Θεοδόσης Καρβουναράκης
1989. Annus Mirabilis ή το τέλος μιας εποχής;
Μια επίκαιρη υπενθύμιση
Συμπληρώνονται φέτος τριάντα τέσσερα χρόνια από τα δραματικά γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας στην Ευρώπη. Την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις χώρες-δορυφόρους της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Μία πολιτική και εθνική ομηρία σαράντα πέντε περίπου ετών, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τερματίστηκε με απίστευτη ταχύτητα στους τελευταίους μήνες του 1989. Ο ρυθμός των αλλαγών εξέπληξε τους πάντες, ακόμη κι αυτούς στους οποίους άμεσα οφείλονταν. Η σκιά βέβαια του Ψυχρού Πολέμου εξακολουθεί να βαραίνει πάνω από την ήπειρο μας. Το σημερινό καθεστώς της Ρωσίας -υπεύθυνο για την αιματηρή σύγκρουση στην Ουκρανία- αποτελεί στην ουσία συνέχεια του καθεστώτος εκείνης της εποχής. Και η αντίδραση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στον Ρωσικό επεκτατισμό γίνεται πιο κατανοητή αν λάβουμε υπόψη μας τις δοκιμασίες τους τον καιρό της σοβιετικής κυριαρχίας. Για την κατανόηση λοιπόν του σήμερα είναι θεμιτή, αν όχι απαραίτητη, μια σύντομη ανασκόπηση της εμπειρίας της Ανατολικής Ευρώπης στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου με έμφαση στην ακροτελεύτια φάση, την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος της σοβιετικής ηγεμονίας, κορυφαίο επίτευγμα που δικαιολογεί τη σημερινή αγωνιστική της στάση.
Μέχρι το 1948 και με την καθοριστική βοήθεια της Μόσχας, οι κομμουνιστές είχαν κυριαρχήσει σε όλα τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης.[1] Ο πλήρης έλεγχος των καθεστώτων από τη Σοβιετική Ένωση, ολοκληρώθηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια. Ηγέτες που έπεισαν τον Στάλιν για την ιδεολογική τους ορθοδοξία -και έτσι επιβίωσαν- κατέλαβαν την εξουσία και επέβαλαν με ζήλο στις χώρες τους τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πρότυπα του αδίστακτου μέντορά τους.
Με το θάνατο του Στάλιν, η λαϊκή αντίδραση βγήκε στην επιφάνεια. Απλοί, καθημερινοί πολίτες και εργαζόμενοι αψήφησαν τις συνέπειες, για να ξεσηκωθούν ενάντια στην καταπίεση και την αποτυχία του καθεστώτος να υλοποιήσει τις βασικές του εξαγγελίες, τη δημιουργία δηλαδή μιας δίκαιης κοινωνίας και μιας σύγχρονης οικονομίας. Ούτε όμως μπορούσε να γίνει ανεκτή η καθοριστική επικυριαρχία των σοβιετικών[2] σε μια περιοχή που είχε υποφέρει από τις επεκτατικές διαθέσεις της Τσαρικής Ρωσίας και τις ανηλεείς τακτικές του Στάλιν στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[3]
Οι μεγάλες, αν και όχι οι μόνες, εξεγέρσεις ξεκίνησαν το 1953 από την Ανατολική Γερμανία, όπου απεργίες και διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα αντιμετωπίστηκαν βάναυσα από τις δυνάμεις ασφαλείας και τα σοβιετικά στρατεύματα. Ακολούθησε η εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956 με χιλιάδες Ούγγρους νεκρούς, θύματα της επέμβασης του Κόκκινου Στρατού. Το καλοκαίρι του 1968 στην Πράγα, η προσπάθεια για έναν υπαρκτό σοσιαλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο» κατεστάλη με λιγότερη βία αλλά την ίδια αποφασιστικότητα από στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία του υπαρκτού σοσιαλισμού αποτέλεσε το κίνημα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, εργατικού συνδικάτου με τεράστια λαϊκή απήχηση που με τις απεργίες του αμφισβήτησε και απείλησε σοβαρά το καθεστώς, οδηγώντας το στην επιβολή στρατιωτικού νόμου το Δεκέμβριο του 1981. Το κυρίαρχο δηλαδή κομμουνιστικό κόμμα φάνηκε να στρέφεται το ίδιο κατά της βιομηχανικής εργατικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα υποτίθεται πως εκπροσωπούσε.[4]


