Skip to main content

Αγγελική Καρδαρά: Η εγκληματολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου»

Αγγελική Καρδαρά

         Η εγκληματολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου»

 

Στο παρόν άρθρο εξετάζονται οι ιδεοληψίες ως κίνητρο εγκληματικής δράσης και επιχειρείται η σκιαγράφηση του εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ως «ιδεοληπτικής ανθρωποκτόνου», καθώς και των κοινωνικών προεκτάσεων των φόνων που διαπράττει. Η Φόνισσα αποτελεί κορυφαίο μυθιστόρημα, όχι μόνον για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι ο Παπαδιαμάντης στο συγκεκριμένο έργο του διεισδύει στα μύχια της γυναικείας ψυχής και μάλιστα της γυναίκας που φτάνει στα άκρα και διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα, που, μέχρι σήμερα, πέρα από την ποινική απαξία της εγκληματικής πράξης, προκαλεί ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις: την ανθρωποκτονία μικρών παιδιών.

Η πρωταγωνίστρια μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδεοληπτική εγκληματίας», γιατί σκοτώνει για ιδεοληπτικούς λόγους. Διέπεται από θρησκευτικές εμμονές, φτάνοντας στο πιο ακραίο σημείο να πιστέψει ότι λειτουργεί ως το χέρι του Θεού. Θέλει να απαλλάξει τα κορίτσια από βάσανα που κατατρέχουν το γυναικείο φύλο, από την ύπαρξή του, καθιστώντας τη ζωή της γυναίκας, ειδικά στην κλειστή τοπική κοινότητα της παραδοσιακής κοινωνίας, δύσκολη, σκληρή έως και ανυπόφορη. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δολοφονία των ανήλικων κοριτσιών λειτουργεί σε ένα συμβολικό επίπεδο για την Φόνισσα, ασκώντας ισχυρές επιδράσεις στη δική της ψυχοσύνθεση, καθώς την «λυτρώνουν» από τα δεινά που τελικά και η ίδια βίωσε πολύ έντονα λόγω φύλου -ως γυναίκα, ως κόρη και αργότερα ως σύζυγος και μητέρα- σε μια συντηρητική και κλειστή κοινωνία, η οποία θεμελιώθηκε πάνω στα κοινωνικά στερεότυπα.

Η Φόνισσα συνεπώς απαντά ακραία και βίαια σε μια μεγάλη κοινωνική αδικία και διαπράττει, κατ’ επανάληψη, το πιο ειδεχθές έγκλημα. Ένα έγκλημα όμως που, σε συμβολικό επίπεδο, διαπράττεται τελικά σε βάρος του ίδιου της του εαυτού και στη συνέχεια σε βάρος ολόκληρου  του γυναικείου φύλου, το οποίο η ηρωίδα του μυθιστορήματος θέλει να «αφανίσει» για να του δώσει ίσως την «ευκαιρία» να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Με άλλα λόγια, η Φόνισσα μέσα από το μεγάλο κακό που διαπράττει, αποσκοπεί στη «λύτρωση» του γυναικείου φύλου από τα δεινά του. Είναι σαφές ότι η ζωή της γυναίκας στην κλειστή τοπική κοινωνία διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ανδρών. Στο μυαλό της Φόνισσας είναι αφόρητη. Γι’ αυτό, μέσω του πνιγμού των ανήλικων κοριτσιών και τελικά του δικού της, φαίνεται ότι αναζητεί απεγνωσμένα μια ελεύθερη ζωή, απαλλαγμένη από τα δυσβάσταχτα κοινωνικά «πρέπει» και τα στερεότυπα, με τα οποία γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές, αρκετά εκ των οποίων με θλίψη διαπιστώνεται ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα καταπολεμηθεί και ως εκ τούτου συνεχίζονται οι αγώνες και οι διεκδικήσεις  για την επίτευξη της ισότητας -στην πράξη- των φύλων. Εν τούτοις, η ζωή που ονειρεύεται η Φόνισσα για το γυναικείο φύλο δεν μπορεί να πραγματωθεί στο πλαίσιο της κλειστής κοινωνίας στο οποίο ζει, παρά μόνο -στο δικό της μυαλό- μέσω του «αφανισμού» του.

