Γεώργιος Καλαφίκης
Αντανακλάσεις της ταραχώδους «Εποχής των Μεταναστεύσεων» (4ος – 5ος αι. μ.Χ.) στην «Epitoma rei militaris» του Βεγέτιου και στον ύστερο ρωμαϊκό στρατό
Ι. Εισαγωγική θεώρηση
Σε προηγούμενη δημοσίευση μάς απασχόλησε το ζήτημα της χρονολόγησης καθώς και των γενικών αιτίων για τη συγγραφή της Epitoma rei militaris από τον Βεγέτιο. Χάρη στην παράθεση ποικίλων επιχειρημάτων υποστηρίξαμε πως ο συγγραφέας έγραψε την πραγματεία μάλλον προς τα τέλη της βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄ (379-395), και πάντως πριν από την έλευση του 5ου αι. Αναφέραμε επίσης ως πιθανή αιτία για τη συγγραφή του βιβλίου γενικότερα τις βαρβαρικές εισβολές και τη διείσδυση βαρβάρων στην ενδοχώρα της αυτοκρατορίας, συγκεκριμένα όμως με αφορμή την απειλητική εμφάνιση και το ξέσπασμα του γοτθικού κινδύνου. Φαίνεται όμως ότι τέτοια σαφέστερα στοιχεία παραλείφθηκαν ή αφαιρέθηκαν (μαζί με τον αυτοκράτορα καθ’ υπόδειξη και εν ονόματι του οποίου ο Βεγέτιος συνέγραψε τη στρατιωτική του επιτομή) από επόμενο εκδότη και αναθεωρητή του αρχικού κειμένου –μάλλον από τον μυστηριώδη Φλάβιο Ευτρόπιο στην Κωνσταντινούπολη περίπου το 450– ώστε το κείμενο να καταστεί πιο «διαχρονικό» και «διδακτικό». Πάντως, ούτε τότε άλλαξε ο πυρήνας των διαπιστώσεων του Βεγέτιου: (α) τα προβλήματα στη στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας, (β) η υπερβολική και λανθασμένη εξάρτηση σε ξένους μισθοφόρους για την επάνδρωση του στρατού (και συνακόλουθα για την άμυνα του κράτους), γενικά δε (γ) οι εισβολές και η διείσδυση των βαρβάρων εντός της επικράτειας, δημιουργούσαν καινούργια δεδομένα, έθεταν επικίνδυνες προκλήσεις και διέπλαθαν νέες απειλές για την ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Σε επιτυχή σύνοψη των αιτίων και της στόχευσης προβαίνει ο Milner στην εισαγωγή της δικής του κριτικής μετάφρασης του πρωτότυπου κειμένου. Ο μεταφραστής θεωρεί τη «Επιτομή στρατιωτικής τέχνης» του Βεγέτιου ως απόπειρα «συστηματικής θεραπείας» (systematized remedy) στρατιωτικών αστοχιών σε τομείς όπως: (α) στρατολογία και εκπαίδευση, (β) οργάνωση, τακτικές και στρατηγική, (γ) όπλα και εξοπλισμό1.
Τακτικές ιππικού και παραποτάμιων περιπολιών συνήθως παραλείπονται ως γνωστές, ήδη ανεπτυγμένες και εφαρμόσιμες, και συνεπώς ως ευκόλως εννοούμενες ενόψει της προόδου που είχε εντωμεταξύ επιτευχθεί. Δεν δίνεται επίσης ιδιαίτερη βαρύτητα σε μεθόδους πολιορκίας εχθρικών πόλεων, αφενός διότι οι κύριοι εχθροί τους οποίους ο Βεγέτιος κατονομάζει (Γότθοι, Ούννοι και Αλανοί) δεν κατοικούσαν σε πόλεις, και αφετέρου γιατί οι πολεμικές επιχειρήσεις στρέφονταν πλέον εναντίον του εκτενούς δικτύου των ελληνορωμαϊκών πόλεων εντός της επικράτειας. Γι’ αυτό άλλωστε ο Βεγέτιος αφιέρωσε συνολικά είκοσι δύο (22) από τις τριάντα ενότητες (30) περί πολιορκητικής σε αμυντικά μέτρα, ενώ αντιθέτως μόλις οκτώ (8) σε επιθετικά2. Θα τολμούσαμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας η αυτοκρατορία τελούσε πλέον συνεχώς σε «κατάσταση πολιορκίας»!
ΙΙ. Ο «γοτθικός» πόλεμος (376/7-382) και η μάχη της Αδριανούπολης (378) ως αιτία και αφορμή αντίστοιχα για τη συγγραφή της Epitoma rei militaris
Το ύστερο Ρωμαϊκό κράτος του 4ου αι. μ.Χ. δεν ήταν το ίδιο «άτρωτο» όπως παλαιότερα, δηλαδή κατά τη ρεπουμπλικανική και πρώιμη αυτοκρατορική εποχή. Τότε απολάμβανε διαρκή μεγέθυνση της έκτασης και της ισχύος του, παρά ορισμένες σοβαρές κατά καιρούς αποτυχίες. Η ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε ασφαλώς εξέλθει με επιτυχία από τη μακροβιότερη κρίση της ιστορίας της, την περιβόητη «κρίση του 3ου αι. μ.Χ.», έχοντας όμως προηγουμένως υποστεί σε όλα τα μέτωπα απανωτά πλήγματα από πολλούς εχθρούς, τα οποία ενίοτε συνεχίστηκαν και τον 4ο αι.
Γερμανικά (λ.χ. Άγγλοι, Σάξονες) και κελτικά φύλα (λ.χ. Πικτοί, Σκώτοι) προσέβαλλαν κατά καιρούς τη Βρετανία. Διάφοροι λαοί –κυρίως γερμανικής (Φράγκοι, Αλαμανοί, Βουργουνδοί, Κουάδοι, Βάνδαλοι, Γότθοι κ.ά.), αλλά και ιρανικής (λ.χ. Σαρμάτες και Αλανοί) καταγωγής– επιτίθονταν κατά κύματα στις ευρωπαϊκές επαρχίες καθ’ όλο το μήκος των ποταμών Ρήνου και Δούναβη. Στη Μέση Ανατολή η Περσία προκαλούσε διαρκώς σε όλα τα επίπεδα –πολιτικό, διπλωματικό και βεβαίως στρατιωτικό– τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Η Περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών αποτελούσε το «αντίπαλο δέος» της ύστερης Ρωμαϊκής και μετέπειτα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήταν όντως μία εκ των δύο «υπερδυνάμεων» (superpowers) εκείνης της εποχής στην καθ’ ημάς οικουμένη, σχεδόν ισάξια και σίγουρα ισότιμη με τη Ρώμη (και το Βυζάντιο)3.
Εχθροί της Ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: Πέρσες Σασσανίδες, Γότθοι, διάφοροι άλλοι Βάρβαροι.
Παρ’ όλα αυτά, την εποχή του Βεγέτιου, δηλαδή προς τα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αι., άλλο ήταν πλέον το μέγιστο και κυρίαρχο πρόβλημα. Πλήγματα μπορεί να είχε δεχτεί η αυτοκρατορία ως τότε αρκετά, ρήγματα ωστόσο ποτέ. Όταν γραφόταν η «Επιτομή στρατιωτικής τέχνης», βάρβαροι, ιδίως Γότθοι και Αλανοί, είχαν ήδη διαρρήξει τα σύνορα και είχαν εγκατασταθεί μαζικά στην ενδοχώρα της Βαλκανικής. Προσπαθούσαν να αποφύγουν τον εφιάλτη των Ούννων, οι οποίοι τούς είχαν οριστικά εκδιώξει από τις πατρογονικές τους εστίες βορείως του Δούναβη λίγο νωρίτερα. Ακόμη χειρότερα, αυτοί οι ξένοι λαοί διεκδίκησαν με τη βία και πέτυχαν το δικαίωμα όχι μόνο στη διαβίωση αλλά και σε κάποιας μορφής αυτονομία εντός του πλαισίου της αυτοκρατορίας. Αναφερόμαστε βεβαίως στον «γοτθικό» πόλεμο των ετών 376/7-382, σημείο καμπής του οποίου υπήρξε αναμφίβολα η συντριβή των ρωμαϊκών στρατευμάτων και ο θάνατος του αυτοκράτορα Βάλη στη μάχη της Αδριανούπολης τον Αύγουστο του 378.
