Skip to main content

Γεώργιος Καλαφίκης: Η «Epitoma rei militaris» του Βεγέτιου και ο ύστερος ρωμαϊκός στρατός στο μεταίχμιο μεταξύ αρχαιότητας και μεσαίωνα

Γεώργιος  Καλαφίκης

Η «Epitoma rei militaris» του Βεγέτιου και ο ύστερος ρωμαϊκός στρατός στο μεταίχμιο μεταξύ αρχαιότητας και μεσαίωνα

Ι. Γενική εισαγωγή στο έργο

Η «Epitoma rei militaris» του Λατίνου συγγραφέα Φλάβιου (ή Πόπλιου) Βεγέτιου Ρενάτου (Flavius ή Publius Vegetius Renatus) κατέχει διαχρονικά περίοπτη θέση μεταξύ των στρατιωτικών εγχειριδίων και τακτικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Γραμμένη στη λατινική γλώσσα, η «Στρατιωτική επιτομή» δημοσιεύτηκε κατά την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (ca. 284-476). Συνέχισε, ωστόσο, να ασκεί σημαντικότατη επίδραση ειδικά στη δυτική Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα μέχρι και την έλευση των νεότερων χρόνων. Παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλές κείμενο, αφού γνώρισε μέσω της χειρόγραφης αντιγραφής αλλεπάλληλες επανεκδόσεις1.

Ο Βεγέτιος (I.8, I.27, II.Praef., II.3) ομολογεί ότι η συγγραφή της επίτομης μελέτης του στηρίχθηκε σε κείμενα προγενέστερων Λατίνων συγγραφέων και σε στρατιωτικές ρυθμίσεις (constitutiones) σπουδαίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, συγκεκριμένα του Οκταβιανού Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), του Τραϊανού (98-117) και του Αδριανού (117-138). Όπως έχει διαπιστωθεί, η συγκεκριμένη στρατιωτική πραγματεία αποτελεί προπαντός σύνθετο μωσαϊκό αρκετών άμεσων και έμμεσων επιρροών, αμάλγαμα από παλαιότερα τακτικά. Βασίζεται μεν κυρίως σε αρχαιότερα ελληνορωμαϊκά τακτικά εγχειρίδια, εκ των οποίων ορισμένα έχουν χαθεί, αλλά πλαισιώνεται από πρόσθετο σχετικό υλικό, του οποίου η προέλευση και σύνθεση οφείλεται στον ίδιο τον Βεγέτιο. Ο τελευταίος αναφέρει ονομαστικά τους συγγραφείς Κάτωνα πρεσβύτερο (M. Porcius Cato “censorius” ή “maior”, 3ος – 2ος αι. π.Χ.), συγκλητικό και τιμητή, Κορνήλιο Κέλσο (A. Cornelius Celsus, 1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), εγκυκλοπαιδιστή, Φροντίνο (Sextus Iulius Frontinus, 1ος – 2ος αι. μ.Χ.), μηχανικό και πολιτικό, και Πατέρνο (P. Taruttienus ή Tar[r]untenus Paternus, 2ος αι. μ.Χ.), νομικό και έπαρχο πραιτωρίων. Τα στρατιωτικά κείμενα των προαναφερθέντων μάλλον συνόψισε ο Βεγέτιος με δική του πρωτοβουλία, επιχειρώντας να ανταποκριθεί –όπως ο ίδιος σχολιάζει και παραδέχεται– στις απαιτήσεις του μη κατονομαζόμενου αυτοκράτορα και εντολέα του (I.8, II.Praef.). Εκτός των άλλων, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ή έστω πιθανόν ότι εγχειρίδια αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως το «Στρατηγικόν» του Ονάσανδρου (μέσα 1ου αι. μ.Χ., επί Κλαυδίου Α΄) και η «Τακτική θεωρία» του Αιλιανού του Τακτικού (επί Αδριανού), καθώς και η λατινική πραγματεία «Περί της οχύρωσης στρατοπέδων» (De munitionibus castrorum, ίσως 3ος αι. μ.Χ.), που είχε παλαιότερα αποδοθεί λανθασμένα στον Λατίνο τοπογράφο των αρχών του 2ου αι. μ.Χ. Υγίνο τον «Γεωμέτρη» (Hyginus Gromaticus), οφείλουν επιπρόσθετα να συνυπολογιστούν ως έμμεσες επιρροές.

Δυστυχώς, στις μέρες μας διασώζονται αυτούσια μόνον τα «Στρατηγήματα» (Strategemata) του Φροντίνου. Σπαράγματα από τα γραπτά του Κάτωνα έχουν συμπεριληφθεί από τον Λατίνο λεξικογράφο Φήστο (Sextus Pompeius Festus, β΄ μισό 2ου αι. μ.Χ.) στην εγκυκλοπαιδική πραγματεία «Περί της σημασίας των λέξεων» (De verborum significatu)2· πρόκειται για επιτομή του ομώνυμου λεξικού που είχε συνταχθεί από τον φιλόλογο Βέρριο Φλάκκο (M. Verrius Flaccus, ca. 55 π.Χ. – 20 μ.Χ.).

Εικόνες από χειρόγραφα και εκδόσεις

 

Η σπουδαία αξία της «Στρατιωτικής επιτομής» του Βεγέτιου έγκειται στο ότι συνιστά επιτυχή σύνοψη παλαιοτέρων τακτικών, αφού παραδίδει με ικανοποιητικό τρόπο την εικόνα του «κλασικού» ρωμαϊκού στρατού, αλλά παράλληλα διαθέτει στοιχεία πρωτοτυπίας, καθώς συνδυάζει εύστοχα τη θεωρία με την πράξη. Επιπλέον, ο Βεγέτιος επιχείρησε συνάμα να μπολιάσει το παρόν και το μέλλον του αυτοκρατορικού στρατού με το ένδοξο παρελθόν. Γι’ αυτούς τους λόγους αξίζει να αποσαφηνίσουμε ορισμένα ζητήματα που προκύπτουν από τη μελέτη του έργου. Πιο συγκεκριμένα, αμέσως παρακάτω ασχολούμαστε με το πρόβλημα της ακριβούς χρονολόγησης της πραγματείας. Επιπλέον, εξετάζουμε το περιεχόμενο, τη στόχευση καθώς και τη σημασία του συγκεκριμένου έργου στο πλαίσιο της γραμματείας της ύστερης αρχαιότητας. Πέραν αυτών, ευελπιστούμε να αναλύσουμε εκτενώς –σε άλλες σχετικές δημοσιεύσεις– τους πιθανούς λόγους που οδήγησαν στη σύνταξή του καθώς και τις συμβουλές που το ίδιο πόνημα παρέχει σε επίπεδο τακτικών, σχηματισμών και παρατάξεων μάχης (του πεζικού, του ιππικού ή συνδυαστικά και των δύο όπλων από κοινού).

ΙΙ. Το ζήτημα της χρονολόγησης

Η χρονολόγηση της «Στρατιωτικής επιτομής» του Βεγέτιου αποτελεί ιδιαίτερο ερευνητικό πρόβλημα, το οποίο εξακολουθεί να ταλανίζει τους νεότερους και σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές, και προφανώς συνδέεται με τις αφορμές και τα αίτια που οδήγησαν στη συγγραφή της πραγματείας. Η τελευταία ανάγεται κατά τη διάρκεια της βασιλείας διαφόρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων από τα τέλη του 4ου μέχρι τα μέσα του 5ου αι. Οι περίοδοι δεσποτικής αρχής του Βαλεντινιανού Β΄ (375-392), του Θεοδοσίου Α΄ (379-395), του Ονωρίου (395-423), του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) και του Βαλεντινιανού Γ΄ (425-455) έχουν λ.χ. υποστηριχθεί ως βέβαιες ή πιθανές. Ορισμένοι πάλι θεωρούν ότι η επιτομή συντάχθηκε γύρω στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αι. «ακροβατώντας» μεταξύ της βασιλείας των τριών προαναφερθέντων αυτοκρατόρων3. Κατά κανόνα, τα σχετικά επιχειρήματα στηρίζονται τόσο σε «εσωτερικά» δομικά στοιχεία, βάσει της γραπτής παράδοσης του κειμένου, όσο και σε «εξωτερικά» δεδομένα, σχετικά με τη ζωή και τη δράση του συγγραφέα. Οι βασικές ωστόσο προτάσεις χρονολόγησης ήταν και παραμένουν δύο: είτε επί Θεοδοσίου Α΄, μεταξύ 385-390, είτε επί Βαλεντινιανού Γ΄, μεταξύ 425-450. Έως τις μέρες μας οι περισσότεροι μελετητές εξακολουθούν να συντάσσονται συνήθως υπέρ της πρώτης ή της δεύτερης άποψης. Οι τελευταίες διαθέτουν την πληρέστερη επιχειρηματολογία, λόγω της πληθώρας των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν από τους πολυάριθμους υποστηρικτές τους.

