Φόρος τιμής στον Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων
Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης
Επτανησιακά για το 1821.
Παραλειπόμενα και μη
Η συμβολή των Επτανησίων ήταν γενναία στα συμβαίνοντα κατά την Επανάσταση του 1821 και τα μετά από αυτήν. Σε αυτούς αφιερώνεται η παρούσα μελέτη, μικρός έρανος στην μνήμη τους.
Από την αρχή του Αγώνος, με την Επανάσταση του Αλεξ. Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία, διακρίθηκαν οι Επτανήσιοι, όπως, για παράδειγμα, ο Κεφαλλονίτης Λουκάς Βαλσαμάκης και ο Ιθακήσιος Σπυρ. Δρακούλης, που επελέγησαν ως εκατόνταρχοι του στρατού του Υψηλάντη. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι από τα προεπαναστατικά χρόνια πολλοί Επτανήσιοι ήσαν εγκαταστημένοι στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ως γραμματικοί και λογιστές εμπορικών οίκων, αλλά και ναυτικοί που με τα καράβια τους κυριαρχούσαν στην ναυσιπλοΐα του Δουνάβεως.[1] Ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Σφαέλλος, στην αρχή της Επαναστάσεως στην Μολδοβλαχία, κατά διαταγή του Αλέξ. Υψηλάντη, βλέποντας να πλέουν στον ποταμό Προύθο, δέκα τουρκικά καράβια, τέθηκε επικεφαλής ναυτικών, όρμησε και τα κυρίευσε, απελευθέρωσε τους Έλληνες ναύτες και επιβάτες, τους δε Τούρκους κλείδωσε σε ένα αμπάρι πλοίου τους και το βύθισε αύτανδρο.[2]
Στην Ζάκυνθο υφίστατο Επιτροπή Φιλικών, αποτελούμενη από τους Διονύσιο Ρώμα και τους τέκτονες (μασόνους) Παν. Στεφάνου και Κ. Δραγώνα,[3] που ανέπτυξαν «υπερελληνική», κατά τον Γ. Κουντουριώτη δραστηριότητα. Γνωστό, εξάπαντος, είναι ότι ο Κολοκοτρώνης έμεινε στην Ζάκυνθο την περίοδο 1806 – 1821, αξιωματικός του αγγλικού στρατού της αρμοστείας των Ιονίων Νήσων. Οι υιοί του Γενναίος και Πάνος πέρασαν απέναντι από την Ζάκυνθο στο Πάπαρι, τις παραμονές της αλώσεως της Τριπολιτσάς.

Στην Κέρκυρα είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία ο Βιάρος Καποδίστριας, αδελφός του Κυβερνήτη και ο Κ. Γεροστάθης, που είχαν την ευθύνη, ιδίως ο Βιάρος, αποστολής χρημάτων, προϊόν εράνων, στον Γενικό Πρόξενο της Ρωσίας Γ. Βλασσόπουλο και στον Ι. Παπαδιαμαντόπουλο.[4]

Στην Λευκάδα ξεχώριζε ως Φιλικός ο Ι. Ζαμπέλιος (1787 – 1856), πατέρας του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου (1815 – 1881), που πριν τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, έγραψε για την διαχρονική ενότητα του Ελληνισμού στο σχήμα Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός.[5] Ο Ιωάννης είχε την ευθύνη της μεταφοράς όπλων και πολεμοφοδίων, καθώς και την φροντίδα περιθάλψεως των προσφύγων, που έφθαναν στην Λευκάδα από τα μέρη της Ηπείρου και της Ακαρνανίας. Για τον σκοπό του ταξιδίου του Καποδίστρια στην Κέρκυρα έγινε πολύς λόγος. Ο αείμνηστος καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος θέτει το ερώτημα, αν συζήτησε με τον αδελφό του Βιάρο για τις ζυμώσεις περί Επαναστάσεως, οι οποίες, τελικά, τον οδήγησαν στην σύνταξη και κυκλοφορία, ανωνύμως βέβαια, εγκύκλιας επιστολής από 6 Απριλίου 1819, τιτλοφορούμενης Τέκνα της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας, όπου ο λόγος για αλληλεγγύη, υπακοή στις αρχές του Ευαγγελίου, την ανάγκη να επιδοθούν οι Έλληνες στην ηθική και πνευματική μόρφωση, γιατί κάθε άλλο είναι μάταιο.[6] Στην φαντασία, πάντως, των Ελλήνων και ιδίως των Επτανησίων, η επίσκεψη αυτή του Καποδίστρια θεωρήθηκε προμήνυμα του Αγώνος και ότι πίσω του έβλεπαν την μορφή τουΤσάρου.[7]
Στις παραμονές της Επαναστάσεως (26 – 27 Φεβρουαρίου 1821), φαίνονταν, πλέον, καθαρά τα επερχόμενα και τότε πολλοί Επτανήσιοι, εγκαταστημένοι στην Πάτρα, έφυγαν με τις οικογένειές τους, από την παραλία του Αγίου Ανδρέα, για τα νησιά τους. Πράγματι, στις 7 Μαρτίου η Πάτρα είχε αναστατωθεί, οι Έλληνες είχαν βγει στους δρόμους με πιστόλια και γιαταγάνια και την επομένη Επτανήσιοι της πόλεως ανέλαβαν την φρούρηση των προξενείων Ρωσίας, Πρωσίας, Σουηδίας, των οποίων οι πρόξενοι ήσαν Έλληνες και ενήμεροι γι’ αυτά που θα έρχονταν. Το ρωσικό προξενείο, με τον Πρόξενο Βλασσόπουλο, ήταν το κέντρο των Φιλικών και εδώ κατέφευγαν οι Έλληνες κάτοικοι της Πάτρας.[8] Εδώ είχε καταφύγει ο Μακρυγιάννης για να συντονίσει τους Φιλικούς της Άρτας και άλλων περιοχών με τους Πελοποννησίους. Οι Τούρκοι, που είχαν αντιληφθεί τις ελληνικές κινήσεις, τον αναζητούσαν, αλλά αυτός, με την βοήθεια του Κεφαλλονίτη Φιλικού Ν. Γερακάρη, κατόρθωσε να διαφύγει φθάνοντας, μες από τα πατρινά στενοσόκκακα, σε μια φελούκα, αραγμένη στο λιμάνι.[9]
Ο Απ. Ε. Βακαλόπουλος θεωρεί, στηριζόμενος στον Πρεβελάκη, ότι την Επανάσταση επέσπευσαν με την προκλητική τους στάση, οι εγκαταστημένοι στην Πάτρα Επτανήσιοι, οι πιο θερμοί υποστηρικτές της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, όπως γράφει, μαζί τους και πολλοί οπαδοί της Φιλικής Εταιρείας.[10]
Όταν τα γεγονότα στην Πάτρα έλαβαν την δραματική τους μορφή και οι Τούρκοι προσπάθησαν να καύσουν, ανεπιτυχώς, το σπίτι του ταμία Ιω. Παπαδιαμαντόπουλου και το μητροπολιτικό οίκημα, τότε μερικοί Έλληνες, με αρχηγούς τον Παν. Καρατζά, σανδαλοποιό στο παζάρι της Πάτρας και τους Επτανησίους, τον έμπορο Βαγγέλη Λιβαδά και τον φαρμακοποιό Γερακάρη, ξεχύθηκαν στους δρόμους και άρχισαν να κυνηγούν τους Τούρκους προς το κάστρο.[11] Από εκείνη την ημέρα Έλληνες οπλισμένοι από τα γύρω χωριά κατέφθασαν στην Πάτρα, για να πάρουν μέρος στον Αγώνα. Και ο Άγγλος πρόξενος Green, εμπρός στην κατάσταση αυτή, προσπαθούσε να αποτρέψει τους Επτανησίους (γύρω στους 400), ως Άγγλους υπηκόους, να μετάσχουν σε όλα τα δυσάρεστα, γι’ αυτόν, άλλωστε ανθέλληνας.[12] Ο Παν. Καρατζάς, που εκτιμούσαν και τον εμπιστεύονταν οι χωρικοί – πολεμιστές των γύρω από την Πάτρα χωριών, έχοντας μαζί του 150 περίπου Ζακυνθινούς, κρατούσε μία θέση έξω από την Πάτρα, την Ζωητάδα, εμποδίζοντας τους Τούρκους να βγαίνουν έξω από την πολιορκημένη πόλη και να προβαίνουν σε καταστροφές. Ο Καρατζάς γνώριζε την στρατιωτική τέχνη, καθώς είχε υπηρετήσει στον αγγλικό στρατό στην Ζάκυνθο. Τελικά, ο Γιουσούφ μπέης έλυσε την πολιορκία, έκαυσε τα σπίτια των προκρίτων, τα προξενεία Ρωσίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, αποκεφάλισε Έλληνες, εσκλάβωσε γυναίκες και παιδιά.[13] Όσο για τον Παν. Καρατζά έπεσε θύμα της συνεχούς διαμάχης προκρίτων και στρατιωτικών, γιατί δολοφονήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1821 από ανθρώπους των Πετμεζαίων που τον υποπτεύονταν ως άνθρωπο των προκρίτων, αλλά και από φθόνο εξαιτίας της φήμης που απέκτησε στα γεγονότα της Πάτρας.[14]
Παραπάνω κάναμε λόγο για το πέρασμα Επτανησίων στις απέναντι πελοποννησιακές ακτές. Το 2011 δημοσίευσα στον τόμο προς τιμήν του Αρκάδος ιστορικού Τ. Αθ. Γριτσόπουλου (1911 – 2008) συναφές μελέτημα, που αφορούσε δύο Προκηρύξεις.[15]
Στην πρώτη Προκήρυξη, από 18 Ιουλίου 1821, υπογραφόμενη από τον Θωμά Λάνε, τον εξ απορρήτων του αρμοστού Φρειδερίκου Adam, γραμμένη στην (απλο)ελληνική και στην ιταλική μετάφρασή της, καταγγέλλεται η δράση «βαρκών» υπό βρετανική και ιονική σημαίες, που πέρασαν στα παραθαλάσσια της Πελοποννήσου για να πολεμήσουν κατά των Οθωμανών. Γι’ αυτό αυτοί, και άλλοι όμοιοί τους, έγραφε η Προκήρυξη, θα θεωρούνται «πειράται». Οι δύο «βάρκες», η μία με τον Κεφαλλονίτη Διονύσιο Φωκά και η άλλη με τον Ζακυνθινό Γιαννικέση, συνέχιζε η Προκήρυξη, θα συλληφθούν αυτοί και οι ναύτες και θα δικασθούν ως «πειράται». Και σε περίπτωση που οι ίδιοι και οι ναύτες τους βρίσκονται εντός του Κράτους (της Ιονικής Πολιτείας), διατάσσονται οι τοπικές αρχές να τους συλλάβουν και να τους οδηγήσουν στην Δικαιοσύνη.

