Skip to main content

Jasmina Tomašević: Οι Σερβο-ελληνικές σχέσεις από τους απελευθερωτικούς αγώνες μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα

Jasmina Tomašević

 Οι Σερβο-ελληνικές σχέσεις από τους απελευθερωτικούς αγώνες μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα

 

Η Σερβία και η Ελλάδα απέκτησαν διπλωματικές σχέσεις μόλις το 1868. Μάλιστα, η γεωγραφική εγγύτητα των δύο χωρών, η κοινή θρησκεία και η αιώνια υπαγωγή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και πάνω απ’ όλα οι παρόμοιες ιστορικές συνθήκες κατά της μακροχρόνιας τούρκικης κυριαρχίας, έφεραν τους δύο λαούς πιο κοντά. Τον πρώτο καιρό, η αλληλεγγύη και συνεργασία των δύο χωρών αντικατοπτρίστηκαν στη ροή εθελοντών στη διάρκεια των εξεγέρσεων έναντι των Οθωμανών, κατά την Πρώτη σερβική εξέγερση (1804-1813) και την Επανάσταση του 1821.Η σερβική εξέγερση το 1804, που ήταν – τυπικά τουλάχιστον – ο πρώτος απελευθερωτικός αγώνας σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βοήθησε τους Σέρβους να αποκτήσουν κύρος στα Βαλκάνια και μια καλύτερη εικόνα στη Δύση, όπου, για πολλούς, η χώρα ήταν σχεδόν ή πλήρως άγνωστη. Όμως, η εξέγερση αυτή, παρόλο που δεν κατέληξε στην πλήρη απελευθέρωση της Σερβίας, είχε απήχηση στις τουρκοκρατούμενες περιοχές των Βαλκανίων. Ταυτόχρονα διαδόθηκε και η φήμη των Σέρβων ως καλών πολεμιστών, γεγονός που αναγνωρίστηκε και από τους Έλληνες, δημιουργώντας εξ’ αρχής μια προνομιακή σχέση σε σύγκριση προς τους άλλους βαλκανικούς λαούς. Εν τέλει, με τους απελευθερωτικούς αγώνες και την ανεξαρτησία τους, η Σερβία και η Ελλάδα αναδείχθηκαν σε σημαντικούς πολιτικούς παράγοντες στα Βαλκάνια.2

Λαμβάνοντας υπόψη τους εξωτερικούς παράγοντες, μπορούν να διακριθούν τρεις διαφορετικές φάσεις στις σερβο-ελληνικές σχέσεις, από τις αρχικές αμοιβαίες εξεγέρσεις για την ανεξαρτησία μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρώτη φάση διήρκεσε μέχρι τη Συνθήκη του Βερολίνου. Πρόκειται για την εποχή που οι σχέσεις των δύο κρατών διαμορφώθηκαν γύρω από την ιδέα μιας βαλκανικής συμμαχίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης, η Ανατολική Κρίση (1875-1878) και οι αποφάσεις της Συνθήκης του Βερολίνου, ψύχραναν τις σχέσεις Σερβίας-Ελλάδας, εφόσον η πρώτη «αναγκάστηκε» να κατευθυνθεί προς το Νότο, διεκδικώντας περιοχές της λεγόμενης σερβικής Μακεδονίας και ακόμη νοτιότερες. Στη φάση αυτή η ιδέα της κοινής μάχης κατά των Οθωμανών πήρε τη μορφή της από κοινού αντιμετώπισης της βουλγαρικής επιρροής στη Μακεδονία και διήρκεσε μέχρι το 1903, όταν στη Σερβία δολοφονήθηκε το βασιλικό ζεύγος των Ομπρένοβιτς.Μετά από αυτό το γεγονός που απομόνωσε τη Σερβία από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες η εικόνα της αμαυρώθηκε, το Βελιγράδι έστρεψε τη ματιά του προς την Αθήνα, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τις «παλιές, καλές» σχέσεις. Ο κοινός αγώνας έγινε εκ νέου πραγματικότητα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ενώ η σερβο- ελληνική συνεργασία και φιλία κορυφώθηκαν λίγους μήνες αργότερα – στον Β΄ Βαλκανικό.

 

Ηλίας Γκαράσανιν (πηγή: Βικιπαίδεια).
Ιωάννης Κωλέττης (πηγή: Βικιπαίδεια).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η πρώτη φάση των σερβο-ελληνικών σχέσεων, μέχρι τη Συνθήκη του Βερολίνου, απέπνεε το ρομαντικό πνεύμα μιας εποχής, γεμάτης με εθνικά προγράμματα, στη σκιά του βαλκανικού οράματος του Ρήγα Φεραίου. Την ίδια περίοδο της «Μεγάλης Ιδέας» του Κωλέττη, ο Σέρβος υπουργός Εξωτερικών Ηλίας Γκαράσανιν συνέταξε το 1844 το εθνικό πρόγραμμα «Νατσερτάνιε», που χρησιμοποιήθηκε ως βάση της σερβικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.Από την άλλη, ο Φεραίος – που δολοφονήθηκε στο Βελιγράδι το 1798 – είχε κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές την ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας με κυρίαρχη την ελληνική κουλτούρα και προσανατολισμένης στις αρχές της γαλλικής επανάστασης.Όμως, προσδιόρισε την Ορθοδοξία ως την κυρίαρχη θρησκεία του κράτους, δίνοντας έτσι έναν ιδιαίτερο ρόλο στους λαούς του ορθόδοξου μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εμπνευσμένοι από τις επαναστατικές ιδέες του Φεραίου, οι Έλληνες έδωσαν στην ορθόδοξη και πατριαρχική Σερβία ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που ήταν ενσωματωμένη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μέχρι το 1879.6

Εξάλλου, το όραμα του Φεραίου για τη συμφιλίωση των Βαλκανίων και την απαλλαγή από τον τούρκικο ζυγό, για πολλά χρόνια ακόμα έμεινε ζωντανό στη μνήμη των βαλκανικών κρατών, ειδικά στη Σερβία, όπου ο Έλληνας επαναστάτης και συγγραφέας άφησε την τελευταία του πνοή.7 Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης μεταφράστηκε συμβολικά στη σερβική γλώσσα ο Θούριος. Προς τιμήν του, ο ρομαντικός ποιητής Βόισλαβ Ίλιτς – γνωστότερος ως ο Σέρβος Πούσκιν – έγραψε το 1892 το ποίημα Glasnik slobode (Μαντατοφόρος της Ελευθερίας), υποστηρίζοντας σθεναρά τις ιδέες του και εκφράζοντας την οδύνη για το θάνατο  «του μεγάλου γιου της Ελλάδος», «απογόνου των θαρραλέων Ελλήνων των μαχών του Μαραθώνα και των Πλαταιών».8

Ο Πύργος Νεμπόισα στο Βελιγράδι όπου οι Τούρκοι βασάνισαν και σκότωσαν τον Ρήγα Φεραίο μαζί με τους συνεργάτες του (πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Σερβίας).

Η ίδια φάση, μέχρι το 1878, αποτελεί την περίοδο των πρώτων γνωριμιών και προσεγγίσεων μεταξύ των δύο χωρών. Με την καθιέρωση των διπλωματικών και προξενικών αρχών επισημάνθηκαν οι διμερείς σχέσεις του Βελιγραδίου και της Αθήνας.Από τη στιγμή που η θεμελιώδης ιδέα της σερβο-ελληνικής συνεργασίας ήταν η κοινή δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπογράφτηκε η Συνθήκη του Φεσλάου τον Αύγουστο του 1867, με την οποία προβλεπόταν η στρατιωτική συνεργασία των δύο κρατών σε περίπτωση σύγκρουσης με αυτή την χώρα και ο διαμοιρασμός των βαλκανικών της εδαφών.

Με στόχο τη μεταξύ τους προσέγγιση, τα δυο μέρη έκαναν προσπάθειες και στα πεδία της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Κυκλοφόρησαν μεταφράσεις έργων με θέμα την ιστορία, τη λογοτεχνία και την παράδοση της γειτονικής χώρας, αλλά και εκδόσεις διάφορων άλλων πραγματειών και άρθρων με συντάκτες πολιτικούς και διανοούμενους της εποχής. Το έργο της προσέγγισης διευκόλυνε επίσης η παρουσία των Ελλήνων (σε μεγάλο βαθμό ελληνόφωνων Βλάχων) στη Σερβία, οι οποίοι πρωτοεγκαταστάθηκαν εκεί τον 16ο αιώνα. Οι εμπορευόμενοι εκπρόσωποι αυτών των παροικιών στην τουρκοκρατούμενη Σερβία και την αυστροκρατούμενη Βοϊβοντίνα λειτούργησαν ως φορείς του ελληνικού πολιτισμού. Μέσω των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, κατάφεραν να αποκτήσουν σημαντικές περιουσίες και ανάλογο κοινωνικό και πολιτισμικό κύρος στη σερβική κοινωνία. «Οι Έλληνες-Βλάχοι κυριάρχησαν στην κύρια αγορά και στο Ζέρεκ (δήμος Παλιάς Πόλης), επισκιάζοντας τα σερβικά μαγαζιά που βρίσκονταν στην περιφέρεια του Βελιγραδίου», σημείωσε στο ιστορικό του μυθιστόρημα ο πρώτος Σέρβος συγγραφέας της επιστημονικής φαντασίας.10 Παρόλο που κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το ελληνικό στοιχείο της Σερβίας αφομοιώθηκε για διάφορους λόγους, εξακολουθούσαν να παραμένουν φανερά τα ίχνη του.11

Το φρούριο του Βελιγραδίου σε λιθογραφία εποχής (πηγή: Βικιπαίδεια).

