Jean Vanwelkenhuyzen
Η στροφή του Βελγίου προς την ένοπλη ουδετερότητα Μέρος Β΄: Έργα και ημέρες της δεύτερης κυβέρνησης van Zeeland
(Ιούνιος 1936 – Νοέμβριος 1937)
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες, η δεύτερη κυβέρνηση van Zeeland κινήθηκε σε ταραγμένα νερά. Μεγάλα κοινωνικά κύματα είχαν ξεσπάσει στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Οι δυο γύροι των γαλλικών εκλογών της 26ης Απριλίου και 3ης Μαΐου 1936 με κεντρικό σύνθημα “ψωμί, ειρήνη, ελευθερία” ανέδειξαν στην εξουσία κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.1 Η μέθη της επιτυχίας εκδηλώθηκε με απεργίες πρωτόγνωρης κλίμακας. Το προλεταριάτο απολάμβανε την ευκαιρία μιας κοινωνικής ανέλιξης προβάλλοντας εκρηκτικές διεκδικήσεις. Την ίδια στιγμή, κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο τα προπύργια της παράδοσης και του συντηρητισμού.2 Στις 6 Ιουνίου, η νέα γαλλική κυβέρνηση υπό τον Léon Blum ανέλαβε καθήκοντα εν μέσω μιας χαοτικής κατάστασης. Επτά ημέρες αργότερα, η δεύτερη κυβέρνηση van Zeeland ξεκίνησε και εκείνη τη θητεία της μέσα σε ατμόσφαιρα εργατικού αναβρασμού. Κινητοποιήσεις, ανάλογες με εκείνες της Γαλλίας, είχαν ξεσπάσει ήδη από τις 2 Ιουνίου στην Αμβέρσα. Μέσα σε λίγες ημέρες, είχαν εξαπλωθεί στο σύνολο των βιομηχανικών περιοχών της χώρας. Ωστόσο, σε αμφότερες τις πλευρές των συνόρων, η ηρεμία αποκαταστάθηκε χάρη στη συνομολόγηση συνετών συμφωνιών με τα συνδικάτα.3 Οι δημοκρατίες καλούνταν να δώσουν μεγάλη μάχη μέσα σε μια Ευρώπη, την οποία διέτρεχαν διαγώνια ιδεολογικές φουρτούνες, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Στις 17 Ιουλίου, στο ισπανικό Μαρόκο, εκδηλώθηκε πραξικόπημα σε βάρος του Frente Popular, το οποίο ασκούσε τη νόμιμη εξουσία στη Μαδρίτη. Η εξέγερση μεταφέρθηκε ταχύτατα εντός του μητροπολιτικού εδάφους. Οι κινηματίες στράφηκαν προς τη ναζιστική Γερμανία και εξασφάλισαν τη συνδρομή της. Ο στρατηγός Francisco Franco κατάφερε το ίδιο και με τον Mussolini. Ήταν φανερό πλέον ότι η φασιστική Ιταλία έκλινε προς την πλευρά της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας.4 Η αυθόρμητη αντίδραση του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου ήταν να προσφέρει χείρα βοηθείας προς το αδελφό καθεστώς της Μαδρίτης. Το φάσμα ενός ιδεολογικού πολέμου επλανάτο πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη. Η επίλυση του προβλήματος της άμυνας του Βελγίου φάνταζε επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε.

Σε ολόκληρο αυτό το διάστημα, η υπουργική Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας [βλ. σχετικά μέρος Α΄] εργαζόταν αδιάκοπα. Από τις 22 Απριλίου μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 1936 συνεδρίασε 37 φορές. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια συνεχόμενη κάλυψη κατά μήκος των συνόρων με τη Γερμανία ήταν αναγκαία. Μόνο μια επιμήκυνση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας μπορούσε να την εξασφαλίσει. Το Γενικό Επιτελείο είχε υιοθετήσει την ίδια θέση ήδη από το 1935. Η επίλυση του προβλήματος της άμυνας του Βελγίου ήταν εφικτή μόνον εφόσον το εθνικό συμφέρον θα ήταν εκείνο, το οποίο θα υπαγόρευε τη στρατιωτική πολιτική της χώρας. Μέσα σε ένα έτος, ο κύκλος των οπαδών της παραπάνω θεωρίας είχε διευρυνθεί. Ωστόσο, παρά τις αμέτρητες προσπάθειες, η παραπάνω διεύρυνση δεν συμπεριλάμβανε το Κοινοβούλιο, όπου οι σοσιαλιστές παρέμεναν κατηγορηματικά αντίθετοι μπροστά σε κάθε προοπτική παράτασης της θητείας.
Ο Λεοπόλδος Γ΄ αδημονούσε. Ένας νέος νόμος για την πολιτοφυλακή έπρεπε να προλάβει να ψηφιστεί προτού ξεκινήσει η κατάταξη στις ένοπλες δυνάμεις της κλάσης του 1937. Η αντίδραση των Φλαμανδών είχε κάπως ανακοπεί έπειτα από την μονομερή καταγγελία του στρατιωτικού συμφώνου του 1920 και τη μη συμπερίληψη του Devèze στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με την εχθρότητα των σοσιαλιστών. Όσο δε η τελευταία παρέμενε ακέραιη, άλλο τόσο φαινόταν απίθανο να αλλάξουν άποψη και οι χριστιανοδημοκράτες. Στις 26 Σεπτεμβρίου, το Βελγικό Εργατικό Κόμμα, η μεγαλύτερη δύναμη στη Βουλή και μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού, οργάνωσε συνέδριο με αντικείμενο την εξωτερική πολιτική. Το τελικό ανακοινωθέν ήταν μια κατάθεση πίστης και αφοσίωσης στο περιεχόμενο του Συμφώνου του Λοκάρνο και στην Κοινωνία των Εθνών. Απέρριπτε κατηγορηματικά μια επάνοδο στην ουδετερότητα. Αντίθετα, προσέβλεπε, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ΚτΕ, σε μια πολιτική πλήρους ανεξαρτησίας δίχως κανενός είδους πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές δεσμεύσεις. Κατά τη συνήθη πρακτική σε παρόμοιες περιπτώσεις, η χρησιμοποιηθείσα φρασεολογία παρουσίαζε ως ομόφωνη μια ολόκληρη ποικιλία απόψεων και θέσεων. Κατά βάθος, δεν είχε αλλάξει το παραμικρό.
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση άρχισε να προετοιμάζει ψυχολογικά την κοινή γνώμη. Τον δρόμο άνοιξε ο υπουργός Εξωτερικών Paul-Henri Spaak. Λαμβάνοντας τον λόγο στις 20 Ιουλίου στο ετήσιο γεύμα των ξένων ανταποκριτών στις Βρυξέλλες, εκφράστηκε ως εξής: “Επιθυμία μου, κύριοι, είναι η εξωτερική πολιτική του Βελγίου να κινηθεί από εδώ και στο εξής ρεαλιστικά ”.5 Από το στόμα ενός σοσιαλιστή, κάθε είδους αναφορά στον ρεαλισμό ηχούσε ως αιρετική.

