Skip to main content

Θεοδόσης Καρβουναράκης: Ο πρόεδρος George Herbert Walker Bush και οι Ευρω-Ατλαντικές Σχέσεις, 1988-1992

Θεοδόσης Καρβουναράκης

Ο πρόεδρος George Herbert Walker Bush και οι Ευρω-Ατλαντικές Σχέσεις, 1988-1992

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1988, νέος πρόεδρος των ΗΠΑ αναδείχθηκε ο George Herbert Bush, αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων Reagan. Ο νέος πρόεδρος είχε μεγάλη εμπειρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής- κάτι μάλλον ασυνήθιστο για τα αμερικανικά δεδομένα- και συγκέντρωσε γύρω του ένα εκλεκτό επιτελείο συμβούλων που θα τον βοηθούσε στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του προκατόχου του, Ronald Reagan, που διακήρυσσε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και ακόμη δυσπιστούσε ως προς τις προθέσεις του Gorbachev. Αφιέρωσε έτσι μεγάλο χρονικό διάστημα στη μελέτη των δεδομένων της διεθνούς κατάστασης και αποφάσισε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις κινήσεις του.

Στην Ανατολική Ευρώπη εν τω μεταξύ οι εξελίξεις έτρεχαν.Στην Πολωνία η κυβέρνηση του Στρατηγού Jaruzelski βρισκόταν από τον Αύγουστο του 1988 σε διαπραγματεύσεις με το ανεξάρτητο εργατικό συνδικάτο Αλληλεγγύη με στόχο την φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, ενώ στην Ουγγαρία τον Φεβρουάριο του 1989 το κομμουνιστικό κόμμα είχε αποδεχθεί την ανάγκη εγκαθίδρυσης μιας πολυκομματικής δημοκρατίας. Τον Ιούλιο του 1989, ο Bush επισκέφθηκε την Πολωνία και την Ουγγαρία. Στην Πολωνία οι συζητήσεις κυβέρνησης και Αλληλεγγύης είχαν καταλήξει σε συμφωνία για ελεύθερες εκλογές μέρους των μελών του Κοινοβουλίου, τις οποίες είχε κερδίσει η Αλληλεγγύη με συντριπτική πλειοψηφία. Στην Ουγγαρία, οι συζητήσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της όλο και τολμηρότερης αντιπολίτευσης για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, συνεχίζονταν. Πρόθεση του Προέδρου Bush ήταν να ενθαρρύνει την πορεία προς τη δημοκρατία. Παράλληλα όμως ήθελε να συστήσει σύνεση, ψυχραιμία και όχι αλόγιστη επιτάχυνση του ρυθμού των αλλαγών από τους υπέρμαχους της δημοκρατίας. Ανησυχούσε για την αντίδραση του Gorbachev και της Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια, ο Σοβιετικός ηγέτης είχε ήδη δηλώσει στον ιστορικής σημασίας λόγο του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το Δεκέμβριο του 1988, ότι η ελευθερία επιλογής για όλα τα κράτη ήταν μια αρχή χωρίς εξαιρέσεις. Ενώ τον Ιούλιο του 1989, με δήλωση του στον τύπο υποστήριξε ότι «οποιαδήποτε ανάμειξη στα εσωτερικά μιας χώρας για τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας… είναι απαράδεκτη».Ο Bush όμως φοβόταν ότι η επιτάχυνση των ρυθμών αλλαγής και η αμφισβήτηση τόσο του κομμουνιστικού καθεστώτος όσο και της Σοβιετικής ηγεμονίας στην περιοχή, θα μπορούσε να προκαλέσει μια έντονη συντηρητική αντίδραση, που θα ακύρωνε τα επιτεύγματα των τελευταίων μηνών και θα έφραζε το δρόμο προς την εθνική και πολιτική ελευθερία στην Ανατολική Ευρώπη. Τους φόβους του επέτεινε το πρόσφατο παράδειγμα της Κίνας, όπου οι μεγάλες διαδηλώσεις και τα επίμονα αιτήματα εκδημοκρατισμού είχαν μόλις τον προηγούμενο μήνα αντιμετωπισθεί από το καθεστώς με εκτεταμένη χρήση βίας και μεγάλη αιματοχυσία με χιλιάδες νεκρούς στην πλατεία Tiananmen του Πεκίνου. Για τον ίδιο λόγο (αποφυγή προκλήσεων προς τους Σοβιετικούς και το υπάρχον καθεστώς), ο Αμερικανός Πρόεδρος απέφυγε την ενεργό και εμφανή παρέμβαση της χώρας του στα τεκταινόμενα στην Ανατολική Ευρώπη. Σε συναντήσεις του με Πολωνούς και Ούγγρους κομμουνιστές αξιωματούχους, ο Bush δήλωσε ότι «δεν είμαστε εδώ για να σας αναγκάσουμε να διαλέξετε μεταξύ Ανατολής και Δύσης». Επίσης ενθάρρυνε τον στρατηγό Jaruzelski να διεκδικήσει το προεδρικό αξίωμα στην Πολωνία και υποστήριξε τα μετριοπαθή στελέχη της Αλληλεγγύης που είχαν την ίδια άποψη, ώστε να επικρατήσουν στις διαβουλεύσεις του κινήματος για το θέμα. Ανάλογα ήταν και τα σχόλια του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών James Baker σε συναντήσεις του με το Σοβιετικό ομόλογο του Eduard Shevardnadze στο Παρίσι στο τέλος Ιουλίου και κατά τη διάρκεια επίσκεψης στις Ηνωμένες Πολιτείες του τελευταίου, τον Σεπτέμβριο. «Υποστηρίζουμε τη μεταρρυθμιστική διαδικασία αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα για τη Σοβιετική Ένωση…Δεν θέλουμε να προκαλέσουμε φασαρίες ή να υποκινήσουμε αναταραχή (στην Ανατολική Ευρώπη)».3