Με την ίδρυση των ελληνικών δημοτικών σχολείων στη Σερβία και την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Βελιγράδι το 1718, Νόβι Σαντ το 1730, Σάμπατς γύρω στα 1760, Σέμλινο το 1794 κ.ά.), που μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα έφτασαν τα 23, ακολούθησε η εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στη σερβική εκπαίδευση σε κάποια γυμνάσια, πολλά δημοτικά σχολεία, όπως και στην Εμπορική Σχολή του Βελιγραδίου.12 Αξίζει να σημειωθεί πως η ελληνική γλώσσα θεωρούνταν ως απαραίτητο προσόν για όσους ανήκαν στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό το λόγο, τα ελληνικά κατείχαν τα παιδιά του κνιάζ Μίλος, του πρωθυπουργού Πετρονίγιεβιτς και διάφορων εξεχουσών προσωπικοτήτων της εποχής.13 Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του βαφτιστικού του Μίλος και του προσωπικού γραμματέα της ηγεμόνισσας, Σρέτεν Πόποβιτς, που επισήμανε πως η γλώσσα αυτή αποτελούσε αδιαχώριστο μέρος της κατάλληλης μόρφωσης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα: «(Μετά από το σερβικό σχολείο), όποιος ήθελε να συνεχίσει την μόρφωσή του πήγαινε στο ελληνικό… Όλοι οι διανοούμενοι του Βελιγραδίου έκλιναν προς την ελληνική μόρφωση».14 Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία, όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την προσέγγιση των Σέρβων – «εκείνων που δεν είχαν ούτε μια σταγόνα αίματος των προγόνων από τις Θερμοπύλες» – προς τους Έλληνες και Ρωμαίους φιλοσόφους.15 

Ταυτόχρονα με τη διδασκαλία, άρχισαν οι πρώτες μεταφράσεις στη σερβική γλώσσα με σκοπό να διευκολυνθεί η εκμάθηση της ελληνικής ως ξένης. Το έργο των δασκάλων – που ήταν και οι πρώτοι μεταφραστές – δεν περιορίστηκε μόνο στη μετάφραση των γραμματικών και λεξικών, αλλά περιέλαβε και τη συγγραφή βιβλίων με θέμα την Ελλάδα και τον πληθυσμό της, ώστε να έρθουν οι δύο λαοί πιο κοντά.16 Κατά την περίοδο αυτή, στη Σερβία κυκλοφόρησαν οι μεταφράσεις του Δημήτριου Δάρβαρη – του δασκάλου στο ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου – η Χρηστοήθεια του Αντωνίου Βυζαντίου (1786), ο Πίνακας του Κέβητος και το Εγχειρίδιον του Επίκτητου (1799). Πέραν από αυτά τα έργα φιλοσοφικού χαρακτήρα, ο Δάρβαρης μετέφρασε και τον Καθρέφτη του Χριστιανισμού (1801), μια συλλογή διάφορων κειμένων Πατέρων της Εκκλησίας, με στόχο – όπως επισήμανε ο ίδιος – να μεταφέρει στο σερβικό λαό «ηθικά τους διδάγματα».17 Διδάσκοντας για πολλά χρόνια συνεισέφερε και με τη Γραμματική της απλής ελληνικής γλώσσας το 1806.18 Για τις μεταφράσεις του «στη σλαβενο-σερβική γλώσσα», έγραψε και ο πολιτικός Δημήτριος Νταβίντοβιτς, ιδρυτής της εφημερίδας Novine serbske, τονίζοντας τη συνεισφορά του στη σερβική λογοτεχνία.19 

Ακολούθησαν το Λεξικόν Ρωμαϊκοσλαβωνικόν (1803) και η Γραμματική Ελληνική περιέχουσα το ετυμολογικόν και συντακτικόν (1816) σε συγγραφή και μετάφραση του Γεωργίου Ζαχαριάδη από τον Τύρναβο, που δίδασκε επίσης στο ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου από το Σεπτέμβριο του 1799.20 Ο Ζαχαριάδης υπήρξε και ο πρώτος μεταφραστής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Σερβία, ενώ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες μεταφράζονταν μόνο τα βιβλία εκκλησιαστικού περιεχομένου.21 Το έργο του Ζαχαριάδη συνέχισε ο γιατρός και καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο Πρώτο Γυμνάσιο του Βελιγραδίου, ο Παναγιώτης Παπακωστόπουλος. Μετέφρασε την Αντιγόνη του Σοφοκλέους (1873), την Παραίνεσιν προς Δημόνικον του Ισοκράτη (1874), τους Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού (1874), την Βατραχομυομαχία του Ομήρου (1877)22 και τέλος την Οδύσσεια (1881), η οποία απέσπασε τις θετικές κριτικές των σερβικών λογοτεχνικών κύκλων.23 Επιθυμώντας να διευκολύνει τους μαθητές του την εκμάθηση της ελληνικής γραμματικής, ο Παπακωστόπουλος συνέταξε και δημοσίευσε το 1878 το εγχειρίδιο Jelinski jezik (Ελληνική γλώσσα). 24

Το Λεξικόν Ρωμαϊκοσλαβωνικόν (1803) του Γ. Ζαχαριάδη (πηγή: Βιβλιοθήκη της Μάτιτσα Σρπσκα).
Η Ελληνική γλώσσα (1878) του Π. Παπακωστόπουλου (πηγή: Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όσον αφορά την έκδοση ιστορικών βιβλίων, ικανών να προσεγγίσουν το ευρύτερο κοινό στη γειτονική χώρα, η παραγωγή τους ήταν μικρότερη, όχι όμως ανύπαρκτη. Δεν πέρασε απαρατήρητο σε αμφότερες τις πλευρές το έργο του πάροικου του Σεμλίνου, Τριαντάφυλλου Δούκα, η Ιστορία των Σλαβενο-Σέρβων (1807) που είχε ως έμπνευση την Πρώτη σερβική εξέγερση. Στη σερβική γλώσσα μεταφράστηκε μόλις το 1883, παρόλο που το έργο ήταν ήδη γνωστό για πολλές δεκαετίες στη Σερβία όπου είχαν μεταφραστεί κάποια αποσπάσματά του.25 Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η εξέγερση των Σέρβων είχε μεγάλη απήχηση στην Ελλάδα, όπως προκύπτει και από την ελληνική μετάφραση το 1862 του βιβλίου του Λεοπόλντ φον Ράνκε, Επανάστασις της Σερβίας συγγραφείσα κατά σερβικάς πηγάς και έγγραφα. Επίσης, ο ελληνικός Τύπος της εποχής, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1860 – αλλά και γενικότερα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα – έβρισκε τα θέματα της Πρώτης και της Δεύτερης σερβικής εξέγερσης ενδιαφέροντα και δημοσίευε άρθρα για τις μάχες, όπως και για τις προσωπικότητες του Καραγιώργη Πέτροβιτς και του Μίλος Ομπρένοβιτς.26

Ταυτόχρονα εκδίδονταν μελέτες που αφορούσαν το σέρβικο στρατό και τον εξοπλισμό του, θίγονταν διάφορα θέματα από την ιστορία και τη γεωγραφία της Σερβίας προβάλλοντας μια θετική εικόνα της χώρας – «αδελφήν της Ελλάδος, αδελφήν ου μόνον ομόθρησκον και ομοιοπαθή».27

Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε επίσης στη σερβική δημοσιογραφία της εποχής, αλλά και γενικότερα στην εκδοτική παραγωγή της χώρας. Χρειάζεται όμως να τονιστεί πως η Σερβία σε σύγκριση με την Ελλάδα ακόμα δεν είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Για αυτό το λόγο, τέτοιες εκδόσεις που δημοσιεύονταν αποκλειστικά στο αυστριακό έδαφος ήταν λιγότερες αριθμητικά. Το Επτάκλωνο ανθοκλάδι αφιερωμένο στους αγωνιζόμενους Έλληνες του αναφερόμενου Πόποβιτς που γράφτηκε τη στιγμή της Ελληνικής Επανάστασης, «από την αγάπη προς τους πατριώτες Έλληνες, που για πολλούς αιώνες έδειχναν πως είναι άξιοι θαυμασμού», δεν είχε δημοσιευτεί ποτέ λόγω της αυστηρής αυστριακής λογοκρισίας.28 Δεν παραλείφθηκαν όμως εντελώς κάποια έργα, στα οποία εκθειάζονταν τα ελληνικά πολεμικά επιτεύγματα. Στη σερβική γλώσσα μεταφράστηκε το βιβλίο Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1829, όπου ο μεταφραστής εξέφρασε τη λύπη του για την «αιώνια σκλαβιά της αδερφικής χώρας», αλλά και τη χαρά του για την τελική συντριβή των Οθωμανών.29 Λίγες δεκαετίες αργότερα ακολούθησε και η μετάφραση της πραγματείας Ελληνική Επανάσταση: από την αρχή (1821) έως τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Στην αρχή του προλόγου, ο μεταφραστής τόνιζε την εγγύτητα των δύο λαών που «είχαν την ίδια μοίρα».30 Επίσης, στις σερβόγλωσσες εφημερίδες31 μπορούσε ένας αναγνώστης να πληροφορηθεί για τον πληθυσμό, το κλίμα και τη γεωγραφία της Ελλάδας. Τα περισσότερα, όμως, άρθρα αφορούσαν τα ιστορικά θέματα, ειδικά την Επανάσταση του ‘21, «που μαζί με τις σερβικές εξεγέρσεις έμεινε στην ιστορία ως η θρυλική εποποιία».32

Η μετάφραση της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου (1829) στη σερβική γλώσσα (πηγή: Βιβλιοθήκη της Μάτιτσα Σρπσκα).

Την ίδια περίοδο ο ταγματάρχης του ελληνικού στρατού και αγωνιστής του ’21, Λάμπρος Κουτσονίκας, στο έργο του Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (1863-1864), πρότεινε την ομοσπονδία των δύο αδελφών χωρών στον αγώνα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.33 Όμως, ήταν πλέον αργά. Τα εθνικά προγράμματα της Ελλάδας, της Σερβίας και κατόπιν της Βουλγαρίας δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν. Με λίγα λόγια, τα Βαλκάνια δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να συμπεριλάβουν ταυτόχρονα μια Μεγάλη Σερβία του Γκαράσανιν, μια Μεγάλη Ελλάδα του Κωλέττη και μια Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Σε αυτό το ρομαντικό και εν μέρει ουτοπιστικό πνεύμα της εποχής, η Σερβία και η Ελλάδα ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή της Συνθήκης του Φεσλάου, που όμως δεν έτυχε ποτέ βασιλικής επικύρωσης. Προέβλεπε τις περιοχές, που θα ενσωμάτωναν αμφότερες οι χώρες μετά την απελευθέρωση: η Ελλάδα τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου, η Σερβία τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη βόρεια ζώνη της Αλβανίας και το Μαυροβούνιο, σε περίπτωση που το τελευταίο δεν θα επιθυμούσε να γίνει ανεξάρτητο κράτος.34 Είναι ασαφές σε τι είδους συμφωνία κατέληξαν οι δύο χώρες όσον αφορά τη Μακεδονία, γιατί το σερβικό εθνικό πρόγραμμα του Γκαράσανιν είχε διαφορετική αντίληψη για τα όριά της από την ελληνική πλευρά. Το συγκεκριμένο αυτό το ζήτημα παρέμεινε σε αφάνεια για λίγες ακόμη δεκαετίες. Η Σερβία του κνιάζ Μιχαήλ Ομπρένοβιτς (1860-1868), είχε ακόμη στραμμένο το βλέμμα προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η οποία θα της εξασφάλιζε τη διέξοδο στην Αδριατική.

