Κωστής Ι. Αιλιανός
Ο Μέττερνιχ, ο Καποδίστριας και η Γένεση της Ελλάδος, 1825 – 1831
(Μέρος Β΄)
Όταν ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα, αρχές Ιανουαρίου 1828, ακόμη δεν υπήρχε, κατά το διεθνές δίκαιο, κράτος, όπως υπεγράμμιζε ο Metternich.[1] Καμμία συνθήκη δεν κατοχύρωνε κανένα δικαίωμα για τους Έλληνες, πόσω μάλλον ανεξαρτησία. Γινόταν μόνον λόγος για κάποια αυτονομία – ημι-ανεξαρτησία, κατά τον Prokesch – ορισμένων περιοχών. Ο κυβερνήτης, εν τούτοις, παρασκηνιακά εργαζόταν για την αποδοχή των ευρύτερων δυνατών ορίων του νέου κράτους, όπως επίσης για την αναγνώρισή του με την ανταλλαγή διπλωματικών αντιπροσώπων.[2] Η ναυμαχία του Ναυαρίνου ήταν αυτή που προσέδωσε στην υπόθεση νέα δυναμική. Την νέα αυτή δυναμική διατήρησε και ο πόλεμος Ρωσσίας-Τουρκίας (Απρίλιος 1828 – Σεπτέμβριος 1829) όπως επίσης και αυτός, λίγο αργότερα, μεταξύ του σουλτάνου και του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου (1831-1833).
Παρά το γεγονός ότι ο παλαιός αντίπαλός του ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ελλάδος, ο Metternich, με την πεποίθηση πλέον ότι η ανεξαρτησία αποτελούσε την μόνη εφικτή διέξοδο στο χρονίζον πρόβλημα, επεδίωξε να κατευθύνει την τριμερή συμμαχία στην μόνη πραγματιστική αυτή λύση, ώστε να ρυθμισθή το ζήτημα χωρίς αρνητικές συνέπειες στην ισορροπία της περιοχής. Δεν ενεργούσε από αγάπη προς την Ελλάδα ή τους Έλληνες.[3] Οι επικρατούσες συνθήκες επί του εδάφους ήταν αυτές που τον καθοδηγούσαν. Τόσο μάλλον που ο σουλτάνος ακολουθούσε, κατά τον Metternich, μία ακατανόητη πολιτική που «δεν επέτρεπε [στο Διβάνιο] να δει την άβυσσο στην οποία οδηγείτο».[4]
Το Λονδίνο, ακολουθώντας την πάγια γραμμή του, έσπευσε να απορρίψει την αυστριακή πρόταση.[5] Το Παρίσι ακολούθησε. Στην Πετρούπολη, ο αυταρχικός και απόλυτος τσάρος Νικόλαος Α’ πλήρως ενάντιος και αυτός, αντέδρασε έντονα στον πρέσβυ που του επέδωσε, τον Απρίλιο, το μνημόνιο του Metternich: «Σας επαναλαμβάνω, απεχθάνομαι τους ΄Ελληνες. Παρ’ όλο που είμαστε ομόθρησκοι! Η διαγωγή τους υπήρξε απαίσια, καταδικαστέα! Δεν επιθυμώ την χειραφέτησή τους! Δεν την αξίζουν!» Αντέταξε δε ότι η πρότασή του Metternich ευρίσκετο σε αντίθεση προς τις αρχές που υπεστήριζε μέχρι τότε.[6] Ο καγκελλάριος όντως απεμπολούσε ορισμένες κατευθυντήριες αρχές του Συνεδρίου της Βιέννης, αποβλέποντας, όμως, σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα.[7] Οι τρεις Δυνάμεις, εν τούτοις, είχαν απομακρυνθή πολύ περισσότερο από τις δεσμεύσεις της Βιέννης.
Παρά ταύτα, οι θέσεις του αυστριακού πρίγκιπος σταδιακά φαινόταν να κερδίζουν έδαφος. Συνεζητούντο στα παρασκήνια. Ήδη, στην συνδιάσκεψη των πρέσβεων στο Λονδίνο άρχισε να διαχέεται η έννοια της ‘qualified independence’ ή ‘indépendence pratique’ για τις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, στο πλαίσιο πάντα του αυτόνομου καθεστώτος που προέβλεπε η Συνθήκη του Ιουλίου. Έναντι αυτού, ο Arthur, δούκας του Wellington, πρωθυπουργός της Μεγ. Βρεταννίας, σε οδηγίες του, τον Ιούλιο 1828, κατά την προετοιμασία της συνόδου στον Πόρο των τριών πρέσβεων ( Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1828), πέραν της – περιορισμένης – οριοθετήσεως του νέου κράτους, σημείωνε, επηρεασμένος από τις σκέψεις του Metternich, ότι οι πρέσβεις θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την δημιουργία μιας πλήρως ανεξάρτητης (unqualified independence) Ελλάδος.
«Δεν θα αποθαρρύνετε, συνεπλήρωναν οι οδηγίες, αυτή την απόκλιση από τις αρχικούς όρους της Συνθήκης».[8] Λίγο αργότερα, ο Nesselrode, σε οδηγίες στις 16/28 Αυγούστου στον Ρώσσο πρέσβυ στο Λονδίνο ανέφερε ευθέως «εν συνεχεία ενός μνημονίου της κυβερνήσεως της Βιέννης [ότι] εάν οι σύμμαχοί μας έκριναν ότι η πλήρης ανεξαρτησία της Ελλάδος θα ήταν πλέον κατάλληλη ώστε να επιτευχθή η ειρήνη στην Ανατολή, δεν θα απορρίπταμε ένα τέτοιο συνδυασμό». Και προσέθετε: «Ως φαίνεται (ο συνδυασμός αυτός) έχει την φωτεινή αποδοχή του δούκα του Wellington, ο οποίος πρώτος την επανέλαβε».[9] Κάτι φαινόταν να αλλάζει.
Οι παρασκηνιακές αυτές απόψεις δεν είχαν πρακτικό αποτέλεσμα. Οι τρεις Δυνάμεις στην νέα διακοίνωση που υπέβαλαν στην Πύλη (Νοέμβριος 1828) δεν επρότειναν την «πολιτική χειραφέτηση» της Ελλάδος. Παρέμεναν στην ιδέα της αυτονομίας. Την περίοδο αυτή, ως εκ τούτου, ο Metternich ήταν εκείνος που εστήριζε τα ελληνικά όνειρα. Όχι οι τρεις «προστάτιδες» Δυνάμεις, διεσπασμένες και αλληλοϋποβλεπόμενες.
Παρά τις συνειδητές προσπάθειές του για εξεύρεση λύσεως του Ελληνικού, τα αισθήματά του καγκελλαρίου για την κατάσταση στον ελληνικό χώρο παρέμεναν αμφίσημα, υπό το φώς της πλήρους αταξίας που προεξήρχε σ’ αυτόν. Μέσα σε «φαντασμαγορίες και κανένα αίσθημα πραγματικότητος – παρατηρούσε – … αυτό που επιβιώνει το λιγότερο, είναι η κυβέρνηση και το πρόσωπο που έχει βυθισθή πιο βαθιά είναι ο Κύριος Καποδίστριας».[10] Παρεμφερή αισθήματα απαξιώσεως, πάντως, εξέπεμπε και για το Διβάνιο.
Ο πόλεμος Ρωσσίας-Τουρκίας που είχε ξεσπάσει τον Απρίλιο 1828 δεν ανέστειλε τις ενέργειες των Δυνάμεων. Το καλοκαίρι του 1828, η Αυστρία, υπό τον φόβο των συνεπειών του πολέμου, επανήλθε με επανειλημμένα διαβήματα στον σουλτάνο. Του υπεδείκνυε την σκοπιμότητα κάποιας ουσιαστικής χειρονομίας του στο Ελληνικό ζήτημα. Μετέθεσε, όμως, τις προτεραιότητες, επισημαίνοντάς ότι αν δεν απεδέχετο την Συνθήκη του Λονδίνου, θα είχε να αντιμετωπίσει την ανεξαρτησία των ελληνικών εδαφών. Η κατάσταση δεν του επέτρεπε να ελπίζει ότι θα επανακτούσε τα χαμένα εδάφη. Η αποδοχή της λύσεως αυτής θα εξομάλυνε και τις σχέσεις της Πύλης με τις Δυνάμεις.[11] Ο σουλτάνος, παρ’ ότι εγκαταλελειμμένος από τον Μοχαμετ Άλι, ενώ έφθανε στην Πελοπόννησο ο γαλλικός στρατός,[12] ηρνείτο κάθε συμβιβασμό. Οι επανειλημμένες αναποτελεσματικές προσπάθειες του Metternich υπογραμμίζουν την φθίνουσα επιρροή της Αυστρίας στην Πύλη.[13]

Ένα νέο πρωτόκολλο που υπεγράφη μεταξύ των τριών στο Λονδίνο στις 22 Μαρτίου 1829, καθόριζε τα σύνορα του νέου αυτονόμου, πάντοτε, κράτους – στους κόλπους Άρτας-Βόλου και την Εύβοια – πολύ βορειότερα από αυτά που ο ίδιος ο Metternich θεωρούσε ευκταία. Γι΄ αυτόν η απόσχιση μόνον της Πελοποννήσου και των γειτονικών νήσων – και βέβαια χωρίς την Εύβοια – όπου δεν ζούσαν πολυάριθμες μουσουλμανικές κοινότητες, θα ήταν ευκολότερα αποδεκτή από το Διβάνιο.[14] Όμως, η αναζωπύρωση των πολεμικών επιχειρήσεων την άνοιξη 1829 βορείως του Ισθμού, σύμφωνα με την τακτική του Καποδίστρια, ανέτρεπαν και πάλι τα μέχρι τότε δεδομένα.
