Skip to main content

Γιάννης Μουρέλος: Η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας στην εκφορά του γκωλικού λόγου με αφορμή το Μεσανατολικό

130 χρόνια από τη γέννηση, 50 χρόνια από τον θάνατο του Charles de Gaulle

Γιάννης Μουρέλος

Η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας στην εκφορά του γκωλικού λόγου
με αφορμή το Μεσανατολικό

 

Όταν, στις 5 Ιουνίου 1967, ξέσπασε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, οι πάντες στη Γαλλία, από τα πολιτικά κόμματα έως τα διάφορα όργανα ενημέρωσης τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ του κράτους του Ισραήλ. Η μεγάλη έκπληξη προήλθε από τον στρατηγό de Gaulle, πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος κατήγγειλε την ισραηλινή επίθεση αναστέλλοντας ταυτόχρονα πάσης φύσεως προγραμματισμένη αποστολή γαλλικού οπλισμού με προορισμό τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Η αρχική έκπληξη παραχώρησε ταχύτατα τη θέση της σε έναν χείμαρρο κατηγοριών και επιπλήξεων. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην κοινή γνώμη και τον πρόεδρό της.

Η συνέντευξη Τύπου της 27ης Νοεμβρίου 1967, όπου έγινε πολύς λόγος για το Μεσανατολικό¹, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την όλη κατάσταση. Είναι αλήθεια πως περιοριζόμενος κανείς σε μια επιδερμική ανάγνωση του περιεχομένου μπορεί εύκολα να προσάψει στον Γάλλο πρόεδρο αντισημιτικές προθέσεις. Άραγε, η προσφυγή στον όρο “ηγεμονικός λαός” (peuple dominateur) αναφορικά με τους Ισραηλίτες, είχε για μια φορά υπερκεράσει τη σκέψη του αδιαφιλονίκητου χρήστη της γαλλικής γλώσσας που ήταν ο στρατηγός; H απάντηση είναι αρνητική. Αν και υπόδειγμα δημιουργικής φαντασίας, οι συνεντεύξεις Τύπου προετοιμάζονταν προηγουμένως σχολαστικά, το δε περιεχόμενό τους αποτελούσε το απόσταγμα μακροχρόνιου και συστηματικού στοχασμού. Αυτό ήταν κοινό μυστικό. Σπανίως ξέφευγαν από το προκαθορισμένο πλαίσιο μιας γενικότερης προσέγγισης. Υπό αυτό το πρίσμα, η συνέντευξη της 27ης Νοεμβρίου δεν αποτελεί εξαίρεση. Ακολουθεί πιστά τον κανόνα. Συνεπώς, εύλογη είναι η απορία: τι ακριβώς συνέβη και  ανετράπησαν πλήρως τα έως τότε δεδομένα ενώ η άγραφη συμμαχία ανάμεσα στη Γαλλία και το κράτος του Ισραήλ είχε ήδη συμπληρώσει μια δεκαετία; Τελικά, ο Πόλεμος τον Έξι Ημερών ήταν η πραγματική αιτία ή μήπως λειτούργησε ως πρόσχημα προκειμένου να διακοπεί η ειδική αυτή σχέση;

Η συνέντευξη Τύπου της 27ης Νοεμβρίου 1967 στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων

Το μόνο από τα πολιτικά κόμματα της χώρας που έσπευσε να στηρίξει την επίσημη θέση υπήρξε το κομμουνιστικό. Φυσικά το ίδιο συνέβη και με το γκωλικό κόμμα, όχι δίχως ενδοιασμούς και επιφυλάξεις που εκδηλώθηκαν αρκετά διακριτικά, είναι αλήθεια, για λόγους κομματικής πειθαρχίας και κυβερνητικής αλληλεγγύης. Κι όμως, ο μεσανατολικός προσανατολισμός της πολιτικής του de Gaulle ήταν προ πολλού γνωστός. Χρονολογείτο από τη στιγμή της ανάρρησης του στρατηγού στο ύπατο αξίωμα της χώρας το 1958. Εφαρμόστηκε μάλιστα με ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα μετά το πέρας του Πολέμου της Αλγερίας και την άρση του αδιεξόδου, στο οποίο είχε περιέλθει η Γαλλία εξαιτίας, ακριβώς, της διεξαγωγής του τελευταίου. Πρόκειται για μια πολιτική, η οποία είχε επιμελώς σχεδιαστεί και εντατικοποιηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρικής θητείας.