Ως εκ τούτων, θεωρείται πιθανότερο πως ο Βεγέτιος έγραψε τη στρατιωτική του επιτομή με απώτερη αφορμή τη μάχη της Αδριανούπολης και με βαθύτερη αιτία τις επιπτώσεις της συγκεκριμένης καταστροφής και γενικότερα εκείνου του «γοτθικού» πολέμου. Επιχείρησε, επομένως, να «αποσβέσει» τις στρατιωτικές συμφορές που έπληξαν εντωμεταξύ το κράτος. Υποστήριξε, λοιπόν, την απάλειψη της εξάρτησης από ξένους μισθοφόρους και την ευρεία αναδιοργάνωση του αυτοκρατορικού στρατού, ώστε να καταστεί εκ νέου ικανός αμύντορας του κράτους και της αυτοκρατορικής εξουσίας. Σύμφωνα με τον Βεγέτιο, η στρατιωτική ανασυγκρότηση όφειλε να στηριχθεί στα αρχαιότερα «κλασικά» ρωμαϊκά πρότυπα. Αυτά συμπεριελάμβαναν ποικίλες τακτικές και διάφορα στρατηγήματα που αναλύουμε σε δύο επόμενες δημοσιεύσεις.
Ως γνωστόν βεβαίως, αυτή η αποφασιστικής σημασίας ήττα απέβη καθοριστική για τις σχέσεις της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και του αρχαίου κόσμου εν γένει, με τους ξένους λαούς –κυρίως γερμανικής καταγωγής– που συνωθούνταν και διαβιούσαν γύρω από τα αχανή ευρωπαϊκά σύνορα του κράτους κατά μήκος και πέραν της μεθοριακής γραμμής που σχημάτιζαν οι δύο μεγάλοι ποταμοί Ρήνος και Δούναβης. Ο «γοτθικός» πόλεμος (376/7-382) και ειδικά η μάχη της Αδριανούπολης (378) θεωρούνται ως απαρχή της «εποχής των Μεταναστεύσεων» (γερμ. Völkerwanderung). Κατά τη διάρκεια των επομένων δύο αιώνων πλήθη βαρβάρων εγκαταστάθηκαν σταδιακά και μαζικά στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Μάλιστα, εξώθησαν σε τελεσίδικη διάλυση το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. Στη θέση του δημιουργήθηκαν ποικίλα βαρβαρικά βασίλεια (regna barbarica) κατά τον 5ο και 6ο αι. Ήδη, η συνθήκη (foedus) με τους Γότθους το 382 αποτελούσε άσχημο οιωνό για το μέλλον, αφού προέβλεπε την παραχώρηση γης για την οριστική διαμονή των τελευταίων σε βαλκανικές επαρχίες. Οι Γότθοι διατήρησαν, ωστόσο, την ιδιαίτερη φυλετική τους οργάνωση· σε αντάλλαγμα υποσχέθηκαν την αυτοτελή ένταξη γοτθικών στρατιωτικών τμημάτων στις τάξεις του αυτοκρατορικού στρατού όποτε τους ζητούνταν υπό το καθεστώς των «υπόσπονδων» συμμάχων, ευρύτερα γνωστών με την προσωνυμία «φοιδεράτοι» (foederati). Αυτό το γεγονός οδήγησε μελλοντικά στον εξοπλισμό τους με έξοδα και πόρους του κράτους.
Βάρβαροι: Οι Γότθοι. Nτοκιμαντέρ του History Channel. Barbarians – The Goths.
IIΙ. Η αριθμητική αποδυνάμωση του στρατού και προτάσεις για την αναπλήρωση των απωλειών σε ανθρώπινο δυναμικό
Πράγματι, το βιβλίο βρίθει κατά τη γνώμη μας από πάμπολλα σχόλια που μπορούν να αξιοποιηθούν ως δείκτες συγγραφής με ειδικότερη αφορμή τη συντριπτική ήττα στην Αδριανούπολη και γενικότερη αιτία τον αιματηρό «γοτθικό πόλεμο». Κατ’ αρχάς, μία σειρά προτροπών-προτάσεων που διατύπωσε ο Βεγέτιος στα αρχικά κεφάλαια του πρώτου βιβλίου αφενός υπονοούσαν αποψίλωση των μονάδων του αυτοκρατορικού στρατού (πεζικού και ιππικού), ενώ αφετέρου υποδείκνυαν γρήγορη και άμεση αναπλήρωση των απωλειών. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο Βεγέτιος (α) προέτρεψε εμμέσως τους ιθύνοντες να προτιμήσουν τη στρατολόγηση υπηκόων πολιτών της αυτοκρατορίας (άρα –συμπληρώνουμε– όχι ξένων και ειδικά Γερμανών, I.2). Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας πρότεινε (β) να εντάσσονται πλέον στις τάξεις του στρατού ακόμη και αστοί (I.3), έφηβοι και γενικά νεαρής ηλικίας άρρενες (I.4), καθώς και άνδρες χαμηλότερου αναστήματος (I.5). Εισηγήθηκε ουσιαστικά (γ) την επαναφορά και εφαρμογή της υποχρεωτικής στρατολογίας και της στράτευσης πολιτών που ανήκαν σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες οι οποίες ως τότε εξαιρούνταν (I.7). Κατά κανόνα, όλοι εκείνοι οι άνδρες είτε απέφευγαν τότε την κατάταξη, είτε αποκλείονταν πλέον από τον στρατό. Θεωρούνταν ασύμβατοι ή και ανίκανοι για στρατιωτική θητεία λόγω «ασθενούς κράσης» ή «ανεπαρκούς σωματικής διάπλασης». Ο Βεγέτιος έθεσε, λοιπόν, μία απολύτως λογική προϋπόθεση, ώστε αυτοί να ενσωματώνονται εκ νέου απρόσκοπτα στις τάξεις του στρατεύματος: (δ) κυρίαρχο κριτήριο για την επιλογή των στρατευσίμων όφειλε να είναι η ευρωστία και το σφρίγος, και όχι η διάπλαση ή το σωματικό μέγεθος των υποψηφίων (I.6).
Οι παραπάνω υποδείξεις λίγο απέχουν από το να θεωρηθούν ουσιαστικά ως πρόταση «γενικής κινητοποίησης και επιστράτευσης». Μάλιστα, μπορούν εύσχημα και εύστοχα να παραβληθούν με αντίστοιχη έμμεση εισήγηση του ιστορικού Αμμιανού Μαρκελλίνου με αφορμή το ξέσπασμα του γοτθικού πολέμου το 376/7 μ.Χ. Χωρίς να αποφεύγει το στερεότυπο της προϊούσας ηθικής παρακμής των συγχρόνων του σε σύγκριση με αρχαιότερες και ενδοξότερες εποχές, ο Αμμιανός ισχυρίστηκε εντούτοις ότι το Ρωμαϊκό κράτος είχε τότε ακόμη δυνατότητα επιτυχούς αντίστασης εναντίον των Γότθων και των άλλων βαρβάρων, εφόσον συγκέντρωνε ενωμένες όλες τις δυνάμεις (για την ακρίβεια, εφόσον συστρατεύονταν οι πολίτες όλων των τάξεων) εναντίον του εχθρού. Τέτοια επείγοντα μέτρα –όλα διόλου συμπτωματικά εναντίον γερμανικών λαών– σχολιάζει πως εφαρμόστηκαν παλαιότερα κατά τη διάρκεια των πολέμων του στρατηγού Μάριου εναντίον των Κίμβρων και των Τευτόνων (113-101 π.Χ.), του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου εναντίον των Μαρκομάνων (167-180 μ.Χ.), καθώς και των αυτοκρατόρων Κλαυδίου Γοτθικού και Αυρηλιανού εναντίον των Γότθων (268-271 μ.Χ.) (Amm. Marc. XXXI 5.10-17). Υπήρχε βεβαίως και το πρότυπο της έκτακτης επιστράτευσης και της τεράστιας κινητοποίησης που διενήργησαν οι Ρωμαίοι και οι Ιταλοί σύμμαχοί τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (218-201 π.Χ.), αμέσως μετά από τη συντριβή τους στις Κάννες από τους Καρχηδόνιους του Αννίβα το 216 π.Χ. (Πολύβιος Ιστ. 2.24). Είναι, πάντως, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαδιακή η διαπίστωση ότι περίπου την ίδια περίοδο, δηλαδή προς τα τέλη 4ου αι. μ.Χ., δύο από τους κορυφαίους τότε Λατίνους συγγραφείς κατέληξαν σε ανάλογα και αντίστοιχα συμπεράσματα σχετικά με την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση ξένων εισβολέων.