Το καλοκαίρι του 1829, η προέλαση των ρωσσικών δυνάμεων προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά και η επαναστατική κινητοποίηση στην πρωτεύουσα, έκαμψαν, εν τέλει, την αρνητικότητα του Διβανίου. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως, στις 14 Σεπτεμβρίου 1829,[15] ο σουλτάνος απεδέχετο τους όρους της Συνθήκης του Λονδίνου, δηλ. την δημιουργία μιας αυτόνομης Ελλάδος, όπως επεδίωκε ο τσάρος, στα διευρυμένα σύνορα που προέβλεπε.[16] Ο Metternich, μετά κάποιες αρχικές επιφυλάξεις, αναγκάστηκε να παραδεχθή την αξία της συμφωνίας ως ένα βήμα προς την επιζητούμενη ειρήνευση και την σταθερότητα στην περιοχή, όπως επίσης και ότι τα νέα, διευρυμένα, όρια καθιστούσαν την Ελλάδα «μια νέα δύναμη στην Μεσόγειο» και «εγγυόνται καλύτερες προοπτικές για την ανεξαρτησία της και την υλική αυτοδύναμη ύπαρξή της.» [17]
Εν τω μεταξύ, η θέση του Metternich που, από τις αρχές 1828, επέμενε ότι η ανεξαρτησία αποτελούσε την μόνη πρόσφορη λύση, «ώστε να βγούμε από αυτόν τον λαβύρινθο», άρχισε να πείθει τις άλλες Δυνάμεις.[18] Υπεστήριζε – όχι αβάσιμα – ότι «ο σουλτάνος ευκολώτερα θα απεδέχετο την πλήρη απώλεια μιάς επαρχίας, από το να αποδεχθή τον κίνδυνο μιάς εξωτερικής παρεμβάσεως».[19] Και ο Νικόλαος Α’ ακόμη, στις αρχές του 1829, επιθυμώντας να επιτύχει προσέγγιση με την Αυστρία,[20] διαφοροποιήθηκε από την μέχρι τότε πάγια θέση του απορρίψεως της ανεξαρτησίας, και εγνωστοποίησε στην Βιέννη, μέσω του πρέσβεώς του, ότι απεδέχετο την λύση αυτή, ενστερνιζόμενος τις απόψεις του Metternich.[21] Μη τολμώντας δε να την εισηγηθή ο ίδιος, ανατρέποντας την συμφωνία των τριών, ζήτησε την συμπαράσταση του καγκελλαρίου, του οποίου την πατρότητα τής ιδέας ανεγνώριζε.[22] Προπομπός της ρωσσικής μεταστροφής του τσάρου υπήρξε ο Nesselrode, ο οποίος, στηρίζοντας τις προθέσεις του Καποδίστρια, από τον Αύγουστο του 1828 ήδη, προωθούσε την ιδέα της ανεξαρτησίας.

Στα τέλη του 1829, μετά την παρασκηνιακή μεταστροφή του τσάρου υπέρ της προτάσεως του Metternich και την Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, και και την επαμφοτερίζουσα προσπέλαση του Λονδίνου, συνετάχθη με τους δύο συμμάχους της και η Γαλλία – η οποία έπαιζε και αυτή με την ιδέα της ανεξαρτησίας από ολίγου χρόνου[23] – μετά η Αγγλία. Στις 30 Νοεμβρίου, με πρωτοβουλία της τελευταίας αλλά και σε σύμπλευση με την Αυστρία,[24] επήλθε συμφωνία μεταξύ των τριών, με αποτέλεσμα στις 3 Φεβρουαρίου 1830 να υπογραφή το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Με αυτό ανεγνωρίζετο η ελληνική ανεξαρτησία. Συγχρόνως, οι Δυνάμεις επέλεξαν τον πρίγκηπα Λεοπόλδο της Σαξωνίας-Κοβούργου ως ηγεμόνα της Ελλάδος, αλλά επίσης περιώρισαν τα σύνορα της νέας οντότητος.[25] Η απόφαση για τα όρια ικανοποίησε την Βιέννη δεδομένου ότι συρρικνούντο πάλι προς το ιδεατό γι’ αυτήν σύνορο, τον Ισθμό.[26] Αν και η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως δεν κατέστη ο αναμφισβήτητος μοχλός για την μεταλλαγή της στάσεως των Δυνάμεων προς την ανεξαρτησία, η δυναμική της συνέβαλε σ΄ αυτήν.
Η μέριμνα, πάντως, του Metternich εστιάζετο κυρίως στο να μην τρωθή η ύπαρξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα της αποσχίσεως των Ελληνικών επαρχιών,. Οι Τούρκοι «δεν πέθαναν αλλά απλώς νικήθηκαν», έλεγε. Οι Έλληνες, αντίθετα, «δεν υφίστανται ως έθνος και για πολύ χρόνο ακόμη δεν θα έχουν τίποτε άλλο από μία υποτιθέμενη ύπαρξη.»[27] Ωστόσο, μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Φεβρουαρίου, εμπιστευόταν στον Prokesch «παραμένουμε στις θέσεις μας σε ό,τι αφορά το Ελληνικό ζήτημα. Επιθυμούμε [να πράξουμε] το καλύτερο που απαιτείται για την Ελλάδα».[28] Ο Metternich, o οποίος διεπνέετο και πολύ αργότερα από έντονα αμφίθυμα αισθήματα για την Ελλάδα, ανατέμνοντας τα γεγονότα, θεωρούσε μεν την δημιουργία της νέας χώρας ως μία ανάγκη, αλλά συγχρόνως ως μία «αποβολή», μία ανώμαλη γέννα και βραχείας επιβιώσεως! Εν τούτοις, παρεδέχετο, ότι η Ελλάς «ήταν καταδικασμένη να ζήσει»![29]
Ο καγκελλάριος ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, έδωσε οδηγίες στον ιντερνούντσιο[30] να στηρίξει τα νέα πρωτόκολλα.[31] Ο αυστριακός εκπρόσωπος θα έπρεπε να πείσει και αυτός την Πύλη ότι «η πλήρης ανεξαρτησία της Ελλάδος θα ήταν καλύτερη λύση γι’ αυτήν από μία περιορισμένη υποταγή», ότι «μία ελεύθερη και ανεξάρτητη Ελλάς θα υπάρχει, και οι τυχόν διαμαρτυρίες της Πύλης δεν θα αλλάξουν τίποτε στην ύπαρξή της..».[32] Η «μέση λύση» στην οποία επέμενε από το 1824 η Ρωσσία ήταν πλέον ανεφάρμοστη. Ο Μαχμούτ ΙΙ ακόμη αντιδρούσε. Ο Metternich, στην διαλεκτική προσπάθειά του, προέβαλλε και πάλι, επανερχόμενος στις μύχιες σκέψεις του 1825, ότι εάν ο σουλτάνος απέρριπτε τις αποφάσεις που του υπεβλήθησαν, έπρεπε είτε να εγκαταλειφθή από τις Δυνάμεις η υπόθεση της Ελλάδος – με ό,τι αυτό θα συνεπείγετο για την Πύλη – είτε αυτή να αναδειχθή σε κράτος. «Κάθε ενδιάμεση λύση μεταξύ των δύο άκρων, είναι χωρίς νόημα».[33]
Σε ό,τι αφορούσε τον Καποδίστρια, μετά τις πρώτες ενθαρρυντικές αξιολογήσεις για τις ικανότητές του, η κριτική κατ΄ αυτού από το περιβάλλον του καγκελλαρίου υπήρξε δριμεία. Πέραν του ότι του κατελόγιζαν «μίσος για την Αυστρία»[34] και φιλορωσσική διάθεση, έφθαναν μέχρι σημείου να θεωρούν ότι λόγω των εσωτερικών αντιδικιών που προκαλούσε, αποτελούσε τον «ολετήρα της παρούσας πολιτικής σκηνής» και να προσβλέπουν στην εκβολή του από την ηγεσία της χώρας.[35] Δεν εκτιμούσαν την πολιτική που ακολουθούσε, τηρήσεως ίσων αποστάσεων από τις Δυνάμεις, που ο κυβερνήτης, για ευνόητους λόγους, είχε θεσπίσει ως αρχή. Σε άλλες, πάλι, στιγμές, ο Metternich εξεφράζετο θετικά γι’ αυτόν και ανεγνώριζε την αξία του στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητος. Μάλιστα ο Friedrich von Gentz, δημοσιογράφος και έμπιστος σύμβουλος του καγκελλαρίου, ο οποίος εγνώριζε προσωπικά τον κυβερνήτη από παλαιά, αν και επικριτικός απέναντί του, τον Ιούνιο 1828 ανεγνώριζε ότι «στην τωρινή φάση δεν μας θεωρεί τίποτε λιγότερο από εχθρούς του, και αν εγνώριζε καλύτερα τις απόψεις της κυβερνήσεώς μας, ασφαλώς δεν θα μας θεωρούσε μεταξύ αυτών».[36] Όμως, δεν φαίνεται ότι υπήρχε κανένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Βιέννης και Ναυπλίου, ώστε να μεταφέρονται σωστά τα μηνύματα.