Η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση είχε αναγορευτεί, από το 1948 και κατόπιν, σε θεμελιώδη παράμετρο του Μεσανατολικού. Ήδη από τότε, ο de Gaulle δεν έκρυβε τη συμπάθεια, την οποία έτρεφε προς το νεότευκτο κράτος του Ισραήλ. Όταν, δέκα χρόνια αργότερα, ανέβηκε στην εξουσία, συνέχισε να διακατέχεται από τα ίδια αισθήματα. Ωστόσο, ο θαυμασμός και η συμπάθεια που ένοιωθε είχαν κάπως μετριαστεί εξαιτίας των επεκτατικών τάσεων αλλά και των διαφόρων προοπτικών ως προς το μέλλον του Ισραήλ. Έχοντας ο ίδιος απαλλαγεί από την αλγερινή υποθήκη, ξαναβρήκε μια ελευθερία κινήσεων, η οποία του επέτρεπε πλέον να αποκαταστήσει τη συνέχεια με τη γαλλική παραδοσιακή πολιτική, επιδιδόμενος σε μια αναπροσαρμογή ευρείας κλίμακας των σχέσεων της χώρας του με τον αραβικό κόσμο. Η καλλιέργεια προνομιακών σχέσεων με τον τελευταίο εξασφάλιζαν κι ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα. Ενδυνάμωναν τη θέση της Γαλλίας τόσο έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης όσο και έναντι των δυο υπερδυνάμεων της εποχής εκείνης. Έτσι άρχισε σιγά-σιγά να σφυρηλατείται το δόγμα μιας Γαλλίας, δυτικής δύναμης, διαθέτουσας αποτρεπτική στρατιωτική αυτοδυναμία, αποφασισμένης να τροποποιήσει τον διπολισμό των διεθνών σχέσεων και υπέρμαχου της διαφύλαξης της ειρήνης στη Μεσόγειο. Πρόκειται για μια επιλογή, η οποία δεν προσβλέπει στην ανατροπή των υπαρχουσών φιλικών σχέσεων, αλλά στην επέκταση των παραπάνω σχέσεων προς πάσα κατεύθυνση. Άλλωστε η συνέχεια μιας πολιτικής δεν γίνεται αντιληπτή παρά μόνο όταν πηγάζει από το παρελθόν και από την παράδοση. Τότε και μόνο τότε αναδεικνύονται σε όλο τους το μέγεθος η σημασία και η πραγματική της αξία.

Προκειμένου να καταφέρει κανείς να κατανοήσει σφαιρικά τον λόγο, τον οποίο ο de Gaulle εκφέρει αναφορικά με το Μεσανατολικό, δεν αρκεί να περιοριστεί μόνο στην περίοδο της προεδρικής του θητείας (1958-1969). Είναι απαραίτητη μια αναδρομή στο παρελθόν, με τη διαμονή του στη Συρία και στον Λίβανο κατά τη διετία 1929-1931 ή ακόμα και στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο στρατηγός ηγείτο της μαχόμενης Γαλλίας. Μόνο έτσι αναδύονται μια συνέχεια στο συναίσθημα και μια μονιμότητα στον τρόπο σκέψης. Ο μεσογειακός κόσμος, ειδικότερα δε η Μέση Ανατολή, σημάδεψαν τον de Gaulle στις κρισιμότερες καμπές της ζωής του και της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Κατά κάποιο τρόπο σφράγισαν αμετάκλητα τη μοίρα του.

O ταγματάρχης de Gaulle στον Λίβανο το 1929.