Αν και ακούγεται οξύμωρο, όλες οι διαφορετικές χρονολογικές απόψεις και εκτιμήσεις εδράζονται κατ’ αρχήν σε πειστικά επιχειρήματα και παρατηρήσεις, επί των οποίων έχουν εξάλλου διαμορφωθεί και διατυπωθεί. Σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του Βεγέτιου δεν διαθέτουμε. Από την άλλη, και τα δύο ασφαλή χρονικά termina που διαθέτουμε περιορίζουν μεν το χρονικό εύρος σύνθεσης και συγγραφής σε επτά περίπου δεκαετίες (383-450), αλλά είναι μάλλον ασαφή· ως εκ τούτου, είναι παράλληλα ευεπίφορα σε αποκλίνουσες ερμηνείες και αντικρουόμενες απόψεις.

Υπάρχει, λοιπόν, η τάση να τοποθετείται η σύνταξη της Epitoma rei militaris επί της δεσποτικής αρχής ορισμένων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι οποίοι συνήθως κυβέρνησαν το δυτικό τμήμα του ύστερου Ρωμαϊκού κράτους. Δυστυχώς, ο συγγραφέας παρέλειψε να μνημονεύσει ρητά το όνομα της «αυτοκρατορικής μεγαλειότητας» που του έδωσε την εντολή να συντάξει τη συγκεκριμένη ανακεφαλαιωτική πραγματεία περί των στρατιωτικών ζητημάτων.

Publius  Flavius Vegetius Renatus

Η πραγματεία του Βεγέτιου γράφτηκε χωρίς αμφιβολία μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Γρατιανού το έτος 383 (terminus post quem), διότι στο πρώτο βιβλίο (I.20) ο Γρατιανός αναφέρεται ως divus, δηλαδή «θεοποιημένος», παλαιός ειδωλολατρικός προσδιορισμός για τους αποθανόντες ηγεμόνες. Πάντως, η ιδιαίτερη μνεία και ρητή αναφορά σε μόνον εκείνο τον αυτοκράτορα ίσως υποδηλώνει ότι το έργο συντάχθηκε στη Δύση, πιθανώς στην Ιταλία, έχοντας υπόψη το «ακροατήριο» ή για την ακρίβεια το αναγνωστικό κοινό του δυτικού τμήματος της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε σήμερα πως το αρχικό κείμενο του Βεγέτιου υπέστη δεκαετίες αργότερα βέβαιη τροποποίηση: ορισμένα από τα σωζόμενα χειρόγραφα περιλαμβάνουν τη σημείωση (subscriptio) πως κάποιος Φλάβιος Ευτρόπιος από την Κωνσταντινούπολη προέβη σε κριτική αναθεώρηση του σχετικού έργου «επί υπατείας Βαλεντινιανού (Γ΄) εβδόμης και Αβιηνού», δηλαδή το έτος 450. Συνεπώς, κατέχουμε δύο σταθερές και αναμφισβήτητες χρονολογίες, μεταξύ των οποίων συντάχθηκε με πάσα βεβαιότητα η πραγματεία: πλην του terminus post quem (το 383, δηλαδή το έτος μετά το οποίο γράφτηκε το βιβλίο), διαθέτουμε και τον terminus ante quem (το 450, δηλαδή το έτος πριν από το οποίο γράφτηκε το βιβλίο).

Οι αυτοκράτορες της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Στην πραγματικότητα λοιπόν η σύγχρονη έρευνα δεν έχει ακόμη αποφανθεί με τελεσίδικο και κατηγορηματικό τρόπο ως προς την ακριβή χρονολόγηση του έργου. Πάντως, κλίνουμε για πολλούς και διάφορους λόγους προς την κατώτερη χρονολογία, δηλαδή προς τα τέλη του 4ου αι. (επί Θεοδοσίου Α΄) και πάντως πριν από την έναρξη των βίαιων και αλλεπάλληλων βαρβαρικών εισβολών εναντίον του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, παρά προς την ανώτερη, δηλαδή προς τα μέσα του 5ου αι. Τα δύο κομβικά ιστορικά γεγονότα που ενδεχομένως οριοθετούν τη συγγραφή της πραγματείας είναι η μάχη της Αδριανούπολης το 378 και η άλωση της Ρώμης από τον Αλάριχο το 410· και τα δύο παραπάνω γεγονότα διέθεταν σημαδιακά (;) κοινούς πρωταγωνιστές τους Βησιγότθους. Κρίνουμε ιδιαίτερα πιθανό να έχουν παρεισφρήσει στο αρχικό κείμενο μεταγενέστερες προσθήκες μέχρι τα μέσα του 5ου αι.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ωστόσο δύο ακόμη σημαντικές αναφορές: η πρώτη απαντά πάλι στο πρώτο βιβλίο (I.20) κάνοντας λόγο για Γότθους, Αλανούς και Ούννους ιππείς, λίγο πριν από τη μνημόνευση του δολοφονημένου Γρατιανού, ενώ η δεύτερη βρίσκεται στο τρίτο βιβλίο (III.26) και προσδιορίζει τους Πέρσες, Ούννους, Αλανούς, Σαρακηνούς (σκηνίτες Άραβες) και «Ινδούς» (Άραβες της «Ευδαίμονος» Αραβίας στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας) ως βασικούς εχθρούς της αυτοκρατορίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία υποδηλώνουν ότι μάλλον το βιβλίο απευθυνόταν ειδικά σε κάποιον αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος του (τυπικά ενιαίου) Ρωμαϊκού κράτους, μάλλον εξοικειωμένο με τους προερχόμενους εξ Ανατολών αντιπάλους, αν και συντάχθηκε από συγγραφέα ορμώμενο από τη Δύση, στο αναγνωστικό κοινό της οποίας αρχικά απευθυνόταν. Άραγε, πώς είναι δυνατόν να συνδυαστούν αυτά τα εκ πρώτης όψεως αντιφατικά και αντικρουόμενα στοιχεία; Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή.

Όπως σημειώθηκε ήδη, οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές (ιστορικοί, φιλόλογοι, λεξικογράφοι) τείνουν να χρονολογούν το έργο του Βεγέτιου στη βασιλεία του Θεοδοσίου Α΄ και να απορρίπτουν για πολλούς και διαφόρους λόγους απόπειρες μεταγενέστερης χρονολόγησης. Πράγματι, η αναφορά στον εκλιπόντα –και σύγχρονο με τον Θεοδόσιο Α΄– Γρατιανό (367-383) δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία. Αντιθέτως, η σαφής μνεία στον ηγεμόνα που επέλεξε ως συναυτοκράτορα τον Θεοδόσιο Α΄, για να τον αποστείλει αμέσως μετά να κυβερνήσει τις χειμαζόμενες από τον γοτθικό πόλεμο (376-382) ανατολικές επαρχίες, εκτιμούμε πως συνιστά βασικό και καθοριστικό παράγοντα χρονολόγησης per se, δηλαδή αυτό καθ’ αυτό, όχι όμως το μοναδικό.