Η δεύτερη Προκήρυξη, με την ίδια ημερομηνία, την φορά αυτή εξ ονόματος του Προέδρου Β. Θεοτόκη και των βουλευτών του ενωμένου κράτους των Ιονικών Νήσων, προειδοποιεί τους αρχηγούς και τους άλλους Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς που πέρασαν οπλισμένοι μαζί τους στην Πελοπόννησο για να λάβουν μέρος στον εκεί πόλεμο, ότι αν δεν παραιτηθούν από την «κακή» αυτή επιχείρηση και δεν επιστρέψουν στα νησιά τους, θα θεωρηθούν παντοτινά εξόριστοι και οι περιουσίες τους θα περιέλθουν στο κράτος. Όσο για εκείνους που πλανήθηκαν από τους αρχηγούς αυτούς, καλούνταν να επιστρέψουν, το συντομώτερο, στις οικογένειές τους. Αυτοί και οι αρχηγοί τους, συνέχιζε η Προκήρυξη, παραβιάζουν την αρχή της ουδετερότητος, τόσον του Ιονικού Κράτους, όσον και της Αγγλίας, που δεν έχουν πόλεμο με κανένα από τα δύο εμπόλεμα μέρη στην Πελοπόννησο. Επιπλέον, η ίδια Προκήρυξη αναφέρει ότι εις χείρας της Διοικήσεως του κράτους βρίσκεται προκήρυξη από 1 Ιουνίου 1821, με την οποία ορίζονται ως αρχηγοί και οδηγοί των Κεφαλληνίτων (sic) και Ζακυνθίων οι: Κ. Μεταξάς, Ι. Φωκάς, Ανδρέας Μεταξάς, Βαγγέλης Πανάς, Διονύσιος Σεμπρικός, Παναγιώτης Στρούζας. Αυτοί, έγραφε η Προκήρυξη, είναι εκπληρωταί των προσταγών ενός ξένου χαρακτηριστικού Υποκειμένου.[16]
Όπως θα ιδούμε στην συνέχεια, όλοι οι αναφερόμενοι στις δύο παραπάνω Προκηρύξεις είχαν ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της Επαναστάσεως του 1821.
Ο Ανδρέας Μεταξάς είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία το 1819, και ευθύς με την έναρξη του Αγώνος, συνεκρότησε σώμα από 400 Κεφαλλονίτες και με το πλοίο του Πανά Τσιμπούκη κατέπλευσε στην Κυλλήνη στις 5 Μαΐου 1821. Μαζί του ήσαν ο Ζακυνθινός Σολωμόν (Σολωμός) Μερκάτης και οι Κεφαλλονίτες Βαγγέλης Πανάς, Δανιήλ και Γεράσιμος Φωκάς.[17] Αυτοί όλοι έλαβαν μέρος, μαζί με Πελοποννησίους οπλαρχηγούς, στην νικηφόρα μάχη του Λάλα (17 Ιουνίου 1821). Επρόκειτο για ένα οικισμό στην περιοχή της αρχαίας Φολόης με 800 σπίτια, όπου είχαν εγκατασταθεί Αλβανοί επιδρομείς από την εποχή των Ορλωφικών (1770), που συχνά επέδραμαν στους κάμπους της Γαστούνης και της Ηλείας.[18] Ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει λεπτομερώς για την μάχη του Λάλα και την συμμετοχή των Επτανησίων. Ανάμεσά τους, πλην των παραπάνω, και οι Διονύσιος Σεμπρικός, Αναστάσης Γιαννικέσης και Παν. Στούρτσας, που κατονομάζει η αναφερθείσα παραπάνω δεύτερη Προκήρυξη. Αρχηγοί της πολιορκίας του Λάλα ήσαν οι Κωνστ. και Ανδρέας Μεταξάς, Γεράσιμος Φωκάς κ.α. και ήσαν αυτοί που ζήτησαν από τους Λαλιώτες να παραδοθούν.

Η ελληνική επίθεση έγινε καθ’ υπόδειξιν του Π. Π. Γερμανού. Στις μάχες που ακολούθησαν, σε μία από τις οποίες τραυματίσθηκε ο Ανδρέας Μεταξάς στο δεξί του χέρι, οι Λαλιώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους, αφήνοντας τα πολυτελή αρχοντικά τους, προϊόν πλούτου από τις επιδρομές τους, οι δε Έλληνες πολιορκητές εισήλθαν στο έρημο χωριό και το λεηλάτησαν. Δεν φρόντισαν, όμως, να τους κυνηγήσουν ως την Πάτρα, όπου τελικά κατέφυγαν. Όσο για τους Έλληνες, αυτοί έφυγαν από την περιοχή και στρατοπέδευσαν στην Δίβρη. Το κακό, πάντως, είναι ότι σκόρπισε το επτανησιακό σώμα, που στην συνέχεια, όμως, μετείχε σε άλλες μάχες. Επανερχόμενοι στον Σπυρίδωνα Τρικούπη σημειώνουμε εδώ την εντύπωση που έκανε στους άλλους συμπολεμιστές τους η στρατιωτική πειθαρχία των Επτανησίων, που, ασφαλώς, ακολουθούσαν τους κανονισμούς του αγγλικού στρατού στα Επτάνησα. Ο Σπυρίδων Τρικούπης μας πληροφορεί, ωσαύτως, ότι στην Μεσσηνία αποβιβάσθηκαν Ζακυνθινοί υπό τον Μερκάτη, από τους οποίους, περί τους 150, υπό τους Δημήτρη Πεθαμένο και τον Κεφαλλονίτη Αντσετίρη (sic) μετέβησαν στον στρατόπεδο της Πάτρας, άλλοι 100 υπό τους Γεώργη Σολωμόν, Διονύσιο Σεμπρικό, Αναστάση Γιαννικέση και Παναγιώτη Στούρτσα παρέμειναν στην Γαστούνη. Στα τέλη Απριλίου 1821 αποβιβάσθηκε στην Γλαρέντσα ο Βαγγέλης Λιβαδάς με 100 εξοπλισμένους άνδρες και στις 9 Μαΐου οι Ανδρέας και Κωνσταντίνος Μεταξάς και Γεράσιμος Βίκτωρος Φωκάς με το πλοίο, υπό τουρκική σημαία, του Αναστάση Φωκά, έμφορτο με πολεμοφόδια και 350 εξοπλισμένους άνδρες. Όταν ελλιμενίσθηκε οι άνδρες του ύψωσαν την επαναστατική σημαία, έρριψαν κανονιές και ύστερα παρετάχθησαν πάνω στο κατάστρωμα, εψάλη δοξολογία από δύο ιερείς, που ήταν μαζί με το στράτευμα και τέλος αποβιβάσθηκαν. Την επομένη οι αρχηγοί αφού διέταξαν το πλοίο τους να παραπλέει στις ακτές της Πάτρας με 70 οπλοφόρους για κάθε ενδεχόμενο, ανεχώρησαν με τους υπόλοιπους 280 άνδρες και έφθασαν το απόγευμα στην Μανολάδα, όπου βρήκαν τον τοπικό μεγαλοκοτζάμπαση Σισίνη και τον Βαγγέλη Λιβαδά. Η παρουσία των Επτανησίων στην επαναστατημένη Πελοπόννησο ενεθάρρυνε τους εντοπίους και για τον επιπλέον λόγο από φήμες που κυκλοφορούσαν, ότι είχαν έλθει οι επισημότεροι της Κεφαλληνίας κομίζοντας πολλά χρήματα και πολεμοφόδια. Την φήμη ενίσχυε και μία προκήρυξη, πομπώδης κατά τον Τρικούπη, την οποία είχαν υπογράψει οι αρχηγοί και στρατηγοί των ηνωμένων δυνάμεων της Επτανήσου. Πρόκειται για την προκήρυξη, από 1 Ιουνίου 1821, που κυκλοφορήθηκε στα Επτάνησα και για την οποία η δεύτερη Προκήρυξη της Βουλής της Ιονίου Πολιτείας λέγει ότι έφθασε εις χείρας της.

Στον Τρικούπη έκαμνε εντύπωση, όπως ήδη ελέχθη, η στρατιωτική πειθαρχία των Επτανησίων στα στρατόπεδά τους, αλλά και οι επωμίδες και οι περικεφαλαίες που έφεραν, κατά το αγγλικό στρατιωτικό πρότυπο. Γι’ αυτό και ο Τρικούπης γράφει: Την γ΄ ώραν μετά την δύσιν του ηλίου εψάλλετο η παράκλησις, εκρούοντο τα τύμπανα, ετάττοντο φυλακαί κράζουσαι εκ διαλειμμάτων «γρηγορείτε», έπιπτε μία κανονία, και οι στρατιώται αποχώρουν εις τας θέσεις των. Το πρωί εψάλλετο πάλιν η παράκλησις, εκρούοντο τα τύμπανα, ήχουν οι σάλπιγγες και έπιπτεν άλλη κανονία. Υπενθυμίζεται ότι το επτανησιακό σώμα συνόδευαν δύο ιερείς.[19]
Την ευθύνη της πολιορκίας του Λάλα είχαν οι Επτανήσιοι με επικεφαλής τον Ανδρέα Μεταξά. Ήταν αυτός που με γράμματά του, με κομιστή τους τον κυρ Παναγιώτη Μερκάτη, καλούσε τους Λαλιώτες να παραδοθούν σε αυτόν και τους λοιπούς καπεταναίους Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς.[20]
Με την ευκαιρία, σημειώνουμε τον πατριωτικό ενθουσιασμό των Επτανησίων, που ήσαν εγκαταστημένοι στα παράλια, κυρίως, της Σμύρνης, που με την έναρξη του Αγώνος, έφθαναν στο λιμάνι της για να μπαρκάρουν στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, πιστεύοντας στις προφητείες των ιερέων της ότι ήλθε η ώρα της ελευθερίας.[21] Και ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός στην Ζάκυνθο, που οι κάτοικοί της αδιαφορώντας για την αυστηρότητα των αγγλικών αρχών, γιόρτασαν θορυβωδώς με δοξολογίες και πανηγυρισμούς μία είδηση, fake news των ημερών μας, ότι τάχα πάρθηκε η Πόλη.[22] Για μιαν ακόμη φορά οι Ζακυνθινοί ξέσπασαν σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού, όταν είδαν τον ελληνικό στόλο, υπό τους Τομπάζη και Ανδρέα Μιαούλη με 60 περίπου καράβια, να φθάνει στο νησί τους καταδιώκοντας τον τουρκικό. Αυτός, ο τουρκικός, είχε διαλύσει την πολιορκία της Πάτρας, τροφοδοτήσει πολιορκημένα κάστρα, κατόπιν στράφηκε στο Γαλαξίδι, που ήταν ναυτική βάση των Ελλήνων και ύστερα κατευθύνθηκε στην Ζάκυνθο, όπου οι «ουδέτερες» αρχές του νησιού τον υπεδέχθησαν ευμενέστατα και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά την αναχώρηση του τουρκικού στόλου από το νησί, έφθασε έξω από την Ζάκυνθο ο στόλος του Τομπάζη και Μιαούλη. Στάλθηκε, τότε, από τους αρχηγούς αξιωματικός με λέμβο στο υγειονομείο, για να μάθει τις κινήσεις του εχθρικού στόλου. Οι αρχές, όμως, τον απέπεμψαν και του εφέρθησαν εχθρικά, απαγορεύοντας κάθε επαφή του στην θάλασσα και στην ξηρά και, ακόμη, να μη προβεί σε αγορές. Στο μεταξύ, ο τουρκικός στόλος, που έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη, αναγκάσθηκε να ποδίσει προς την Ζάκυνθο, αλλά εξαιτίας της τρικυμίας ένα αλγερινό δικάταρτο ξεκόπηκε, δέχθηκε την επίθεση των πλοίων των Σαχίνη και Ραφαλή και ρίφθηκε στα νότια της Ζακύνθου, στην θέση Υψόλιθρο, σχεδόν κατεστραμμένο. Επιστρέφουμε στο Υψόλιθρο, όπου είδαμε τον ενθουσιασμό των Ζακυνθινών, που προκάλεσε η εμφάνιση του ελληνικού στόλου, την στιγμή που ήταν εκεί και το μισοκαμμένο αλγερινό. Τα χωριά σχεδόν ερήμωσαν, γιατί οι κάτοικοί τους έφθασαν στο Υψόλιθρο, προκειμένου να προλάβουν τυχόν υπεράσπιση των Αλγερινών εκ μέρους των Άγγλων, που έσπευσαν, είκοσι τον αριθμό στρατιώτες, για διατήρηση, δήθεν, των υγειονομικών διατάξεων. Ο Άγγλος αξιωματικός τους ζητούσε επίμονα να επιστρέψουν στα χωριά τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν και ο αξιωματικός κτύπησε ένα από αυτούς, οπότε οι ευερέθιστοι χωρικοί άρχισαν να πυροβολούν τους στρατιώτες, και αυτοί, ολιγάριθμοι καθώς ήσαν, υπεχώρησαν και οχυρώθηκαν σε κοντινούς πύργους. Αλλά και εκεί οι χωρικοί τους επετέθησαν. Τα γεγονότα του Υψολίθρου ανάγκασαν τον ύπαρχο Ζακύνθου να επιβάλει στα χωριά και σε όλα τα Επτάνησα στρατιωτικό νόμο. Ο ίδιος ο ύπαρχος μετέβη στην Ζάκυνθο και πέντε χωρικοί κρεμάσθηκαν ως υπαίτιοι των γεγονότων του Υψολίθρου. Ήσαν οι Θεόδωρος Πέτας Γλάφος, Διον. Κοντονίνης, Παν. Ρουμελιώτης, Αντ. Ζούκας και Γιάννης Κλαδιάνης. Τα σώματά τους ετέθησαν σε κλουβιά που τα ανέβασαν σε υψώματα της Ζακύνθου. Διατάχθηκε γενικός αφοπλισμός και αρκετοί, μεταξύ των οποίων και ιερείς, οδηγήθηκαν στο φρούριο ως ένοχοι και απειθείς στις διαταγές του Ιονικού Κράτους.[23]
Τον Μάρτιο και Απρίλιο 1822 η ελληνική κυβέρνηση και ο αρμοστής της Ιονίου Πολιτείας βρίσκονταν σε συζητήσεις για την απαγόρευση του διάπλου των ελληνικών πλοίων μεταξύ των πελοποννησιακών ακτών και της Κέρκυρας.
