Skip to main content

Jean Vanwelkenhuyzen: Η στροφή του Βελγίου προς την ένοπλη ουδετερότητα Μέρος Α΄: Έργα και ημέρες της πρώτης κυβέρνησης van Zeeland ( Μάρτιος 1935 – Ιούνιος 1936)

Jean Vanwelkenhuyzen

Η στροφή του Βελγίου προς την ένοπλη ουδετερότητα Μέρος Α΄: Έργα και ημέρες της πρώτης κυβέρνησης van Zeeland 

(Μάρτιος 1935 – Ιούνιος 1936)

 

Η κυβέρνηση Paul van Zeeland ανέλαβε καθήκοντα στις 25 Μαρτίου 1935. Ήταν τρικομματική και συγκροτήθηκε για συγκεκριμένο σκοπό.1 Είχε προηγηθεί σειρά ολόκληρη από κυβερνήσεις καθολικών και φιλελευθέρων, η αντιπληθωριστική πολιτική των οποίων ουδόλως κατάφερε να θέσει υπό έλεγχο την οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα. Η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να καταφέρει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, αναγκάστηκε να συμπεριλάβει στους κόλπους της και τους σοσιαλιστές (κρίθηκε απαραίτητη η σύμπραξή τους ενόψει κρίσιμων αποφάσεων), εξ ου και το τριμερές σχήμα της. Στο πλαίσιο των προγραμματικών του δηλώσεων τέσσερις ημέρες αργότερα, ο νέος πρωθυπουργός δήλωσε ότι αποστολή της κυβέρνησης, την οποία χαρακτήρισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ήταν η οικονομική αναβάπτιση της χώρας. Προκειμένου δε να εστιάσει στον αντικειμενικό του στόχο, ήταν διατεθειμένος να αναστείλει προσωρινά την επίλυση κάθε άλλου είδους προβλήματος, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών και στρατιωτικών εκκρεμοτήτων καθώς και του ιδιαίτερα κρίσιμου γλωσσικού ζητήματος. Σε ό,τι αφορούσε την εξωτερική πολιτική, ο van Zeeland διαβεβαίωσε πως θα διασφάλιζε τη συνέχεια.2 Με άλλα λόγια, μια νέα στροφή στην οικονομία, δίχως να διαταραχθούν τα λιμνάζοντα νερά στους υπόλοιπους τομείς.

Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, η κυβέρνηση απέσπασε μια άνετη πλειοψηφία 41 ψήφων.3 Οι σοσιαλιστές την στήριξαν εν σώματι. Από τους διχασμένους καθολικούς, οι χριστιανοδημοκράτες ψήφισαν θετικά, όχι όμως η συντηρητική δεξιά. Στους κόλπους των φιλελευθέρων υπερείχε ο αριθμός των αρνητικών ψήφων. Η ώθηση στον οικονομικό τομέα γέννησε ελπίδες. Ενδεχομένως η κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να την επεκτείνει παραπέρα.4 Θα το είχε, ίσως, καταφέρει εάν δεν μεσολαβούσαν οι διεθνείς εξελίξεις. Ένας κακός άνεμος φυσούσε από ανατολάς. Με την πάροδο του χρόνου γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να τον υποτιμήσει κανείς.

Paul van Zeeland (1893 – 1973).

Πρώιμα σημάδια είχαν εκδηλωθεί στην Ευρώπη προτού η νέα κυβέρνηση αναλάβει καθήκοντα. Κινητήριος μοχλός υπήρξε η άνοδος του Hitler στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933. Εννέα μήνες αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου, η Γερμανία αποχώρησε ταυτόχρονα από τη Διάσκεψη Αφοπλισμού και από την Κοινωνία των Εθνών. Έκτοτε, η αναβάθμιση της στρατιωτικής της ισχύος ακολούθησε ρυθμούς που ανάγκασαν πολλά κράτη να λειτουργήσουν προληπτικά.5 Στις 24 Σεπτεμβρίου 1934, η Πολωνία εισήγαγε το μέτρο της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Στις 6 Δεκεμβρίου, η Ελβετία παρέτεινε τη χρονική διάρκεια της τελευταίας. Την 1η Ιανουαρίου 1935, η Τσεχοσλοβακία την ανέβασε στους 24 μήνες. Την ίδια ημέρα, η ΕΣΣΔ ανακοίνωσε πως ο αριθμός των ανδρών υπό τα όπλα εν καιρώ ειρήνης ανερχόταν στους 940.000 έναντι των 600.000 του πρόσφατου παρελθόντος.6 Η Μεγ. Βρετανία άρχισε με τη σειρά της να κινητοποιείται. Η έμφαση δόθηκε στον τομέα της αεροπορίας και του ναυτικού. Ο στρατός ξηράς εξακολουθούσε να φαντάζει ως φτωχός συγγενής έναντι των υπολοίπων δυο όπλων.7 Η έγνοια της ασφάλειας απασχόλησε, όπως ήταν επόμενο, και τη Γαλλία. Στις 15 Μαρτίου 1934 αύξησε τη διάρκεια της θητείας στους 24 μήνες. Στην περίπτωση επρόκειτο περισσότερο για ένα μέτρο, το οποίο αποσκοπούσε στην κάλυψη του δημογραφικού κενού που είχε προκληθεί από τις απώλειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.8 Παρά ταύτα, ο Hitler δεν άφησε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Την επομένη κιόλας ανακοίνωσε τον επανεξοπλισμό του Γ΄ Ράιχ. Η στρατολογία επανήλθε, η δε Reichswehr μετονομάστηκε σε Wehrmacht. Ένας πραγματικός εθνικός στρατός διαδέχθηκε έναν αμιγώς επαγγελματικό.

