Πάνος Καπετανίδης
Το φως της σκιάς.
Μια αναδρομή στην παγκόσμια ιστορία του Θεάτρου Σκιών
Πόσες φορές δεν παίξαμε με τη σκιά μας, που μία μεγαλώνει και μία μικραίνει!
Πόσες φορές δεν την κυνηγήσαμε, δεν τρέξαμε να την ξεπεράσουμε, δεν κοντοσταθήκαμε να μην την πατήσουμε, δεν κρυφτήκαμε από το φως, για να σταματήσει να μας παρακολουθεί!…
Ποιος τη γεννάει τη σκιά μας; ΤΟ ΦΩΣ.
Όταν έχουμε φως, έχουμε και σκιά.
Το φως είναι η πηγή της δημιουργίας, της ύπαρξής μας.
Πρώτα ο ήλιος, και μετά η φωτιά.
Σήμερα στο παιχνίδι με τη σκιά, βοηθάνε και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες.
Τόσο παλιά είναι η ύπαρξη της σκιάς. Μαζί με την γέννηση του ήλιου.
Η σκιά εξαρτάται πάντα από το φως, και την παρουσία μιας τρισδιάστατης ύπαρξης, έμψυχης ή άψυχης. Πολλές θρησκείες έδωσαν θρησκευτική σημασία στη σκιά.
Το βασίλειο των σκιών δεν είναι παρά ένα συνώνυμο, για το βασίλειο των νεκρών, ενώ ονομάζουν τους πεθαμένους σκιές του παρελθόντος, και αναφέρονται στις σκιές των νεκρών που περιφέρονται κυρίως τη νύχτα, έξω, ή μέσα σ’ ερειπωμένα σπίτια.
Το πέσιμο της σκιάς και η αλλαγή διαστάσεων, σύμφωνα με τη θέση του ήλιου, κρύβει μιά … μαγική διφορούμενη έννοια.
Σ’ ορισμένα κράτη της Αφρικής, το μεσημέρι θεωρείται η πιο …δαιμονική ώρα, μιας και ο ήλιος είναι κατακόρυφος, εξαφανίζοντας τέλεια τις σκιές.
Να γιατί το Θέατρο Σκιών έχει τόσο παλιές ρίζες, που χάνονται στα βάθη των αιώνων, και οι πηγές δημιουργίας του τόσο σκοτεινές, όσο σκοτεινή είναι και η σκιά. Οι διάφορες θεωρίες, τοποθετούν την αρχή του στην Ινδία την Ιάβα ή την Κίνα. Όμως όλες οι πληροφορίες δείχνουν ότι κατάγεται από την Ασία.
Οι παλαιότερες αποδείξεις εμπεριέχονται στα έπη της Μαχαμπαράτα και της Τεριγκάτα. Μα και τα θέματα των έργων του Θεάτρου Σκιών της Ιάβας, της Κεϋλάνης, της Καμπότζης και της Ταϊλάνδης, προέρχονται από την Μαχαμπαράτα και τη Ραμαγιάνα.

Η ανάπτυξη του Θεάτρου Σκιών στην Ινδία εντοπίζεται γύρω στα 200 π.Χ.
Στην Κίνα εμφανίζεται γύρω στα 200 μ.Χ. από ένα μάγο, που για να παρηγορήσει τον Βασιλιά Βού – Τί, που έχασε τη γυναίκα του, αναπαριστάνει τη σκιά της πίσω από μία οθόνη.
Το Κινέζικο Θέατρο Σκιών φτάνει σε θαυμαστό βαθμό τελειότητας και απαράμιλλη αισθητική ποιότητα, γιατί ενσωματώνει διαφορετικές Τέχνες, όπως: η ζωγραφική, η χαρακτική, η μουσική, η μιμητική, δένοντάς τες, σε μια καινούργια έκφραση.
