Αθηνά Κακούρη
Το Ιστορικό Μυθιστόρημα: «Ιστορικό» ή «Μυθιστόρημα»;
Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από διάλεξη της συγγραφέως, η οποία έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2010 σε εργαστήριο του Θαλής και Φίλοι. Για την παρούσα έκδοση διατηρήθηκε στο ακέραιο ο προφορικός λόγος.
Τo ιστορικό μυθιστόρημα είναι είδος σχετικά πρόσφατο, πράγμα φυσικό διότι δεν μπορούσε να υπάρξει πριν από τήν εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης από τη μιά και την διαμόρφωση του μυθιστορήματος ως είδους από την άλλη. Κι αυτό έγινε χονδρικά στα μέσα του 18ου αιώνα.
Πατέρας του ιστορικού μυθιστορήματος θεωρείται ο Ουώλτερ Σκωτ, που έγραψε στις αρχές του 19ου αιώνος – σα να λέμε, τον καιρό που ωρίμαζε στις περιοχές μας η δυναμική της Εθνεγερσίας. Ενδιαφέρον είναι να σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα, το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα, Ο Αυθέντης του Μωρέως, του Ραγκαβή, γράφηκε στα 1850, σχετικά κοντά, δηλαδή, στην πρώτη εμφάνιση του είδους στη Δύση. ΄Εκτοτε, το ιστορικό μυθιστόρημα γνώρισε και γνωρίζει μεγάλη εξάπλωση παντού, και φυσικά και στην Ελλάδα.
Ορισμοί του λογοτεχνικού αυτού είδους έχουν δοθεί τρεις βασικά, αλλά ας μείνουμε σ’εκείνον που ο εξαιρετικός κριτικός λογοτεχνίας Απόστολος Σαχίνης, θεωρεί τον καλύτερον: ιστορικό είναι το μυθιστόρημα που έχει ως θέμα πρόσωπα και γεγονότα μιάς περασμένης εποχής και δημιουργεί το ιδιαίτερο χρώμα του τόπου και του χρόνου.
Τα όσα θα πω σήμερα για το Ιστορικό Μυθιστόρημα δεν είναι άλλο από τα όσα μου δίδαξε η πείρα. Δεν είμαι θεωρητικός (ούτε ιστορικός, ούτε ιστορικός της λογοτεχνίας, ούτε φιλόλογος,) αλλά ένας ενθουσιώδης αναγνώστης και ένας τεχνίτης, που έμαθε καμπόσα πάνω στη δουλειά και συχνά διερωτήθηκε τι βαραίνει περισσότερο, η Ιστορία ή το Μυθιστόρημα; Και η απάντηση που δίνω εγώ είναι: Ακόμη κι ένα μέτριο μυθιστόρημα στέκει – ή τουλάχιστον δεν βλάπτει- αν είναι σωστή η Ιστορία, δηλαδή ο ιστορικός ιστός που πάνω του πλέκεται η ανθρώπινη περιπέτεια, ενώ ακόμη κι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα δεν στέκει,-ή ενδέχεται να είναι και βλαβερό – εάν η Ιστορία δεν είναι σωστή.
Η Ιστορία, βλέπετε, εκτός από διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα, είναι και ένα εργαλείο. Αν το κατασκευάσουμε και το συντηρήσουμε καλά, τότε μας δίνει πολλές πληροφορίες για τον εαυτό μας και για τους άλλους, μας δίνει παραλληλισμούς που μας βοηθούν να εκτιμήσουμε μια κατάσταση, μας προσφέρει στοιχεία που βοηθούν για να λαβαίνουμε αποφάσεις, για να κρίνουμε (και άρα να ακολουθήσουμε) αυτόν τον ηγέτη λόγου χάριν ή τον άλλον, να προλάβουμε λάθη, να προβλέψουμε πιθανότητες. Αν όμως δεν το φροντίσουμε όπως πρέπει, το εργαλείο αυτό μπορεί και να παραπλανήσει, να θολώσει την είκόνα του τι είμαστε εμείς και, ακόμη χειρότερο, του τι είναι κάποιοι άλλοι, να δημιουργήσει επικίνδυνες συναισθηματικές φορτίσεις, να μας βάλει σε λανθασμένους δρόμους και να μας οδηγήσει σε καταστροφές.
Ένα παράδειγμα πολύ κοντινό μας: Η Ιστορία μας διδάσκει πως η Δικτατορία είναι κακό πράγμα. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως οι εκπληκτικές επιτυχίες μας στην Αλβανία το 1940 δεν είναι δυνατόν να οφείλονται στον τότε δικτάτορα – και καταλήγουμε ότι το ΟΧΙ το είπε ο λαός και το έπος στην Αλβανία το έκανε ο ελληνικός λαικός ξεσηκωμός.