Η πρώτη γνωριμία με τον χώρο πραγματοποιήθηκε το 1929. Η διετής παραμονή του ταγματάρχη de Gaulle στις γαλλικές κτήσεις της Συρίας και του Λιβάνου του επέτρεψε να ανακαλύψει τη μεσογειακή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, τον έθεσαν για πρώτη φορά αντιμέτωπο με την αποικιακή διάσταση της πολιτικής της χώρας του. Από την όλη εμπειρία εξήλθε βαθιά επηρεασμένος.² Τον Ιούνιο του 1940, τη στιγμή κατά την οποία η μητροπολιτική Γαλλία βρισκόταν υπό καθεστώς κατάρρευσης, η στροφή προς τις αποικιακές κτήσεις αποτελούσε μια σοβαρή εναλλακτική λύση για τη συνέχιση του πολέμου. Δυστυχώς, η κυβέρνηση (της οποίας ο ίδιος ο στρατηγός ήταν μέλος κατέχοντας το χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού Στρατιωτικών), προτίμησε να υπεκφύγει προτάσσοντας τη λύση της συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία. Την ίδια ακριβώς στιγμή, χάρη στον de Gaulle, το Λονδίνο λειτούργησε ως έδρα της μαχόμενης Γαλλίας, σύμβολο της συνέχειας και, ως ένα ποσοστό, της εθνικής νομιμότητας.³ Στα χρόνια που ακολούθησαν, η μαχόμενη Γαλλία υπήρξε παρούσα στο μεσογειακό επιχειρησιακό θέατρο. Το 1941 ο στρατηγός Catroux απόσπασε από τον έλεγχο του καθεστώτος του Βισύ τη Συρία και τον Λίβανο, υποσχόμενος μελλοντική ανεξαρτησία. Οι στρατηγοί Leclerc και Koenig έδρεψαν δάφνες, αντίστοιχα, στις μάχες της Κούφρα και του Μπιρ Χακέιμ. Ο στρατηγός Juin αναδείχτηκε στη μάχη του Μόντε Κασίνο. Ο στρατηγός de Lattre αποβιβάστηκε στις ακτές της Προβηγκίας στο πλευρό των Αμερικανών. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, το Αλγέρι λειτούργησε ως έδρα της Προσωρινής Εθνοσυνέλευσης.⁴ Μετά τη λήξη του πολέμου, το καθεστώς της Δ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας (1946-1958) καταποντίστηκε εν μέσω οξύτατων περισπασμών, τους οποίους είχαν προκαλέσει δυο διαδοχικοί αποικιακοί πόλεμοι, εκείνοι της Ινδοκίνας και της Αλγερίας. Άλλωστε το ίδιο το αδιέξοδο, στο οποίο είχε περιέλθει το αλγερινό ζήτημα, υπήρξε εκείνο που επανέφερε το 1958 τον de Gaulle στην εξουσία. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν άλλα τέσσερα χρόνια προκειμένου να καταφέρει η Γαλλία να απαλλαγεί από τη μέγκενη. Αυτό συνέβη το 1962 με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλγερίας.

Οι στρατηγοί de Gaulle, Leclerc, Catroux και Koenig, η αιχμή του δόρατος της μαχόμενης Γαλλίας.

Η παραπάνω διαγώνια διαδρομή μέσα στο χρόνο αρκεί για να αποδείξει την πρωταρχική θέση, την οποία ο μεσογειακός κόσμος κατέχει στη σκέψη και στην καρδιά του στρατηγού. Ποια ακριβώς, όμως, είναι η πρόσληψη εκ μέρους του τελευταίου, της Μεσογείου και ειδικότερα της Μέσης Ανατολής; Στο σημείο αυτό υπεισέρχονται αυτομάτως τέσσερις θεμελιώδεις παράμετροι: η ιστορία, η γεωπολιτική, η οικονομία και ο πολιτισμός.⁵

Για τον de Gaulle, η Μέση Ανατολή είναι μια πραγματικότητα, την ύπαρξη της οποίας συνειδητοποίησε διαμέσου της πολυπλοκότητας των σχέσεων ανάμεσα σε αλλόθρησκες κοινότητες αλλά και διαμέσου των διφορούμενων σχέσεων των τελευταίων με την αποικιακή δύναμη, τη Γαλλία.⁶ Ωστόσο, δεν οφείλει την παιδεία του στη μόνη βιωματική εμπειρία. Την οφείλει επίσης στα διδάγματα της Ιστορίας. Στην πορεία, την οποία ακολουθεί μέσα στο χρόνο, η Ιστορία κινείται προς δυο αντιφατικές μεταξύ τους κατευθύνσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εναλλαγή καταστάσεων διαλόγου και διενέξεων. Η δημιουργία των φραγκικών βασιλείων στη Μικρά Ασία, η προσέγγιση του βασιλέα Φραγκίσκου Α΄ με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, η επιβολή του καθεστώτος των διομολογήσεων (εμπορικών προνομίων) εντός της οθωμανικής επικράτειας, η εκστρατεία του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο, η παροχή στήριξης στον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία λίγο αργότερα, όταν ο ρομαντισμός ενεργοποιεί τον συναισθηματισμό, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Με την απαρχή του φαινομένου της αποικιακής εξάπλωσης, η Γαλλία εγκαθίσταται στο Μαγκρέμπ. Η παλινόρθωση της μοναρχίας τo 1830 συμπίπτει με μια εντατικοποίηση του ανοίγματος προς τον αραβικό κόσμο, πολιτική, την οποία υιοθετεί για δικό του λογαριασμό και το καθεστώς της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (1852-1870) με κορυφαία στιγμή τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Την επομένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Γαλλία λαμβάνει από τη διεθνή κοινότητα εντολή για τη διοίκηση της Συρίας και του Λιβάνου. Πρόκειται για το επιστέγασμα της πολιτικής της στην περιοχή καθώς και για την κατοχύρωση των συμφερόντων της στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής.