Σε μιαν άλλη μάχη, αυτήν της Γράνας (10 Αυγούστου 1821), στην πολιορκία της Τριπολιτσάς διακρίθηκε σώμα Ζακυνθινών, που νίκησε τους Τούρκους, που πολιορκημένοι και με έλλειψη τροφών, επιχείρησαν να εξέλθουν από την Τριπολιτσά σε αναζήτησή τους. Η μάχη της Γράνας επιτάχυνε την πτώση της Τριπολιτσάς.[24]
Τα γεγονότα της εκρήξεως της Επαναστάσεως στην Αθήνα (25 Απριλίου 1821), όπου οι επαναστάτες, μολονότι δεν διέθεταν πυροβόλα, κυρίευσαν τον λόφο του Φιλοπάππου και τον Άρειο Πάγο, με την ταυτόχρονη εισβολή 3.000 αυτοσχέδιων στρατιωτών από τα χωριά πέριξ των Αθηνών. Οι Τούρκοι είχαν αποσυρθεί στην Ακρόπολη, αφού, πρώτα, λεηλάτησαν ελληνικά μαγαζιά και σπίτια. Πέραν των εντοπίων, στην πολιορκία της Ακροπόλεως προσήλθαν κάτοικοι της Κέας και στις 5 Μαΐου κατέφθασαν Κεφαλλονίτες με πυροβόλα που τα τοποθέτησαν προς τον Ιλισσό, κάτω από τον ναό του Ολυμπίου Διός.[25]

Όταν έπεσε το Αγρίνιο, μετά ολιγοήμερη πολιορκία (28 Μαΐου – 10 Ιουνίου 1821) ήλθε η σειρά δύο παλαιών ανοχύρωτων καστρών, του Τεκέ και της Πλαγιάς, μεταξύ Λευκάδος και Ακαρνανίας, στα οποία επιτέθηκε ο Γ. Τσάγκας με Λευκαδίτες που πέρασαν οπλισμένοι απέναντι από τα χωριά τους Κρανιά και Σφακιά.[26]
Ο Τρικούπης γράφει για την εκστρατεία στον Πύργο, όπου πολέμησαν 500 Έλληνες με εντόπιους αρχηγούς. Μαζί τους ήσαν οι Ζακυνθινοί Παναγ. και Δημ. Καμπασαίοι και οι δύο υιοί του Κολοκοτρώνη Πάνος και Γενναίος, που είχαν περάσει από την Ζάκυνθο στο Πυργί την 25 Μαρτίου 1821, απερχόμενοι προς τον πατέρα τους.[27]
Στην άτυχη περιπέτεια της ήττας των Ελλήνων στην μάχη του Πέτα, λίγο έξω από την Άρτα, πολέμησαν ηρωικά και Επτανήσιοι υπό τον Σπ. Πανά. Ο Μαυροκορδάτος εζήλωσε δόξα αρχιστράτηγου και ετέθη επικεφαλής στρατού για να νικήσει τους Τούρκους στην Ήπειρο. Μαζί του ήσαν τακτικοί, φιλέλληνες, πρόσφυγες από όλη την Ελλάδα, τακτικό σώμα Επτανησίων, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γιατράκος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που ξεκίνησαν από την Κόρινθο, μέσω του στρατοπέδου της Πάτρας και μετά τέσσερις ημέρες έφθασαν στο Μεσολόγγι (12 Μαΐου). Και τούτο εν μέσω πλήθους δυσκολιών, οικονομικών, εμφυλίων διαμαχών. Από εκεί, στις 10 Ιουνίου έφθασαν στο Κομπότι και στρατοπέδευσαν στο Πέτα, όπου ακολούθησαν αψιμαχίες με τους Τούρκους. Αυτοί, στις 4 Ιουλίου, με τον ικανό στρατηγό Μεχμέτ Ρεσίτ και 9.000 άνδρες επιτέθηκαν στο στράτευμα του απειροπόλεμου Μαυροκορδάτου και, βρίσκοντας αφρούρητη θέση στην κορυφή του βουνού, που είχε ανατεθεί στον οπλαρχηγό Γώγο, άρχισαν δριμύτατη επίθεση κατά των τακτικών και των Επτανησίων του Πανά, που οι μισοί τους, τουλάχιστον, έπεσαν ηρωικά.[28] Την ευθύνη της ήττας, ξένοι και Έλληνες, επιρρίπτουν στον Γώγο, που τον θεωρούν ένοχο προδοσίας. Οι Κεφαλλονίτες Γεράσιμος Β. Φωκάς και Δανιήλ Πανάς, που πιθανόν έλαβαν μέρος στην μάχη τόνιζαν, λίγες ημέρες μετά την μάχη, την ανδρεία των τακτικών και λιγότερο των Γώγου, Ράγκου και Δημοτσέλιου. Ο Γώγος μάταια προσπάθησε να δικαιολογηθεί και μην αντέχοντας την χλεύη και την περιφρόνηση των συμπατριωτών του, πήγε με τους Τούρκους ως το τέλος της ζωής του.[29] Στην μάχη του Προφήτη Ηλία (9 Αυγούστου 1822), λίγες ημέρες μετά από αυτήν του Πέτα, ο αμφιλεγόμενος οπλαρχηγός Βαρνακιώτης, προκειμένου να ανακόψει τον Κιουταχή, αντιμετώπισε τον στρατό του, έχοντας 700 άνδρες, εξ ων οι 30 και πλέον ήσαν Κεφαλλονίτες με επικεφαλής τον Γεράσιμο Φωκά.[30]
Στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (12 Οκτωβρίου – 31 Δεκεμβρίου 1822) εμφανίσθηκαν στις 10 Νοεμβρίου υδραιοσπετσιώτικα καράβια που έλυσαν την από θαλάσσης πολιορκία. Στις 14 Νοεμβρίου πέρασαν στο Μεσολόγγι 700 Πελοποννήσιοι, μαζί με Κεφαλλονίτες, Ζακυνθινούς, Ιθακησίους. Είχαν προηγηθεί συζητήσεις του Μπότσαρη δήθεν για συμβιβασμό με τους Τούρκους και έγινε εκεχειρία οκτώ ημερών που έδωσε στους Έλληνες χρόνο, για να προετοιμασθούν.[31]
Τα επτανησιακά καράβια δεν έπαυαν να είναι παρόντα στις δύσκολες στιγμές της Επαναστάσεως. Έτσι, όταν κατά τα τέλη 1822 και αρχές του 1823 ο τουρκικός στόλος του Χοσρέφ πασά κινείται μεταξύ Μεσολογγίου και Πάτρας, Επτανήσιοι καραβοκύρηδες ξέφευγαν τον κλοιό του και εφοδίαζαν τα κάστρα της Δυτικής Στερεάς με τρόφιμα και άλλα γεννήματα.[32]
Από τους πολλούς Επτανησίους αγωνιστές σημειώνουμε εδώ τους κυριώτερους, αλλά πλην αυτών, άγνωστοι παραμένουν εκείνοι που τα ονόματά τους δεν διέσωσε η Ιστορία και που έπεσαν στα πεδία των μαχών, στην στεριά και την θάλασσα. Γι’ αυτούς ισχύει το Ανδρών γενναίων, πάσα γη τάφος.
