμό του νοσηλευτικού προσωπικού. Ένα από αυτά καταγράφει και πάλι ο Δημητριάδης: «Στις 5.45 μ.μ. ένα ασθενοφόρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατέφθασε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών με τον τελευταίο τραυματία του πολέμου, ένα ξανθό μεγαλόσωμο και ωραίο άνδρα, τραυματισμένο από όλμο στο θώρακα. Είχε χάσει πολύ αίμα. Έτρεξε όλο το νοσηλευτικό προσωπικό και γρήγορα μεταφέρθηκε στο χειρουργείο. Έβαλα τα χειρουργικά γάντια και ο αναισθησιολόγος ενδοτραχειακό σωλήνα. Άνοιξα γρήγορα το θώρακα. Αιμορραγούσε η πνευμονική αρτηρία. Με μια ατραυματική λαβίδα σταμάτησε η αιμορραγία. Βαριά ήταν η βλάβη, ο πνεύμονας υπέστη θλάση σαν συκώτι, το περικάρδιο αιμορραγούσε, το θωρακικό τοίχωμα είχε πολλά κατάγματα. Ο αναισθησιολόγος διαρκώς να χορηγεί υγρά και αίμα με πίεση. Ξαφνικά η καρδιά σταμάτησε να πάλλει, καρδιακή ανακοπή. Με τα δυο μου χέρια άρχισα εντατικά το μασάζ της καρδιάς. Οι μεταγγίσεις γίνονταν πιο γρήγορα. Η αγωνία να κυριεύει όλους μας μέσα στο χειρουργείο. Για μια ώρα οι προσπάθειές μας δεν έφεραν αποτέλεσμα. Κατακουρασμένος και απογοητευμένος δήλωσα το στρατιώτη νεκρό. Τα δάκρυα άρχισαν να ρέουν από τα μάτια όλων μας, ο νοσηλευτής Χριστόφορος να σκουπίζει τα δάκρυα της Ρουπίνας και τα δικά μου για την αδυναμία μου να τον κρατήσω στη ζωή. Τι ατυχία και τι αδικία ο τελευταίος τραυματίας. Στο μητρώο του χειρουργείου κατέγραψα τα χειρουργικά ευρήματα, όνομα του ασθενούς: ΑΓΝΩΣΤΟΣ. Όλο το προσωπικό του νοσοκομείου, είκοσι ως τριάντα άτομα, συγκεντρωθήκαμε στο γραφείο απέναντι από το χειρουργείο, άλλοι καθισμένοι στο πάτωμα, άλλοι ιστάμενοι με τα μάτια δακρυσμένα ως ο τελευταίος φόρος τιμής στον άγνωστο στρατιώτη της Λευκωσίας εκ μέρους του προσωπικού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας» (Παπαπολυβίου 2011: 117-118).

Αλλά και πολλές ιδιωτικές κλινικές της Λευκωσίας, ως επί το πλείστον χειρουργικές, ορθοπεδικές και γυναικολογικές, έσπευσαν να νοσηλεύσουν ασθενείς συνεισφέροντας στην αποσυμφόρηση του Γενικού Νοσοκομείου. Μεταξύ των ιδιωτικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων ξεχώριζε η Κλινική «Λευκωσία» των γιατρών Χρίστου Χριστόπουλου και Κώστα Χριστοδουλάκη καθώς και οι ορθοπεδικές κλινικές του Λεόντιου Παπασάββα και του Νίκου Ιωάννου.
Στα υπόλοιπα κρατικά νοσοκομεία της Κύπρου οι εισαχθέντες τραυματίες υπολογίζονται ως εξής: στο Νοσοκομείο Κερύνειας περίπου 300 άτομα, στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου 215, στο Νοσοκομείο Λάρνακας 170, στο Νοσοκομείο Πεντάγυιας 150, στο Νοσοκομείο Μόρφου 100 και στο Νοσοκομείο Λεμεσού 100. Η αναλογική σχέση του αριθμού των τραυματιών προς τους φονευθέντες, που υπολογίστηκε σε περίπου 1:1, μαρτυρά τον τρόπο συμπεριφοράς των εισβολέων.
Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής βομβαρδίστηκε επίσης το Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, όπου 31 ασθενείς και δύο μέλη του προσωπικού βρήκαν τον θάνατο. Δύο θάλαμοι του ιδρύματος κατεδαφίστηκαν ενώ εκτεταμένες ζημιές προξενήθηκαν σε όλη σχεδόν την κτιριακή του υποδομή. Το Νοέμβριο του 2017 στο πλαίσιο του προγράμματος για την ανεύρεση των αγνοουμένων της κυπριακής τραγωδίας ξεκίνησαν εργασίες εκσκαφής στο χώρο του Ψυχιατρείου Αθαλάσσας, οι οποίες σύντομα απέδωσαν καρπούς. Τον Ιανουάριο του 2018 εντοπίσθηκαν οστά αγνοουμένων καθώς και πλήθος από ιατρικά αντικείμενα όπως ορός, χτένες, ακτινογραφίες, μπουκάλια φαρμάκων, ένεση, και άλλα ιατρικά αναλώσιμα καθώς και είδη ρουχισμού, υπόδησης και κουβέρτες (http://www.riknews.com.cy/index.php/news/kinonia/item/61658-entopistikan-osta-trofimon-tou-nos-athalassas-se-perioxi-tou-gn-lefkosias). Όπως μάλιστα δήλωσε στις 23 Μαρτίου ο Επίτροπος Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα και Θέματα Αποδήμων κ. Φώτης Φωτίου σύντομα θα ξεκινούσαν οι ανθρωπολογικές διαδικασίες κι ακολούθως οι επιστημονικές διαδικασίες στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ) για την ταυτοποίηση των οστών των ένδεκα ατόμων που βρέθηκαν στο χώρο εκταφής.
Ο χειρουργός Ανδρέας Δημητριάδης είναι ο πρωταγωνιστής μιας από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της κυπριακής τραγωδίας. Ήταν 16 Αυγούστου 1974 και η μάχη της Λευκωσίας μαινόταν. Ο Τουρκοκύπριος πολεμικός ανταποκριτής Ergin Konuksever, τραυματισμένος σοβαρά στον δεξί θώρακα φθάνει αιχμάλωτος στο νοσοκομείο της Λευκωσίας οδηγώντας ένα όχημα. Μαζί του βρισκόταν ένας συνάδελφός του καθώς και μια έγκυος Τουρκοκύπρια η οποία βρισκόταν στο στάδιο γέννας. Οι τρεις τους είχαν χάσει τον προορισμό τους, κατευθύνθηκαν στο Καϊμακλί όπου έπεσαν σε ελληνική περίπολο, η οποία έβαλε εναντίον τους, τραυμάτισε τον Konuksever και τους συνέλαβε. Η κατάστασή του κρίθηκε από τους Έλληνες γιατρούς κρίσιμη και αμέσως εισήχθη στο χειρουργείο. «Ήταν η πιο δύσκολη μέρα στο χειρουργείο» θυμάται ο Δημητριάδης. Η επέμβαση ολοκληρώθηκε με επιτυχία και μετά από λίγες μέρες ο Konuksever παραδόθηκε στα Ηνωμένα Έθνη και επέστρεψε στην Τουρκία.
Τα χρόνια πέρασαν και η υπόθεση ξεχάσθηκε. Όχι όμως από τον Konuksever ο οποίος εξελίχθηκε στον πιο διάσημο Τούρκο πολεμικό ανταποκριτή. Για πολλά χρόνια προσπαθούσε να ανακαλύψει ποιος ήταν ο Έλληνας γιατρός, ο οποίος του είχε σώσει τη ζωή. Έτσι ανέθεσε στον Τουρκοκύπριο ογκολόγο Ahmet Algin τη σχετική έρευνα, η οποία σύντομα απέδωσε καρπούς. Αμέσως ο Konuksever διαμήνυσε στον Δημητριάδη ότι ήθελε να τον συναντήσει. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2009, στο δημοσιογραφικό κέντρο «Ανατόλια», στο ξενοδοχείο Ledra Palace. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και για ώρα πολύ διηγούνταν ιστορίες ο ένας στον άλλο. «Αιμορραγούσα συνεχώς. Φτάνοντας στις πρώτες Βοήθειες κατάλαβα ότι οι νοσοκόμοι συζητούσαν αν θα με άφηναν να πεθάνω από αιμορραγία. Τότε εμφανίστηκε ένας νεαρός γιατρός με αστραφτερά γαλάζια μάτια, ο οποίος αποτεινόμενος στους νοσηλευτές του είπε: ‘Πήρα τον όρκο του Ιπποκράτη και για εμένα δεν έχει σημασία αν είναι Έλληνας ή Τούρκος’», περιέγραψε σε συνέντευξη του ο Konuksever (http://www.reporter.com.cy/politics/article/226208/).