Σε κάθε περίπτωση, η προτροπή του Βεγέτιου για συμπλήρωση του αριθμού των στρατευμένων ακόμη και με νεοσύλλεκτους κατώτερης στάθμης, υποδήλωνε με σαφήνεια τις τρομερές απώλειες που είχε εντωμεταξύ υποστεί ο στρατός τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αι., ως απόρροια των μαζικών βαρβαρικών εισβολών και των αλλεπάλληλων εμφυλίων πολέμων που έπληξαν την αυτοκρατορία στο σύνολό της. Ο γοτθικός πόλεμος και ειδικά η συμφορά στην Αδριανούπολη είχαν ήδη προκαλέσει βαριές απώλειες στον στρατό κρούσης-εκστρατείας (comitatenses) της υστερορωμαϊκής Ανατολής, κυρίως στα στρατεύματα του Ιλλυρικού και της Θράκης. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στην υστερορωμαϊκή Δύση, που διενεργήθηκαν από τον Θεοδόσιο Α΄ εναντίον των σφετεριστών Μάγνου Μάξιμου (383-388) και Ευγένιου (392-394), θεωρείται επίσης βέβαιο πως αποδυνάμωσαν τις τοπικές στρατιωτικές μονάδες. Ασφαλώς, το πρόβλημα επιτάθηκε λόγω των βαρβαρικών εισβολών στη στροφή του 4ου προς τον 5ο αι. Σημειώνουμε την πρώτη εισβολή των Γότθων του Αλάριχου το 401/2 και λίγο αργότερα της βαρβαρικής ορδής του Ραδαγάισου το 405/6 στην Ιταλία, τη συνδυασμένη εισβολή διαφόρων Γερμανών στη Γαλατία το 406/7, τη δεύτερη εισβολή του Αλάριχου στην Ιταλία το 408 κ.ο.κ.
Βάρβαροι επιτιθέμενοι
Επομένως, μόνο τυχαία δεν είναι μία υπόδειξη προς το τέλος του τρίτου βιβλίου, η οποία συνιστά προέκταση και έρχεται ως επιστέγασμα όλων των παραπάνω απόψεων και προτροπών στην αρχή του πρώτου βιβλίου. Συγκεκριμένα, ο Βεγέτιος υποστήριξε ότι, παρ’ όλες τις στρατιωτικές αποτυχίες και τις απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, η κατάσταση ήταν αναστρέψιμη, εφόσον σε πρώτη φάση το στράτευμα ανασυγκροτούνταν με όλο το διαθέσιμο και εναπομείναν προσωπικό, και ύστερα ανεφοδιαζόταν και εξοπλιζόταν κατάλληλα. Μετά από αυτά τα πρώτα και βασικά βήματα ήταν απαραίτητο να αναζητηθούν καινούργιοι στρατιώτες, ώστε να επανδρώσουν τις διάφορες μονάδες (legiones και auxilia). Έτσι, ο στρατός θα έβρισκε την ευκαιρία να ανακτήσει το ηθικό του και να αντεπιτεθεί στον εχθρό, χάρη στην ευρεία στρατολόγηση και στην ενίσχυσή του με όλους τους διαθέσιμους πόρους (III.25).
Κατά συνέπεια, η επιμονή του Βεγέτιου για τη διενέργεια εκτενούς στρατολόγησης (λατ. dilectus) συνιστά τόσο την αρχή του πρώτου όσο και το τέλος αντίστοιχα του τρίτου βιβλίου. Η τοποθέτηση του θέματος στην αρχή και στο τέλος της σχετικής με τον στρατό ξηράς διαπραγμάτευσης είναι προδήλως σκόπιμη. Για την ακρίβεια, αποτελεί κεφαλαιώδες δομικό στοιχείο των στρατιωτικών του προτάσεων, αφού τίθεται ως θεμέλιο και κορωνίδα της όλης στρατιωτικής ανασυγκρότησης. Με άλλα λόγια, η ικανή επάνδρωση των μονάδων μέσω της διενέργειας μεθοδικής στρατολογίας κρίνεται από τον συγγραφέα «ως το Α και το Ω» για τη σωστή οργάνωση ειδικά του στρατού ξηράς. Ο συγγραφέας ασχολήθηκε εκτενώς με το ζήτημα στα τρία πρώτα βιβλία της στρατιωτικής επιτομής του (στο τέταρτο και τελευταίο ασχολείται με ειδικότερα θέματα πολιορκητικής, αμυντικής και επιθετικής, καθώς και ναυτικής τέχνης).
Εντούτοις, επιστρέφοντας πάλι στο πρώτο βιβλίο, παρατηρούμε πως σε αμέσως επόμενα κεφάλαια ο Βεγέτιος προβαίνει σε πρόταση που κατ’ αρχήν φαίνεται να έρχεται σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω. Συγκεκριμένα, πρότεινε προσεκτική επιλογή νεοσυλλέκτων, γιατί –όπως χαρακτηριστικά αναφέρει– λίγο παλαιότερα το κράτος έπαθε μεγάλα δεινά, αφότου παραμελήθηκε αυτή η διαδικασία (I.7-8). Σε αυτό το σημείο ο Βεγέτιος φαινομενικά αυτοαναιρείται ισχυριζόμενος αντικρουόμενα μεταξύ τους επιχειρήματα. Πώς είναι δυνατόν να συνδυάζεται η στράτευση ακόμη και κατώτερης ποιοτικά στάθμης ανδρών σε συνάρτηση με ενδελεχή επιλογή νεοσυλλέκτων; Πρόκειται για προτάσεις εκ πρώτης όψεως ασύμβατες και αλληλοαναιρούμενες. Κρίνω ότι μπορούμε να αποφύγουμε τον σκόπελο, εφόσον δεχτούμε πως η μεθοδική επιλογή στρατευσίμων αφορούσε κυρίως στον εξοβελισμό των ξένων από τις τάξεις του στρατεύματος από τότε και στο εξής. Εκείνοι ήταν λογικά οι υπαίτιοι για τη συσσώρευση τόσων δεινών, σύμφωνα τουλάχιστον με τη γνώμη του Βεγέτιου. Τα κενά στην επάνδρωση θα καλύπτονταν από τη θέσπιση ευρύτερων κριτηρίων για τη στράτευση υπηκόων πολιτών, ώστε δυνητικά να δημιουργηθεί μία καινούργια και πιο αξιόπιστη «δεξαμενή» στρατευσίμων.