O George Η.W. Bush με τον Lech Wałęsa στη Βαρσοβία, το καλοκαίρι του 1989.

Τους επόμενους μήνες συντελέστηκαν κοσμοϊστορικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη. Στην Πολωνία την εξουσία ανέλαβε μη κομμουνιστική κυβέρνηση, ενώ στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία η πορεία προς την πλήρη κατάρρευση του κομμουνισμού ήταν σαφής και προδιαγεγραμμένη. Από τους πανίσχυρους δικτάτορες των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας μόνο ο Nicolae Ceauşescu της Ρουμανίας παρέμενε στην εξουσία. Μεγάλες διαστάσεις και ιδιαίτερη σημασία είχε προσλάβει η πτώση του τείχους του Βερολίνου, συμβόλου του διαχωρισμού της Ευρώπης σε Ανατολικό και Δυτικό μπλοκ. Φαινόταν επίσης να ανοίγει ο δρόμος για την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των εξελίξεων, ο Πρόεδρος Bush παρέμεινε ιδιαίτερα προσεκτικός. Τα γεγονότα εξελίσσονταν από μόνα τους με τρόπο ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις Ηνωμένες Πολιτείες που, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν τη δυνατότητα κάποιας ουσιαστικής παρέμβασης. Μια λάθος όμως κίνηση θα μπορούσε να ανησυχήσει τους Σοβιετικούς και να οδηγήσει σε βίαιη παρέμβαση ικανή να αναστείλει τόσο την πορεία προς τη δημοκρατία, όσο και την εξασθένιση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας.

Κρίσιμη θεωρούνταν η αντίδραση του Gorbachev έναντι της κατάρρευσης του κομμουνισμού στην Ανατολική Γερμανία. Η χώρα αυτή ήταν η πιο αξιόπιστη και πιο σημαντική οικονομικά από τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ενώ η ύπαρξή της συμβόλιζε τη νίκη των σοβιετικών όπλων μετά από τιτάνιο, πολύνεκρο αγώνα κατά του γερμανού εισβολέα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρακολουθώντας στην τηλεόραση σε απευθείας μετάδοση την πτώση του τείχους το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, ο Bush σχολίασε: «Αν οι Σοβιετικοί αφήσουν τους κομμουνιστές να πέσουν στην Ανατολική Γερμανία, πρέπει πραγματικά να εννοούν αυτά που λένε, περισσότερο απ’ ότι νόμιζα».Ο Bush απέφυγε να προκαλέσει τον Σοβιετικό ομόλογό του και δεν συμμετείχε στους πανηγυρισμούς άλλων δημοσίων προσώπων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την πτώση του τείχους. «Δεν πρόκειται να χορέψω πάνω στο τείχος του Βερολίνου» είπε στους συνεργάτες του. Και όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο γιατί δεν έδειχνε ενθουσιασμένος από τις εξελίξεις, απάντησε: «Δεν είμαι συναισθηματικός τύπος».

Βερολίνο, 9 Νοεμβρίου 1989. Η πτώση του τείχους και το συναπάντημα δυο κόσμων.