Εν τέλει, η συνδυασμένη πίεση των Δυνάμεων απέδωσε. Η Πύλη τον Απρίλιο εκάμφθη. Αλλά και πάλι υπήρχαν καθυστερήσεις. Έτσι, παρά την υπογραφή των Πρωτοκόλλων του Φεβρουαρίου 1830, χρειάστηκε η υπογραφή τριών ακόμη, στις 26 Σεπτεμβρίου 1831, στις 13 Φεβρουαρίου 1832 και στις 7 Μαΐου 1832. Με το τρίτο ανεγνωρίζετο – μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου – ως βασιλεύς, πλέον, της Ελλάδος ο πρίγκιψ Όθων της Βαυαρίας.[37] Ο σουλτάνος έστερξε στην υπογραφή στις 21 Ιουλίου 1832, της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία απεδέχετο τις αποφάσεις για την ανεξαρτησία της Ελλάδος.
Διερωτάται κανείς, μετά την τροχιά που διέγραψαν οι θέσεις του Metternich με στόχο την ταχεία ρύθμιση του Ελληνικού Ζητήματος, σε ποιο βαθμό επηρέασε τις απόψεις των μερών. Από την όλη δυναμική των πραγμάτων είναι προφανής η αδυναμία της Αυστρίας να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην Πύλη. Στην πιστοποίηση αυτή καταλήγει και ο Miroslav Sedivy: «η πραγματική επιρροή [της] στην αυλή του σουλτάνου ήταν πολύ λιγότερο σημαντική καθ’ όλη την περίοδο… από το 1821 μέχρι το 1841…. Η ασθενής θέση της υπονόμευε τα αυστριακά αιτήματα….σε υποθέσεις υψίστης πολιτικής σημασίας, όπως, π.χ. την Ελληνική επανάσταση, όταν οι ευρωπαίοι διπλωμάτες εκτιμούσαν την επιρροή του Metternich επί των Οθωμανών πολύ βαρύνουσα. Οι Οθωμανοί σπάνια άκουγαν τις συμβουλές του».[38] Άλλωστε, ο ίδιος ο Ρεϊς-εφέντι, υπουργός Εξωτερικών της Πύλης, σε μια στιγμή μη διπλωματικής «ειλικρινείας» προς τον ιντερνούντσιο, ομολόγησε ότι οι φιλικές διαβεβαιώσεις της Βιέννης κατ’ ουδέν ωφέλησαν την Πύλη. Και διερωτάτο : «Μας υπερασπίσατε καθ’ οιασδήποτε προσβολής; Άχρηστοι φίλοι καλύτερα να λείπουν».[39] Πρακτικά, τα μέσα που διέθετε η Αυστρία προς επιβολή των θέσεών της ήταν πολύ περιορισμένα.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά: οι τρεις Δυνάμεις. Μετά την αρχική έμμονη θέση τους υπέρ μιας Ελλάδος φόρου υποτελούς, ο Wellington πρώτος, τον Ιούλιο 1828, επηρεασμένος προφανώς, από τον Metternich, έστω επιφυλακτικά, υπέδειξε την λύση της ανεξαρτησίας. Ο τσάρος, πάλι, στις αρχές του 1829, πειθόμενος στην πολιτική του καγκελλαρίου, κατευθύνθηκε προς την λύση της ανεξαρτησίας. Συνέβαλε η επιχειρηματολογία του Metternich στην αλλαγή των απόψεων του απόλυτου Νικολάου Α’; Η ομολογία για την πατρότητα της προτάσεως, αλλά και η επιστολή του Nesselrode που προανεφέρθη, οδηγούν στην αποδοχή της εκδοχής αυτής. Οι άλλες δύο Δυνάμεις προς τις οποίες επίσης ο Metternich ενεργούσε, ακολούθησαν, συμπλέοντας με την δυναμική που πλέον είχε δημιουργηθή.[40] Η Ελληνική υπόθεση έτεινε όντως στην αίσια διευθέτησή της. Σε σημείο που μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι «Σύμμαχοι» προστάτιδες Δυνάμεις με τα αντιφατικά συμφέροντα που τις χαρακτήριζαν ήταν αυτές που καθυστέρησαν την επιτυχή λύση του Ελληνικού Ζητήματος.
Η προοπτική ανεξαρτησίας της Ελλάδος αναζωπύρωσε τις συζητήσεις ως προς το πλέον κατάλληλο πολιτικό καθεστώς που θα προσιδίαζε στο νέο κράτος. Είχαν ήδη, από το 1825, εκφρασθή απόψεις, και από ελληνικής πλευράς, για ένα δημοκρατικό καθεστώς.[41] Παρά ταύτα ο Καποδίστριας θεωρούσε ότι « ένα ομοσπονδιακό σύστημα ή ένα συνταγματικό καθεστώς θα οδηγούσε σε αναρχία, ενώ το μοναρχικό ήταν το μόνο σύμφωνο προς τις ανάγκες και το αίτημα του λαού…».[42] Έστω καθυστερημένα, και ο Metternich, ο Gentz, ο Prokesch προβληματίσθηκαν και αυτοί. Ο Gentz, τον Ιανουάριο 1830, έγραφε: η Ελλάς από κάθε άποψη, και λόγω του παρελθόντος της, είναι περισσότερο κατάλληλη ως δημοκρατία, με ένα σύνταγμα όπως αυτό της Ελβετίας.[43] Ο καγκελλάριος, λίγο αργότερα, εξέφρασε την σκέψη ότι η Ελλάς θα έπρεπε να αποτελέσει ομοσπονδία κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με πρόεδρο τον Καποδίστρια.[44] Ο Prokesch, τέλος, στο ημερολόγιό του, την 3 Νοεμβρίου 1831, μετά την δολοφονία του κυβερνήτου σημείωνε: «Θα ήθελα οι Δυνάμεις να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως δημοκρατία…και να παύσουν να ασχολούνται με την εκλογή ενός ηγεμόνος».[45] Βεβαίως οι προσωπικές αυτές απόψεις ανθρώπων μακράν της διαμορφώσεως των αποφάσεων, δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις θέσεις των τριών «Συμμάχων» Δυνάμεων, ιδίως δε της Μεγ. Βρεταννίας, στην πορεία της Ελλάδος προς την ανεξαρτησία ως μοναρχίας.