Το Βελγικό Εργατικό Κόμμα είχε υιοθετήσει το “πνεύμα της Γενεύης” (ΚτΕ). Τασσόταν υπέρ της ανάπτυξης μιας συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Αντίθετα, ο Spaak δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει εμφατικά πως υποστήριζε μια εξωτερική πολιτική αποκλειστικά και εξολοκλήρου βελγική. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Paul van Zeeland, σε δημόσια τοποθέτηση, ενστερνίστηκε εμμέσως την ίδια άποψη: “Εάν δεχθούμε επίθεση, θα αντισταθούμε μέχρι θανάτου. Με εξαίρεση ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες θα μας έχουν θέσει ενώπιον αδιαμφισβήτητων υποχρεώσεων, δεν πρόκειται να κινηθούμε παρά μόνο με γνώμονα σχεδιασμούς και στόχους αποκλειστικά βελγικούς”.6 Είχε προηγηθεί, μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα (3 – 6 Σεπτεμβρίου) η διεξαγωγή στις Βρυξέλλες συνεδρίου, με διοργανώτρια την Παγκόσμια Σύναξη για την Ειρήνη (Rassemblement Universel pour la Paix). Με προτροπή των δυο προέδρων της κίνησης, του Βρετανού Lord Robert Cecil και του Γάλλου Pierre Cot, το συνέδριο συγκέντρωσε χιλιάδες ειρηνόφιλους κάθε προέλευσης. Εμφανιζόμενο ως αιχμή του δόρατος του αγώνα εναντίον του φασισμού, διακήρυξε προς κάθε κατεύθυνση την πρόθεσή του να περισώσει την ειρήνη μέσω της Κοινωνίας των Εθνών. Προκειμένου δε να εξορκίσει το φάσμα του πολέμου, δήλωσε υπέρμαχο του αφοπλισμού και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών.7 Η αντίφαση ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή. Το συνέδριο καταδίκαζε (ορθώς) ό,τι επιθετικό περιέκλειε στα σπλάχνα του ο φασισμός. Από την άλλη πλευρά όμως, πριμοδοτούσε παντελώς ανεπαρκή εργαλεία προκειμένου να εξουδετερωθεί η στρατιωτική απειλή, αρχής γενομένης από εκείνη της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας.

Το καίριο ζήτημα για την ώρα ήταν η αλλοίωση των συσχετισμών στην Ευρώπη. Στην παρέμβασή του της 9ης Σεπτεμβρίου, ο van Zeeland είχε θίξει το ζήτημα: “Σκοπεύουμε να καταστούμε περισσότερο ισχυροί […] από κάθε άποψη και σε κάθε επίπεδο: στρατιωτικό, οικονομικό, διπλωματικό, πολιτικό”.8 Εκφραζόμενος με τον τρόπο αυτό, ο πρωθυπουργός μετέφερε ουσιαστικά τους προβληματισμούς του βασιλέα Λεοπόλδου Γ΄.9 Αφήνοντας απροστάτευτη τη χώρα, επρόκειτο για μια πράξη, η οποία ισοδυναμούσε με καταστροφή. Ο σκληρός πυρήνας της αντίδρασης στον αναγκαίο επανεξοπλισμό εξακολουθούσε να παραμένει το Βελγικό Εργατικό Κόμμα. Έπρεπε κάποιος να του ανοίξει τα μάτια. Η ηγεσία του κόμματος προανήγγειλε για τις 24, 25 και 26 Οκτωβρίου τη διενέργεια συνεδρίου, κάτι που προδίκαζε άσχημες εξελίξεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα ανάκτορα διεμήνυσαν στον πρωθυπουργό πως η κυβέρνηση όφειλε να αποσαφηνίσει το ταχύτερο τη θέση της και να μεταφέρει τη συζήτηση στο Κοινοβούλιο. Ο Λεοπόλδος Γ΄ είχε απόλυτη συναίσθηση ότι επρόκειτο για ένα ακανθώδες ζήτημα. Η κυβέρνηση συνασπισμού είχε περιέλθει σε δύσκολη θέση εξαιτίας του συγκεκριμένου ζητήματος. Προκειμένου να βγάλει την τελευταία από το αδιέξοδο, αποφάσισε να επισπεύσει τις διαδικασίες προεδρεύοντας εκτάκτως σε μια ειδική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Πίστευε πως χάρη στην παρουσία του ήταν δυνατή η εξασφάλιση της πολυπόθητης ομοφωνίας για την άμεση λήψη όλων των μέτρων εκείνων, τα οποία ήταν απαραίτητα για την προστασία του εθνικού συμφέροντος.
Το πιο δύσκολο ήταν να αποσπαστεί η συγκατάθεση του Émile Vandervelde, αρχηγού του Βελγικού Εργατικού Κόμματος και ορκισμένου πολέμιου της στρατιωτικής αναβάθμισης της χώρας. Το αξίωμα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης καθώς και εκείνο του αρχηγού του ισχυροτέρου κόμματος στη Βουλή, τον καθιστούσαν στην ουσία ρυθμιστή της τύχης της ίδιας της κυβέρνησης. Στην προχωρημένη ηλικία του δεν ήταν εύκολο να αποποιηθεί τις ιδέες, για τις οποίες είχε αγωνιστεί μια ολόκληρη ζωή. Επί ένα τέταρτο του αιώνα καταφερόταν πεισματικά εναντίον της “νοοτροπίας του στρατώνα” και προπαγάνδιζε ανελλιπώς υπέρ της μείωσης του χρόνου της στρατιωτικής θητείας. Σε ιδιωτικό δείπνο που οι van Zeeland και Spaak του παρέθεσαν στις 12 Οκτωβρίου παρόντος του κόμη Robert Capelle, γραμματέα του βασιλέα, ο Vandervelde επανέλαβε πως του όλου ζητήματος θα επιλαμβανόταν το προσεχές συνέδριο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος και πως σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος δεν επρόκειτο να αποστασιοποιηθεί από τις απόψεις των συναδέλφων του.10
Στις 9.30 π.μ. της 14ης Οκτωβρίου 1936 συνήλθε στα ανάκτορα το υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Λεοπόλδου Γ΄.11 Ευθύς εξαρχής ο τελευταίος σκιαγράφησε τον λόγο της παρουσίας του: να προικίσει τη χώρα με έναν στρατιωτικό μηχανισμό προσαρμοσμένο στις συνθήκες που επικρατούσαν, εφαρμόζοντας μια αποκλειστικά βελγική πολιτική. Ο κόσμος έπρεπε να γνωρίζει πως το αίμα του δεν επρόκειτο να χυθεί παρά μόνο για την προστασία και την ασφάλεια του τόπου.
