Skip to main content

Γεώργιος Καλαφίκης: Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι τρεις τελευταίοι Σικελικοί Πόλεμοι (345-276 π.Χ.)

Γεώργιος Καλαφίκης

Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Οι τρεις τελευταίοι Σικελικοί Πόλεμοι (345-276 π.Χ.)

 

1. Ο Στ΄ Σικελικός Πόλεμος (345-338 π.Χ.): η ηρωική δράση του Κορίνθιου ευπατρίδη Τιμολέοντα

 

α) Ταραχές στην ελληνική Σικελία (367-345 π.Χ.) – άφιξη και πρώτες επιτυχίες του Τιμολέοντα εναντίον τυράννων και Καρχηδονίων (345-341 π.Χ.)

Ο Έκτος Σικελικός Πόλεμος προκλήθηκε εξαιτίας της αναταραχής και αταξίας στην οποία είχαν περιπέσει οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., από το 367 ως το 345 π.Χ. Ο θάνατος του Διονυσίου Α΄, ενός ομολογουμένως κραταιού και ρέκτη, μολονότι απολυταρχικού και αμφιλεγόμενου ηγέτη, οδήγησε σταδιακά σε αποσύνθεση εκείνο το μεγάλο ελληνικό κράτος της Δύσης που είχε εγκαθιδρύσει ο τύραννος με τόσους κόπους και αγώνες στη Μεγάλη Ελλάδα, και το οποίο αναμφίβολα υπήρξε καθαρά προσωπικό του επίτευγμα. Οι διάφοροι διάδοχοι ή σφετεριστές τύραννοι και ηγέτες των Συρακουσών (Διονύσιος Β΄, Δίων, Ικέτας) αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας (και βεβαίως στις Συρακούσες) σοβούσε πολιτική κρίση και εκδηλώνονταν αιματηρές ταραχές και εμφύλιες συγκρούσεις.

 

Πανοραμική Αεροφωγραφία των Συρακουσών.

Στην ηγέτιδα πόλη-κράτος των Συρακουσών το πολιτικό αδιέξοδο ήταν τόσο επιζήμιο και οι διαμάχες τόσο σφοδρές ώστε πολλοί Συρακούσιοι φυγάδες αιτήθηκαν απεγνωσμένα την αρωγή της μητρόπολης Κορίνθου. Ζήτησαν από τους Κορίνθιους βοήθεια για την εκδίωξη των τυράννων και για την αντιμετώπιση των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι είχαν βρει πάλι την ευκαιρία να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις των Σικελιωτών Ελλήνων εξαιτίας του εμφυλίου σπαραγμού, ούτως ώστε να αυξήσουν την επιρροή και την επικράτειά τους στη Σικελία, και ενεπλάκησαν ενεργά στην εμφύλια διένεξη στις Συρακούσες. Εκμεταλλευόμενοι εντέχνως το μείζον πολιτικό σχίσμα στις τάξεις των ίδιων των Συρακούσιων, οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε φράξιες με επικεφαλής τυράννους που αντιμάχονταν αλλήλους intra muros, οι Καρχηδόνιοι υπό τον στρατηγό Μάγωνα στρατοπέδευσαν με στρατό και στόλο στις παρυφές των Συρακουσών, ενώ στρατιωτικά τμήματα έγιναν δεκτά ακόμη και μέσα στην πόλη (345/44 π.Χ.).[1] 

Εντωμεταξύ, οι Κορίνθιοι ανταποκρίθηκαν, όπως εβδομήντα χρόνια παλαιότερα το 415/14 π.Χ., στη συγκεκριμένη έκκληση βοήθειας και αποφάσισαν να αποστείλουν στη Σικελία επικουρική δύναμη. Αρχηγός της αποστολής ορίστηκε ο Τιμολέων, ευπατρίδης Κορίνθιος στρατηγός και πολιτικός άμεμπτου κύρους. Με μια μικρή εκστρατευτική δύναμη, αποτελούμενη από μόλις 10 τριήρεις και 700 μισθοφόρους, έπλευσε το 345/44 π.Χ. στη Σικελία, αποβιβάστηκε στις βορειοανατολικές ακτές της, εγκαταστάθηκε και αξιοποίησε ως βάσεις την Κατάνη και το Ταυρομένιο (Taormina). Από εκεί προωθήθηκε στις Συρακούσες, αφού όμως πρώτα εδραίωσε και ισχυροποίησε τη θέση έναντι των διαφόρων αντιμαχόμενων πλευρών.

Η θετική αύρα που απέπνεε η «ολύμπια» προσωπικότητα του Τιμολέοντα ενέπνευσε τους Σικελιώτες Έλληνες, και ειδικά τους ταλαιπωρημένους από τις χαοτικές εμφύλιες διαμάχες Συρακούσιους, να παύσουν τις έριδες μεταξύ τους και να ομονοήσουν. Ο Τιμολέων κατόρθωσε αφενός να εκδιώξει τους Καρχηδόνιους από τις Συρακούσες, και αφετέρου να ανατρέψει τους δύο αντιπάλους Συρακούσιους τυράννους, Διονύσιο Β΄ και Ικέτα. Το 344/43 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι εγκατέλειψαν την πόλη, όταν πια απώλεσαν την ανοχή των Συρακούσιων. Η προοπτική συνέχισης της παρουσίας τους σε ξένο και αναφανδόν εχθρικό έδαφος αποδείχτηκε ουτοπική. Η Καρχηδόνα μόλις είχε χάσει την ευκαιρία να υποτάξει – έστω δια της πλαγίας και εκ των έσω – τις Συρακούσες! Πίσω στην Καρχηδόνα, οι συμπατριώτες του Μάγωνα οργίστηκαν τόσο πολύ από την αποτυχία ώστε τον ώθησαν στην αυτοκτονία, όπως τον Ιμίλκα μισόν αιώνα νωρίτερα, όταν συνετρίβησαν οι δυνάμεις του τελευταίου στη μεγάλη πολιορκία των Συρακουσών.

Ακολούθως, ο Τιμολέων ανέλαβε τη διακυβέρνηση της πόλης μέσα σε κλίμα ανακούφισης και γενικής ευφορίας. Μεταξύ 343-340 π.Χ. επιδόθηκε απερίσπαστος στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της δημοκρατίας στις πολύπαθες Συρακούσες και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Σικελίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αντιμετώπισε επιτυχώς και εκδίωξε ορισμένους τυράννους. Παράλληλα, απηύθυνε εκκλήσεις στο πανελλήνιο – οι οποίες βρήκαν άμεση ανταπόκριση – για τον αποικισμό των Συρακουσών και της Σικελίας, επειδή ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός είχε μειωθεί σημαντικά. Επίσης, διενέργησε επιδρομές και λεηλασίες εναντίον καρχηδονιακών εδαφών, οι οποίες απέφεραν πολλά λάφυρα. Τέλος, Σικανοί και Σικελοί προσέγγισαν τον Τιμολέοντα με πρόθεση να ενταχθούν στη συμμαχία των Συρακουσών. Ο Ελληνισμός της Σικελίας άρχισε πάλι να ανακάμπτει, να ενισχύεται και να αναπτύσσεται με ρυθμούς ραγδαίους και ανησυχητικούς για την Καρχηδόνα και την ηγεμονική της επιρροή στο νησί.

Giuseppe Patania, Ritratto di Timoleonte.

β) Η μάχη του Κρίμησου ποταμού (340/339 π.Χ.): ο εκπληκτικός, ηρωικός θρίαμβος του Τιμολέοντα εναντίον των Καρχηδονίων εισβολέων

Γι’ αυτό, οι Καρχηδόνιοι διοργάνωσαν άλλη μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σικελιωτών Ελλήνων, προκειμένου να αναχαιτίσουν την ενίσχυση των Συρακουσών υπό την ηγεσία του Τιμολέοντα. Το 340/39 π.Χ., πολυάριθμη καρχηδονιακή στρατιά 70.000 έως 80.000 στρατιωτών (70.000 πεζικό, 10.000 ιππικό και πολεμικά άρματα) διαπεραιώθηκε στη Σικελία από έναν στόλο 200 πολεμικών και 1.000 μεταγωγικών πλοίων και αποβιβάστηκε στο ορμητήριο του Λιλύβαιου. Επικεφαλής είχαν οριστεί οι στρατηγοί Ασδρούβας και Αμίλκας.

Ο Τιμολέων είχε, ωστόσο, άλλα σχέδια. Αντί να υπομείνει την εισβολή του εχθρού και την προέλασή του μέχρι την πρωτεύουσα του Ελληνισμού της Σικελίας, προτίμησε – σε αντίθεση με τη συνήθη αντίδραση των Σικελιωτών Ελλήνων σε παλαιότερες ανάλογες περιστάσεις – να εφορμήσει πρώτος εναντίον του εχθρού. Επικεφαλής ενός ολιγάριθμου αλλά ψυχωμένου στρατού 6.000 έως 12.000 ανδρών, ο Τιμολέων προήλασε τάχιστα σε εχθρικά εδάφη στη δυτική Σικελία, προτού ο αντίπαλος προλάβει να κινηθεί αντιθέτως προς την ανατολική Σικελία. Η τόλμη της συγκεκριμένης επιθετικής πρωτοβουλίας, σε συνδυασμό με την ταχύτητα με την οποία εκτελέστηκε από τον Τιμολέοντα, αιφνιδίασε αλλά δεν αποθάρρυνε ούτε πτόησε τους Καρχηδονίους. Ως αντιστάθμισμα, οι τελευταίοι κινητοποίησαν τις πολυπληθείς διαθέσιμες δυνάμεις τους εναντίον της μικρής ελληνικής στρατιάς.