Οι τρεις Δυνάμεις ήσαν αρμόδιες για τον καθορισμό του καθεστώτος της νέας χώρας και την επιλογή ηγεμόνος. Ο Metternich απέφυγε να εμπλακή στις διαδικασίες αυτές.[46] Δεν υπέβαλε καν υποψηφίους. Επεδίωκε το πρακτικό αποτέλεσμα, την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διαδικασίας, ώστε να κλείσει το ελληνικό ζήτημα.[47]
Αν και η εκλογή του Λεοπόλδου ικανοποίησε τον Metternich, δεν τον απέτρεψε από το να διερωτηθή τί έκανε τον Λεοπόλδο να δεχθή να «βασιλεύσει σε ένα κενό», όταν η Ελλάς βρισκόταν σε πλήρη αταξία! [48] Άλλωστε, έμενε να φανή κατά πόσον ο ηγεμών θα μπορούσε να συμβιώσει με τον κυβερνήτη.[49]
Ο τρόπος, εν τούτοις, με τον οποίο ο Λεοπόλδος αποποιήθηκε της υποψηφιότητός του, τον Μάιο 1830, ενόχλησε τον Metternich.[50] Κυρίως, διότι η επίλυση του Ελληνικού ανεβάλλετο για μια ακόμη φορά, την στιγμή που το νέο κράτος «δεν είχε ούτε πυθμένα ούτε πηδάλιο». Ακόμη, τον ανησυχούσε η αυξανόμενη εσωτερική αντίδραση προς τον Καποδίστρια αλλά και ο κίνδυνος να μην εξευρίσκετο εύκολα άλλος υποψήφιος.[51]
Η προοπτική ταχείας διευθετήσεως του Ελληνικού Ζητήματος, επέσπευσαν ορισμένες αποφάσεις της Βιέννης. Ήδη από τον Νοέμβριο 1829 ο αυτοκράτωρ επέλεξε να διαπιστεύσει πρέσβυ (ministre) στο νέο κράτος.[52] Στις 3 Μαρτίου, αμέσως μετά την υπογραφή των πρωτοκόλλων του Λονδίνου και την επιστροφή του Prokesch στην Βιέννη από τις αποστολές του στην Ανατολή, ο ίδιος ο Φραγκίσκος Α΄ του ανεκοίνωσε την απόφασή του να τον τοποθετήσει στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο. Επρόκειτο περί μιας εξαιρετικής επιλογής. Όχι επειδή ο αξιωματικός του αυστριακού στρατού Anton Prokesch, ήταν αρχαιόφιλος, διανοούμενος ελληνολάτρης – όχι φιλέλλην, όπως εκλαμβάνεται ο όρος[53] – που ομιλούσε ελληνικά, αλλά διότι εγνώριζε εις βάθος το Ανατολικό ζήτημα έχοντας αναλάβη αποστολές επί 5 ½ χρόνια στην ευρύτερη περιοχή. Είχε προσωπικές επαφές με κύριες προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Εθεωρείτο ως μία από τις πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες της αυστριακής διπλωματίας και ετύγχανε της απόλυτης εμπιστοσύνης τόσο του αυτοκράτορος όσο και του καγκελλαρίου. Επρόκειτο ασφαλώς για μια χειρονομία εύνοιας προς την Ελλάδα. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο διπλωματικό του πόστο όπου και, κατά γενική ομολογία, ήταν επιτυχής στην εκτέλεση της μακράς αποστολής του.[54]
Ο Metternich τον προέτρεπε να αναχωρήσει για την Ελλάδα ήδη στα τέλη Δεκεμβρίου 1830.[55] H αναβολή αναχωρήσεως του συνδέεται με την καθυστέρηση οριστικής ρυθμίσεως του Ελληνικού Ζητήματος και την πρόθεση της αυστριακής κυβερνήσεως να μην προτρέξει της αναγνωρίσεως του νέου κράτους από την Πύλη, όπως είχε αφήσει να εννοηθή ο ίδιος ο αυτοκράτωρ στον Prokesch.[56] Τα έντονα αντι-αυστριακά αισθήματα που απεδίδοντο στον κυβερνήτη, δεν φαίνεται να συνέβαλαν στην καθυστέρηση αφίξεώς του πρέσβεως στο Ναύπλιο. Εν τέλει, μόλις τον Σεπτέμβριο 1834, με προσωπική επιστολή του αυτοκράτορος Φραγκίσκου Α’ προς τον βασιλέα Όθωνα, ονομάσθηκε πρέσβυς στην Ελλάδα.[57]

Σημειωτέον ότι ο ιππότης, πλέον, Prokesch von Osten, πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα επεσκέφθη, με προτροπή του καγκελλαρίου, τον βασιλέα της Βαυαρίας, Λουδοβίκο Α΄, γυναικάδελφο του αυτοκράτορος Φραγκίσκου Α΄[58]. Ο Λουδοβίκος τον περιέβαλε με πολλές τιμές και του ζήτησε να παρασταθή στα πρώτα βήματα του Όθωνα στην Ελλάδα. Ο Metternich ενέκρινε χωρίς ενδοιασμό την αποστολή αυτή. Ο Prokesch φέρεται να υπήρξε επιτυχής στις συμβουλές του προς τον Όθωνα για την διατήρηση της σταθερότητος του θρόνου αλλά και την εν γένει πολιτική ηρεμία στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, και σύμφωνα με την επιθυμία που φέρεται να εξέφρασε προς την Βιέννη ο Καποδίστριας[59] για αποστολή προξένων, η Αυστρία απεφάσισε, σαν πρώτο βήμα, την τοποθέτηση, «χωρίς χρονοτριβή και χωρίς να αναμένουν την επίσημη αναγνώριση του Ελληνικού κράτους», προξενικών πρακτόρων στην Ελλάδα, οι οποίοι και επελέγησαν ήδη από τον Νοέμβριο 1830.[60] Στις 27 Απριλίου 1831, και αφού, ως αναφέρεται στην επιστολή του Metternich προς τον Καποδίστρια, «η ανεξαρτησία της Ελλάδος ανεγνωρίσθη επισήμως (formellement reconnue) από την Οθωμανική Πύλη» – άρα μπορούσε και η Αυστρία να αποκαταστήσει σχέσεις – ανεκοίνωσε στην ελληνική κυβέρνηση την «εν ευθέτω χρόνω» ονομασία ενός διπλωματικού εκπροσώπου. Σύμφωνα, δε, με την επιθυμία του αυτοκράτoρος να επιτευχθή η «καλυτέρα ρύθμισις των εμπορικών σχέσεων», ονόμαζε προξένους «στα σημεία τα πλέον σημαντικά» του βασιλείου, δηλ. στο Ναύπλιο, [61] την Πάτρα και την Σύρο. Η χειρονομία αυτή είχε την σημαίνουσα πολιτική διάστασή της ως μία πράξη αναγνωρίσεως από την Αυστρία της κρατικής υποστάσεως της Ελλάδος. Ο Καποδίστριας απήντησε σε θερμό ύφος στην επιστολή του Metternich, υπογραμμίζοντας την «διαλαμβάνουσα ελπίδα ….περί του ότι μετά τον διορισμό προξένων θέλει διορισθή και πράκτωρ διπλωματικός».[62]
Η πολιτεία υπεδέχθη τους νέους αυτούς εκπροσώπους της ξένης Δυνάμεως με ιδιαίτερες τιμές και έκδηλη ικανοποίηση. Ο κυβερνήτης, στις δύσκολες στιγμές που εβίωνε, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να ανυψώσει κάπως το κύρος του. Ο Metternich, σε επιστολή του δεν απέφυγε να σχολιάσει πικρόχολα την υποδοχή σημειώνοντας ότι «δεν είχε υπολογίσει στην υποστήριξη που θα παρείχε στον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια».[63]

Οι «υλικές» σχέσεις των δύο κρατών απετέλεσαν επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Βιέννης. Οι επανειλημμένες αναφορές του Prokesch ήδη από το 1828, στις εμπορικές ευκαιρίες που θα προσέφερε το νεότευκτο κράτος, μαρτυρούν μία άλλη πτυχή ενδιαφέροντος της Βιέννης.[64] Ήταν εύλογο , λοιπόν, ότι με την άφιξή του τον Δεκέμβριο 1834 στην Αθήνα, ο νέος πρέσβυς ενδιαφέρθηκε αμέσως για τις διμερείς εμπορικές σχέσεις και ήδη, τον Μάρτιο 1835, υπεγράφησαν οι πρώτες συμφωνίες – εμπορική και ναυτιλιακή – της Ελλάδος, με άλλη χώρα, την Αυστρία.
Η κυβέρνηση δεν αντεπεκρίθη σύντομα στην χειρονομία της Βιέννης να συνάψει προξενικές σχέσεις με την Ελλάδα. Προφανώς, η δολοφονία, λίγο αργότερα, του κυβερνήτου ανέστειλε κάθε σχετική κίνηση. Απέκτησε κάποιο εκπρόσωπο στην Βιέννη, μόλις τον Μάρτιο 1833, με την ονομασία του βαρώνου Γεωργίου Σίνα ως προξένου, αρχικά, γενικού προξένου αργότερα.[67] Η πρώτη επίσημη επικοινωνία με την Βιέννη σημειώθηκε τον Απρίλιο 1834, με την αποστολή στην αυστριακή πρωτεύουσα του πρίγκηπος Κων. Καρατζά ως εκπροσώπου του Όθωνος. Ο Καρατζάς κατά την ακρόαση με τον αυτοκράτορα έθεσε το θέμα διαπιστεύσεως πρέσβεως στην Ελλάδα καθώς και της ενσωματώσεως της Κρήτης.[68]

Θα πρέπει να σημειωθούν μερικές σπάνιες χειρονομίες ανθρωπιστικής φύσεως της Αυστρίας στον ελληνικό χώρο. Τον Απρίλιο-Μάιο 1827, ο κυβερνήτης του αυστριακού πολεμικού βρικίου Βέννετο, von Korner, διεδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων μαχητών από την Ακρόπολη. Όπως επίσης η, κατόπιν αιτήματος του Καποδίστρια στον Prokesch, εξαγορά και απελευθέρωση γυναικοπαίδων αιχμαλώτων από τον Ιμπραήμ, τον Απρίλιο 1828, και η ανταλλαγή τους με Αιγυπτίους. Αυστριακοί πρόξενοι, εξ άλλου, διευκόλυναν Έλληνες σε ανώμαλες περιόδους, όπως στην Σμύρνη, προς αποφυγή αντιποίνων από τα πλήθη μετά το Ναυαρίνο, ή στην Χίο, κ.α.