Συνεπώς, ήδη από την εποχή του Μεσαίωνα, οι σχέσεις με τον μεσογειακό κόσμο αποτελούν πρωτίστης σημασίας παράμετρο ως προς τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της γαλλικής διπλωματίας. Μεσογειακή δύναμη η ίδια, η Γαλλία βλέπει να εκπληρώνεται σε αυτό τον γεωγραφικό χώρο σημαντικό μέρος του πεπρωμένου της.⁷ Πρόκειται για την ευνόητη παρουσία μιας παράδοσης, η οποία, από τον 15ο αιώνα έως τον 20ό διαπέρασε το πνεύμα ενός μεγάλου αριθμού Γάλλων επωνύμων, από τον Άγιο Λουδοβίκο (Λουδοβίκο Θ΄) έως τον Φραγκίσκο Α΄, από τον Βοναπάρτη έως τον Chateaubriand και τον Michelet. Υπό το παραπάνω πρίσμα, η επιτυχία του de Gaulle στον ευδόκιμο διάλογό του με τον μεσογειακό κόσμο, βρίσκει την εξήγησή της στην ύπαρξη ενός ιστορικού υποβάθρου αλλά και στο προσωπικό ενδιαφέρον και τον σεβασμό που ο στρατηγός έτρεφε για την ίδια την Ιστορία.

Από την Ιστορία ο στρατηγός διδάχθηκε επίσης πως ένας από τους θεμελιώδεις αντικειμενικούς στόχους της μεσογειακής και μεσανατολικής πολιτικής της Γαλλίας συνίστατο στην παρεμπόδιση της διείσδυσης και εγκατάστασης σε αυτή τη γωνία της γης, εξωτερικών ηγεμονιών (Ρωσία και Μεγ. Βρετανία στον 19ο αιώνα, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στον 20ό). Η Γαλλία, επιδιδόμενη σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης και αποτροπής αυτής της κατάστασης, δεν δίστασε να προσεγγίσει τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Μοναδική εξαίρεση, η οποία, ωστόσο, επιβεβαιώνει τον κανόνα, αποτελεί ο αποικισμός της Αλγερίας. Η ανεξαρτητοποίηση των χωρών του Τρίτου Κόσμου, πόσο μάλλον εκείνων που βρέχονται από τη Μεσόγειο, λειτουργούν ενισχυτικά προς όφελος της ίδιας της Γαλλίας. Αντίθετα, οι παντός είδους διαφορές και αντιπαραθέσεις, έστω και σε τοπική κλίμακα, ευνοούν τις υπερδυνάμεις. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η κρίση του Σουέζ (1956), η οποία σηματοδοτεί την απόσυρση της ευρωπαϊκής επιρροής από μια νευραλγική και συνάμα ζωτικής σημασίας περιοχή και ανοίγει διάπλατα τον δρόμο στην παρέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Έκτοτε, η Ατλαντική Συμμαχία ολοένα και περισσότερο προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση ενός αγγλοσαξωνικού διευθυντηρίου. Η πορεία των δυο συμμάχων του Σουέζ (Μεγ. Βρετανία και Γαλλία) είναι αποκλίνουσα. Τη στιγμή, κατα την οποία η πρώτη στρέφεται προς μια στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ, η δεύτερη θέτει τα θεμέλια για μια ανεξάρτητη και αυτοδύναμη αμυντική πολιτική.⁸