Η μάχη του Κρίμησου ποταμού, χαλκογραφία του Heinrich Leutemann.

Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ήρθαν σε επαφή στις όχθες του Κρίμησου ποταμού [μάλλον ο σύγχρονος Fiume Freddo, κοντά στην Έγεστα], η κοίτη του οποίου τους χώριζε. Οι Έλληνες στρατιώτες πήραν αμυντική θέση, ώστε να αποτρέψουν τη διάβαση του ποταμού από τους συντριπτικά υπέρτερους Καρχηδόνιους (τουλάχιστον έξι προς ένα). Το σχέδιο μάχης απέδωσε· οι Καρχηδόνιοι απέτυχαν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στο ταυτόχρονο εγχείρημα της διάβασης του ποταμού και της ένοπλης εμπλοκής. Οι εισβολείς κάμφθηκαν, διέλυσαν τις γραμμές τους και εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης. Ο θρίαμβος του Τιμολέοντα και των ευάριθμων Ελλήνων μετά από τη σκληρή αναμέτρηση στη Μάχη του Κρίμησου ποταμού ήταν απόλυτος: 10.000 Καρχηδόνιοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί (ανάμεσά τους 2.500 Καρχηδόνιοι πολίτες/οπλίτες που ανήκαν στον Ιερό Λόχο, το πιο επίλεκτο σύνταγμα βαρέως πεζικού του καρχηδονιακού στρατού), ενώ άλλοι 15.000 παραδόθηκαν και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι τροπαιούχοι Έλληνες έγιναν κάτοχοι τεράστιας ποσότητας λαφύρων σε στρατιωτικό εξοπλισμό και πανοπλίες των ηττημένων αντιπάλων τους, μέρος των οποίων αφιέρωσαν ως ανάθημα στο ιερό τέμενος του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου, με την εξής επιγραφή: «Κορίνθιοι καὶ Τιμολέων ὁ στρατηγός, ἐλευθερώσαντες τοὺς Σικελίαν οἰκοῦντας Ἕλληνας ἀπὸ Καρχηδονίων, χαριστήρια θεοῖς ἀνέθηκαν» (Πλούταρχος Τιμολέων 29.6). Επρόκειτο ομολογουμένως για μια αποφασιστική, μολονότι παντελώς ανέλπιστη, νίκη!

 

γ) Τέλος του πολέμου (339/38 π.Χ.) – αποκατάσταση της ειρήνης και της δημοκρατίας στη Σικελία

Ο πόλεμος συνεχίστηκε για λίγο καιρό ακόμη. Ο Τιμολέων απομάκρυνε και εξουδετέρωσε όσους τυράννους κυβερνούσαν ακόμη ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου. Απελευθέρωσε από τους Καρχηδόνιους και ανοικοδόμησε τις κατεστραμμένες πόλεις του Ακράγαντα, της Γέλας και της Καμάρινας, ενώ παράλληλα εγκαθίδρυσε παντού δημοκρατικά πολιτεύματα. Μεταξύ 343-338 π.Χ., πλήθη Ελλήνων αποίκων (περίπου 55.000-60.000 άτομα) συνέρρευσαν στην περιοχή, συνεπαρμένοι από τις υψηλές προσδοκίες και τις ασφαλείς συνθήκες που θεμελίωνε η επιτυχημένη δράση του τροπαιούχου Τιμολέοντα, μιας ηγετικής προσωπικότητας με εντιμότητα και ακεραιότητα, καθώς και ανιδιοτελή διάθεση προσφοράς. Το ανανεωτικό πρόγραμμα της ανοικοδόμησης και του εποικισμού της Σικελίας έδρεπε ήδη σπουδαίους καρπούς.

Τελικά, ο Τιμολέων σύναψε ειρήνη με την Καρχηδόνα το 339/38 π.Χ., βάσει της οποίας επανήλθε το status quo ante: ο ποταμός Αλυκός επανακαθορίστηκε ως βασικό όριο και κύριο σύνορο μεταξύ της καρχηδονιακής επικράτειας στα δυτικά και των ελληνικών εδαφών στα ανατολικά. Επιπλέον, όλες οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας καθορίστηκαν ως ελεύθερες και αυτόνομες, ενώ οι Καρχηδόνιοι όφειλαν να διακόψουν την παροχή υποστήριξης στους Σικελιώτες τυράννους.[2] Χάρη στο υπέροχο όραμα και την ακατάβλητη δράση του ενάρετου Κορίνθιου η ειρήνη είχε μόλις επιστρέψει στην ταλαίπωρη Σικελία μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία.

Jean-Joseph Taillasson , Timoléon à qui les Syracusiens amènent des étrangers, Musée des Beaux-Arts, Tours.

Τα επιτεύγματα του Τιμολέοντα εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στάθηκαν μια πραγματική όαση ελπίδας, αφού όχι μόνο επέφεραν την πολυπόθητη καθεστωτική σταθερότητα, αλλά προσέτι κατοχύρωσαν την ασφαλή υπόσταση και μακροημέρευση του Ελληνισμού της Σικελίας. Χάρη στα εγγενή χαρίσματα και στα ηγετικά προσόντα που διέθετε, ο Τιμολέων έδρασε με αποφασιστικότητα και πέτυχε να δώσει λύσεις σε όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Πρώτον, πολέμησε νικηφόρα εναντίον των Καρχηδονίων, των προαιώνιων εχθρών του Ελληνισμού στη Σικελία, τους αναχαίτισε και τους περιόρισε ξανά στο δυτικό τμήμα του νησιού. Δεύτερον, απέπεμψε τους τυράννους και εγκαθίδρυσε παντού τη δημοκρατία ύστερα από πολλές ταραγμένες δεκαετίες δεσποτισμού και σπαραγμού. Τρίτον, καταπολέμησε την ανομία και την ανασφάλεια, εμπέδωσε τη δικαιοσύνη, αποκατέστησε την τάξη και ασφάλεια, και επανέφερε τις ελληνικές πόλεις της μεγαλονήσου σε τροχιά ευημερίας και ανάπτυξης. Τέλος, ο Τιμολέων δεν διατήρησε τις ανατεθειμένες έκτακτες εξουσίες που εκείνα τα χρόνια διέθετε και ασκούσε λόγω των εξαιρετικά δυσχερών συνθηκών και κρίσιμων περιστάσεων· τουναντίον, απέδωσε εκουσίως την εξουσία στους πολίτες αμέσως μόλις έφερε ευδόκιμα σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί.

 

δ) Απόσυρση του Τιμολέοντα από την ενεργό πολιτική δράση και θάνατος (337/36 π.Χ.)

Στη συνέχεια, ο Τιμολέων αποσύρθηκε για να ζήσει εν ειρήνη τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κτήμα που του είχε δοθεί τιμής ένεκεν λίγο έξω από τις Συρακούσες. Ο ίδιος απολάμβανε την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό των συμπολιτών του. Ως αντάλλαγμα, συνέχισε να τους παρέχει αφειδώς συμβουλές και τη γνώμη του, όποτε του ζητούνταν, πάντοτε με τη γνώριμη για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του μετριοπάθεια και πραότητα. Τόση αρετή και ήθος σε έναν ηγέτη δεν έμελλε ποτέ ξανά να αντικρύσουν οι πολύπαθοι και συνήθως τυραννισμένοι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – Σικελιώτες Έλληνες!

Για όλους τους παραπάνω λόγους, όταν ο Τιμολέων έφυγε από τη ζωή γύρω στο 337/36 π.Χ., οι συμπατριώτες του τον θρήνησαν ειλικρινά σε μεγαλοπρεπή κηδεία στις Συρακούσες, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον ελευθερωτή και σωτήρα των Σικελιωτών Ελλήνων, όπως χαρακτηριστικά σημειωνόταν σε τιμητικό ψήφισμα που εξέδωσε ο δήμος των Συρακούσιων προς τιμήν του αποθανόντος ήρωα.[3] Διότι, πράγματι, εάν ο τοπικός Ελληνισμός επιβίωσε έως και το τέλος περίπου της βυζαντινής εποχής και του μεσαίωνα, αυτό οφείλεται αναμφίβολα και στη συνεισφορά και συμβολή του ορμώμενου εκ Κορίνθου ευπατρίδη Τιμολέοντα.

Giuseppe Sciuti, I funerali di Timoleonte, 1874, Galleria d’Arte Moderna, Palermo.

Παράλληλα, η νεκρική πυρά του Τιμολέοντα (καθώς και εκείνη του βασιλέα της Μακεδονίας Φιλίππου του Β΄ λίγο αργότερα) τολμούμε να ισχυριστούμε ότι σηματοδοτούσε τη λήξη μιας ένδοξης εποχής για τον Ελληνισμό, καθώς έδυε πλέον η περίοδος της αρχαϊκής και κλασικής αρχαιότητας και ανέτελλε μια ολότελα νέα εποχή· εντελώς σημαδιακά, ο Μέγας Αλέξανδρος ανήλθε σύντομα στον θρόνο της Μακεδονίας και οδήγησε ταχέως τον Ελληνισμό μαζί με την τότε γνωστή οικουμένη στην κοσμοπολίτικη ελληνιστική αρχαιότητα.

 

2. Ο Ζ΄ Σικελικός Πόλεμος (311-306 π.Χ.): ο πόλεμος του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλή εναντίον της Καρχηδόνας

 

α) Περίγραμμα των ιστορικών εξελίξεων στη Σικελία μεταξύ 336-311 π.Χ.