Εντούτοις η Ιστορία μας διδάσκει πως ναί, πράγματι, η Δικτατορία είναι κακό πράγμα – κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Αλλά μας διδάσκει επίσης και πολλά άλλα που πρέπει να λαβουμε υπ’όψιν μας, κι ανάμεσά τους ότι ποτέ δεν έγινε λαικός ξεσηκωμός που να απήντησε ακαριαία και επιτυχώς σε μια επίθεση σύγχρονου στρατού, με επιτελικό σχέδιο και συνεργασία όλων των όπλων του σε μια έκταση μετώπου. Η Ιστορία δεν μας δίνει κανένα τέτοιο παράδειγμα. Άρα κάποιος είχε προετοιμάσει το 1940. Μικρή έρευνα αρκεί για να διαπιστώσουμε ότι την άμυνα της χώρας –στρατιωτική και διπλωματική – την είχε οργανώσει ο Μεταξάς από χρόνια, με όλους τους πολύπλοκούς τρόπους που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Το ΟΧΙ το είχε ετοιμάσει ο Μεταξάς.
Αν αυτό το είχαν καταλάβει καλά οι κρατούντες το 1974, δεν θα είχαν λάβει τις αποφάσεις που έλαβαν στην Κύπρο με τις οικτρές τους συνέπειες.
Σκοπιμότητες του είδους που ψευτίζουν την αλήθεια είναι τόσο επικίνδυνες όσο και τα σκανταλέματα της πυξίδας ενός πλοίου.
Τα παραδείγματα είναι πλήθος – σας συνιστώ μάλιστα ένα μικρό -αλλά πολύ σοβαρό -βιβλίο που κυκλοφόρησε προσφάτως και ελπίζω να μεταφραστεί. Λέγεται Dangerous games (Επικίνδυνα παιχνίδια), The uses and abuses of history, της διάσημης ιστορικού Margaret Macmillan, που διευθύνει τις Σπουδές της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ.
Θα μου πείτε, ίσως, ότι αυτά ισχύουν μεν για την συγγραφή της Ιστορίας, αλλά για το Ιστορικό Μυθιστόρημα μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία, μια και σίγουρα αν μας επιτεθεί η Βουλγαρία, λόγου χάριν, δεν θα κάτσουν οι κυβερνήτες μας να δούν τι λέει η Πηνελόπη Δέλτα στον Καιρό του Βουλγαροκτόνου για ν’αποφασίσουν τι θα κάνουν.

Ναί, το μυθιστόρημα δεν αποτελεί στοιχείο για την λήψη αποφάσεων. Αλλά αποτελεί ένα πολύ ισχυρό μέσον δημιουργίας κοινής γνώμης, προδιαθέσεως, αιθημάτων, φρονήματος δηλαδή. Η Πηνελόπη Δέλτα ανάθρεψε δυό γεννεές νέων- ή μάλλον σ υ ν έ β α λ ε στο να ανατραφούν δυό γεννεές νέων, -εμπνέοντας τους με ηρωικά παραδείγματα αυτοθυσίας για την πατρίδα.
Σκεφτείτε το αντίστροφο – αν τους τροφοδοτούσε διαρκώς με ιστορίες όπου ο ήρως είναι ο φυγόστρατος, όπου το άτομο έχει το δικαίωμα να αποφασίζει μόνο του πότε θα υπηρετήσει την πατρίδα του και πότε όχι, όπου ο αρχηγός είναι πρόσωπο κατάπτυστο και η ανυπακοή στους νόμους είναι δικαίωμα του καθενός, ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα την κρίσιμη στιγμή του 1940; Κάτι ανάλογο με αυτό που έγινε στην Γαλλία όταν της επετέθη η χιτλερική Γερμανία – οι στρατιώτες δεν ώρμησαν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, «Προς τι;» pouquoi?, αναρωτιώνταν ανόρεχτα. Εδώ όμως αγγίζουμε ένα σημείο που είναι πολύ λεπτό και πολύ επικίνδυνο: το Ιστορικό Μυθιστόρημα που στοχεύει σε κάτι. Νομιμοποιείται να γράφεται ένα τέτοιου είδους μυθιστόρημα; Δηλαδή στην ουσία ένα είδος προπαγάνδας;
Η ερώτηση είναι μάταιη, διότι έτσι κι αλλοιώς αυτή είναι κοινή πρακτική και έχουμε πολλά τέτοια μυθιστορήματα, είτε ιστορικά είτε όχι. Η Χάριετ Μπήτσερ Στόου έγραψε Το Καλύβι του Μπάρμπα Θωμά στοχεύοντας στην κατάργηση της δουλείας. Ο Ντίκενς έγραψε τον Όλιβερ Τουίστ στοχεύοντας να συγκινήσει τους συμπατριώτες του (μεταξύ άλλων) για την άθλια κατάσταση των ορφανοτροφείων. Ο Κανταρέ έγραψε το Ο Στρατηγός της νεκρής στρατιάς στοχεύοντας (μεταξύ άλλων) στο να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια των Αλβανών. Αυτό λοιπόν γινόταν και γίνεται και θα εξακολουθήσει να γίνεται. Μπορούμε όμως να κρίνουμε πότε νομιμοποιείται και πότε όχι;
Πιστεύω πως ναί. Πιστεύω πως υπάρχει ένα απόλυτο κριτήριο: η αλήθεια. Αυτήν, ο μυθιστοριογράφος έχει την υποχρέωση να την αναζητήσει με όλες του τις δυνάμεις, όπως ακριβώς την έχει και ο ιστορικός.