Εδώ ακριβώς είναι που κάνει αισθητή την εμφάνισή της η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και η γκωλική αντίληψη περί συμμαχιών. Για τον de Gaulle, να είναι κανείς ανεξάρτητος σημαίνει να διατηρεί για τον εαυτό του την ελευθερία απόφασης και παρέμβασης. Ωστόσο, μια χώρα δύναται κάλλιστα να αποτελεί μέλος μιας συμμαχίας ή ενός οικονομικού οργανισμού απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ανεξαρτησία κινήσεων από τη στιγμή, κατά την οποία τα κριτήρια κάθε συμμαχίας είναι η ανεξαρτησία, η ευελιξία, τέλος, η ισοτιμία δικαιωμάτων και δεσμεύσεων των μελών που την απαρτίζουν. “Πρέπει απαραιτήτως να πρόκειται για σχέσεις συνεργασίας και όχι εξάρτησης”, επισήμανε εμφατικά σε λόγο, που εκφώνησε στις 7 Μαρτίου 1948 στην Κομπιένη.⁹ Σε ραδιοφωνικό διάγγελμα στις 27 Απριλίου 1965, το παραπάνω σκεπτικό αναδεικνύεται τρισδιάστατα. Επανερχόμενος στην ιερή και σταθερή αξία που αποτελεί για τον ίδιο η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, συνεχίζει επί λέξει: “Όσον αφορά τα προβλήματα, τα οποία υφίστανται στον υπόλοιπο κόσμο, η δική μας ανεξαρτησία επιτάσσει να ακολουθήσουμε μια πορεία συνυφασμένη με τις αρχές και τις αξίες μας, δηλαδή: ουδεμία ηγεμονία επιβληθείσα από τον οποιονδήποτε, ουδεμία παρέμβαση τρίτων στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κυρίαρχου κράτους, ουδεμία απαγόρευση καλλιέργειας σχέσεων με κάποιο άλλο κράτος είναι ανεκτές. Αντιθέτως, σύμφωνα πάντοτε με τις δικές μας αντιλήψεις, το ύψιστο συμφέρον του ανθρωπίνου είδους υπαγορεύει πως κάθε έθνος είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του, απαλλαγμένο από έξωθεν πιέσεις, υποβοηθούμενο στην πρόοδό του δίχως προαπαιτούμενα υπακοής. (…) Ωστόσο, ακριβώς επειδή στη σημερινή διανομή του πλανήτη σε δυο ηγεμονίες, σε δυο στρατόπεδα, οι έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας, της συναδέλφωσης των λαών δεν βρίσκουν απήχηση, μια νέα τάξη, μια νέα ισορροπία είναι απαραίτητες για τη διαφύλαξη της ειρήνης. Ποιος άλλος, πέραν ημών, είναι σε θέση να εγγυηθεί κάτι τέτοιο υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα παραμείνουμε αυτοί που είμαστε;”.¹º

Discours du 27 avril 1965

Δυο νέα στοιχεία κάνουν επομένως την εμφάνισή τους: α) η δημιουργία ενός πολυπολικού συστήματος παγκόσμιας ισορροπίας σε αντικατάσταση του υπάρχοντος διπολικού και β) η ανάδειξη της Γαλλίας σε σημαντική δύναμη στο διεθνές στερέωμα χάρη στην ισχύ του πυρηνικού της οπλοστασίου. Η πολιτική των τελευταίων κυβερνήσεων της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας προαναγγέλλει εκείνη που επρόκειτο να ακολουθηθεί μετά το 1958 από τον ίδιο τον de Gaulle. Η κρίση του Σουέζ και η συνακόλουθη παρέμβαση των ΗΠΑ προκάλεσαν ένα ρήγμα στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Έκτοτε, η Γαλλία άρχισε να εφαρμόζει ένα νέο δόγμα, στρατιωτικό, στρατηγικό, γεωπολιτικό και ευρω-αφρικανικό, πριν καν την εγκαθίδρυση, το 1958, του καθεστώτος της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, το οποίο με τη σειρά του,διευρύνει τον ορίζοντα προς την ίδια κατεύθυνση.¹¹ Αυτό αποδεικνύουν οι μελέτες των Jean Delmas, Bertrand Goldschmidt, Georges-Henri Soutou και Charles Ailleret.¹²

Το πυρηνικό θαύμα: Πριν με αγνοούσαν. Τώρα…Γελοιογραφία εποχής.

 

13 Φεβρουαρίου 1960: Η πρώτη πυρηνική δοκιμή της Γαλλίας στο Reggane της νοτίου Αλγερίας.