Όπως θα διαπιστώσουμε σε τούτη την ενότητα, ο Έβδομος Σικελικός Πόλεμος είχε εντυπωσιακές και περιπετειώδεις ανατροπές. Σε κάποια φάση των εχθροπραξιών οι δύο αντίπαλες πόλεις, Καρχηδόνα και Συρακούσες, βρέθηκαν να πολιορκούνται ταυτόχρονα μεταξύ τους! Πώς όμως είχε εξελιχθεί εντωμεταξύ η κατάσταση στη Σικελία έπειτα από τον θάνατο του Τιμολέοντα; Όπως ακριβώς είχε συμβεί πλειστάκις στο παρελθόν, οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας βυθίστηκαν εκ νέου στην εσωστρέφεια και την αστάθεια. Οπαδοί των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών συγκρούονταν διαρκώς για τη νομή της εξουσίας. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις όξυναν τα πάθη και τις έριδες μεταξύ των πολιτών. Συγχρόνως, διάφοροι τυχοδιώκτες και καιροσκόποι καραδοκούσαν να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία, εγκαθιδρύοντας τις τόσο γνώριμες και συνηθισμένες στον Ελληνισμό της Σικελίας δεσποτικές τυραννίδες.[4]

Αυτή η επαναλαμβανόμενη εξέλιξη συνέβη και στις Συρακούσες, ωσάν οι πολίτες και το ίδιο το πολιτικό σύστημα να είχαν πλέον εθιστεί στις συχνές πολιτικές και πολιτειακές εκτροπές. Από τις ανατρεπτικές διαμάχες μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών αναδείχτηκε μια νέα ηγετική προσωπικότητα, ο Αγαθοκλής, ο οποίος ανήλθε πραξικοπηματικά στην εξουσία το 317/16 π.Χ., εξοντώνοντας και εξορίζοντας εκατοντάδες ολιγαρχικούς μαζί με τις οικογένειές τους. Ο Αγαθοκλής τιτλοφορήθηκε «στρατηγός καί φύλαξ τῆς εἰρήνης» (Διόδωρος 19.5.5), ώστε να διασφαλίσει και να εμπεδώσει τη νεόκοπη και ακόμη ασταθή ηγεσία του έναντι των εξωτερικών εχθρών και των εσωτερικών αντιπάλων αντιστοίχως.[5] Για τρίτη φορά μέσα σε δύο περίπου αιώνες, θα κληθεί να προστατέψει την ασφάλεια των Σικελιωτών Ελλήνων από την απειλή των Καρχηδονίων ένας ακόμη «χαρισματικός» τύραννος, ο Αγαθοκλής (317/16- 289 π.Χ.), όπως προηγουμένως ο Γέλων (491/85-478 π.Χ.) και ο Διονύσιος Α΄ (405-367 π.Χ.).[6]

Τετράδραχμο των Συρακουσών με τη μορφή του Αγαθοκλή (317-289 π.Χ.).

Αρχικά, ο γνωστός μας από τον αμέσως προηγούμενο Έκτο Σικελικό Πόλεμο και τη Μάχη του Κρίμησου Αμίλκας, ως τοποτηρητής της Καρχηδόνας στη Σικελία, ήρθε σε συνεννόηση με τον Αγαθοκλή, τον νέο ηγέτη των Συρακουσών. Οι δύο άντρες συμφώνησαν να μοιράσουν τη Σικελία στις δύο γνώριμες και σχεδόν «καθιερωμένες» ζώνες επικυριαρχίας βάσει του Αλυκού ποταμού ως εκατέρωθεν ορίου. Εντούτοις, και εκείνος ο διαμοιρασμός δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει, αφού από διάφορες πλευρές άρχισε γρήγορα να καταστρατηγείται. Πολλοί Συρακούσιοι και Σικελιώτες ολιγαρχικοί δυσανασχέτησαν, διότι θεωρούσαν ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν συνδιαλλαγεί επισήμως με έναν κατά τη γνώμη τους δυνάστη και πραξικοπηματία. Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της Καρχηδόνας δυσαρεστήθηκαν με τη συγκεκριμένη διπλωματική πρωτοβουλία του τοποτηρητή τους στη Σικελία· κατηγόρησαν, λοιπόν, τον Αμίλκα για μειοδοσία και μάλιστα τον οδήγησαν στον θάνατο κάτω από ύποπτες και μυστηριώδεις συνθήκες.

Τη θρυαλλίδα ενός νέου γύρου πολέμου μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας άναψε στο τέλος ο ίδιος ο Αγαθοκλής. Ο νέος τύραννος συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Συρακούσιων ολιγαρχικών και των πόλεων υποδοχής και δραστηριοποίησής τους, από τη Μεσσήνη και το Ταυρομένιο στον βορρά έως τη Γέλα και τον Ακράγαντα στον νότο. Η επέκταση των πολεμικών ενεργειών του Αγαθοκλή πολύ κοντά στα όρια των καρχηδονιακών κτήσεων στη Σικελία θορύβησε την Καρχηδόνα. Οι Καρχηδόνιοι απέστειλαν ναυτικές και πεζικές στρατιωτικές ενισχύσεις στη Σικελία, ούτως ώστε να ανακόψουν τη δράση του Αγαθοκλή και να ενισχύσουν τις τάξεις των πολιτικών του αντιπάλων σε διάφορες πόλεις. Όπως ήταν αναμενόμενο, η επέμβαση των Καρχηδονίων στη Σικελία θεωρήθηκε από τον Αγαθοκλή ως casus belli (αιτία πολέμου)· έτσι, ξεκίνησε ο Έβδομος Σικελικός Πόλεμος (311 π.Χ.).

Η Σικελία την εποχή του Αγαθοκλή.

β) Η διεξαγωγή του πολέμου: ένας κυκεώνας μαχών, πολιορκιών, συμμαχιών και ανατρεπτικών γεγονότων

Το 311/10 π.Χ., οι δυνάμεις του Αγαθοκλή, παρότι κατώτερες σε αριθμό, συγκρούστηκαν με ισχυρή εχθρική εκστρατευτική δύναμη Καρχηδονίων που διοικούσε ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας, ο γιος του Γίσκωνα (απλή συνωνυμία με τον προαναφερθέντα και ήδη αποθανόντα Αμίλκα). Οι Καρχηδόνιοι είχαν προωθηθεί στο ακρωτήριο Έκνομον, νοτιοανατολικά του Ακράγαντα, στις εκβολές του ποταμού Νότιου Ιμέρα (Salso ή Imera Meridionale). Η Μάχη του ποταμού Ιμέρα θυμίζει την παλαιότερη διπλή σύγκρουση στα Κάβαλα και στο Κρόνιο που είχε δοθεί λίγο δυτικότερα: ενώ αρχικά ο Αγαθοκλής αναχαίτισε και περιόρισε τους Καρχηδόνιους στο οχυρό τους στρατόπεδο, τελικά οι Καρχηδόνιοι δέχτηκαν ενισχύσεις, διενήργησαν μαζική έφοδο εναντίον των Συρακούσιων, τους κατανίκησαν και τους εξώθησαν σε άτακτη φυγή, αρχικά προς τη Γέλα και ύστερα κακήν κακώς πίσω στις Συρακούσες, τις οποίες οι τροπαιούχοι Καρχηδόνιοι έθεσαν στη συνέχεια υπό πολιορκία.

Ο πανούργος Αγαθοκλής δεν ήταν όμως ένας τυπικός και συνετός αλλά αντιθέτως ένας απρόβλεπτος και ριψοκίνδυνος ηγέτης. Μηχανεύτηκε, λοιπόν, τη μέχρι τότε αδιανόητη υπέρβαση: αντί να στηριχτεί στις ισχυρές οχυρώσεις της πρωτεύουσάς του και να δώσει από τις επάλξεις της τον υπέρ πάντων αγώνα, προτίμησε να διενεργήσει μια ηρωική πλην παράτολμη έξοδο, όχι εναντίον των καρχηδονιακών στρατευμάτων που ήδη πολιορκούσαν τις Συρακούσες αλλά εναντίον της πόλης της Καρχηδόνας. Επέλεξε δηλαδή να πολιορκήσει την πρωτεύουσα των πολιορκητών του, ενόσω οι τελευταίοι πολιορκούσαν τη δική του πρωτεύουσα! Τούτη η αντισυμβατική επιλογή στρατιωτικής τακτικής υπήρξε μια στρατηγική πρωτοβουλία τύπου «think out of the box» (εκτός της πεπατημένης), όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.[7]

Καρχηδόνιοι οπλίτες.

Κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, το 310 π.Χ. ο Αγαθοκλής απέπλευσε από τις Συρακούσες επικεφαλής στρατού και στόλου. Μετά από δοκιμασίες και περιπέτειες κατά τη θαλάσσια διαδρομή, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα κατόρθωσε να αποβιβαστεί στην τοποθεσία Λατομίαι, σχετικά κοντά στο ακρωτήριο Μπον της Τυνησίας. Στη συνέχεια, ο Αγαθοκλής διέταξε την πυρπόληση όλων των πλοίων. Εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με απέλπιδα κίνηση στρατηγικά, ωστόσο ήταν λογική από τακτικής άποψης, διότι η ανάγκη προστασίας και επάνδρωσης πλοίων έκθετων σε επιθέσεις από τον συντριπτικά ανώτερο καρχηδονιακό στόλο θα κινδύνευε να εξελιχθεί σε μεγάλο βραχνά για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην καρδιά της εχθρικής επικράτειας από τον υπόλοιπο στρατό ξηράς των Συρακούσιων.