Πως βρίσκει την αλήθεια; Ψάχνοντας για να εξακριβώσει τι συνέβη και γιατί. Σαν καλός ανακριτής θα φροντίσει να ακούσει όλες τις πλευρές, να εξετάσει αμερόληπτα όλα τα στοιχεία, να επισημάνει τις αντιφάσεις, να σταθεί εφεκτικός σε ό,τι του φαίνεται αναξιόπιστο, να εξιχνιάσει τα κίνητρα και κυρίως –κυριότατα- να αντισταθεί στον πειρασμό να προσαρμόσει τα τεκμήρια στις προκαταλήψεις του.
«Μα δεν είναι αυτό δουλειά του Ιστορικού»; θα με ρωτήσετε. «Δεν αρκεί εγώ να πάρω ένα Εγχειρίδιο Ιστορίας, να μάθω τα γεγονότα και μετά να αφήσω την φαντασία μου ελεύθερη στο μυθιστόρημα;» Όχι, αυτό δεν αρκεί καθόλου! Και παρακάτω θα σας εξηγήσω γιατί.
Ο μυθιστοριογράφος θα δουλέψει ως ιστορικός, θα μεταχειριστεί πηγές, δηλαδή. Ημερολόγια ανθρώπων εκείνης της εποχής, εφημερίδες, αλληλογραφία, αρχεία, διπλωματικά έγγραφα…Καλό είναι να μην ξεχνά ότι δεν είναι εκπαιδευμένος ιστορικός, ότι δεν έχει έξασκηθεί στην τεχνική που απαιτείται και δεν έχει ασκήσει το μυαλό του να αμφιβάλλει, να αντιπαραθέτει, να κρίνει, κοντολογίς ότι του λείπουν πολλά εφόδια και άρα πρέπει να προσέχει διπλά.
Του επιτρέπεται όμως να παρουσιάσει ένα μέρος μιάς περίπλοκης σύνθεσης, ενώ ο ιστορικός οφείλει να παρουσιάσει το σύνολό της. Ο μυθιστοριογράφος -εμπνευσμένος από την ζωή και το θάνατο του Κίτσου Μακρυγιάννη Μαλτέζου – δικαιούται να περιγράψει πως αντιδρά μια παρέα νέων στην Κατοχή όταν ο πιο χαρισματικός μεταξύ τους δολοφονείται από κομμουνιστάς. Ο ιστορικός όμως ωφείλει να δώσει ολόκληρη την εικόνα των αντιστασιακών οργανώσεων και να διερευνήσει τα αίτια και τον τρόπο που αποφασίστηκε και εκτελέστηκε αυτή η δολοφονία. Αναφέρομαι εδώ σε βιβλία που υπάρχουν και ως μυθιστορήματα και ως Ιστορία.
Ο μυθιστοριογράφος έχει λοιπόν αυτήν την ελευθερία να διαλέξει ένας μέρος και να παρουσιάσει αυτό το μέρος, αλλά όσο καλύτερος μυθιστοριογραφος είναι τόσο πιο πιστά θα απεικονίσει αυτό το μέρος, και τόσο πιο σωστά θα το τοποθετήσει μέσα στο όλον. Στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος η συγγραφέας παρουσιάζει τον Νότο αλλά ο Βορράς δεν απουσιάζει ούτε αποσιωπάται η δουλεία – αντίθετα, έχουμε την ευκαιρία να δούμε (μεταξύ πολλών άλλων) και το πως η απελεύθέρωση των μαύρων από τις φυτείες δεν ήταν αμιγής κακών – τους στρίμωξε σε εργοστάσια.