Μόνο μια δεκαετία μετά την ηγεμονία του, η Σερβία κατευθύνθηκε προς τη Μακεδονία με αποτέλεσμα να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σερβο-ελληνικές σχέσεις. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου, η Σερβία και το Μαυροβούνιο απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, αλλά η διοίκηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ανατέθηκε έστω και προσωρινά στην Αυστροουγγαρία. Η de facto αυτή προσάρτηση σήμαινε πως ένα μεγάλο μέρος των Σέρβων θα συνέχιζε να παραμένει υπό ξένη κυριαρχία και ταυτόχρονα ματαιώνονταν τα σχέδια του Βελιγραδίου για έξοδο στην Αδριατική. Έκτοτε η Σερβία άρχισε ενεργά να διεκδικεί περιοχές της βόρειας Μακεδονίας,35 καταπολεμώντας το έργο της βουλγαρικής Εξαρχίας, μέσω των διαφόρων απεσταλμένων, εκπαιδευτικών και κληρικών.36

Ταυτόχρονα η σερβική και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Ο πολιτικός Στόγιαν Νοβάκοβιτς, μέλος της Επιτροπής για τα σερβικά σχολεία και τους Σέρβους δασκάλους στην Παλαιά Σερβία και τη Μακεδονία – που εφάρμοσε τη σερβική εθνική πολιτική στις εν λόγω περιοχές – και πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη (1886-1891) ανέπτυξε πρόγραμμα συνεργασίας με την ελληνική κυβέρνηση για την κατανομή της Μακεδονίας σε σφαίρες επιρροής. Ο Νοβάκοβιτς, που ήταν υποστηρικτής μιας συναινετικής σερβο-ελληνικής συμφωνίας,37 συζήτησε με τον Έλληνα πρεσβευτή Νικόλαο Μαυροκορδάτο με γνώμονα μια τέτοια προοπτική και την κατανομή της Μακεδονίας σε ελληνική και σερβική σφαίρα επιρροής. Συμφώνησαν να επιδικαστεί η βόρεια ζώνη στη Σερβία και η νότια στην Ελλάδα, αλλά υπήρξε διαφωνία για τη μεσαία ζώνη. Και οι δύο πλευρές διεκδικούσαν τη Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και την Αχρίδα. Ούτε οι νέες διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν δύο χρόνια αργότερα, το 1892, καρποφόρησαν. Ο πολιτικός Βλάνταν Τζόρτεβιτς, απεσταλμένος του σερβικού κράτους στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Νοβάκοβιτς άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, Στέφανο Δραγούμη. Η σερβική πλευρά φάνηκε πρόθυμη για κοινή δράση των δύο κρατών εναντίον της Βουλγαρίας, αλλά δεν υποχωρούσε βορειότερα από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τον Περλεπέ. Και η τελευταία προσπάθεια, το 1899, ανάμεσα στον αντιπρόσωπο της Σερβίας, τον Αλέξανδρο Μιλίτσεβιτς και τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο, απέβη άκαρπη.38 Παρόλο που οι διαπραγματεύσεις δεν ευοδώθηκαν με συμφωνία για τη μεσαία ζώνη, μετεξελιχθηκαν σε βασική αρχή της διανομής της Μακεδονίας, απόφαση που απέκλειε τη Βουλγαρία, τον κοινό εχθρό των δύο χωρών.39

Οι οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (πηγή: Βικιπαίδεια).

Όμως, οι αντικρουόμενες βλέψεις για τη μεσαία ζώνη της Μακεδονίας οδήγησαν αναπόφευκτα σε ψύχρανση των διμερών σχέσεων. Τις επαφές δυσκόλεψε επιπρόσθετα η ουδέτερη στάση της σερβικής πλευράς στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όταν μάλιστα παραχωρήθηκαν στη Σερβία – ως αντάλλαγμα από την Υψηλή Πύλη – εκπαιδευτικά και θρησκευτικά προνόμια στα βιλαέτια του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης.40 Εκδηλώθηκαν, ωστόσο, κάποιες προσπάθειες προσέγγισης κατόπιν πρωτοβουλίας και των δυο πλευρών. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο εορτασμός της επετείου της μάχης του Κοσόβου στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου του 1889. Τρία χρόνια αργότερα, ένας άλλος Σέρβος πολιτικός, υποστηρικτής της διατήρησης των καλών σερβο- ελληνικών σχέσεων, ο Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς, έγραψε το έργο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η τελευταία νύχτα της Πόλης. Σε αυτό τόνιζε το ηθικό δίκαιο και την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, επισημαίνοντας στην εισαγωγή πως «υπάρχει στον κόσμο μια αίσθηση ότι η Πόλη μπορεί σύντομα να αλλάξει και πάλι χέρια».41 Ο μύθος της μάχης του Κοσόβου ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της εξέλιξης της σερβικής εθνικής ταυτότητας. Η «κοιτίδα των Σέρβων» ήταν ό,τι για τους Έλληνες η Κωνσταντινούπολη. Οι δύο λαοί, υποστηρίζοντας αλλήλους στον αγώνα για την απελευθέρωση των «πατρώων εδαφών», καμούφλαραν το επίκαιρο Μακεδονικό Ζήτημα. Μια ακόμη προσέγγιση ήταν η ανέγερση αγάλματος προς τιμήν του Φεραίου στο Βελιγράδι το 1889, με την επιγραφή «Στον Ρήγα Φεραίο. Ο σερβικός και ο ελληνικός λαός».42

Ο αδριάντας του Ρήγα Φεραίου στο Βελιγράδι (πηγή: Βικιπαίδεια).

Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες των δύο πλευρών, όπως ήταν και η επίσκεψη του Τρικούπη στο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1891, οι προετοιμασίες για υποδοχή Σέρβων φοιτητών στην Αθήνα, η οργάνωση συναυλιών για φιλανθρωπικούς σκοπούς στο Βελιγράδι για να στηριχθεί η Θεσσαλονίκη μετά από το σεισμό του 190243 και τα λογοτεχνικά άρθρα του πολιτικού και απεσταλμένου του σερβικού κράτους στην Αθήνα, του Βλάνταν Τζόρτζεβιτς44 δεν μπορούσαν να καλύψουν τη σοβαρότητα της διάστασης του Μακεδονικού Ζητήματος. Ακόμη και οι ειδήσεις ότι η ελληνική γλώσσα θα διδασκόταν υποχρεωτικά στα σερβικά γυμνάσια πέρασε σχεδόν ασχολίαστη στον ελληνικό Τύπο.45 Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης φάσης και οι δύο χώρες προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν τις αντικρουόμενες βλέψεις για τα τουρκικά εδάφη στα Βαλκάνια, που «περίμεναν τους απελευθερωτές». Με το Μακεδονικό Ζήτημα, η «παραδοσιακή» σερβο-ελληνική φιλία τέθηκε σε δοκιμασία. Δεν αρκούσαν άλλο οι συνθήκες φιλίας και συμμαχίας γραμμένες σ’ ένα απλό χαρτί, οι αναφορές μιας βαλκανικής ομοσπονδίας του Ρήγα και τα άρθρα προς τιμήν της άλλης χώρας. Είχε φτάσει η στιγμή των αποφάσεων και των διπλωματικών συμπράξεων.46 Η αυξανόμενη παρουσία των Βουλγάρων στη Μακεδονία συνέβαλε στο να αναστείλουν προς στιγμή οι δύο πλευρές τις διαφωνίες τους και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις για την καταπολέμηση της βουλγαρικής προπαγάνδας.

Η δολοφονία του βασιλιά Αλεξάνδρου Ομπρένοβιτς και της βασίλισσας Ντράγκα το Μάιο του 1903 διέκοψε πρόωρα τη φάση αυτή. Ουσιαστικά ήταν ένα πραξικόπημα που έφερε στο προσκήνιο την αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Με τη βασιλοκτονία η Σερβία εγγράφηκε ως έθνος βαρβάρων στη μαύρη λίστα της Ευρώπης, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.47 Η αρνητική εικόνα, ως «πρωτόγονης, βαρβαρικής χώρας»,48 την οδήγησε σε ακόμη πιο μεγάλη απομόνωση. Δίχως Ευρωπαίους υποστηρικτές, έτσι απομονωμένη όπως ήταν, η Σερβία επιχείρησε εκ νέου προσέγγιση με τη Ελλάδα. Η Αθήνα δεν την απέρριψε, γνωρίζοντας πως οι Σέρβοι αποτελούσαν πλέον μικρότερο κίνδυνο στη Μακεδονία από τους Βουλγάρους και όσο αυτή η απομόνωση της Σερβίας γινόταν μεγαλύτερη, τόσο οι σερβο-ελληνικές σχέσεις παρουσίαζαν δυνατότητες βελτίωσης.49 Εξάλλου, παρ’ όλες τις προσπάθειες, η σερβική επιρροή στη Μακεδονία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ουδέποτε προσέλαβε απειλητικές για τους Έλληνες διαστάσεις.50 Ο πολιτικός Μιγιάτοβιτς, που είχε ήδη εκφράσει τη θετική του γνώμη για τους Έλληνες στο βιβλίο του, επανήλθε το 1910 με την ιδέα της βαλκανικής συμμαχίας. Συνεισέφερε έτσι στην αποκατάσταση των διμερών σχέσεων. Στα σχέδιά του περιέλαβε ακόμη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί πίστευε πως έτσι μόνον θα ήταν εφικτή η αντιμετώπιση της Αυστροουγγαρίας.51

Η δολοφονία του βασιλιά Αλεξάνδρου και της βασίλισσας Ντράγκα στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Le Petit Parisien (πηγή: Βικιπαίδεια).