Στις δυτικές δημοκρατίες η ιδέα και μόνο ενός νέου πολέμου ηχούσε αποκρουστικά σε επίπεδο κοινής γνώμης, με νωπές ακόμη τις μνήμες από την εκατόμβη των ετών 1914-1918. Το ίδιο και εκείνη της πολεμικής προπαρασκευής. Επρόκειτο για ένα δεδομένο, το οποίο οι κυβερνήσεις, προέκταση και αντανάκλαση της κοινής γνώμης, όφειλαν να υπολογίζουν. Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν δεν ξεπερνούσαν το στάδιο της απλής πρόληψης. Ενισχύοντας την αεροπορία και το ναυτικό, η Μεγ. Βρετανία προσέβλεπε στην προστασία του μητροπολιτικού της εδάφους. Η προοπτική δικής της συμμετοχής στις χερσαίες επιχειρήσεις της Γηραιάς Ηπείρου ήταν για την ώρα ανύπαρκτη. Στη Γαλλία, την ίδια εποχή, κυριαρχούσε το σύνδρομο Maginot, τη στιγμή μάλιστα που ο στρατός ξηράς δεν ήταν παρά η σκιά εκείνου του 1918. Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις συμπληγάδες του φιλειρηνισμού, της οικονομικής κρίσης και της δραστικής μείωσης των κονδυλίων είχε μετατραπεί σε στρατό-οφθαλμοπάτη.9 Τη στιγμή που η στρατιωτική ισχύς του εθνικοσοσιαλιστικού Ράιχ αναβαθμιζόταν, εκείνη των δημοκρατικών χωρών ακολουθούσε ακριβώς αντίστροφη φορά.

Έργα κατασκευής της γραμμής Maginot. Πυροβολείο στον τομέα του Gordolon.

Το Βέλγιο δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η ανησυχία ήταν διάχυτη μεταξύ των στρατιωτικών κύκλων. Η περιορισμένη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας δεν επέτρεπε τη συνεχή διαθεσιμότητα εκπαιδευμένων μονάδων. Υπήρχαν στιγμές όπου ακόμα και η άμυνα των συνόρων δεν ήταν δεδομένη. Ο βασιλέας Λεοπόλδος Γ΄ συμμεριζόταν τις εύλογες ανησυχίες του επιτελείου. Ωστόσο, προείχαν άλλες προτεραιότητες, όπως η ανάκαμψη της οικονομίας. Καθόλου τυχαίο το ότι τα στρατιωτικά ζητήματα απουσίαζαν από το πρόγραμμα της κυβέρνησης van Zeeland. Άλλωστε, εδώ και χρόνια αποτελούσαν το μήλο της έριδος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Οι χριστιανοδημοκράτες της Φλάνδρας και οι σοσιαλιστές στο σύνολό τους ήταν κάθετα αντίθετοι στον ίδιο τον θεσμό των ενόπλων δυνάμεων. Αμφότεροι εκπροσωπούνταν στους κόλπους της νέας κυβέρνησης, η δε συνεργασία τους κρινόταν απαραίτητη για την προσδοκώμενη ανακίνηση της οικονομίας. Οποιαδήποτε συζήτηση περί στρατιωτικών εκκρεμοτήτων ισοδυναμούσε με πτώση της κυβέρνησης. Όλοι οι υπουργοί αποδέχονταν την κατάσταση για λόγους κυβερνητικής πειθαρχίας. Όλοι πλην ενός. Ο φιλελεύθερος υπουργός Άμυνας Albert Devèze, χρόνια τώρα ήταν βαθύς γνώστης των στρατιωτικών θεμάτων. Η άνωθεν επιβληθείσα σιωπή τον πίεζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συνάδελφό του. Σε δημόσια δήλωση, στην οποία προέβη στις 19 Μαΐου 1935, αποκάλυψε πως τα σύνορα δεν φυλάσσονταν ως όφειλαν, διαβεβαιώνοντας πως ως αρμόδιος υπουργός δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί κανενός είδους συμβιβασμό σε βάρος της εθνικής άμυνας.10