Θα ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με ορισμένες σκέψεις για την πολυσήμαντη έννοια του «εγκλήματος» και του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας και ακολούθως θα εξετάσουμε επισταμένως τα εγκλήματα της Φόνισσας, επιχειρώντας τη σκιαγράφηση πτυχών του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της. Ένα πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο για τις υπό διερεύνηση έννοιες συνίσταται στο ότι, παρόλο που η έννοια του εγκλήματος είναι πανάρχαια, η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι κατά πολύ νεότερη. Συμβατικά τοποθετείται στο έτος 1876, τη χρονιά δηλαδή που ο Cesare Lombroso, δημοσίευσε το έργο του Ο εγκληματίας άνθρωπος.1

Ο πρώτος Καθηγητής της Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Γαρδίκας (1864-1984), όρισε την Εγκληματολογία ως την επιστήμη που σπουδάζει το έγκλημα ως πραγματικό, δηλαδή ως φυσικό και ψυχικό γεγονός, καθώς και τα μέσα καταπολέμησής του. Σύμφωνα με τον Léauté, η Εγκληματολογία είναι η επιστημονική μελέτη του συνόλου του εγκληματικού φαινομένου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει περιγραφικούς ορισμούς, όπως ο Αμερικανός Sutherland (1833-1950) και ο Γερμανός Kaiser. Ειδικότερα,  ο Sutherland όρισε την Εγκληματολογία ως το σώμα των γνώσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράβαση και στο έγκλημα ως κοινωνικά φαινόμενα. Ο Kaiser διατύπωσε την άποψη ότι η Εγκληματολογία αποτελεί ένα ταξινομημένο σύνολο εμπειρικών γνώσεων,  οι οποίες αναφέρονται στο έγκλημα, στον παραβάτη, στις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις και στον έλεγχο συναφούς συμπεριφοράς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στο σημείο αυτό πρέπει, ασφαλώς, να υπογραμμισθεί ότι σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί για την Εγκληματολογία. Αυτή η ποικιλία, αλλά και η ανομοιογένεια των προτεινόμενων ορισμών, δύναται να ερμηνευθούν με δύο τρόπους. Βάσει της πρώτης ερμηνείας, η Εγκληματολογία αποτελεί τη συνισταμένη τμημάτων αρκετών κλάδων, όπως είναι η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία, η Ψυχιατρική, το Ποινικό Δίκαιο κ.λπ. Βάσει της δεύτερης, δεν υπάρχει μία Εγκληματολογία αλλά πολλές, η καθεμία εκ των οποίων ασχολείται με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Η Εγκληματολογία δεν υποκαθιστά τις ποινικές-νομικές επιστήμες, αλλά αποτελεί έναν διεπιστημονικό, διακριτό και αυτόνομο κλάδο.2 Ωστόσο, παρά την πληθώρα των ορισμών και των ερμηνειών που κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Εγκληματολογία διέπεται από κάποια πρωταρχικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνεχιστούν στο εξής σημείο: κύρια ενασχόλησή της είναι ο άνθρωπος και γενικότερα το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας. Ένα από τα κύρια αντικείμενα που εξετάζει η Εγκληματολογία, όπως άλλωστε αποκαλύπτεται και από την ετυμολογία της λέξεως (λόγος περί εγκλήματος), είναι το έγκλημα.