Στην ίδια ακριβώς παράγραφο (I.20) θεωρούμε ως εξίσου ενδεικτικά τα σχόλια του Βεγέτιου για τους Γότθους, Αλανούς και Ούννους ιππείς και τη θωράκισή τους. Ως γνωστόν, εκείνοι οι ιππείς διακρίθηκαν ιδιαιτέρως το 378 στη μάχη της Αδριανούπολης. Η διαπρεπής συμμετοχή τους έγειρε τότε αποφασιστικά την πλάστιγγα της νίκης προς την πλευρά των Γότθων και των υπολοίπων βαρβάρων συμμάχων τους. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, ο συγγραφέας να κατονόμασε ρητά αυτούς τους ιππείς επηρεασμένος από τη δράση τους σε εκείνη τη μάχη. Άλλωστε, ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Γρατιανός έπεσε στη δυσμένεια των στρατιωτικών χάνοντας το θρόνο και τη ζωή του, ήταν η υπερβολική εύνοιά του ειδικά στους Αλανούς μισθοφόρους ιππείς. Ο ίδιος αυτοκράτορας μάλιστα, με τη σύμφωνη γνώμη του συναυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄, είχε επιτρέψει γύρω στο 380 μια πρώιμη εγκατάσταση Αλανών και Γότθων προσφύγων στη δυτική Παννονία.

Η Μεγάλη σαρκοφάγος Λουντοβίζι του 3ου αιώνα απεικονίζει μάχη μεταξύ Γότθων και Ρωμαίων.

Επιπροσθέτως, διάφοροι μελετητές με προεξάρχοντα τον Miller, στηρίζουν τα επιχειρήματά τους σε ορισμένους ακόμη δείκτες που είτε απουσιάζουν είτε οφείλουν να ληφθούν υπόψη. Εκθέτουμε τους σημαντικότερους από αυτούς: (Α) Απουσιάζει στο έργο κάθε αναφορά ή έστω νύξη στο συγκλονιστικό –όντως– γεγονός της άλωσης της Ρώμης από τους Γότθους του Αλάριχου το 4104. (Β) Παρομοίως, ούτε μαρτυρούνται, ούτε επαληθεύονται οι ευρύτατες μετακινήσεις, εισβολές και μετεγκαταστάσεις διάφορων λαών στη δυτική Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του 5ου αι., που οδήγησαν σωρευτικά το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος σε σταδιακό ακρωτηριασμό και οριστική κατάρρευση. Το μόνο συμπέρασμα που ενδεχομένως μπορεί να συναχθεί είναι ότι η πραγματεία συντάχθηκε στην απαρχή αυτής της «βαρβαρικής» διάχυσης, όταν η διασπορά Γότθων και άλλων βαρβάρων στη Βαλκανική φαινόταν ακόμη διαχειρίσιμη και αντιμετωπίσιμη, όπως θα υποστηρίξουμε σε μελλοντικό μας κείμενο. (Γ) Επιπροσθέτως, οφείλει να ληφθεί υπόψη η απουσία στο κείμενο άλλων γερμανικών λαών της δυτικής Ευρώπης. Αλαμανοί, Βάνδαλοι, Φράγκοι, Σάξονες κ.ά. δεν καταγράφονται πουθενά, παρότι συχνά εμπλέκονταν σε συγκρούσεις με το ύστερο Ρωμαϊκό κράτος. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματεία του Βεγέτιου γράφτηκε πιθανώς υπό την επίδραση και το βάρος της μάλλον τότε σύγχρονης απειλής που συνιστούσαν πρωτίστως οι –αναφερόμενοι στο κείμενο– Γότθοι και Ούννοι.

Η Άλωση της Ρώμης από τους Γότθους, Αυγ. 410. Ντοκιμαντέρ του History Channel. Barbarians Rising: Alaric and the Sack of Rome | History


Αν και τα παραπάνω συναπαρτίζουν argumenta ex silentio, μας ωθούν στη διατύπωση του εξής συμπεράσματος: όλες αυτές οι οδυνηρές για τη δυτική αυτοκρατορία εξελίξεις ήταν πάρα πολλές και σοβαρές, ώστε να μην αναφερθούν ή να υπονοηθούν καθόλου. Αντιθέτως, ο Βεγέτιος θα είχε λογικά συμπεριλάβει ορισμένες τουλάχιστον από αυτές υπό τη μορφή έστω συγκαλυμμένων υποδείξεων και συμβουλών στρατιωτικής αντιμετώπισής τους. Ειδάλλως, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η «Στρατιωτική επιτομή» του συνιστούσε εντέλει απλή «ουτοπία», ενταγμένη στο κλίμα μιας παραπαίουσας και παρακμάζουσας αυτοκρατορίας σε φάση κατακερματισμού και πλήρους αποσύνθεσης, στην οποία είχε όντως «βυθιστεί» το δυτικό τμήμα του κράτους κατά τον 5ο αι. Σε αυτήν την περίπτωση, οι προτάσεις του Βεγέτιου επί των στρατιωτικών θεμάτων θα είχαν καταστεί εκ των πραγμάτων ουτοπικές και ανεδαφικές, λόγω του πανίσχυρου και αναπόδραστου «αποτυπώματος» των βαρβαρικών εισβολών. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν διαφαίνεται καθόλου στα γραπτά του, όπως θα διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως στην επόμενη ενότητα. Αντιθέτως, ο συγγραφέας φέρεται να συντηρεί τις ελπίδες του για ταχεία και εύκολη ανασυγκρότηση ενός στρατού ακόμη κραταιού και ανθεκτικού και σαφώς όχι αποσυντεθειμένου. Εμφανίζεται, επίσης, να διατηρεί την πίστη του στο σφρίγος, στην αλκή και στη συνολική ισχύ της –θεωρουμένης από τον ίδιο ως ακμάζουσας καίτοι απειλούμενης– ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

W. Waterhouse: The Favorites of the Emperor Honorius, 1883. Αλληγορικός ζωγραφικός πίνακας, συμβολικός της «Παρακμής και Πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (Decline and Fall of the Roman Empire). (https://en.wikipedia.org/)

Ο Βεγέτιος ομολογεί ότι η πραγματεία του βασίζεται κατά κόρον σε αρχαιότερα τακτικά (I.8) και αναλύει κατά βάση τη δομή του παλαιότερου, «κλασικού» ρωμαϊκού στρατού. Ο ίδιος εντούτοις παρέχει αρκετές ακόμη διαπιστώσεις, υποδείξεις και συμβουλές για ποικίλα στρατιωτικά ζητήματα· αυτά αποτελούν δείκτες ότι συνέγραψε την επιτομή υπό το βάρος σύγχρονων, ή λίγο προγενέστερων, αρνητικών εξελίξεων. Αναφερόμαστε στην παντοειδή επιρροή και πολυπλόκαμη διείσδυση των βαρβάρων εντός της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Θεωρείται, λοιπόν, πιθανότερη η εκτίμηση πως ο Βεγέτιος έγραψε και δημοσίευσε το έργο επηρεασμένος –μεταξύ των άλλων– από τον αντίκτυπο της πανωλεθρίας του αυτοκρατορικού στρατού στην Αδριανούπολη (378) και ευρύτερα εμπνευσμένος από το «γοτθικό πόλεμο» των ετών 376/7-382.