Αντίθετα, δυσχέρειες στις σχέσεις προκαλούσαν συλλήψεις ελληνικών πλοίων από αυστριακά πολεμικά για πειρατεία – σύνηθες φαινόμενο την περίοδο εκείνη – εις βάρος εμπορικών πλοίων αυστριακής σημαίας.[69]
Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1831. Η είδηση έφθασε στην Βιέννη μόλις την 1η Νοεμβρίου. Δεν έχει επισημανθή κάποιο σχόλιο του καγκελλαρίου σχετικά με το τραγικό γεγονός, το οποίο ενείχε εύλογους κινδύνους για την ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα.[70] Τουναντίον, συγκρατεί κανείς παρέμβαση του Prokesch στον Metternich την επομένη: «τώρα θα αποκατασταθή η ηρεμία στην Ελλάδα. Ο Μαυροκορδάτος με τον Τρικούπη (θα είναι) προφανώς οι κληρονόμοι της εξουσίας».[71] Στον Gentz, πάλι, γράφει ότι με φρίκη πληροφορήθηκε την δολοφονία, για την οποία λυπήθηκε πολύ, παρά την δεδομένη αντιπάθειά του για τον κυβερνήτη, αναφέρει ότι είχε προβλέψει το γεγονός και ότι «το μίσος εναντίον του κατέληξε στην ακρότητα της δολοφονίας του».[72]
Ο Prokesch – αντικειμενικός, κατ’ αρχήν, κριτής των ελληνικών πραγμάτων αν και αρνητικά διατεθειμένος έναντι των Ελλήνων – χαρακτηρίζει ως εξής τον κυβερνήτη και το έργο του: « Ο Πρόεδρος ήταν άνδρας εξαιρετικών προτερημάτων αλλά και μεγάλων ελαττωμάτων. Η σκέψη του ήταν καθαρή. Μια ευγενής επιδίωξή του… τον ζωογoνούσε και προσέδιδε στο βλέμμα του ένα στοιχείο υπερεντάσεως, το οποίο ο κοινός άνθρωπος δεν μπορούσε να κατανοήσει… Είχε ισχυρό χαρακτήρα… Οι τρόποι του ήσαν οι πλέον ευχάριστοι… Δεν τον κατείχε κανένα φθηνό πάθος. Δεν του έλειπε η μετριοφροσύνη… Η μορφή του ήταν θελκτική, είχε ωραία μάτια, στάση ευγενική…Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν για υπερβολική φιλοδοξία.….Υπάρχουν πολλοί φιλόδοξοι,….των οποίων η φιλοδοξία αποτελεί μόνον μέσο προς επίτευξη ενός υψηλοτέρου και ευγενέστερου σκοπού.…. Τέτοια ήταν η φιλοδοξία του προέδρου… Αγαπούσε την πατρίδα του. Ήθελε να την καταστήσει μία χώρα, η οποία θα άξιζε αυτήν την αγάπη του… Ήταν ευσεβής με την υψηλότερη έννοια της λέξεως… Ήταν συναισθηματικός και συνέπασχε μέχρις αδυναμίας. Ήταν ο κατάλληλος άνδρας για την πτωχή και διχασμένη αυτή χώρα».
Έναντι των θετικών αυτών σχολίων, ο Prokesch του καταμαρτυρούσε «μονόπλευρη πείρα, γνώσεις περιορισμένες και ικανότητες που δεν ξεπερνούσαν τον γενικό μέσο όρο των μορφωμένων’ ότι ήταν απότομος, αδιάλλακτος και κατέφευγε σε ραδιουργίες, συχνά επιτυχείς»… «Έσφαλε ως προς τα μέσα [για την επίτευξη των στόχων του] [διότι] υιοθετούσε [για την διακυβέρνησή του] αρχές [εμπνευσμένες] από το εξωτερικό, όχι [προερχόμενες]από τους Έλληνες, και αυτό τον εμπόδισε να ολοκληρώσει την αποστολή του».[73]
Το θέμα «Ελλάς», με τον νέο ρόλο που αυτή αποκτούσε, συνέχισε να απασχολεί τον Metternich σε συνάρτηση με τους στόχους της Ρωσσίας προς νότον και τον κίνδυνο διαλύσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας , κίνδυνο που ανεδύετο κάθε τόσο, όπως και κατά την κρίση του 1839-1841 με την Αίγυπτο. Όταν, σε μια από τις συζητήσεις με τον Prokesch, το 1839, για τις μελλοντικές δυνατές εξελίξεις και τον ρόλο που θα εκαλείτο να διαδραματίσει η Αυστρία, ο πρέσβυς διέβλεπε ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία έβαινε προς κατακερματισμό, ο καγκελλάριος επανερχόμενος στις παλαιότερες σκέψεις του,[74] ανεφώνησε αυθόρμητα: «Το σχεδιό μου είναι δεδομένο! Η Κων/πολις πρέπει να γίνει μόνον ελληνική». Και στην έκπληξη του συνομιλητού του προσέθεσε, «όλη η έκταση όπου ομιλείται η ελληνική γλώσσα! Η Αθήνα πρέπει να μεταφερθή στην Κων/πολη!» Ουσιαστικά, δηλ. προσέβλεπε στην αναβίωση ενός μεγάλου Ελληνικού βασιλείου με πρωτεύουσα την Κων/πολη! Ο Prokesch παρετήρησε ότι αυτό αποτελούσε το όραμα και του βασιλέως, ο οποίος υπελόγιζε στην Αυστρία. Ο αυστριακός πρέσβυς δεν θέλησε να μειώσει τις ελπίδες του Όθωνος. Ο καγκελλάριος ενέκρινε την στάση του.[75] Οι λεπτομέρειες αυτές μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την πορεία τής – οπωσδήποτε, αμφίθυμης- σκέψεως του Metternich όλα αυτά τα χρόνια, σε σχέση με το νέο κράτος, μετά τις πρώτες αναφορές του το 1825.

Τα στοιχεία που αναφέρονται ανωτέρω αποτελούν μια πρώτη προσπάθεια πιο αντικειμενικής αποτυπώσεως της πολιτικής της Αυστρίας στην διαδικασία της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, όπως προκύπτει κυρίως από τις δημοσιευμένες αυστριακές πηγές. Φωτίζει διαφορετικά την πορεία της Ελληνικής Πολιτείας προς την Ανεξαρτησία και τον ρόλο των Δυνάμεων, ιδίως αυτόν της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ασφαλώς, ο πρίγκιψ Metternich υπήρξε καταδικαστικός έναντι της Επαναστάσεως κατά την έναρξή της, αλλά οπωσδἠποτε ο ρόλος του δεν υπήρξε αυτός τον οποίον του καταμαρτυρούν, δηλ. δεν διεπνέετο από εμμονικό ανθελληνικό οίστρο.[76] Δεν υπήρξε «φιλέλλην». Αλλά ούτε φίλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μακράν τούτου. Το βλέμμα του καθοδηγείτο πάντοτε από συμφέροντα, αυτά της Αυστρίας και της Ευρώπης. Προς εξυπηρέτηση, όμως, των μακροπρόθεσμων σκοπών του απεμπόλησε ορισμένες από τις αρχές του. Η δική του προσπέλαση, και μάλιστα, όπως ο ίδιος επιμένει, από το 1825, σε μεγάλο βαθμό, ήταν αυτή που έκανε αποδεκτή από τις άλλες Δυνάμεις την ιδέα της ανεξαρτησίας.[77] Προφανώς η πρώτη του αυτή νύξη δεν ήταν τυχαία. Η κατάσταση, όμως, τότε ακόμη δεν ήταν ώριμη ώστε οι Δυνάμεις να δεχθούν μια τόσο ριζοσπαστική ρύθμιση. Η διαρκής, εν τούτοις, αναφορά εμμέσως ή αμέσως στην ανεξαρτησία, όλα αυτά τα χρόνια, υποδηλοί ότι μια τέτοια υπέρβαση απασχολούσε την σκέψη του. Και δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την τελική συμβολή του Metternich στην αίσια επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Οι απόψεις του καγκελλαρίου πίσω από τον διπλωματικό λόγο του, ήσαν πιο ειλικρινείς από ό,τι εκρίνοντο γενικώς, και η κριτική που του απηυθύνετο από τους συγχρόνους του πολιτικούς ήταν υπερβολική και αβάσιμη.[78]
Θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο για να καταλήξει κανείς σε αμεσώτερα συμπεράσματα, να εμβαθύνη περαιτέρω στις σκέψεις που εκφράζει στην δική του «Ιστορἰα της Ελληνικής Επαναστάσεως», που συνέταξε με όλη την εμπειρία που είχε αποκομίσει, επιβεβαιώνοντας το διαρκές ενδιαφέρον του για το Ελληνικό ζήτημα.[79]
Θα πρέπει να υπογραμμισθή και πάλι ότι η τελική προσπέλαση του ζητήματος της Ελλάδος από τον Metternich δεν προείρχετο από κάποιο θετικό αντανακλαστικό για την Ελλάδα αυτήν καθ’ εαυτήν ή για την τύχη των Ελλήνων. Η δυναμική πρότασή του για την ανεξαρτησία της Ελλάδος πήγαζε από την πρακτική και πραγματιστική αντιμετώπιση του ζητήματος: να ρυθμισθή το ταχύτερο η σύγκρουση στις επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ώστε να αποφευχθή κάθε δυνατή περαιτέρω περιπλοκή. Αυτό αποτελούσε το συμφέρον της Αυστρίας.