Η αλήθεια λοιπόν πρέπει να υπηρετείται, και να υπηρετείται πάντοτε. Το αντίθετο είναι επιβλαβές και επικίνδυνο ακόμη και για εκείνους, που υποτίθεται ότι σκοπεύει να υπηρετήσει.
Ξαναγυρίζω στα τρία παραπάνω παραδείγματα – την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά, τον Όλιβερ Τουίστ και το Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς. Είναι και τα τρία από το επικίνδυνο εκείνο είδος των μυθιστορημάτων που έχουν ως σκοπό να συγκινήσουν και να επιρρεάσουν.
Τα δύο πρώτα υπηρετούν την αλήθεια – οι συνθήκες στον αμερικανικό Νότο αποδίδονται
σωστά από την συγγραφέα, όπως σωστά αποδίδονται και οι συνθήκες στα ορφανοτροφεία της Βικτωριανής Αγγλίας απο τον Ντίκενς.
Τι συμβαίνει όμως με τον Στρατηγό της Νεκρής Στρατιάς; Η ιστορία είναι η εξής: Ένας Ιταλός στρατηγός φθάνει στα 1960 στην Αλβανία συντροφιά με έναν παπά. Είναι επιφορτισμένοι να βρούν τα οστά των στρατιωτών που σκοτώθηκαν εκεί, να τα συγκεντρώσουν και να τα στείλουν πίσω στους συγγενείς των νεκρών. Η αναζήτηση συνεχίζεται επί μήνες, και κατά τη διάρκειά της ο Ιταλός συναντιέται και με έναν άλλον αξιωματικό, του οποίου η εθνικότητα μένει απροσδιόριστη, αλλά έχει κι αυτός ανάλογη αποστολή.
Ο Ιταλός ταλαιπωρείται, γνωρίζει πολλές πικρίες, παίρνει πολλά μαθήματα για την πολεμική ικανότητα των Αλβανών, και τελικά ολοκληρώνει την αποστολή του, ενώ ο άλλος αξιωματικός, ο απροσδιορίστου εθνικότητος, δεν τελειώνει τη δική του επειδή ο βοηθός του οικειοποιήθηκε κεφάλαια που ήταν προορισμένα για την συγκέντρωση των σορών, και επί πλέον σκύλευσε και τα πτώματα, κλέβοντας τα χρυσά τους δόντια.
Αλλά πότε συνεκρούσθησαν Ιταλοί και Αλβανοί; Οι Ιταλοί είχαν μετατρέψει την Αλβανία σε προτεκτοράτο τους ήδη από το 1939 το δε 1940, όταν επετέθησαν στην Ελλάδα, είχαν τον αλβανικό στρατό σύμμαχο και συνεργάτη τους. Αν γεμισαν τα βουνά της Χειμάρας και της Κορυτσάς με πτώματα ιταλών στρατιωτών, υπαίτιοι σίγουρα δεν ήταν οι συμπολεμιστές τους Αλβανοί, αλλά οι ΄Ελληνες. Στο μυθιστόρημα ο Κανταρέ μιλά για φοβερές συγκρούσεις και απώλειες των Ιταλών με αντάρτες Αλβανούς. Αλλά καμιά σοβαρή αντίσταση δεν συνήντησαν οι Ιταλοί από Αλβανούς στην Αλβανία το 1940 και 1941, αργότερα δε η προσπάθεια εφαρμογής της εντολής του Τσώτσιλ “βάλτε φωτιά στην Ευρώπη” (Set Europe ablaze) απέτυχε ολοσχερώς στην Αλβανία, όπως περιγράφει στο βιβλίο του SOE in the Land of the Eagles, ο Roderick Bailey με πλήθος, ελάχιστα κολακευτικές για τους Αλβανούς, λεπτομέρειες.

Μπερδεμένες είναι και οι χρονολογίες του Κανταρέ, διότι αναφέρεται στο 1943 αλλά όχι στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας που έγινε εκείνο ακριβώς το έτος. Και στο 1960, όταν διαδραματίζεται αυτή η ανακομιδή, αναφέρει μεν ότι η Σοβιετική Ένωσις δεν στέλνει πλέον στάρι στην Αλβανία, αλλά παραλείπει τελείως να πεί ότι στο μεταξύ το κομμουνιστικό Αλβανικό καθεστώς είχε αποκτήσει νέο σύμμαχο και προστάτη, την Κίνα του Μάο.