Η Μάχη της Αδριανούπολης, Αυγ. 378. Ντοκιμαντέρ του History Channel.  Barbarians Rising: Fritigern and the Battle of Adrianople | History

Συμφωνώντας, λοιπόν, πλήρως με τον Milner, και προωθώντας και επαυξάνοντας τη συλλογιστική του, πιστεύουμε ότι ο Βεγέτιος αφιέρωσε το έργο του πιθανότατα στον Θεοδόσιο Α΄ σε περίοδο ειρηνικής ανάπαυλας, κατά την οποία είχε προσωρινά κατευναστεί το οξύ «γοτθικό» πρόβλημα· ειδάλλως, λογικά θα συμπεριελάμβανε ονομαστικά και τους Γότθους στον κατάλογο των βασικών εχθρών της αυτοκρατορίας (III.26) μαζί με τους Πέρσες, τους Ούννους, τους Αλανούς και τους Άραβες. Επομένως, η «Στρατιωτική επιτομή» ίσως συντάχθηκε και δημοσιεύτηκε προς το τέλος της βασιλείας του Θεοδόσιου Α΄, εποχή κατά την οποία ο τελευταίος κυβερνούσε πλέον ουσιαστικά ολόκληρο το ύστερο Ρωμαϊκό κράτος. Άλλωστε, ο Milner επεσήμανε και αυτός σε τεχνικό επίπεδο ότι το βιβλίο γράφτηκε μάλλον σε δύο περιόδους: το πρώτο βιβλίο του αποτελούσε το αρχικό και παλαιότερο τμήμα, αφού συχνά αντανακλά και υπογραμμίζει έντονα τις στρατιωτικές πανωλεθρίες του πρόσφατου παρελθόντος, που δεν έπρεπε να επαναληφθούν· τα τρία υπόλοιπα μάλλον γράφτηκαν λίγο αργότερα, όταν οι αρνητικές εξελίξεις είχαν προσωρινά έστω κοπάσει και φάνταζαν αντιμετωπίσιμες, οπότε θα μπορούσε να εφαρμοστεί –θεωρητικά και δυνητικά– το προτεινόμενο πρόγραμμα στρατιωτικής ανασυγκρότησης5.

III. Το περιεχόμενο και η στόχευση του έργου

Η «Στρατιωτική επιτομή» του Βεγέτιου ίσως κρύβει αρκετά στρώματα επεξεργασίας στη χειρόγραφη παράδοση, τα οποία δεν μας επιτρέπουν βέβαιη χρονολόγηση, καθώς έχουν παραλλάξει το αρχικό κείμενο σε άγνωστο βαθμό, μη διαγνώσιμο πλέον με ασφάλεια και άρα μη αναγνωρίσιμο με ευκολία. Ενδεχομένως μάλιστα να είναι ακριβώς αυτές οι άδηλες προσθήκες στο αρχικό κείμενο, σε συνδυασμό με την πιθανή απάλειψη του ονόματος του αυτοκράτορα, που τελικά προσέδωσαν έναν αέρα «διαχρονικότητας» στην πραγματεία. Έτσι, αυτή ελίσσεται με άνεση και ευκολία μεταξύ ύστερης αρχαιότητας και μέσων χρόνων και μεσουράνησε κατόπιν για εκατοντάδες χρόνια (ειδικά στα γράμματα της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης).

Τμήμα από τη στήλη του Μάρκου Αυρηλίου (2oς αι.) στο κέντρο της Piazza Colonna της Ρώμης.

Προηγουμένως, επιχειρήσαμε να χρονολογήσουμε την πραγματεία βασισμένοι σε ορισμένους δείκτες που προσφέρονται για κάποια πρώιμα συμπεράσματα ή έστω πρωτόλειες εικασίες. Κατά τη γνώμη μας, περισσότερη προσοχή οφείλει να δοθεί στους σκοπούς συγγραφής της πραγματείας. Με άλλα λόγια, τελικά η μέγιστη σημασία και ουσία της έρευνας μάλλον έγκειται στο να διερευνηθεί ΓΙΑΤΙ γράφτηκε το βιβλίο, αναζήτηση που δύναται να βοηθήσει και στο να εξακριβωθεί ΠΟΤΕ συντάχθηκε. Ποιες είναι, λοιπόν, οι βεβαιότητες σχετικά με την Epitoma rei militaris; Δια της μελέτης της πρωτογενούς πηγής αλλά και της εκτενούς σύγχρονης σχετικής βιβλιογραφίας καταλήξαμε στα κάτωθι συμπεράσματα:

  1. Καταρχάς διαθέτουμε δύο βέβαια και ασφαλή termina χρονολόγησης (383 και 450).

  2. Το κείμενο αποτελεί κυρίως συμπίλημα, ακόμη και μέσω αντιγραφής και επικόλλησης (Milner 21996: xvixvii), διαφόρων παλαιοτέρων τακτικών αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.

  3. Το έργο μεταδίδει την εικόνα ενός στρατιωτικού οργανισμού μάλλον «εκτός τόπου και χρόνου» για την εποχή του· συνεπώς δεν μας βοηθά ιδιαίτερα ούτε στην αποσαφήνιση της εικόνας ούτε στην αποκατάσταση του ύστερου ρωμαϊκού στρατού.

  4. Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες ή έστω αραιές και σκόρπιες αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα, διάσπαρτες σε διάφορα επιμέρους κεφάλαια (Γρατιανός, ορισμένοι εχθρικοί λαοί, mattiobarbuli χειριστές βλημάτων επί Διοκλητιανού, Χριστιανισμός).

  5. Η γλώσσα του κειμένου έχει σκοπίμως (;) ή μέσω προσθηκών και τροποποιήσεων καταστεί αόριστη και ασαφής. Συνεπώς, δεν παρέχει ασφαλείς δείκτες, ενώ το καθαυτό κείμενο είναι εν πολλοίς άχρονο και γι’ αυτό συνάμα περιέργως και διαχρονικό.

  6. Μολαταύτα, η δομή της πραγματείας είναι ξεκάθαρη και συγκροτημένη: στο 1ο βιβλίο περιέχονται θέματα και συμβουλές για ορθή στρατολογία και μεθοδική στρατιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα καταγράφεται επιμελώς ο απαραίτητος και βασικός (επιθετικός και αμυντικός) στρατιωτικός εξοπλισμός. Στο 2ο βιβλίο παρουσιάζεται η βασική στρατιωτική οργάνωση με κύριο άξονα και σημείο αναφοράς την κλασική ρωμαϊκή λεγεώνα, την περίφημη «antiqua legio», που όμως έχει δυσεπίλυτα προβλήματα ειδικά ως προς τη σύνθεση και αναλογία του ιππικού. Στο 3ο βιβλίο αναλύονται ποικίλα θέματα και παρέχονται υποδείξεις για την υγιεινή, την επιμελητεία και την πειθαρχία, για τη δράση του μηχανικού, για την αξιοποίηση του πεζικού και του ιππικού, για τη στρατιωτική τακτική και στρατηγική, για σχηματισμούς και για παρατάξεις μάχης, ενώ παρατίθενται γενικοί κανόνες πολέμου, ώστε το βιβλίο αυτό να συνιστά το πιο πρακτικό μέρος όλου του έργου. Τέλος, το 4ο βιβλίο αναφέρεται σε θέματα οχυρωματικής και πολιορκητικής, ναυτικής τέχνης και τεχνολογίας, τα οποία είναι μεν ειδικά αλλά εξίσου ενδιαφέροντα.

Εικόνες μαχών από χειρόγραφα

 

  1. Η Epitoma rei militaris δεν αποτελούσε, προφανώς, μόνον ένα κλασικό στρατιωτικό τακτικό, αλλά επίσης ένα κείμενο προπαγάνδας, γεμάτο ιδεαλισμό και εξιδανίκευση για την (ένδοξη) αρχαιότητα. Συνιστούσε, επομένως, ένα στρατιωτικό μανιφέστο με κυρίαρχο σύνθημα το «όπισθεν ολοταχώς» και με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, εφόσον αναλογιστούμε και λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο ανώτατος πολιτειακός άρχων, δηλαδή ο αυτοκράτορας, παρέμενε –ουσιαστικά ή έστω τυπικά– πρωτίστως και πάνω απ’ όλα ο ανώτατος στρατιωτικός ηγέτης, δηλαδή imperator.