Όπως ήταν επόμενο, το περιεχόμενο και το ύφος ενόχλησαν τους αντιμιλιταριστικούς κύκλους. Ο Émile Vandervelde, πρόεδρος του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (πρόκειται για το όνομα που είχαν επιλέξει για τον εαυτό τους οι σοσιαλιστές), μετείχε στην κυβέρνηση ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Η οργισμένη αντίδρασή του έθετε θέμα κυβερνητικής αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα καυτηρίαζε αυτό που χαρακτήριζε ως “ζωή στους στρατώνες”. Ταυτόχρονα πρόσαπτε στον υπουργό Άμυνας ότι επιχειρούσε να μιμηθεί το παράδειγμα της Γαλλίας.11 Το όλο επεισόδιο κινδύνευε να προσλάβει άσχημη τροπή. Τελικά, ο πρωθυπουργός κατάφερε να σβήσει τη φωτιά, να ηρεμήσει τον Vandervelde και να ανακαλέσει τον Devèze στην τάξη.12 Ακόμα και ο βασιλέας χρειάστηκε να παρέμβει καλώντας τον υπουργό Vandervelde να ελέγξει τον παρορμητισμό του.13Το πρόβλημα της ασφάλειας των συνόρων ήταν ιδιαίτερα σοβαρό και απαιτούσε συνεχή παρουσία επιτόπου εκπαιδευμένων μονάδων. Σύμφωνα με το περιβάλλον των ανακτόρων, αποτελούσε υποχρέωση της κυβέρνησης να αναδειχθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Albert Devèze (1881-1959).
Émile Vandervelde (1866-1938).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατά συνέπεια, η τελευταία, κινούμενη πλέον εκτός του αρχικού της προγραμματισμού, ενεπλάκη στο στρατιωτικό ζήτημα. Μπορεί μεν το παραστράτημα του αρμοδίου υπουργού να λειτούργησε ως πυροκροτητής, ωστόσο αργά ή γρήγορα η πολιτική εξουσία θα ήταν αναγκασμένη να διαχειριστεί το σοβαρό αυτό πρόβλημα. Άλλη λύση προκειμένου να είναι συνεχώς διαθέσιμες ετοιμοπόλεμες μονάδες δεν υπήρχε πέρα από την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας της στρατιωτικής θητείας. Ο τελευταίος λόγος επ’ αυτού αναλογούσε στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Εκείνη ψήφιζε τον προϋπολογισμό, εκείνη προσδιόριζε τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Το ζητούμενο ήταν να καταφέρει να διαμορφωθεί η απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την αποδοχή του σχετικού νομοσχεδίου. Από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, κάθε προσπάθεια αναβάθμισης του στρατιωτικού μηχανισμού προσέκρουε συστηματικά σε διπλή αντίδραση. Η φλαμανδική άρνηση διέθετε θρησκευτικό, κοινωνικό και γλωσσικό υπόβαθρο. Στην καθολική και αγροτική Φλάνδρα, η νοοτροπία του στρατοπέδου εθεωρείτο απειλή για την πίστη και την ηθική. Στην παραπάνω αντίληψη έπρεπε να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα τα γαλλικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα μέσα στο στράτευμα. Αργότερα, με ειδική νομοθεσία αποκαταστάθηκε η γλωσσική ισορροπία, όχι όμως σε επίπεδο στελεχών καθότι κάτι τέτοιο απαιτούσε χρόνο. Συνεπώς, η κατάσταση δεν ευνοούσε την απρόσκοπτη στρατολόγηση στελεχών με καταγωγή από τη Φλάνδρα.14

Σαν να μην αρκούσαν τα παραπάνω, ο στρατιωτικός σχεδιασμός χαρασσόταν από τις Βρυξέλλες, όπου επίσης η γαλλική γλώσσα κατείχε τα σκήπτρα. Αποτέλεσμα ήταν να παγιωθεί η αίσθηση πως η κεντρική εξουσία ήταν συνεχώς υποταγμένη στα κελεύσματα μιας κοσμικής και μιλιταριστικής Γαλλίας. Από τη δική του πλευρά, ο αντιμιλιταρισμός των σοσιαλιστών πήγαζε από αλλού. Ωστόσο, οι συνέπειές του συγχέονταν με εκείνον των Φλαμανδών. Η παρουσία της γειτονικής Γαλλίας προκαλούσε αναταράξεις τόσο στους κύκλους των τελευταίων όσο και στους κύκλους των σοσιαλιστών. Η μοναδική διαφορά συνίστατο στο ότι για τους μεν πρώτους εθεωρείτο ανεύθυνη και άθεη, για τους δε δεύτερους αντιδραστική, φιλόδοξη και πολεμοχαρής. Τέλος, το Βελγικό Εργατικό Κόμμα καυτηρίαζε τη “νοοτροπία του στρατώνα” μόνο και μόνο επειδή θεωρούσε πως στρατολογούσε τους εργάτες σε έναν μηχανισμό υποτελή στον καπιταλισμό. Εν κατακλείδι, σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες συγκροτούσαν εντός του Κοινοβουλίου μια μη αναστρέψιμη πλειοψηφία.

Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Devèze δεν συνηγορούσε υπέρ της εξομάλυνσης των συσχετισμών. Η παρουσία του και μόνο προκαλούσε προβλήματα. Επί χρόνια εθεωρείτο αυθεντία στα στρατιωτικά ζητήματα. Ωστόσο, οι μέθοδοι και τα μέσα που υιοθετούσε έθεταν εμπόδια στην ίδια τη δική του διαδρομή. Ο εγωκεντρισμός και η αλαζονεία του προκαλούσαν αντιδράσεις ακόμα και μεταξύ των οπαδών και φίλων του. Μπόρεσε να επιζήσει στους κόλπους των προκατόχων δικομματικών κυβερνητικών σχημάτων χάρη στον εκβιασμό. Τυχόν παραίτησή του θα συμπαρέσυρε την άρση της υποστήριξης των φιλελευθέρων και συνακόλουθα την πτώση της κυβέρνησης. Μόνο έτσι είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να επιβάλει τις απόψεις του. Το ίδιο ίσχυε κατ’ αναλογία και στην περίπτωση της τρικομματικής κυβέρνησης van Zeeland.15 Μόνο που τη φορά αυτή, οι συνθήκες έστρεψαν τον χειμαρρώδη υπουργό Άμυνας προς την επιλογή μιας νέας τακτικής. Είχε κάθε λόγο να επιδιώκει την παράταση της στρατιωτικής θητείας. Όμως, είχε απόλυτη συνείδηση του γεγονότος πως μια μετωπική επίθεση δεν επρόκειτο να οδηγήσει πουθενά. Ο τελευταίος λόγος δεν ανήκε σε αυτόν ούτε στους κόλπους της κυβέρνησης, ακόμα λιγότερο δε μέσα στο Κοινοβούλιο. Γι αυτό και προέκρινε μια σειρά προσεκτικών ελιγμών, ικανών να βραχυκυκλώσουν τις αντιστάσεις.

Πρώτη ενέργεια ήταν να απαλλαγεί από την υποθήκη του γαλλο-βελγικού στρατιωτικού συμφώνου του Σεπτεμβρίου 1920. Η ύπαρξη και μόνο του τελευταίου συσπείρωνε σοσιαλιστές και Φλαμανδούς χριστιανοδημοκράτες. Πόσο μάλλον που οι μυστικές διατάξεις του συμφώνου εξήπταν την φαντασία και αποτελούσαν γερό υπόβαθρο προς όφελος της εκστρατείας των αντιμιλιταριστών.16 Καιρό τώρα, το συγκεκριμένο σύμφωνο δεν προσέφερε τίποτα το ουσιαστικό.

Ο βασιλέας Αλβέρτος Α΄ (1875-1934) εξέρχεται από το βελγικό Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 1920.

Είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί από το Σύμφωνο του Λοκάρνο του 1925, το οποίο είχε θέσει υπό την κάλυψή του τις γαλλο-βελγικές συνομιλίες σε επίπεδο Γενικών Επιτελείων. Επιπρόσθετα, η διατύπωση του περιεχομένου άφηνε να διαφανούν κτυπητές απροσεξίες εκ μέρους των Βέλγων υπουργών που το είχαν υπογράψει.17 Το κείμενο προσφερόταν για διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες. Για τους Βέλγους, η ουσία του συμφώνου του 1920 ήταν τεχνικής φύσεως, αφήνοντας στους πολιτικούς την ευχέρεια να το ενεργοποιήσουν ή όχι. Αντίθετα, από γαλλικής πλευράς, επρόκειτο για μια συνθήκη συμμαχίας, η οποία ετίθετο αυτομάτως σε ισχύ. Στα μάτια του Quai d’ Orsay [γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών] το παραπάνω σύμφωνο αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο ενός ολόκληρου συστήματος σχέσεων με κράτη, τα οποία βρίσκονταν στα μετόπισθεν της Γερμανίας. Ο βελγικός διάδρομος ήταν μια προσφερόμενη διαδρομή προκειμένου να προστρέξει κανείς σε παροχή συνδρομής προς την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία. Ως εκ τούτου, το γαλλο- βελγικό σύμφωνο αντιμετωπιζόταν προ πολλού ως αιχμή του δόρατος της γαλλικής διπλωματίας, σκορπίζοντας εύλογη ανησυχία στους κύκλους εκείνους των Βρυξελλών που υποστήριζαν ότι το Βέλγιο είχε μετατραπεί σε υποχείριο της γείτονος χώρας. Όσο για τους γαλλόφωνους Βαλλώνους, το σύμφωνο αποτελούσε εγγύηση έναντι οποιασδήποτε γερμανικής επιβουλής. Υποστήριξη προς αυτό, ισοδυναμούσε με έκφραση αγνού πατριωτισμού. Ταυτόχρονα όμως, όπως είδαμε, ήγειρε αντιδράσεις στους κόλπους των Φλαμανδών και των σοσιαλιστών. Είχε κινητοποιήσει τους πάντες προς την κατεύθυνση της εκθείασης ή της καταδίκης, ανάλογα με το που ανήκε ο καθένας. Οι οπαδοί του ήταν ταυτόχρονα εκείνοι που υποστήριζαν την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Το αντίστροφο ακριβώς συνέβαινε με τους επικριτές του.

Émile Riedinger, στρατιωτικός ακόλουθος της Γαλλίας στο Βέλγιο.