Όμως, και η Σερβία και η Ελλάδα έπρεπε να απαλλαγούν προηγουμένως από τον αιώνιο τους εχθρό, του οποίου η διάλυση «ήταν γραμμένη από πολύ καιρό στο βιβλίο της μοίρας».52 Τον Οκτώβριο του 1912, χωρίς να έχουν υπογράψει προηγουμένως συνθήκη συμμαχίας, οι δύο χώρες ενωμένες με τις δυνάμεις της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη συνέτριψαν σε σύντομο χρονικό διάστημα.53 Ως γνωστόν, η Συνθήκη του Λονδίνου, υπογεγραμμένη στις 30 Μαΐου του 1913, δεν ικανοποίησε τους συμμάχους και άφησε απροσδιόριστη τη μοίρα της Μακεδονίας. Η δυσαρέσκεια των χωρών για το διαγραφόμενο μέλλον των μακεδονικών εδαφών, ο αποκλεισμός της Σερβίας από την Αδριατική λόγω της δημιουργίας του ανεξάρτητου αλβανικού κράτους και η βουλγαρική παρουσία στη Θεσσαλονίκη, ώθησαν το Βελιγράδι και την Αθήνα στην υπογραφή Μυστικού Προκαταρκτικού Πρωτοκόλλου.54 Η σημασία της σερβο-ελληνικής συμμαχίας αποδείχθηκε γρήγορα στην πράξη. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 10 Αυγούστου, η Σερβία και η Ελλάδα απέκτησαν νέα εδάφη εις βάρος της Βουλγαρίας και, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, κοινά σύνορα.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν σημαντικοί ιστορικοί σταθμοί της τρίτης φάσης των σερβο-ελληνικών σχέσεων. Οι δύο πλευρές λησμόνησαν τις διαφωνίες τους για τη μεσαία ζώνη της Μακεδονίας. Έμεινε όμως μια θλίψη από ελληνικής πλευράς για το Μοναστήρι, το οποίο ο σερβικός στρατός κατέλαβε στις 19 Νοεμβρίου του 1912.55 Και οι τρεις φάσεις των σερβο-ελληνικών σχέσεων μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επηρεάστηκαν από την ιδέα της συμμαχίας και φιλίας, που είχε τις ρίζες της στο όραμα της βαλκανικής ομοσπονδίας του Φεραίου και στις πρώτες εξεγέρσεις των δύο κρατών εναντίον του οθωμανικού καθεστώτος. Η ιδέα αυτή δεν άλλαζε, παρά μόνο οι εχθροί. Ο πρώτος στη σειρά ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο αιώνιος κατακτητής των Βαλκανίων, ο οποίος, εγκαταλείποντας σταδιακά τα ευρωπαϊκά εδάφη πολλαπλασίασε τα περιθώρια συγκρούσεων ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη. Η Σερβία, που μέχρι τη Συνθήκη του Βερολίνου, πρόβαλλε ως σωτήρας όχι μόνο του σερβικού λαού, αλλά και όλων των Νοτίων Σλάβων στα Βαλκάνια, απέτυχε στην αποστολή της, λόγω της αυστριακής προσάρτησης της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης. Στρεφόμενη εκ των πραγμάτων προς τη Μακεδονία, την «προίκα» των Οθωμανών, άρχισε να βλέπει το σύμμαχό της στον αγώνα εναντίον του Σουλτάνου – την Ελλάδα – με διαφορετικό, περισσότερο ανταγωνιστικό μάτι. Ας τονιστεί πάντως ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και των ανταγωνισμών για τη κατανομή της Μακεδονίας, το – ιδιαίτερα ελληνικά διατεθειμένο – Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ήταν σύμμαχος του Βελιγραδίου. Το αντίθετο. Η Σερβική Εκκλησία δεν μπορούσε να συγκρουστεί με το «μητρικό» της Πατριαρχείο, ούτε όμως και να το εγκαταλείψει.56

Παρ’ όλες τις διαταραχές στις σερβο-ελληνικές σχέσεις, η ιδέα της συμμαχίας συνεχίστηκε, και η βασική ιδέα των Σέρβων πολιτικών να βρεθεί μια συναινετική λύση με την ελληνική πλευρά για τη διανομή της Μακεδονίας τελικά ευοδώθηκε. Μάλιστα, πριν από τη συντριβή του βουλγαρικού στρατού στη Μακεδονία, έκανε την εμφάνισή της και η ιδέα μιας συμμαχίας εναντίον της Αυστροουγγαρίας, η οποία όμως δεν προχώρησε. Η σερβο-ελληνική συνθήκη συμμαχίας του 1913 προέβλεπε την αμυντική σύμπραξη σε περίπτωση επίθεσης τρίτης χώρας, αλλά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν τη θεώρησε δεσμευτική ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Μεγάλος Πόλεμος απέκτησε παγκόσμιο χαρακτήρα. Εξάλλου, ούτε το Βελιγράδι ήταν διατεθειμένο να υποστηρίξει με τα όπλα την Αθήνα στο ζήτημα των νησιών του Βορείου Αιγαίου. Αν σκεφτεί όμως κανείς, θα ήταν πράγματι παράλογη – για τα γεωπολιτικά δεδομένα της εποχής – η παρέμβαση της Ελλάδας σε έναν περιφερειακό αυστρο-σερβικό πόλεμο, όπως και η σερβική ανάμειξη σε μια τοπική ελληνο- τουρκική σύγκρουση για το ζήτημα των νησιών που δεν ανήκαν στη δική της σφαίρα συμφερόντων57 και επί των οποίων η Σερβία δεν ασκούσε κανένα απολύτως δικαίωμα.

Αν θα κάναμε την υποθετική ερώτηση ποια από αυτές τις δύο χώρες είχε μεγαλύτερη ανάγκη για να πλησιάσει την άλλη, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως αυτή ήταν η Σερβία.58 Η Αθήνα ζήτησε τη σερβική χείρα βοήθειας μόνο μια φορά, εκείνο το καλοκαίρι του 1913, όταν στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν παρούσες βουλγαρικές μονάδες. Σε σύγκριση με την Ελλάδα, η Σερβία δεν είχε θαυμαστές στη Δύση. Ήταν μια αγροτική χώρα των Βαλκανίων ελάχιστα αναγνωρίσιμη και μετά από τη βασιλοκτονία ακόμη λιγότερο δημοφιλής. Ειδικά μετά από το 1903, η Σερβία προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να προσεγγίσει την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Από την άλλη, η «κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού», διέθετε τη μακροχρόνια παράδοση του δυτικού φιλελληνισμού ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, θεωρητικού αλλά και έμπρακτου.59 Οι Σέρβοι διανοούμενοι, όπως ο Νοβάκοβιτς, ο φιλόλογος Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς και ο ιστορικός Γιόβαν Ράγιτς, αντιλαμβάνονταν τη διαφορετική απήχηση της Πρώτης σερβικής εξέγερσης και της Ελληνικής Επανάστασης στην Ευρώπη. Ο Ράγιτς έγραψε: «Έτσι η Ελλάδα απέκτησε τη μισή Θεσσαλία το 1878, χωρίς όπλα και χωρίς ούτε μια ανθρώπινη ζωή χαμένη».60

Μήπως ο σερβικός λαός, κυρίως λόγω του μύθου της σερβο-ελληνικής φιλίας, που για δεκαετίες προωθούσαν οι πολιτικοί των δύο κρατών, περίμενε κάποιες πράξεις από τους Έλληνες «εκ φύσεως»; Σε ερώτηση για την Ανατολική Ομοσπονδία, ο βασιλιάς Νικόλαος του Μαυροβουνίου δήλωσε στο Παρίσι το 1883 πως δεν υπήρχε συμφωνία των κρατών του Αίμου, επρόκειτο απλώς για μια «φυσική σχέση».61 Τα ίδια είχε δηλώσει και ο βασιλιάς Μίλαν στη Βιέννη, λίγους μήνες πριν από τη δήλωση του Τρικούπη πως η χώρα του δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τέτοιες συνεργασίες. Από αυτές τις βασιλικές δηλώσεις φαίνονται οι πεποιθήσεις τους για μια «αδελφότητα» των βαλκανικών κρατών, η οποία πιθανότατα να μην υπήρχε. Ίσως λόγω αυτής της «φυσικής σχέσης», η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ελλάδα ήταν οι μοναδικές χώρες που δεν υπέγραψαν τη συνθήκη συμμαχίας στις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου; Ούτε οι σερβικοί, αλλά ούτε οι ελληνικοί διπλωματικοί κύκλοι έδειχναν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία γι΄ αυτό το ζήτημα.62 Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο εορτασμός του Γεωργίου Α΄ της Ελλάδας στις 6 Μαΐου του 1912 στη Σερβία. Ο σερβικός λαός, που γιόρταζε πανηγυρικά στους δρόμους του Βελιγραδίου την εορτή του τελευταίου, προκάλεσε στην Ελλάδα μεγάλη έκπληξη. Ένας Έλληνας ανταποκριτής έγραψε: «Ουδείς ανέμενε και κανείς δεν θα θελήση να πιστεύση εις την αυθόρμητον εκδήλωσιν εκ μέρους των Σέρβων τοσούτης παροχής φιλελληνικών συναισθημάτων».63

Η Ελλάς και η Σερβία συμφωνούν επί χάρτου στη μεταξύ τους διανομή των κερδών του πολέμου τους κατά της Τουρκίας (πηγή: Τίτος Ι. Αθανασιάδης, Οι μεγάλοι πόλεμοι της Ελλάδος, 1912 – 1913 / 1940 – 1941, Αθήνα: 1995).