Καμίας άλλης χώρας οι φιγούρες δεν συγκρίνονται σε φινέτσα και λεπτοδουλειά μ` αυτές της Κίνας. Δουλεμένες με κοφτερά μαχαίρια, πάνω σε δέρμα γαϊδάρου συνδυάζουν μαστοριά και φαντασία. Λεπτοκομμένες και χαραγμένες φιγούρες, έχουν ύψος γύρω στους 33 πόντους και είναι καμωμένες από 11 κομμάτια: το κεφάλι, το πάνω και κάτω μέρος του σώματος, δύο μπράτσα, δύο βραχίονες, δύο παλάμες και δύο πόδια.
Η οθόνη είναι καμωμένη από χαρτί βατόμουρου ή καθαρή άσπρη γάζα, τεζαρισμένη πάνω σε σκελετό μπαμπού, μήκους 8 μέτρων. Βρίσκεται ενάμισι μέτρο πάνω από το έδαφος, διακοσμημένη με μεταξωτά, που κρέμονται και από τις δύο πλευρές.
Στην παράσταση παίρνουν μέρος: ο παρουσιαστής, ο βοηθός, και τρεις μουσικοί, που χρησιμοποιούν διάφορα όργανα.
Οι παλαιότερες φιγούρες προβάλλονταν απάνω στο πανί ακίνητες. Είχαν νύχια και ράμφος, όπως οι ψυχές των νεκρών που συμβόλιζαν. Η παράσταση είχε θρησκευτικό χαραχτήρα. Οι παίκτες ήταν παπάδες, οι Νταλάγκ, όπως τους ονόμαζαν. Τα έργα και οι φιγούρες, παρμένες από τη θρησκευτική λατρεία τους ήταν θεότητες, ή Δράκοι. Αργότερα έπαψε να είναι αποκλειστικά θρησκευτική τέχνη και οι φιγούρες πήραν ανθρώπινη μορφή και κίνηση. Οι παραστάσεις, διαρκούν μέχρι και τέσσερις ώρες.

Το Θέατρο Σκιών της Κίνας, του Μπαλί και της Ιάβας μπορεί να είναι τα πιο γνωστά, με παγκόσμια απήχηση, όμως και άλλες χώρες της Άπω Ανατολής έχουν αναπτύξει αυτή τη Λαϊκή Τέχνη, με ενδιαφέρουσες παραλλαγές, όπως η Καμπότζη και η Ταϊλάνδη.
Στο ταξίδι του από την Άπω Ανατολή προς τα Δυτικά, η Περσία είναι ο πρώτος φυσικός σταθμός. Στο Ιράν, τα έργα Σκιών είναι γνωστά μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Απ’ όλες τις Αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, μόνο η Αίγυπτος μας παρέχει τα πρώτα τεκμήρια για Θέατρο Σκιών, παρόλο που κάπου – κάπου τ’ αχνάρια του παρουσιάζονται στα μεγάλα Αραβικά αστικά κέντρα όπως η Βαγδάτη και η Δαμασκός.
Μα και στην Αλγερία, από διάφορες πηγές μαθαίνουμε ότι το Θέατρο Σκιών, ήταν ή αγαπημένη διασκέδαση των κατοίκων, όπου κάποιος Καραγκούς παρουσιαζόταν σαν ένας φοβερός πατριώτης και εθνεγέρτης, που χτυπούσε με προσβλητικό τρόπο τους Γάλλους τότε αποικιοκράτες.

Εκτός της Αλγερίας, η Τυνησία και το Μαρόκο έχουν να επιδείξουν ένα δικό τους Θέατρο Σκιών.
Η μόνη απ’ όλες τις χώρες, που κατέχει τα πρώτα γραπτά κείμενα παιγμένα σε παραστάσεις Θεάτρου Σκιών, είναι η Αίγυπτος στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το θέμα πολλών συζητήσεων και διαφωνιών, ανάμεσα στους ερευνητές, της τέχνης του Θεάτρου Σκιών, είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό ταξιδεύει Δυτικά, φθάνει στη Μεσόγειο, και καταλήγει στην Τουρκία και την Ελλάδα. Το πιο πιθανό είναι να ταξίδεψε μαζί με τους Τσιγγάνους από την Ινδία.