Σύμφωνα με την άποψη του Devèze, μοναδικός τρόπος να απεμπλακεί η όλη κατάσταση από το τέλμα, στο οποίο είχε περιέλθει, ήταν η έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Γαλλία. Ο Βέλγος υπουργός Άμυνας πίστευε ότι και από την άλλη πλευρά των συνόρων πρυτάνευε ανάλογη διάθεση να διαλυθούν οι ασάφειες που, χρόνια τώρα, δηλητηρίαζαν τις διμερείς σχέσεις. Στις 6 Ιανουαρίου 1936 εκμυστηρεύτηκε τις σκέψεις του στον στρατιωτικό ακόλουθο της Γαλλίας στη βελγική πρωτεύουσα, στρατηγό Émile Riedinger. Οι προνομιακές σχέσεις μεταξύ των δυο ανδρών ήταν γνωστές σε όλους. Οι αντίπαλοι του Devèze υποστήριζαν πως ο υπουργός λάμβανε απευθείας οδηγίες από το Παρίσι μέσω του στρατηγού. Γεγονός πάντως ήταν πως ο πρώτος ζήτησε από τον δεύτερο να μεσολαβήσει στο γαλλικό υπουργείο Άμυνας για μια επαναδιαπραγμάτευση του συμφώνου.18 Ο Riedinger επέστρεψε στις Βρυξέλλες με άδεια χέρια. Για τους Γάλλους, το σύμφωνο του 1920 έφερε εμβληματική αξία και δεν ήταν διατεθειμένοι να το επαναδιαπραγματευθούν. Κατόπιν τούτου, ο Devèze στράφηκε προς τον πρωθυπουργό. Καθώς το βελγικό στρατιωτικό πρόβλημα παρέμενε σε εκκρεμότητα, έπρεπε να βρεθεί λύση το ταχύτερο. Ο υπουργός Άμυνας επιχείρησε να εμπλέξει στην όλη υπόθεση το υπουργείο Εξωτερικών, ζητώντας από τον Van Zeeland να το αναλάβει προσωπικά, ταυτόχρονα με τα καθήκοντα του πρωθυπουργού. Την ίδια στιγμή παραποίησε την υπόθεση, αφήνοντας να εννοηθεί πως η αρχική ιδέα της επαναδιαπραγμάτευσης ανήκε στον Riedinger. Με τον τρόπο αυτό θέλησε να αποποιηθεί τις δικές του ευθύνες.19 Το θέμα, πάντως, ήταν πως κατάφερε να πείσει τελικά τον πρωθυπουργό. Ο τελευταίος ανέθεσε στον γενικό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το Παρίσι.20 Ο Fernand Vanlangenhove εθεωρείτο αυθεντία στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Πόσο μάλλον που κατείχε στην εντέλεια το επίμαχο ζήτημα. Είχε ήδη αναμετρηθεί με το Quai d’ Orsay με αφορμή το τελευταίο, πέντε χρόνια νωρίτερα. Γνώριζε καλά το νομικό, θεωρητικό και ολύμπιο πνεύμα που κυριαρχούσε στη γαλλική πρωτεύουσα. Τέλος, είχε πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι θα προσέκρουε πάνω στους “μαρμάρινους πυλώνες” του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών.21

Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1935 ενεργοποιήθηκε και η διαδικασία σε επίπεδο Κοινοβουλίου. Ευθύς εξαρχής προσέλαβε συγκρουσιακή μορφή. Οι πολέμιοι της επιμήκυνσης της στρατιωτικής θητείας αναλώθηκαν σε μια τακτική κωλυσιεργίας. Μια τριμελής επιτροπή συγκροτήθηκε προκειμένου να σκιαγραφήσει τους κύριους άξονες των συζητήσεων. Ο φιλελεύθερος γαλλόφωνος Devèze συναλλασσόταν με τους φλαμανδόφωνους Auguste De Schryver (χριστιανοδημοκράτης) και Henri de Man (σοσιαλιστής).22 Τέσσερις ημέρες αργότερα, συγκροτήθηκε μια υπουργική Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας. Πέραν του πρωθυπουργού, συμμετείχαν οι αρχηγοί των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού: ο σοσιαλιστής Vandervelde, ο φιλελεύθερος Paul Hymans και ο χριστιανοδημοκράτης Philippe van Isacker.23 Τότε ακριβώς ξεκίνησε η χρονοτριβή σε όλο της το μεγαλείο.24

Λεοπόλδος Γ΄ (1901 – 1983).

Η ανησυχία που ένοιωθε ο βασιλέας Λεοπόλδος Γ΄ ήταν εύλογη. Βαριά σύννεφα συσσωρεύονταν στον διεθνή ορίζοντα. Από τη μια πλευρά, η Γερμανία είχε επιδοθεί σε μια διαδικασία ξέφρενου επανεξοπλισμού. Στο απέναντι στρατόπεδο, δεν είχε απομείνει πλέον τίποτα από το λεγόμενο “μέτωπο της Στρέζας”. Στις 3 Οκτωβρίου 1935 ο Mussolini εισέβαλε στην Αιθιοπία, αναγκάζοντας την Κοινωνία των Εθνών να επιβάλλει κυρώσεις σε βάρος της Ιταλίας. Το Παρίσι και το Λονδίνο δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τις υιοθετήσουν με τη σειρά τους εξαιτίας της πίεσης, την οποία ασκούσε η κοινή γνώμη στις δυο χώρες. Ωστόσο, αμφότερες κατέβαλαν προσπάθεια να περιορίσουν το εύρος των κυρώσεων προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος προσέγγισης της Ρώμης με το Βερολίνο. Ο Λεοπόλδος Γ΄ ατένιζε τον παραπάνω κίνδυνο με δέος. Στρατιωτικής παιδείας ο ίδιος, υπολόγιζε στην αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εστεμμένων. Έχοντας αυτό κατά νου, ήρθε σε επαφή με τον Γεώργιο Ε΄ της Αγγλίας και τον Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄ της Ιταλίας με στόχο να αποκατασταθούν οι δεσμοί ανάμεσα στα τρία κράτη.25 Ο Βέλγος μονάρχης ούτε καν υποψιαζόταν πως την ίδια ακριβώς στιγμή ο στρατηγός Maurice Gamelin, αρχηγός του γαλλικού επιτελείου, ενημέρωνε τους ανωτέρους του ότι η Γαλλία δεν ήταν σε θέση να εφοδιάσει το Βέλγιο με τα απαραίτητα μέσα που θα εγγυώνταν την εδαφική του ακεραιότητα και την εθνική του ανεξαρτησία.26