  2. Κύρια επιδίωξη του Βεγέτιου ήταν η στρατιωτική ανασυγκρότηση και μέσω αυτής η αναγέννηση της φοβερής και τρομερής στο παρελθόν ισχύος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων· μόνο χάρη σε αυτήν, πίστευε ο συγγραφέας, ότι ήταν εφικτή η συνολική ανανέωση της αυτοκρατορίας.

  3. Ο Βεγέτιος διέκρινε μεγάλο πρόβλημα στη σύνθεση, στην εκπαίδευση καθώς και στην οργάνωση του σύγχρονού του ρωμαϊκού στρατού.

  4. Πάνω απ’ όλα, ο Βεγέτιος κατήγγειλε την ένοπλη εξάρτηση της Ρώμης από ξένους και βαρβάρους· στηλίτευσε δηλαδή τον τότε στρατιωτικό «εκβαρβαρισμό». Ο ίδιος θεωρούσε ότι ο τελευταίος σχετιζόταν άμεσα με την πτώση της ποιότητας σε όλους τους τομείς, π.χ. στην εκπαίδευση και στις ασκήσεις, στην καθαυτό δομή των δυνάμεων (δηλαδή την οργάνωση σε μονάδες), στη μαχητική ικανότητα (τακτικές, διεξαγωγή πολιορκιών, άμυνα/αποτροπή), στις υπόλοιπες βασικές υποστηρικτικές δομές (επιμελητεία, γραμματειακή υποστήριξη, δραστηριότητες μηχανικού, όπως λ.χ. περιχαράκωση στρατοπέδων κ.ά.), στη χρήση αμυντικού και επιθετικού εξοπλισμού ή ακόμη και στην παροχή σχετικού πολεμικού / στρατιωτικού υλικού.

Από τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει ότι οι βασικοί πυλώνες επί των οποίων δομήθηκε η «Στρατιωτική επιτομή» ήταν οι εξής: (α) η αναχαίτιση της αυξανόμενης βαρβαρικής επιρροής και διείσδυσης εντός της αυτοκρατορίας· (β) η ανάταξη της πολεμικής ισχύος του κράτους μέσω της ευρείας στρατιωτικής αναδιοργάνωσης και ανασυγκρότησης στη βάση παλαιότερων, «κλασικών» (και κατά τον Βεγέτιο σαφώς πιο αποτελεσματικών) προτύπων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι δύο αυτοί στόχοι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ολιστικά την ποιότητα του ύστερου ρωμαϊκού στρατού στους τομείς της στελέχωσης, της εκπαίδευσης, της οργάνωσης, της διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων, του εξοπλισμού και της επιμελητείας εξασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση υψηλού επιπέδου επαγγελματισμού και ετοιμότητας. Συνοψίζοντας, η επήρεια των ανωτέρω παραγόντων είναι ιδιαιτέρως εμφανής και πρόδηλη, καθώς διατρέχει ολόκληρο το κείμενο.

Σε κάθε περίπτωση, τα βασικά σημεία που συνιστούν την ειδοποιό διαφορά της συγκεκριμένης στρατιωτικής πραγματείας συγκριτικά με όλα τα παλαιότερα παρόμοια κείμενα είναι τα εξής: (α) Η ανάγνωση των ελαττωμάτων και η αναγνώριση των ελλείψεων σε όλους τους τομείς της στρατιωτικής οργάνωσης καθώς και η αναφανδόν έκπτωση της ποιότητας του στρατεύματος. Αυτά τα προβλήματα συνοδεύονται (β) από επικριτικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα και κυρίως (γ) από πλήθος προτάσεων επί πολλών και διαφόρων στρατιωτικών θεμάτων, με απώτερο στόχο την αντιμετώπιση, επιδιόρθωση και επίλυση των διαπιστωμένων και επαληθευμένων προβλημάτων.

Οι τρεις αυτές κρίσιμες διαφοροποιήσεις καθιστούν σε τελική ανάλυση το έργο εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ομοειδή. Παρότι, δηλαδή, η πραγματεία αντέγραφε παλαιότερα σχετικά εγχειρίδια, συνάμα διέθετε αξιόλογη πρωτοτυπία. Παράλληλα, η συλλογιστική πορεία που εφάρμοσε ο Βεγέτιος είναι ακραιφνώς αναλυτική και, συνεπώς, ο συλλογισμός που αναπτύσσει είναι κατεξοχήν παραγωγικός: εντοπισμός και διάγνωση προβλημάτων (παρατήρηση), σχολιασμός των κακών κειμένων (αρνητική κριτική) και υπόδειξη της λύσης με παράλληλη μέγιστη κατά το δυνατόν θεωρητική και πρακτική υποστήριξη σε θέματα εν γένει στρατιωτικής οργάνωσης, πολεμικής τακτικής και στρατηγικής (θετική / εποικοδομητική προσέγγιση).

Théodore Chassériau, Battle Between Romans And Barbarians, (ca.1850-1855), The Nelson-Atkins Museum of Art, Kansas City.

Επικουρικώς, ο Χριστοδούλου προέβη στην εξής εύστοχη παρατήρηση ως προς τη διαφορά μεταξύ αρχαιοτέρων ελληνικών τακτικών και ανάλογων λατινικών εγχειριδίων της περιόδου: «σε αντίθεση με την ελληνόγλωσση παράδοση που τείνει στους πρώτους τρεις μεταχριστιανικούς αιώνες να περιχαρακωθεί στην τακτική θεωρία των ελληνιστικών χρόνων, τα λατινικά εγχειρίδια που εκδίδονται εκείνη την εποχή είναι αρκετά πραγματιστικά και αναφέρονται σε σύγχρονες πολεμικές συνθήκες, στοχεύοντας στην επίλυση πραγματικών τακτικών προβλημάτων». Ο ίδιος διαπιστώνει μάλιστα ότι «ένας κοινός τόπος στις περισσότερες στρατιωτικές ιστορίες είναι η αναζήτηση των αιτίων «της παρακμής» της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη στρατιωτική της ανεπάρκεια, ειδικότερα δε στην αδυναμία του παραδοσιακού βαρέως πεζικού έναντι των εφίππων βαρβάρων, είτε αυτοί ήσαν Γερμανοί είτε νομάδες»6.

Την ίδια στιγμή και αντιθέτως με τα προγενέστερα στρατιωτικά κείμενα, ενυπάρχει στη «Στρατιωτική επιτομή» έντονη ροπή προς την άμυνα. Αυτή είναι εντελώς δικαιολογημένη, εφόσον ληφθεί υπόψη ότι οι αντίπαλοι και εχθροί της αυτοκρατορίας δεν την απειλούσαν μόνον από το εξωτερικό αλλά (ακόμη χειρότερα) και από το εσωτερικό της επικράτειάς της. Συνεπώς, ήταν απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο το κράτος, οι συνοριακές γραμμές του οποίου είχαν τότε παραβιαστεί από τις εχθρικές προσβολές, να υποπέσει πλήρως σε κατάσταση αμύνης. Σε τέτοια δυσχερή και επικίνδυνη κατάσταση, ακόμη και οι επιθετικές ενέργειες που στρέφονταν εναντίον αντιπάλων, οι οποίοι περιφέρονταν και κινούνταν βαθιά μέσα στα εδάφη του απειλούμενου κράτους, θεωρούνταν ως υποχώρηση σε αμυντικό αγώνα και προπάντων ως προβολή άμυνας. Αυτό ακριβώς συνέβη με τις βαρβαρικές ορδές που μετακινούνταν κατά το δοκούν και μάλλον ανεξέλεγκτα στην ενδοχώρα της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προπαντός στο δυτικό της τμήμα, το οποίο μετατράπηκε ήδη από την πρώτη δεκαετία του 5ου αι. σε «κέντρο διερχομένων» λαών και φυλών, προτού καν προλάβει «να στεγνώσει το μελάνι» της γραφίδας του Βεγέτιου.