Η έννοια του «εγκλήματος» περιλαμβάνει τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό έγκλημα. Ειδικότερα, το έγκλημα, ως αυτοτελές αντικείμενο έρευνας και μελέτης, απασχολεί πρωτίστως το (ουσιαστικό) Ποινικό Δίκαιο και τη (θεωρητική) Εγκληματολογία. Για το Ποινικό Δίκαιο, το έγκλημα είναι  μια νομική κατασκευή. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ό,τι ορίζει ο ποινικός νομοθέτης σε μια αφηρημένη διάταξη του (ποινικού) νόμου, απειλώντας ποινή για την περίπτωση παραβίασης των ορισμών του. Στο σημερινό στάδιο εξέλιξης του Ποινικού Δικαίου τα (νομικά) εγκλήματα καθορίζονται στον νόμο περιπτωσιολογικά, δηλαδή για κάθε έγκλημα προβλέπεται ιδιαίτερη διάταξη νόμου. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η έννοια του (νομικού) εγκλήματος είναι έννοια τυπική, με μοναδικό της κριτήριο την υπαγόρευση του ποινικού νόμου, ανεξαρτήτως της ουσίας αυτής. Από την δική της πλευρά, η Εγκληματολογία απεικονίζει το «έγκλημα» με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, για την Εγκληματολογία που είναι άλλωστε μια θετική επιστήμη, το έγκλημα δεν αποτελεί μια αφηρημένη έννοια κάποιας διάταξης ενός νόμου, αλλά είναι ένα πραγματικό πρόβλημα της καθημερινής ζωής, ένα κοινωνικό γεγονός με απτές διαστάσεις. Αυτή η επιστημονική θεώρηση του προβλήματος οδήγησε στη σύλληψη της εικόνας του εγκλήματος ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό έγκλημα αποτέλεσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Εγκληματολογίας. Στη συνέχεια, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για τη μελέτη του προβλήματος του εγκλήματος, ως κοινωνικού φαινομένου με πραγματικό περιεχόμενο, έθεσε το θεμέλιο για την οικοδόμηση του επιστημονικού κλάδου της Εγκληματολογίας. Μάλιστα με τη συζήτηση του εν λόγω θέματος ξεκινάει το βιβλίο του Raffaele Garofalo Εγκληματολογία (Criminologia, Τορίνο 1885), που έδωσε και το όνομα στον τότε νεότευκτο επιστημονικό κλάδο.3

Συνοψίζοντας, υφίστανται ορισμένα τυποποιημένα γνωρίσματα, δηλαδή στοιχεία που απαντώνται στερεοτύπως σε κάθε εγκληματική συμπεριφορά, ανεξαρτήτως της ιδιαίτερης φύσης της. Σε μια προσπάθεια να συνοψισθούν όλα αυτά τα στοιχεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάθε έγκλημα στην ουσία του:

  • Αποτελεί φαινόμενο της ζωής.
  • Είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ειδικότερα πράξη.
  • Ενέχει αντικοινωνικότητα. Η αντικοινωνικότητα του εγκλήματος έγκειται στο ότι συνιστά, ή εμπεριέχει το στοιχείο της προσβολής της σχέσεως κοινωνίας, η οποία συνδέει το υποκείμενο του εγκλήματος με άλλους φορείς εξουσίας, όπως είναι τα άτομα, τα σύνολα ατόμων, τα κοινόβια ή τα σύνολα κοινοβίων με την καθολική υπερατομική διυποκειμενική ένωση, δηλαδή την ανθρωπότητα στο σύνολό της.
  • Ενέχει αντεκπολιτιστικό χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώνεται είτε με τη μορφή απλής αναστολής του εκπολιτισμού, είτε με τη μορφή εκπολιτιστικής οπισθοδρόμησης.
  • Προκαλεί πολύπλευρη ζημία στο σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας.
  • Συνιστά μια οριακή κατάσταση. Με αυτήν τη διαπίστωση αγγίζουμε τον χώρο του μεταφυσικού. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από το ότι ο άνθρωπος, ως προσωπικότητα, ανήκει και στον χώρο αυτό.4

Αναμφίβολα, το πρόβλημα της αιτιολόγησης του εγκλήματος -των γενεσιουργών, δηλαδή, αιτίων του- αποτελεί κυρίαρχο θέμα της εγκληματολογικής θεωρίας. Η σημασία αυτού του ζητήματος εντοπίζεται στο γεγονός ότι από τη λύση του εξαρτώνται τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση του εγκλήματος, ο τρόπος της ποινικής και σωφρονιστικής μεταχείρισης των εγκληματιών και μια σειρά άλλων καίριων θεμάτων. Πολλοί συγγραφείς αναφερόμενοι στην εγκληματική δράση κάνουν λόγο για αίτια (causes), ενώ άλλοι αναφέρονται σε παράγοντες (factors). Οι δύο όροι διαφοροποιούνται μεταξύ τους, καθώς όταν μιλάμε για «αίτια του εγκλήματος», εννοούμε τους χρονικά προηγούμενους όρους ή συνθήκες, των οποίων η ύπαρξη θεωρείται ότι παράγει το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά, οι «παράγοντες» αποτελούν τους όρους εκείνους που με τη δράση τους διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση του εγκλήματος. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ αιτιών και παραγόντων είναι ότι οι παράγοντες δεν προκαλούν, όπως οι αιτίες, το έγκλημα, αλλά δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για την εμφάνιση και εξάπλωσή του.