Στις 27 Φεβρουαρίου 1936, το νομοσχέδιο για την επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας καταψηφίστηκε στη Βουλή με 94 ψήφους κατά, 62 υπέρ και 16 αποχές.27 Υπέρ τάχθηκαν οι φιλελεύθεροι και οι χριστιανοδημοκράτες της Βαλλωνίας και των Βρυξελλών. Παρά ταύτα, μια ηλιαχτίδα ελπίδας διαγράφηκε στον ορίζοντα. Οι διαπραγματεύσεις με το Παρίσι είχαν προσλάβει αισιόδοξη τροπή. Δυο εβδομάδες πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία, ο Paul van Zeeland είχε επισκεφτεί την γαλλική πρωτεύουσα. Είχε εξηγήσει ξεκάθαρα στον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών, Pierre-Étienne Flandin, ότι εάν το σύμφωνο του 1920 παρέμενε σε ισχύ, τότε δεν υπήρχε ελπίδα να περάσει από τη Βουλή το νομοσχέδιο για την επιμήκυνση της θητείας. Θεωρούσε απαράδεκτο να εγκυμονεί κίνδυνος τέτοιου μεγέθους μόνο και μόνο προκειμένου να διατηρηθεί ένα σύμφωνο άνευ ουσίας. Τα πάντα κρίθηκαν μέσα στο διήμερο 26 και 27 Φεβρουαρίου. Την καταψήφιση του νομοσχεδίου διαδέχθηκε ένας λόγος, τον οποίο ο πρωθυπουργός εκφώνησε ενώπιον του Κοινοβουλίου στις 11 Μαρτίου. “Το γαλλο-βελγικό Σύμφωνο του 1920, μαζί με όλες τις παρωχημένες διατάξεις που περιέχει αλλά και το μυστήριο που το περιβάλλει, δεν ισχύει πλέον”, δήλωσε. “Με πνεύμα κρυστάλλινης διαύγειας, Βέλγοι και Γάλλοι συνεχίζουν τις μεταξύ τους επαφές σε επίπεδο Γενικών Επιτελείων με στόχο την υλοποίηση συγκεκριμένων υποχρεώσεων, τις οποίες υπαγορεύει το Σύμφωνο του Λοκάρνο”.28

Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έλαβε χώρα ένα προαναγγελθέν προ καιρού από τον Hitler γεγονός. Τα ξημερώματα της 7ης Μαρτίου τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν εντός της Ρηνανίας, παραβιάζοντας τις διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Την επομένη, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Albert Sarraut, δήλωσε πως η χώρα του δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει το Στρασβούργο απροστάτευτο κάτω από την απειλή του γερμανικού πυροβολικού. Πέραν όμως από στομφώδεις δηλώσεις του είδους αυτού, η κυβέρνηση του Παρισιού παρέμεινε αδρανής. Η στρατιωτική ηγεσία είχε προκαθορίσει πως μόνη της, η Γαλλία δεν ήταν σε θέση να πράξει οτιδήποτε.29 Η Μεγ. Βρετανία, από τη δική της πλευρά, δεν έδειχνε την παραμικρή πρόθεση να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες στη Γηραιά Ήπειρο.30 Η Ιταλία, ευρισκόμενη μέσα στη δίνη της αιθιοπικής κρίσης, απειλούμενη με επιβολή εμπάργκο πετρελαίου, παρέμενε στη γωνιά της απομονωμένη και κατσουφιασμένη.31 Δεν απέμενε παρά μόνο το Βέλγιο. Όπως ήταν επόμενο, τις ημέρες εκείνες η διπλωματία κατέλαβε το προσκήνιο. Από γαλλικής πλευράς, ο Flandin εμφανιζόταν ως υπέρμαχος μιας δυναμικής αντίδρασης. Ο Anthony Eden προέτασσε την οδό των διαπραγματεύσεων. Ο van Zeeland αναλώθηκε σε δηλώσεις συμβιβασμού. Οι Ιταλοί, τέλος, παρακολουθούσαν εξ αποστάσεως τις εξελίξεις.32 Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Flandin αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την αδυναμία της Γαλλίας να παρέμβει. Εν ολίγοις, ο χρόνος κυλούσε και η πρωτοβουλία του Hitler εξακολουθούσε να παραμένει ατιμώρητη. Το περίφημο μέτωπο της Στρέζας είχε διαλυθεί και θαφτεί βαθιά μέσα στη γη. Για το Βέλγιο, η νέα πραγματικότητα ήταν ξεκάθαρη: τα γερμανικά στρατεύματα στρατοπέδευαν πλέον στα σύνορά του.