Πώς όμως από τις συνεχείς αλλά ανεπιτυχείς αμφισβητήσεις του συστήματος φτάσαμε στην ολοκληρωτική του κατάρρευση; Βασικός βέβαια λόγος ήταν η πλήρης απαξίωση του συστήματος στα μάτια των υποκείμενων σε αυτό,[5] η βεβαιότητα ότι δε μπορούσε να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του αλλά και η αποδοχή της αποτυχίας του από τους ίδιους τους αξιωματούχους του. Συντέλεσε επίσης, η υπογραφή από την Σοβιετική Ένωση και το σύνολο σχεδόν των κρατών του ανατολικού μπλοκ της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι το 1975, με την οποία αναλάμβαναν την υποχρέωση να σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών τους. Η δέσμευση αυτή, παρά τη γενική και αόριστη διατύπωσή της και την έλλειψη κυρώσεων σε περίπτωση αθέτησής της, έδωσε στους αντιφρονούντες τη δυνατότητα να εντείνουν τη δράση τους, να προβάλλουν τις ιδέες τους, να οργανώσουν το κίνημα διαμαρτυρίας και να αναλάβουν τελικά μείζονα ρόλο την ώρα των μεγάλων εξελίξεων.

Καταλυτικός όμως υπήρξε ο ρόλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο σοβιετικός ηγέτης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ασφάλεια της χώρας του δεν κινδύνευε από τον δυτικό συνασπισμό. Δεν υπήρχε έτσι ανάγκη διατήρησης άμεσου ελέγχου της Ανατολικής Ευρώπης ως ζώνη προστασίας από πιθανή εκ δυσμών στρατιωτική εισβολή. Απεναντίας, η αποχώρηση των σοβιετικών θα αύξανε το γόητρο και την αξιοπιστία του Γκορμπατσόφ στη Δύση, διευκολύνοντας τόσο τη διαδικασία συνδιαλλαγής όσο και την παροχή πολύτιμης οικονομικής βοήθειας που η χώρα του είχε ανάγκη. Το οικονομικό βάρος, τέλος, της συνέχισης της Σοβιετικής ηγεμονίας είχε γίνει δυσβάσταχτο. Η Μόσχα πουλούσε στους Ανατολικοευρωπαίους εταίρους της πετρέλαιο σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες εκείνων της παγκόσμιας αγοράς, με αντάλλαγμα κακής ποιότητας βιομηχανικά προϊόντα. Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο του 1988 και μετά την αναγγελία μονομερούς περιορισμού των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ο Γκορμπατσόφ διακήρυξε πως η ελευθερία επιλογής ήταν μια παγκόσμια αρχή. Δε μπορούσε να γίνει καμιά εξαίρεση. Τον Ιούλιο του 1989, σε λόγους του στο Συμβούλιο της Ευρώπης και σε σύνοδο των ηγετών του ανατολικού μπλοκ, ο Γκορμπατσόφ ξεκαθάρισε πως οι πολιτικές επιλογές των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ήταν αποκλειστικό δικαίωμα των λαών της. Το Δόγμα Μπρέζνιεφ, το δικαίωμα δηλαδή παρέμβασης της Σοβιετικής Ένωσης προς προστασία της σοσιαλιστικής ορθοδοξίας, είχε πανηγυρικά εγκαταλειφθεί. Οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα μπορούσαν πλέον να υπολογίζουν στη βοήθεια της Μόσχας για να διατηρήσουν την εξουσία τους.[6]

Η κατάρρευση των καθεστώτων άρχισε από την Πολωνία, όταν σε μερικά ελεύθερες εκλογές που η κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να αποδεχτεί υπό το βάρος οικονομικής δυσπραγίας και λαϊκών κινητοποιήσεων, οι υποψήφιοι της Αλληλεγγύης θριάμβευσαν, ενώ οι κομμουνιστές καταποντίστηκαν. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο πρώτος μη κομμουνιστής πρωθυπουργός του ανατολικού μπλοκ ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού της χώρας. Στη διάρκεια του Οκτωβρίου το κομμουνιστικό κόμμα της Ουγγαρίας που είχε ήδη αποδεχτεί τον τερματισμό του πολιτικού του μονοπωλίου κατέρρευσε, με αποκορύφωμα την κατάργηση του όρου «Λαϊκή Δημοκρατία» σαν προσδιορισμό του πολιτεύματος της χώρας. Η αποκήρυξη του κομμουνισμού ήταν σαφής και αδιαμφισβήτητη. Στην Ανατολική Γερμανία μαζικές και συνεχείς διαδηλώσεις, αλλά και η κριτική του Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης, οδήγησαν στην αντικατάστασή του από το 1971 ηγέτη της χώρας Έριχ Χόνεκερ. Οι συνεχιζόμενες διαδηλώσεις και η σύγχυση της νέας κυβέρνησης έφεραν το αδιανόητο μέχρι πριν λίγους μήνες αποτέλεσμα. Την πτώση του τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου. Ακολούθησε η αποδόμηση του μονοκομματικού κράτους και μια πολυσυλλεκτική πολιτική διαδικασία που οδήγησε σε ελεύθερες εκλογές τον Μάιο του 1990.