Τα λατομία (Λατομίαι) El-Haouaria, σημείο απόβασης του Αγαθοκλή στις ακτές της βορείου Αφρικής.

Στη συνέχεια, ο Αγαθοκλής προήλασε τάχιστα προς την Καρχηδόνα, λεηλατώντας στην πορεία του την εύφορη καρχηδονιακή ύπαιθρο και σκορπώντας αρχικά τον πανικό στους αιφνιδιασμένους Καρχηδόνιους. Παρ’ όλα αυτά, οι Καρχηδόνιοι σύντομα συνήλθαν από το σοκ και αποφάσισαν να αντεπιτεθούν με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους, τις οποίες εξαπέστειλαν κατά των προελαυνόντων στρατευμάτων του Αγαθοκλή. Στη λεγόμενη Πρώτη Μάχη του Λευκού Τύνητα (σημ. Τύνιδα) στα περίχωρα της Καρχηδόνας, ο καρχηδονιακός στρατός (40.000 πεζοί, 2.000 πολεμικά άρματα και 1.000 ιππείς) υπό τους στρατηγούς Βομίλκα και Άννωνα επιτέθηκε, αλλά συνάντησε σκληρή αντίσταση από το ελληνικό στράτευμα που αριθμούσε μόλις 13.500 μάχιμους άνδρες. Μια πρώτη επίθεση των Καρχηδονίων με εξαπόλυση των πολυάριθμων αρμάτων τους εξουδετερώθηκε από τους οπλίτες του ελληνικού πεζικού. Έπειτα, ολόκληρη η καρχηδονιακή παράταξη δεν άντεξε την αντεπίθεση και τον ωθισμό της αντίπαλης ελληνικής οπλιτικής φάλαγγας, τα άκρα εξαρθρώθηκαν, όλες οι γραμμές κατέρρευσαν, και οι στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Οι ηττημένοι Καρχηδόνιοι οπισθοχώρησαν στην ασφάλεια των τειχών της πρωτεύουσάς τους έχοντας υποστεί σημαντικές (μεταξύ των πεσόντων συγκαταλέχθηκε ο στρατηγός Άννων) αλλά όχι εξουθενωτικές απώλειες.

Πολεμικό άρμα του 4ου αιώνα π.Χ.

Εκείνη την εποχή η οχύρωση της Καρχηδόνας ήταν υποδειγματική, καθώς συνδύαζε την προαιώνια εμπειρία και πανάρχαια παράδοση των Ανατολιτών μπολιασμένη με τις σύγχρονες τότε κατακτήσεις των Ελλήνων στην οχυρωτική τέχνη. Την φοινικική μητρόπολη της Δυτικής Μεσογείου προστάτευαν τρεις παράλληλες σειρές τειχών: η κάθε σειρά ήταν ψηλότερη από την αμέσως προηγούμενη, με εξίσου πυκνή διασπορά πύργων εναλλάξ τοποθετημένων μεταξύ και των τριών οχυρωματικών γραμμών. Έτσι σχηματίζονταν αδιαπέραστες και αλληλοϋποστηριζόμενες γραμμές αμύνης και επάλξεων, από το ύψος των οποίων ο επιτιθέμενος βαλλόταν με διασταυρωμένα πυρά από πολεμικές μηχανές και βλήματα όλων των τύπων και διαμετρημάτων.[8] Μπροστά σε μια τόσο άρτια διαρθρωμένη, πληρέστατη και φονικότατη αμυντική οχυρωματική γραμμή, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Αγαθοκλής ήταν να εφαρμόσει αποκλεισμό της πόλης ελπίζοντας να προκληθεί έλλειψη εφοδίων και τροφίμων, ούτως ώστε οι Καρχηδόνιοι να εξαναγκαστούν σε συνθηκολόγηση. Αντικειμενικά, η κατάληψη της πόλης εξ εφόδου ήταν αδύνατη για τα δεδομένα και τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού εκστρατείας και εισβολής. Ενόσω οι Καρχηδόνιοι παρέμεναν αποκλεισμένοι εντός των τειχών της πρωτεύουσάς τους, ο Αγαθοκλής δεν έμεινε αδρανής, αλλά ξεκίνησε να κυριεύει και να καταλαμβάνει τη μία μετά την άλλη πολλές πόλεις της υπαίθρου, στο σύνολο σχεδόν διακόσιους οικισμούς, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πόλης Αδρύμητου/Αδρυμητού.

Ανάγλυφο της μάχης των Γαυγαμήλων. Ο Αγαθοκλής επηρεάστηκε από την πρόσφατη ακόμα εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Museo Arqueológico Nacional, Madrid.

Το επόμενο έτος (309/08 π.Χ.) και ενόσω ο Αγαθοκλής είχε θέσει την Καρχηδόνα για πρώτη φορά στην ιστορία της σε αποκλεισμό και πολιορκία, πίσω στη Σικελία ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αμίλκας διέταξε αποτυχημένη έφοδο εναντίον των εξίσου απόρθητων οχυρώσεων των Συρακουσών, με επίκεντρο την κατάληψη του εξέχοντος και δαιδαλώδους φρουρίου του Ευρύαλου· εκεί, ο ίδιος συνελήφθη και εκτελέστηκε μετά από άγρια βασανιστήρια από τους έξαλλους Έλληνες. Η πολιορκία των Συρακουσών όμως δεν τερματίστηκε, όπως δεν τελείωσαν τα βάσανα και οι στερήσεις των εγκλωβισμένων πίσω από τα τείχη πολιτών, αμάχων και μαχίμων, εξαιτίας του σκληρού αποκλεισμού που συνέχισαν να υποβάλλουν στους πολιορκημένους Συρακούσιους οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι.

Στο μέτωπο της Καρχηδόνας οι πολιορκημένοι Καρχηδόνιοι αντεπιτέθηκαν, αλλά αποκρούστηκαν από τις δυνάμεις του Αγαθοκλή. Οι πολεμικές επιχειρήσεις τόσο των Καρχηδονίων εναντίον των Συρακουσών όσο και των Συρακούσιων εναντίον της Καρχηδόνας είχαν οδηγηθεί σε προφανές αδιέξοδο. Αμφότεροι είχαν εγκλωβιστεί σε υπερβολικά φιλόδοξες στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς κάθε πλευρά επιχειρούσε ταυτοχρόνως να αλώσει την αντίπαλη πρωτεύουσα!

Το πρωτότυπο στοιχείο του συγκεκριμένου τελματωμένου πολέμου ήταν ότι οι Καρχηδόνιοι στηρίζονταν στη Σικελία από άλλους Έλληνες που αντιμάχονταν την ηγεμονία των Συρακουσών, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν συμμαχήσει στην Αφρική με διάφορες τέως υποτελείς αλλά τότε επαναστατημένες κατά της Καρχηδόνας φυλές. Μάλιστα, οι εκατέρωθεν σύμμαχοι Καρχηδονίων και Συρακούσιων αποδείχτηκαν σε αρκετές περιπτώσεις ασταθείς και ευεπίφοροι σε αλλαγή στρατοπέδου ανάλογα με τη μεταβολή στην έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Επομένως, επρόκειτο για έναν χαοτικό πόλεμο, αφού ενίοτε φαινόταν σαν όλοι να πολεμούν εναντίον όλων.

Το 308/07 π.Χ. ο δαιμόνιος και ραδιούργος Αγαθοκλής παρέσυρε τον Οφέλλα, Μακεδόνα δυνάστη της Κυρηναϊκής, να έρθει προς υποστήριξή του στην Καρχηδόνα. Εντούτοις, αφού πρώτα δολοφόνησε τον Οφέλλα με ύπουλο τέχνασμα, στη συνέχεια προσεταιρίστηκε τα στρατεύματά του (10.000 πεζούς, 600 ιππείς και 300 αρματηλάτες με 100 πολεμικά άρματα), και τους χιλιάδες άλλους Έλληνες αμάχους με τις οικογένειές τους, που είχαν ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη Μακεδόνα επειδή είχαν οσμιστεί ενδεχόμενη κατάκτηση και αποικισμό νέων εύφορων εδαφών. Ο Αγαθοκλής τούς εκμεταλλεύτηκε κατά το δοκούν: οι μάχιμοι πύκνωσαν τις τάξεις του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Βόρεια Αφρική, ενώ οι άμαχοι απεστάλησαν να εποικίσουν τις Συρακούσες και τη Σικελία.

Την ίδια στιγμή, εντός της πολιορκημένης Καρχηδόνας συνέβη απόπειρα πραξικοπήματος και καθεστωτικής εκτροπής εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών και της παράτασης του πολέμου. Ο προαναφερθείς στρατηγός Βομίλκας επιχείρησε να εκμεταλλευθεί προς όφελος του την αγωνία και αγανάκτηση των Καρχηδονίων για την έκβαση του πολέμου, ώστε να εγκαθιδρύσει προσωπική τυραννίδα. Ατύχησε όμως και εκτελέστηκε μαζί με πολυάριθμους οπαδούς του.

Από την πλευρά του, ο Αγαθοκλής απέτυχε να εκμεταλλευτεί εγκαίρως την εμφύλια σύγκρουση των Καρχηδονίων και στράφηκε εναντίον δύο μεγάλων φοινικικών πόλεων βορείως της Καρχηδόνας. Πολιόρκησε, κυρίεψε και λεηλάτησε την Ιτύκη και την Ίππου Άκρα (ή Ιππώνα Διάρρυτο, σημ. Bizerta), και κυριάρχησε σε ολόκληρη την καρχηδονιακή ενδοχώρα, έχοντας μάλιστα συμμαχήσει με ιθαγενείς, τους οποίους έστρεψε εναντίον των Φοινίκων επικυρίαρχων. Τότε στράφηκε ξανά εναντίον της Καρχηδόνας περισφίγγοντας ακόμη περισσότερο τον πολιορκητικό κλοιό (307/06 π.Χ.).