Παρ’ όλες τις συγκρούσεις των προηγουμένων δεκαετιών λόγω του Μακεδονικού, οι Σέρβοι, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρέμειναν στα μάτια των Ελλήνων οι πιο αγαπημένοι τους Σλάβοι, οι πιο χρήσιμοι και οι πιο έξυπνοι. Ο λαός τους ήταν «θαρραλέος», «περήφανος», «εργατικός» και «θιασώτης της ελευθερίας». Οι Έλληνες στα μάτια των Σέρβων αποτελούσαν έναν «αδελφικό» λαό και η χώρα τους μια «αδελφική» χώρα, που ήταν φορέας του Χριστιανισμού μαζί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου η σερβική εκκλησία έμεινε ενταγμένη για αιώνες. Ο κοινός εχθρός στα Βαλκάνια – πρώτον η Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατόπιν η Βουλγαρία – έφερνε τους δύο λαούς πιο κοντά. Οι Έλληνες περιγράφηκαν ως άνθρωποι «περήφανοι» λόγω της καταγωγής τους και της κληρονομιάς του αρχαίου πολιτισμού τους. Αυτοί, όπως και οι Σέρβοι, ήταν οι λαοί με πνεύμα ανεξαρτησίας και περιγράφηκαν ως πολεμιστές της εθνικής ιδέας και ως άτομα με εθνική αυτοσυνειδησία.64 Παρόλο που ο μύθος της σερβο-ελληνικής φιλίας δεν ήταν πάντα η αντανάκλαση της πραγματικότητας – όπου δεν συμβάδιζαν πολύ συχνά οι «πολιτικές αντιπαλότητες»65 και τα συναισθήματα των δύο λαών – έβρισκε τον τρόπο να επιβιώσει μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, εξάλλου, μέχρι τις ημέρες μας. Η σερβο-ελληνική συνεργασία και φιλία, όσο και να ακούστηκε κατά περιόδους σαν μια «κενή φράση», αποτέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο της σερβικής και ελληνικής εθνικής συνείδησης.66

Η Jasmina Tomašević είναι κάτοχος τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 1. Για τη συνεργασία των Σέρβων και των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών τους αγώνων, βλ. Μιχαήλ Θ. Λάσκαρις, Έλληνες και Σέρβοι κατά τους απελευθερωτικούς των αγώνας 1804-1830, Αθήνα, 1936, σ. 13-88.ֹ Σπύρος Λουκάτος, Σχέσεις Ελλήνων μετά Σέρβων και Μαυροβουνίων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν,   1823-1826,  Θεσσαλονίκη, 1970, σ. 27-162.ֹ Σπύρος Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι, μαχητές της ελληνικής ανεξαρτησίας, 1821- 1829», Ίδρυμα  Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 187 (1979), 101-151. ֹΑνώνυμος, Συνεργασία Ελλήνων και Σέρβων κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες, 1804-1830: 1ο  Ελληνοσερβικό  Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη,  1979, σ. 9-260. Ιωάννης  Παπαδριανός, Η ελληνική παλιγγενεσία του 1821 και η βαλκανική της διάσταση, Κομοτηνή, 1996, σ. 23-47. ֹΙωάννης Παπαδριανός, «Μαυροβούνιοι εθελοντές στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821», Ελληνομαυροβουνιώτικο Συνέδριο 1, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 160-178. Barbara Jelavich,«The Balkan Nations and the Greek War of Independence», Balkan Studies Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 156 (1976), 157-169.ֹ Barbara Jelavich, History of the Balkans. Eighteen and Nighteen Centuries, τόμ. Α΄, Cambridge, 1983, σ. 171-234.ֹ Dimitrije Đorđević, Nacionalne revolucije balkanskih naroda 1804–1914, Beograd, 1995, σ. 23-25, 34-35.ֹ Kliment Džambazovski, «Grci u Prvom srpskom ustanku», Balkan Studies, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 187 (1979), 185-195.ֹ Lazar Tomanović, Bokelji u ratu za oslobođenje gr ko, Zadar, 1873, σ. 5-43.ֹ Dušan Kašić, «Grčki ustanak i Srbi: povodom proslave 150-godišnjice ustanka grčkog naroda», Teološki pogledi: dvomesečni versko naučni časopis, IV/2 (1971), 143- 154.ֹ Nebojša Ozimić, «Melentijeva buna: doprinos niškog sveštenstva Grčkom ustanku 1821. godine», Crkvene studije: godišnjak Centra za crkvene studije, III/3 (2006), 389-394.

2. Υπάρχουν μόνο δύο μελέτες γραμμένες στη σερβική γλώσσα για τις σερβο-ελληνικές σχέσεις πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βλ. Slavenko Terzić, Srbija i Grka (1856-1903): borba za Balkan, Beograd, ֹ Vladan Đorđević, Srbija i Grčka 1891-1893: prilog za istoriju srpske diplomatije pri kraju XIX veka, Beograd, 1923.

3. Terzić, ό.π., σ. 410.

4. Περισσότερο για το σερβικό εθνικό πρόγραμμα «Νατσερτάνιε», βλ. Dragoslav Stranjaković, Kako je postalo Garašaninovo „Na ertanije“, Beograd, 1939.ֹ Μελπομένη Κατσαροπούλου, Η προγραμματική βάση της σερβικής εθνικής πολιτικής τον 19ο και 20ό αι. Το «Naertanije» του Ηλία Γκαράσανιν, Θεσσαλονίκη, 2003.

5. Mark Mazower, Τα Βαλκάνια, Κώστας Κουρεμένος (μτφρ.), Αθήνα, 2003, σ. 27-28.

6. Radoslav Grujić – Sava Vuković, Pravoslavna srpska crkva: kulturno-istorijska baština, Kragujevac, 1989, σ. 151.

7. Το παρόμοιο όραμα για την απαλλαγή από τον τουρκικό ζυγό μοίραζε ένας άλλος έλληνας επαναστάτης, που άφησε επίσης την τελευταία του πνοή στο σερβικό έδαφος. Ο αγωνιστής του ΄21 από την περιοχή της Νάουσας, ο Δημήτριος Καρατάσος ήταν υποστηρικτής της σερβο-ελληνικής συνεργασίας για την οποία πίστευε πως ήταν η μόνη που μπορούσε να δώσει τέλος στην οθωμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια. Με αυτή την ιδέα έφτασε στη Σερβία το 1861, αλλά είχε πεθάνει πριν να υπογράψει τη συμφωνία με τη σερβική πλευρά. Θάφτηκε με όλες τις τιμές κατά τη διαταγή του κνιάζ Μιχαήλ Ομπρένοβιτς, που του αφιέρωσε αυτούς τους στίχους γραμμένους στον τάφο του: «Περαστικέ, ενθάδε κείται ο ήρωας από το πεδίο μάχης μεγάλο και ιερό, από που πηγάζει η χαρά της Ελλάδος… Αν πας ποτέ σ΄ εκείνα τα μακρινά μέρη όπου μένουν οι Έλληνες, τα αδέρφια μας, πες τους πως εμείς ξέρουμε να εκτιμάμε τα πλήγματα, πες τους πως και αυτή η χώρα είχε απελευθερωθεί με αίμα», βλ. Milan Grol, Iz predratne Srbije, Beograd, 1939, σ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι φιλέλληνες κατά την Επανάστασιν του 1821. Διπλωματικαί διαπραγματεύσεις-πολεμικός αγών», Συνεργασία Ελλήνων και Σέρβων κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες, σ. 71.

8. Για το Φεραίο έγραψαν και οι άλλοι σέρβοι συγγραφείς και ποιητές του 19ου αιώνα: ο Γιόβαν Στέριγια Πόποβιτς το έργο Rigine ode i himne Grcima (Ωδαί και ύμνοι του Ρήγα προς τους Έλληνας) το 1821 και το Sedmograno cvetno drvo posvećeno borbenim Grcima (Επτάκλωνο ανθοκλάδι αφιερωμένο στους αγωνιζόμενους Έλληνες) που παρέμεινε αδημοσίευτο, ο Σβέτομιρ Νικολάγιεβιτς το έργο Riga od Fere, pesnik i patriota (Ο Ρήγας Φεραίος, ποιητής και πατριώτης) το 1889, ο Πέρα Τοντόροβιτς το έργο Misterija Beograda (Το μυστήριο του Βελιγραδίου) το 1889 κ.ά.

9. Από το 1868 έως το 1903, η Ελλάδα διατηρούσε στο Βελιγράδι έναν επιτετραμμένο – με εξαίρεση την περίοδο 1868-1880 όταν διέθετε και γενικό πρόξενο. Ταυτόχρονα, η Σερβία διατηρούσε επιτετραμμένους στην Αθήνα κατά τις συγκεκριμένες περιόδους (1876, 1882-1885, 1886-1889 και 1891-1903), βλ. Lukijanos Hasiotis, Srpsko-gr ki odnosi 1913-1918. Savezni ke prednosti i politika rivalstva, Jasmina Tomašević (μτφρ.), Novi Sad, 2017, σ. 26

10. Στο μυθιστόρημα παρουσιάστηκε η ζωή των σημαντικών ελληνικών και βλάχικων οικογενειών του Βελιγραδίου, αλλά και η προσπάθεια των σέρβων εμπόρων να ενταχθούν στους εμπορικούς τους κύκλους, βλ. Dragutin J. Ilić, Hadži-Diša: roman iz života starog Beograda, Beograd, 1908, σ. 7.

11. Για τις εγκαταστάσεις των Ελλήνων στη Σερβία, τις οικονομικές, εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές τους δραστηριότητες, όπως και την κοινωνική τους θέση στη σερβική κοινωνία βλ. κυρίως Ιωάννης Α. Παπαδριανός, Οι Έλληνες της Σερβίας (18ος-20ος αι.), Αλεξανδρούπολη, 2001, σ. 7-114.ֹ Ιωάννης Α. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, 18-19ος αι. Διαμόρφωση της παροικίας, δημογραφικά στοιχεία, διοικητικό σύστημα, πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 9-260.ֹ Joanis Papadrianos, «Grčka škola u Zemunu i Srbi (XVIII i XIX vek)», Balcanica, 22 (1991), 281-291.ֹ Jovanka Đorđević-Jovanović, «Grci u Beogradu. Skrivene manjine na Balkanu», Posebna izdanja Balkanološkog Instituta, 82 (2004), 157-175.

12. Περισσότερο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία της Σερβίας, βλ. Jovanka Đorđević-Jovanović, «Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο Βελιγράδι. Από τον 18ο αιώνα μέχρι το 1921», Διαβαλκανικό Συνέδριο 2, Κομοτηνή, 2002, σ. 165-171.

13. Ο δάσκαλος ονόματι Κωνσταντίνος Ράνος βρέθηκε στην υπηρεσία του κνιάζ Μίλος και δίδασκε ελληνικά στα παιδιά του, βλ. Mita Petrović, Finansije i ustanove obnovljene Srbije do S jednim pogledom na raniji istorijski razvoj finansijskog uređenja u Srbiji: po originalnim dokumentima, τόμ. Α΄, Beograd, 1897, σ. 751, 754-756. Επίσης, ορισμένοι Σέρβοι όπως ο ποιητής Σίμα Μιλουτίνοβιτς Σαραγίλια και οι πολιτικοί Ηλίας Γκαράσανιν και Βλάνταν Τζόρτζεβιτς πήγαιναν και στο ελληνικό σχολείο στο Σέμλινο και το Βελιγράδι, βλ. Milan Đ. Milićević, Pomenik, Beograd, 1971, σ. 172.ֹ Dušan J. Popović, O Cincarima: prilozi pitanju postanka naše čaršije, Beograd, [b.g.], σ. 221, 239.

14. Sreten Popović, Putovanje po novoj Srbiji: (1878 i 1880), Beograd, 1950, σ. 434.

15. Ilić, ό.π., σ. 15.

16. Πέραν από τη γλώσσα, στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν και η ελληνική ιστορία, βλ. Popović, ό.π., σ. 242.