Η αιτιολογική προσέγγιση του εγκλήματος περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες θεωριών:

  1. Μονο-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα αποκλειστικά σε ενιαία ή ομοιογενή αίτια, δηλαδή είτε βιολογικά, είτε ψυχολογικά, είτε κοινωνικά.
  2. Πολύ-παραγοντικές θεωρίες, οι οποίες θεμελιώνονται στην άποψη ότι σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος συντρέχουν από κοινού, με διαφορετικό βέβαια βαθμό επίδρασης, στοιχεία τόσο από τον ανθρώπινο σωματικό-ψυχολογικό οργανισμό, όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Οι θεωρίες που ανήκουν στην αιτιολογική προσέγγιση είναι, κατά τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους, οι ακόλουθες:

  • Οργανικές
  • Ψυχολογικές
  • Κοινωνιολογικές

Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι, παρά τον επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτήρα όλων αυτών των θεωριών περί εγκλήματος, το πρόβλημα της αιτιολογίας, δηλαδή της εγκληματογένεσης, όπως αποκαλείται από ορισμένους συγγραφείς, παραμένει μέχρι σήμερα αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Η αναζήτηση των αιτιών του εγκλήματος δεν μπορεί να εστιάσει μόνο στα κίνητρα της ανθρώπινης ψυχής. Γι’ αυτόν το λόγο διατυπώθηκαν από την άλλη πλευρά και νέες θεωρίες, οι οποίες προσπάθησαν να εξηγήσουν το έγκλημα με τέτοιο τρόπο που δεν στηρίζεται, ή δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, την ύπαρξη γενεσιουργών αιτιών ή παραγόντων. Οι θεωρίες της αλληλεπίδρασης ή του στιγματισμού και οι θεωρίες των συστημάτων εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες θεωριών.5

Μια εξίσου σημαντική έννοια που μας απασχολεί είναι η έννοια της «εγκληματικότητας». Η εγκληματικότητα αποτελεί ένα πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο που συντίθεται από το σύνολο των εγκλημάτων, τα οποία διαπράττονται σε συγκεκριμένη τοπικά και χρονικά κοινωνική ομάδα. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονισθεί, είναι ότι σε καμία χώρα και σε καμία εποχή δεν έχει δημιουργηθεί ένα επαρκές σύστημα καταγραφής όλων των διαπραττομένων εγκληματικών ενεργειών. Κατά συνέπεια, η εγκληματικότητα διακρίνεται σε δύο μεγάλα τμήματα: στην εμφανή και στην αφανή, ή αλλιώς λανθάνουσα εγκληματικότητα, δηλαδή στο τμήμα που δεν μπορούμε να μετρήσουμε. 6 Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφής η συσχέτιση μεταξύ Eγκληματολογίας και εγκληματία, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η Eγκληματολογία εντάχθηκε στους επιστημονικούς κλάδους από τότε που η μελέτη του εγκληματία έγινε αντικείμενό της και προσέδωσε τον χαρακτήρα αυτόνομης θετικής επιστήμης. Η διερεύνηση της εικόνας του εγκληματία άσκησε τόσο έντονες επιδράσεις στην εγκληματολογική σκέψη και την εξελικτική της θεωρία, ώστε ανάλογα με τον τρόπο εξέτασής της διαμορφωνόταν κάθε φορά και ο αντίστοιχος εγκληματολογικός κλάδος ή κατεύθυνση, όπως είναι η εγκληματολογική βιολογία, η εγκληματολογική ψυχολογία, η εγκληματολογική ψυχοπαθολογία κ.λπ. Όσον αφορά, τέλος, στη σχέση εγκλήματος και εγκληματικού φαινομένου με τα ΜΜΕ, αυτή είναι πέραν πάσης αμφιβολίας στενή. Το έγκλημα άλλωστε είναι μία είδηση omnibus, αφορά δηλαδή τους πάντες.7