Η δυναμική τοποθέτησή τού καγκελλαρίου υπέρ της ανεξαρτησίας θα δημιούργησε, ασφαλώς, κάποια ανακούφιση τις άλλες Δυνάμεις. Η πρότασή του απετέλεσε την περίοδο εκείνη μία διέξοδο, μια ρεαλιστική κατεύθυνση, μιάν ευκαιρία την οποία άδραξαν. Την στιγμή μάλιστα που τέτοιες ιδέες κυκλοφορούσαν άτυπα στα ανακτοβούλια. Είναι εμφανές, ως εκ τούτου, ότι, η συστηματική αναφορά εκ μέρους του Metternich στην Ανεξαρτησία, συνέβαλε στην αντιμετώπιση της λύσεως του εθνικού μας θέματος. Ο καγκελλάριος ασφαλώς δεν υπήρξε ο άμεσος καταλύτης για την αποδοχή της προτάσεως του. Οπωσδήποτε, όμως, η θέση που προέβαλε επισήμως πλέον στις αρχές του 1828, συνέβαλε στην εξουδετέρωση των όποιων επιφυλάξεων των άλλων Δυνάμεων. Η παλαιά αντιπαλότης του προς τον Καποδίστρια δεν τον εμπόδισε να υποβάλη την ιδέα του για την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπήρξε αμοιβαιότης διαθέσεως απέναντί του από πλευράς του τελευταίου.
Έναντι της πραγματικής καταγραφής της ιστορίας μας, σε ορισμένες πτυχές της παραμένουμε, συχνά, όμηροι παρωχημένων ιδεοληψιών που δυσκολεύουν την ορθή ερμηνεία της. Αυτή ήταν και η περίπτωση της Αυστρίας: η πεποίθηση για την εξ αρχής και συνεχιζόμενη μη φιλική στάση της Βιέννης επηρέασε συνολικά αρνητικά την ομαλή εξέλιξη των διμερών σχέσεων των δύο κρατών, παρ’ όλο που, δυνητικά, υπήρχαν σημεία συμπτώσεως των συμφερόντων τους,[80] όπως ο ίδιος ο Metternich ανεγνώριζε από τότε. Στην αρνητική αυτή πορεία ασφαλώς συνέβαλε και η ατμόσφαιρα που πρυτάνευε εις το εξής στο νέο κράτος, την Ελλάδα, έναντι της Βιέννης.
Μπορεί η Ελλάς ως κράτος να απεγοήτευε τον Metternich. Όμως αποτελούσε πλέον μια πραγματικότητα, την οποία εκαλείτο να διαχειρισθή, αποτελούσε ένα πεσσό του διεθνούς ζατρικίου. Έστω και αν από αυτήν «δεν περίμενε τίποτε, (Η Ελλάς) ήταν καταδικασμένη να ζήσει».[81],[82]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
[1] Sedivy, σ.260.
[2] Είχε υποβάλη σχετικό υπόμνημα στις τρεις Δυνάμεις την 1 Οκτωβρίου 1827. Σκοπό είχε να αποστείλει και η Ελλάς διπλωματικούς πράκτορες. Κόκκινος, Τ.5, σ.276.
[3] Αν και οι προτιμήσεις του έκλιναν προς αυτούς σε σύγκριση με τους Τούρκους. Metternich, Memoires, T.4, επ. προς Neumann, 12.6.1826.
[4] Metternich, Mémoires, T 4, 890, οδ. προς Κων/πολη, 6.1.1828. Sedivy, σ.186, 224, 232.
[5] Το Λονδίνο συνέδεσε την πρωτοβουλία αυτή του Metternich, με αυτήν του 1825. Metternich, Mémoires, Τ.4, σ.461, υ/σημ. στις 28.3.1828. Prokesch, Nachlasse, επ. Gentz προς Prokesch, 19.4.1828.
[6] Metternich, Mémoires, T 4, 896, έγγ. Πρεσβείας Πετρουπόλεως, 24.4.28. «j’abhorre les Grecs»
[7] Siemann, σ.629-630.
[8] Public Record Office (PRO), FO 32/1, General Correspondence, Greece, Prot. 10, Annex D, Λονδίνο 2.7.1828, Dontas, Domna, The last phase of the war of Independence in Western Greece, 1827-1829, Institute of Balkan Studies, 1966, σ. 90. Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, σ.228-229. Τ.V, σ.265.
[9] PRO, FO 32/1, General correspondence, Greece, Οδηγίες Πετρουπόλεως προς πρέσβυ στο Λονδίνο, 16/28 Αυγούστου 1828.
Prokesch, Geschichte, Τ.ΙΙ, σ.228-229. Τ.V, σ.307. Η Γαλλία απέτρεψε στην φάση εκείνη την αποδοχή της θέσεως των δύο άλλων
συμβεβλημένων Δυνάμεων. Idem, Prot. 14, Annex C, 30.9.1828.
[10] Metternich Mémoires, T 4, 906, οδ. προς Λονδίνο, 2.12.28.
[11] Sedivy, σ.255, 271, Prokesch, Geschichte, T.ΙΙ, 260. Διαβήματα ιντερνούντσιου, 22.7.1828, 4.8.1828, 17.9.1828
[12] Στην παρουσία του οποίου ο Metternich ήταν πλήρως αντίθετος. Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, Η Ιστορία της Ελλάδος, μετ. Ηλ. Οικονομόπουλου, 1894, σ. 939.
[13] Έντονη στιχομυθία δραγομάνου Αυστριακής πρέσβείας με ρεϊς-εφέντι, ΜΑΕ, C.P. Turquie, 250, 13..4.1828. Sedivy, σ.272, Beer, σ.367. Μενδέλσωνος Βαρτόλδυος,1872, σ. 695.
[14] «Η ελαχίστη Ελλάς ήτο η αρίστη». Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.984.
[15] Με το άρθρο 10, η Συνθήκη ανεγνώριζε την ισχύ της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουλίου 1827 αλλά, εν τέλει, εφηρμόσθη και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22 Μαρτίου 1829.
[16] Ο Metternich εξανέστη με τους όρους της συνθήκης. Φοβόταν ότι θα οδηγούσαν στην κατάλυση του Οθωμανικού κράτους. Η Αυστρία δεν εκλήθη στις διαπραγματεύσεις με την Πύλη. Τουναντίον εκλήθη ο πρέσβυς της Πρωσσίας, ο οποίος είχε ακολουθήσει μετριοπαθή στάση όλο αυτό το διάστημα.
[17] Sedivy, σ.307, 323
[18] Μίλησε συναφώς στον λόδρο Κόουλεϋ, Απρίλιο 1828 και Νοέμβριο 1829. Τότε πλέον, η αγγλική πολιτική απεδέχθη τις απόψεις του καγκελλαρίου. Sedivy, σ.316, 317, Κόκκινος, Τ.6, σ.436. Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.1058.
[19] Metternich, Mémoires, T 4, 892, οδ. προς Λονδίνο, 15.3.1828.
[20] Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.976. «…διότι είχε βαρυνθή τους συμμάχους και τον πόλεμον…»
[21] Metternich Mémoires, T 4, οδ. προς Πετρούπολη, 941, 23.1.29, 942, επ. πρέσβεως Ρωσσίας προς Metternich, 22.1.29.
[22] Ο καγκελλάριος την αρνήθηκε για λόγους τακτικής. Ι.Ε.Ε., ΙΒ, σ.514, Sedivy, σ.317. Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.1063.