17. Dimitrije Nikolajević Darvar (επιμ. και μτφρ.), Zercalo Hristianskoe, Budim, 1801, σ. 7.

18. Vladan Đorđević, Grčka i srpska prosveta, Beograd, 1896, σ. 223.

19. Popović, ό.π., σ. 219.

20. Εκτός από τα βιβλία του Ζαχαριάδη που ήταν και τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν στην εκπαίδευση, για τον ίδιο σκοπό κυκλοφόρησαν στη Σερβία διάφορα λεξικά και γραμματικές: τα λογοτεχνικά αποσπάσματα με σύντομο λεξικό της ελληνικής γλώσσας σε συγγραφή του δασκάλου στο ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου και του μεταφραστή του Κοραή στη σερβική γλώσσα, του Βουκάσιν Ράδισιτς (1837), το λεξικό με καθημερινές εκφράσεις στην ελληνική και τουρκική γλώσσα του Ράντοβ Πέντσο (1845), η γραμματική της σερβικής και ελληνικής γλώσσας (1845) και το διδακτικό εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην Εμπορική Σχολή του παιδαγωγού Ευθυμίου Αμπράμοβιτς (1846, 1855), το μικρό σερβο-ελληνικό λεξικό του Ρίστα Γιοβάνοβιτς (1855), η γραμματική της σερβικής και ελληνικής γλώσσας του δασκάλου στο ελληνικό σχολείο του Νόβι Σαντ, του Νικόλαου Γιαννακίδη (1863) κ.ά.

21. Ο Ζαχαριάδης μετέφρασε στη σερβική ή σλαβοσερβική γλώσσα τα εξής έργα των αρχαίων Ελλήνων: H Περί παίδων αγωγής του Πλουτάρχου του Χαιρωνέως (1807), όπως και τα Γαμικά παραγγέλματα του ίδιου συγγραφέα (1808), η Παραίνεσιν προς Δημόνικον του Ισοκράτη (1807), Η δίκη των φωνηέντων του Λουκιανού του Σαμοσατέως (1834) που την υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Φιλοσέρβος Κρίτων» και το έργο Hranilište iliti amajlija (Βιότοπος ή φυλαχτό) (1837), που ήταν η συλλογή διάφορων αποφθεγμάτων και σκέψεων των σοφών ανθρώπων της αρχαίας Ελλάδας, βλ. Žarko Vojnović (επιμ.), Srpska bibliografija: knjige: 1801-1867, τόμ. Α΄, Beograd, 2019, σ. 88, 115, 123, 176, 294, 316, 345, 385.

22. Ο Παπακωστόπουλος υποστήριξε τη λανθασμένη άποψη της ελληνιστικής εποχής ότι ο Όμηρος ήταν συγγραφέας του έπους Βατραχομυομαχία.

23. Jovanka Đorđević-Jovanović, «Ο ιατροφιλόσοφος Παναγιώτης Παπακωστόπουλος, απόδημος στη Σερβία από το Βελβενδό Δυτικής Μακεδονίας», Η Δυτική Μακεδονία κατά τους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας με έμφαση στους Δυτικομακεδόνες απόδημους στις βαλκανικές χώρες (15 ος αιώνας έως το 1912), Σιάτιστα, 2003, σ. 2-5.

24. Εκτός από το έργο των τριών ελλήνων δασκάλων και καθηγητών, μέχρι τη Συνθήκη του Βερολίνου στη Σερβία δημοσιεύτηκαν ελληνικά βιβλία και μεταφράσεις από την ελληνική γλώσσα, που συνήθως είχαν ως θέμα τη θρησκεία. Ο σέρβος λογοτέχνης και ιερέας Βιτσέντιε Ράκιτς, που είχε γράψει και τη συλλογή ποιημάτων για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1854), ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός μεταφραστής: το κρητικό θρησκευτικό δράμα Η θυσία του Αβραάμ (1799), το Φυλακτήριον της ψυχής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (1800), το Άνθος Χαρίτων του Τομμάσο Γκοτζαντίνι (1800), τα ηθικά διδάγματα του Αγίου Σπυρίδωνα του Θαυματουργού (1802), η συλλογή προσευχών στον Χριστό και την Παναγία (1808), τα Θαυμάσια της υπεραγίας Θεοτόκου του Αγαπίου Λάνδου (1808), η συλλογή ποιημάτων του ιατροφιλοσόφου από τη Κοζάνη, του Γεωργίου Σακελλαρίου (Plač Đorđa Saćelarija, na smrt ljubezne svoje supruge Naste Karakase, 1821) κ.ά., βλ. Vojnović, ό.π., σ. 84, 119, 122, 134, 146.

25. Gordana Blagojević, «Τριαντάφυλλος Δούκας, Ιστορία των Σλαβενοσέρβων», Balcanica, 35 (2004), 357.

26. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα σερβικά αναγνωστήρια μπορούσε να διαβάσει κανείς πάνω από 230 εφημερίδες σε 14 ξένες γλώσσες. Κάποιες απ’ αυτές ήταν και στην ελληνική γλώσσα που έφταναν τακτικά από την Ελλάδα, όπως οι Αιών, Αθήνα, Αμάλθεια, Ελλάδα, Ημέρα, Θεολόγος, Ισοκράτης, Τηλέγραφος και Χρόνος, βλ. Desanka Stamatović, «Strani i domaći časopisi i novine u srpskim čitalištima druge polovine XIX veka», Nauka i tehnika u Srbiji druge polovine XIX veka (1854-1904), Todor I. Podgorac (επιμ.), Kragujevac, 1998, σ. 714.ֹ Đorđević-Jovanović, «Grci u Beogradu», 165.

27. Βασίλης Κ. Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων: Από το Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, 2007, σ. 321-323.

28. Στην προσπάθεια να εκδώσει το βιβλίο του, ζήτησε τη βοήθεια του φιλολόγου και μεταρρυθμιστή της σερβικής γλώσσας, του Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς, «να βρει έλληνες και σέρβους συνδρομητές» που θα στήριζαν οικονομικά την έκδοσή του. Από τη στιγμή που το έργο παρέμεινε αδημοσίευτο μέχρι τις μέρες μας, γνωρίζουμε πως ο Κάρατζιτς απέτυχε στην αποστολή αυτή, βλ. Vuk Stefanović Karadžić, Prepiska III, 1826–1828, Golub Dobrašinović (επιμ.), Beograd, 1989, σ. 64-65.ֹ Kosta Milunović, «Grčki ustanci u srpskoj književnosti», Braničevo: časopis za književnost, kulturna i društvena pitanja, 2-3 (Μάρτιος-Ιούνιος 1967), 10.

29. Ανώνυμος, Boj kod Navarina ili razorenje turske flote, Avram Branković (μτφρ.), Budim, 1829, σ. VII-XII.

30. Karl Heinrich Hermes, Ustanak grčki: od početka (1821), do bitke pod Navarinom (1827 god.), Đorđe Protić (μτφρ.), Novi Sad, 1829, σ. I.

31. Χρειάζεται να τονιστεί πως η κυκλοφορία των πρώτων καθημερινών εφημερίδων στη Σερβία αργοπορούσε σε σύγκριση με την Ελλάδα. Μόλις το 1878, μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου, άρχισαν να δημοσιεύονται οι πρώτες εφημερίδες στη σερβική γλώσσα, που αποτέλεσαν ουσιαστικά τα επίσημα όργανα των πολιτικών κομμάτων. Τέτοιες ήταν οι Samouprava (Αυτοδιοίκηση), Videlo (Φως) και Srpska nezavisnost (Σερβική ανεξαρτησία). Όσον αφορά εκείνες που κυκλοφορούσαν στο αυστριακό έδαφος ήταν η Zastava (Σημαία) από το Νόβι Σαντ και η Srbobran (Υπερασπιστής των Σέρβων) από το Ζάγκρεμπ. Οι εφημερίδες αυτές ενημέρωναν το σερβικό κοινό για τα γεγονότα στην Ελλάδα, όπως εκείνα της Κρητικής Επανάστασης (1895-1898) και του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, ενώ καμιά φορά άγγιζαν και τα ιστορικά θέματα της προγενέστερου περιόδου, βλ. Nemanja M. Kalezić – Jasmina I. Tomašević, «The Struggle for Independence: Serbia and Greece as Mirrored in the Press During the Last Decades of the 19th Century», αδημοσίευτη εισήγηση στο συνέδριο «New Tendencies in Ottoman Researches (INOCTE 2019)», Belgrade, 2019, σ. 8-12.

32. Otadžbina: književnost, nauka, društveni život, «Posle bombardovanja Beograda», 8/29 (1881), 1-34, «Stara i nova Grčka», 18/70 (1888), 381-392.ֹ Službeni vojni list: organ i izdanje Vojnog ministarstva, «Grčka vojska», 16 (1881), 333-334, 24 (1881), 533-536.ֹ Srpska nezavisnost, 1 Μαΐου 1882, αριθ. 67, σ. 2.ֹ Delo: list za nauku, književnost i društveni život, «Istočno pitanje», 1 (1894), 496-508, 2 (1894), 448-466, «Intervencija u međunarodnom pravu s obzirom na Tursku», 30 (1904), 386-394, «Odnosi Karađorđevi i Miloševi sa Grcima. Prevod grčkih dokumenata iz Filomonove istorije Grčkog ustanka», 1-3 (1907), 9-10, 174-175.ֹ Prosvetni glasnik: službeni list Ministarstva prosvete i crkvenih poslova Kraljevine Srbije, «Opšta istorija», 6 (1894), 44-103.ֹ Srpski književni glasnik, «Pogled na ulogu Rusije i Austrije u Isto nom pitanju», 10/8 (1903), 584-605.

33. «Ἐάν ὅμως ἡ τῆς Ἐλλάδος αὕτή ἀδελφή, ἤτις καὶ θρησκευτικῷς ἀναποστάσεως ὑπάρχει συνδεδεμένη μετ’ αὐτῆς, ἑνωθῆ καὶ πολιτικῷς δι’ ἀγῷνα τὸν ἅπαντα, διὰ φιλικῆς καὶ ἀνασπάστου ὁμοσπονδίας, θέλει ἰσχυροποιηθῆ μεγάλως, ἀποκαθισταμένη σεβαστὴ παντοῦ», βλ. Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα, 1863-1864, σ. 121.