IV. Το πρόβλημα του «εκβαρβαρισμού» του στρατού και προτάσεις για την αντιμετώπισή του
Τα δεινά, τα οποία ο συγγραφέας ανέφερε παραπάνω, ήταν προφανώς οι βαρβαρικές εισβολές και η μαζική ενίσχυση ειδικά των αυτοκρατορικών στρατών κρούσης-εκστρατείας με ολόκληρα βαρβαρικά σώματα αποτελούμενα κυρίως από πολεμιστές γερμανικής καταγωγής. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις οι βάρβαροι μαχητές παρέμεναν ουσιαστικά υπό την άμεση ηγεσία των ίδιων των φυλάρχων τους και τυπικά μόνον ετίθεντο υπό τη διοίκηση Ρωμαίων αξιωματικών. Αυτό το φαινόμενο άρχισε να μεγεθύνεται από τον γοτθικό πόλεμο (376/7-382) και έπειτα. Καθώς φαίνεται, ο Βεγέτιος έκρινε τον στρατό της εποχής του υπερβολικά «εκβαρβαρισμένο». Κατέγραψε, λοιπόν, τις εξής επικριτικές παρατηρήσεις:
Α) Ύστερα από τη βασιλεία του Γρατιανού (375-383), οι πεζικάριοι που θήτευαν στις τάξεις του πάλαι ποτέ ένδοξου ρωμαϊκού στρατού όδευαν στη μάχη μάλλον αθωράκιστοι. Αντιθέτως, οι ιππείς ήταν επαρκώς θωρακισμένοι στα πρότυπα των Γότθων, των Αλανών και των Ούννων αντιπάλων τους (I.20). Η ρητή μνεία σε Γότθους, Αλανούς και Ούννους ιππείς αποτελεί ένα επιπλέον δεδομένο, το οποίο μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι μάλλον ο Βεγέτιος έγραφε επηρεασμένος από την άκρως επιτυχημένη δράση του βαρβαρικού ιππικού ειδικά στη μάχη της Αδριανούπολης το 378 και τη συμβολή του στον γοτθικό θρίαμβο.
Β) Παρατηρούσε επίσης κατ’ αντιδιαστολή πως βάρβαροι και όχι πλέον Ρωμαίοι παρέτασσαν ενίοτε θυρεοφόρους πεζούς (scutati) εξοπλισμένους με υσσούς (λατ. pila, bebrae· γερμ. angones), δηλαδή βαριά ακόντια ρίψης (I.20).
Γ) Ισχυριζόταν, μάλιστα, ότι οι ειδικά οι Γότθοι αποδεκάτισαν επανειλημμένως με πυκνή και εύστοχη τοξοβολία τους αθωράκιστους άνδρες του αυτοκρατορικού στρατού, επηρεασμένος καθώς φαίνεται από τις παρατεταμένες συγκρούσεις εναντίον τους. Αυτή η πληροφορία μπορεί παράλληλα να θεωρηθεί και ως δείκτης γραφής της πραγματείας έπειτα από τον σκληρό και ανηλεή «γοτθικό» πόλεμο εκείνων των ετών, ως αντίκτυπος αυτού (I.20).
Η Πολεμική Τεχνολογία των Γότθων. Deadly Barbarian Battle Tech: Documentary on the War Technology of the Goths (Full Documentary)
Δ) Επιπλέον, ο Βεγέτιος σχολίαζε πως ο στρατός της εποχής του είχε εγκαταλείψει την περιχαράκωση και οχύρωση των στρατοπέδων εκστρατείας. Αυτή η πρακτική αποτελεί βασικό παράγοντα διαφοροποίησης ενός τακτικού στρατού από άτακτες ορδές πολεμιστών. Η απουσία τέτοιας εξειδικευμένης αμυντικής πρόνοιας έκανε τον ύστερο ρωμαϊκό στρατό ευάλωτο σε αιφνιδιαστικές εχθρικές προσβολές και επιθέσεις (I.21)4. Ο συγγραφέας σημειώνει χαρακτηριστικά στο τρίτο βιβλίο: οι Πέρσες οχύρωναν στρατόπεδα εκστρατείας με αμμόσακους, βαρβαρικά φύλα σχημάτιζαν προστατευτικούς κλοιούς από άμαξες (laager), ενώ αντιθέτως οι Ρωμαίοι είχαν πια απολέσει αυτή τη χρήσιμη τέχνη, που κάποτε συνιστούσε ειδοποιό διαφορά μεταξύ Ρωμαίων και βαρβάρων (III.10).
Με άλλα λόγια, το συμπέρασμα του Βεγέτιου ήταν πως πλέον οι βάρβαροι πολεμούσαν προσεκτικά και μεθοδικά παίρνοντας τις απαραίτητες προφυλάξεις, ακριβώς όπως οι Ρωμαίοι παλαιότερα· αντιθέτως, οι Ρωμαίοι έτειναν να μάχονται απερίσκεπτα και ασύνετα χωρίς την αναγκαία προστασία, όπως άλλοτε οι βάρβαροι. Κατά τη γνώμη μας, αυτά τα επιχειρήματα, παρότι υπερβολικά ως έναν βαθμό, αποκαλύπτουν δύο σημαντικές εξελίξεις: Πρώτον, εκατέρωθεν της συνοριογραμμής (limes) «βάρβαροι» και «Ρωμαίοι» επηρέαζαν ενεργά αλλήλους στον τρόπο του μάχεσθαι μέσω των αδιάλειπτων συγκρούσεων. Αυτοί οι μαχητές ενίοτε ήταν οργανωμένοι σε παρεμφερείς στρατιωτικές δομές, διέθεταν παραπλήσιο εξοπλισμό, ενώ εφάρμοζαν κατά περίπτωση και παρόμοιες πολεμικές τακτικές. Έτσι, διαμορφωνόταν τελικά μία «κοινότητα πολεμιστών» που διέσχιζε την Ευρώπη και απλωνόταν έως τη Μέση Ανατολή.
Βεβαίως, οι Ρωμαίοι εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν ορισμένα σημαντικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Αυτά εδράζονταν κυρίως σε δύο παράγοντες: αφενός (α) παρέτασσαν μόνιμα τακτικά στρατεύματα, ενώ αφετέρου (β) η στρατιωτική τους οργάνωση παρέμενε επαρκώς δομημένη, διότι στηριζόταν σε σταθερές διαχρονικά βάσεις: κατάταξη, εκπαίδευση, πειθαρχία, επαγγελματισμός, «πνεύμα μονάδος» (esprit de corps), ιεραρχία και διοίκηση, γραμματειακή και λογιστική υποστήριξη, ιατρική φροντίδα, παροχή εξοπλισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Βεγέτιο όλα αυτά τα προτερήματα τελούσαν ήδη σε ύφεση, η υπεροχή έναντι των βαρβάρων είχε υπονομευθεί, ενώ η ρωμαϊκή υπεροπλία είχε γενικά τρωθεί. Γιατί όμως;
Επειδή, δεύτερον, η υιοθέτηση «ρωμαϊκών» πρακτικών από βαρβάρους και αντιστοίχως «βαρβαρικών» από Ρωμαίους υποδήλωνε ένα δεδομένο ελάττωμα εξαιρετικά επίφοβο για την ποιότητα του ύστερου ρωμαϊκού στρατού και τελικά δυνητικά ολέθριο για τη συνοχή του ύστερου Ρωμαϊκού κράτους: τη μαζική στελέχωση του άλλοτε υπερήφανου και πανίσχυρου τακτικού αυτοκρατορικού στρατού από αλλοδαπούς οπλίτες, υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, και από άτακτους φυλετικούς μαχητές γερμανικής ως επί το πλείστον καταγωγής, με παράλληλη αντίστοιχη ελάττωση του αριθμού, της σημασίας και της επιρροής των γηγενών.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Milner θεωρεί τελικά ως «χαμένη υπόθεση» τις νουθεσίες του Βεγέτιου, διότι κατά τη διάρκεια του 5ου αι. οι στρατιές «πρώτης γραμμής» τόσο του ανατολικού όσο ιδιαιτέρως του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους έτειναν πλέον να σχηματίζονται: (α) από «φοιδεράτους» (foederati) βαρβάρους –θεωρητικά υπόσπονδους, αλλά ουσιαστικά αυτόνομους και πρακτικά ανεξέλεγκτους– μαζικά στρατολογημένους en bloc, δηλαδή εν σώματι, στον στρατό, (β) από «βουκελάριους» (bucellarii) στρατιώτες, κυρίως ιππείς που υπάγονταν «προσωπικά» σε Ρωμαίους στρατηγούς ή βαρβάρους πολέμαρχους και υπηρετούσαν αποκλειστικά υπό την ηγεσία τους, οφείλοντας υπακοή πρωτίστως σε εκείνους και όχι στο κράτος, και (γ) σε μικρότερο βαθμό από άλλους «υποταγμένους» (dediticii) βαρβάρους, παραδομένους στη διάκριση των υστερορωμαϊκών αρχών5.