Πρέπει να πω ότι, ύστερα από την φασαρία για την άρνηση του Κανταρέ να έρθει στο Μέγαρο, ξαναδιάβασα το βιβλίο αυτό προσεκτικά, μέχρις ότου έφθασα στην σελίδα 69 και στον διάλογο μεταξύ των δύο στρατηγών, του Ιταλού και του μη κατονομαζόμενου ά λ λ ου, όπου και οι δυό λένε πως έχουν βρεί όχι ένα αλλά πολλά πτώματα α ν έ π α φ α. Τώρα εγώ μόνον αγίων πτώματα έχω ακούσει να έχουν διατηρηθεί ανέπαφα μέσα στη γη επί είκοσι χρόνια – να μην έχουνε λειώσει, δηλαδή – κι αυτή η μεγάλη συγκέντρωση αγίων με παρακίνησε να μεταχειριστώ αυτό το μυθιστόρημα – που εν τούτοις δόξασε τον Κανταρέ! – ως παράδειγμα σήμερα.
Η μυθοπλασία εδώ δεν αφορά τα πρόσωπα αλλά τα ιστορικά γεγονότα, που δημιουργούνται με τελεία περιφρόνηση προς την αλήθεια αλλά και προς την νοημοσύνη του αναγνώστη. Είναι δε επικίνδυνη αυτή η αυθαίρετη κατασκευή του παρελθόντος, διότι απενοχοποιεί τους Αλβανούς, αποκρύπτοντας τις σχέσεις τους με τους Ιταλούς φασίστες, συκοφαντεί τους Έλληνες ως σκυλεύοντες πτώματα, και γενικώς προάγει παρανοήσεις, που προλειαίνουν το έδαφος για νέες συγκρούσεις μεταξύ γειτόνων. Θα πρέπει λοιπόν να αναθεωρήσουμε τους στόχους του συγγραφέως –δεν στοχεύει στο να τονώσει την εθνική υπερηφάνεια των Αλβανών, αλλά κατασκευάζει εκ του μη όντος ένα παρελθόν που υπηρετεί σκοτεινούς σκοπούς και επικίνδυνους. Τώρα πως γίνεται αυτού του είδους η λογοτεχνία να μεταφράζεται ελληνικά και αυτού του είδους ο λογοτέχνης να τιμάται από σπουδαία ελληνικά ιδρύματα, μη με ρωτάτε εμένα!
Εγώ πιστεύω και διακηρύσσω πως σεβαστός και τιμητέος είναι μόνον ο συγγραφέας που συναισθάνεται την βαρειά του ευθύνη να εμφανίσει, στο μυθιστόρημά του, πιστά τα πρόσωπα και τα πράγματα της περασμένης εποχής που επέλεξε. Το έργο του δεν είναι ένα αθώο παιχνίδι, είναι ύλη δυνάμει εκκρηκτική και ο χειρισμός της απαιτεί μεγάλη προσοχή.
Το παρελθόν βλέπετε είναι σαν κάτι μπαούλα, που υπήρχαν στα σπίτια της παλαιάς Πάτρας με την μακρά καρναβαλική της παράδοση, δηλαδή σεντούκια όπου φυλάγονταν λογής-λογής ρούχα, μια περούκα μαρκησίας, δυό σκουλαρίκια πειρατού, ένα κοστούμι σπανιόλας, καμπόσα χρυσάνθεμα από κιμονό γιαπωνέζικο, μια χάρτινη περικεφαλαία, ρούχα παλαιά και ελαφρώς κουρελιασμένα,… κι έτσι ανασύροντας από εκεί μέσα, μπορούσες, από τη μια στιγμή στην άλλη να εμφανιστείς ως Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, σείχης της Αραβίας, Ναπολέων, Νιζίνσκι ή ζητιάνος και για μια νύχτα να ζήσεις – με την βοήθεια και της φαντασίας σου – ως ένα άλλο πρόσωπο. Το παιχνίδι είναι ακίνδυνο, γιατί ο μασκαρεμένος δεν ξεχνά ποτέ ποιος είσαι.
Αν όμως, μια ομάδα άτόμων περιβεβλημένοι αυτά τα ρούχα, οικειοποιηθούν κάποιο παρελθόν και βασισμένοι σ’αυτό προβάλουν απαιτήσεις για το μέλλον – τότε ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Ένα τέτοιο παράδειγμα ζούμε ολοένα, στην γειτονιά μας και με πολύ ανησυχητικά συμπτώματα μάλιστα.