7 Μαρτίου 1936. Είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Ρηνανία.

Τον Μάιο πραγματοποιήθηκαν γενικές εκλογές. Οι πρόσφατες εξελίξεις απεικονίζονταν στο αποτέλεσμα. Ένα νέο κόμμα ακροδεξιών-φασιστικών τάσεων με επικεφαλής τον Léon Degrelle απέσπασε με την πρώτη 21 έδρες σε σύνολο 202. Οι χριστιανοδημοκράτες απώλεσαν 16. Οι Φλαμανδοί εθνικιστές (Vlaamsch Nationaal Verbond) διπλασίασαν την παρουσία τους (από 8 έδρες ανέβηκαν στις 16). Οι κομμουνιστές τριπλασίασαν τη δύναμή τους (9 έναντι 3). Για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου, 46 βουλευτές αμφισβητούσαν απροκάλυπτα το καθεστώς. Ο διχασμός βρισκόταν προ των πυλών.33 Ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως προειδοποίηση προς την κυβέρνηση. Η δυσαρέσκεια του ενός στους πέντε Βέλγους εκλογείς πήγαζε από την κοινωνική και γλωσσική διαστρωμάτωση της βάσης. Ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της κοινωνίας είχε πάψει να πιστεύει στους ισχύοντες θεσμούς.

 

Belgian Election Duel (Πηγή: British Movietone)

 

Η κυβέρνηση, ως όφειλε, υπέβαλε αμέσως την παραίτησή της. Καθώς, σύμφωνα με το εκλογικό αποτέλεσμα, το Βελγικό Εργατικό Κόμμα είχε έρθει πρώτο σε αριθμό ψήφων, η εντολή σχηματισμού της νέας κυβέρνησης ανατέθηκε στον Émile Vandervelde. Οι προσπάθειες του τελευταίου απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα η εντολή να δωθεί εκ νέου στον Paul van Zeeland. Το κυβερνητικό σχήμα, το οποίο ορκίστηκε στις 13 Ιουνίου 1936, αντανακλούσε τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς. Δυο κομβικά χαρτοφυλάκια, Οικονομικών και Εξωτερικών, ανατέθηκαν αντίστοιχα στους ανερχόμενους αστέρες του Εργατικού Κόμματος, Henri de Man και Paul-Henri Spaak.34 Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας πέρασε στα χέρια ενός ειδικού. Επρόκειτο για τον στρατηγό Henri Denis, φιλελεύθερων τάσεων. Ο επί τετραετία αδιαφιλονίκητος χειριστής της αμυντικής πολιτικής της χώρας, Albert Devèze, δεν μετείχε στη νέα κυβέρνηση. Είχε πλέον περιέλθει σε δεινή θέση. Ωστόσο, η απουσία του απάλλαξε, επιτέλους, τον πρωθυπουργό από μια μόνιμη εστία προστριβών με τους σοσιαλιστές και με τους Φλαμανδούς.35

[Συνεχίζεται]

Ο Jean Vanwelkenhuyzen (Βρυξέλλες, 1927-2008) υπήρξε από τους μεγαλύτερους ειδικούς της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Ερευνών και Ιστορικών Μελετών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολεμου (Centre de Recherches et d’ Études Historiques de la Deuxième Guerre mondiale) επί μια εικοσαετία (1969-1989), γενικός γραμματέας (1975-1985) και κατόπιν πρόεδρος (1985-1987) της Διεθνούς Επιτροπής Ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τέλος, υπήρξε μέλος της επιτροπής Waldheim, η οποία συγκροτήθηκε προκειμένου να αξιολογήσει τη δραστηριότητα, κατά τα έτη 1939-1945, του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και μετέπειτα Προέδρου της Αυστρίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