Την επομένη της πτώσης του τείχους στο Βερολίνο, ο από το 1954 ηγέτης της Βουλγαρίας Τόντορ Ζίβκοβ, καθαιρέθηκε από τους συντρόφους του στην κεντρική επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος. Η μυστική αστυνομία διαλύθηκε, τα μη κομμουνιστικά πολιτικά κόμματα νομιμοποιήθηκαν και ελεύθερες εκλογές αποφασίστηκε να διεξαχθούν τον επόμενο χρόνο. Τον ίδιο μήνα και σε διάστημα μόλις δέκα ημερών, το κομμουνιστικό κόμμα της Τσεχοσλοβακίας κατέρρευσε. Αρχής γενομένης από τη βίαιη καταστολή μιας αντικυβερνητικής διαδήλωσης στις 17 Νοεμβρίου, η αντικαθεστωτική αντίδραση εξελίχθηκε σε μια αναίμακτη, ειρηνική, ενθουσιώδη «βελούδινη επανάσταση» που οδήγησε σε νέα κυβέρνηση με μη κομμουνιστική πλειοψηφία και την εκλογή στο τέλος Δεκεμβρίου του διάσημου αντικαθεστωτικού συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ ως προέδρου της χώρας.[7] Αντίθετα, αιματηρό ήταν το τέλος του κομμουνιστικού πολιτικού μονοπωλίου στη Ρουμανία. Οι διαδηλώσεις εκεί αντιμετωπίστηκαν με βίαιο τρόπο και μεγάλη αιματοχυσία. Η συμπαράταξη του στρατού με τον εξεγερμένο λαό είχε τραγικές συνέπειες για τον από το 1965 επικεφαλής της χώρας, Νικολάι Τσαουσέσκου, που μέσα σε τρείς μόνο μέρες συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε μαζί με τη σύζυγό του ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1989.[8]

Η αλλαγή καθεστώτος και ο εναγκαλισμός του δημοκρατικού καπιταλισμού δεν έλυσε ως δια μαγείας τα προβλήματα των χωρών την Ανατολικής Ευρώπης. Απεναντίας, ήδη υπάρχοντα όπως η διαφθορά και το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα αρχικά τουλάχιστον επιδεινώθηκαν, ενώ νέα όπως η ανεργία, η υψηλή εγκληματικότητα, η ανασφάλεια που προέκυψε από την αναθεώρηση του μοντέλου υψηλής κοινωνικής προστασίας των πολιτών, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους.[9] Το χάσμα ανάμεσα στους προνομιούχους διαχειριστές του συστήματος και τους υπόλοιπους πολίτες, που είχε εδραιωθεί μέχρι το 1989, εν πολλοίς διευρύνθηκε, αντί να μειωθεί με την έλευση των φιλελευθέρων θεσμών.[10] Η προσαρμογή στις νέες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες δυσκόλεψε και δυσκολεύει τους λαούς της περιοχής. Δεν αμφισβητούν όμως, την αναγκαιότητα των κοσμοϊστορικών εξελίξεων που πριν τριάντα τέσσερα χρόνια έκαναν πραγματικότητα την προσωπική και την εθνική τους ελευθερία αλλά και άνοιξαν το δρόμο για μια καλύτερη ζωή.