Το διακύβευμα αφορούσε τους πάντες, υπεράνω κοινωνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών κλπ. διαφοροποιήσεων. Η αλήθεια είναι πως το έδαφος είχε επιμελώς προετοιμαστεί από τους van Zeeland και Spaak. Ο ανώτατος άρχων συνέχισε ρίχνοντας στη συζήτηση το ειδικό του βάρος. Ταυτόχρονα έθιξε ένα καίριο ζήτημα, το οποίο εδώ και καιρό απασχολούσε όλους. Ότι, δηλαδή, όσο αποτελεσματική μπορούσε να αποβεί η στρατιωτική συνδρομή ενός συμμάχου, η τελευταία θα λάμβανε χώρα μετά την εκδήλωση της εισβολής, η οποία φάνταζε κεραυνοβόλα. Συνεπώς, οι βελγικές ένοπλες δυνάμεις καλούνταν να αντιμετωπίσουν μόνες τον εισβολέα, έως ότου οι όποιες ενισχύσεις κατέφθαναν στην πρώτη γραμμή. Ο Λεοπόλδος γνώριζε πολύ καλά για ποιο θέμα μιλούσε. Οι ευρισκόμενες σε εξέλιξη γαλλο-βελγικές διαπραγματεύσεις είχαν επιβεβαιώσει πως ένα χρονικό περιθώριο ήταν αναπόφευκτο έως ότου τα γαλλικά στρατεύματα προωθηθούν εντός του βελγικού εδάφους προς το πεδίο των εχθροπραξιών. Έτσι εξηγείται και η εμμονή του για τη σφυρηλάτηση ενός βελγικού αμυντικού συστήματος ικανού να απορροφήσει τα πλήγματα των πρώτων ημερών έπειτα από την εκδήλωση της εισβολής. Ο Βέλγος μονάρχης ουδέποτε

αντέκρουσε την ιδέα μιας συμμαχικής στρατιωτικής συνδρομής. Με τη διαφορά του ότι η τελευταία θα συντελείτο σε ένα δεύτερο στάδιο. Επισημαίνοντας το τελευταίο σκεπτικό, καθίστατο προφανές ότι το Βέλγιο θα πολεμούσε μόνο ενάντια σε έξωθεν επιβουλή σε βάρος της εδαφικής του ακεραιότητας και της εθνικής του ανεξαρτησίας, κάνοντας μάλιστα χρήση του νομίμου δικαιώματος της αυτοάμυνας. Οι σοσιαλιστές και οι Φλαμανδοί χριστιανοδημοκράτες, εκ προοιμίου αντίθετοι στη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας (προφανώς με τη Γαλλία), δεν μπορούσαν παρά να αναγνωρίσουν στο σκεπτικό του Λεοπόλδου τη δικαίωση των δικών τους θέσεων. Η όλη ανάλυση μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως υπόδειγμα ώριμης σκέψης. Άλλωστε, υπό τις παρούσες συνθήκες δεν υπήρχε κάποια άλλη δημοκρατική λύση, ικανή να συσπειρώσει το Κοινοβούλιο και να ανταποκριθεί στην πολιτική εθνικής ενότητας, με την οποία ήταν επιφορτισμένη η δεύτερη κυβέρνηση van Zeeland.
Με την πάροδο του χρόνου και ενόσω ο βασιλέας συνέχιζε την ομιλία του, σημάδια ανακούφισης άρχισαν να διαγράφονται στα πρόσωπα των υπουργών. Τη σκυτάλη πήρε ακολούθως ο πρωθυπουργός μιλώντας στο ίδιο πνεύμα. Ο στρατηγός Denis, υπουργός Άμυνας, ανέπτυξε το τεχνικό σκέλος του όλου προβλήματος επιμένοντας σε δυο σημεία: α) το έμψυχο δυναμικό και β) την επιμήκυνση της θητείας. Πρώτος από τους υπουργούς έλαβε τον λόγο ο Vandervelde. “Παρακολουθώντας σας Μεγαλειότατε”, είπε, “ήταν σαν να ακούγαμε τον πατέρα σας. Τα όσα είπατε δεν πρέπει να παραμείνουν κλειστά στους τέσσερις τοίχους. Απεναντίας, οφείλουν να καταστούν γνωστά σε ολόκληρη τη χώρα”.12 Ο γηραιός σοσιαλιστής ηγέτης ήταν περιχαρής. Μια έντιμη λύση ανέτειλε στον ορίζοντα για τον ίδιο και τους οπαδούς του.13 Οι Φλαμανδοί χριστιανοδημοκράτες δεν διέκριναν, ούτε εκείνοι, κάτι το ανησυχητικό ως προς τις θέσεις τους στα λόγια του βασιλέα. Ο κυβερνητικός συνασπισμός είχε επιβιώσει, το δε στρατιωτικό νομοσχέδιο συγκέντρωνε πλέον κάθε πιθανότητα να υπερψηφιστεί στο Κοινοβούλιο.
King Leopold of the Belgians watches military manoeuvres at Namur (1937)(Πηγή¨British Pathé FILM ID: VLVA61ZMQPOU2F48J72CFZ050J4CU
Η ανακούφιση εντός της κυβέρνησης ήταν τέτοια, ώστε συντάχθηκε αμέσως ένα αναλυτικό δελτίο τύπου για όσα είχαν διαμειφθεί στη διάρκεια της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου. Θα ήταν παράλογο να ανέμενε κανείς πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν εξίσου ομαλά σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων. Στους ειρηνόφιλους κύκλους επανήλθε η συζήτηση γύρω από τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Στους κόλπους του Βελγικού Εργατικού Κόμματος η “παλαιά φρουρά” παρέμενε προσηλωμένη στις αρχές του αφοπλισμού και της συλλογικής ασφάλειας. Χρειάστηκε να επιστρατευτεί η ρητορική δεξιοτεχνία του Spaak, ούτως ώστε να στρογγυλέψουν οι γωνίες και να προσαρμοστούν πνεύματα και αντιλήψεις στις επιταγές των καιρών. Οι Βαλλώνοι και οι κάτοικοι των Βρυξελλών ανησυχούσαν μπροστά στο ενδεχόμενο χαλάρωσης των δεσμών με τη Γαλλία. Στην όλη κοσμοθεωρία τους, κάτι τέτοιο θα απέβαινε ολέθριο για τη χώρα καθώς θα παρεμπόδιζε κάθε αντίσταση κατά του εισβολέα. Το μέγεθος και η ποικιλία των αντιδράσεων αποπροσανατόλισαν τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Άμυνας. Ανήσυχος, ο τελευταίος ζήτησε τη συνδρομή του στρατιωτικού οίκου του ανώτατου άρχοντα.