Μπιζέρτα, η είσοδος του λιμανιού.

Ενώ, λοιπόν, ο Αγαθοκλής φάνηκε πως πλησίαζε στο να επιτύχει τη συνθηκολόγηση και παράδοση της Καρχηδόνας, συνέβη ακόμη μία από εκείνες τις τόσο συχνές μεταβολές της Τύχης στους Σικελικούς Πολέμους. Διότι τότε ακριβώς, οι μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας συμμάχησαν και στράφηκαν εναντίον των Συρακουσών με επικεφαλής συντονιστή τον Συρακούσιο αριστοκράτη Δεινοκράτη, πολιτικό αντίπαλο του Αγαθοκλή. Ανάστατος, ο Αγαθοκλής εναπόθεσε στον γιο του Αρχάγαθο τη διοίκηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος της Βόρειας Αφρικής· ο ίδιος έσπευσε πίσω στη Σικελία επικεφαλής επίλεκτης δύναμης και κατόρθωσε στο διάβα του να διασκορπίσει την εναντίον του τοπική αντίσταση. Όταν οι Καρχηδόνιοι πληροφορήθηκαν την αποχώρηση του τυράννου, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις και αντεπιτέθηκαν μαζικά αποστέλλοντας τρεις στρατιές εναντίον των Ελλήνων, τους οποίους συνέτριψαν, επανακτώντας έτσι το σύνολο σχεδόν των εδαφών που είχαν χάσει και λύοντας παράλληλα την πολιορκία της πρωτεύουσάς τους. Ο Αρχάγαθος, απελπισμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, εκλιπάρησε τον πατέρα του να επανέλθει στη Βόρεια Αφρική, ώστε να αναλάβει τα ηνία του εκεί πολέμου.

Πράγματι, ο πανούργος Αγαθοκλής, αφού πρώτα πέτυχε με κόπους να αποκαταστήσει την ηγεμονία του στη Σικελία, στη συνέχεια αποβιβάστηκε πάλι στις ακτές της Βόρειας Αφρικής το 307 π.Χ. επικεφαλής ισχυρών ενισχύσεων Ελλήνων και διαφόρων βαρβάρων συμμάχων (στο σύνολο 22.000 πεζοί, 1.500 ιππείς και 6.000 λιβυκά άρματα), και κατόπιν προήλασε μέχρι τα περίχωρα της Καρχηδόνας. Ωστόσο, στη Δεύτερη Mάχη του Λευκού Τύνητα, που ακολούθησε, συνέβησαν τα εξής τραγελαφικά: οι Καρχηδόνιοι απέκρουσαν επιτυχώς τους Έλληνες, αλλά κατά τη διάρκεια των ξέφρενων και μεθυστικών επινίκιων εορτασμών έπιασε φωτιά το στρατόπεδό τους. Μέσα στον πανικό της πυρκαγιάς, οι στρατιώτες του καρχηδονιακού στρατού συγκρούστηκαν κατά λάθος μεταξύ τους και υποχώρησαν πανικόβλητοι πίσω στην Καρχηδόνα! Οι δε Έλληνες πανικοβλήθηκαν εξίσου και υποχώρησαν, όταν εξέλαβαν κατά λάθος την άφιξη φίλιων συμμαχικών δυνάμεων ως εχθρική επίθεση! Οι απώλειες στις τάξεις των τελευταίων ήταν τόσο μεγάλες, ώστε o Αγαθοκλής αποχώρησε ηττημένος και οριστικά από τη Βόρεια Αφρική μαζί με τα υπολείμματα των στρατευμάτων του, έχοντας συνάμα απωλέσει δύο γιους, τον Αρχάγαθο και τον Ηρακλείδη.

Χάρτης της αφρικανικής εκστρατείας του Αγαθοκλή.

γ) Τέλος του πολέμου και ειρήνη (306/05 π.Χ.) – γεγονότα μέχρι τον θάνατο του Αγαθοκλή (289 π.Χ.)

Επιστρέφοντας στη Σικελία, ο Αγαθοκλής εκπόρθησε και κατέστρεψε συθέμελα την Έγεστα, «σπάζοντας» έτσι ένα προαιώνιο και συχνά προκλητικό «απόστημα» κατά των Συρακουσών. Ακολούθως, συνομολόγησε ειρήνη με τους Καρχηδόνιους, βάσει της οποίας η Καρχηδόνα επανακτούσε τον έλεγχο της δυτικής Σικελίας. Όπως άλλοτε στο παρελθόν, επανήλθε το γνώριμο status quo ante bellum στην πολύπαθη Σικελία. Το 306/05 π.Χ., ο περιπετειώδης και γεμάτος ανατροπές Έβδομος Σικελικός Πόλεμος έληξε άδοξα και χωρίς ξεκάθαρο τελικό νικητή.

Πίσω στις Συρακούσες, ο Αγαθοκλής αναγορεύθηκε «βασιλεύς» κατά το πρότυπο των υπολοίπων μοναρχών της ελληνιστικής Ανατολής και παράλληλα επέτυχε να ομονοήσει με τον Δεινοκράτη, τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο στη μεγαλόνησο, αφού πρώτα τον νίκησε σε μάχη το 305/04 π.Χ. Έτσι, έληξε η μεταξύ τους αντιπαράθεση, που είχε οδηγήσει τους Σικελιώτες Έλληνες σε διαρκή εμφύλιο σπαραγμό. Επίσης, ο Αγαθοκλής ενσωμάτωσε στο ελληνικό βασίλειο της Σικελίας την Καλαβρία έως το ύψος του Κρότωνα. Παρ’ όλα αυτά, όπως ακριβώς είχε συμβεί προηγουμένως με το κράτος του τυράννου Διονυσίου Α΄, ο θάνατος του Αγαθοκλή το 289 π.Χ. οδήγησε παρομοίως σε κατάρρευση και εκείνο το ενιαίο αλλά προσωποπαγές ελληνικό κράτος, αφήνοντας καίριο κενό ισχύος το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν ένας συνήθης και ένας ασυνήθης ύποπτος: αναφερόμαστε αντιστοίχως στην Καρχηδόνα και στη Ρώμη.[9]

 

Μαυσωλείο του Αγαθοκλή, Συρακούσες

 

3. Ο Η΄ Σικελικός Πόλεμος (278-276 π.Χ.): η αποτυχημένη εκστρατεία του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου στη Σικελία εναντίον των Καρχηδονίων

Ύστερα από τον θάνατο του Αγαθοκλή η ισχύς των Συρακουσών παρήκμασε γρήγορα. Το ελληνικό βασίλειο που είχε δημιουργήσει με τόσο μόχθο αποσυντέθηκε μαζί με τον ιδρυτή του εις τα εξ ων συνετέθη. Για πολλοστή φορά η Καρχηδόνα έσπευσε να εκμεταλλευτεί το προκληθέν κενό ισχύος. Την επόμενη δεκαετία, οι Καρχηδόνιοι κατόρθωσαν να θέσουν εκ νέου υπό την επιρροή και κυριαρχία τους το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων ελληνικών πόλεων και των άλλων εδαφών πλην της επικράτειας των Συρακουσών στα νοτιοανατολικά. Ακόμη και στις Συρακούσες είχαν εγκατασταθεί φιλοκαρχηδόνιοι ηγέτες. Απεγνωσμένοι, οι Έλληνες της Σικελίας είδαν στο πρόσωπο του βασιλέα της Ηπείρου Πύρρου, που ήδη πολεμούσε στην Κάτω Ιταλία εναντίον των Ρωμαίων κατόπιν προηγούμενης έκκλησης των Ταραντίνων, έναν από μηχανής θεό που θα τους λύτρωνε από την απειλή των Καρχηδονίων. Προσκάλεσαν λοιπόν τον Ηπειρώτη βασιλιά στη Σικελία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Καρχηδονίους. Ο Πύρρος, ευρισκόμενος τότε σε τέλμα, καθώς είχε αποτύχει να οδηγήσει διαμέσου πολεμικών επιχειρήσεων τους Ρωμαίους σε συνθηκολόγηση, αποδέχτηκε την πρόσκληση των Σικελιωτών Ελλήνων να ηγηθεί της προσπάθειας για την αποτίναξη του καρχηδονιακού ζυγού και την απαλλαγή της Σικελίας από την κυριαρχική επιρροή των Καρχηδονίων.

Την περίοδο που κατήλθε στη Σικελία ο Πύρρος η κατάσταση δεν μπορούσε να είναι χειρότερη: η ηγέτιδα πόλη των Συρακουσών ήταν διαιρεμένη μεταξύ δύο τυραννίσκων, Θοίνωνα και Σωσίστρατου (ή Σώστρατου), που αντιμάχονταν αλλήλους κυριολεκτικά μέσα στον οικιστικό ιστό, όπως περίπου συνέβαινε παλαιότερα πριν από τη σωτήρια έλευση του Τιμολέοντα.[10] Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι έθεσαν ξανά τις Συρακούσες σε στενή πολιορκία (278 π.Χ.) έχοντας βάσιμες προσδοκίες ότι επιτέλους θα υπέτασσαν τον βασικό γεωπολιτικό τους αντίπαλο στη Δυτική Μεσόγειο. Ωστόσο, και μόνον η φήμη της προσεχούς άφιξης του Ηπειρώτη βασιλιά μαζί με τον εμπειροπόλεμο στρατό του κατατρόμαξε τους πολιορκητές Καρχηδόνιους, μολονότι υπερτερούσαν σημαντικά σε αριθμούς στρατιωτών (50.000) και πολεμικών πλοίων (100). Έτσι έλυσαν άδοξα την πολιορκία των Συρακουσών.