1989: Year of Miracles
Ο Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι Καθηγητής της Διπλωματικής Ιστορίας της Ευρώπης και των ΗΠΑ στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η περίοδος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη και το τι ακολούθησε, αποδίδονται στις βασικές τους παραμέτρους με επιτυχία στο John W. Young, “Cold War Europe, 1945-1991”, Arnold, London, 1996, σελ. 234-277, ελληνική έκδοση «Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου», Πατάκης, Αθήνα, Πιο αναλυτικό, εξίσου προσιτό και χρήσιμο για βαθύτερη κατανόηση του θέματος είναι το R. J. Crampton, “Eastern Europe in the 20th Century”, Routledge, New York, 1997. Για τις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα κράτη του ανατολικού μπλοκ, βλέπε Charles Gati, “The Bloc that Failed”, Tauris, London, 1990. Το χρονικό της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων αφηγούνται με ενάργεια δημοσιογράφοι-αυτόπτες μάρτυρες στο Nigel Hawkes (ed.), “Tearing down the Curtain. The Peoples Revolution in Eastern Europe”, Hodder and Stoughton, London. 1990.
[2] Για παράδειγμα,, το 1955 ο Ούγγρος πρωθυπουργός υπέγραψε την ιδρυτική συνθήκη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, χωρίς να την έχει δει προηγουμένως, πολύ δε περισσότερο να την έχει συζητήσει με τα άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Gati, σελ.
[3] Ακραίο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο βιασμός μέχρι και δύο εκατομμυρίων γερμανίδων από τα σοβιετικά στρατεύματα στο υπό τον έλεγχο τους τμήμα της χώρας, κατά τα έτη 1945-46, με την ανοχή συνήθως των ανωτέρων τους, όταν μάλιστα ο Στάλιν επιδίωκε να κερδίσει την καλή διάθεση των γερμανών, έχοντας κατά νου την δημιουργία μιας ενιαίας, ουδέτερης και φιλικής προς την Σοβιετική Ένωση Γερμανίας. John Lewis Gaddis, “We Now Know. Rethinking Cold War History”, Oxford University Press, Oxford, 1997, σελ. 286-287.
[4] Εκτός από φραστικές επιθέσεις, οι ΗΠΑ απέφυγαν οποιαδήποτε εμπλοκή σχετικά με τη διατήρηση της Σοβιετικής ηγεμονίας επί των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, παρά τις εξαγγελίες του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών John Foster Dulles, περί «απώθησης» (rollback) του κομμουνισμού, καμία βοήθεια δεν προσφέρθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τους εξεγερμένους κατά των Σοβιετικών Ούγγρους τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1956. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Πρόεδρος Kennedy δεν αντέδρασε, αν και μπορούσε, εκ των προτέρων στην ανέγερση του τείχους του Βερολίνου, τον Αύγουστο του 1961. Οι αμερικανοί αναγνώριζαν πως ο έλεγχος των χωρών του ανατολικού μπλοκ αποτελούσε ζωτικό εθνικό συμφέρον για τους Σοβιετικούς. Η αμφισβήτησή του έτσι, εκ μέρους των αμερικανών, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη, μια κατάσταση που οι αμερικανοί δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν, τη στιγμή μάλιστα που γι’ αυτούς η ανατολική Ευρώπη δεν είχε την ίδια αξία.
[5] Η δίκαιη, αταξική κοινωνία που οι κομμουνιστικές αρχές πρόβαλαν ως επίτευγμά τους, διαψεύδονταν καθημερινά από τα προνόμια της νομενκλατούρας, των εκλεκτών δηλαδή του καθεστώτος που κατείχαν θέσεις-κλειδιά στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και των μελών του κόμματος. Έτσι, στην Ουγγαρία στο τέλος της δεκαετίας του ’40, οι πολύ μεγάλες ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών, αλλά και ευρύτερα οι στερήσεις που υφίστατο ο λαός της χώρας για χάρη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις προσωπικές συνθήκες του αρχηγού του στρατού, που αρνούνταν να παραλάβει το καινούργιο του σπίτι αν η πισίνα του δεν διέθετε υποβρύχιο φωτισμό. Crampton, σελ. 246.