Χάρτες

Εντούτοις, τα σχετικά στοιχεία που υποδεικνύουν συγγραφή του έργου υπό το βάρος της τότε πρόσφατης και απρόοπτης εμφάνισης του «γοτθικού» ζητήματος, εξέλιξη που οδήγησε σε αλυσιδωτή μετακίνηση και άλλων φύλων και πληθυσμών στην Ευρώπη και σε αλλεπάλληλες εισβολές στα εδάφη της αυτοκρατορίας, είναι τόσο πολλά και συνάμα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ώστε αξίζει να αναλυθούν σε ξεχωριστή δημοσίευση. Αμέσως μετά παραθέτουμε όμως ένα ακόμη επιχείρημα που μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε τη «Στρατιωτική επιτομή» προς τα τέλη του 4ου αι., ενισχύοντας τη φαρέτρα των υποστηρικτών της πρώτης, χρονολογικά, σχολής. Πρόκειται για γενικότερη αιτιολογία, η οποία βασίζεται περισσότερο σε ειδολογικά σχόλια και διαπιστώσεις, διαμορφωμένα ως φιλολογική κριτική υπό ευρύτερο ιστορικό πρίσμα, παρά για αυστηρά δεδομένα υπό τη στενή έννοια.

IV. Η «Στρατιωτική επιτομή» στα τέλη του 4ου αι.

Μία περισσότερο γενική, όχι τόσο ειδική αλλά θεωρούμε εξίσου πειστική, συνολική θεώρηση είναι επίσης δυνατόν να δοθεί ως εξήγηση αφενός για τη χρονολόγηση και αφετέρου για τους σκοπούς συγγραφής της πραγματείας. Σύμφωνα με αυτήν, η «Στρατιωτική επιτομή» μπορεί και πρέπει να ενταχθεί σε συγκεκριμένη χορεία ποικίλων κειμένων, τα οποία προωθούσαν και υπηρετούσαν ιδεολογικά ή εξυμνούσαν και προπαγάνδιζαν την «ασφάλεια και τη σωτηρία της (Ρωμαϊκής) πολιτείας» (securitassalus rei publicae) καθώς και την «αποκατάσταση των ευτυχισμένων χρόνων, δηλαδή την επάνοδο σε εποχές ακμής» (felicitas temporum reparatio). Αυτές επιτεύχθηκαν από πλειάδα άξιων αυτοκρατόρων, οι οποίοι χάρη στην «ανδρεία του Ρωμαϊκού στρατού» (virtus exercitus Romanorum) χαιρετίστηκαν ως «επανορθωτές της (Ρωμαϊκής) οικουμένης ή πολιτείας» (restitutor orbis/rei publicae).

Αυτοκρατορική κρατική προπαγάνδα σε νομίσματα

 

Αρχής γενομένης από τους έντεκα «Λατινικούς Πανηγυρικούς» (Panegyrici Latini, 289-389), πολλοί συγγραφείς (ειδωλολάτρες και χριστιανοί, Λατίνοι και Έλληνες) συμπαρατάχθηκαν και «συστρατεύθηκαν» για την προβολή της ανανεωμένης ισχύος και σταθερότητας της αυτοκρατορίας καθ’ όλο τον 4ο αι. Τα κείμενα του Ευσέβιου Καισαρείας (ή Παμφίλου), αρκετοί λόγοι του καίσαρα και αυτοκράτορα Ιουλιανού (355-363), πολλοί άλλοι λόγοι σπουδαίων ρητόρων του δεύτερου μισού του αιώνα (λ.χ. του Λιβάνιου, του Θεμίστιου και του Συνέσιου στην Ανατολή, του Αυρήλιου Σύμμαχου, του Αυσόνιου και του Κλαύδιου Κλαυδιανού στη Δύση) εντάσσονται σαφώς σε αυτό το κλίμα. Οι συγγραφείς τους κατορθώνουν να εκφράσουν και να συμπυκνώσουν το (όντως επιτυχές και σπουδαίο) έργο που συντελέστηκε στον τομέα της επανόρθωσης του κράτους. Επομένως, ο 4ος αι., μολονότι περίοδος μεταρρυθμίσεων και άλλων καίριων αλλαγών που προοιωνίζονταν το μεσαίωνα (λ.χ. καθιέρωση της χριστιανικής θρησκείας και ίδρυση της Κωνσταντινούπολης), παρέμενε αιώνας συνεχιζόμενου (ρωμαϊκού) μεγαλείου. Η αίγλη αποδείχτηκε όμως εύθραυστη, ευμετάβλητη και ευεπίφορη σε αστάθεια.

Στο πλαίσιο αυτό, το έργο του Βεγέτιου δύναται να ιδωθεί ως καταληκτική απόληψη της παραπάνω γόνιμης περιόδου, χρονικού διαστήματος ακμής και ανάκαμψης του (αρχαίου αυτοκρατορικού) ρωμαϊκού μεγαλείου. Τότε καλλιεργήθηκε συγκροτημένα η ιδεολογία της επανόρθωσης, η πίστη στις δυνάμεις και στη σταθερότητα του συστήματος εξουσίας, όπως αυτό επιβλήθηκε μέσω της εγκαθίδρυσης και θεσμοθέτησης του Dominatus (Δεσποτείας, δηλαδή της απόλυτης μοναρχίας) στη θέση του Principatus (της Ηγεμονίας που διατηρούσε πολιτειακά ψήγματα της ρεπουμπλικανικής περιόδου), καθώς και η εμπιστοσύνη στο (λαμπρό) μέλλον της αυτοκρατορίας.

Παράλληλα όμως, η πραγματεία του Βεγέτιου αποτελεί τρόπον τινά και «κύκνειο άσμα» εκείνης της εποχής, αφού περιλαμβάνει τα πρώτα ψήγματα και τα πρώιμα σημάδια ενός ζοφερού μέλλοντος. Η στρατιωτική αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας, κυρίως μέσω των βαρβαρικών εισβολών και της μαζικής εισδοχής ξένων στις τάξεις του στρατεύματος, συνιστούσε ήδη πραγματικότητα. Ο Βεγέτιος εύστοχα επεσήμανε και προσπάθησε να αποτρέψει την τάση αυτή συγγράφοντας τη μελέτη του· η τελευταία, πέραν και εκτός των άλλων τακτικών και οργανωτικών στρατιωτικών συμβουλών, φιλοδοξούσε επιπλέον να αποτελέσει εναλλακτική συνεκτική πρόταση σε στρατηγικό και πολιτικό επίπεδο για τη μακροημέρευση της αυτοκρατορίας, τη διαφύλαξη της ενότητας και τη διατήρηση της επιρροής της μέσω της συντήρησης ειδικά της στρατιωτικής ισχύος. Ωστόσο, τελικά η πτώση αποδείχτηκε αναπόφευκτη γι’ αυτό ακριβώς το τμήμα του ύστερου Ρωμαϊκού κράτους στο οποίο ο Βεγέτιος μάλλον έζησε και έδρασε δημοσιεύοντας μεταξύ των άλλων και τούτο το σημαντικό σύγγραμμα. Αν μη τι άλλο, αυτό συνιστά μία κατεξοχήν τραγική ειρωνεία, ένα όντως περίεργο «παιχνίδι της μοίρας».