Μετά την ανάλυση των όρων και εννοιών που σχετίζονται με το έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο, θα αναφερθούμε στην έννοια των «ιδεοληψιών», δεδομένου ότι, όπως εξαρχής τονίσθηκε, κρίνουμε πως αποτελούν κίνητρο της εγκληματικής δράσης της Φόνισσσας. Οι ιδεοληψίες, ή αλλιώς εμμονές, είναι σκέψεις ή νοητές εικόνες, οι οποίες προκαλούν έντονη ανησυχία σε ένα άτομο. Προκαλούν άγχος και δυσφορία στο άτομο σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα, τα οποία το καταβάλουν ψυχικά. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις έρχονται στο μυαλό χωρίς τη θέληση του ατόμου, με αποτέλεσμα να του προκαλούν αιφνιδιασμό και ταραχή. Οι ιδεοληψίες πολλές φορές συνοδεύονται από καταναγκασμούς, ή ακόμα και τελετουργικές πράξεις, προκειμένου να μειωθεί το άγχος. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι μας ενδέχεται να έχουμε ζήσει την εμπειρία της ιδεοληψίας, ωστόσο, η βασική διαφορά βρίσκεται στη συχνότητα και την αξιολόγηση του περιεχομένου της σκέψης μας.

Ο ιδεοληπτικός εγκληματίας, συνεπώς, υποφέρει από επαναλαμβανόμενες σκέψεις που του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία. Το κίνητρο της εγκληματικής του δράσης είναι η θεωρούμενη για τον ίδιο «μεγάλη ιδέα», η οποία τον βασανίζει, καθώς του έχει γίνει εμμονή. Αυτή η έμμονη ιδέα μπορεί για παράδειγμα να αφορά την επιθυμία του να «σώσει» τον κόσμο από τον «εχθρό» που, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση, μπορεί να είναι οι μετανάστες ή οι εκδιδόμενες γυναίκες ή οι ομοφυλόφιλοι ή οποιανδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού θεωρεί εχθρική απέναντί του και, τελικά, απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η ιδέα κυριαρχεί στο μυαλό του και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι να κάνει τη σκέψη του πράξη. Έτσι, λοιπόν, ωθείται στο έγκλημα, μέσα από το οποίο λαμβάνει τελικά ικανοποίηση, δεδομένου ότι μέσα από το έγκλημα ή τα εγκλήματα που διαπράττει, «λυτρώνεται» και ο ίδιος από τις έμμονες ιδέες του και φτάνει στο σημείο να πιστέψει ότι είναι «σωτήρας της κοινωνίας», καθώς θεωρεί ότι την έχει απαλλάξει από ανθρώπους που δεν αξίζει να ζουν.

Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ιδεοληπτικοί εγκληματίες δεν στοχεύουν την εγκληματική τους δράση εναντίον ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά στο πρόσωπο του ατόμου που σκοτώνουν βλέπουν μία ολόκληρη ομάδα πληθυσμού. Για παράδειγμα, δολοφονώντας μία εκδιδόμενη γυναίκα, θεωρούν ότι «σκοτώνουν» όλες τις εκδιδόμενες γυναίκες, δολοφονώντας ένα μετανάστη, θεωρούν ότι «δολοφονούν» όλους τους μετανάστες και μάλιστα όχι απλώς ότι δολοφονούν, αλλά ότι «εξαγνίζουν» ολόκληρη την κοινωνία. Δυστυχώς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν διαπραχθεί εγκλήματα που έχουν ως κύριο κίνητρο εγκληματικής δράσης την ιδεοληψία και μας έχουν απασχολήσει εκτενώς σε ερευνητικό επίπεδο.8

 