Η προοπτική της Γερμανικής ενοποίησης δημιούργησε προβλήματα στις τάξεις της Δυτικής Συμμαχίας. Βρετανία και Γαλλία ήταν αντίθετες, τουλάχιστον στην άμεση πραγματοποίησή της γιατί φοβόντουσαν, με την αύξηση της γερμανικής ισχύος, διατάραξη των ισορροπιών στην Ευρώπη αλλά και επιπλοκές στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Πρωθυπουργός της Αγγλίας, Margaret Thatcher, δεν ήταν βέβαιη για την μη αναζωπύρωση των γερμανικών ηγεμονικών τάσεων – «ξέρω πολύ καλά τους Γερμανούς και ο εθνικός χαρακτήρας κατά βάση δεν αλλάζει» υποστήριζε – ενώ πίστευε ότι με την κατάρρευση του συστήματος ασφαλείας ΝΑΤΟ – Συμφώνου Βαρσοβίας που θα διευκόλυνε η γερμανική ενοποίηση, θα υπονομεύονταν η διεθνής επιρροή της χώρας της. Προσέβλεπε σε μία δημοκρατική αλλά ξεχωριστή Ανατολική Γερμανία, ή, εν ανάγκη, σε κάποια μορφή συνομοσπονδίας με την Δυτική Γερμανία. Ανήσυχος επίσης εμφανίζονταν ο Γάλλος πρόεδρος François Mitterrand, αλλά και άλλοι Γάλλοι ηγέτες.O Mitterrand εξέφρασε την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας και ζήτησε από τον Gorbachev (καθ’ ομολογίαν του ιδίου) να αποτρέψει τη γερμανική ενοποίηση. Οι Αμερικανοί, όμως, δεν είχαν αμφιβολίες για το δημοκρατικό ήθος και την πολιτική ωριμότητα των Γερμανών. Έβλεπαν επίσης θετικά τη γερμανική ενοποίηση ως σύμβολο νίκης του δημοκρατικού καπιταλισμού αλλά και ευκαιρία ενδυνάμωσης και επέκτασης του ΝΑΤΟ. Παράλληλα φοβόντουσαν πως αν πρόβαλαν εμπόδια στην ενοποίηση, οι Γερμανοί θα στρέφονταν στους Ρώσους, που σαν αντάλλαγμα για τη συναίνεσή τους, θα ζητούσαν την ουδετεροποίηση της Γερμανίας. Η αποχώρηση όμως της τελευταίας από το ΝΑΤΟ θα ισοδυναμούσε με κατάρρευση της Δυτικής Συμμαχίας. Στις Βρυξέλλες, ο Bush έπεισε τους επικεφαλής των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να αποδεχθούν τη γερμανική ενοποίηση.6

Ούτε ο Gorbachev ήταν αντίθετος με τη γερμανική ενοποίηση. Όχι μόνο επειδή η άρνηση του να συγκατατεθεί θα ήταν αντίθετη με τις βαρυσήμαντες διακηρύξεις του περί αυτοδιάθεσης των λαών της Ευρώπης και θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του με το Δυτικό στρατόπεδο, αλλά και γιατί οι απόψεις του για τις δύο Γερμανίες είχαν αλλάξει: «Για τη Σοβιετική ηγεσία η Δυτική Γερμανία ήταν ο μεσάζων-κλειδί για οικονομική υποστήριξη από τη Δύση. Ως προς την οικονομική ακμαιότητα ή τις στρατιωτικές δυνατότητες στην Κεντρική Ευρώπη ήταν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τις Ηνωμένες Πολιτείες…Μια συνεργάσιμη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία στην πραγματικότητα μπορούσε ακόμη και να βοηθήσει να σωθεί η περεστρόικα στη Ρωσία. Η φιλάσθενη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας…στην πραγματικότητα δεν είχε και μεγάλη σημασία μετά τον Νοέμβριο του 1989».7 Η αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών – Σοβιετικής Ένωσης θα αφορούσε στους όρους και όχι σ’ αυτή καθαυτή τη γερμανική ενοποίηση.

Οι Σοβιετικοί αποδέχτηκαν το Σχέδιο 2+4 που πρότειναν οι Αμερικανοί και προέβλεπε πως όλα τα ουσιώδη θέματα που αφορούσαν στην ενοποίηση θα συζητούνταν και θα αποφασίζονταν από τις δύο Γερμανίες. Οι τέσσερεις νικήτριες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Ηνωμένες Πολιτείες, Σοβιετική Ένωση, Βρετανία και Γαλλία) θα παραιτούνταν από τα δικαιώματα κατοχής επί της ηττημένης Γερμανίας και τα οποία εξακολουθούσαν να διατηρούν ως συνέπεια της Ψυχροπολεμικής διαμάχης (λόγω των μεταξύ τους διαφωνιών δεν είχε υπάρξει συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία). Δυστροπούσαν όμως ως προς τη συμμετοχή της ενοποιημένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Ο Πρόεδρος Bush δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει, καθ’ ότι γνώριζε ότι τα δεδομένα τον ευνοούσαν. Η αδιαλλαξία του αλλά και η πλεονεκτική του θέση προκύπτουν από τον τρόπο που εκφράστηκε σε συνάντηση με τον Kohl στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Φεβρουάριο του 1990: «Οι Σοβιετικοί δεν είναι σε θέση να υπαγορεύσουν τη σχέση της Γερμανίας με το ΝΑΤΟ. Αυτό που με στεναχωρεί είναι η συζήτηση ότι η Γερμανία δεν πρέπει να παραμείνει στο ΝΑΤΟ. Στο διάβολο! Εμείς υπερισχύσαμε, όχι αυτοί. Δεν πρέπει να αφήσουμε τους Σοβιετικούς να αρπάξουν τη νίκη από τα σαγόνια της ήττας».8