34. Σταμάτιος Θ. Λάσκαρις, Διπλωματική ιστορία της Ελλάδος, 1821-1914, Αθήνα, 1947, σ. 117. Μιχαήλ Λάσκαρης, Το Ανατολικόν Ζήτημα, 1800-1923, τόμ. Α΄: 1800-1878, Θεσσαλονίκη, 1948, σ. 225.

35. Στο σερβικό εθνικό πρόγραμμα του Γκαράσανιν, που καθόρισε τη σερβική εξωτερική πολιτική μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αναφέρονταν τα ονόματα των περιοχών της Παλαιάς Σερβίας (Ράσκα, Κοσσυφοπέδιο, Σκόπια), όπως και της Μακεδονίας (κάποιες περιοχές των βιλαετιών του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης). Όμως, εφόσον ο σέρβος πολιτικός ανέφερε στο πρόγραμμά του την Αυτοκρατορία του Δουσάν, θέτοντάς την ως βάση του νέου σερβικού κράτους, συμπεραίνεται πως αυτές οι περιοχές ήταν αυτονόητα εντός. Το μεσαιωνικό σερβικό κράτος νομιμοποιούσε το ιστορικό δίκαιο του σερβικού έθνους για τις περιοχές αυτές, βλ. Κατσαροπούλου, ό.π., σ. 172-179.

36. Για τη σερβική πολιτική στη Μακεδονία από την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας και τη σερβική αντιμετώπιση του Μακεδονικού Ζητήματος, βλ. Κωνσταντίνος Κατσάνος, «Η Μακεδονία των Σέρβων 1870-1941: από την Παλαιά στη Νότια Σερβία», Μακεδονικές ταυτότητες το χρόνο: διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Ιωάννης Στεφανίδης (επιμ.), Αθήνα, 2008, σ. 212-234.ֹ Ljubiša Doklestić, Kroz historiju Makedonije: izabrani izvori, Zagreb, 1964, σ. 52-194. tojan Novaković, Najnovija balkanska kriza i srpsko pitanje: beleške, razmišljanja, razgovori i politiki članci iz 1908-1909, Beograd, 1910, σ. 2-100. Stojan Novaković, S’ Morave na Vardar, Beograd, 1892, σ. 3-109. ֹ  Stojan  Novaković,  Balkanska  pitanja  i  manje  istorijsko-politike  beleške  o  Balkanskom poluostrvu  1886-1905,  Beograd,  1906,  σ.  7-549. ֹ Stojan  Protić,  O  Makedoniji  i  Makedoncima, Beograd, 1928, σ. 4-107.ֹ Marko P. Cemović, Makedonski problem i Makedonci, Beograd, 1913, σ. 21-106.ֹ Jovan Cvijić, Balkansko poluostrvo i južnoslovenske zemlje: osnovi antropogeografije, Borivoje Drobnjaković (επιμ.), Beograd, 1931, τόμ. Β΄, σ. 73-171.ֹ Jovan Cvijić, Nekolika promatranja o etnografiji Makedonskih Slovena, Beograd, 1906, σ. 2-67.ֹ Jovan Cvijić, O balkanskim psihikim tipovima, Ivo Andrić (επιμ.), Beograd, 1988, σ. 15-113.ֹ Jovan Cvijić, Sabrana dela, knjiga 3. Govori i članci, Radomir Lukić (επιμ.), Beograd, 1987, σ. 34-61.ֹ Jovan Cvijić, Sabrana dela, knjiga 8. Osnovi za geografiju i geologiju Makedonije i Stare Srbije, Beograd, 1995, σ. 53-57, 437-464.ֹ Pavle Orlović – Svetislav Simić, «Maćedonija i maćedonsko pitanje», Srpski književni glasnik, 8 (Ιούνιος, 1902), 1264-1269.ֹ Pavle Orlović – Svetislav Simić, «Maćedonsko pitanje i turkofilstvo», Srpski književni glasnik, 6 (Αύγουστος, 1902), 459-467.

37. Ο Νοβάκοβιτς θεωρούσε πως η συνεργασία των δύο χωρών ήταν απαραίτητη για την καταπολέμηση της βουλγαρικής Εξαρχίας. Ήταν σίγουρα ο μοναδικός Σέρβος της εποχής που γνώριζε τόσα πολλά για το ελληνικό εθνικό πρόγραμμα και την ελληνική εθνική ιδεολογία. Έχοντας ευκαιρία να γνωρίσει τους ελληνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της θητείας του, ενδιαφέρθηκε για την καθημερινή ζωή τους και τον ελληνικό πολιτισμό. Προσπάθησε να φέρει τους Έλληνες πιο κοντά στο σερβικό λαό, μεταφράζοντας και συγγράφοντας διάφορα εγχειρίδια ελληνικής ιστορίας και συλλογές ποιημάτων. Στη Σερβία έγιναν γνωστά τα έργα του: Jelada i Jelini (Η Ελλάς και οι Έλληνες, 1874), Grčke misli o etnografiji Balkanskog poluostrva (Ελληνικές σκέψεις περί της εθνογραφίας της Βαλκανικής Χερσονήσου, 1890), Carigradska patrijaršija i pravoslavlje u evropskoj Turskoj (Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ορθοδοξία στην ευρωπαϊκή Τουρκία, 1895), όπως και οι μεταφράσεις των ελληνικών δημοτικών ποιημάτων από την τσεχική γλώσσα στο λογοτεχνικό περιοδικό Vila (Νεράιδα).

38. Hasiotis, ό.π., σ. 306.

39. Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία, Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 58.

40. Đorđević, Srbija i Grčka, σ. 263.

41. Čedomilj Mijatović, Constantine, the Last Emperor of the Greeks, or, the Conquest of Constantinople by the Turks (A.D. 1453). After the Last Historical Researches, London, 1892, σ. XII.

42. Male novine, 24 Ιουνίου 1889, αριθ. 184, σ. 2, 30 Ιουνίου 1889, αριθ. 190, σ. 2-3. Ιουλίου 1889, αριθ. 2569, σ. 1-2, 7 Ιουλίου 1889, αριθ. 2571, σ. 1-2.

43. Jovanka Đorđević-Jovanović, «Greece in Serbian periodicals (first half of 20th century)», Balkan Studies, 45/1-2 (2004), 166.

44. Μετέφρασε τα θεατρικά έργα του Άγγελου Βλάχου Βραδινό γλέντι στου κυρίου Σουζαμάτη το 1890 και του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή Του Κοντρούλη ο γάμος το Ταυτόχρονα συνεισέφερε στην προσέγγιση των δύο πλευρών με συγγραφή βιβλίων και άρθρων όπως «Εικόνες από την Αθήνα και κοντινές περιοχές» το 189?, «Ο Σέρβος ποιητής Λ.Κ. Λαζάρεβιτς» το 1892, Η ελληνική και η σερβική παιδεία το 1896 κ.ά.

45. Γούναρης, ό.π., σ. 195.

46. Στο ίδιο, σ. 327.

47. Έλλη Σκοπετέα, «Οι Έλληνες και οι εχθροί τους. Η κατάσταση του έθνους στις αρχές του 20ού αιώνα», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι Απαρχές 1900-1922, Χρήστος Χατζηιώσηφ (επιμ.), τόμος Α΄, Αθήνα, 1999, σ. 23.

48. Slobodan Marković, «British Perceptions of the Salonika Front», The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War: Proceedings of the International Conference, Thessaloniki, 16-18 April 2002, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 410.

49. Basil C. Gounaris, «‘A Mysterious Bond forged by History’: The Making of Greek-Serbian Traditional Friendship in 19th Century Greece», Balkan Studies, 45/1-2 (2004), 18.

50. Περισσότερο για τους λόγους αποτυχίας της σερβικής δράσης στη Μακεδονία, βλ. Σοφία Βούρη, Εκπαίδευση και Εθνικισμός στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας (1870- 1904), Αθήνα, 1992, σ. 30-34.

51. Ακρόπολις, 13 Ιανουαρίου 1910, αριθ. 6730, σ. 1, 14 Ιανουαρίου 1910, αριθ. 6731, σ. 1.

52. Jacob Gold Schurman, The Balkan Wars, 1912-1913, London, 1914, σ. 3.

53. Λευτέρης Σταυριανός, Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά, Ελένη Δελιβάνη (μτφρ.), Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 534.

54. Hasiotis, ό.π., σ. 43-47.

55. Γούναρης, ό.π., σ. 219-220.

56 Terzić, ό.π., σ. 371, 411-412.

57. Hasiotis, ό.π., σ. 461.

58. Έλλη Σκοπετέα, Το «πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα, 1988, σ. 416-420.

59. Στέφανος Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821- 1862, Αθήνα, 2005, σ. 116-117.

60. Terzić, ό.π., σ. 305.

61. Περισσότερο για την Ανατολική Ομοσπονδία, βλ. Λουκιανός Χασιώτης, «Η Ανατολική Ομοσπονδία»: Δύο ελληνικές φεντεραλιστικές κινήσεις του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 12-61.

62. Γούναρης, ό.π., σ. 177, 218.

63. Pravda, 24 Απριλίου 1912, αριθ. 113, σ. ֹ Ακρόπολις, 7 Μαΐου 1912, αριθ. 6984, σ. 3.

64. Κωνσταντίνος Μητσόπουλος, Γεωγραφία της Ευρώπης και ιδίως της Ευρωπαϊκής Τουρκίας προς χρήσιν της πρώτης τάξεως των Γυμνασίων, Αθήνα, 1892, σ. 190.ֹ Σπύριδων Σφέτας, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, από την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. ֹ Stojan Novaković, Jelada i Jelini: putopis, statistika, administracija, Beograd, 1874, σ. 50-63.ֹ Σκοπετέα, «Οι Έλληνες και οι εχθροί τους», σ. 23. Terzić, ό.π., σ. 411.

65. Hasiotis, ό.π., σ. 18.

66. Terzić, ό.π., σ. 419.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Δημοσιευμένες πηγές

Ανώνυμος, Boj kod Navarina ili razorenje turske flote [Ναυμαχία του Ναυαρίνου ή συντριβή του τουρκικού στόλου], Avram Branković (μτφρ.), Budim: Pismeni Kr. Vseučilišta Peštanskog 1829.

Grol, Milan, Iz predratne Srbije [Από την προπολεμική Σερβία], Beograd: Srpska književna zadruga 1939.

Darvar, Nikolajević Dimitrije (επιμ. και μτφρ.), Zercalo Hristianskoe [Καθρέφτης του Χριστιανισμού], Budim: Slaveno-srbska pečatnja Kraljevskago vseučilišta vengerskago 1801.