Στις 20 Νοεμβρίου 1936, ο Λεοπόλδος Γ΄ συναντήθηκε στα ανάκτορα με τον πρωθυπουργό. Παρόντες ήταν επίσης οι στρατηγοί Denis και Raoul van Overstraeten, στρατιωτικός σύμβουλος του βασιλέα. Ο τελευταίος ανέπτυξε στους παριστάμενους όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες του προβλήματος. Εθεωρείτο αυθεντία στο είδος. Επέμεινε στον κίνδυνο, ο οποίος ελλόχευε σε περίπτωση που η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας έπεφτε κάτω από τους 17 μήνες. Αποτέλεσμα θα ήταν η πρόκληση ρηγμάτων στην προκάλυψη, κατά μήκος των συνόρων με τη Γερμανία. Ο ίδιος θεωρούσε ως αναπόφευκτη τη διενέργεια πολέμου με τη συμμετοχή όχι μόνο του Βελγίου, αλλά και μεγάλου μέρους της Ευρώπης.14 Οι υπόλοιποι παρόντες τον άκουσαν με τη δέουσα προσοχή. Ακολούθως, πρώτα στη Βουλή και κατόπιν στη Γερουσία, ο Paul van Zeeland εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της εθνικής άμυνας αποσαφηνίζοντας τη θέση του Βελγίου σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής: “Δεν πρόκειται να αναλάβουμε την παραμικρή δέσμευση, να συνομολογήσουμε την οποιαδήποτε διακρατική πράξη, να ανανεώσουμε το όποιο σύμφωνο που θα μπορούσαν, είτε στη θεωρία είτε στην πράξη, να υπονομεύσουν την ανεξάρτητη και ισόρροπη θέση, την οποία προτιθέμεθα να υιοθετήσουμε. Ανεξαρτησία δεν σημαίνει παράλογη προσκόλληση στην ιδέα της απομόνωσης, ακόμα λιγότερο δε μια εγκληματική παραγνώριση και υποβάθμιση των υποχρεώσεών μας. Τις υποχρεώσεις αυτές θα τις εκπληρώσουμε όλοι μαζί και οφείλουμε να συνεργαστούμε, προκειμένου να το πράξουμε με τον καλύτερο τρόπο”. Βουλευτές και Γερουσιαστές έλαβαν το μήνυμα του πρωθυπουργού. Το νομοσχέδιο “Περί τροποποίησης του Νόμου για την πολιτοφυλακή, τη στράτευση και τις υποχρεώσεις της στρατιωτικής θητείας” υπερψηφίστηκε με ποσοστό 72,87% στις 2 Δεκεμβρίου από τη Βουλή και με ποσοστό 83.11% δυο ημέρες αργότερα από τη Γερουσία.15 Αρχικός στόχος της κυβέρνησης ήταν μια θητεία διάρκειας 18 μηνών. Εξασφάλισε τους 12, με δυνατότητα παράτασης για επιπλέον 5 μήνες, γεγονός, το οποίο ισοδυναμεί στην ουσία με δεκαεπτάμηνη διάρκεια. Σε γενικές γραμμές, η κυβέρνηση αποποιήθηκε ένα μήνα σε σχέση με τον αρχικό της σχεδιασμό (17 έναντι 18). Στο Κοινοβούλιο, πολλοί τοποθετούσαν ως όριο τους 11 μήνες. Αποδέχθηκαν την προσθήκη ενός επιπλέον (επισήμως, η θητεία ήταν δωδεκάμηνης διάρκειας). Με την προβλεπόμενη δυνατότητα παράτασης όμως, έφτανε, όπως είδαμε, τους 17 μήνες.16 Οι πάντες ήταν ικανοποιημένοι, καθώς τηρήθηκαν όλα τα προσχήματα. Αυτό ακριβώς ονομάζεται “συμβιβασμός αλά βελγικά”.
Απορροφημένη, όπως ήταν, από το εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση δεν μερίμνησε να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος εκτός συνόρων. Επειγόταν τόσο πολύ να κλείσει το όλο θέμα, ώστε ακόμα και πολλοί ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών πληροφορήθηκαν από τον Τύπο το περιεχόμενο της κομβικής παρέμβασης του Λεοπόλδου Γ΄ κατά τη συνεδρίαση της 14ης Οκτωβρίου.17 Σε αντιδιαστολή με τον van Zeeland, ο Spaak δεν συνήθιζε να συνεργάζεται συστηματικά με το υπηρεσιακό δυναμικό του υπουργείου.18 Δεινός ρήτορας, ήταν σε θέση να γοητεύσει το πιο καχύποπτο ακροατήριο. Ωστόσο, υπολείπονταν ακόμα πολλά να μάθει, θητεύοντας κοντά στο πολύ πιο έμπειρο από εκείνον μόνιμο προσωπικό. Η έκπληξη του γενικού γραμματέα Fernand van Langenhove και του διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων Pierre van Zuylen υπήρξε πλήρης. Αποσβολώθηκαν αμφότεροι διαβάζοντας τις εφημερίδες. Ουδείς εκ των δυο ήταν αντίθετος με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Το τελευταίο εντασσόταν με απόλυτη συμμετρία στους στόχους και τις επιταγές της βελγικής διπλωματίας. Τους προβλημάτισε το γεγονός ότι τα λεχθέντα από τον βασιλέα δημοσιοποιήθηκαν δίχως να έχει ζητηθεί προηγουμένως η γνώμη του υπουργείου σε θέματα καθαρής διατύπωσης.

Ανάλογη υπήρξε και η δυσφορία στο Λονδίνο. Το Foreign Office ελάχιστα εκτίμησε τους χειρισμούς της βελγικής κυβέρνησης θεωρώντας πως έπρεπε να είχε ενημερωθεί εγκαίρως. Εν θερμώ, ο υπουργός Εξωτερικών Anthony Eden αναφώνησε: “Από πότε οι εστεμμένοι ασχολούνται με το να ρίχνουν βόμβες ;”.19 Γρήγορα ωστόσο ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών επέδειξε κατανόηση. Ο van Zeeland προνόησε να απευθυνθεί προς αυτόν γραπτώς, σε μια προσπάθεια να διαλύσει τα σύννεφα.20 Οι δυο άνδρες γνωρίζονταν καλά και έχαιραν αμοιβαίας εκτίμησης. Στις 27 Νοεμβρίου, ο Βέλγος πρωθυπουργός επισκέφτηκε το Λονδίνο ως προσκεκλημένος του Διεθνούς Επιμελητηρίου. Ο Eden εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία δηλώνοντας: “Επιβεβαιώνω εκ νέου πως η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα του Βελγίου είναι για τη χώρα μας υψίστης σημασίας και πως το Βέλγιο μπορεί να υπολογίζει σε μια δική μας συνδρομή σε περίπτωση που έπεφτε θύμα επίθεσης”.21 Οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές είχαν αντιληφθεί το πλεονέκτημα, το οποίο μπορούσαν να αντλήσουν από τον νέο προσανατολισμό της αμυντικής πολιτικής της κυβέρνησης των Βρυξελλών. Ένα καλά θωρακισμένο Βέλγιο είχε περισσότερες πιθανότητες να αποτρέψει μια γερμανική εισβολή από ότι το Βέλγιο του 1914.22
Οι αυτοματισμοί του Quai d’ Orsay κινήθηκαν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Εξανέστη δημοσιοποιώντας, ευκαιρίας δοθείσης, προς τους πάντες την αγανάκτησή του. Το Γραφείο Τύπου έφτασε μέχρι σημείου να εξομοιώσει την παρέμβαση του Λεοπόλδου Γ΄ με την, πρόσφατη ακόμα τότε, επίδειξη ισχύος του Hitler στη Ρηνανία! Μέσα στη γενική κατακραυγή, το περιοδικό L’ Action Wallone της Λιέγης, υπέρμαχο των γαλλικών θέσεων, στο τεύχος της 15ης Νοεμβρίου 1936 δημοσίευσε ένα διαβρωτικό σκίτσο, το οποίο έδειχνε τον Βέλγο μονάρχη να σφίγγει το χέρι του καγκελαρίου του Γ΄ Ράιχ, στο δε περιθώριο τους Spaak, Goering, Degrelle και Goebbels να ανταλλάσσουν επίσης χειραψία. Επρόκειτο περί αλόγιστων αντιδράσεων υπό το βάρος του συναισθηματισμού. Ουδείς έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι ο Λεοπόλδος Γ΄ βγήκε από την αφάνεια προκειμένου να σώσει μια κυβέρνηση, η οποία, με τη σειρά της, είχε καταφέρει επί των ημερών του να εξορθολογίσει την οικονομία. Ουδείς έδειχνε να κατανοεί πως σκοπός της παρέμβασης ήταν