Ο Πύρρος εισήλθε χωρίς μάχη ως ελευθερωτής στις Συρακούσες το 278/77 π.Χ. Ανέλαβε την αρχηγία και διοίκηση όλων των διαθέσιμων ελληνικών δυνάμεων για τη διεξαγωγή του Όγδοου (συνολικά) Σικελικού Πολέμου. Έπειτα εισέβαλε στα καρχηδονιακά εδάφη της δυτικής Σικελίας με 30.000 πεζούς, 1.500 έως 2.500 ιππείς, πολεμικούς ελέφαντες, πλήθος πολεμικών και πολιορκητικών μηχανών και πάνω από 200 πολεμικά πλοία. Κατέλαβε τάχιστα ολόκληρη την καρχηδονιακή επικράτεια στη Σικελία και περιόρισε τους Καρχηδόνιους μόνο στην κατοχή του Λιλυβαίου. Τη δεδομένη στιγμή ο Πύρρος είχε αποκτήσει τον πλήρη σχεδόν έλεγχο της Σικελίας.

Μετώπη του τέλους του 3ου-αρχών 2ου αιώνα με απεικόνιση του Πύρρου. Βρέθηκε στον τάφο 1 της Via Umbria, στον Τάραντα.

Ακολούθως, ο καθ’ έξη ανυπόμονος Πύρρος αποπειράθηκε να αλώσει το ισχυρότατο (σε οχύρωση, επάνδρωση, προμήθειες και δυνατότητα ανεφοδιασμού) Λιλύβαιο. Απέτυχε όμως, και παραιτήθηκε από το εγχείρημα λύοντας την πολιορκία του. Επέστρεψε άπρακτος στις Συρακούσες, όπου σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια και απαρέσκεια των Συρακούσιων και των Σικελιωτών Ελλήνων. Υποχρεώθηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει τον πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων και την ίδια τη Σικελία. Το 276 π.Χ. πέρασε το Στενό της Μεσσήνης και επέστρεψε στην Κάτω Ιταλία, ώστε να συνεχίσει τον αποτυχημένο πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων.[11] Η οριστική ταφόπλακα των κατακτητικών οραματισμών του Πύρρου στη Δύση έληξε το 275 π.Χ. με την ήττα της μακεδονικής του φάλαγγας από τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη Μάχη του Βενεβέντου, την πρώτη μιας σειράς κομβικών αναμετρήσεων, κατά τις οποίες οι μακεδονικού τύπου φάλαγγες διαφόρων ελληνιστικών κρατών θα ηττηθούν από τις λεγεώνες της νέας και ανερχόμενης μεσογειακής υπερδύναμης, της Ρώμης.

 

4. Η διαμάχη μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών: αγώνας για την εξουθένωση ή για την εξολόθρευση εκάστου αντιπάλου;

Ύστερα από την παρουσίαση και ανάλυση σε τετραλογία των αλλεπάλληλων πολέμων και μαχών μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων, εντός ενός χρονικού διαστήματος που εκτείνεται σε πάνω από διακόσια χρόνια και διατρέχει τρεις περιόδους της αρχαίας ελληνικής ιστορίας (αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική εποχή), προκύπτουν αβίαστα μία διαπίστωση και ένα ζήτημα. Πρώτον, σε καθαρά τακτικό επίπεδο, οι συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων επέφεραν μία έμμεση επίπτωση: συγκεκριμένα, προσέφεραν τη βάση για τη σταδιακή ώσμωση μιας κοινής πολεμικής κουλτούρας στη Δυτική Μεσόγειο. Αυτή η κοινή πολεμική κουλτούρα, όπως διαμορφώθηκε κατά τους Σικελικούς Πολέμους, περιλάμβανε παρόμοια σύνθεση δυνάμεων, παραπλήσιες τακτικές και παρεμφερή εξοπλισμό μεταξύ των αντιπάλων στρατών που εμπλέκονταν κατά περίπτωση στη διενέργειά τους.[12] Δεύτερον, ξεπροβάλλει μια απορία στρατηγικών διαστάσεων: τελικά, σε τι ακριβώς αποσκοπούσαν οι δύο αντίπαλες πόλεις-κράτη της Καρχηδόνας και των Συρακουσών με τη διενέργεια των Σικελικών Πολέμων; Μήπως οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές επεδίωκαν την ολοκληρωτική ήττα και την άνευ όρων συνθηκολόγηση του εχθρού, στόχος που για την Καρχηδόνα ισοδυναμούσε τουλάχιστον με την υποταγή των Συρακουσών και των υπολοίπων πόλεων-κρατών των Σικελιωτών Ελλήνων, ή αντιθέτως για τις Συρακούσες με την ολοσχερή εκδίωξη των Καρχηδονίων από τη Σικελία; Ή μήπως οι επιθυμητοί αντικειμενικοί σκοποί της κάθε πλευράς ήταν πιο μετριοπαθείς; Δηλαδή, η ηγεμονική επικυριαρχία πάνω στις διάφορες ελληνικές και φοινικικές πόλεις-κράτη καθώς και επί των άλλων τριών εθνών της Σικελίας (Σικελών, Σικανών και Ελύμων), στόχος που ήταν δυνατό να επιτευχθεί χωρίς μαξιμαλιστικές επιδιώξεις μέσω ολοκληρωτικού πολέμου για εξουδετέρωση και εκμηδένιση του αντιπάλου;

Από τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων και το διαρκές εκκρεμές των μεταξύ τους συρράξεων, θεωρούμε πως αναδεικνύεται ότι, κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει και εξετάζουμε, ούτε η Καρχηδόνα επεδίωξε πραγματικά με όλες της τις δυνάμεις την ολοκληρωτική καταστροφή των Συρακουσών, πολύ δε περισσότερο, ούτε οι Συρακούσες επεδίωξαν το αντίστροφο. Ως μοναδικές εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν όμως τον γενικό κανόνα των μεταξύ τους εχθροπραξιών, μπορούμε να προσδιορίσουμε αφενός τις στενές πολιορκίες των Συρακουσών το 396/95 π.Χ. και το 278 π.Χ., και αφετέρου την αντίστοιχη χαλαρή πολιορκία της Καρχηδόνας το 310-307 π.Χ. Εάν, ωστόσο, οι δύο πρώτες επιχειρήσεις πιθανώς στόχευαν στην υποταγή ή υποδούλωση των Συρακούσιων (μολονότι θεωρούμε ως πιο πιθανό σενάριο την υποτέλεια των Συρακουσών στην Καρχηδόνα και την εξουδετέρωσή της ως μεγάλης δύναμης και αντιπάλου δέους στη Σικελία), το δεύτερο εγχείρημα μάλλον απέβλεπε πρωτίστως στην αποφόρτιση και άρση της καρχηδονιακής πίεσης επί των Συρακουσών και μόνο δευτερευόντως σε ενδεχόμενη και ευκταία συνθηκολόγηση αλλά όχι στην εξολόθρευση των Καρχηδονίων. Κατά τα άλλα, οι δύο δυνάμεις συνήθως αποσκοπούσαν να πλήττουν περιφερειακά η μία την άλλη στα εδάφη και στις θάλασσες της Σικελίας, επεκτείνοντας ή υπερασπιζόμενες έτσι τις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής και τις ζώνες κυριαρχίας τους στη μεγαλόνησο, τις επονομαζόμενες και περιγραφόμενες σε πηγές ως «επικράτειες».

 

Ιστορικός βιντεο-χάρτης της αρχαίας Σικελίας

 

Επομένως, οι πολιτικο-στρατιωτικές ηγεσίες της Καρχηδόνας και των Συρακουσών ούτε διαμόρφωσαν τη θεωρητική υποδομή ούτε εξαπέλυσαν στην πράξη ολοκληρωτικό πόλεμο με τελικό στόχο τον εκατέρωθεν αφανισμό. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις διέπονταν συνήθως από τη «στρατηγική της εξουθένωσης» και όχι «της εκμηδένισης» του αντιπάλου.[13] Μόνον οι αρχαίοι Ρωμαίοι επιχείρησαν, επιδεικνύοντας απαράμιλλη μέθοδο και συστηματική σταθερότητα, και υλοποίησαν, με ιώβειο ενίοτε υπομονή και σε βάθος χρόνου, το στρατηγικό δόγμα της εκμηδένισης των εχθρών τους μέσω εξαπόλυσης ολοκληρωτικών πολέμων εναντίον τους. Τοιουτοτρόπως, νίκησαν και υπέταξαν τους εκάστοτε αντιπάλους γύρω από τη Μεσόγειο, ενσωματώνοντας σταδιακά στην οικουμενική τους αυτοκρατορία πλήθος λαών και κρατών σε Ευρώπη, Εγγύς Ανατολή και Βόρεια Αφρική.