Για το πώς ξέφυγε το Θρησκευτικό Θέατρο Σκιών από σοβαρό να γίνει κωμικό, ένας από τους πολλούς – γοητευτικούς θρύλους λέει πως ο Χατζηαβάτης είναι εργολάβος στην Προύσα και χτίζει το σαράι του Πασά. Ο Καραγκιόζ δουλεύει εκεί σαν αρχιμάστορας – μαραγκός, και διηγείται χιλιάδες ιστορίες στους εργάτες. Εκείνοι ακούν τον Καραγκιόζ μ’ ανοιχτό το στόμα, …. και το σαράι δεν λέει να τελειώσει.
Όταν ο Πασάς ανακαλύπτει το λόγο της αργοπορίας, διατάζει να θανατώσουν τον Καραγκιόζ. Αργότερα όμως ο Πασάς είχε τύψεις για το έγκλημά του αυτό, κι έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Τότε ο Χατζηαβάτης, που είχε ακούσει πολλές ιστορίες απ’ τον Καραγκιόζ, κόβει ένα χαρτόνι, του δίνει τη μορφή του Καραγκιόζ, και κάνοντας τη φωνή του παίζει σ’ ένα άσπρο σεντόνι τις αστείες ιστορίες του Καραγκιόζ.

Αυτός και άλλοι πολλοί θρύλοι, δείχνουν την σύγχυση που υπάρχει για την είσοδο του θεάματος στην Τουρκία, ή αλλιώς την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Στον Ελλαδικό χώρο εμφανίζεται στα 1841 στο Ναύπλιο όπου σε μια εφημερίδα της εποχής, γίνεται λόγος για τον Καραγκιόζη.
Ο πρώτος Καραγκιοζοπαίκτης στην Ελλάδα, ήταν ο μπάρμπα – Γιάννης Βράχαλης. Αμέσως ο Καραγκιόζης γίνεται δεκτός και αγαπητός στην ελεύθερη Ελλάδα, και όπου παίζεται παράστασή του γεμίζει από απλό κόσμο.
Η απαλλαγή του Καραγκιόζη από τα τούρκικα στοιχεία, θα γίνει με πολλή σοφία από τον Δημήτριο Σαρδούνη ή Μίμαρο στα 1890, στην Πάτρα. Μεγάλος μάστορας και μίμος ο … Μίμαρος, χτενίζει από τα αισχρά λόγια και άσεμνες εκφράσεις και κινήσεις τον Καραγκιόζη, και σιγά – σιγά του δίνει τη φόρμα που βλέπουμε και σήμερα.
Με τον καιρό, ο Καραγκιόζης γίνεται πια Σατυρικό Θέατρο. Χρησιμοποιώντας την παλιά εξουσία (Πασά, Βεζυροπούλα, Βεζίρη, Βεληγκέκα), πρόσωπα που δεν υπήρχαν στο τούρκικο Θέατρο Σκιών, σατιρίζει την καινούργια εξουσία. Από τόπο σε τόπο, προσθέτονται νέοι χαρακτήρες, ανάλογα με τις ανάγκες της περιοχής, από τους οποίους οι πιο ισχυροί παραμένουν μέχρι σήμερα.

Στην Αθήνα, τον πρωτοβλέπουμε στα 1852 σε συνοικία της Πλάκας.
Όπως στον τούρκικο Καραγκιόζη, έτσι και στον ελληνικό, τα γυναικεία πρόσωπα είναι λιγοστά, γιατί ο παίκτης που κάνει όλες τις φωνές, είναι άνδρας. Το ίδιο συμβαίνει και στο αρχαίο ελληνικό Θέατρο, όπου οι ηθοποιοί ήταν άνδρες, που έκαναν και τους γυναικείους ρόλους.

Μεγάλη ομοιότητα του Καραγκιόζη υπάρχει και με τα πρόσωπα της αρχαίας Αριστοφανικής κωμωδίας. Ο Καραγκιόζης φαίνεται σαν ο απόγονος των δούλων των Αριστοφανικών κωμωδιών. Ακόμα λόγω των σταθερών τύπων, υπάρχει μεγάλη συγγένεια και με την Κομέντια ντε λ` άρτε. Ο ήρωας της Κομέντια Πουλτσινέλα φαντάζει σαν ο πρώτος εξάδελφος του Καραγκιόζη.