[6] Η οικονομική αποτυχία του συστήματος ήταν επίσης αδιαμφισβήτητη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αδυναμιών του ήταν η παραγωγή – αναξιόπιστων – ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Ανατολική Γερμανία, που είχε επιλεγεί μάλιστα ως η πιο κατάλληλη γι’ αυτό το σκοπό ανάμεσα στις χώρες της COMECON (οργανισμού οικονομικής συνεργασίας του ανατολικού μπλοκ). Το 1989 η Ανατολική Γερμανία με πληθυσμό 16 εκατομμύρια είχε μόλις το ένα πεντηκοστό της αντίστοιχης παραγωγής της Αυστρίας, μιας χώρας 7,5 εκατομμυρίων, που με τη σειρά της είχε έναν ασήμαντο ρόλο στην παγκόσμια αγορά. Tony Judt, “Postwar. A History of Europe since 1945”, Penguin, New York, 2005, σελ. 578. Στη Ρουμανία, η οικονομική πολιτική του ισχυρού άνδρα της χώρας Νικολάι Τσαουσέσκου, οδήγησε κατά τη δεκαετία του 1980 σε πρωτοφανή, ακόμη και για το ανατολικό μπλοκ, μέτρα λιτότητας, όπως δραστικοί περιορισμοί σε βασικά είδη διατροφής και ακραίες μέθοδοι εξοικονόμησης ενέργειας (μεταξύ άλλων, μέγιστη θερμοκρασία 14 βαθμών το χειμώνα στα γραφεία). Keith Sword (ed.), “The Times Guide to Eastern Europe”, Times Books, London, 1990, σελ. 129-130.
[7] Όπως μάλιστα δήλωσε αστειευόμενος σε εμφάνιση του στην αμερικανική τηλεόραση στις 25 Οκτωβρίου 1989 ο εκπρόσωπος τύπου του σοβιετικού υπουργείου εξωτερικών, το Δόγμα Μπρέζνιεφ είχε δώσει τη θέση του στο Δόγμα Σινάτρα, ότι δηλαδή όπως και στο γνωστό τραγούδι του διάσημου τραγουδιστή (I did it) My Way (με τον τρόπο μου), έτσι και τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης ήταν το καθένα ελεύθερο να επιλέξει το δικό του πολιτικό μέλλον. Geoffrey Roberts, “The Soviet Union in World Politics”, Routledge, London, 1999, χάρτης υπ. Αρ. Βλέπε επίσης “Sinatra Doctrine” Wikipedia the Free Encyclopedia, κείμενο της 9ης Μαρτίου 2009.
[8] Μερικά παραδείγματα: Η έκθεση της UNICEF του 1999 που συνδέει την υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας με σοβαρά προβλήματα υγείας, ανάπτυξης και παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών και των εφήβων των πρώην κομμουνιστικών χωρών. Η οικονομική ανισότητα στη Σλοβακία, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα στην περιοχή της Μπρατισλάβα (πρωτεύουσας) ήταν το 2006 το 115.9% του μέσου αντιστοίχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στην φτωχότερη περιφέρεια της χώρας μόλις το 38.8%. Η εγκληματικότητα στη Βουλγαρία, όπου στα τρία προηγούμενα του Ιουνίου 2007 χρόνια έγιναν εκατό δολοφονίες μεγάλης δημοσιότητας από πληρωμένους εκτελεστές. Adrian Webb, “The Routledge Companion to Central and Eastern Europe Since 1919”, Routledge, New York, 2008. 4.4. The Impact of the EU, NATO and Russia since 1990, 1.5. The Economy: recent developments.
[9] Η πρωτοφανής απόφαση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούλιο του 2008 να αναστείλει την καταβολή οικονομικής βοήθειας προς την νεοενταχθείσα (2007) Βουλγαρία λόγω της ανεπάρκειας της στην καταπολέμηση της γιγαντωμένης διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. “The Guardian”, 24 Ιουλίου 2008, EU Censures Bulgaria By Freezing Aid.
[10] Ενδεικτικά βλέπε worldbank.org, How to solve Bulgaria’s paradox: Robust growth yet persistent poverty and inequality?, June 29, 2022. Wikipedia: Corruption in Romania. Τελευταία προσθήκη Ιούνιος 2022.