Ilić, Dragutin J., Hadži-Diša: roman iz života starog Beograda [Ο Χατζή-Ντίσα: μυθιστόρημα περί της ζωής του παλιού Βελιγραδίου], Beograd: Srpska književna zadruga 1908.

Popović, Sreten L., Putovanje po novoj Srbiji: (1878 i 1880) [Ταξιδεύοντας στη νέα Σερβία: (1878 και 1880)], Beograd: Srpska književna zadruga 1950.

Hermes, Heinrich Karl, Ustanak grčki: od početka (1821), do bitke pod Navarinom (1827 god.) [Ελληνική Επανάσταση: από την έναρξη (1821) μέχρι τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827)], Đorđe Protić (μτφρ.), Novi Sad: Nar. knjigopečatnja Dan. Medakovića 1829.

 

Βοηθήματα

Ανώνυμος, Συνεργασία Ελλήνων και Σέρβων κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες, 1804-1830: 1ο Ελληνοσερβικό Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη: Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών 1979.

Blagojević, Gordana, «Τριαντάφυλλος Δούκας, Ιστορία των Σλαβενοσέρβων», Balcanica, 35 (2004), 357-358.

Vojnović, Žarko (επιμ.), Srpska bibliografija: knjige: 1801-1867 [Σερβική βιβλιογραφία: βιβλία: 1801-1867], τόμ. Α΄, Beograd: Narodna biblioteka Srbije 2019.

Gounaris, Basil C., «‘A Mysterious Bond forged by History’: The Making of Greek-Serbian Traditional Friendship in 19th Century Greece», Balkan Studies, 45/1-2 (2004), 5-22.

Γούναρης, Βασίλης Κ., Τα Βαλκάνια των Ελλήνων: Από το Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα: Επίκεντρο 2007.

Grujić, Radoslav – Vuković, Sava, Pravoslavna srpska crkva: kulturno-istorijska baština [Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία: πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά], Kragujevac: Svetlost 1989.

Đorđević-Jovanović, Jovanka, «Greece in Serbian periodicals (first half of 20th century)», Balkan Studies, 45/1-2 (2004), 157-167.

Đorđević-Jovanović, Jovanka, «Grci u Beogradu. Skrivene manjine na Balkanu» [Έλληνες του Βελιγραδίου. Κρυμμένες μειονότητες στα Βαλκάνια], Posebna izdanja Balkanološkog Instituta, 82 (2004), 157-175.

Đorđević-Jovanović, Jovanka, «Ο ιατροφιλόσοφος Παναγιώτης Παπακωστόπουλος, απόδημος στη Σερβία από το Βελβενδό Δυτικής Μακεδονίας», Η Δυτική Μακεδονία κατά τους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας με έμφαση στους Δυτικομακεδόνες απόδημους στις βαλκανικές χώρες (15ος αιώνας έως το 1912), Σιάτιστα: Μανούσεια Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη 2003, σ. 1- 6.

Đorđević, Vladan, Grčka i srpska prosveta [Η ελληνική και η σερβική παιδεία], Beograd: Srpska kraljevska akademija 1896.

Đorđević, Vladan, Srbija i Grčka 1891-1893: prilog za istoriju srpske diplomatije pri kraju XIX veka [Η Σερβία και η Ελλάδα 1891-1893: συμβολή στην ιστορία της σερβικής διπλωματίας στα τέλη του 19ου αιώνα], Beograd: Srpska kraljevska akademija 1923.

Kalezić, Nemanja M. – Tomašević, Jasmina I., «The Struggle for Independence: Serbia and Greece as Mirrored in the Press During the Last Decades of the 19th Century», αδημοσίευτη εισήγηση στο συνέδριο «New Tendencies in Ottoman Researches (INOCTE 2019)», Belgrade: University of Belgrade 2019.

Karadžić, Stefanović Vuk, Prepiska III, 1826–1828 [Αλληλογραφία ΙΙΙ, 1826-1828], Golub Dobrašinović (επιμ.), Beograd: Prosveta 1989.

Κατσαροπούλου, Μελπομένη, Η προγραμματική βάση της σερβικής εθνικής πολιτικής τον 19ο και 20ό αι. Το «Načertanije» του Ηλία Γκαράσανιν, Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2003.

Κουτσονίκας, Λάμπρος, Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα: Τύποις του Ευαγγελισμού 1863-1864.

Λάσκαρης, Μιχαήλ, Το Ανατολικόν Ζήτημα, 1800-1923, τόμ. Α΄: 1800-1878, Θεσσαλονίκη: [χ.ό.] 1948.

Λάσκαρις, Σταμάτιος Θ., Διπλωματική ιστορία της Ελλάδος, 1821-1914, Αθήνα: Τζάκας- Δελαγραμμάτικας 1947.

Mazower, Mark, Τα Βαλκάνια, Κώστας Κουρεμένος (μτφρ.), Αθήνα: Πατάκης 2003.

Marković, Slobodan, «British Perceptions of the Salonika Front and the Belligerent Balkan Countries», The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War: Proceedings of the International Conference, Thessaloniki, 16-18 April 2002, Θεσσαλονίκη: IMXA 2005, σ. 409-429.

Μητσόπουλος, Κωνσταντίνος, Γεωγραφία της Ευρώπης και ιδίως της Ευρωπαϊκής Τουρκίας προς χρήσιν της πρώτης τάξεως των Γυμνασίων, Αθήνα: Σ.Κ. Βλαστώ 1892.

Mijatović, Čedomilj, Constantine, the Last Emperor of the Greeks, or, the Conquest of Constantinople by the Turks (A.D. 1453). After the Last Historical Researches, London: Sampson Low, Marston & company 1892.

Milićević, Milan Đ., Pomenik [Μνημόνευση], Beograd: Srpska književna zadruga 1971.

Milunović, Kosta, «Grčki ustanci u srpskoj književnosti» [Ελληνικές εξεγέρσεις στη σερβική λογοτεχνία], Braničevo: časopis za književnost, kulturna i društvena pitanja, 2-3 (Μάρτιος- Ιούνιος 1967), 3-19.

Novaković, Stojan, Jelada i Jelini: putopis, statistika, administracija [Η Ελλάς και οι Έλληνες: οδοιπορικό, στατιστική, διοίκηση], Beograd: štamparija N. Stefanovića i družine 1874.

Παπαγεωργίου, Στέφανος, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, Αθήνα: Παπαζήσης 2005.

Παπαδριανός, Ιωάννης Α., Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, 18-19ος αι. Διαμόρφωση της παροικίας, δημογραφικά στοιχεία, διοικητικό σύστημα, πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα, Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ 1988.

Petrović, Mita, Finansije i ustanove obnovljene Srbije do 1842. S jednim pogledom na raniji istorijski razvoj finansijskog uređenja u Srbiji: po originalnim dokumentima [Οικονομία και θεσμοί της ανανεωμένης Σερβίας μέχρι το 1842. Με μια ματιά στην προηγούμενη ιστορική εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Σερβία: κατά τα πρωτότυπα έγγραφα], τόμ. Α΄, Beograd: Ministarstvo finansija 1897.

Popović, Dušan J., O Cincarima: prilozi pitanju postanka naše čaršije [Περί των Αρμάνων: συνεισφορά στο ζήτημα της προέλευσης της πόλης μας], Beograd: Grafički institut Narodna misao [b.g.].

Σκοπετέα, Έλλη, «Οι Έλληνες και οι εχθροί τους. Η κατάσταση του έθνους στις αρχές του 20 ού αιώνα», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Οι Απαρχές 1900-1922, Χρήστος Χατζηιώσηφ (επιμ.), τόμος Α΄, Αθήνα: Βιβλιόραμα 1999.

Σκοπετέα, Έλλη, Το «πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα: Πολύτυπο 1988.

Stamatović, Desanka, «Strani i domaći časopisi i novine u srpskim čitalištima druge polovine XIX veka» [Ξένες και εγχώριες εφημερίδες και περιοδικά στα σερβικά αναγνωστήρια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα], Nauka i tehnika u Srbiji druge polovine XIX veka (1854- 1904), Todor I. Podgorac (επιμ.), Kragujevac: Univerzitet, 1998, σ. 711-725.

Σταυριανός, Λευτέρης, Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά, Ελένη Δελιβάνη (μτφρ.), Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2007.

Σφέτας, Σπύριδων, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, από την οθωμανική κατάκτηση των Βαλκανίων μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1354-1918), τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2009.

Σφέτας, Σπυρίδων, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία, Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2003.

Schurman, Gold Jacob, The Balkan Wars, 1912-1913, London: Oxford University Press 1914. Terzić, Slavenko, Srbija i Grčka (1856-1903): borba za Balkan [Η Σερβία και η Ελλάδα (1856-1903): ο αγώνας για τα Βαλκάνια], Beograd: SANU 1992.

Χασιώτης, Λουκιανός, «Η Ανατολική Ομοσπονδία»: Δύο ελληνικές φεντεραλιστικές κινήσεις του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2001.

Hasiotis, Lukijanos, Srpsko-grčki odnosi 1913-1918. Savezničke prednosti i politička rivalstva [Σερβο-ελληνικές σχέσεις 1913-1918: συμμαχικές προτεραιότητες και πολιτικές αντιπαλότητες], Jasmina Tomašević (μτφρ.), Novi Sad: Prometej 2017.

 

Εφημερίδες

Ακρόπολις, Αθήνα, 1889, 1910, 1912.

Delo: list za nauku, književnost i društveni život [Πράξη: περιοδικό επιστήμης, λογοτεχνίας και κοινωνικής ζωής], Beograd, 1894, 1904, 1907.

Male novine [Μικρές εφημερίδες], Beograd, 1889.

Otadžbina: književnost, nauka, društveni život [Πατρίδα: λογοτεχνία, επιστήμη, κοινωνική ζωή], Beograd, 1881, 1888.

Pravda [Δικαιοσύνη], Beograd, 1912.

Prosvetni glasnik: službeni list Ministarstva prosvete i crkvenih poslova Kraljevine Srbije [Εκπαιδευτικό περιοδικό: το επίσημο όργανο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων του Βασιλείου της Σερβίας], Beograd, 1894.

Službeni vojni list: organ i izdanje Vojnog ministarstva [Επίσημη εφημερίδα του Στρατού: το όργανο και η έκδοση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας], Beograd, 1881.

Srpski književni glasnik [Σερβικός λογοτεχνικός αγγελιαφόρος], Beograd, 1903.

Srpska nezavisnost [Σερβική ανεξαρτησία], Beograd, 1882.