Η συγκεκριμένη υπόθεση θα ήταν απλώς μια περίπτωση ιατρικής εντιμότητας και ευσυνειδησίας αν ο Konuksever δεν σχετιζόταν με μια από τις πιο συγκλονιστικές υποθέσεις αγνοουμένων Ελληνοκυπρίων στρατιωτών που είχαν συλληφθεί από τον τουρκικό στρατό. Τον Αύγουστο του 1974 κοντά στο τουρκοκυπριακό χωριό Τζιάος στην περιοχή της Μεσαορίας, πέντε Ελληνοκύπριοι στρατιώτες, οι Κορέλλης Αντώνης, Νικολάου Παναγιώτης, Σκορδής Χριστόφορος, Παπαγιάννης Ιωάννης και Χατζηκυριάκος Ιωάννης συνελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό. Τη σκηνή αποτύπωσε ο Konuksever με την κάμερά του, η οποία λίγο αργότερα κατασχέθηκε από τους στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς. Τα επόμενα χρόνια η φωτογραφία με τους πέντε Ελληνοκύπριους στρατιώτες να στέκονται αιχμάλωτοι στα γόνατα έκανε το γύρο του κόσμου και έγινε σύμβολο του αγώνα διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων. Οι οικογένειές τους ζούσαν επί χρόνια με την αγωνία του τι απέγιναν, αφού κανείς δεν μπορούσε να τους δώσει κάποια πληροφορία. Σε συνέντευξη του σε τηλεοπτικό σταθμό της Κυπριακής Δημοκρατίας ο Konuksever δήλωσε πως οι πέντε στρατιώτες ήταν νεκροί, αφού εκτελέσθηκαν λίγο μετά τη σύλληψή τους. Υπογράμμισε μάλιστα ότι στα κατασχεμένα από τις κυπριακές αρχές φιλμ υπήρχαν και άλλες φωτογραφίες που απεικόνιζαν τους στρατιώτες νεκρούς (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=73269).


Τα λείψανα των πέντε αγνοουμένων στρατιωτών βρέθηκαν σε πηγάδι κοντά στο χωριό Τζιάος και ταυτοποιήθηκαν λίγους μήνες αργότερα με τη μέθοδο του DNA. Η εκταφή τους έγινε από την Επιτροπή Αγνοουμένων Προσώπων που συνέστησε ο ΟΗΕ. Η Τουρκοκύπρια δημοσιογράφος Σεβκιούλ Ουλουντάκ μεταφέρει μια ανατριχιαστική πληροφορία, που την άκουσε από Τουρκοκύπριο του Τζιάος: «Τους έθαψαν εντελώς πρόχειρα και τους ξέθαψαν τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής, οπότε τους μετακίνησαν και τους έριξαν στο πηγάδι». Στο ίδιο πηγάδι βρέθηκαν άλλοι 14 Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=73538). Ήταν το τέλος μιας ιστορίας που δίχως αμφιβολία αποτελεί όνειδος για τον πολιτισμένο κόσμο.

Βιβλιογραφία
Βρυωνίδης, Δ. (2006) «Η Νομοθετική Ρύθμιση της Ιατρικής και της Δημόσιας Υγείας στην Κύπρο». Στο Βρυωνίδου-Γιάγκου Μ. (επιμ.) Η Ιατρική στην Κύπρο. Από την Αρχαιότητα μέχρι την Ανεξαρτησία, Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, εκδόσεις Ι.Γ. Κασουλίδης και Υιός, Λευκωσία, σελ. 423-444.
Γεωργιάδης, Α. (2001) Ιστορία της κυπριακής ιατρικής και νοσηλευτικής κατά την Αγγλοκρατία (1878-1960). Με ιδιαίτερη αναφορά στην ψυχιατρική περίθαλψη. Κοινωνικοί και νομοθετικοί θεσμοί, ιδρύματα, κοινωνικό πλαίσιο και κοινωνικές αντιλήψεις. Λιθογραφεία Κυριακίδη, Λευκωσία.