Ανακεφαλαιώνοντας το μικρό σε έκταση αλλά μεγάλο σε διάρκεια αιώνων και απόσταση ηπείρων οδοιπορικό μας, πρέπει να θυμηθούμε:
Σκοτεινές και βαθιές είναι οι ρίζες του Θεάτρου Σκιών.
Οι μελετητές συγκρούονται ως προς την καταγωγή του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών.
Ο Καραγκιόζης μας και τα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, είναι καθαρά
ΕΛΛΗΝΙΚΟ – ΛΑΪΚΟ – ΘΕΑΤΡΟ.
Σήμερα στη Μεσόγειο μόνο στην Ελλάδα παίζεται Θέατρο Σκιών, σε τόσο μεγάλο ακροατήριο.
Και λίγα λόγια για τους Έλληνες παίκτες
Ο Καραγκιοζοπαίκτης, είναι ένας μεγάλος δημιουργός. Μόνος του κατασκευάζει τις φιγούρες του, τις ζωγραφίζει και τις σκαλίζει από δέρμα μεγάλου ζώου. Μόνος του φτιάχνει τα σκηνικά. Μόνος του κάνει όλες τις φωνές, και τα έργα που παίζει δεν είναι γραμμένα σε κείμενο, αλλά στη μνήμη κάθε Καραγκιοζοπαίχτη, από τον καιρό που ήτανε βοηθός! Δηλαδή από στόμα σε στόμα, από Καραγκιοζοπαίχτη σε βοηθό, σαν το Δημοτικό τραγούδι, ανήκει κι αυτό στον Παραδοσιακό – λαϊκό λόγο.
Ο Καραγκιοζοπαίκτης, κάνει τη σκηνοθεσία, τη μουσική επιμέλεια, προετοιμάζει με τη φαντασία του τα διάφορα εφέ. Επίσης εκείνος μόνος του κατασκευάζει τη σκηνή του, δίνοντας τη δική του αρχιτεκτονική. Δηλαδή, ο Καραγκιοζοπαίκτης πρέπει να είναι ένα πολύπλευρο ταλέντο.

Η πιο γόνιμη περίοδος που ανθεί το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Σκιών είναι από το 1915 μέχρι το 1950, οπότε δημιουργούνται τα περισσότερα έργα απ’ αυτά που παίζονται και σήμερα και γεννιούνται οι μεγαλύτεροι Καραγκιοζοπαίχτες. Κάθε γειτονιά έχει το δικό της μαντράκι που γεμίζει κάθε βράδυ από πλήθος κάθε ηλικίας. Τη δυναμική πορεία του θεάματος την ανακόπτει βίαια η τεχνολογία και η ανάπτυξη της 7ηςτέχνης, του Κινηματογράφου, και αργότερα της τηλεόρασης. Σήμερα, το θέαμα βρίσκεται και πάλι σε άνοδο, χωρίς όμως τα κλασσικά μαντράκια με τον κισσό και το αγιόκλημα, χώρος όπου ξεκίνησαν οι μεγαλύτεροι καραγκιοζοπαίχτες.
Οι Έλληνες Καραγκιοζοπαίχτες, παλεύουν σήμερα, για την δημιουργία Εθνικής Σκηνής Θεάτρου Σκιών. Για να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί η τόσο σπουδαία τέχνη: η τέχνη του Ελληνικού – Λαϊκού Θεάτρου Σκιών.
Αφιέρωμα στον Πάνο Καπετανίδη
Ο Πάνος Καπετανίδης είναι καλλιτέχνης του Θεάτρου Σκιών. Σπούδασε θέατρο και από πολύ μικρός έμαθε την τέχνη του Καραγκιόζη κοντά στον μεγάλο καραγκιοζοπαίκτη Ευάγγελο Κορφιάτη. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. www.karagkiozis.com
Έλληνες Καραγκιοζοπαίκτες – Ονομαστική Κατάσταση
http://www.karagkiozis.com/paiktes1.htm
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
(με αντίστροφη χρονολογική σειρά)
Κορφιάτης, Ευάγγελος, Ο Βάγγος στον Παράδεισο. Αναμνήσεις Ευάγγελου Κορφιάτη (Βάγγου) παίκτη του Θεάτρου Σκιών, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2019.