Πράγματι, κατά τη διάρκεια του 5ου αι., πολλοί και διάφοροι βαρβαρικοί λαοί εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στη δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αυτή σταδιακά «εθίστηκε» στην καταναγκαστική ύπαρξη τόσων βαρβάρων στα εδάφη της, ώστε δεν μπόρεσε τελικά ποτέ να «απεξαρτηθεί» από αυτούς, ούτε να τους «αποβάλει», εις βάρος αρχικά της ακεραιότητας και τελικά της υπόστασής της. Τουναντίον, ξένες ορδές στρατολογήθηκαν μαζικά ή συμπεριελήφθησαν αναγκαστικά ως «σύμμαχοι» στην τάξη των (μόνον κατ’ όνομα πλέον) ρωμαϊκών στρατευμάτων. Ολόκληρες φυλές εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν συνήθως με τη βία σε διάφορες περιφέρειες, παρά τη βούληση του ίδιου του κράτους και τη θέληση των κατοίκων του. Παράλληλα, πολλοί Γερμανοί και άλλοι βάρβαροι ηγεμόνες, φύλαρχοι και πολέμαρχοι κατέλαβαν ύπατα στρατιωτικά αξιώματα. Έτσι, κατέκτησαν τον κύριο πόλο και διαχρονικό φορέα της βασιλικής εξουσίας μετατρέποντάς τον σε εφαλτήριο για την επίτευξη των σκοπιμοτήτων τους, θανάσιμα επικίνδυνων για τα αυτοκρατορικά συμφέροντα.

Στο προαναφερθέν πλαίσιο οι ξένοι στρατιωτικοί αρχηγοί ανέβασαν σκόπιμα στον θρόνο «αυτοκράτορες – μαριονέτες». Επίσης, απέσπασαν και αφαίρεσαν από τον κεντρικό έλεγχο ολόκληρες επαρχίες και περιφέρειες, κατακτώντας τις τυπικά ή και ουσιαστικά προς όφελος των ιδίων και των φυλών ή ορδών που εξουσίαζαν. Παράλληλα, οδήγησαν σε πλήρη παρακμή και απαξίωση τον τακτικό στρατό, οι μονάδες του οποίου εξαϋλώθηκαν σταδιακά προς όφελος της πρόσληψης και ένταξης βαρβαρικών στρατιωτικών σωμάτων, των φοιδεράτων (foederati). Έτσι, οι ξένοι ηγήτορες ουσιαστικά υποκατέστησαν τον ήδη ξεπεσμένο αυτοκρατορικό θεσμό, από τον οποίο στο τέλος απαλλάχθηκαν, αφού όμως πρώτα τον αντικατέστησαν πλήρως (de facto και de jure) δημιουργώντας στη θέση του διάφορα (γερμανικά) βασίλεια μέχρι και το 476.

Παρακμή και Πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Παράλληλα όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι προτάσεις του Βεγέτιου βρήκαν –έστω και εμμέσως– ευήκοα ώτα στους ιθύνοντες και στους ηγεμόνες του αντίστοιχου ανατολικού τμήματος της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμανία ή Ρωμαίων πολιτεία, συμβατικά γνωστή στους νεότερους χρόνους ως Βυζαντινή αυτοκρατορία). Εκεί, το κράτος αντιστάθηκε με επιτυχία στη βάναυση βαρβαρική εισβολή, όπως αυτή επιχειρήθηκε είτε στο εσωτερικό από αλλοδαπούς στρατηγούς (λ.χ. Γαϊνάς, Άσπαρ), είτε προήλθε από το εξωτερικό, δηλαδή από βαρβάρους ηγεμόνες και έθνη (λ.χ. από τους Βησιγότθους του Αλάριχου, τους Ούννους του Αττίλα, από τους Οστρογότθους του Θεοδώριχου κ.ά.). Ο εθισμός στους βαρβάρους αποδείχτηκε εκεί εφήμερος και είτε αποβλήθηκε πλήρως ως ξένο σώμα παθογόνο και επικίνδυνο για την ευρωστία του κρατικού οργανισμού, είτε χαλιναγωγήθηκε επιτυχώς και κατέστη αντικείμενο δημιουργικής εκμετάλλευσης εις βάρος άλλων βαρβάρων (πρβ. λ.χ. την εκτεταμένη και επιτυχημένη συμμετοχή Ερούλων και Ούννων στους στρατούς του Ιουστινιανού Α΄ και την αξιοποίησή τους σε όλους τους πολέμους του, αμυντικούς και επιθετικούς). Η ανατολική αυτοκρατορία σύντομα μετατράπηκε στην εξελληνισμένη μεσαιωνική Ρωμανία (ευρέως γνωστή σήμερα ως Βυζάντιο), καθώς αναδιοργανώθηκε –εξ ανάγκης– σε εντελώς καινούριες βάσεις κατά τους 7ο και 8ο αι.· παρά τις κοινωνικές και θεσμικές μεταβολές της, διατήρησε ωστόσο τη ρωμαϊκή πολιτική κληρονομιά της και παρέμεινε πολιτισμένο και οργανωμένο κράτος. Έτσι, κατέστη ορόσημο και σταθερός πυλώνας αναφοράς για πολλούς ακόμη αιώνες, σε έναν κόσμο που τότε διαρκώς μεταλλασσόταν και αενάως μετασχηματιζόταν μέχρι την έλευση των νεοτέρων χρόνων και το σχηματισμό των πρώτων σύγχρονων κρατών και αυτοκρατοριών.

Κινούμενος χάρτης με την εδαφική διακύμανση της Ύστερης Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από το 300 έως το 1453 https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Byzantine_Empire_map.gif#/media/File:Byzantine_Empire_map.gif

Το παραπάνω επίτευγμα θα ήταν όμως αδύνατο χωρίς την ύπαρξη και αξιοποίηση του πρότερου υποβάθρου, δηλαδή της ανασυγκρότησης του κράτους σε όλους τους τομείς, στρατιωτικό, πολιτικό και διοικητικό, οικονομικό και κοινωνικό, όπως αποτυπώθηκε και επενδύθηκε σε ιδεολογικό επίπεδο στα προαναφερθέντα επιδραστικά συγγράμματα του 4ου αι. Μεταξύ αυτών, η Epitoma rei militaris του Βεγέτιου κατέχει δεσπόζουσα θέση, ως κορωνίδα συγκεκριμένων πολιτικο-στρατιωτικών προτάσεων που είχαν εκκινήσει να διαμορφώνονται ήδη από την εποχή της Τετραρχίας στα τέλη του 3ου αι., απέκτησαν συγκροτημένη δομή και ολοκληρωμένη υφή κατά τον 4ο αι. και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ύστερης ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής περιόδου μέχρι τον 6ο και 7ο αι. Τότε, η αραβική λαίλαπα (μέσα 7ου αι.) και οι λοιπές εξελίξεις στη Βαλκανική (εμφάνιση Σλάβων κ.ά.) συμπαρέσυραν ό,τι είχε απομείνει από την ύστερη αρχαιότητα οδηγώντας την καθ’ ημάς ελληνορωμαϊκή οικουμένη (ανατολική Μεσόγειο, Εγγύς και Μέση Ανατολή) οριστικά και αμετάκλητα στους μέσους χρόνους, στους οποίους είχε ήδη εισέλθει νωρίτερα η δυτική Ευρώπη (5ος αι.).

V. Συμπεράσματα

Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, συμφωνούμε τελικά πλήρως με τον Milner (21996: xxxi), ο οποίος σχολίασε ότι παρά τις όποιες αδυναμίες της Epitoma rei militaris, η κρίση και οι εκτιμήσεις του Βεγέτιου για το μέλλον αποδείχτηκαν εξαιρετικά οξυδερκείς, μεστές από ορθές βασικά στρατηγικές παρατηρήσεις: ο συγγραφέας επεσήμανε πλειστάκις τους πολυπλόκαμους κινδύνους που έθεταν για την αυτοκρατορία η συνεχής και αδιατάρακτη εισβολή και εγκατάσταση τόσων βαρβάρων στην επικράτειά της, καθώς και ο παραγκωνισμός των γηγενών και η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού (και ειδικά η επάνδρωση του στρατού) από ξένους. Επομένως, ο Βεγέτιος, παρότι μάλλον απλός πολίτης και όχι έμπειρος στρατιωτικός, υπήρξε εντούτοις έξοχος στρατηγικός αναλυτής, πολύ καλά ενημερωμένος για μεγάλο εύρος εξελίξεων κατά τη μεταβατική και πολύπλοκη περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, η «Στρατιωτική επιτομή» του οποίου συνιστά τελικά τη «γέφυρα» στον τομέα της μεταξύ των αντίστοιχων κειμένων της κλασικής αρχαιότητας (από τη μία πλευρά) και του μεσαίωνα (από την άλλη).

Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας. Υπηρετεί ως Φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΠΕ 02). Εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Γλωσσολογίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη (με απόσπαση).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Εκτενέστατος θεματικός κατάλογος με όλες τις σχετικές με την Epitoma rei militaris και τον Vegetius Renatus δημοσιεύσεις (κριτικές εκδόσεις, μεταφράσεις, δευτερεύουσα βιβλιογραφία) μεταξύ των ετών 1981-2015 περιέχεται στο άρθρο του Famerie, É. 2015. «Bibliographie sur l’Epitoma rei militaris de Végèce (1981-2015)», Revue Internationale des Droits de l’Antiquité 62: 207-221.
  2. Χρήσιμη ενίοτε για την αποσαφήνιση δυσνόητων όρων που απαντούν στην επιτομή του Βεγέτιου, όπως π.χ. του πολεμικού σχηματισμού «serra» (δηλ. «πριόνι»), όπως θα διαπιστώσουμε σε επόμενη δημοσίευση.
  3. Κυριότεροι εκπρόσωποι κάθε θεωρίας: Επί Θεοδοσίου Α΄, περί το 385-390: Schenk 1930: 4. – Barnes 1979: 254-257. – Milner 1991: 71-104, 146 κ.ε. – Του ιδίου 21996: xxix, xxxix-xli. – Richardot 1998a: 136-147. Επί Βαλεντινιανού Β΄, στα μέσα της δεκαετίας του 380: Zuckerman 1994: 67-74. Επί Ονωρίου, περ. 400-410: Giuffrida Manmana 1981: 25-56. Επί Θεοδοσίου Β΄, περ. 445-450: Colombo 2012: 278-288. Επί Βαλεντινιανού Γ΄, πριν από το 450: Seeck 1876: 69. – Grosse 1920: 259 κ.ε. – Goffart 1977: 69-88. – Birley 1985: 57-67. – Charles 2007: 55-65. Τέλη 4ου / αρχές 5ου αι.: Allmand 2009: 101, 112. – Branco 2009: 155, 166, 168. – Heuser 2010: 40, 42, 101.
  4. Αντιθέτως η Ρώμη εμφανίζεται σε τρεις περιπτώσεις ακόμη ως απόρθητη. Πρβ. Veg. IV.Praef., 9 και 26. Βλ. Milner 1991: 76-77.
  5. Βλ. αναλυτικά Milner 1991: 71-96, 146 κ.ε. – Του ιδίου 21996: xxxviii-xli.
  6. Χριστοδούλου 2004: 326 και 327 αντίστοιχα. Όπως όμως –ορθά πάλι– συμπεραίνει, η ίδια ανεπάρκεια διαπιστώνεται και στα τακτικά του 6ου αι., μολονότι εντελώς ανεστραμμένη: τότε ήταν οι κάθε είδους αντίπαλοι του Βυζαντινού στρατού που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τον έφιππο Βυζαντινό πολεμιστή (σ. 327), ο οποίος ήταν άρτια εξοπλισμένος και βαρύτατα θωρακισμένος για τα δεδομένα της εποχής (σ. 328).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Εκδόσεις και μεταφράσεις Bεγέτιου

Stelten, L.F. 1990. Flavius Vegetius Renatus, Epitoma Rei Militaris. Edited with an English translation [American University Studies, Series XVII: Classical Languages and Literature 11], New York

Milner, N.P. 21996. Vegetius: Epitome of Military Science. Translated with notes and introduction [Translated Texts for Historians 16], Liverpool

Β. Μελέτες

Allmand, Chr. 2009. «The De Re Militari of Vegetius. How did the Middle Ages treat a Late Roman Text on War», Revista de História das Ideias 30: 101-117

Barnes, T.D. 1979. «The Date of Vegetius», Phoenix 33: 254-257

Birley, E. 1985. «The Dating of Vegetius and the Historia Augusta», στο Bonner Historia Augusta Colloquium (BHAC) 1982-83, Bonn, σ. 57-67 = idem, The Roman Army Papers (1929-1986) [MAVORS IV], Amsterdam 1988, σ. 58-68

Branco, Maria-João 2009. «Vegetius», στο Os Grandes Mestres da Estratégia: estudos sobre o poder da guerra e da paz, eds. Ana Paula Garcêz – G. Oliveira Martins, Coimbra, σ. 153-188

Carley, L.K. 1962. The Anglo-Norman Vegetius. A Thirteenth Century Translation of the “De Re Militari” of Flavius Vegetius Renatus, ed. with Introduction, Notes, and Glossary, Ph.D. thesis, University of Nottingham

Charles, M.B. 2007. Vegetius in Context: Establishing the Date of the Epitoma Rei Militaris [Historia Einzelschriften 194], Stuttgart

Χριστοδούλου, Δ.Ν. 2004. «Τα Βυζαντινά Τακτικά κατά τον 6ο αι. μ.Χ. Θεωρία και Πράξη», Εγνατία 8: 323-338

Colombo, Μ. 2012. «La datazione dell’Epitoma Rei Militaris e le genesi dell’esercito tardoromano. La politica militare di Teodosio I, Veg. R. Mil. 1.20.2-5 e Teodosio II», Ancient Society 42: 255-292

Giuffrida Manmana, C. 1981. «Per una datazione dell’Epitoma rei militaris di Vegezio: politica e propaganda nell età di Onorio», Siculorum Gymnasium XXXIV: 25-56

Goffart, W. 1977. «The Date and Purpose of Vegetius’ ‘De Re Militari’», Traditio 33: 64-100

Gordon, C.D. 1974. «Vegetius and His Proposed Reforms of the Army», στο Polis and Imperium. Studies in Honour of E. T. Salmon, Toronto, σ. 35-58

Grosse, R. 1920. Römische Militärgeschichte von Gallienus bis zum Beginn der byzantinischen Themenverfassung, Berlin

Heuser, Beatrice 2010. The Evolution of Strategy. Thinking War from Antiquity to the Present, Cambridge

Milner, N.P. 1991. Vegetius and the Anonymus De Rebus Bellicis, Ph.D. thesis, University of Oxford

Reeve, M.D. 2000. «Τhe Transmission of Vegetius’s Epitoma Rei Militaris», Aevum 74: 243-354

Richardot, Ph. 1998a. «La datation du Re Militari de Végèce», Latomus 571: 136-147

Richardot, Ph. 1998b. Végèce et la culture militaire au Moyen Âge (Ve-XVe siècles), Paris

Richardot, Ph. 2003. «La tradition moderne du De re militari de Végèce (XVe-XVIIIe siècles)», στο Hommages à Carl Deroux, V: Christianisme et Moyen Âge, Néo-latin et survivance de la latinité, éd. P. Defosse, Brussels, σ. 537-544

Sander, E. 1932. «Die Hauptquellen der Bücher I-III der Epitoma rei militaris des Vegetius», Philologus 87: 369-375

Schenk, D. 1930. Flavius Vegetius Renatus: Die Quellen der Epitoma rei militaris [Klio: Beiträge zur alten Geschichte 22], Leipzig

Seeck, O. 1876. «Die Zeit des Vegetius», Hermes XI1: 61-83

Shrader, C.R. 1979. «Handlist of Extant Manuscripts Containing the De Re Militari of Flavius Vegetius Renatus», Scriptorium 332: 280-305

Whately, C. 2013. «War in Late Antiquity: Secondary Works, Literary Sources and Material Evidence», στο War and Warfare in Late Antiquity. Current Perspectives, eds. A. Sarantis – N. Christie [Late Antique Archaeology 8.1], Leiden, σ. 101-151

Zuckerman, C. 1994. «Sur la date du traité militaire de Végèce et son destinataire Valentinien II», Scripta Classica Israelica 13 : 67-74