Σκιαγράφηση πτυχών του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη

Η απεικόνιση των ιδεοληψιών ως κίνητρο εγκληματικής δράσης έχει καταγράφει όμως και στη λογοτεχνία. Η Φόνισσα, το κεντρικό πρόσωπο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποτελεί μία «ιδεοληπτική εγκληματία». Η Φόνισσα, να σημειωθεί ότι γράφτηκε το 1902, δηλαδή εννέα χρόνια πριν από τον θάνατο του δημιουργού της και δημοσιεύτηκε το 1903 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για το κορύφωμα του παπαδιαμαντικού έργου, για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με συμβολικές διαστάσεις, που μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης αξιόλογων ερευνητών, προερχόμενων μάλιστα από ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων (φιλοσόφων, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχιάτρων, εγκληματολόγων, νομικών κ.λ.π.). Το έργο μπορεί να ενταχθεί στο είδος του «κοινωνικού μυθιστορήματος» -αυτός άλλωστε είναι και ο χαρακτηρισμός που αποδίδει ο ίδιος ο δημιουργός- όπως για παράδειγμα στην αντίστοιχη ξενόγλωσση πνευματική δημιουργία κατατάσσονται τα μυθιστορήματα του Εμίλ Ζολά.9

Οι φόνοι που διαπράττει η Φόνισσα μπορούν να χαρακτηριστούν ιδεο-συμβολικοί, με την έννοια ότι δεν υποκινείται από κάποιο τυφλό πάθος, ούτε από οικονομικό κίνητρο, ή κάποιο ταπεινό συμφέρον, αλλά διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματα κινούμενη από μία ιδέα: την ιδέα της λύτρωσης των μικρών κοριτσιών, των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας από τον πόνο και τη δυστυχία. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της ίδιας της Φόνισσας για τη ζωή, τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος.10 Η ιδεοληψία της Φόνισσας δυστυχώς εντείνεται από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που καθιστούσαν τη ζωή των κοριτσιών και γυναικών πολύ δύσκολη. Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να υπογραμμίσουμε και να αναδείξουμε, γιατί καταδεικνύει τον επιβαρυντικό ρόλο που διαδραματίζουν τα στερεότυπα, από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Η βεβαιότητα και η γνώση των ταλαιπωριών που θα ήταν αναγκασμένα να υποστούν και ταυτόχρονα θα επέβαλαν στους άλλους, τα κοριτσάκια συνιστούν για εκείνη την ηθική δικαίωση για την πράξη της. Σκοτώνει για να ελευθερώσει. Έχει την πεποίθηση ότι με τους φόνους διορθώνει τις αδικίες της φύσης και λυτρώνει τους φτωχούς, στους οποίους άλλωστε και η ίδια ανήκει, από την κακή τύχη που είχαν να φέρουν στη ζωή θηλυκά, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν «βάρος», καθώς ισοδυναμούσε με την εξασφάλιση προίκας. Πιστεύει, συνεπώς, ότι προσφέρει μεγάλη βοήθεια στους συνανθρώπους της, διορθώνοντας οριστικά τους άδικους νόμους, τα στερεότυπα και τις συνήθειες μιας στενόμυαλης κοινωνίας.11

Άποψη της Σκιάθου.

Η Φόνισσα θεωρεί ότι είναι δοσμένη σε ένα μεγάλο έργο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι δεν νιώθει μόνη στην πραγμάτωση του ιερού σκοπού της, αφού κατά την άποψή της έχει την αμέριστη συμπαράσταση του Θεού. Ο Guy Saunier χαρακτηρίζει «εωσφορική» τη στάση της. Η Φόνισσα παρερμηνεύει τον θείο λόγο και καταλήγει να πιστεύει ότι είναι πλέον στη μοίρα της να σκοτώνει και ότι ο Θεός τής στέλνει το μήνυμα να συνεχίσει την εγκληματική της δράση. Αυτή ακριβώς η διαστρεβλωμένη σκέψη την οδηγεί στη διάπραξη του πρώτου φόνου. Είναι ενδεικτική η φράση που διατυπώνεται στο κείμενο: «όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση». Είναι επίσης άξια σχολιασμού η έμμεση ταύτιση της Φόνισσας με τον Θεό, η οποία καθίσταται εμφανής στην ακόλουθη φράση που διατυπώνει για το νεογέννητο κοριτσάκι του Λυρίγκου: «Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι’ αυτόν…να του το έπαιρνε τώρα ο Μεγαλοδύναμος». Λίγο αργότερα ο Μεγαλοδύναμος, με τη μορφή της Φόνισσας, θα αφαιρέσει από το βρέφος την πνοή της ζωής. Με αυτό τον τρόπο, πέρα από τον σφετερισμό της ταυτότητας του Θεού, προβαίνει σε ακραία πρόκληση και αποφασίζει ακόμα και για τη μεταθανάτια τύχη των θυμάτων της. Μάλιστα προκαλεί δέος ότι «αισθάνεται αγρίαν χαράν καθώς πνίγει το αβάπτιστο μωρό».12