Βουκελάριοι ιππείς
Σε αυστηρά στρατιωτικό πλαίσιο, η αθρόα συμμετοχή βαρβάρων και η ανεξέλεγκτη συσσώρευση ολόκληρων βαρβαρικών πολεμικών σωμάτων στις τάξεις του ύστερου ρωμαϊκού στρατού ασφαλώς αλλοίωνε τη φυσιογνωμία του, υποβάθμιζε την πειθαρχία και έφθειρε τη μαχητική του αξία. Οι ξένοι μετέφεραν σε έναν πανάρχαιο και τακτικό στρατιωτικό μηχανισμό οργανωμένο με «επιστημονικό» τρόπο τη νοοτροπία ατάκτων πολεμιστών, όπως τη συνήθεια να μάχονται αθωράκιστοι, με άναρχο και απροσχεδίαστο τρόπο, χωρίς να λαμβάνουν στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης και προστασίας. Σε τελική ανάλυση, η διαρκώς αυξανόμενη προσέλευση ξένων νεοσυλλέκτων και η εντεινόμενη επάνδρωση του ύστερου ρωμαϊκού στρατού από αλλοδαπούς μισθοφόρους υπέσκαπτε την ισορροπία και τη σταθερότητά του ως πολεμικής μηχανής. Παράλληλα, υπονόμευε την αποτελεσματικότητά του ως κατεξοχήν στηρίγματος της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το διακύβευμα ήταν όντως κολοσσιαίο και τρομακτικό.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Βεγέτιος είχε συμβουλέψει την επαναφορά της νύξης κατά τη χρήση του ξίφους με παράλληλη εγκατάλειψη της κόψης που εφάρμοζαν οι βάρβαροι (I.12). Τούτη η παραίνεση αποτελούσε έμμεση προτροπή αποφυγής «βαρβαρικών» πολεμικών μεθόδων. Σε μεταγενέστερο κεφάλαιο συνέστησε μάλιστα την επιστροφή στα δόγματα των αρχαίων προγόνων, υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά ότι «συμφέρει οικονομικά να εκπαιδεύεις ημεδαπούς πολίτες στην (αρχαία) πολεμική τέχνη, παρά να εξαγοράζεις τις στρατιωτικές υπηρεσίες ξένων βαρβάρων μισθοφόρων (αμφίβολης νομιμοφροσύνης και ευμετάβλητης αφοσίωσης, συμπληρώνουμε)» (I.28). Τις απόψεις αυτές επανέλαβε και στο δεύτερο βιβλίο. Εκεί, πρότεινε πάλι τη στρατολόγηση αυτοχθόνων νεοσυλλέκτων και την επιστροφή στα παλαιά στρατιωτικά δόγματα ως διέξοδο από την κρίση (II.18). Τέλος, στην αρχή του τρίτου βιβλίου ανακεφαλαίωσε τα συμπεράσματά του ως εξής: δεν είναι σωστό να υπηρετούν στις ρωμαϊκές στρατιές περισσότεροι ξένοι σύμμαχοι συγκριτικά με γηγενείς πολίτες (III.1).
Επομένως, πλην της εισδοχής και κατάταξης ημεδαπών ως βασικό μέτρο αριθμητικής ενίσχυσης των στρατευμάτων, ο Βεγέτιος υπέδειξε –έστω και εμμέσως– την αποπομπή και τον αποκλεισμό αλλοδαπών από τις τάξεις του, ώστε να επέλθει αφενός διαφοροποίηση και αφετέρου εξισορρόπηση στις «πηγές ή δεξαμενές» στελέχωσης του στρατού. Εν κατακλείδι, όλες αυτές οι προτάσεις και διάφορες μέθοδοι αντιμετώπισης του φαινομένου του «εκβαρβαρισμού» συνέτειναν σε μία καίρια διαπίστωση που είχε νωρίτερα επισημανθεί από τον συγγραφέα: η σύνθεση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων όφειλε να κυμαίνεται στην παλαιότερη, ασφαλέστερη, και επιτυχέστερη αναλογία μεταξύ «πολιτών» και «συμμάχων», δηλαδή αδρομερώς μεταξύ λεγεωνάριων (legiones, legionarii) και συμμάχων (auxilia, auxiliares). Σύμφωνα με εκείνη, οι πρώτοι ήταν πάντα περισσότεροι από τους δεύτερους (ΙΙI.2-3).
V. Προτάσεις για τη λήψη αμυντικών μέτρων με αντικειμενικό σκοπό την αντιμετώπιση βαρβαρικών ορδών στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας
Αμέσως μετά, ο Βεγέτιος ανέλυσε σειρά αμυντικών στρατιωτικών μέτρων που αφορούσαν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση βαρβαρικών ορδών στο εσωτερικό της κράτους (III.3). Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως: (1) κύρια μέριμνα οφείλει να είναι η απρόσκοπτη διασφάλιση της επιμελητείας μέσω της παροχής όλων των απαραίτητων εφοδίων στα φίλια στρατεύματα, η αντίστοιχη στέρησή τους από τον εχθρό και η καταστροφή του αντιπάλου μέσω λιμοκτονίας. (2) Η συγκέντρωση εφοδίων πρέπει να γίνεται συντονισμένα στις επαρχίες πριν από την έναρξη κάθε εκστρατευτικής περιόδου. (3) Ιδιαίτερη πρόνοια επιβάλλεται να επιδεικνύουν αμυνόμενοι πολιορκημένοι ώστε να συγκεντρώνουν όλα τα χρειώδη σε ασφαλή και οχυρά σημεία. (4) Οι άμαχοι ενδείκνυται να αποσύρονται σε οχυρωμένες απρόσιτες τοποθεσίες πριν από την έλευση επιδρομέων ή εισβολέων. (5) Οι οχυρώσεις απαιτείται να βρίσκονται σε καλή κατάσταση, οι πολεμικές μηχανές να συντηρούνται επαρκώς και οι στρατιώτες να είναι ετοιμοπόλεμοι. (6) Βασικές προμήθειες –όπως νερό, τρόφιμα και σιτηρέσιο, ζωοτροφές και ξυλεία– οφείλουν απαραιτήτως να χορηγούνται αδιάκοπα στα στρατεύματα σε φάση πολεμικών επιχειρήσεων. Η λελογισμένη διανομή των εφοδίων γίνεται από τις (ενίοτε οχυρωμένες) σιταποθήκες (horrea) με χρηστή επίβλεψη. (7) Τα οχυρά και οι πόλεις αρκεί να φρουρούνται από στρατιώτες κατώτερης ποιότητας, εξοπλισμένους όμως με πλειάδα ποικίλων εκηβόλων όπλων, ώστε να προβάλουν επιτυχή άμυνα. Τότε, οι καλά προετοιμασμένοι πολιορκημένοι έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώσουν τον εχθρό είτε μέσω λιμού, εάν διατηρεί συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του, είτε μέσω αιφνιδιαστικών αντεπιθέσεων, εάν οι πολιορκητές έχουν διασκορπιστεί στην ευρύτερη περιοχή. (8) Τέλος, ο Βεγέτιος εφιστούσε ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν προσπάθειες εξαπάτησης των αμυνομένων από τους επιτιθέμενους με πρόσχημα τη διενέργεια διαπραγματεύσεων ή τη σύναψη ανακωχής. Αυτή η τελευταία συμβουλή ίσως απηχούσε το τέχνασμα που εφάρμοσαν οι Γότθοι πριν από την έναρξη της μάχης της Αδριανούπολης. Τότε, είχαν απευθύνει έκκληση για δήθεν διαβουλεύσεις και συνεννόηση με τη ρωμαϊκή ηγεσία, στις οποίες οι Ρωμαίοι ενέδωσαν αφρόνως. Στην πραγματικότητα οι Γότθοι ηγέτες είχαν εσκεμμένα επιδιώξει να καθυστερήσουν την εκδήλωση της σύρραξης, μέχρις ότου συγκληθούν και συγκεντρωθούν όλες οι διασκορπισμένες τους δυνάμεις και ειδικά οι ιππείς, ώστε να αντιμετωπίσουν με σύντονο και μαζικό τρόπο τη μάζα του αυτοκρατορικού στρατού που πλησίαζε επικίνδυνα και απειλητικά.