να αποκτήσει το Βέλγιο την αμυντική θωράκιση που υπαγόρευαν επιτακτικά οι συγκυρίες ως απάντηση στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Στις 10 Νοεμβρίου ο Spaak απάντησε χολωμένος στον πρέσβη της Γαλλίας: “Γιατί αμφισβητείτε τις πραγματικές μας προθέσεις; Μόνοι σας αναγνωρίζετε πως οι παρούσες δυσκολίες μας πηγάζουν από την εν γένει συζήτηση γύρω από τον νέο νόμο. Γιατί όμως επιθυμούμε τόσο πολύ τον συγκεκριμένο νόμο; Έναντι τίνος πρόκειται να μας προστατέψει; Γνωρίζετε καλά την απάντηση: έναντι της Γερμανίας”.23 Το Βερολίνο, από τη δική του την πλευρά, τηρώντας σχολαστικά μετριοπαθή στάση, έδειχνε να έχει καλύτερη επίγνωση της όλης κατάστασης. Ο ενορχηστρωμένος από τον δρα Goebbels μηχανισμός προπαγάνδας εστίασε την προσοχή του επάνω στην αχαλίνωτη, σχεδόν υστερική εκστρατεία του γαλλικού Τύπου, εμφανίζοντάς την μάλιστα ως επίτευγμα της Γερμανίας! Γεγονός, το οποίο οδήγησε τον πρέσβη της Γαλλίας στο Βερολίνο, André François-Poncet, να να αποδοκιμάσει την ανευθυνότητα των εφημερίδων της χώρας του.24

Μεγ. Βρετανίας.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, το νόημα της βασιλικής παρέμβασης παρερμηνεύτηκε ολοσχερώς. Το υπόβαθρο της πολιτικής για μια γενικευμένη ανάκαμψη του Βελγίου προσλάμβανε διαστάσεις μιας θεαματικής μεταστροφής της χώρας προς την κατεύθυνση της ναζιστικής Γερμανίας! Το χειρότερο ήταν πως αυτή η συστηματική αλλά και συμπληρωματική παραποίηση της πραγματικότητας από το Παρίσι και από το Βερολίνο προκάλεσε σύγχυση σε επίπεδο βελγικής, αλλά και γενικότερα ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Η κυβέρνηση των Βρυξελλών αντέδρασε άμεσα προσπαθώντας να περιορίσει τη ζημιά. Ωστόσο, απαιτείται συνήθως περισσότερος χρόνος προκειμένου να διορθώσει κανείς ένα λάθος, παρά να το διαπράξει. Ο Λεοπόλδος Γ΄ είχε επιτρέψει την δημοσιοποίηση της παρέμβασής του υποκύπτοντας στην επιμονή των υπουργών του. Οι τελευταίοι ήταν ουσιαστικά εκείνοι που τον προώθησαν στο προσκήνιο. Ήταν αλήθεια πως με τον τρόπο αυτό υπηρετούσαν εθνικό σκοπό. Όμως, άθελά τους αντέστρεψαν τους ρόλους. Κατά κάποιο τρόπο, η κυβέρνηση έκανε χρήση του βασιλικού κύρους προς όφελός της. Αντί να καλύψει το στέμμα, το άφησε εκτεθειμένο λειτουργώντας βεβιασμένα και σπασμωδικά.25
Όλες οι δυνάμεις του τόπου, οι οποίες διαφωνούσαν με τη νέα γραμμή, έστρεψαν τα βέλη τους ενάντια στον βασιλέα. Η διαγραφείσα πορεία ενσάρκωνε ό,τι ακριβώς η μειοψηφούσα, πλην όμως θορυβώδης αυτή κίνηση φοβόταν. Πίσω από την όλη υπόθεση, η τελευταία διέβλεψε βασιλικό δάκτυλο με στόχο μια περαιτέρω ενδυνάμωση της εξουσίας του μονάρχη. Σύμφωνα με τους ίδιους πάντοτε κύκλους, η δημοκρατία τελούσε εν κινδύνω. Η χώρα είχε διολισθήσει προς μια δικτατορία βασιλικού τύπου. Η κυβέρνηση είχε μετατραπεί σε υποχείριο και απλό εκτελεστή της βούλησης του μονάρχη. Όσο και αν ηχεί παράλογη, η παραπάνω σκέψη είχε μετεξελιχθεί σε πραγματική εμμονή. Σε αυτό συνέβαλε και ένα πλήθος εκτιμήσεων υπό την επήρεια πανικού, προκαταλήψεων και σχολίων σφυρηλατημένων επάνω σε αρνητικό και αποδομητικό υπόβαθρο. Ο πρωθυπουργός διέγνωσε γρήγορα τον κίνδυνο. Στις 2 Δεκεμβρίου εκφράστηκε ως εξής ενώπιον του Κοινοβουλίου: “Κάποιοι επιχείρησαν να διαχωρίσουν τη στάση της κυβέρνησης από τον λόγο του βασιλέα. Προφανώς έχουν λησμονήσει πως η δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου λόγου αποτελεί κυβερνητική πράξη. Ζούμε υπό κοινοβουλευτικό καθεστώς, υπό ένα καθεστώς συνταγματικής βασιλείας. Ο βασιλέας ενεργεί διαμέσου των υπουργών του. Η κυβέρνηση, από τη δική της πλευρά, φέρει την ευθύνη για την υιοθέτηση και εφαρμογή στην πράξη της θεωρίας, η οποία αναπτύχθηκε με τόσο εύστοχο τρόπο από τον βασιλέα”.26
Στηριζόμενος στο επιτελείο του, ο υπουργός Εξωτερικών προσπάθησε να επαναφέρει την ηρεμία εκτός συνόρων. Το Παρίσι ήταν πρωτίστως εκείνο, έναντι του οποίου έστρεψε τις προσπάθειές του. Ο φορμαλισμός, οι στρεψοδικίες και οι εμμονές του Quai d’ Orsay είχαν καταστήσει δύσκολη την αποστολή του. Ήταν υποχρεωμένος να ανοικοδομήσει επάνω στα ερείπια της Συνθήκης του Λοκάρνο. Η επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας είχε ρίξει βαρύ πέπλο επάνω στα τεκταινόμενα στην Ευρώπη. Στις 19 Μαρτίου 1936 στο Λονδίνο, Βρετανοί, Βέλγοι και Γάλλοι είχαν συμφωνήσει να διατηρήσουν τις δεσμεύσεις της παραπάνω συνθήκης, ενόσω αυτή δεν είχε υποκατασταθεί από κάποιαν άλλη.27 Ωστόσο, το προσωρινό δεν δύναται να διαρκέσει αιώνια. Να ξανακτίσει κανείς όσα ο Hitler είχε κατεδαφίσει, αποτελούσε ψευδαίσθηση. Ο Mussolini, από τη δική του την πλευρά, δεν έδειχνε ιδιαίτερα διατεθειμένος. Η άρση των κυρώσεων, την 1η Ιουλίου 1936, δεν επέφερε παρά μια εφήμερη μόνο ηλιοφάνεια. Τον ουρανό γέμισαν εκ νέου βαριά σύννεφα με αφορμή την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία. Η ετυμηγορία για τις δυτικές δημοκρατίες ήταν κατηγορηματική: η φασιστική Ιταλία είχε επιλέξει πλέον στρατόπεδο. Δεν απέμενε σε Βρετανούς, Βέλγους και Γάλλους παρά να επιχειρήσουν να ξανακτίσουν μόνοι τους. Το Foreign Office είχε εξελιχθεί σε υπέρμαχο της γραμμής αυτής. Το Λονδίνο έσπευσε να ανανεώσει τις εγγυήσεις του έναντι του Παρισιού και των Βρυξελλών. Οι τριμερείς διαπραγματεύσεις επεκτάθηκαν σε ένα πεδίο, το οποίο ανταποκρινόταν στις επιθυμίες των Βέλγων. Στις 23 Απριλίου 1937, οι πρέσβεις της Γαλλίας και της Μεγ. Βρετανίας επέδωσαν στον Spaak μια κοινή δήλωση, βάσει της οποίας αποδέσμευαν το Βέλγιο από τις υποχρεώσεις του ως εγγυήτριας χώρας. Συνάμα, επιβεβαίωναν τις δικές τους εγγυήσεις προς εκείνο. Επιπρόσθετα, η δήλωση αναγνώριζε το δικαίωμα του Βελγίου να προστατεύει τα σύνορά του με το σύνολο των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων τις οποίες διέθετε, καθώς και τις όποιες απαραίτητες προπαρασκευαστικές, για τον ίδιο σκοπό, ενέργειες.28 Κατά βάση, η χώρα δεν υιοθέτησε παρά μόνο τη δέσμευση να αποκρούσει με την ισχύ των όπλων οποιαδήποτε έξωθεν επιβουλή. Διατήρησε ενεργές προς όφελός της τις εγγυήσεις του Λοκάρνο και αποδεσμεύθηκε από υποχρεώσεις, οι οποίες την παρέσυραν υπεράνω των εθνικών της συμφερόντων και που είχαν αποτελέσει στο πρόσφατο παρελθόν εστία προστριβών στο εσωτερικό μέτωπο. Η βελγική διπλωματία είχε επιτέλους αποκτήσει εκείνο ακριβώς, το οποίο προσδοκούσε: ευελιξία και ανεξαρτησία.