 

5. Επιγραμματικά, συνολικά συμπεράσματα

 Τελικά, έπειτα από δύο ολόκληρους αιώνες σφοδρής αντιπαράθεσης και αλλεπάλληλων αιματηρών πολεμικών αναμετρήσεων με άφθονες και ενίοτε δραματικές διακυμάνσεις, που έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως Σικελικοί Πόλεμοι, ειδικά οι Συρακούσες είχαν εξαντληθεί. Η ηγεμονική ισχύς των Συρακούσιων στη Σικελία είχε τρωθεί σημαντικά εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων συρράξεων και συγκρούσεων με τους επίμονους Καρχηδόνιους. Οι Συρακούσες μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνισμό της Σικελίας είχαν περιέλθει σε εμφανή πολιτικο-στρατιωτική αδυναμία, παρότι διατηρούσαν σαφώς την πολιτιστική, ακόμη και δημογραφική τοπικά, υπεροχή. Βέβαια, αξίζει να συνεκτιμηθεί στην εξίσωση ότι η πολιτική παρακμή και πτώση του Ελληνισμού συνολικά στη Δύση συνέπεσε χρονικά με το τεράστιο επεκτατικό άλμα των αρχαίων Ελλήνων υπό την ηγεσία των ομοεθνών Μακεδόνων προς την Ανατολή, το οποίο απορρόφησε σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε ικμάδα δύναμης και ισχύος του Ελληνισμού, όπως και κάθε δημιουργικό κεφάλαιο: πολιτικό, στρατιωτικό, δημογραφικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό κ.ο.κ.

Όσον αφορά την Καρχηδόνα, εκείνη μετρούσε περισσότερες στρατιωτικές επιτυχίες στις εχθροπραξίες εναντίον των Συρακουσών.[14] Προς το τέλος αυτής της μακρόχρονης σειράς πολέμων η ηγεμονία των Συρακουσών είχε συμπιεστεί προς τις νότιες και ανατολικές ακτές, ενώ αντιθέτως η επικράτεια των Καρχηδονίων είχε επεκταθεί στο υπόλοιπο και μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, στα δυτικά, κεντρικά και βόρεια. Παράλληλα, η Καρχηδόνα είχε εξαπλώσει την επικυριαρχία της ευρύτερα στα νησιά της Δυτικής Μεσογείου, ενώ αντιθέτως οι Συρακούσες είχαν περιοριστεί στην κυριαρχία μόνο της νοτιοανατολικής Σικελίας.[15] Ταυτοχρόνως, ο πανίσχυρος καρχηδονιακός πολεμικός στόλος είχε απομείνει σχεδόν χωρίς αντίπαλο και διαφέντευε τη θαλάσσια λεκάνη της Δυτικής Μεσογείου. Ο σωρευτικός γεωστρατηγικός και γεωπολιτικός αντίκτυπος των οκτώ Σικελικών Πολέμων ευνοούσε πλέον φανερά την Καρχηδόνα. Επομένως, η Καρχηδόνα φάνηκε προς στιγμήν ότι θα επικρατούσε … ωστόσο την ίδια στιγμή η Ρώμη καραδοκούσε …!

Οι επικράτειες Καρχηδόνας, Ρώμης και Συρακουσών το 264 π.Χ.

 

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πηγές-βοηθήματα για τα γεγονότα μεταξύ 367-345 π.Χ.: Διόδωρος 5-7.1, 16.9-20. – Cornelius Nepos Dion. – Πλούταρχος Δίων, Δίωνος και Βρούτου σύγκρισις. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.7-8, 5.4. – Justinus 21. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.241.33- 1.242.23 [§ 139 (: Διόδωρος 16.5.1), 140 (: Διόδωρος 16.11.12), 141-142 (: Διόδωρος 16.17.5)]. – Κων. Πορφ. de sententiis 320.22-321.21 (§ 172-173). ‖ Warmington 1960: 97-100. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 128-135. – Wilcken 1976: 263. – Betts 1980: 45 κ.ε. – Caven 1990: 216-221. – Benjamin 2006: 75-76. – Μοράκης 2006: 232- 237. – Dummett 2010: 57-61. – Lee 2010: 138-162. – Champion 2012: 20-73. – Αρεταίος 2015: 91-103. – Evans 2016: 166-188. – Δρόκαλος 2017: 130-134, 143, 147- 148. – Dudziński 2019: 195-196. – Hoyos 2019: 93-95.

[2] Πηγές-βοηθήματα για τη δράση του Τιμολέοντα: Τίμαιος 3b [: Πλούταρχος Τιμολέων 10.6], F.118.1 [: Πλούταρχος Quaest. Conv. 5.3.2 (676D)], F.119a (: Πολύβιος 12.23), F.119b (: Πλούταρχος Τιμολέων 36). – Πολύβιος 12.23, 12.25k2, 12.26a. – Διόδωρος 16.65-84, 90.1 [πρβ. Κων. Πορφ. de sententiis 324.19-325.3 (§ 183)]. – Cornelius Nepos Timoleon. – Πλούταρχος Τιμολέων, Τιμολέοντος και Παύλου Αιμιλίου σύγκρισις. – Πολύαινος Στρατ. 5.12. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 2.133.9-25 (§ 42). – Κων. Πορφ. de sententiis 159.17-160.6 (§ 84). ‖ Jurien de La Gravière 1887: 226-229. – Warmington 1960: 100-104. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 137-141. – Wilcken 1976: 264. – Lloyd 1977: 85-87. – Rainey 2004: 217, 258-260. – Benjamin 2006: 76-87. – Μοράκης 2006: 238-240. – Παλαιοθόδωρος 2006: 349-351. – Dummett 2010: 61-78. – Prag 2010: 63-64. – Miles 2011: 56. – Champion 2012: 74-114. – Αρεταίος 2015: 103-114. – Sulosky Weaver 2015: 57-58. – De Angelis 2016: 122-124, 129-132, 217-219. – DeSantis 2016: 52. – Δρόκαλος 2017: 133-143. – Hoyos 2019: 95-116. – Hoyos 2021: 58-59.

[3] Διόδωρος 16.90.1 [πρβ. Κων. Πορφ. de sententiis 19-325.3 (§ 183)]: «ὁ δᾶμος τῶν Συρακοσίων Τιμολέοντα Τιμαινέτου υἱόν…τιμᾶσθαι…εἰς τόν ἅπαντα χρόνον…ὅτι τούς τυράννους καταλύσας καί τούς βαρβάρους καταπολεμήσας καί τάς μεγίστας τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἀνοικίσας αἴτιος ἐγενήθη τᾶς ἐλευθερίας τοῖς Σικελιώταις».

[4] Wilcken 1976: 264.

[5] Tokarczuk 2012.

[6] Δρόκαλος: 2017: 148.

[7] CHGRW 2007: 371.

[8] Lloyd 1977: 21-26. – Hoyos 2019: 31-32.

[9] Πηγές-βοηθήματα για τη δράση του Αγαθοκλή: Διόδωρος 19.1-9, 19.70-72.1 και 102-104, 19.106-110, 20.3-18, 20.29.2-20.34, 20.38-20.44.7, 20.54-72, 20.77-79 και 89- 90, 21.2-4, 8 και 15-17. – Τίμαιος F.120 (: Διόδωρος 20.79.5), F.121 (: Διόδωρος 20.89.4), F.123a (: Διόδωρος 21.16.5), F.124b (: Πολύβιος 12.15), F.124d (: Διόδωρος 21.17). – Frontinus Strat. 1.12.9 (πρβ. Διόδωρος 20.5.5. – Justinus 22.6.1-5). – Πολύαινος Στρατ. 5.3, 5.41. – Justinus 22, 23.1-2. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.247.25- 1.248.12 [§ 166 (: Διόδωρος 19.1.6)-167 (: Διόδωρος 19.3.2)], 1.254.19-1.255.17 [§ 191 (: Διόδωρος 21.17.1)], 2.131.22-2.132.23 (§ 41). – Κων. Πορφ. de sententiis 172.29- 173.7 (§ 172-173), 338.23-343.2 (§ 225-231). ‖ Jurien de La Gravière 1887: 245-287. – Warmington 1960: 105-113. – Χατζόπουλος 1973: 324-351. – Wilcken 1976: 362. – Lloyd 1977: 87-88. – Betts 1980: 45 κ.ε. – Rainey 2004: 217, 219, 260-261. – Benjamin 2006: 78-81. – Παλαιοθόδωρος 2006: 352-359. – Evans 2009: 97-100. – Dummett 2010: 66-69. – Prag 2010: 64-65 (όψεις αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Αγαθοκλή). – Miles 2011: 58-61. – Thatcher 2011: 254-258. – Champion 2012: 115-182, 197-211. – Steinby 2014: 51-52. – De Vido 2015. – DeSantis 2016: 52-53. – Δρόκαλος 2017: 148-195. – Bearzot 2018. – Hoyos 2019: 117-147. – Hoyos 2021: 59-61.

[10] Διόδωρος 7.2-3, 6. – Πολύαινος Στρατ. 5.37.

[11] Πηγές-βοηθήματα για τα γεγονότα μεταξύ 289-276 π.Χ. και την «πύρρειο» εκστρατεία στη Σικελία: Διόδωρος 21.18, 22.8 και 10. – Διονύσιος Αλικαρνασσεύς Ρωμ. Αρχαιολ. 8. – Πλούταρχος Πύρρος 22-23 (καθώς αναχωρούσε από τη Σικελία, ο Πύρρος σχολίασε διορατικά: «οἵαν ἀπολείπομεν ὦ φίλοι Καρχηδονίοις καὶ Ῥωμαίοις παλαίστραν», δηλαδή ότι άφηναν στρατηγικό κενό, και τη Σικελία ως κονίστρα κυριαρχικού ανταγωνισμού μεταξύ Καρχηδονίων και Ρωμαίων). – Justinus 22.3. ‖ Χατζόπουλος 1973: 362-364. – Wilcken 1976: 363-364. – Lloyd 1977: 88-89. – Benjamin 2006: 82-84. – Παλαιοθόδωρος 2006: 361-362. – Zambon 2008: 15-176. – Dummett 2010: 69-71. – Prag 2010: 65-66 (όψεις αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Πύρρου). – Miles 2011: 63-64. – Thatcher 2011: 264-279. – Champion 2012: 212-236. – Steinby 2014: 58-60. – DeSantis 2016: 54. – Γρηγορόπουλος 2016: 93-103. – Δρόκαλος 2017: 200-212. – Hoyos 2019: 149-156. – Hoyos 2021: 61-63.