Βεβαίως, χάρις στο περίφημο εκείνο μπαούλο, μπορείς εξ ίσου καλά να εμφανιστείς και αντιστρόφως, χειρότερος απ’ο τι είσαι, ως ανάπηρος π.χ. ή ως ορφανό μητρός και πατρός, ως ένα έκθετο που μόλις πρόσφατα φόρεσε μια ταυτότητα κατασκευασμένη απ’αρχής μέχρι τέλους – το ζούμε κι αυτό στις ημέρες μας, και μάλιστα προερχόμενο από τελείως απροσδοκητη πλευρά. Συνιστώ σε όλους την μελέτη του διακεκριμένου ιστορικού Μιχάλη Σακελλαρίου, που τιτλοφορείται Η Δυναμική της Εθνεγερσίας, και είναι γραμμένη πριν από δεκαετίες, αλλά τυχαίνει να ξεκαθαρίζει και να τεκμηριώνει πολλά, εξαιρετικά χρήσιμα στην σημερινή σύγχυση ιδεών.
Το Ιστορικό Μυθιστόρημα, λοιπόν, που εξ ορισμού ασχολείται με το παρελθόν, δίνει σε όποιον το γράφει την ευκαιρία να βγάλει απ’το σεντούκι τόσο περικεφαλαίες όσο και κουρέλια, και να παίξει και το ένα παιχνίδι και το άλλο. Πιστεύω ότι τόσο στην μια περίπτωση όσο και στην άλλη, η μυθιστορηματική καλλιέργεια τέτοιου είδους μύθων είναι βλαβερή γιατί οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε λανθασμένες εκτιμήσεις και επιλογές.
Παράδειγμα: Ναί, στους Βαλκανικούς Πολέμους ένας μικρότατος στρατός ¨Ελλήνων (το ένα τρίτο του Βουλγάρικου) έκανε θαύματα, και ναί στην Αλβανία το θαύμα επαναλήφθηκε, αλλά αν καλλιεργήσουμε την εντύπωση ότι ο ελληνικός στρατός, αδιαφορο που πολεμά και με τι ηγεσία και συνθήκες θα κάμει θαύματα, τότε θα πουλήσουμε ίσως πολλά αντίτυπα τοῦ βιβλίου μας ἀλλά θά ἑτοιμάσουμε μιά νέα Μικρασιατική Καταστροφή. Και αντιστρόφως, αν καλλιεργήσουμε μυθιστορηματικά ατεκμηρίωτες ιστορίες δειλίας και διαφθοράς, μπορεί πάλι να πουλήσουμε πολλά αντίτυπα, αλλά θα καλλιεργήσουμε ένα ελληνικό POURQUOI, και την διάλυση που έζησε η Γαλλία στον τελευταίο πόλεμο.
Eλπίζω ότι έχω πλέον αποδείξει το πόσο εκρηκτική ύλη είναι η Ιστορία και άρα με πόση προσοχή για την αλήθεια πρέπει να την χειρίζεται ο καθένας μας.
Κι εδώ θα επανέλθω σ’αυτό που έλεγα προηγουμένως, και θα εξηγήσω γιατί ο συγγραφέας του Ιστορικού Μυθιστορήματος δεν μπορεί να βασιστεί σ’ένα εγχειριδιο Ιστορίας και μετά ν’αφήσει ελεύθερη την φαντασία του. Με τι θα τραφεί η φαντασία αυτή; Θα σας δώσω ένα παράδειγμα:
Σε επιτυχέστατο Ιστορικό Μυθιστόρημα –πρόσφατο- εμφανίζεται ο Γεώργιος Α΄ σε μια επίσκεψή του σε επαρχιακή πόλη, να ζητά να του προμηθεύσουν παλλακίδα, με την οποίαν και γλεντά την νύχτα μέσα σε μα εκκλησία. Τώρα, ο Γεώργιος Α΄ ήταν πράγματι γυναικάς, και είχε πλήθος περιπέτειες. Άρα νομιμοποιείται ο μυθιστοριογράφος να πεί ότι ξεφάντωσε με μια κυρία εκείνη τη νύχτα στην επαρχιακή εκείνη πόλη. Αλλά βάζοντας τον να μεταχειρίζεται προς τούτο μια εκκλησία, δείχνει πρώτον άγνοια περί του προσώπου. Εκτός από γυναικάς, ο Γεώργιος ήταν και θρήσκος. Το να κάνει κάποιος αταξίες τέτοιου είδους μέσα σε εκκλησία παραπέμπει μάλλον σ’εκεινον τον προ ολίγων ετών Υπουργό μας Πολιτισμού, που δήλωσε ότι σπουδαία φιλοδοξία του ήταν να κάμει έρωτα πάνω στην αγία Τράπεζα, παρά σ’έναν εστεμμένο του τέλους του 19ου αιώνος, που εκκλησιαζόταν ανελλειπώς και που σεβόταν τα θεία.