Παρά ταύτα, ο Spaak ήταν ευαίσθητος απέναντι στα επιχειρήματα του πρέσβη της Γαλλίας, Jules Laroche, τα οποία ενστερνιζόταν και μερίδα της βελγικής κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα, ο Γάλλος διπλωμάτης είχε επιστήσει την προσοχή του υπουργού Εξωτερικών στον κίνδυνο διακοπής των διμερών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο Γενικών Επιτελείων. Ήδη από την επομένη της δημοσιοποίησης της παρέμβασης του Λεοπόλδου Γ΄, ο Laroche κάλεσε τον Spaak να στοχαστεί στο γεγονός ότι η επιδιωχθείσα ενίσχυση της βελγικής πολεμικής μηχανής ήταν, προφανώς, σε θέση να απορροφήσει το πρώτο πλήγμα μιας γερμανικής επίθεσης. Όμως, η εισβολή εντός του βελγικού εδάφους θα αποτελούσε απλό ζήτημα χρόνου εάν δεν κατέφθαναν εγκαίρως σημαντικές ενισχύσεις από την Γαλλία. Επρόκειτο για ένα ζήτημα που απαιτούσε συστηματική οργάνωση και λεπτομερή προετοιμασία με πνεύμα ειλικρινούς και εποικοδομητικής αμοιβαίας συνεργασίας.29


Γαλλικού Γενικού Επιτελείου.
Το όλο σκεπτικό διέθετε ισχυρό, λογικό και αξιόπιστο υπόβαθρο. Η έγκαιρη άφιξη ενισχύσεων στην πρώτη γραμμή του μετώπου (με άλλα λόγια στα σύνορα μεταξύ Βελγίου και Γερμανίας), απαιτούσε πράγματι χρονοβόρα και συστηματική προπαρασκευή. Κι όμως, ένας κόσμος ολόκληρος χώριζε τις προβλέψεις από εκείνο, το οποίο μπορούσε παρ’ ελπίδα να συντελεστεί. Ο προσδιορισμός των χρονικών ορίων της παρέμβασης ήταν δέσμιος μιας ευρείας ποικιλίας παραμέτρων, αρχής γενομένης από την ημερομηνία και τη διάρκεια της επιστράτευσης στην ίδια τη Γαλλία και την ταχύτητα προώθησης των διαθέσιμων μονάδων έως την πρώτη γραμμή διαμέσου του βελγικού εδάφους. Η διενέργεια επιστράτευσης στη Γαλλία, είχε σχεδιαστεί ως αντίμετρο σε καταφορά γερμανικού πλήγματος. Συνεπώς, ο μηχανισμός θα ενεργοποιείτο σε συνάρτηση με τις πρωτοβουλίες του αντιπάλου, δηλαδή κατόπιν εορτής. Μοιραία, θα αυξανόταν η καθυστέρηση της προώθησης ενισχύσεων προς το Βέλγιο. Ο συσχετισμός των δυνάμεων αποτελούσε μια δεύτερη σημαντική παράμετρο. Πρώτιστη προτεραιότητα του γαλλικού στρατού ήταν η υπεράσπιση του εθνικού εδάφους. Υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο οι διαθέσιμες εφεδρείες να μην επαρκούν προκειμένου να συντρέξουν σε βοήθεια της γείτονος χώρας. Ένα σχέδιο εκστρατείας δεν προσφέρει ποτέ απόλυτη μαθηματική βεβαιότητα. Μια πλειάδα από αστάθμητους παράγοντες είναι δυνατό να ανατρέψει τα πάντα κατά την κρίσιμη στιγμή. Τρίτη παράμετρος ήταν η κινητικότητα του γαλλικού στρατού. Ο τελευταίος υστερούσε σε μηχανοκίνητο εξοπλισμό, που ήταν αναγκαίος για μια ταχεία προώθηση των ενισχύσεων. Υπεράνω όλων ωστόσο, ετίθετο το ερώτημα του τι επρόκειτο να συμβεί στο επιχειρησιακό θέατρο έως ότου καταφτάσει η στρατιωτική συνδρομή. Στον τομέα αυτό, κάθε ενδεχόμενο ήταν εφικτό. Τα δυο επιτελεία εξέφραζαν βεβαιότητα για ένα μόνο πράγμα: την ώρα της αλήθειας, ο οποιοσδήποτε στρατηγικός σχεδιασμός, όσο επιμελής και αν υπήρξε στο παρελθόν, ετίθετο αυτομάτως σε ελάσσονα μοίρα.