[12] Lumsden 2016: 123-128. – Wrightson 2019: 115, 130 σημ. 99, 212-213 σημ. 3. Ενδεικτική για τη γεωγραφική ετερογένεια των μαχητών και πολεμιστών, συχνά μισθοφόρων, που συμμετείχαν (και θανατώνονταν) στους αλλεπάλληλους πολέμους μεταξύ Καρχηδονίων και Συρακούσιων στη Σικελία υπήρξε η ανεύρεση οκτώ ομαδικών τάφων που περιείχαν τα λείψανα συνολικά 132 πεσόντων ανδρών στην περιοχή της αρχαίας Ιμέρας. Η ανθρωπολογική εξέταση μέσω ισοτοπικής ανάλυσης σε δεκάδες σορούς των επτά τάφων που χρονολογήθηκαν στην πρώτη Μάχη της Ιμέρας (480 π.Χ.) αποκάλυψε ότι οι νεκροί κατάγονταν και προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μεσογείου, ακόμη και του Ευξείνου Πόντου. Βλ. Reinberger κ.ά. 2021.

[13] Για αυτές τις δύο βασικές επιλογές υψηλής στρατηγικής: Πλατιάς 1999: 80-81, 191-206. Ανάλυση και αξιολόγηση των διαχρονικών στρατηγικών στόχων της Καρχηδόνας στη Σικελία: Rainey 2004: 251-263.

[14] Sulosky Weaver 2015: 62-63 (υπολογίζεται ότι μεταξύ 330-210 π.Χ. οι κατοικημένοι οικισμοί στη Σικελία ελαττώθηκαν περίπου κατά το ήμισυ, ενδεικτικό της μετατροπής της μεγαλονήσου σε πεδίο μαχών και καταστρεπτικών πολέμων). – Γρηγορόπουλος 2017: 62-65. – Hoyos 2019: 156-158.

[15] Πρβ. τη συμπερασματική ανάλυση του Σ. Δρόκαλου (2017: 213-222 και ειδικά 217-222), ο οποίος συγκρίνει την εξέλιξη των σχέσεων και της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας σε συνάρτηση με τη σταδιακή ισχυροποίηση της Ρώμης, που συνέβη μάλλον ανεπαίσθητα και στη σκιά των αλλεπάλληλων και παρατεταμένων συγκρούσεων μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών.

 

ΠΗΓΕΣ

Cornelius Nepos On Great Generals. On Historians, ed.-transl. J.C. Rolfe, [Loeb 467] Cambridge MA 1929, Dion: σ. 108-125, Timoleon: σ. 238-245

Diodorus Siculus Library of History, vol. VII: Books XV.20-XVI.65, vol. VIII: Books XVI.66-XVII, vol. IX: Books XVIII-XIX.65, vol. X: Books XIX.66-XX, vol. XI: Books 21-32, eds.-transl. Ch.L. Sherman, C. Bradford Welles, R.M. Geer, F.R. Walton, [Loeb 389, 422, 377, 390, 423] London/Cambridge MA 1952, 1963, 1947, 1954, 1957

Dionysius of Halicarnassus Roman Antiquities, Volume VII: Books 11-20, ed.-transl. E. Cary, [Loeb 388] Cambridge MA 1950

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1-2, eds. T. Büttner-Wobst/A.G. Roos, Berlin 1906, 1910

Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 4: excerpta de sententiis, ed. U.P. Boissevain, Berlin 1906

Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [Loeb 174] London/New York 1925

Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 418] Paris 2020

Plutarch’s Lives, ed.-transl. B. Perrin, Vol. VI, [Loeb 98] Cambridge MA 1918, Dion: σ. 1-124, Comparison of Dion and Brutus: σ. 248-258, Timoleon: σ. 259-356, Comparison of Timoleon and Aemilius Paulus: σ. 458-466. Vol. IX, [Loeb 101] Cambridge MA 1920, Pyrrhus: σ. 345-464

Plutarch’s Moralia vol. VIII: Table-Talk, Books 1-6, ed.-transl. P.A. Clement/H.B. Hoffleit, [Loeb 424] Cambridge MA/London 1969, Table-Talk (Quaestiones Convivales) Book 5, σ. 371-449

Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [Teubner] Stuttgart 21970

Polybius The Histories, vol. IV: Books IX-XV, ed.-transl. W.R. Paton, [Loeb 159] London/New York 1925

Timaios von Tauromenion, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente der Griechischer Historiker (FrGrHist) III.B 566, Leiden 1964, σ. 581-658

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρεταίος, Λ. 2015. «Δίων – Τιμολέων (367 – 338 π.Χ.). Οι σωτήρες των Συρακουσών», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 2, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 91-114

Bearzot, C. 2018. «Polybius and the Tyrants of Syracuse», στο: N. Miltsios/M. Tamiolaki (eds.), Polybius and His Legacy, [Trends in Classics – Supplementary Volumes, vol. 60] Berlin/Boston, σ. 43-54

Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH

Betts, D.J. 1980. ‘Stasis’, Political Change and Political Subversion in Syracuse, 415- 305 B.C., MA thesis, University of Tasmania, Hobart

Caven, B. 1990. Dionysius I War-Lord of Sicily, New Haven/London

Champion, J. 2012. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. II: 367–211 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley

Χατζόπουλος, Μ. (συν. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144

Χατζόπουλος, Μ. 1973. «Η Σικελία και η Κάτω Ιταλία (330 – 275 π.Χ.)», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Δ2: Μέγας Αλέξανδρος Ελληνιστικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 322-367

CHGRW I 2007 = Ph. Sabin/H. van Wees/M. Whitby (eds.). The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Vol. I: Greece, the Hellenistic world and the rise of Rome, Cambridge

De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford

DeSantis, M.G. 2016. Rome seizes the Trident. The Defeat of Carthaginian Sea Power and the Forging of the Roman Empire, [Pen & Sword Military] Barnsley

De Vido, S. 2015. «Il re Agatocle nello spazio ionico: prospettive e modelli», στο: C. Antonetti/E. Cavalli (eds.), Prospettive Corciresi, [Diabaseis 5] Pisa, σ. 169-190

Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα

Dudziński, Α. 2019. «The Treaty of 376/5 BC – A New Interpretation», Historia 68/2, σ. 188-199

Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York

Evans, R. 2009. Syracuse in Antiquity. History and Topography, Pretoria

Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York

Γρηγορόπουλος, Κ. 2016. «Τάραντας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο πρόμαχος της Μεγάλης Ελλάδας», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 75-104

Γρηγορόπουλος, Κ. 2017. «Ο στρατός της Καρχηδόνας (5ος-3ος αι. π.Χ.). Ο χερσαίος βραχίονας μιας ναυτικής δύναμης», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 5, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 61-90

Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley

Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York

Jurien de La Gravière, E. 1887. La Marine des Anciens, 2ème Partie: La Revanche des Perses. Les Tyrans de Syracuse, Paris

Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 138-162

Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London

Lumsden, A. R. 2016. Ante bella punica: Western Mediterranean Military Development 350-264 BC, MA thesis, University of Auckland NZ

Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York

Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241

Παλαιοθόδωρος, Δ. 2006. «Ελληνιστική περίοδος στη Δύση», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 4: Ελληνιστικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 344-383

Πλατιάς, Α. 1999. Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη, [Σειρά Πολιτική & Ιστορία 40] Αθήνα

Prag, J. 2010. «Tyrannizing Sicily: The Despots who cried ‘Carthage!’», στο: A.J. Turner/J.H.K.O. Chong-Gossard/F.J. Vervaet (eds.), Private and Public Lies: The Discourse of Despotism and Deceit in the Graeco-Roman World, [Impact of Empire vol. 11] Leiden, σ. 51-71

Rainey, S. 2004. The Nature of Carthaginian Imperial Activity: Trade, Settlement, Conquest, and Rule, PhD thesis, University of Canterbury

Reinberger, K.L./Reitsema, L.J./Kyle, B./Vassallo, St./Kamenov, G./Krigbaum, J. 2021. «Isotopic evidence for geographic heterogeneity in Ancient Greek military forces», PLOS One (May 12, 2021): https://journals.plos.org/plosone/article? id=10.1371/journal.pone.0248803https://doi.org/10.1371/journal.pone.0248803

Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley

Sulosky Weaver, C.L. 2015. The Bioarchaeology of Classical Kamarina. Life and Death in Greek Sicily, [Bioarchaeological Interpretations of the Human Past: Local, Regional, and Global Perspectives] Gainesville FL

Thatcher, M.R. 2011. A Variable Tapestry: Identity and Politics in Greek Sicily and Southern Italy, PhD thesis, Brown University, Providence RI

Tokarczuk, R. 2012. «Internal Politics in Syracuse, 330–317 BC», Electrum 19, σ. 149-156

Warmington, B.H. 1960. Carthage, London

Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα

Wrightson, G. 2019. Combined Arms Warfare in Ancient Greece. From Homer to Alexander the Great and his Successors, [Routledge Monographs in Classical Studies] London/New York

Zambon, E. 2008. Tradition and Innovation: Sicily between Hellenism and Rome, [Historia Eizelschriften 205] Stuttgart