Στις ακτές της Μεσογείου σκιαγραφείται με σαφήνεια, επομένως, μια από τις θεμελιώδεις αρχές της γκωλικής κοσμοαντίληψης: η έγνοια για εθνική ανεξαρτησία και η αποτροπή των ηγεμονιών. Κατά γενική ομολογία πρόκειται για μια βαθιά αντιδιαστολή σε σχέση με τους στόχους και τις μεθόδους του παρελθόντος. Κατά την άποψη του de Gaulle, πέραν από από τη συγκυριακή διάσταση και τα απρόοπτα της πολιτικής, είναι απαραίτητο να αξιοποιηθεί το στοιχείο εκείνο, το οποίο μέσα σε κάθε κράτος ενσαρκώνει την έννοια της συνέχειας: ο άνθρωπος. Να παρασχεθούν ταυτόχρονα στον τελευταίο όλα τα μέσα εκείνα που θα του επιτρέπουν να εξελιχθεί και να διεκδικήσει δικαιωματικά την ανεξαρτησία του τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Ιστορία και γεωγραφία δεν αρκούν προκειμένου να κατανοήσει κανείς τις επιλογές του στρατηγού αναφορικά με το σύμπλεγμα ανατολικής Μεσογείου – Μέσης Ανατολής. Στις παραπάνω παραμέτρους πρέπει να προστεθεί ακόμη μια, υψίστης σημασίας: η προστασία των οικονομικών συμφερόντων. Ο ίδιος ο de Gaulle το παραδέχεται όταν γράφει: “Στη Μέση Ανατολή τα συμφέροντά μας καρκινοβατούν. Οι κρίσεις της Αλγερίας και του Σουέζ έφραξαν τις προσβάσεις μας στον αραβικό κόσμο. Εννοείται πως μια από τις προτεραιότητές μου είναι να αποκαταστήσω το γόητρο και την εν γένει επιρροή της Γαλλίας σε μια περιοχή όπου ανέκαθεν υπήρξε παρούσα. Πόσο μάλλον που στις μέρες μας, η μεγάλη πολιτική και στρατηγική σημασία των κοιλάδων του Νείλου, του Ευφράτη και του Τίγρη, η Ερυθρά Θάλασσα, τέλος, ο Περσικός Κόλπος έχει θεαματικά αναβαθμιστεί χάρη στο πετρέλαιο και είναι πλέον συνυφασμένη με μια ανεκτίμητη οικονομική διάσταση. Τα πάντα επιτάσσουν να κάνουμε εκ νέου αισθητή την παρουσία μας στο Κάιρο, στη Δαμασκό, στο Αμμάν, στη Βαγδάτη και στο Χαρτούμ”.¹³

Η Γαλλία, έχοντας προηγουμένως αποδεχτεί τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς, ειδικότερα δε τους σχετικούς με την κατάργηση των τελωνειακών δασμών, προσέβλεπε στην αύξηση των συναλλαγών με τον αραβικό κόσμο με σκοπό να ενισχύσει τη δική της βιομηχανική παραγωγή, η οποία έως τότε λειτουργούσε με γνώμονα τους κανόνες του προστατευτισμού. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί δίχως μια σταθερή προσέγγιση σε πολιτικό επίπεδο, επιτρέποντας συνάμα την απρόσκοπτη τροφοδοσία της χώρας σε πετρέλαιο.¹⁴ Μέγας εισαγωγέας πετρελαίου, η Γαλλία αγοράζει από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες περισσότερα προϊόντα από ό,τι πουλά, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών με τις τελευταίες να είναι ελλειμματικό. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1962 και 1969 (έτος παραίτησης του de Gaulle από το προεδρικό αξίωμα), το άθροισμα των εισαγωγών με προέλευση την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία και την Ωκεανία υστερεί έναντι των αντιστοίχων από τις αραβικές χώρες. Μόνο οι προερχόμενες από τις ΗΠΑ εισαγωγές ξεπερνούν αυτό τον δείκτη. Οι εξαγωγές προς τις αραβικές χώρες αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων περιορίζουν κάπως τη διαφορά. Το εμπορικό ισοζύγιο στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής  είναι πλεονασματικό μόνο με τα κράτη εκείνα, από τα οποία η Γαλλία δεν εισάγει πετρέλαιο και λιπαντικές ουσίες. Πρόκειται για τις περιπτώσεις της Αιγύπτου, του Ιράν (μοναδικής πετρελαιοπαραγωγού χώρας, με την οποία το ισοζύγιο είναι ισορροπημένο), του Λιβάνου, της Συρίας, της Υεμένης και φυσικά του Ισραήλ. Αντιθέτως, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ¹⁵, το Κουβέιτ και η Λιβύη.¹⁶ Σε τελευταία ανάλυση, η Γαλλία διατηρεί ισορροπημένες εμπορικές συναλλαγές με τα κράτη εκείνα, με τα οποία συνδέεται με μακροχρόνιες φιλικές σχέσεις. Πρόκειται για απλή σύμπτωση, από τη στιγμή που το εμπορικό ισοζύγιο διαμορφώνεται αποκλειστικά και μόνο από το είδος των προϊόντων που ανταλλάσσονται.¹⁷

Ο de Gaulle φωτογραφίζεται στο περβάζι του Προεδρικού Μεγάρου των Ηλυσίων με το βασιλικό ζεύγος της Ιορδανίας (1964) και με τον πρωθυπουργό του κράτους του Ισραήλ, David Ben Gurion (1960).