Επρόκειτο για ένα σκεπτικό, το οποίο ο Λεοπόλδος Γ΄ είχε εκθέσει με λίγα και απλά λόγια ήδη από τις 14 Οκτωβρίου. Προκειμένου όμως να αναδείξει την ορθότητά του, έπρεπε να απαλλαγεί από τον μύθο που περιέβαλε το όλο ζήτημα: τις επαφές ανάμεσα στα δυο επιτελεία. Η άγνοια των πραγμάτων ουδέποτε εμπόδισε κανέναν να σχηματίσει ιδέες. Το πρόβλημα τίθεται από τη στιγμή που οι ιδέες αυτές λειτουργούν ως υπόβαθρο. Ακόμα χειρότερα σε περίπτωση που ο μύθος εξιδανικευθεί. Η πίεση της κοινής γνώμης είναι τέτοια, που δύσκολα η πολιτική ηγεσία μιας χώρας μπορεί να την αγνοήσει. Στις 27 Οκτωβρίου 1936, ο βασιλέας έγραφε προς τον Spaak τα εξής: “Εκφράζετε επιφυλάξεις. Διστάζετε να απαλλαγείτε από ονομαζόμενα “σύμφωνα”, τα οποία δεν είναι τίποτα παραπάνω από συνομιλίες μεταξύ επιτελείων. Τα θεωρείτε απαραίτητα για την επιτυχή αντιμετώπιση μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης [εκ μέρους της Γερμανίας]. Τα υπερεκτιμάτε. Η άφιξη μερικών μεραρχιών του γαλλικού στρατού απαιτεί πολλές ημέρες. Δεν αποσυμφορίζει ούτε κατά διάνοια τις υποχρεώσεις της προκάλυψης, που τελούν σε συνάρτηση με την χρονική διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρώτο πλήγμα στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις και μόνο σε αυτές. Τα “σύμφωνα” μεταξύ των επιτελείων θα μας κοστίσουν ακριβά σε πολιτικό επίπεδο, δίχως να είναι απαραίτητα από στρατιωτικής απόψεως”.30
Φαίνεται πως το επιχείρημα επέδρασε επάνω στις απόψεις του Spaak. Στις 29 Απριλίου 1937, ο υπουργός Εξωτερικών εκφράστηκε ως εξής ενώπιον του Κοινοβουλίου: “Η κοινή δήλωση των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Μεγ. Βρετανίας θέτει τέλος στην εποχή των στρατιωτικών συμφώνων. Ορισμένοι εξ ημών, κατήγγειλαν υποτέλεια έναντι μιας μεγάλης γείτονος χώρας μέσω της παραπάνω διαδικασίας. Άλλοι πάλι, θεωρούσαν τις επαφές αυτές ως πυλώνα της εθνικής μας άμυνας. Αμφότερες οι απόψεις είναι εξίσου λανθασμένες και ανεδαφικές”.31 Ο στόχος ήταν διπλός. Αφενός, να ηρεμήσουν Φλαμανδοί και σοσιαλιστές, τους οποίους στοίχειωνε η προοπτική και μόνο των στρατιωτικών συμφώνων με την Γαλλία. Αφετέρου, να καθησυχαστούν όσοι υποστήριζαν με θέρμη ότι δίχως τα τελευταία, η άμυνα της χώρας ήταν ευάλωτη.
Δεν απέμενε παρά να βρεθεί ένας συμβιβασμός με την Γερμανία, ούτως ώστε να περισωθεί ό,τι ήταν δυνατό, από την ισορροπία που είχε προκύψει από τη Συνθήκη του Λοκάρνο. Η βολιδοσκόπηση πραγματοποιήθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Βερολίνου. Στις 30 Ιανουαρίου 1937, ο Hitler δήλωσε έτοιμος να αναγνωρίσει και να εγγυηθεί ως ουδέτερα κράτη το Βέλγιο και την Ολλανδία.32 Όπως ήταν επόμενο, η δήλωση δεν άφησε ασυγκίνητες τις Βρυξέλλες. Με τη διαφορά του ότι δεν έπρεπε η ουδετερότητα αυτή να προσλάβει μόνιμη και υποχρεωτική μορφή. Κάτι παρόμοιο θα ξανάφερνε τη χώρα στο πριν του 1914 νομικό καθεστώς. Τότε την είχε δέσει χειροπόδαρα. Το διακύβευμα, τώρα, συνίστατο στο να είναι σε θέση να κάνει τις επιλογές της ελεύθερα, κυρίαρχα, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και πάντοτε σε συνάρτηση με την τροπή των πραγμάτων.33 Παρά ταύτα, η κυβέρνηση δεν έσπευσε να δώσει αμέσως συνέχεια στα ανοίγματα του Βερολίνου. Θα ήταν άκομψο να επιτευχθεί μια συμφωνία με το τελευταίο, δίχως προηγουμένως να έχει συμβεί κάτι ανάλογο με το Λονδίνο και το Παρίσι.
H πρωτοβουλία του Hitler οδήγησε και σε μια θετική εξέλιξη. Έθεσε τέλος στην ατέρμονη μεμψιμοιρία του Quai d’ Orsay. Από την αρχή, οι διμερείς επαφές ανάμεσα στο Βέλγιο και την Γερμανία κινήθηκαν στο πνεύμα της κοινής γαλλο-βρετανικής δήλωσης της 23ης Απριλίου 1937. Στις 13 Οκτωβρίου, το Βερολίνο αποδέχθηκε με τη σειρά του την θέση του Βελγίου, εκδηλώνοντας πρόθεση να τη σεβαστεί. Ταυτόχρονα δεσμεύθηκε να προσφέρει την υποστήριξή του, σε περίπτωση που το τελευταίο υφίστατο επίθεση ή εισβολή. Η δήλωση του Βερολίνου συμπεριλάμβανε ένα πρωτότυπο στοιχείο. Η Γερμανία δεσμευόταν να σεβαστεί το απαραβίαστο και την εδαφική ακεραιότητα του Βελγίου πλην μιας περίπτωσης: εάν το τελευταίο προέβαινε σε εχθρική ενέργεια σε βάρος της, μέσα στο πλαίσιο ενός πολέμου, στον οποίον η ίδια θα είχε εμπλακεί.34

Σε τελική ανάλυση, η τριπλή εγγύηση (βρετανική, γαλλική, γερμανική) προίκισε το Βέλγιο με ένα νέο καθεστώς στο διεθνές στερέωμα. Εγκαθίδρυσε μια ανεξάρτητη πολιτική, που έμεινε γνωστή ως “πολιτική των λυμένων χεριών”. Επέτρεψε μια αυτονομία κινήσεων διαφορετική από τις αγκυλώσεις μιας υποχρεωτικής και μόνιμης ουδετερότητας ή ακόμα μιας προσχώρησης σε κάποιον συμμαχικό συνασπισμό. Η χώρα δεσμεύτηκε να προστατέψει τον εαυτό της με αποκλειστικά δικά της μέσα, όποτε το έκρινε σκόπιμο και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Οι εγγυήτριες χώρες δεν διατηρούσαν κανένα απολύτως δικαίωμα επί του βασιλείου. Η κυριαρχία του τελευταίου ήταν πλήρης. Υπεράσπιση του εθνικού εδάφους δεν σήμαινε αγώνα εντός των συνόρων. Οι τροπή μιας εκστρατείας μπορούσε, κάλλιστα, κατά περίπτωση, να οδηγήσει σε στρατιωτική αναδίπλωση εντός των ορίων ενός φιλικού κράτους ή, ακόμα, σε μεταφορά των επιχειρήσεων μέσα στο επικράτεια του αντιπάλου. Ανάλογα, πάντοτε, με τα όσα υπαγόρευε το εθνικό συμφέρον. Η ανεξάρτητη πολιτική ήταν ένα έντιμο συμβόλαιο με τον λαό. Η εξουσία αναλάμβανε να προστατέψει τα συμφέροντά του. Ως αντιστάθμισμα ζητούσε από τον τελευταίο να της παράσχει τα απαραίτητα μέσα.