Δημητριάδης, Α. (1983) Αγώνες και αγωνίες. Εμπειρίες ενός θωρακοχειρουργού στην Κύπρο. Τομές στην Ιατρική και το ιατρικό επάγγελμα. Εκδόσεις Πρόοδος, Λευκωσία.
Δημητριάδης, Α. (2005) Τα Ιατρικά Κύπρια 1962-2002. Αυτόπτης μάρτυρας. Εκδόσεις Κ. Επιφανίου, Λευκωσία.
Δημητριάδης, Α. και Αναστασιάδης, Λ. (2011) «Σταθμοί στην ιστορία της Ιατρικής της Κύπρου, 1960-2010». Στο Παπαπολυβίου Π. (επιμ.) Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας 1960-2010, τόμ. 4, εκδόσεις Ο Φιλελεύθερος, Λευκωσία, σελ. 214-263.
Κυριαζής, Ν. (1934-1935) Νοσοκομεία στην Κύπρο. Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, αρ. 1-24, σελ. 562-664.
Κυριαζής, Ν. (1934-1935) Η χολέρα στην Κύπρο και το λοιμοκαθαρτήριο. Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, αρ. 1-24, σελ. 98-700.
Κυριαζής, Ν. (1946) Συλλογή ιστορικών ειδήσεων της πόλεως Λάρνακα–Σκάλα. Εκδόσεις Γ. Μ. Χατζηιωάννου, Λάρνακα.
Κυριαζής, Ν. (1947) Κοινωνική δράσις της πόλεως Σκάλα–Λάρνακα. Λάρνακα: εκδ. συγγρ.
Κυριαζής, Ν. (1995) Ο Δήμος της Λάρνακος εντός μιας πεντηκονταετίας (1878-1928). Έκδοση Δήμου Λάρνακας, Λάρνακα.
Κυριαζής, Μ. (2001) Η Ιατρική στο αρχαίο Κίτιο και την παλιά Λάρνακα. Έκδοση Δήμου Λάρνακας, Λάρνακα.
Μαραγκού, Α. και Γεωργιάδης, Α. (2006) «Η Ιατρική στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας». Στο Βρυωνίδου-Γιάγκου Μ. (επιμ.) Η Ιατρική στην Κύπρο. Από την Αρχαιότητα μέχρι την Ανεξαρτησία, Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, εκδόσεις Ι.Γ. Κασουλίδης και Υιός, Λευκωσία, σελ. 217-400.
Μίτσιγγα, Μ. (2005) Ιστορική αναδρομή 60 χρόνων Νοσηλευτικής Σχολής Κύπρου. Κυπριακά Νοσηλευτικά Χρονικά, 6(3), σελ. 37-43.
Παπαλοΐζου, Χ. (χ.χ.) Κύπρος Ανεξάρτητη Δημοκρατία, τόμ. 4. Θεσσαλονίκη: εκδ. συγγρ.
Παπαπολυβίου Π. (επιμ.) (2011) Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας 1974. Μάρτυρες και μαρτυρίες, τόμ. 1, εκδόσεις Ο Φιλελεύθερος, Λευκωσία.
Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής (2006) Γιατροί της Κύπρου. Βιογραφικός οδηγός 1737-1960, Χριστοδούλου Χ. (επιμ.). Εκδόσεις Ι.Γ. Κασουλίδης και Υιός, Λευκωσία.
Σταυρίδης, Φ. (2006) «Η Φαρμακευτική στην Κύπρο κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας». Στο Βρυωνίδου-Γιάγκου Μ. (επιμ.) Η ιατρική στην Κύπρο. Από την Αρχαιότητα μέχρι την Ανεξαρτησία, Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, εκδόσεις Ι.Γ. Κασουλίδης και Υιός, Λευκωσία, σελ. 445-459.
Χρυσάνθης, Κ. (2009), Ιατρικά Σύμμεικτα Κύπρου. Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Χρυσάνθου, Χρ. (2014), Ο άλλος πόλεμος των γιατρών το 1974. Προσωπικές μαρτυρίες για την περίθαλψη τραυματιών κατά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο», έκδοση ιατρικού συλλόγου «Ιπποκράτης», Λευκωσία.