[23] Η βραχύβια κυβέρνηση Jules de Polignac, (πρέσβεως στο Λονδίνο μέχρι τότε), τον Αυγουστο 1829, επιδιώκοντας την ανατροπή του συστήματος της Βιέννης και με τις ρωσσικές δυνάμεις έτοιμες να προωθηθούν στην Κωνσταντινούπολη, υπέβαλε στην Πετρούπολη την τολμηρή πρόταση διαλύσεως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Ελλάς θα εξικνείτο μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με βασιλέα αυτόν των Κάτω Χωρών. Η Αυστρία θα ελάμβανε την Σερβία και την Βοσνία. Driault, τ.1, σ. 449-451. Pierre Renouvin, Histoire des Relations Internationales, Paris, 1954, τ.5, σ. 107. Albrecht-Carrié, σ.47. Βλ και υ/σ 138.
[24] Αν και με κάποια εφεκτικότητα από πλευράς Λονδίνου. Prokesch, Geschichte, T.II, σ.390-391.
[25] Με τις σύντονες ενέργειες του Καποδίστρια η αποφασισθείσα οροθετική γραμμή Ασπροποτάμου-Σπερχειού δεν ίσχυσε. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18/30.8.1832 τα σύνορα ορίσθηκαν λίγο βορειότερα, συμπεριλαμβάνοντας και την περιοχή της Λαμίας.
[26] Βλ. και Nachlasse, T.I, επ. Gentz προς Prokesch, 21.4.1830. Η παραχώρηση εδαφών πέραν του Ισθμού αποτελούσε «πολιτικό σφάλμα». Επ. 8.7.1830. Βλ. και ΜΑΕ, CP, Turquie, 250, εκθ. de Rigny προς Υπ. Εξωτ. Baron de Damas, 6.2.1828.
[27] «assumed existence» Sedivy, σ.325.
[28] Prokesch, Tagesbücher, εγγ.1.3.1830. Αυτό που επεδίωκε, μεταξύ άλλων, ο Metternich ήταν «να μην γίνει η Ελλάς υποχείριο άλλης Δυνάμεως». Βλ. και Pfligersdorfer, σ.200.
[29] «ist eine Fehlgeburt und von kurzen Leben». Prokesch Tagesbücher, εγγ. 20.4.1834, 2-4.10.1834
[30] Εκπρόσωπος της Αυστρίας στην Πύλη, με θέση επιτετραμμένου.
[31] Sedivy, σ.328, Metternich Memoires, T 5, οδ. προς Κων/πολη, 12.3.1830, Prokesch, Tagesbücher, εγγ. 1.3.1830.
[32] Sedivy, σ.328.
[33] «ist ein Unsinn» Prokesch, Tagesbücher, εγγ. 4.3.1830.
[34] Κατά τον Prokesch οι Έλληνες γενικώς διεπνέοντο από μίσος προς την Αυστρία. Bertsch, Daniel, Anton Prokesch von Osten, Muenchen, 2005, σ.82. Αλλά και ο ίδιος δεν έτρεφε συμπάθεια προς αυτούς. Pfligersdorfer, σ. 192, 199.
[35] Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ. προς Gentz, 20.1.1830, και Δευτέρα,( Μαρτίου) 1830. Δεν τον θεωρούσε, πλέον, ικανό και δυνατό χαρακτήρα. Ο Αλεξ. Μαυροκορδάτος θα εκαλείτο να τον αντικαταστήσει.
[36] Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ.. Gentz προς Prokesch, 2.6.1828.
[37] Ο Καποδίστριας και ο Εϋνάρδος είχαν προτείνει ήδη από το 1829 τον Όθωνα ως ηγεμόνα της Ελλάδος. Prokesch, Geschichte, T.ΙΙ, 478.
[38] Sedivy, σ.714.
[39] Prokesch, Geschichte, T.II, σ.433.
[40] Κόκκινος, Τ6, σ.436. Driault, σ.459-461.
[41] Βλ. Δασκαλάκης, Γ.Δ., Το πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών πρότυπο για το οριστικό πολίτευμα της Ελλάδος, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Χριστούγεννα 1983, σ.147, Χερτσβεργ, Γους. Φρειδ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μετ. Παύλου Καρολίδου, 1916, Τ.4, σ.64. Σημειωτέον ότι έγγραφα του Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών αναφέρονται στην χώρα ως Δημοκρατία της Ελλάδος (République de Grèce). ΜΑΕ, CP, Turquie, 250, σ.258, Μάρτιος 1828.
[42] Έκθεση Ρώσσου επιτετραμμένου, κόμη Βούλγαρη, από 14.12.1828 προς Nesselrode. Prokesch, Geschichte, T.II, 314-315.
[43] Prokesch, Nachlasse, T.Ι, επ. Gentz προς Prokesch, 29.1.1830. Με πρόεδρο τον Αλεξ. Μαυροκορδάτο, τον οποίο εγνώριζε, ή τον Σπυρ. Τρικούπη.
[44] Βλ. σ.6. Prokesch, Geschichte, T.II, σ.391. Sedivy, σ.333. Χερτσβεργ, Τ. 4, σ.64.
[45] Prokesch, Tagesbücher, εγγ. 3.11.1831. Θα ήθελε τον Μαυροκορδάτο πρόεδρο. Bertsch, σ.224.
[46] Κόκκινος, Τ6, σ.452. Ας σημειωθή η οξυδερκής παρατήρηση του Metternich συναφώς με την θρησκεία του μονάρχου, ότι θα έπρεπε να γίνει ορθόδοξος και ότι θα ήταν δύσκολο για τους Έλληνες να δεχθούν μονάρχη ουνιάτη, όπως ένα γόνο της βασιλικής οικογένειας της Νεαπόλεως. Πιο εύκολα θα γινόταν δεκτός ένας διαμαρτυρόμενος. Μetternich, Mémoires, T.4, 947, οδ. προς Λονδίνο, 30.4.29.
[47] Sedivy, σ.326, 327.
[48] « Régner sur le vide », Metternich, Mémoires, T 5, σ.592, υ/σ **
[49] Prokesch, Tagesbücher, 1.3.1830.
[50] Να θέτει αυτός τους όρους του στις τρεις Δυνάμεις για την αποδοχή της ονομασίας του. Sedivy, σ.331-332.
[51] Sedivy, σ.331-332. Ο Prokesch σημείωνε την ανάγκη να επισπευσθή η εκλογή του νέου «έλληνος πρίγκηπος», δεδομένου ότι υφήρπε η αναρχία στην χώρα. Prokesch, Tagesbücher, 19.9.1830.
[52] Bertsch, σ.222, υ/σ 8. Γίνεται δεκτό ότι η Αυστρία ανεγνώρισε την Ελλάδα στις 30 Σεπτεμβρίου 1832. Εν τούτοις μπορεί να θεωρηθή ότι η επιστολή του Metternich από 27 Απριλίου 1831 και η αναγγελία προσεχούς διαπιστεύσεως πρέσβεως αποτελεί την πράξη αναγνωρίσεως της Ελλάδος. Βλ. σ.26.
[53] Πριν αφιχθή στην Ελλάδα, τον Σεπτέμβριο 1825, διεπνέετο από έντονα φιλελληνικά αισθήματα. Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα τα χρόνια του Αγώνα, τον απεγοήτευσε έντονα. Bertsch, σς. 79-87. Οι αποστροφές του για τους Έλληνες ή την δημιουργία ανεξάρτητης Ελλάδος δεν μπορούν να τον χαρακτηρίσουν φιλέλληνα. Σε επιστολή του στον Gentz ομιλεί περί «διανοητικής διαστροφής των Ελλήνων»(Geistesverwirrung) (Nachlasse, Τ.Ι, 2.12.1828). Σε άλλη επιστολή αναφέρει «Ο ελληνικός λαός είναι αχρείος (Gesindel), χωρίς αγάπη για την πατρίδα, χωρίς θάρρος, χωρίς καμμία αρετή, διχασμένος από μίσος και φθόνον,… Κανένας άνδρας δεν διακρίνεται από εξαιρετικές ικανότητες….» Nachlasse, Τ.Ι, επιστ. 26.11.1826. Βλ. Μουταφίδου Αρ., Φιλελληνισμός και ευρωπαϊκός συντηρητισμός. Ο αυστριακός διπλωμάτης και διανοούμενος Anton Prokesch von Osten, Περ. Έρευνα και Εκπαίδευση, Τ.5, 2009, Π. Ενεπεκίδης, Γράμματα προς την Βιέννη. Ωκεανίδα, 2007. Βλ Beer, s.317,374.
[54] Sedivy, 335, Prokesch, Tagesbücher, σ.11-14. Ο Prokesch von Osten, μετά την Ελλάδα τοποθετήθηκε το 1849 στο Βερολίνο, το 1855 ανέλαβε την πρεσβεία της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη ως ιντερνούντσιος και εν συνεχεία, το 1867 ως πρέσβυς, μέχρι το 1871. Βλ. και Pfligersdorfer, σ. 197.