Παράλληλα, η Φόνισσα παρουσιάζει ορισμένα κοινά στοιχεία με τους κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνους, τους ευρέως γνωστούς ως serial killers. Η ομοιότητα εντοπίζεται στο γεγονός ότι δολοφονεί κοριτσάκια διαδοχικά. Μετά τον πρώτο φόνο που διαπράττει, μπαίνει σε εφαρμογή ένας φαύλος κύκλος που κλείνει μέσα του μία «αλυσίδα δολοφονιών», όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο κύκλος αυτός θα εξακολουθήσει να υφίσταται μέχρι τη στιγμή του θανάτου της ίδιας της δημιουργού των αποτρόπαιων πράξεων. Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στους serial killers και τη Φόνισσα είναι αρκετές. Η σημαντικότερη συνίσταται στα κίνητρα που κατά κανόνα διέπουν τους πρώτους. Το πρωταρχικό κίνητρο των γυναικών που διαπράττουν διαδοχικές δολοφονίες είναι το οικονομικό όφελος. Άλλα κίνητρα δράσης είναι η ζήλια, η εκδίκηση, η εξολόθρευση εχθρών, η εξασφάλιση ναρκωτικών ουσιών, η ικανοποίηση συναισθημάτων ανεπάρκειας, η σφοδρή επιθυμία ελέγχου και η ικανοποίηση άγριων σεξουαλικών ορέξεων. Τα κίνητρα που ωθούν τη Φόνισσα στην εγκληματική της δράση δεν έχουν καμία σχέση με οικονομικά οφέλη και συμφέροντα, αλλά ούτε και με κάποια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες. Άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι η Φόνισσα, εν αντιθέσει με τους κατά συρροή δολοφόνους, δεν σχεδιάζει προσεκτικά τα εγκλήματά της. Μολονότι πρωταρχική επιδίωξή της είναι να δει νεκρά τα κοριτσάκια, η ίδια δεν οργανώνει με μεθοδικότητα κάποιο εγκληματικό σχέδιο δράσης προκειμένου να τα εξοντώσει.

Συνοψίζοντας, η Φόνισσα προβαίνει στα αποτρόπαια εγκλήματά της προκειμένου να λυτρώσει πρωτίστως το γυναικείο φύλο, που και η ίδια εκπροσωπεί, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία από μία ζωή γεμάτη βάσανα και εξευτελισμούς. Υπό αυτή την έννοια, ασφαλώς πρέπει να τονίσουμε ότι οι προθέσεις της δεν είναι δόλιες, αφού πιστεύει ότι αγωνίζεται για την υλοποίηση ενός ανώτερου σκοπού, τον οποίο μάλιστα κατά την άποψή της, της τον «επέβαλε» ο Θεός. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό τόσο για τις αθώες ψυχές που σκοτώνει, όσο και για την ίδια. Η Φόνισσα, επίσης, θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικές περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους, ή άλλα προσφιλή τους πρόσωπα, για να τα λυτρώσουν από πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί μία σημαντική διαφοροποίηση, τα κίνητρα δράσης και το ψυχο- εγκληματικό προφίλ της παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας που έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ με εκτενή ρεπορτάζ.

Η οικία Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο.