Ο Ανδρέας Μεταξάς ήταν παρών στα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της Επαναστάσεως, αλλά η δράση του εξακολούθησε να είναι αξιοπρόσεκτη και μετά από αυτήν. Τον Δεκέμβριο του 1822 ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της Βερόνας, όπου η Ευρώπη της εποχής άφησε μόνη της την Ελλάδα στον άνισο αγώνα της. Η δράση του ήταν συνεχής στις Εθνοσυνελεύσεις, στα κυβερνητικά αξιώματα. Διετέλεσε πρεσβευτής στην Ισπανία και την Πορτογαλία το 1836, υπουργός Στρατιωτικών το 1841, πληρεξούσιος Αττικής, υπουργός Οικονομικών το 1844, αντιστράτηγος το 1850 και πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1850 – 1854. Απεβίωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 1860 στην Αθήνα.[33] Με τον Μακρυγιάννη οι σχέσεις του ήσαν δύσκολες, γιατί άλλοτε τον ειρωνευόταν και τον χαρακτήριζε κόντε Λάλα, εκ της συμμετοχής του στην μάχη του Λάλα, όπου, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, μάτωσε το χέρι του (!) και άλλοτε ότι ήταν συμβουλάτορας του Κολοκοτρώνη, περιστασιακά φίλος του Μαυροκορδάτου, μέτοχος στο κίνημα της 3 Σεπτεμβρίου, όπου τώρα τον χαρακτηρίζει πατριώτη. Ο ίδιος γράφει πολλά για την πολιτική δραστηριότητα του Μεταξά.[34] Όποια γνώμη και αν έχει ο στρατηγός Μακρυγιάννης, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο Ανδρέας Μεταξάς ήταν μία προσωπικότητα του Αγώνος και τούτο διότι: όταν εισέβαλε ο Δράμαλης στην Πελοπόννησο, η κυβέρνηση θορυβημένη πέρασε στα καράβια και έμειναν μόνοι στο Άργος ο σεβάσμιος Αθαν. Κανακάρης, ο Μεταξάς και δυο – τρεις άλλοι, που προσπάθησαν να περισώσουν τα αρχεία της Κυβερνήσεως, μέρος του δημοσίου θησαυρού, τα ασημένια σκεύη των εκκλησιών και μονών που προορίζονταν να γίνουν νόμισμα για τις ανάγκες του Αγώνος.[35] Τις ημέρες της εισβολής του Δράμαλη ο Μεταξάς είχε σταλεί από την Κυβέρνηση να συνδιαλλαγεί με τον Κολοκοτρώνη για τους τρόπους που θα αντιμετωπιζόταν ο Δράμαλης (Γερμανός, 134, Σπηλιάδης, 1, 401, Φωτάκος, 1, 329 – 333). Ο (κόμης) Μεταξάς είχε σταλεί από την κυβέρνηση στο συνέδριο της Βερόνας, μαζί του ήταν ο Γάλλος φιλέλληνας Jourdain, που είχε αντικαταστήσει τον ασθενούντα Πίκκολο.[36] Στην Βερόνα ο Metternich μαζί με τους συναδέλφους του της Ιεράς Συμμαχίας, πέτυχε να μη συζητηθεί τό ελληνικό ζήτημα και ούτε που παραδόθηκαν οι επιστολές της Κυβερνήσεως που κόμιζε ο Μεταξάς για τους Παπικούς. Κατόπιν τούτων, η Κυβέρνηση έστειλε στην Βερόνα τον Π. Π. Γερμανό και τον Γ. Μαυρομιχάλη, υιό του Πετρόμπεη, όπου ο πρώτος θα συζητούσε με τον παπικό απεσταλμένο Benvenuti για την ένωση των Εκκλησιών, ζήτημα που δεν είχε συνέχεια (Σπηλιάδης, 440). Ο Μεταξάς, που έκανε μεγάλες προσπάθειες να πείσει τους ηγεμόνες ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν έχει καμμία σχέση με τους Καρβονάρους, απογοητευμένος από το συνέδριο της Βερόνας, έγραψε στην Κυβέρνηση: Οι ηγεμόνες μας εγκαταλείπουν, μόνο στις δικές μας δυνάμεις πρέπει να στηριχθούμε.[37] Ο Μεταξάς μετείχε στις άγονες συζητήσεις, εκ μέρους της Κυβερνήσεως, με τους Ιππότες της Μάλτας για την σύναψη δανείου. Πίσω τους κρυβόταν η Αγγλία.[38]

Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1793, σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Ύστερα από συνεννόηση με τον Π. Π. Γερμανό, πέρασε στην Πελοπόννησο με το πλοίο των Γερασίμου και Αναστασίου Φωκά, όπου διακρίθηκε στην μάχη του Λάλα. Στις 2 Μαΐου διορίσθηκε από την προσωρινή Κυβέρνηση αρμοστής των Νησιών,[39] στα τέλη του 1823 ήταν έπαρχος Μεσολογγίου.[40] Όταν έφθασε στο Μεσολόγγι, ως έπαρχος Αιτωλίας – Ακαρνανίας, βρήκε μία κατάσταση απελπιστική και θέλησε να φύγει. Σκέφθηκε, όμως, το ενδεχόμενο εμφυλίου και την προέλαση του εχθρού γι’ αυτό και παρέμεινε. Ο διορισμός του Ν. Λουριώτη, ως γραμματέα του, η φιλική στάση του προς τον Μάρκο Μπότσαρη, η έκκλησή του προς τους δημογέροντες και τους προκρίτους για την πρέπουσα τροφοδοσία του στρατεύματος, ήσαν οι κύριοι λόγοι που ηρέμησαν τα πνεύματα στην ανήσυχη και ταραγμένη πόλη.[41] Στα μέσα Ιουλίου 1823 αντιμετώπισε με επιτυχία τουρκική επίθεση στο Κρυονέρι και στην θέση Τεκέ, έξω από το Μεσολόγι.[42] Ο Κ. Μεταξάς, ως έπαρχος Μεσολογγίου υποδέχθηκε το νεκρό του Μάρκου Μπότσαρη. Είχε εισέλθει στο κατάλυμά του ο γραμματικός του Μπότσαρη Βασίλης Γούδας αγγέλοντας την τραγική είδηση και ο Μεταξάς εξήλθε από την πόλη με όλους τους Μεσολογγίτες, για να προϋπαντήσουν τον μεγάλο νεκρό, που τον συνόδεψε ως το σπίτι του. Ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του περιγράφει αυθεντικά την μάχη όπου σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης (σσ. 136 – 143).[43] Από την θέση του επάρχου παραιτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1824, απογοητευμένος από την δυστυχία που άφησε στην πόλη η δίμηνη πολιορκία της (Οκτώβριος -Νοέμβριος 1824).[44]
Κατά την Επαναστατική περίοδο διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης, συνδέθηκε με τον Λόρδο Βύρωνα και τον Ι. Καποδίστρια. Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, ανήλθε σε διάφορα αξιώματα, εγκαταστάθηκε για λίγο στο Αργοστόλι, επέστρεψε στην Αθήνα και πάλι στο Αργοστόλι, όπου απεβίωσε το 1870. Συνέθεσε τα Ιστορικά απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, που εξέδωσε μετά τόν θάνατό του ο υιός του Επαμεινώνδας.[45]

Ο Ιωάννης Φωκάς διακρίθηκε μαχόμενος στην Αθήνα, Εύβοια, Νεόκαστρο, Ανατολικόν, Θήβα και Ναύπακτο. Το 1825 προήχθη σε χιλίαρχο. Το 1827 αντικατέστησε τον πεσόντα Γεράσιμο Φωκά, με διαταγή του Δημ. Υψηλάντη. Συγγενής του, προφανώς, ο Γεράσιμος, που είχε διακριθεί, και αυτός, στην μάχη του Λάλα.[46]
Ο Βαγγέλης Πανάς ήταν συμπολεμιστής του Κωνστ. Μεταξά, ο οποίος τον Απρίλιο του 1822 στο Μεσολόγγι είχε συστήσει ιδιαίτερο σώμα, αποτελούμενο από Κεφαλλονίτες, την αρχηγία του οποίου ανέθεσε στον Πανά. Ήταν πλοίαρχος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, συμμετείχε με τους λοιπούς συμπολεμιστές του στην μάχη του Λάλα, και αλλαχού, και συνέχισε την συμμετοχή του στον Αγώνα ως τον θάνατό του στο Ναύπλιο το 1825.[47]
Ηλίας και Δανιήλ Πανάς, συγγενείς του παραπάνω, με τον οποίο ήσαν συναγωνιστές του στην μάχη του Λάλα. Ο Δανιήλ και ο Ηλίας ζούσαν και μετά τον θάνατο του Καποδίστρια και ήσαν με τον Μακρυγιάννη, που τους χαρακτήριζε τίμιους και αγαθούς πατριώτες αξιωματικούς.[48]
Διονύσιος Σεμπρικός, τον γνωρίζουμε μόνο από την συμμετοχή του στην μάχη του Λάλα.
Διονύσιος Βούρβαχης (Denis Bourbaki), συγγενής του Μεταξά, αξιωματικός των ναπολεοντείων πολέμων, ήλθε στην Ελλάδα και εντάχθηκε στο σώμα του Καραϊσκάκη. Σκοτώθηκε στην μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1826).[49]

Ανεπιτυχής απόπειρα δανείου και ο πρωτοπαπάς Ζακύνθου Γαρτζώνης. Δύο αδέλφια ο Ανδρέας και Παναγιώτης Ζαριφόπουλοι, από την Ανδρίτσαινα, που οι οικογένειές τους ήσαν εγκατεστημένες στην Ζάκυνθο, παρακινημένοι, προφανώς, από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, έφθασαν περί τα τέλη 1822 στο νησί και, μέσω του πρωτοπαπά του Γαρτζώνη, υπέβαλαν την πρόταση στους Άγγλους να τεθεί η Επανάσταση υπό την προστασία τους.[50] Ο Σπηλιάδης γράφει ότι ο αρμοστής των Ιονίων Νήσων Maitland θα δεχόταν την πρόταση, αν οι Έλληνες επέτρεπαν στους Άγγλους να καταλάβουν τα κάστρα της Πελοποννήσου, αλλά ο ίδιος αμφέβαλε αν θα το δεχόταν, αφού οι Έλληνες ήσαν βέβαιοι για τον εαυτό τους μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς και της Κορίνθου.[51] Η όλη υπόθεση ξεκίνησε από πρωτοβουλία του πρωτοπαπά Γαρτζώνη, που έγραψε στον «μακελάρη», τον Κολοκοτρώνη δηλαδή, με κομιστή της επιστολής ένα εκ των Ζαριφόπουλων, ο οποίος Κολοκοτρώνης θεώρησε την πρόταση «καλήν και σωστικήν», αλλά την δεδομένη στιγμή τον απασχολούσε η πολιορκία της Άργους. Η γερουσία, μάλιστα, φυλάκισε τον κομιστή, αλλά γρήγορα τον αποφυλάκισε και αυτός επέστρεψε πίσω στην Ζάκυνθο. Λίγο μετά η γερουσία έστειλε τον επίσκοπο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο, ίσως, για άλλη μυστική υπόθεση. Εκεί οι δύο άνδρες πληροφορήθηκαν, μέσω του Γαρτζώνη, ότι ο Maitland πρότεινε να του υποβληθεί το αίτημα εγγράφως και αυτός, κατόπιν, θα το έστελνε στο Λονδίνο, το οποίο θα απαντούσε σχετικά. Η όλη συζήτηση έκλεισε λόγω της εισβολής του Δράμαλη. Ο Π. Π. Γερμανός γράφει, επ’ αυτού, ότι κατά την φυλάκιση του ενός των Ζαριφόπουλων και κομιστή της προτάσεως η γερουσία τον ανέκρινε και Τοιαύτην απόκρισιν ακούσαντες οι Πελοποννήσιοι και ιδόντες του πράγματος το σαθρόν αδιαφόρησαν.[52] Οι συζητήσεις αυτές, πάντως, είχαν και κάποιαν επίδραση στους στρατιώτες του Κολοκοτρώνη, που, από τον φόβο της εισβολής του Δράμαλη, του έλεγαν να δώσει η Πελοπόννησος στους Άγγλους το 1/10 των προσόδων. Λίγο μετά, ωστόσο, στην Ζάκυνθο στάλθηκε ο Ν. Πονηρόπουλος και μίλησε για το ίδιο ζήτημα με τον Κ. Δραγώνα και τον Γαρτζώνη.[53] Ο ιστορικός της Επτανήσου Παν. Χιώτης, που έχει τις πληροφορίες του για το εν λόγω ζήτημα, γράφει ότι ο Κ. Δραγώνας συμβουλεύει τον Πονηρόπουλο να πάψουν οι Έλληνες να ζητούν την αγγλική προστασία Αν δύνασθε ή δεν δύνασθε, συλλογισθήτε να νικήσετε τους Τούρκους και πράξατε κατά συνέπειαν. Και ένας απλός υγειονομοφύλακας, παρών στην συζήτηση, πρόσθεσε: Κυττάξτε εις ημάς τους νησιώτας τα καλά που μας έκαμαν οι Άγγλοι και οδηγηθήτε. Ο Θεός των Χριστιανών σώζει τους Ορθοδόξους Έλληνας και όχι προστασία ανθρώπινος.[54] Το πόσο δίκαιο είχε το έδειξαν οι χρόνοι που ακολούθησαν έως τις ημέρες μας.