Άλλο παράδειγμα, πάλι από επιτυχέστατο Ιστορικό Μυθιστόρημα. Βρισκόμαστε στα 1880. Ένα μπουλούκι ηθοποιών μεταφέρονται προς ένα νησί με τον φθηνότερο δυνατό τρόπο, δηλαδή με πλοίο στην τρίτη θέση, όπου με την θαλασσοταραχή κατρακυλάνε πέρα δώθε οι ηθοποιοί, απ’το ένα τοίχωμα του αμπαριού στο άλλο. Αλλά τα αμπάρια δεν είναι ποτέ ανοιχτά πέρα για πέρα, πάντοτε μπαίνουν χωρίσματα – διαφράγματα, τους λεγομένους μπουλμέδες, πράγμα που θα διαπίστωνε ο μυθιστοριογράφος αν είχε μπεί στον κόπο να εξετάσει πως ήταν τα αμπάρια, και πως ήταν στα επιβατηγά πλοία η τρίτη και φθηνότερη θέση. Το ένα παράδειγμα αφορά ένα πρόσωπο, το άλλο μια κατάσταση, ένα πράγμα. Και τις δυό φορές η λογική θα μπορούσε να είχε παρέμβει – κάποτε θα είχε μπεί σε βάρκα ο συγγραφέας και θα ήξερε πόσο εύκολα την τουμπάρει η απότομη μετακίνηση βάρους, ενώ ο άλλος συγγραφέας πάνω στην επιθυμία του να μας ενισχύσει τον αποτροπιασμό προς το γεγονός και προς το πρόσωπο του βασιληά, – το οποίον προφανώς δεν χωνέυει- δεν στάθηκε να αναρωτηθεί που και πως θα έκανε ο Γεώργιος αυτές τις τρελλίτσες μέσα σε έναν τόσο άβολο προς τούτο χώρον, όσο είναι μια εκκλησία;
Η λογική, ο κοινός νούς, μπορεί όχι μόνον να σώσει τον αναγνώστη – αλλά και να του χαρίσει και κάμποσες στιγμές μεγάλης ευθυμίας, που όμως θα είναι εις βάρος του συγγραφέως και της αξιοπιστίας του. Την οποίαν, αν θέλει να διατηρήσει, πρέπει να συγκεντρώσει πολλά, πολλά, πολλά στοιχεία, πασχίζοντας να καταλάβει καλά τι συνέβη και γιατί, και μόνον μετά μπορεί, μεταχειριζόμενος το υλικό που συγκέντρωσε – αυτό και όχι άλλα πράγματα που προέρχονται από άλλες εποχές ή κολακεύουν σημερινά αυτιά τότε μόνον να καταπιαστεί να σχεδιάσει την πλοκή του και τα πρόσωπα. Η φαντασία του θα τραφεί από συγκεκριμένα στοιχεία –αυτά τα στοιχεία και τα γεγονότα και τα πρόσωπα που βρήκε στις έρευνές του, αυτά θα εμφανιστούν και στο μυθιστόρημα -μετουσιωμένα φυσικά-και πάλι αυτά, θα θέσουν τα πλαίσια στην πλοκή που σχεδιάζει. Να λοιπόν γιατί δεν μπορεί ο μυθιστοριογράφος να διαβάσει ένα εγχειρίδιο Ιστορίας και αυτό να του αρκέσει.
Υπάρχει και κάτι ακόμη: Συχνά πολιτικές σκοπιμότητες ή άλλες δυνάμεις στρεβλώνουν την Ιστορία. Παράδειγμα περίτρανο ο Καποδίστριας και τα όσα κατώρθωσε στα τρία μόλις χρόνια που έζησε στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης. Ο Καποδίστριας που είχε κάμει εκπληκτική καρριέρα διπλωμάτου φθάνοντας να γίνει ο ένας εκ των δύο υπουργών Εξωτερικών του Τσάρου Αλεξάνδρου της Ρωσίας, ήταν και φλογερός πατριώτης. Από την υψηλή εκείνη θέση προσπάθησε να υπηρετεί – όπως το ομολογούσε και στον ίδιο τον Τσάρο – τα ελληνικά συμφέροντα, συνδυασμένα με τα ρωσικά. Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε συντάξει το Σύνταγμα της Ελβετίας, το οποίο λειτουργεί ακόμη σήμερα και γι αυτό οι Ελβετοί τιμούν τη μνήμη του.