Ύστεροι Ρωμαίοι αμυνόμενοι
Σε κάθε περίπτωση, όλες οι παραπάνω συστάσεις αποκάλυπταν την ύπαρξη και πολεμική δραστηριοποίηση εντός της επικράτειας αλλότριων εθνών, τα οποία μέχρι πρότινος έδρευαν έξω και μακριά από τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Επομένως, ξένοι λαοί –με προεξάρχοντες ασφαλώς τους Γότθους– είχαν ήδη διασπάσει τον limes (τις συνοριακές γραμμές), και κινούμενοι κατά το δοκούν είχαν εγκατασταθεί σε επαρχίες του ύστερου Ρωμαϊκού κράτους, τις οποίες κατόπιν λυμαίνονταν προς όφελός τους. Κατ’ αναλογία λοιπόν, οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους είχαν μεταφερθεί πλέον intra muros, δηλαδή «εντός των τειχών». Άρα, επιβαλλόταν τροποποίηση των πολεμικών μεθόδων και η προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, (α) η λογιστική υποστήριξη (επιμελητεία) των στρατευμάτων με παράλληλη στήριξη και προστασία των αμάχων, δηλαδή εντέλει της πληθυσμιακής βάσης της αυτοκρατορίας, καθώς και (β) η ενδελεχής συντήρηση του οπλισμού και των οχυρώσεων, προέβαλλαν ως οι δύο κύριοι αμυντικοί πυλώνες επί των οποίων όφειλε να στηριχθεί από τότε και στο εξής η πολεμική προσπάθεια. Πάντως, σε τελική ανάλυση ο Βεγέτιος θεωρούσε τη βαρβαρική διείσδυση μάλλον διαχειρίσιμη, εφόσον το κράτος έπαιρνε όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα. Με άλλα λόγια, δεν έκρινε ως αδύνατη και ατελέσφορη την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης απειλής. Συνεπώς, η διάχυση και η διασπορά των βαρβάρων δεν είχαν ακόμη πάρει τη μορφή ανεξέλεγκτης και ασταμάτητης «χιονοστιβάδας», όπως συνέβη ειδικά από τη δεύτερη δεκαετία του 5ου αι. και έπειτα στην υστερορωμαϊκή Δύση.
Χάρτες
Η εγκατάσταση βαρβάρων σε περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν ήταν βεβαίως ένα πρωτόγνωρο, αλλά μάλλον συνηθισμένο περιστατικό. Πρωτοφανείς και δυσμενείς ήταν, ωστόσο, οι συγκεκριμένοι όροι της «ένοπλης» εγκατάστασης των Γότθων σύμφωνα με το foedus του 382. Η συμφωνία προέβλεπε τη διατήρηση της αυτονομίας τους, συμπεριλαμβανομένου de facto του δικαιώματος στην αυτοάμυνα. Για πρώτη φορά στη ρωμαϊκή ιστορία, εχθροί εγκαθίστανται σε εδάφη της αυτοκρατορίας κατόπιν ένοπλης σύρραξης, όχι όμως διότι πρώτα νικήθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή παραδόθηκαν εντός ή εκτός των συνόρων, αλλά επειδή το κράτος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί μαζί τους και να υποκύψει στις απαιτήσεις τους, αποδεχόμενο έτσι σιωπηρώς την αδυναμία του να τους υποτάξει. Στο μεταξύ είχε αποτύχει παταγωδώς να περιορίσει και να εξουδετερώσει τη μεγάλη εξέγερση που εκδηλώθηκε προηγουμένως εντός της επικράτειάς του.
Γότθοι πρόσφυγες
VI. Πιθανές αντανακλάσεις συγκεκριμένων συγκρούσεων του στρατού με βαρβάρους στο κείμενο της Epitoma rei militaris
Τρεις επιπρόσθετες αναφορές στο τρίτο βιβλίο υποκρύπτουν, πιθανότατα, σχέση με τη μάχη της Αδριανούπολης το 378, καθώς και με τα επακόλουθα αυτής. Συγκεκριμένα, ο Βεγέτιος επεσήμανε ότι κατά τη διάρκεια της προσέγγισης με τον εχθρό πρέπει να λαμβάνονται στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης. Επιμένει ιδιαίτερα στην προσεκτική σχεδίαση και χάραξη της πορείας από το επιτελείο του στρατηγού διαμέσου (α) της χρήσης χαρτών και οδοιπορικών (itineraria) και (β) της αξιοποίησης τοπικών οδηγών. Έτσι, επιτυγχάνεται αφενός (i) ορθή αξιολόγηση και επαλήθευση των σχετικών γεωμορφολογικών πληροφοριών μέσω διασταύρωσης από διάφορες πηγές και αφετέρου (ii) επιμελής αναγνώριση της περιοχής την οποία το στράτευμα διασχίζει ή επί της οποίας αναπτύσσεται. Παράλληλα συμβουλεύει τη διατήρηση πλήρους συσκότισης για τις προθέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, ώστε χάρη στη μυστικότητα να μην διαρρέουν πληροφορίες στον εχθρό (III.6). Ο αυτοκράτορας Βάλης είχε εμπλέξει απρογραμμάτιστα και τμηματικά, με ολέθρια ως γνωστόν αποτελέσματα, το σύνολο των στρατιωτικών του δυνάμεων στη μάχη της Αδριανούπολης, χωρίς να προηγηθεί ούτε ενδελεχής κατόπτευση του πεδίου μάχης, ούτε πλήρης αναγνώριση της διάταξης του αντιπάλου στρατού. Το αποτέλεσμα ήταν οι φίλιες δυνάμεις να αιφνιδιαστούν τόσο από το πλήθος όσο και από τις ενέδρες των εχθρών. Η πλημμελής ενημέρωση της στρατιωτικής διοίκησης για την τακτική κατάσταση, καθώς και η άτακτη εμπλοκή των διαφόρων στρατιωτικών τμημάτων οδήγησαν τελικά τους μεν Ρωμαίους σε πανωλεθρία, τους δε Γότθους στον θρίαμβο.
Ο Βεγέτιος προέτρεψε, επίσης, να αποφεύγονται οι κοπιώδεις πορείες αμέσως πριν από τη διενέργεια μάχης, επειδή προφανώς ήταν δυνατόν να οδηγήσουν σε εξάντληση τους στρατιώτες προτού έρθουν σε επαφή και συμπλακούν με τον εχθρό (III.11). Η ομοιότητα τέτοιας άστοχης και επικίνδυνης ενέργειας με τα γεγονότα ακριβώς προτού ξεσπάσει η σύγκρουση στην Αδριανούπολη κάθε άλλο παρά συμπτωματική ήταν· μάλλον δημιουργούσε εύλογο και άμεσο συνειρμό, αποτελώντας εμμέσως παράδειγμα προς αποφυγή.