Προσθέτουμε, με την ευκαιρία, ότι η πρώτη δόση δανείου από την Αγγλία είχε φθάσει στην Ζάκυνθο στις αρχές Απριλίου 1824 με το βρίκι Florida, που την συνόδευε ο Φιλέλληνας λοχαγός Blaquière, που έφερνε και την εντολή των Ελλήνων πληρεξουσίων και των δανειστών που διόριζαν τον Λόρδο Byron, μαζί με άλλους επιτρόπους, για την διαχείριση του ποσού που έστελναν. Ο Stanhope, ως μέλος της αγγλικής επιτροπής στην Ελλάδα, αρνούνταν να υπογράψει την παράδοσή του στην Κυβέρνηση. Η Ιόνιος Πολιτεία, επικαλούμενη την ουδετερότητά της, κρατούσε το δάνειο, ώσπου τον Σεπτέμβριο 1824 ο ύπατος αρμοστής Frederick Adam διέταξε την απόδοσή του.[55]
Όσα εξετέθησαν παραπάνω, είναι, ούτως ειπείν, μία προσπάθεια αναδείξεως της προσφοράς των Επτανησίων στην Επανάσταση του 1821. Ο Σπ. Τρικούπης γράφει χαρακτηριστικά:[56]
Αναφέραμεν ήδη πόσον ανεφλέχθη το πνεύμα των Επτανησίων αρξαμένου του ελληνικού αγώνος· δεν ίσχυσαν δε να σβέσωσι τον υπέρ αυτού ενθουσιασμόν των, ούτε ο ανυπόκριτος φιλοτουρκισμός, ούτε η σιδηρά χειρ του τότε μεγάλου αρμοστού Μαιτλάνδου, αξίου ανδρός, αλλά τόσον δεσποτικού, ώστε αυτοί οι συμπατριώται του τον παρωνόμαζον Σουλτάνον – Θωμάν (King Tom). Εις μάτην ο αρμοστής ούτος εκήρυττεν ουδετερότητα, εδήμευεν υπάρχοντα και κατεδίκαζεν εις αειφυγίαν. Οι Κεφαλλήνες και οι Ζακύνθιοι και τας προκηρύξεις του εποδοπάτουν, και τας ποινάς του ωλιγότερον, κατά τας απειλάς του εχλεύαζαν, και τον ελληνικόν αγώνα υπεστήριζαν δια παντός τρόπου και δι’ αυτών των επ’ εκκλησίας πανδήμων δεήσεων υπό τον βροντώδη ήχον των κωδώνων εις επήκοον της δυσμενούς Αρχής.
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει για την μεγάλη αγωνία και τον άπειρο ενθουσιασμό των Επτανησίων, που κατά εκατοντάδες έτρεξαν να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους της Πελοποννήσου, παρά τα αυστηρά απαγορευτικά μέτρα που έπαιρναν οι Άγγλοι της αρμοστείας για αφοπλισμό των κατοίκων. Ο ίδιος θεωρεί υπερβολικό τον αριθμό των 3.000 Επτανησίων που έσπευσαν εθελοντές στις απέναντι πελοποννησιακές ακτές. Η ψυχή τους, συνεχίζει ο Βακαλόπουλος, έπεφτε σε σκοτάδια απελπισίας και παραληρήματα χαράς, ανάλογα με τις αποτυχίες ή τις επιτυχίες των ομοεθνών τους. Εκεί είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία εξέχουσες προσωπικότητες, που φρόντιζαν για την αποστολή χρημάτων, τροφίμων, πολεμοφοδίων στους επαναστάτες. Και υπενθυμίζει ο αείμνηστος Δάσκαλος ότι εκεί, στην Ζάκυνθο, ακοίμητη είναι και η ψυχή του ποιητή, που συνταράζεται από τα μεγάλα γεγονότα που διαδραματίζονται στις απέναντι ακτές και που τα μετουσιώνει στις λαμπρότερες μελωδίες που ακούονται στην Ελλάδα μετά την Άλωση. Είναι ο Διονύσιος Σολωμός. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια παρατηρήθηκε συρροή Επτανησίων στο ελληνικό κράτος, τους οποίους ο Κυβερνήτης χρησιμοποίησε στον στρατό, την διοίκηση, την δικαιοσύνη, γεγονός που προκάλεσε την δυσαρέσκεια των εντοπίων, που πίστευαν ότι ήσαν σαν τους Φαναριώτες, και εννοούσαν ότι, όπως αυτοί, οι Φαναριώτες, που είχε διαφθείρει η τουρκική τυραννία, έτσι και οι Επτανήσιοι από την βενετική καταπίεση. Αυτά ο Απ. Βακαλόπουλος.[57]
Από τα Παραλειπόμενα και μη σημειώνουμε εκ νέου εδώ την δραστηριότητα του Ανδρέα Μεταξά, που ως Υπουργός Στρατιωτικών, διατάχθηκε, κατά την προέλαση του Ιμπραήμ στην Αργολίδα, να προχωρήσει προς το Ναύπλιο και να το οχυρώσει. Η διαταγή αφορούσε και τον Μακρυγιάννη, που με το σώμα του, θα συνέδραμε τον Μεταξά στην οχύρωση. Ήταν Ιούνιος του 1825, και ο Μεταξάς είχε αναλάβει την γενική στρατιωτική διοίκηση, με διαταγή του εκτελεστικού, του Ναυπλίου και των φρουρίων. Η αποστολή του ήταν δύσκολη, γιατί στο Ναύπλιο, από τον πανικό που διέσπειρε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ, είχαν καταφύγει και πολλοί πρόσφυγες. Ο Μεταξάς είχε, άλλωστε, την εμπιστοσύνη του Κολοκοτρώνη, που αυτός τον επέβαλε ως Υπουργό Πολέμου, στην προσπάθειά του, μάλιστα, να συγκροτήσει, στην αντιμετώπιση του Ιμπραήμ, τακτικό στρατό.[58] Είναι συγκινητική η τελετή που έγινε στην πλατεία του Ναυπλίου, στις 22 Ιουνίου 1825, όπου ο Γάλλος συνταγματάρχης Fabrier (Φαβιέρος) ορίζεται διοικητής του τακτικού στρατού και ύστερα ο μητροπολίτης Διονύσιος και ο Μεταξάς μιλούν για την σημασία του στρατού αυτού.[59] Ο Μεταξάς, έχοντας την εμπιστοσύνη της κυβερνήσεως, είχε αναλάβει, μέσα Ιουνίου 1825, την καταδίωξη των Ψαριανών πειρατών – είναι η εποχή που ελληνικά πειρατικά ενεργούν κατά των ξένων εμπορικών πλοίων, αποκομίζοντας πλούσια λεία και εκθέτοντας στο εξωτερικό την Ελλάδα. Ο Μεταξάς περιπολούσε με στρατιωτική δύναμη μεταξύ Νάξου και Πάρου. Στην υπηρεσία αυτή έμεινε ως τα τέλη του 1826.[60]
Η Συνέλευση των πληρεξουσίων στην Τροιζήνα όρισε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη, τον Church αρχιστράτηγο και τον Cochrane αρχηγό του στόλου και σχημάτισε Αντικυβερνητική Επιτροπή, δηλαδή επιτροπή ως την άφιξη του Καποδίστρια, στην οποία Υπουργός Πολέμου διορίσθηκε ο Μεταξάς.[61]
Τον Κωνσταντίνο Μεταξά βρίσκουμε επίσης απεσταλμένο της Κυβερνήσεως στην Ζάκυνθο, με την ιδιότητα του γενικού επιτρόπου, με 30.000 δολλάρια για την αγορά τροφίμων. Ήδη ο Ιμπραήμ είχε εισβάλει στην Πελοπόννησο.[62] Τα ίδια καθήκοντα (φροντιστής) ασκούσε και στην Γαστούνη (Μάρτιος – Απρίλιος 1825). Στα μέσα του 1826 τον απαντούμε πρόεδρο της Τριμελούς Διευθυντικής Επιτροπής, τα άλλα δύο μέλη ήσαν ο Υδραίος Μ. Τσαμαδός και ο Σίφνιος Χρυσόγελος, για την πάταξη της πειρατείας στο Αιγαίο.[63] Ο Μεταξάς απολάμβανε της εμπιστοσύνης της κυβερνήσεως, που μετά τα μέσα Ιουνίου 1825, τον είχε ορίσει, μαζί με τον Αναστάσιο Πολυζωΐδη και τον Ι. Πάγκαλο, μέλος της Επιτροπής «προς κατάπαυσιν των καταχρήσεων και πειρατειών και δραστηρίαν ενέργειαν της ειπράξεως του θεσπισθέντος δανείου».[64]
Η Επιτροπή Ζακύνθου, η πολιορκία του Μεσολογγίου, ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός. Η Επιτροπή Ζακύνθου, με κύρια πρόσωπα τον Διονύσιο Ρώμα, τον Κ. Δραγώνα, τον Στεφάνου, αποτελούσε, κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό ορισμένων, το άτυπο Υπουργείο Εξωτερικών του Αγώνος. Η προσφορά της ήταν ανεκτίμητη. Θα άξιζε να γραφεί ειδική μελέτη γι’ αυτήν.[65]
Σε αυτήν στρέφονταν σημαίνουσες προσωπικότητες της Επαναστάσεως, που είχαν συνεχή επικοινωνία μαζί της, πότε ζητώντας βοήθεια, πότε τις συμβουλές της και άλλα αιτήματα συναφή με τον Αγώνα. Η Ζάκυνθος ήταν, πολλές φορές, το καταφύγιο προσφύγων, γέρων, γυναικοπαίδων, αδυνάτων στις δύσκολες περιόδους της Πελοποννήσου, όπως, για παράδειγμα, συνέβη με την εισβολή του Ιμπραήμ. Είδαμε, προηγουμένως, τον πατριωτικό ενθουσιασμό των Επτανησίων και, ιδιαιτέρως, των Ζακυνθινών, που έσπευσαν στην Πελοπόννησο προς βοήθεια των συμπατριωτών τους, μόλις, κιόλας, άρχισε ο Αγώνας. Σημειώσαμε, επίσης, τον ενθουσιασμό των Ζακυνθινών, μόλις εμφανιζόταν ο ελληνικός στόλος, όπως συνέβη στις 17 Ιουλίου 1825, προκαλώντας, οι Ζακυνθινοί, και επεισόδια σε βάρος συμπολιτών τους, που γνώριζαν ότι είχαν εμπορικές δοσοληψίες με Τούρκους και Αιγυπτίους στο Αιγαίο. Κατά μίμηση, μάλιστα, του Μακεδονο – Θετταλο – Θρακικού σώματος συγκροτήθηκε στις 23 Ιουλίου 1826 Η φάλαγξ των Επτανησίων ή Κεφαλληνο – Ζακύνθιον σώμα, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστατεί ο ιατρός και αγωνιστής Πέτρος Στεφανίτσης (1792 – 1863), για το οποίο έχουμε την ωραία μελέτη του Τριαντ. Ε. Σκλαβενίτη, «Συμβολή στη βιογραφία του Πέτρου Στεφανίτση», Μνήμων 1 (1971) 53 – 73. Ξεχωρίζουν οι πάντα θερμοί πατριώτες Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινοί, 500 τον αριθμό, που οπλίζονταν και συντηρούνταν με ιδικά τους έξοδα ή με δανεικά, γιατί το εθνικό ταμείο ήταν άδειο. Δυστυχώς, μετά από λίγους μήνες το σώμα διαλύθηκε. Απορεί κανείς για την απουσία εδώ της Επιτροπής Ζακύνθου. Στο πολιορκημένο Νεόκαστρο (Πύλος) αγωνίσθηκε ηρωικά λόχος Κεφαλλονιτών (Αύγουστος 1825). Το ίδιο και στην πολιορκία της Ακροπόλεως από τον Κιουταχή, όπου μαζί με τους πολιορκημένους αγωνίζονταν και Επτανήσιοι (13, 27 Σεπτεμβρίου 1826). Για την ευόδωση του Αγώνος εργάζονταν στην Κεφαλλονιά οι Γ. Τουρτούρης, Δρ. Καλύβας, Θεόδ. Λεονταρίτης και ο υιός του, Αναστ. Φλαμπουριάρης, Αντ. Μαρτινέγκος, κόμης Δελλαδέτσιμας.