Η διετία της πρωθυπουργίας του Paul van Zeeland είναι ασυναγώνιστη μέσα σε ολόκληρο τον μεσοπόλεμο. Σε αυτό το διάστημα επιτεύχθηκε μια τριπλή αναβάθμιση της χώρας: οικονομική, στρατιωτική, διπλωματική. Τα πάντα πραγματοποιήθηκαν σε ένα κλίμα ιεραποστολικής προσήλωσης στους θεσμούς. Περιτριγυρισμένοι από ένα βεβαρυμένο και διάτρητο από κινδύνους πλαίσιο, ο βασιλέας και οι υπουργοί του επέλεξαν και εξασφάλισαν για τον τόπο την μόνη πολιτική, η οποία προσφερόταν υπό τις συνθήκες της στιγμής εκείνης. Μια πολιτική που διέθετε ισχυρό κοινοβουλευτικό υπόβαθρο. Μια πολιτική, η οποία, πέραν από την εθνική συσπείρωση, εναρμόνισε την άσκηση της διπλωματίας με τις επιταγές της άμυνας. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η “πολιτική των λυμένων χεριών” διαθέτει αποτρεπτικές προεκτάσεις. Μόνο που στο σταυροδρόμι με την Ιστορία, το Βέλγιο δεν υπήρξε ποτέ μόνο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα πολλά να διαφεύγουν τελικά από τον έλεγχό του.

Ο Jean Vanwelkenhuyzen (Βρυξέλλες, 1927-2008) υπήρξε από τους μεγαλύτερους ειδικούς της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Ερευνών και Ιστορικών Μελετών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολεμου (Centre de Recherches et d’ Études Historiques de la Deuxième Guerre mondiale) επί μια εικοσαετία (1969-1989), γενικός γραμματέας (1975-1985) και κατόπιν πρόεδρος (1985-1987) της Διεθνούς Επιτροπής Ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τέλος, υπήρξε μέλος της επιτροπής Waldheim, η οποία συγκροτήθηκε προκειμένου να αξιολογήσει τη δραστηριότητα, κατά τα έτη 1939-1945, του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και μετέπειτα Προέδρου της Αυστρίας.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Jacques Chastenet, Histoire de la Troisième République. Déclin de la Troisième, 1931-1938, Paris, Hachette, 1962, σ. 141 και επ.
- Édouard Bonnefous, Histoire politique de la Troisième République. Tome VI, Vers la guerre: Du Front populaire à la Conférence de Munich (1936-1938), Paris, Presses Universitaires de France, 1965, σ. 5-6.
- Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π.,σ. 61-64.
- Hugh Thomas, La guerre d’ Espagne, Paris, Laffont, 1961, σ. 139, 222, 225, 226, 234, 322, 323. José Gotovitch, “La Belgique et la guerre civile espagnole: Un état des questions”, Revue Belge d’ Histoire Contemporaine, XIV, 3-4, Bruxelles, 1983, σ. 507.
- Contribution à l’ étude de la Question Royale. Evénements – Documentation, Bruxelles, Groupement National Belge, χ.η., σ. 41/2.
- Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π.,σ. 65.
- Thierry Wolton, Le grand recrutement, Paris, Grasset, 1993, σ. [4] και επ. Stephen Koch, La fin de l’ innocence. Les intellectuels d’ Occident et la tentation stalinienne. 30 ans de guerre secrète, Paris, Grasset, 1994, σ. 311-312
- Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π.,σ. 65.
- Gustaaf Janssens, οπ.π., σ. 115/2. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ.π., σ. 56.
- Robert Capelle, Au service du Roi, 1934-1940, Bruxelles, Dessart, 1949, σ. 48. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ.π., σ. 57.
- A.P.R., S.R., XV/2, αρ. 5. Πρακτικά υπουργικού συμβουλίου της 14ης Οκτωβρίου 1936
- Πολλάκις, αργότερα, ο Λεοπόλδος Γ΄ επανέλαβε τα λόγια του Vandervelde, σε ιδιωτικές ακροάσεις προς τον γράφοντα μεταξύ των ετών 1971 και 1983.
- Christian Koninckx, Léopold III, roi et diplomate. La politique étrangère belge et les initiatives de paix pendant l’ entre-deux-guerres, Anvers, Van Ghemmert, 1997, σ. 40. Fernand Vanlangenhove, “Les objectifs de la “Politique d’ Indépendance” de la Belgique”, Revue Belge de Philosophie et d’ Histoire, LII, Bruxelles, 1974, σ. 393.
- Raoul Van Overstraeten, οπ.π., σ. 243.
- Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στη Βουλή με 137 θετικές και 43 αρνητικές ψήφους. Στη Γερουσία, με 122 θετικές και 19 αρνητικές.
- Raoul Van Overstraeten, οπ.π., σ. 244. Jan Velaers – Herman van Goethem, οπ.π., σ. 62.
- Pierre van Zuylen, οπ.π., σ.371. Fernand Vanlangenhove, οπ.π. σ. 218. Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π., σ. 82 (Χαρακτηριστικά αναφέρεται: “Ο Vanlangenhove, προφανώς ανενημέρωτος, κάνει λόγο περί “βόμβας””.
- Fernand Vanlangenhove, οπ.π. σ. 202-203, 218.
- Ο πρέσβυς της Γαλλίας στις Βρυξέλλες τηλεγράφησε προς το Quai d’ Orsay, πως είχε πληροφορηθεί από έμπιστη πηγή ότι με αυτά ακριβώς τα λόγια ο Anthony Eden υποδέχτηκε τον πρέσβυ του Βελγίου, όταν ο τελευταίος τον επισκέφτηκε προκειμένου να τον ενημερώσει για την παρέμβαση του Λεοπόλδου Γ΄ στο υπουργικό συμβούλιο (D.D.F., II, T. IV (20 Νοεμβρίου 1936 – 19 Φεβρουαρίου 1937), Paris, Imprimérie Nationale, 1967, αρ. 85, σ. 123.
- National Archives (N.A.), Foreign Office (F.O.) 371/19854/C7601/7284/4, van Zeeland προς Eden, 26 Οκτωβρίου 1936.
- Pierre van Zuylen, οπ.π., σ. 376.
- David Owen Kieft, Belgium’s return to neutrality. An essay in the Frustration of Small Power diplomacy, Oxford, Clarendon Press, 1972, σ. 140.
- D.D.F., 2, T. III (19 Ιουλίου – 19 Νοεμβρίου 1936), Paris, Imprimérie Nationale, 1967, αρ. 463, σ.726.
- D.D.B., IV, αρ. 140, σ. 349-354. D.D.F., 2, T. III, αρ. 382, σ. 331.
- Jean Vanwelkenhuyzen, “1936. Neutre rimait-il vraiment avec pleutre?”, Revue générale Belge, αρ. 4, Απρίλιος 1989, σ.55.
- Contribution…, οπ.π., σ. 46/2.
- Pierre van Zuylen, οπ.π., σ. 354-355. Fernand Vanlangenhove, οπ.π. σ. 165. Jean-Baptiste Duroselle, οπ.π., σ. 176-177. David Owen Kieft, οπ.π., σ. 65-66.
- D.D.B., IV, αρ. 227, σ. 564-565. Pierre van Zuylen, οπ.π., σ. 286-287.Vincent Dujardin – Michel Dumoulin, οπ.π., σ. 84-85.
- D.D.F., 2, Τ. III, αρ. 358, σ. 549.
- Raoul Van Overstraeten, οπ.π., σ. 238-239.
- Contribution…, οπ.π., σ. 52/2.
- Pierre van Zuylen, οπ.π., σ. 381. Fernand Vanlangenhove, οπ.π. σ. 249.
- Jean Vanwelkenhuyzen, “Le “Cas Hollande” (1939). La Belgique aurait déclaré la guerre à l’ Allemagne”, Guerres mondiales et Conflits contemporains, αρ. 187, Paris, Presses Universita;ires de France, 1997, σ. 116.
- Le Pacte belgo-allemand du 13 octobre 1937, Liège, 1937, Éditions de L’ Action Wallone.