Τέλος, ο συγγραφέας υποστήριξε πως εχθρός ανέτοιμος, διεσπαρμένος προς άγραν εφοδίων, εξαντλημένος λόγω κοπιώδους πορείας ή απλώς παντελώς ανυποψίαστος μπορεί να υποστεί αιφνιδιαστικές επιθέσεις εξαιτίας συνολικής τακτικής μειονεξίας (III.22). Κατ’ επέκταση, αυτές ακριβώς τις αδυναμίες οφείλουν να αποφεύγουν οι φίλιες δυνάμεις. Η συνάφεια των παραπάνω διαπιστώσεων με τα σοβαρά τακτικά λάθη και σφάλματα που διέπραξε ο στρατός εκστρατείας του Βάλη αμέσως πριν από την εκδήλωση της κρίσιμης μάχης στην Αδριανούπολη καθίσταται εκ νέου πρόδηλη. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο Βεγέτιος –όπως άλλωστε και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος– είχε πρόσβαση και αναπαρήγαγε στο κείμενό του επίσημες κρατικές εκθέσεις και αναφορές. Σε εκείνες αναλύονταν οι λόγοι και οι αιτίες που οδήγησαν τον στρατό στη βαριά αυτή ήττα που ολοκληρώθηκε με τον θάνατο ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα στο πεδίο της μάχης, ένα όντως εξαιρετικά σπάνιο και ατυχές περιστατικό.
Το ξέσπασμα του «γοτθικού πολέμου» το 376/7 και η μάχη της Αδριανούπολης το 378. Δραματοποιημένη ψηφιακή αναπαράσταση. Total War History: Battle of Adrianople (Parts 1-4)
Παρ’ όλα αυτά, ο Βεγέτιος δεν τόνισε μόνο στρατιωτικές αποτυχίες και αδυναμίες ώστε με αφορμή και αιτία αυτές να συγγράψει την πραγματεία του. Προέβη σε μία διαπίστωση, που κατά τα φαινόμενα στηρίζεται σε μεγάλη στρατιωτική επιτυχία λίγο προγενέστερη της συγγραφής του κειμένου. Συγκεκριμένα, ο Βεγέτιος ολοκλήρωσε το βιβλίο κάπως απότομα σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι: «σχετικά με τα ελαφρά πλοία (naves lusoriae) που προφυλάσσουν τα φυλάκια του Δούναβη με τις καθημερινές τους περιπολίες, θεωρώ ότι πρέπει να διατηρηθεί σιγή, επειδή η πρόσφατη συχνή τους χρήση αποκάλυψε περισσότερα για τις δυνατότητες τους απ’ ό,τι είχαν επιδείξει τα παλαιά δόγματα» (IV.46). Άραγε, ποια τότε «πρόσφατη και συχνή» χρήση τόσο αποκαλυπτική για τις δυνατότητες των παραδουνάβιων πολεμικών σκαφών περιπολίας υπονοείται σε αυτήν την αναφορά του Βεγέτιου;
Πιθανότατα υποκρύπτεται νίκη του στρατηγού (magister militum) Προμώτου (Promotus) εναντίον κλάδου των Οστρογότθων στη Θράκη το έτος 386. Στη «Νέα Ιστορία» του Ζώσιμου (5ος/6ος αι.) αναλύονται τα αμυντικά μέτρα που έλαβε ο στρατηγός προκειμένου να εμποδίσει τη διάβαση του Δούναβη από Οστρογότθους. Μεταξύ άλλων τεχνασμάτων, ο Ζώσιμος ανέφερε ότι ο Πρόμωτος παρέταξε δεκάδες πλοία ακριβώς στο σημείο το οποίο επιχείρησαν να διασχίσουν οι Οστρογότθοι, χωρίς οι τελευταίοι να αντιληφθούν το στρατήγημα· έτσι, αφενός κατόρθωσε να αιφνιδιάσει πλήρως και να κατατροπώσει τους αποσβολωμένους εισβολείς, ενώ αφετέρου απέτρεψε ακόμη μία βαρβαρική εισβολή στα εδάφη της αυτοκρατορίας.
Η πανωλεθρία των Οστρογότθων στον θρακικό τομέα του Δούναβη το 386 μέσω πολεμικών σκαφών αποτέλεσε αναμφίβολα μεγάλο επίτευγμα. Εκτός από τον Ζώσιμο, μνημονεύθηκε από τον ποιητή Κλαύδιο Κλαυδιανό σε πανηγυρικό του έτους 398. Διασώζεται, επίσης, στο χρονικό του Υδάτιου και στα υπατικά κατάστιχα Consularia Constantinopolitana (5ος αι.)6. Μάλιστα, η μαχητική αξία των παραποτάμιων στολίσκων ήταν τέτοια, ώστε νομοθετική ρύθμιση του έτους 412 μεριμνούσε για τη συντήρηση και ανανέωση των εν λόγω πλοίων, επισείοντας ακόμη και χρηματικά πρόστιμα για τους στρατιωτικούς διοικητές (magistri militum) της Θράκης που τυχόν αμελούσαν τα σχετικά καθήκοντα7.
Naves lusoriae και scaphae exploratoriae
VII. Επίλογος
Στο τέλος του τρίτου βιβλίου –αμέσως μετά από την παράθεση τριάντα τριών (33) ευσύνοπτων και χρηστικών στρατιωτικών γνωμικών (regulae bellorum generales, δηλ. γενικοί κανόνες πολέμου)– ο Βεγέτιος ισχυρίστηκε ότι ο μη κατονομαζόμενος Ρωμαίος ηγεμόνας συνδύαζε αθροιστικά τις αρετές αρκετών αντιπάλων της αυτοκρατορίας. Έτσι, οι Πέρσες θαύμαζαν τις αρετές του αυτοκράτορα στην τοξοβολία, οι Ούννοι και οι Αλανοί προσπαθούσαν μάταια να μιμηθούν τις δεξιότητές του στην ιππική τέχνη, ενώ οι Άραβες ήταν κατώτεροι από αυτόν στην κυνηγετική τέχνη (III.26).
Μέσω της παραπάνω φράσης ο συγγραφέας υπέδειξε τον στρατό ως άμεση προέκταση του εκάστοτε αυτοκράτορα. Υπ’ αυτήν την έννοια –σύμφωνα πάντα με τον Βεγέτιο– ο πλήρως συγκροτημένος και σωστά οργανωμένος ρωμαϊκός στρατός συνιστούσε το κατεξοχήν όργανο προβολής ισχύος και επιβολής της αυτοκρατορικής εξουσίας, εφόσον όμως –συμπληρώνουμε– αυτός βρισκόταν υπό τον στιβαρό έλεγχο ικανών αυτοκρατόρων με την επικουρία γηγενών στρατηγών, και υπηρετούσε τη σταθερότητα του κράτους. Έτσι, η αυτοκρατορική εξουσία θα ήταν αδύνατον να αποτελέσει εφαλτήριο για την εκπλήρωση προσωπικών σκοπιμοτήτων και να μετατραπεί σε έρμαιο για τις φιλοδοξίες κάθε λογής αλλοδαπών στρατηγών (και βασιλέων), κυρίως γερμανικής καταγωγής (λ.χ. του Αρβογάστη, του Αλάριχου, του Γαϊνά, του Άσπαρος, του Ριχομέρη, του Οδόακρου, του Θεοδώριχου, κ.ά.). Ως γνωστόν άλλωστε, Γερμανοί φύλαρχοι, πολέμαρχοι και ηγεμόνες αρχικά υποκατέστησαν και τελικά αντικατέστησαν τον αυτοκρατορικό θεσμό ειδικά στο δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, δημιουργώντας στη θέση του τα γνωστά γερμανικά βασίλεια του πρώιμου μεσαίωνα.