Η Επιτροπή Ζακύνθου απευθύνεται στον Μαυροκορδάτο (16 Μαρτίου 1825) και του ζητεί «να ρίξει στην λήθη το φονικόν σπέρμα της διχονοίας» – είναι η εποχή που ο Ιμπραήμ απειλεί το Νεόκαστρο, το Παλαιόκαστρο, την Σφακτηρία. Από την Επιτροπή, που ονομάζεται στην αλληλογραφία συνθηματικά Τρισυπόστατον, καθώς την αποτελούσαν οι Διον. Ρώμας, Κ. Δραγώνας και Παν. Στεφάνου, ο Μαυροκορδάτος ζητεί την αποστολή πολεμοφοδίων και, ει δυνατόν, την στρατολόγηση ξένων στρατιωτών (Οκτώβριος 1825).
Είναι χαρακτηριστική η επιστολή προς αυτήν των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου, που, βλέποντας τους Τούρκους να πλησιάζουν τα χαρακώματα, την παρακαλούν για την αποστολή τριών πυροσβεστικών σωλήνων με εξακοντισμό νερού για να τους πνίξουν μέσα σε αυτά (Μάιος – Ιούνιος 1825). Ανήσυχη η Επιτροπή έγραφε στον Κολοκοτρώνη και τον Ζαΐμη για τις κακές εντυπώσεις που θα δημιουργήσουν στο εξωτερικό οι επιτυχίες του Ιμπραήμ, αλλά και για την υπόθεση του δανείου, που η διαδικασία του είχε ήδη αρχίσει (22 Σεπτεμβρίου 1825).
Στους πρώτους μήνες (Απρίλιος – Ιούλιος 1825) της πολιορκίας του Μεσολογγίου η λεγομένη Διευθυντική Επιτροπή της πολιορκημένης πόλεως γράφει στον Φιλικό Γεώργιο Λαδόπουλο στην Ζάκυνθο, του εκθέτει την απελπιστική κατάστασή της και ζητεί αλεύρι και χρήματα – προφθάσατέ μας με αλεύρι, ότι δεν έχομεν πλέον, και με χρήματα, ότι δεν ημπορούμεν, πλέον, να βαστάξωμεν το στρατιωτικόν. Και οι Φιλικοί του νησιού κάμνουν ό,τι μπορούν για την συντήρηση της φρουράς του Μεσολογγίου και την διατήρηση της Επαναστάσεως στην Δυτική Ελλάδα.[66] Είναι η εποχή που ο Διονύσιος Σολωμός γράφει, καθισμένος κάτω από ένα πεύκο, τους Ελεύθερους Πολιορκημένους και την Γυναίκα της Ζακύνθος, που το άρχισε το 1826, εποχή που είχαν φθάσει στην Ζάκυνθο οι πρόσφυγες Μεσολογγίτισσες, που ντόπια και κακότροπη γυναίκα τις βρίζει και τις ειρωνεύεται αυτές, που στην αρχή εντρεπόντανε να ’βγούνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά… Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερίς. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μεσολόγγι…

Είναι συγκινητική η επιστολή που παιδιά, στην Σαλαμίνα, άλλα που οι πατεράδες τους πολεμούσαν, άλλα ορφανά, ζητούσαν από την Επιτροπή πλάκες, πετροκόνδυλα, χαρτιά, πένες. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι πολιορκούσαν την Αθήνα και το σχολείο τους με τον δάσκαλο Ν. Νικητόπουλο συνέχισε το έργο του στην Σαλαμίνα (Ιούλιος – Αύγουστος 1826).
Και ενώ, παρά τους κινδύνους από την εισβολή του Ιμπραήμ συνεχίζονταν οι έριδες των οπλαρχηγών, που αγανακτούν την Επιτροπή, το πλέον δραστήριο μέλος της, ο Διον. Ρώμας,[67] γράφει στον Γ. Κουντουριώτη Ημείς ομιλούμεν με πράξεις και όχι με φράσεις κενάς από ουσίαν. Το εθνικόν συμφέρον λογίζεται ως ιδικόν μας (19 Μαΐου 1825). Δύο ημέρες αργότερα, με το ίδιο πνεύμα, γράφει και προς τον μόλις αποφυλακισθέντα Κολοκοτρώνη – Μεταχειρισθήτε τώρα τον ενθουσιασμόν του λαού και οδηγήσατέ τον εις την αληθινήν δόξαν και μην τον αφήσετε να ψυχρανθή και να πέση εις στοχασμούς και φατρίας.
Η Β.Δ. Πελοπόννησος, στο μεταξύ, ενόψει της προελάσεως του Ιμπραήμ, οχυρώνεται στα σπήλαια, τα δυνατά μοναστήρια, τους απότομους βράχους, ενώ οι οπλαρχηγοί Χ. Άχολος και Λ. Βιλαέτης ζητούν από την Επιτροπή τροφές (29 Δεκεμβρίου 1825). Από τον Οκτώβριο 1825 ως την Έξοδο (10 Απριλίου 1826) η στενή πολιορκία της ηρωικής πόλεως επιδεινώνει τον επισιτισμό, καθώς οι οικογένειες των αγωνιστών, που είχαν καταφύγει στον Κάλαμο, επέστρεψαν για να πεθάνουν μαζί τους. Η Διευθυντική Επιτροπή Μεσολογγίου γράφει στις 23 Οκτωβρίου 1825 στην Επιτροπή Ζακύνθου… καθ’ ημέραν δια τα εδώ και δια τα έξω θέλομεν, χωρίς άλλο, δέκα χιλιάδες οκάδες αλεύρι.
Ένας ριψοκίνδυνος Ζακυνθινός πατριώτης, ο Χρήστος η Χριστόφορος Ζαχαριάδης, που πουλούσε γλυκά στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ, σταλμένος από την Επιτροπή, συνάντησε τρεις φορές τον Ιταλό μηχανικό του στρατού του Αιγύπτιου επιδρομέα, Romei, με το ψευδώνυμο Αριστογείτων, από τον οποίο παίρνει πληροφορίες για τον σχεδιασμό των επιθέσεών του και τις μεταφέρει στους πολιορκημένους.[68] Χάρη σε αυτές οι πολιορκημένοι οργάνωσαν την άμυνά τους. Την δεινή θέση των πολιορκημένων γνώριζε πολύ καλά ο Ανδρέας Μιαούλης, που αδυνατούσε να τους βοηθήσει και γι’ αυτό πρότεινε την μεταφορά των γυναικόπαιδων στον Κάλαμο. Το μικρό νησί της Λευκάδος απέναντι από την δυτική ακτή της Αιτωλοακαρνανίας, όπου από τα Ορλωφικά κατέφευγαν πρόσφυγες. Και ο Ιμπραήμ λεηλατώντας, αιχμαλωτίζοντας, καταστρέφοντας το παν είχε ήδη στραφεί προς το Μεσολόγγι, αλλά ο Ζαΐμης, γράφοντας προς την Επιτροπή, την διαβεβαίωνε ότι και μία πέτρα αν μένη εις την Ελλάδα, ημείς θα αντιπαλαίωμεν (15 Αυγούστου 1825). Ο Ιω. Παπαδιαμαντόπουλος (1766 – 1826), αυτή η γνήσια και ηρωική μορφή του 1821, που ήλθε και έμεινε στο Μεσολόγγι και θυσιάσθηκε μαζί με τους πολιορκημένους στην Έξοδο, έγραψε στους Φιλικούς της Ζακύνθου, στις 12 Δεκεμβρίου 1825, για το υψηλό φρόνημά τους και ότι μόνη η έλλειψις τροφών μπορεί να τους στενοχωρήση. Τροφάς, λοιπόν, τροφάς και πάλιν τροφάς.[69] Ο Ζαχαριάδης, εκπρόσωπος της Επιτροπής στην Ελλάδα, με την από 6 Μαρτίου επιστολή του προς αυτήν, εκφράζει την απογοήτευσή του για την αδράνεια του στόλου, που η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον στέλνει σε ανόητες εκστρατείες, στην Βηρυτό και την Κάρυστο, αντί να τον στείλει στο Μεσολόγγι, που τον έχει ανάγκη. Και λυπείται που τα καλλιώτερα πλοία και ναύται ευρίσκοντο εις το κούρσος (πειρατεία). Ο ίδιος δεν παραλείπει να ενεργεί για την τροφοδοσία των πολιορκημένων με καλαμπόκι, πολεμοφόδια, μπαρούτι, μολύβι. Ο Ελβετός, με γαλλική καταγωγή, Φιλέλληνας Jean Gabriel Eynard, εγκαταστημένος στην Γενεύη, όταν πληροφορήθηκε την έλλειψη τροφίμων στο Μεσολόγγι, έγραψε στους αρχηγούς των πολιορκημένων ότι έδωσε διαταγή στην Ζάκυνθο να τους στείλουν.[70]
Τα γεγονότα της Εξόδου είναι γνωστά. Η κατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν τραγική, η Επανάσταση αιμορραγούσε και η διχόνοια δεν έπαυσε ούτε σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Στα Επτάνησα η Επιτροπή της Ζακύνθου και στην Κέρκυρα ο Βιάρος Καποδίστριας και ο Γεροστάθης συνέχιζαν να βοηθούν τον Αγώνα πριν και μετά την πτώση του Μεσολογγίου με εράνους και άλλες δραστηριότητες, όπως ήταν η περίθαλψη των προσφύγων, η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, η ενημέρωση των φιλελληνικών σωματείων. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Άνθιμος, που παρακολουθούσε από κοντά την εξέλιξη του Αγώνος γράφει στις 29 Σεπτεμβρίου 1826, πέντε μήνες μετά την Έξοδο, προς την Επιτροπή Ζακύνθου, που προφανώς γνωρίζει την δράση της, γνωστή, εξάπαντος, σε όλο τον Ελληνισμό, και, επικαλούμενος την φιλογένειά της, παρακαλεί να μεριμνήσει για την απολύτρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων, που τους περιφέρουν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου προς πώληση. Όλοι τους σε αξιοθρήνητη κατάσταση και το Πατριαρχείο δεν έχει χρήματα, ούτε και οι άλλοτε ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες, που εξήντλησαν τα οικονομικά τους στις ανάγκες της Επαναστάσεως.[71] Την τραγική κατάσταση του Μεσολογγίου περιγράφει, με επιστολή του προς την Επιτροπή, ο Κ. Ζωγράφος (16 Μαΐου 1826).