Η Ιστορία, η βούληση του στρατηγού να αντιταχθεί στις ηγεμονίες προικίζοντας την Γαλλία με ένα πρώτου μεγέθους διεθνές κύρος, οι επιταγές της ενεργειακής ανεξαρτησίας, είναι μερικά από τα εναύσματα, τα οποία τον οδήγησαν σε μια ευρεία αναπροσαρμογή της μεσανατολικής του πολιτικής την επαύριο της άρσης της αλγερινής υποθήκης. Καθώς μάλιστα η αναπροσαρμογή αυτή προσέλαβε εντυπωσιακές διαστάσεις, πολλοί παρατηρητές έσπευσαν να αναζητήσουν τις καταβολές και τα αίτιά της πέραν του χώρου της Realpolitik. Χαμένος κόπος, από τη στιγμή που ο ίδιος ο de Gaulle έδωσε την πιο απλή και συνάμα την πιο αξιόπιστη εξήγηση: “Βλέπετε”, εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή προς το τέλος της προεδρικής του θητείας, “στις απέναντι ακτές της Μεσογείου υπάρχουν κράτη, τα οποία βρίσκονται σε τροχιά ανάπτυξης. Διατηρούν ωστόσο μέσα τους έναν πολιτισμό, μια κουλτούρα, έναν ουμανισμό και μια κάποια αντίληψη των ανθρωπίνων σχέσεων που εμείς έχουμε την τάση να απωλέσουμε ζώντας μέσα στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες μας και που κάποια μέρα θα ξαναβρούμε με μεγάλη ικανοποίηση χάρη στα κράτη αυτά. Αμφότεροι, ο καθένας με τους δικούς του ρυθμούς και τις δικές του δυνάμεις, βαδίζουμε προς την κατεύθυνση ενός βιομηχανικού πολιτισμού. Εάν όμως επιθυμία μας είναι να ορθώσουμε γύρω από τη Μεσόγειο, γενέτειρα τόσο μεγάλων πολιτισμών, μια βιομηχανική κοινωνία η οποία να μην αντιγράφει το αμερικανικό πρότυπο, μια κοινωνία, εντός της οποίας ο άνθρωπος θα είναι ένας σκοπός και όχι ένα μέσο, τότε κρίνω απαραίτητο οι κουλτούρες μας να ανοίξουν διάπλατα η μια στην άλλη”.¹⁸

Charles de Gaulle: «Un peuple d’élite, sûr de lui-même et dominateur»

 

Ο Γιάννης Μουρέλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

To παρόν κείμενο με τίτλο Le fondement du discours gaullien vis-à-vis de l’ Orient diterranéen εκφωνήθηκε στο πλαίσιο διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου με γενικό θέμα La France et la Grèce dans le monde au temps de De Gaulle et de Caramanlis (οργανωτικοί φορείς: Fondation Charles de Gaulle και Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»), οι εργασίες του οποίου έλαβαν χώρα στις 27 και 28 Μαρτίου 2003 στο Παρίσι. Έχει δημοσιευθεί με τον ίδιο τίτλο στο Cahiers de la Fondation Charles de Gaulle, αρ. 14, 2004, σ. 60-68.

¹  Ο Philippe Daumas έχει υπολογίσει τη σημασία των όσων ελέχθησαν κατά τη συνέντευξη Τύπου της 27ης Νοεμβρίου 1967 προσμετρώντας το μήκος, σε μέτρα, των κυλίνδρων του σχετικού οπτικοακουστικού υλικού του πρακτορείου Agence France Presse! Συγκεκριμένα: 1,20μ. ήταν αφιερωμένο στο Μεσανατολικό, 1,30μ. και 1,50μ. αντίστοιχα στην υποψηφιότητα της Μεγάλης Βρετανίας στην Κοινή Αγορά και στο ζήτημα του Κεμπέκ. Μπορεί μεν οι αναφορές στο Μεσανατολικό να μη διεκδικούν τα πρωτεία, ωστόσο, τις εβδομάδες που ακολούθησαν μονοπώλησαν το ενδιαφέρον στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Βλ. σχετικά Philippe Daumas, “La politique française au Proche-Orient et l’ opinion publique”, Études gaulliennes, Τ. 5, αρ. 19-20, Παρίσι, 1977, σ. 38.

²  Jean-Paul Bled, “Le général de Gaulle et le monde méditerranéen”,  Études gaulliennes, Τ. 5, αρ. 19-20, Παρίσι, 1977, σ. 9-10.