Συμπερασματικά, οι ιδεοληψίες, που δυστυχώς όπως παρατηρούμε διογκώνονται από τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και τα στερεότυπα που διαχρονικά έχουν λειτουργήσει επιβαρυντικά σε βάρος του γυναικείου φύλου, στο μυαλό ατόμων με μια «εύθραυστη», όπως θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, ψυχοσύνθεση, αντίστοιχη της Φόνισσας, δύναται να αποβούν θανατηφόρες. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, ειδικά σε εποχές κρίσεων, δύναται να αποτελέσουν κίνητρο ακραίων εγκληματικών ενεργειών σε βάρος όχι μεμονωμένων ατόμων, αλλά και ολόκληρων ομάδων πληθυσμού. Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, μάλιστα, είναι πολύ εύκολο να αξιοποιηθούν από τους ιδεοληπτικούς εγκληματίες όλα τα διαθέσιμα μέσα της τεχνολογίας προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους και σαφώς τα πιο ευάλωτα θύματα είναι τα παιδιά και οι έφηβοι. Σημαντικό, τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η λογοτεχνία προσφέρει πάντοτε πολύτιμα μαθήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο ακόμα και από τους εγκληματολόγους, τόσο σε διδακτικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο.

 

Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Φιλόλογος-Συγγραφέας και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Αλεξιάδης, Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σακκουλας, 2004.

Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1984.

Ι. Δασκαλόπουλος, Στοιχεία Εγκληματολογίας, τομ. Α’, Αθήνα: Αδελφοί Τζάκα, 1972.

Α. Καρδαρά, Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, Αθήνα: Παπαζήσης, 2021.

Α. Καρδαρά, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη, Αθήνα: Παπαζήσης, 2017.

Γ.    Πανούσης, Καθ’    Υπερβολήν   Χρήσεις   και   Καταχρήσεις: Νόμοι, Αριθμοί    &       Εικόνες Κατασκευής Φόβων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2008.

Γ.     Πανούσης, Ο     Εγκληματίας    στο    έργο    του    Ντοστογιέφσκι:    Υπο-χθόνιος    ή        υπερ- άνθρωπος, Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα, 2012.

Σπινέλλη Κ. Δ., Εγκληματολογία: σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 2014.

Συλλογικό, Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οδυσσέας: Αθήνα, 2000.

Συλλογικό, Μνήμη Ν. Βερβεσού, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 1991.

Συλλογικό, Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου για Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Δόμος, 2002.

Συλλογικό, Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον; Τιμητικός τόμος για τον ομότιμο καθηγητή Γιάννη Πανούση, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2020.

Συλλογικό, Φώτα Ολόφωτα: ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, 2η έκδ., Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2001

Cusson, Σύγχρονη Εγκληματολογία, μτφ. Η. Σαγκουνίδου-Δασκαλάκη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2002.

R.A Duff & Garland D. (επιμ.), A Reader on Punishment, Oxford: Oxford University Press, 1994.

C.A. Davis, Women who kill: profiles of female serial killers, London: Allison & Busby Limited, 2002.

G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Άγρα, 2001.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1984, σ. 51.
  2. Κ.Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία: σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 2014, σελ. 8.
  3. Σ. Αλεξιάδης, Εγκληματολογία, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2004, σσ. 33-36.
  4. Ι. Δασκαλόπουλος, Στοιχεία Εγκληματολογίας, τομ. Α’, Αθήνα: Αδελφοί Τζάκα, 1972, σελ. 9.
  5. Σ. Αλεξιάδης, όπ.π., σσ. 92-96.
  6. Σ. Αλεξιάδης, «Το στερεότυπο του εγκληματία» στο Μνήμη Ν. Βερβεσού, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 1991, σ.1.
  7. Γ. Πανούσης, Καθ’ Υπερβολήν Χρήσεις και Καταχρήσεις: Νόμοι, Αριθμοί & Εικόνες Κατασκευής Φόβων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σσ. 103-108.
  8. Α. Καρδαρά, Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη, Αθήνα: Παπαζήσης, 2017, σσ. 215-217.
  9. Χ. Αντωνόπουλου, «Μια ψυχοκοινωνιολογική προσέγγιση της Φόνισσας (Α. Παπαδιαμάντης)» στο Η Κοινωνική Διάσταση του Έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Οδυσσέας: Αθήνα, 2000, σ. 28.
  10. Σ. Ζουμπουλάκης, «Μια ηθική ανάγνωση της Φόνισσας» στο Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου για Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Δόμος, 2002, σ.163.
  11. Γ. Σαράντη, «Είχε ψηλώσει ο νους της» στο Φώτα Ολόφωτα: ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, 2η έκδ., Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 2001, σ. 348.
  12. G. Saunier, Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Άγρα, 2001, σσ. 246-248.