Ντζαβολάκη, Ελένη, Μπροστά από τον μπερντέ. Ενσαρκώσεις του Καραγκιόζη στην Ελληνική Δραματουργία στον 20ό και τον 21ο αιώνα, Αθήνα, Αιγόκερως, 2019.
Νταγιάκος, Γιάννης, Ελάτε να παίξουμε Καραγκιόζη, Αθήνα, Ωρίων, 2005.
Χαριτάτου, Αλεξάνδρα (επιμ.), Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Φιγούρες από φως και ιστορία, Αθήνα, ΕΛΙΑ, Πολιτιστική Ολυμπιάδα, 2004.
Χοτζάκογλου, Ανθούλα, “Το Θεματολόγιο του Κυπριακού Θεάτρου Σκιών και η παρουσία της Κύπρου στα έργα Ελλαδιτών Καραγκιοζοπαικτών”, Δελτίο Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Τόμος ΞΣτ΄, Λευκωσία, 2004, σ. 21-246.
Χατζάκης, Μιχάλης, Το έντεχνο Θέατρο Σκιών. Θεωρία και πράξη, Αθήνα, Προσκήνιο, 2003.
Αναγνωστόπουλος, Β. Δ. (επιμ.), Θέατρο Σκιών και Εκπαίδευση, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003.
Τσίπηρας, Κώστας, Έλληνες Καραγκιοζοπαίχτες πίσω από τα φώτα του μπερντέ, Αθήνα, Κοχλίας, 2003.
Μόλλας, Δημήτρης, Ο Καραγκιόζης μας: Ελληνικό Θέατρο Σκιών, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2002.
Κοτοπούλης, Γεώργιος Κ., Ο Καραγκιόζης στην Πάτρα 1890-1906. Η περίπτωση του Μίμαρου, Πάτρα, Περί Τεχνών, 2000.
Ιερωνυμίδης, Μιχάλης, Πίσω από τον μπερντέ. Ηχητικά και οπτικά τεχνάσματα στο ελληνικό Θέατρο Σκιών, Αθήνα, Άμμος, 1998.
Οφλίδης, Σίμος – Καλαϊτζή-Οφλίδη, Λένα, Τα Καραγκιόζικα της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1996.
Κιουρτσάκης, Γιάννης, Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία. Το παράδειγμα του Καραγκιόζη, Αθήνα, Κέδρος, 1996.
Βογιατζής, Φώτης Ν., Το Θέατρο Σκιών στην Θεσσαλία, Καρδίτσα, Εκτυπωτική Καρδίτσας, 1995.
Σπαθάρης, Σωτήρης, Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη, 4η έκδοση, Αθήνα, Άγρα, 1992.
Πούχνερ, Βάλτερ, “Η θέση του Καραγκιόζη στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου”, Ελληνική θεατρολογία. Δώδεκα μελετήματα, Αθήνα, Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης, 1988, σ. 409-418.
Πούχνερ, Βάλτερ, Οι βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη, Αθήνα, Στιγμή, 1985.
Χατζηπανταζής, Θεόδωρος, Η εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890, Αθήνα, Στιγμή, 1984.
Μόλλα – Γιοβάνου, Αρετή, Ο Καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας. Η κόρη του θυμάται, Αθήνα, Κέδρος, 1981.
Πετρόπουλος, Ηλίας, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Αθήνα, Γράμματα, 1978.
Φωτιάδης, Θανάσης, “Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Στοιχεία για την προέλευση του Καραγκιόζη”, Άνθρωπος, Αθήνα, Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος, 1974, σ. 69-90.
Βενάρδος, Σωκράτης, Με τον Σωτήρη Σπαθάρη, Αθήνα, Τυπογραφείο Εμμ. Ροδάκη, 1975.
Puchner, Walter, Das Neugriechische Shattentheatre Karagiozis, München, Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie, 1975.
Μπίρης, Κώστας Η., “Ο Καραγκιόζης: Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο”, Νέα Εστία, τόμος 52, Αθήνα, 1952, σ. 3-67.