[55] Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ. Gentz προς Prokesch, 14.7.1830, Tagesbücher, 7.4.1830. Του έδωσε εντολή να συγγράψει τις «οδηγίες» του. Τότε η πρακτική ήταν ο ονομαζόμενος πρέσβυς να ετοιμάζει ο ίδιος, σε συνεννόηση με τον υπουργό, τις οδηγίες που θα έπρεπε να εφαρμόσει κατά την διάρκεια της θητείας του στην ξένη πρωτεύουσα.
[56] Εν τω μεταξύ του ανετέθησαν αποστολές στην Αίγυπτο και στην Ιταλία, αλλά ενεφιλοχώρησε και κάποια ψύχρανση με τον Metternich, λόγω των στενών σχέσεών του με τον δούκα του Ράιχσταντ, γιό του Ναπολέοντα, «φιλοξενούμενο» στο Γκράτς.. ΑΥΕ, 1833,18.1, 10.12.33, Γ.Γ.157. Σημειωτέον ότι ο Prokesch, εισηγήθηκε ο δούκας του Ράιχσταντ θεωρηθή, σε κάποια φαση, ως υποψήφιος βασιλεύς της Ελλάδος. Η αυλή της Βιέννης απέρριψε άνευ άλλου την ιδέα. Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.1225. Pfligersdorfer, σ.198.
[57] ΑΥΕ, 1834, φακ. 20.6, επιστολή αυτοκράτορος Φραγκίσκου Α’ προς βασιλέα Όθωνα, 6.9.1834. Ο Gentz εξεφράσθη πολύ θετικά για την εκλογή του Όθωνος. Prokesch, Nachlasse, επ. Gentz προς Prokesch, 4.4.1832.
[58] Η τέταρτη σύζυγος του Φραγκίσκου Α΄ ήταν η Καρολίνα Αουγκούστα της Βαυαρίας, αδελφή του Βαυαρού βασιλέως Λουδοβίκου Α΄. Ο αυτοκράτωρ Φραγκίσκος απέφυγε να αναμιχθή στην εκλογή του Όθωνος.
[59] Sedivy, σ.333. Δεν έχει επισημανθεί αναφορά σε άλλη πηγή. Πιθανόν το αίτημα να μετεβιβάσθη μέσω του Αυστριακού προξένου Gropius.
[60] Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ..Gentz προς Prokesch, 18.6.1830, Prokesch προς Gentz, 10.11.1830.
[61] ΑΥΕ, 1831, 40/11, επ. Metternich από 27 Απριλίου 1831. Πρόξενος στο Ναύπλιο ονομάσθηκε ο Georg Christian Gropius, αρχαιολὀγος, από πολλών ετών πρόξενος της Αυστρίας στην οθωμανική Αθήνα.
[62] ΑΥΕ, 1831, φ. 40/11, επ. Καποδίστρια από 2/14 Ιουλίου 1831.
[63] Metternich, Memoires, T V, 1036, οδ. προς Πετρούπολη, 11.9.31.
[64] Prokesch, Nachlasse, Τ.Ι, επ. από 3.7.1828, 26.8.1828, 27.6.1830, 15.7.1830, 10.11.1830.
[65] Το 1830, με σύσταση του Metternich, Γεώργιος Σίνας και Σάλομον Ρόθτσιλντ αντιμετώπιζαν την χορήγηση δανείου στην Πύλη για την αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων προς την Ρωσσία. (1828-1829). Η Πύλη απέρριψε την όλη διαδικασία. Prokesch, Geschichte, T.ΙΙ, 376. Ο Prokesch φαίνεται ότι γνωρίστηκε με τον Γ.Σίνα, μόλις πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα.
[66] Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.603. Βλ. Β. Σειρηνίδου, Έλληνες στην Βιέννη, Ηρόδοτος, Αθήνα, 2011, σ. 352-361.
[67] Η Ελλάς διαπίστευσε πρέσβυ πολύ αργότερα. Το 1833 εγίνοντο σκέψεις κοινής διαπιστεύσεως στις τρεις αυλές, Βιέννης, Μονάχου και Βερολίνου. Εν τέλει συνεκρατήθη η πρόταση για παράλληλη διαπίστευση στο Μόναχο και στο Βερολίνο. Η Βιέννη απερρίφθη πιθανόν λόγω υψηλού κόστους διαβιώσεως. ΑΥΕ, 1833 και 1834, αρ. φ. 37,3.
[68] Ο Metternich, περιέργως, επεφύλαξε έντονα υποτιμητική και αναξιοπρεπή συμπεριφορά στον Κων. Καρατζά. Η προσωπική παρέμβαση του Prokesch, μετά την έκφραση παραπόνων εκ μέρους του, είχε σαν αποτέλεσμα ο καγκελλάριος να προβή σε κάποιες χειρονομίες ικανοποιήσεως προς το πρόσωπό του και την Ελλάδα. ΑΥΕ 1833, φακ. 22,1,Γ, Prokesch, Tagesbücher, 1.4.1834.
[69] Αρνητικό αντίκτυπο είχε η τροφοδοσία από αυστριακά εμπορικά πλοία του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο. Στην νόμιμη, κατά το διεθνές δίκαιο, αλλά πρωτίστως αντιδεοντολογική αυτή ενέργεια, οι Δυνάμεις δεν νομιμοποιούντο να αντιτάξουν αιτιάσεις. Sedivy, σ.224, υ/σ 22.
[70] Δεν έχει ανευρεθή. Μόνη αναφορά στο ημερολόγιο (2.11.1831) της συζύγου του Melanie: Ο Clement πληροφορήθηκε σήμερα το βράδυ ότι ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε στην Ελλάδα, και μάλιστα από τον άνθρωπο τον οποίο προστάτευε όλη του την ζωή. Βλ. και υ/σ * σ.204, Metternich, Memoires, T 5, 2.11.31, σ.112.
[71] Prokesch, Tagesbücher, εγγ. 3.11.1831.
[72] Prokesch, Nachlasse, T.II, επ. 3.11.1831. Σε επιστολή δε σε φίλο του έφθασε σε σημείο να σημειώσει: «Ο θάνατός του Καποδίστρια αποτελεί τύχη για την χώρα». Bertsch, σ. 231, υ/σ 2.
[73] Prokesch, Geschichte, Τ. ΙΙ, σ. 461-462. Για τον χαρακτήρα του Καποδίστρια βλ. και Μενδέλσωνος Βαρτόλδη, 1894, σ.1235-1269.
[74] Ας σημειωθή ότι νύξη για την δημιουργία μιάς Μεγάλης Ελλάδος, αναβίωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχαν κάνει στον Metternich ο Wellington και ο Aberdeen, τον Οκτώβριο 1829. Πιθανόν σχολιάζοντας τις απόψεις του Γάλλου πρωθυπουργού Polignac. Ο καγκελλάριος τότε είχε αντιδράσει έντονα αρνητικά. Sedivy, σ.324-325.
[75] Engel-Janosi, Friedrich, Geschichte auf dem Ballhausplatz, Österreich und die Anfänge des Königreiches Griechenlands, σ.44-45. Θα πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι ο Metternich χρησιμοποίησε ως επιχείρημα για την επέκταση της Ελλάδος, το γλωσσικό ιδίωμα, όχι την θρησκεία, εφ’ όσον πίστευε ότι η γλώσσα αποτελούσε το όχημα του εθνικισμού. Siemann, σ.555-556.
[76] Ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος σε επιστολή του στον Prokesch, τον Μάρτιο 1837, χαρακτήρισε τον εαυτό του και τον πρέσβυ ως «die alten verschrienen Hellenophagen» (οι παλιοί κακόφημοι ελληνοφάγοι). Pfligersdorfer, σ. 192, 199.
[77] Σε εγγραφές του στο ημερολόγιό του (Tagesbücher 1.3.1830 και 4.3.1830) ο Prokesch επαίρεται ότι η Αυστρία ήταν η πρώτη, ήδη από το 1825, που επρότεινε την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Μαρκεζίνης, Σπ, Πολιτική ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Πάπυρος, 19.., Τ.1, σ.38-39. Αναγνωρίζει ότι ο Metternich ήταν ο πρώτος ο οποίος ομίλησε περί ανεξαρτήτου Ελλάδος, έστω με υστερόβουλες σκέψεις.
[78] Sedivy, σ. 985.
[79] Βλ. υ/σ 1.
[80] Αιλιανός, Κων., Μια προοπτική συμμαχίας Ελλάδος-Αυστρο-Ουγγαρίας χωρίς επαύριο. 1883-1887, ΙΜΧΑ, 1994.
[81] Prokesch, Tagesbücher, εγγ. 2-4.10.1834, 17.10.1834.
[82] Θέλω να εκφράσω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου στους συνεργάτες του ΚΕΙΝΕ, Ακαδημία Αθηνών για την πολύτιμη συμπαράστασή τους καθώς και στους τρεις φίλους που είχαν την υπομονή να διεξέλθουν το πρωτόλειό μου.