  1. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, Paul van Zeeland, 1893-1973, Bruxelles, Racine, 1997, σ. 44.
  2. Πρακτικά Συζητήσεων της Βουλής, 29 Μαρτίου 1935, πρωϊνή συνεδρία, σ. 283 και επ.
  3. Dujardin-Dumoulin, οπ., σ. 49.
  4. Fernand Baudhuin, Belgique 1900-1960. Explication économique de notre temps, Louvain, Institut des Recherches Économiques et Sociales, 1961, s. 169-171.
  5. Jacques Benoist-Méchin, Histoire de l’ armée allemande, T. 2 (1919-1936), Paris, Albin Michel, 1938, σ. 517.
  6.  Ibid., σ. 592-594.
  7. Brian Bond, British Military Policy between the Two World Wars, Oxford, Clarendon Press, 1980, σ. 215-216.
  8. Documents Diplomatiques Français 1932-1939, 1ère Série (1932-1935), T. IX (16 Ιανουαρίου – 23 Μαρτίου 1935), αρ. 409, σ. 600. Εφεξής D.D.F., 1, IX.
  9. Jean Doise – Maurice Vaïsse, Diplomatie et outil militaire, 1871-1969, Paris, Imprimérie Nationale, 1987, σ. 279 και επ.
  10. Archives du Palais Royal (A.P.R.), Secrétariat du Roi Léopold III (S.R.), Φακ. XV/II, έγγραφο 3.
  11. A.P.R., S.R., XV/II, έγγραφο 5.
  12. Gustaaf Janssens, “Léopold III. Un règne dans l’ ombre des tensions internationales (1934-1940)”,La Belgique et ses Rois, Bruxelles, Archives Générales du Royaume, 1990, σ. 107/2. Jan Velaers –Herman van Goethem, Leopold III, de Koning, het Land, de Oorlog, Tielt, Uitgeverij Lannoo, 1994, σ. 49.
  13. A.P.R., S.R., II C3/Ze 1, έγγραφο 43.
  14. Albert Crahay, L’ Armée belge entre les deux guerres, Bruxelles, Louis Musin Éditeur, 1978, σ. 32-33.
  15. Henri Haag, Le comte Charles de Broqueville, Ministre d’ État, et les luttes pour le pouvoir (1910-1940), T. 2, Louvain-la-Neuve, Nauwelaerts, 1990, σ. 782 και επ.
  16. Fernand Vanlangenhove, “L’ accord militaire franco-belge de 1920 à la lumière des Documents Diplomatiques Belges”, Académie Royale de Belgique, Bulletin de la Classe des Lettres et des Sciences morales et politiques, 5e Série, T. LIII, Bruxelles, 1967-11, σ. 529.
  17. Fernand Vanlangenhove, “L’ élaboration de la politique étrangère de la Belgique entre les deux guerres mondiales” Académie Royale de Belgique, Bulletin de la Classe des Lettres et des Sciences morales et politiques, 2e Série, T. LXV, Fascicule 1-1980, σ. 96-97.
  18. France, Service Historique de la Défense (Section Armée de Terre), Γαλλική πρεσβεία Βρυξελλών προς Γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, Υποδιεύθυνση Ευρώπης, αρ. 75, 6 Ιανουαρίου 1936, Accord militaire franco-belge.
  19. Documents Diplomatiques Belges, 1920-1940. La politique de sécurité extérieure, Tome III, Période 1931-1936, Bruxelles, Palais des Académies, 1964, έγγραφα 159, 160, 161, σ. 451-454. Στο εξής D.D.B.
  20. Fernand Vanlangenhove, οπ., σ. 165.
  21. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ., σ. 53. Fernand Vanlangenhove, οπ., σ. 104-105.
  22. Henri de Man, Après coup (Mémoires), Bruxelles, Éditions de la Toison d’ Or, 1941, σ. 260. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ., σ. 49.
  23. Gustaaf Janssens, οπ., σ. 107/2. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ., σ. 49.
  24. A.P.R., S.R., Φακ. XV/11/5, έγγραφο 19, σ. 5. Raoul Van Overstraeten, Albert I – Léopold III. Vingt ans de politique militaire belge, 1920-1940, Bruges, Desclée De Brouwer, 1949, σ. 189.
  25. A.P.R., S.R., Φακ. XVIII/7. Gustaaf Janssens, οπ.π., σ. 106/1.
  26. Pierre Le Goyet, Le mystère Gamelin, Paris, Presses de la Cité, 1975, σ. 108.
  27. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ., σ. 52.
  28. Pierre van Zuylen, Les mains libres. Politique extérieure de la Belgique, 1914-1940, Bruxelles – Paris, Desclée De Brouwer, 1950, σ. 340.
  29. Pierre van Zuylen, οπ.π., σ. 348-349. Jean-Baptiste Duroselle, La décadence, 1932-1939, Paris, Imprimérie Nationale, 1979, σ. 164 και επ.
  30. Brian Bond, οπ.π., σ. 227 και 233. M.L.Smith, “Britain and Belgium in the nineteen thirties”, Belgique 1940. Une société en crise, un pays en guerre, Bruxelles, Centre de Recherches et d’ Études Historiques de la Seconde Guerre mondiale, 1993, σ. 98-99.
  31. D.D.F., 2e Série (1936-1939), Tome I (1er janvier – 31 mars 1936), έγγραφο αρ. 283, Paris, Imprimérie Nationale, 1963, σ. 397-398.
  32. Pierre van Zuylen, οπ.π., σ. 350 και επ. Fernand Vanlangenhove, οπ.π., σ. 180 και επ. Fernand Muuls, Mémoires, 1919-1959. Quarante années au service de l’ État, Bruxelles, ιδιωτική έκδοση, 1993, σ. 73 και επ. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π., σ. 57-58.
  33. Theo Luyckx, Politieke geschiedenis van België, Amsterdam/Brussel, Elsevier, 1978, σ. 358. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π., σ. 59.
  34. Gustaaf Janssens, οπ.π., σ. 113/2 και 114/1. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π., σ. 62-63. Theo Luyckx, οπ.π., σ. 362.
  35. Paul-Henri Spaak, Combats inachevés. De l’ Indépendance à l’ Alliance, Paris, Fayard, 1969, σ.Jacques Willequet, Paul-Henri Spaak. Un homme, des combats, Bruxelles, La Renaissance du Livre, 1975, σ. 47. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ.π., σ. 54. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π.,σ. 70.