Η εδαφική διακύμανση του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού κράτους (510 π.Χ. – 1453 μ.Χ.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για τις επικρίσεις και τα παράπονα του Βεγέτιου όσον αφορά την άσχημη κατάσταση του στρατού βλ. Milner 1991: 146-147, 177-181. – Του ιδίου 32001: xvi.
2. Veg. IV.1-30. Αμυντικές μέθοδοι πολιορκημένων: κεφάλαια 1-12, 18-20, 22-27, 29. Επιθετικές μέθοδοι πολιορκητών: κεφάλαια 13-17, 21, 28, 30.
3. Πρβ. Elton 1996: 20-30.
4. Ο Milner (1991: 72-73) θεωρεί και αυτήν την παρατήρηση ως ενδεικτική συγγραφής με γνώμονα τη μάχη της Αδριανούπολης το 378, διότι ο Βάλης δεν είχε προνοήσει για την κατασκευή στρατοπέδου εκστρατείας προτού εμπλακεί στη μοιραία σύγκρουση.
5. Milner 32001: xliii. Μάλιστα, στη σ. xlii υποστηρίζει πως ο Βεγέτιος πρότεινε τη μεταρρύθμιση και τον «αποβαρβαρισμό» ειδικά του επίλεκτου σώματος των comitatenses, που απάρτιζαν τα κατεξοχήν εκστρατευτικά στρατεύματα κρούσης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού.
6. Ζώσιμος 4.38-39. Επίσης Cl. Claudianus De IV Cons. Honorii 619-637. – Hydatius Chronicon 13a (386). – Consul. Constantinopol. a. 386.
7. CTh. VII.17 «De lusoriis Danuvii». Μάλιστα, ο Βεγέτιος (IV.37) αναφέρει την ύπαρξη και δράση άλλων παρόμοιων «ανιχνευτικών σκαφών» (scaphae exploratoriae), τα οποία ήταν βαμμένα με θαλασσί χρώμα. Όντως, πρόκειται για πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία, διότι αποκαλύπτει την εφαρμογή μεθόδων παραλλαγής (camouflage, δηλ. κάλυψης-απόκρυψης) από τους στολίσκους και τα πληρώματά τους στην ομιχλώδη Βόρεια Θάλασσα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. Πηγές
Ammianus Marcellinus, with an English translation by J.C. Rolfe in three volumes, [Loeb] London–Cambridge MA 1935-1939
Chronicle of Hydatius and Consularia Constantinopolitana: Two Contemporary Accounts of the Final Years of the Roman Empire, ed. R.W. Burgess, [Oxford Classical Monographs] Oxford 1993
Claudian, with an English translation by M. Platnauer in two volumes, volume I: Panegyric on the Fourth Consulship of the Emperor Honorius (A.D. 398), [Loeb] London–New York 1922, σ. 286-335
Polybius, The Histories, with an English translation by W.R. Paton in six volumes, volume I (Books I-II), [Loeb] London–New York 1922
Theodosiani Libri XVI cum Constitutionibus Sirmondianis, vol. I, ed. Th. Mommsen, Berlin 1905
Vegetius, Flavius Renatus. Epitoma Rei Militaris, edited with an English translation by L.F. Stelten, [American University Studies, Series XVII: Classical Languages and Literature, vol. 11] New York 1990
Ζώσιμος, Νέα Ιστορία. 306-410 μ.Χ., μτφ. Γ. Αβραμίδης – Θ. Καλαϊτζάκης, [Οι Τελευταίοι Έλληνες Εθνικοί 9] Θεσσαλονίκη 2007
Β. Μελέτες
Bento Tavares, W.J. & Marques Gonçalves, Ana Teresa 2015. «Formation of a roman soldier in the fourth century a.D. and the foundation of a Military Paideia: rethinking the Vegetius Epitoma rei militaris», Acta Scientiarum 371: 15-26
Branco, Maria-João 2009. «Vegetius», στο Os Grandes Mestres da Estratégia: estudos sobre o poder da guerra e da paz, eds. Ana Paula Garcêz – G. Oliveira Martins, Coimbra, σ. 153-188
Coulston, J.C.N. 1990. «Later Roman Armour, 3rd–6th centuries A.D.», Journal of Roman Military Equipment Studies 1: 139-160
Elton, H. 1996. Warfare in Roman Europe AD 350-425, [Oxford Classical Monographs] Oxford–New York
Ferrill, A. 1991. Roman Imperial Grand Strategy, [Publications of the Association of Ancient Historians 3] Lanham MD–New York–London
Gilliver, Catherine M. 1993. The Roman Art of War: Theory and Practice. A Study of the Roman Military Writers, Ph.D. thesis, University of London
Goffart, W. 1977. «The Date and Purpose of Vegetius’ ‘De Re Militari’», Traditio 33: 64-100
Halsall, G. 2007. Barbarian Migrations and the Roman West, 376-568, [Cambridge Medieval Textbooks] Cambridge–New York
Janniard, S. 2008. «Végèce et les transformations de l’art de la guerre aux IVe et Ve siècles après J.-C.», Antiquité Tardive 16: 19-36
Lenski, N. 1997. «Initium mali Romano imperio: Contemporary Reactions to the Battle of Adrianople», Transactions of the American Philological Association 127: 129-168
Luttwak, E.N. 2009. Η Υψηλή Στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφ. Μ. Μπλέτας, [Σειρά Στρατηγικών Μελετών] Αθήνα
Mathisen, R.W. 2019. «The End of the Western Roman Empire in the Fifth Century CE: Barbarian Auxiliaries, Independent Military Contractors, and Civil Wars», στο The Fifth Century: Age of Transformation. Proceedings of the 12th Biennial Shifting Frontiers in Late Antiquity Conference, eds. J.W. Drijvers – N. Lenski et al., [Munera. Studi storici sulla Tarda Antichità 46] Bari, σ. 137-156
Milner, N.P. 1991. Vegetius and the Anonymus De Rebus Bellicis, Ph.D. thesis, University of Oxford
Milner, N.P. 32001. Vegetius: Epitome of Military Science. Translated with notes and introduction, [Translated Texts for Historians vol. 16] Liverpool University Press
Richardot, Ph. 1998. Végèce et la culture militaire au Moyen Âge (Ve–XVe siècles), Paris
Rostovtzeff, M. 1984. Ρωμαϊκή Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα 1984
Σαμαράς, Χ.Β. 2010. Η Αμυντική Ναυτική Πολιτική των Βυζαντινών στα Ποτάμια και Θαλάσσια Σύνορα κατά την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδο. Διδακτορική διατριβή. Α.Π.Θ. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη
Σαραντίδης, Ι. 2015. Η είσοδος των ξένων στο στρατό της πρώιμης βυζαντινής περιόδου (324-565) και οι επιπτώσεις στη βυζαντινή πολιτεία (κράτος, πολιτικό γίγνεσθαι, εικόνα του άλλου). Μεταπτυχιακή Διπλωματική εργασία. Α.Π.Θ. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη
Sarantis, A. 2013a. «Waging War in Late Antiquity», στο War and Warfare in Late Antiquity. Current Perspectives, eds. A. Sarantis – N. Christie, [Late Antique Archaeology vol. 8.1] Leiden, σ. 2-98
Sarantis, A. 2013b. «Tactics: A Bibliographic Essay», στο War and Warfare in Late Antiquity. Current Perspectives, eds. A. Sarantis – N. Christie, [Late Antique Archaeology vol. 8.1] Leiden, σ. 177-207
Southern, Pat & Dixon, Karen R. 1996. The Late Roman Army, New Haven–London
Τσερεβελάκης, Γ.Τ. 22019. Η Ρώμη & οι Γερμανοί. Οι μεγάλες συγκρούσεις, Αθήνα
Wheeler, E.L. 2012. Review on: Chr. Allmand, The De Re Militari of Vegetius: The Reception, Transmission and Legacy of a Roman Text in the Middle Ages, Cambridge 2011 (https://www.history.ac.uk/reviews/review/1293)