Αυταπόδεικτο είναι ότι πρέπει να αγαπούσε πολύ τον ελληνισμό, αφού ήρθε εδώ να τρώει ξερό ψωμί και να κοιμάται περίπου στο πάτωμα (όχι μεταφορικά αλλά έτσι ακριβώς) αφήνοντας τα πλούτη και τα καλά της τσαρικής αυλής ή ακόμη και του πατρικού σπιτιού του, στην Κέρκυρα. Διέπραξε όμως το μεγάλο σφάλμα να μην καταπιαστεί να εφαρμόσει εδώ ό,τι του υπαγόρευε ο Κοραής από το Παρίσι, κι έτσι ο μεγάλος ελληνιστής (που δεν είχε ποτέ του πατήσει το πόδι στο Μωριά ή την Στερεά ή καν τα Νησιά) τον μίσησε θανάσιμα και φρόντισε να του φορτώσει την κατηγορία του φωτοσβέστη, του απολυταρχικού, του υπερφιλόδοξου και του τύραννου. Σ’αυτό τον υποστήριξαν και άλλοι καλοί φιλέλληνες μεν, αλλά απληροφορητοι και αιθεροβάμονες, σαν τον βαυαρό Τίερς, με τόση δύναμη μάλιστα, ώστε ο Κυβερνήτης δολοφονήθηκε και από πάνω δυσφημίστηκε και δυσφημιζόταν επί μια τριακονταετία.

Αν λοιπόν καταπιανόσαστε στα 1850 να γράψετε ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο στο Ναύπλιο στις παραμονές της δολοφονίας του Κυβερνήτη, το προχείρως διαθέσιμο υλικό θα σας παρουσίαζε μια τελείως λανθασμένη εικόνα. Κι εδώ, το μόνο που μπορούσε να σας σώσει, θα ήταν η άσκηση του κριτικού μυαλού σας. Αν ήταν τέτοιος απαίσιος ο Κυβερνήτης, πως και τον αγάπησαν οι Ελβετοί; Πως και του στάθηκε τόσο καλός φίλος ο Ευνάρδος; Πως και ξεφύτρωσαν σ’όλη τη χώρα αυτά τα μικρά αλλά τόσο χρήσιμα σχολεία; Πως και σπούδασαν στο εξωτερικό τόσα ορφανά πολέμου; Που είναι το παλάτι όπου έζησε αυτός ο τύραννος; Γιατί τον λάτρευε ο κοσμάκης;…
Τελικά νομίζω, πως χωρίς μυαλό τίποτα δεν μπορεί να γίνει σωστό. Πάντοτε με μεγάλη προσοχή και με την επίγνωση πως κινδυνεύει να κάνει λάθη, παντοτε δηλαδή με μπόλικη ταπεινοφροσύνη, θα περάσει ο μυθιστοριογράφος από το κόσκινο της λογικής την κάθε του σκηνή, αλλά και με το κόσκινο της λογικής θα την εξετάσει ο κάθε αναγνώστης. Είναι μεν δέκτης, ο αναγνώστης, αλλοίμονο όμως αν μείνει αδρανής δέκτης. Αλλοίμονο αν καταπίνει ό,τι του σερβίρεται , αλλοίμονο αν αφεθεί να τρέφεται με ό,τι ανοησία του προσφέρεται. Ο αναγνώστης έχει κι αυτός την ευθύνη να σκεφτεί και να αντιδράσει. Όπως ακριβώς αντιδρά στο κρύο ή τη ζέστη, στην πνιγρότητα ή τον καθαρόν αέρα, στον θόρυβο ή στην μελωδία – έτσι και στο βιβλίο θα αντιδράσει – ο φ ε ί λ ει να αντιδράσει, οφείλει να εκπαιδεύσει το μυαλό του να ζυγιάζει και να κρίνει, προκειμένου να ξεχωρίσει τι θα πετάξει ως υποβολιμαία καλλιέργεια βλαβερών παρορμήσεων, τι θα θεωρήσει ως άχρηστη σαβούρα και θα το παραμερίσει, και τι θα διαβάσει με προσοχή και θα ξαναδιαβάσει και θα ανατρέχει σ’αυτό για να εμπλουτίζει τις ιστορικές γνώσεις του, να διευρύνει τους ορίζοντές του, να εξετάζει ξεχασμένους προβληματισμούς, έτσι ώστε η περασμένη εποχή, στην οποίαν θα ζήσει για λίγο μέσα από το μυθιστόρημα, να συμβάλει στο να καταλάβει καλύτερα το παρόν και να προχωρήσει πιο στέρεα προς το μέλλον.