Δυστυχώς, η διχόνοια συνεχιζόταν και μετά την Έξοδο, όπου υπάρχει τέτοια η σύγχυση ως προς τα αντιπαλαίοντα πρόσωπα (Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, Δεληγιάννης, Γεωργαντάς, Κολοκοτρώνης), ως προς ποιος δηλαδή και με ποιον είναι. Ο Μαυροκορδάτος στις 28 Ιουλίου 1826 ενημερώνει, με επιστολή του, την Επιτροπή Ζακύνθου, η οποία κατακλείεται με το: Όσοι χαίρονται εις τας διαιρέσεις σχετίζονται ή με το εν μέρος ή με το άλλο. Αλλοίμονον εις την αθλίαν Ελλάδα. Η Επιτροπή Ζακύνθου παρακολουθεί την διχόνοια, εν μέσω της αιμορραγούσης Επαναστάσεως, κατάσταση που δεν αντιλαμβάνονταν οι αρχηγοί της, πολιτικοί και στρατιωτικοί, γι’ αυτό και τους γράφει, με σκληρό τρόπο, επιτιμητικές επιτολές, μία προς τον Κολοκοτρώνη, από 2 Σεπτεμβρίου 1826 και την άλλη προς τον Ζαΐμη, από 3 Σεπτεμβρίου. Στον Κολοκοτρώνη γράφει στο τέλος της επιστολής: Άνοιξε τους οφθαλμούς σου και στον Ζαΐμη Ιδού και οι πατέρες του Έθνους, όπου γίνονται επίορκοι, καταντούντες εις προδοσίαν, επειδή προκρίνουν κάλλιον και ιδιαίτερον του κοινού το συμφέρον. Ο Ζαΐμης απήντησε παραπονούμενος για το ύφος της επιστολής, αλλά η Επιτροπή Ζακύνθου προτίμησε να του απαντήσει με σωφροσύνη μη παραλείποντας, όμως, να του θυμίσει τις πράξεις εκείνων (εν προκειμένω των Νοταράδων), που περιφρόνησαν τα δικαιώματα ενός λαού που πολεμά για την πίστη και την πατρίδα του.
Η ξένη προστασία προκάλεσε νέες έριδες και αναστατώσεις. Έτσι τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1825 οι Έλληνες, απογοητευμένοι από την επέλαση του Ιμπραήμ και τις ήττες τους, ζήτησαν την προστασία της Αγγλίας, τιθέμενοι υπό την απόλυτον υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας. Επρόκειτο για ένα σχέδιο που είχε συντάξει η Επιτροπή Ζακύνθου, σε συνεργασία με τον μεγάλο αρμοστή των Ιονίων Fred. Adam, το οποίο είχε φέρει από την Ζάκυνθο ο δραστήριος Χρίστος Ζαχαριάδης και υπογεγραμμένο από τους Έλληνες, με πρώτο τον Κολοκοτρώνη, του το εγχειρίζουν και αυτός (ο Ζαχαριάδης) το μεταφέρει στην Ζάκυνθο. Ήταν ένα έγγραφο, θα έλεγε κανείς, προσεγγίσεως σε φιλικό ύφος, χωρίς, οπωσδήποτε, την έγκριση της επίσημης Αγγλίας.[72] Η αλήθεια, είναι, πάντως, ότι το έγγραφο, που κόμιζε στην Ζάκυνθο ο Ζαχαριάδης, το είχαν υπογράψει, πλην του Κολοκοτρώνη, Πελοποννήσιοι, Στερεοελλαδίτες και νησιώτες πρόκριτοι, καθώς και ο Μιαούλης, στον οποίο είχε σταλεί ένα αντίγραφο. Η προσπάθεια αυτή όλων των παραπάνω εμπλεκομένων δεν είχε συνέχεια, αφού η επίσημη Αγγλία το αποδοκίμασε και στην οποία έφθασε, ύστερα από ενέργειες του Hamilton, διοικητού της αγγλικής μοίρας του Αιγαίου, του Σπ. Τρικούπη, του Adam, του υιού του ναυάρχου Μιαούλη, Δημητρίου. Επιδόθηκε στον ίδιο τον Canning από τον Δημ. Μιαούλη, που είχε φθάσει στο Λονδίνο με το βρίκι Κίμων, στις 5 Οκτωβρίου. Στο μεταξύ, λίγες ημέρες πριν, η Βρετανία διακήρυττε σε αυστηρό τόνο την απαγόρευση στρατολογίας ανδρών για τον ελληνικό στρατό, καθώς και τον εξοπλισμό πολεμικών σκαφών στα αγγλικά λιμάνια για λογαριασμό των Ελλήνων. Ωστόσο, την απόρριψη της αγγλικής προστασίας από την ίδια την Αγγλία, ισορροπούσε η άφιξη του δανείου στις 9 Ιουλίου 1826 εκ 40.000 λιρών. Ήταν η πρώτη δόση που την συνόδευαν εκπρόσωποι των δανειστών και διπλωμάτες.
Και όμως, στους Έλληνες, υπό τις δραματικές συνθήκες που ζούσαν, η ελπίδα της αγγλικής βοήθειας δεν είχε χαθεί. Δεν τελεσφόρησε για τον ίδιο σκοπό αποστολή του Σπ. Τρικούπη, απεσταλμένου της κυβερνήσεως Κουντουριώτη, στον αρμοστή Adam, την οποία η Επιτροπή Ζακύνθου, θεωρούσε, αγνοούμε γιατί, βλαπτική στην όλη υπόθεση. Εκτιμούσε, προφανώς, ότι η όποια θετική ανταπόκριση του Adam στα ελληνικά αιτήματα, ερχόταν σε αντίθεση με τις αγγλικές διακηρύξεις περί ουδετερότητος.[73]
Το αίτημα για αγγλική προστασία προκάλεσε την αντίδραση των γαλλόφιλων και ρωσόφιλων. Αίτηση προστασίας προς την Γαλλία υπέγραφαν ο Δημ. Υψηλάντης, ο Κωλέττης, ο Κ. Μαυρομιχάλης κ.ά. και προς την Ρωσία ο Αναγνωσταράς και ο Νικηταράς. Την γαλλική προστασία επιθυμούσαν, φυσικό ήταν, οι Γάλλοι Φιλέλληνες στην Ελλάδα Jourdan, Roche κ.ά. Την αγγλική στήριζαν ο Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης, ο Γ. Κανναβός, απεσταλμένος της φρουράς Μεσολογγίου. Ανήσυχα τα μέλη της Επιτροπής Ζακύνθου, σταθερά υπέρ των Άγγλων, γράφουν στον Κολοκοτρώνη και τον Ζαΐμη, διαμαρτυρόμενα για τις διαμάχες των Ελλήνων πολιτικών, που αντικείμενό τους ήταν η επιλογή του δείνα ή του τάδε προστάτη. Στην Ζάκυνθο, άλλωστε, οι φήμες οργίαζαν. Καθένας είχε την προτίμησή του προς πρόσωπο, πάντα ξένο: ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στην Επιτροπή Πρόεδρον εις είδος Μονάρχου (21 Αυγούστου 1826), Έλληνες και Γάλλοι Φιλέλληνες και πράκτορες και το φιλελληνικό κομιτάτο του Παρισιού τον δούκα της Ορλεάνης, οι Βαυαροί κάποιον του κύκλου του βασιλέα Λουδοβίκου Α΄, η Επιτροπή Ζακύνθου, με διάκριση πάντως, προτιμούσε πρόσωπο της αγγλικής επιρροής. Δυστυχώς για την Πατρίδα, από τις έριδες, τις διχόνοιες και τα άλλα μειονεκτήματα του λαού μας, δεν αναδείχθηκε ο ηγέτης που θα ένωνε τις προσδοκίες του. Τα υπόλοιπα γνωστά ως τους καιρούς μας.
Και ενώ συνέβαιναν οι πολιτικές ανακαταράξεις, ο Κολοκοτρώνης συνέχιζε τον κλεφτοπόλεμο κατά του Ιμπραήμ, ο μόνος, άλλωστε, συντελεστικός τρόπος αντιμετωπίσεως, γι’ αυτό και παρακαλεί την Επιτροπή να του στείλει ζωοτροφίας προφθάσατέ μας, σας παρακαλούμεν, και σας υπόσχομαι να ακούσετε θαύματα από την προθυμίαν των Ελλήνων τον εφετεινόν χειμώνα. Ο Μιαούλης απευθύνεται στην Επιτροπή Ζακύνθου τον Ιούλιο 1826 και περιγράφει, με τα μελανώτερα χρώματα, ότι κανένας πόρος δεν φαίνεται από πουθενά, αφού μετά την πτώση του Μεσολογγίου εξοδεύθησαν όσα συνάχθησαν και δεν υπάρχει δυνατότητα δια την αγοράν και ετοιμασίαν πυρπολικών και εις μισθούς των ναυτών μας. Η Επιτροπή, πάντως, έστελνε τρόφιμα και χρήματα στο ελεύθερο Ναύπλιο, όπου όχι μόνον συνεχίζονταν η καχυποψία των Ρουμελιωτών έναντι των Πελοποννησίων, για δήθεν συμβιβασμό τους με τους Τούρκους, αλλά και οι καταχρήσεις ορισμένων. Δια τον Θεόν, να μη στείλετε γεννήματα εις Ναύπλιον, επειδή φθείρονται όλα, έγραφε ο Χρ. Ζαχαριάδης στις 25 Ιουνίου στην Επιτροπή.

***
Τα Επτάνησα προσέφεραν γενναιόδωρα στον Αγώνα, παρά την αυστηρότητα και την «ουδετερότητα» της αγγλικής αρμοστείας. Θαρραλέοι άνδρες πέρασαν στην αρχή, κιόλας, της Επαναστάσεως στις απέναντι πελοποννησιακές ακτές και πολέμησαν με θερμό πατριωτισμό. Και από τα νησιά τους εφοδίαζαν τους αγωνιζόμενους στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα με τρόφιμα και πυρομαχικά. Στους επιτρόπους των νησιών και τους Φιλικούς απευθύνονταν στρατιωτικοί και πολιτικοί, ζητώντας υλική βοήθεια και συμβουλές, περιθάλποντας, παράλληλα, τους πρόσφυγες, που εύρισκαν στα Επτάνησα καταφύγιο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σπ. Γ. Φωκάς, Οι Έλληνες εις την ναυσιπλοΐαν του Κ. Δουνάβεως, εκδ. Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1975.
[2] Σπ. Λουκάτος, «Κεφαλονίτες κ.λπ. κατά την Επανάσταση», Κεφαλληνιακά Χρονικά 1 (1976) 59 – 61.
[3] Για τον τεκτονισμό στην Ζάκυνθο και τα Ιόνια Νησιά βλ. Π. Κ. Κρητικός, «Συμβολή του Τεκτονισμού των Ιονίων Νήσων εις την απελευθέρωσιν του Έθνους», Πρακτικά Γ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τ. 1 (1967) 181 σημ. 1, όπου και βιβλιογραφία.
[4] Ο Παπαδιαμαντόπουλος (1766 – 1826) από τις ευγενέστερες μορφές του 1821, πλούσιος έμπορος των Πατρών, εφοδίαζε τον Αγώνα με πολεμοφόδια από την Ιταλία και την Ζάκυνθο, φρούραρχος Πατρών (1822), ταμίας και διαχειριστής του στόλου, αγωνιστής με τους ελευθέρους πολιορκημένους του Μεσολογγίου, όπου κατά την Έξοδο, συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε.
[5] Αθ. Ε. Καραθανάσης, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού κ.λπ., εκδ. Κυριακίδη 1985, 1991, 62 – 73.