³  Ibid.

⁴  Paul Balta, “La politique arabe du général de Gaulle”, De Gaulle en son siècle, T. 6, Παρίσι, Plon, 1992, σ. 346-347.

⁵  Paul-Marie de La Gorce, “La politique arabe du général de Gaulle”, La politique étrangère du  général de Gaulle, Παρίσι, Institut universitaire des Hautes études internationales, 1985, σ. 191.

⁶   Ibid. σ. 179.

⁷  Jean-Paul Bled, οπ.π., σ. 10.

⁸  Maurice Vaisse, “France and the Suez Crisis”, (επιμ.) Roger Louis και Roger Owen, Suez 1956, Οξφόρδη, Clarendon Press, 1989, σ. 178-199. Του ιδίου, “La politique française à l’ égard de l’ OTAN (1956-1958). Continuité ou rupture?”, De Gaulle en son siècle, T.4, Παρίσι, Plon, 1992, σ. 80.

⁹  Charles de Gaulle, Discours et Messages, T. 2, Παρίσι, Plon, 1970, σ. 124. Μνημονεύεται από τους Daniel Collard και Gérard Daille, “Le général de Gaulle et les alliances”, De Gaulle en son siècle, T.4, Παρίσι, Plon, 1992, σ. 62-63.

¹º Μνημονεύεται από τον Paul Balta, “De Gaulle renoue avec la politique traditionnelle de la France en Méditerranée pour faire face aux hégémonies”, Études gauliennes, T. 5, αρ. 19-20, Παρίσι, 1977, σ. 51.

¹¹ André Eshet, “Aspects stratégiques de la politique étrangère gaullienne”, La politique  étrangère du  général de Gaulle, Παρίσι, Institut universitaire des Hautes études internationales, 1985, σ. 77.

¹² Charles Ailleret, L’ aventure atomique française. Comment naquit la force de frappe, Παρίσι, Grasset, 1968, Bertrand Goldschmidt, “La genèse et l’ héritage”, L’ aventure de la bombe. De Gaulle et la dissuasion nucléaire (1958-1968), Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (οργανωτικοί φορείς: Πανεπιστήμιο Franche-Comté και Fondation Charles de Gaulle), Παρίσι, 1985, σ. 23-37, Georges-Henri Soutou, “La politique nucléaire de Pierre Mendès France”, Relations Internationales, αρ. 59, Γενεύη-Παρίσι, 1989, Jean Delmas, “Naissance et développement d’ une politique nucléaire militaire en France (1945-1956), Das Nordatlantische Bündnis (1949-1956), Μόναχο, R. Oldenbourg Verlag, 1993, σ. 263-272.

¹³ Charles de Gaulle, Mémoires d’ espoir, T. 1, Παρίσι, Plon, 1970, σ. 77.

¹⁴ Paul Balta, οπ.π., σ. 51.

¹⁵ Denys Krynen, La politique proche-orientale du général de Gaulle (1958-1969). Le sentiment et la raison, διδακτορική διατριβή, Τουλούζη, Université des sciences sociales, 1975, σ.218. Από όλα τα κράτη της Μέσης Ανατολής, οι περισσότερες εισαγωγές έχουν ως προέλευση το Ιράκ. Το μεγάλο έλλειμμα οφείλεται στον διπλασιασμό των εισαγωγών πετρελαίου από τη συγκεκριμένη χώρα μεταξύ των ετών 1962 και 1969. Παρά το γεγονός ότι μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα οι γαλλικές εξαγωγές με προορισμό το Ιράκ πενταπλασιάστηκαν, το ισοζύγιο των εμπορικών συναλλαγών παρέμεινε εντυπωσιακά ελλειμματικό για την Γαλλία.

¹⁶ Το ελλειμματικό ισοζύγιο και στην περίπτωση αυτή οφείλεται στις σε μεγάλη ποσότητα εισαγωγές πετρελαίου καθώς, σύμφωνα με τις σχετικές συμφωνίες του Φεβρουαρίου 1968, η Λιβύη είχε αναγορευτεί σε δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα προς τη Γαλλία, ακριβώς πίσω από το Ιράκ.

¹⁷ Denys Krynen, οπ.π., σ. 223.

¹⁸ Δήλωση του Ιανουαρίου 1969 στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων. Μνημονεύεται από τους Paul Balta και Claudine Rulleau, La politique arabe de la France, de De Gaulle à Pompidou, Παρίσι, Sinbad, 1973. σ. 58.