[6] Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού – Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829), τ. Ε΄ , Θεσσαλονίκη 1980, 99 – 101.
[7] ό.π., 101.
[8] Για την δράση του Βλασσόπουλου εκείνες τις ημέρες βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 82, 116, 321, 330, 331.
[9] Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Εισαγωγή – Σχόλια Σπ. Ι Ασδραχά, εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα χ.χ., 116 – 119, Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1851, τ. 1, 82.
[10] Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. Ε΄ 330.
[11] Ι. Μακρυγιάννης, ό.π., 116 – 119.
[12] Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, Αθήνα 1859, 19.
[13] Γερμανός Π. Π., Υπομνήματα περί Επαναστάσεως κ.λπ., Αθήνα 1837, 33 – 38, Φιλήμων, ό.π., 16 -17.
[14] Γερμανός, ό.π., 77, Σπηλιάδης, ό.π., 235. Ο Φιλήμων, ό.π., 241 αποθεώνει, δικαίως, τον έντιμο αυτόν αγωνιστή.
[15] Αθ. Ε. Καραθανάσης, «Δύο Προκηρύξεις της Αγγλικής Αρμοστείας και της Επτανήσου Πολιτείας κατά της Ελληνικής Επαναστάσεως (Ιούλιος 1821)», Στέφανος εις Τάσον Αθ. Γριτσόπουλον, Πελοποννησιακά τ. Λ΄2 , 2011, Αθήνα 139 – 152.
[16] Όπως θα ιδούμε παρακάτω, ο Παν. Μεσσάρης, που ήταν απεσταλμένος Κεφαλλονιτών και Ζακυνθίων, προς τους πολιορκημένους Αλβανούς του Λάλα, ενεχείριζε στους Λαλιώτες γράμμα, όπου σαφώς αναφέρεται ότι ο αρχηγός τους Αλέξ. Υψηλάντης – το ξένο χαρακτηριστικό Υποκείμενο, ήταν αυτός που διστάζει να ονοματίσει η αρμοστεία στην Προκήρυξή της.
[17] Όλοι αυτοί, παρά τις διαταγές των αγγλικών αρχών της Ιονίου Πολιτείας, αποβιβάσθηκαν ομάδες – ομάδες στις ακτές της Ηλείας και ενώθηκαν με 700 – 800 χωρικούς επαναστάτες, άνδρες του μεγαλοκοτζάμπαση Σισίνη και με 200 του οπλαρχηγού της Κυπαρισσίας Ι. Μέλιου. Βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 390 – 392 και με την σχετική βιβλιογραφία.
[18] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄- Β΄, εκδ. Χάρη Πάτση, Αθήνα 1959, 278 κεξ.
[19] Τρικούπης, ό.π., 278 – 288. Χαρακτηριστική είναι, πάντως, η ευγενής διατύπωση των γραμμάτων των δύο αντιπάλων. Πρβλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 390 – 392.
[20] Τρικούπης, ό.π., 278 – 288, Γερμανός, ό.π., 56 – 57.
[21] Richard Clogg, “Smyrnain in 1821 – Docaments from the Levant Company Archives in the Public Record Office”, Μικρασιατικά Χρονικά 15 (1972) 313 – 371. Για την συμμετοχή των Επτανησίων στον Αγώνα βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 391, 392, σημ. 252, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[22] Βακαλόπουλος, ό.π., 558.
[23] Τρικούπης, ό.π., 57 – 58.
[24] Βακαλόπουλος, ό.π., 652, Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858, 221 – 227, Σπηλιάδης, ό.π., 1, 225 – 227.
[25] Βακαλόπουλος, ό.π., 430, Τρικούπης, ό.π., 209 – 211. Χαρακτηριστικά ο Τρικούπης γράφει για φραγκοφορεμένους Έλληνες πολιορκητές που οι Τούρκοι από την Ακρόπολη νόμισαν ότι οι Φράγκοι βασιλείς κήρυξαν πόλεμο κατά του Σουλτάνου. Παρά την αρνητική απάντηση των προξένων, που ρώτησαν, πολλοί φραγκοφορήθηκαν για να τους παραπλανήσουν. Οι φραγκοφορεμένοι μήπως ήσαν οι Κεφαλλονίτες;
[26] Βακαλόπουλος, ό.π., 447, Τρικούπης, 260, όπου διαβάζουμε ότι άλλους Τούρκους εσκότωσε και άλλους, ως αιχμαλώτους, απέστειλε στην Άρτα, επ’ ανταλλαγή.
[27] Τρικούπης, ό.π., 271.
[28] Βακαλόπουλος, ΣΤ΄, 144 – 163.
[29] Ο Τρικούπης, ό.π., 271, γράφει επαινετικά για τον Γώγο και ότι οι συμπολεμιστές τον έλεγαν όπου ο Γώγος, εκεί και η νίκη.
[30] Βακαλόπουλος, ό.π., 172.
[31] Βακαλόπουλος, ό.π., 313 – 314.
[32] Βακαλόπουλος, ό.π., τ. ΣΤ΄, 556.
[33] Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τ. Α΄, Αθήνα 1904, 410 – 423.
[34] Μακρυγιάννης, ό.π., passim.
[35] Σπηλιάδης, ό.π., 1, 384.
[36] Βακαλόπουλος, ό.π., ΣΤ΄, 370.
[37] Βακαλόπουλος, ό.π., 375.
[38] Σπηλιάδης, ό.π., 507 – 509, Φωτάκος, ό.π., 1, 478.
[39] Βακαλόπουλος, ΣΤ΄, 95, 223.
[40] ό.π., 34, 340, 551.
[41] Βακαλόπουλος ΣΤ΄, ό.π.
[42] ό.π., 462.
[43] ό.π., 566 – 568.
[44] ό.π., 574.
[45] Τσιτσέλης, 429 – 435.
[46] ό.π., 789.
[47] Τσιτσέλης, ό.π., 506.
[48] Μακρυγιάννης, 315, 330.
[49] ό.π., 252 – 255 και Τσιτσέλης, ό.π., στην λέξη Μπούρμπαχης, Στέφ. Ι. Παπαδόπουλος, «Διονύσιος Βούρβαχης (Denys Bourbaki), ένας Γάλλος φιλέλληνας του 1821, ελληνικής καταγωγής», Παρνασσός, περ. Β΄, τ. 5, (1963) 340 – 356.
[50] Γερμανός, ό.π., 128.
[51] Σπηλιάδης, 1, 377 – 378.
[52] Στους Έλληνες εκπροσώπους ο Γαρτζώνης, όπως γράφει ο καλά πληροφορημένος Σπηλιάδης, ό.π., 378 – 379, 405, είπε: αλλά προσέξατε.
[53] Σπηλιάδης, 1, 416 – 417.
[54] Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονικού Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως (έτη 1815 – 1864), τ. 1, Ζάκυνθος 1874, 466 – 467.
[55] Για το ζήτημα αυτό βλ. λεπτομέρειες Βακαλόπουλος, ΣΤ΄, 209, 210, 211, 232. Ο Κ. Δραγώνας, τέκτων βέβαια, ήταν εκ των δραστηρίων Φιλικών στην Ζάκυνθο, ό.π., 446, 632 και σ. 844, όπου διαβάζουμε ότι η Ζάκυνθος ήταν το ενωτικό σημείο, μέσω του οποίου έρχονταν σε επαφή με τον αγγλικό παράγοντα.
[56] Τρικούπης, Β΄, 57.
[57] Βακαλόπουλος, ό.π., 981 – 983.
[58] Σπηλιάδης, ό.π., 2, 323 – 325, Φωτάκος, ό.π., 2, 98, Βακαλόπουλος, ό.π., Ζ΄, 122.
[59] Βακαλόπουλος, ό.π., 307.
[60] ό.π., 392.
[61] ό.π., 701, κεξ.
[62] Βακαλόπουλος, ό.π., 19.
[63] ό.π., 391.
[64] Πρόκειται για ένα «βίαιο» δάνειο, που υποχρεούνταν να πληρώσουν οι Έλληνες – βλ. Αναστ. Δ. Λιγνάδης, «Έρανοι, δάνεια, εισφοραί, δασμοί κατά το 1825 εις το Αιγαίον», περιοδ. Νέον Αθήναιον 3 (1958 – 1960) 61 – 72.
[65] Για την Επιτροπή Ζακύνθου βλ. σχετικό λήμμα στην Ιστορία, τ. Ζ΄, του Βακαλόπουλου. Άμεσοι συνεργάτες του ήσαν οι εγκαταστημένοι στο Λιβόρνο και στην Ancona έμποροι Π. Πάλλης και Σπ. Βάλβης, που φρόντιζαν, με τον Γ. Παπαμανόλη, συνεργάτη του Eynard, για την μεταφορά τροφών και πολεμοφοδίων στην αγωνιζόμενη Πατρίδα.
[66] Βλ. και τις ειδικές επ’ αυτού μελέτες των: Ντίνου Κονόμου, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966 και την πιο πρόσφατη του Κ. Α. Βακαλόπουλου, Η επαναστατημένη Ελλάδα μεταξύ 1826 – 1829 κ.λπ., όπου έκδοση των εγγράφων της Επιτροπής Ζακύνθου, σσ. 229 – 234.
[67] Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορικόν Αρχείον Διονυσίου Ρώμα, τ. 1 – 2, Αθήνα 1901, 1906 – ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει την περίοδο 1819 – 1825, ο δεύτερος το 1826, Ντίνος Κονόμος, Ο Διονύσιος Ρώμας και η Ελληνική Εθνεγερσία, Αθήνα 1972.
[68] Έγραψε ο Ζαχαριάδης και ένα μικρό ημερολόγιο για τις ημέρες εκείνες που εξέδωσε ο Κ. Αθ. Διαμάντης, «Ημερολόγιον της πολιορκίας του Μεσολογγίου του Χρίστου Ζαχαριάδου – Από 30 Δεκεμβρίου 1825 έως 30 Ιανουαρίου 1826», Στερεοελλαδική Εστία 1 (1960) 12 – 21.
[69] Ντίνος Κονόμος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο διοικητής των «Ελευθέρων Πολιορκημένων», Αθήνα 1972.
[70] Μνήμη Ιωάννη – Γαβριήλ Εϋνάρδου 1775 – 1863, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1977.
[71] Ο Άνθιμος βρισκόταν στο καράβι του πυρπολητού Μιαούλη, αγνοούμε σε ποια περίσταση και ο Γάλλος φιλέλληνας Max. Raybaud γράφει ότι η παρουσία αυτού του αγίου και θαρραλέου Ιεράρχου εμψύχωνε τους άξιους Έλληνες ναυτικούς, Max. Raybaud, Mémoires sur la Grèce, τ. 1 – 2, Παρίσι 1824 – 1825. Βλ. και Θεόδ. Δ. Μοσχονάς, «Πληροφορίαι περί των εν Αιγύπτω Ελλήνων δούλων της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εκκλησιαστικός Φάρος, έτος Μ΄ (ΜΣΤ΄), τεύχος Γ΄, 228 – 253.
[72] Φωτάκος, ο.π., 2, 158 – 179, Σπηλιάδης, ό.π., 2, 35, όπου πολλά ενδιαφέροντα για τον Ζαχαριάδη. Το έγγραφο αυτό είχαν υπογράψει όλοι οι βουλευτές του εκτελεστικού, αρχιερείς, ιερείς, αλλά όχι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί της Ανατολικής Στερεάς και ο Δημ. Υψηλάντης.
[73] Σπηλιάδης, ό.π., 2, 379.