Η επίσκεψη του καγκελαρίου της Δυτ. Γερμανίας Helmut Kohl στην Ουάσινγκτον, τον Φεβρουάριο του 1990.

Ο Gorbachev συμβιβάστηκε με αλλαγές στο στρατιωτικό δόγμα του ΝΑΤΟ που υποδήλωναν υποβάθμιση της Σοβιετικής απειλής και υποσχέσεις στενότερης πολιτικο-στρατιωτικής συνεργασίας. Σε επίσκεψή του στη Μόσχα τον Ιούλιο του 1990 ο Kohl επίσης υποσχέθηκε ότι η ενοποιημένη Γερμανία θα αναλάμβανε όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις της Ανατολικής Γερμανίας προς τη Σοβιετική Ένωση η οποία επίσης θα λάβαινε οικονομική βοήθεια ύψους 3 δις. δολαρίων. Το κόστος παραμονής των σοβιετικών στρατευμάτων στην Ανατολική Γερμανία κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου θα κάλυπτε η γερμανική κυβέρνηση. Σε κοινή συνέντευξη τύπου κατά την ίδια επίσκεψη οι δύο ηγέτες ανακοίνωσαν τη συμφωνία τους για τους όρους της γερμανικής ενοποίησης: Η Γερμανία θα αποτελούσε μέλος του ΝΑΤΟ αν και τα σοβιετικά στρατεύματα θα παρέμεναν στην Ανατολική Γερμανία για μια μεταβατική περίοδο τριών έως τεσσάρων ετών. Το αμυντικό δόγμα του ΝΑΤΟ όμως θα ίσχυε άμεσα για το σύνολο της χώρας. Η Γερμανία θα περιόριζε τις ένοπλες δυνάμεις της στους 370.000 άνδρες, ενώ αναλάμβανε την υποχρέωση να μην αποκτήσει ή κατασκευάσει πυρηνικά, χημικά ή βιολογικά όπλα. Με αυτή τη συμφωνία η διαδικασία της ενοποίησης μπόρεσε να συνεχισθεί απρόσκοπτα και να ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο του 1990.

Η κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και η ενοποίηση της Γερμανίας έθεσαν σε αμφισβήτηση τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ, μια και ο λόγος για τον οποίο είχε δημιουργηθεί, η άμυνα της Ευρώπης από την Σοβιετική απειλή, φαινόταν να έχει εκλείψει. Τόσο οι Ευρωπαίοι όμως όσο και οι Αμερικανοί εταίροι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η συμμαχία έπρεπε να διατηρηθεί. Η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμη ρευστή και η πιθανότητα αναζωπύρωσης της Σοβιετικής απειλής, αν και πολύ περιορισμένη, εξακολουθούσε να υφίσταται. Οι Βρετανοί, οι Γάλλοι, ακόμη και οι Γερμανοί9 θεωρούσαν τους θεσμούς του ΝΑΤΟ και την παρουσία των Αμερικανών στρατιωτών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία ως απαραίτητη εγγύηση για την αποτροπή Γερμανικών ηγεμονικών τάσεων, που ήταν πιθανό να εκδηλωθούν, αφού με την ενοποίηση η Γερμανία αναδεικνύονταν στην ισχυρότερη πληθυσμιακά και οικονομικά Ευρωπαϊκή χώρα. Στην ίδια κατεύθυνση οι ΗΠΑ έθεταν το θέμα σε ευρύτερη κλίμακα. Καταθέτοντας στο Κογκρέσο τον Απρίλιο του 1990, ο ειδικός σε Ευρωπαϊκά θέματα αξιωματούχος του State Department James Dobbins, εξέφρασε φόβους ότι με την αποχώρηση των Αμερικανών, οι Ευρωπαίοι θα επαναλάμβαναν το παλιό «γεωπολιτικό παιχνίδι τους» τις «μεταβαλλόμενες συμμαχίες» και θα αδυνατούσαν να τηρήσουν την τάξη. Αυτό θα υπονόμευε την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις όπως οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (όπου οι Αμερικανοί κλήθηκαν να δώσουν τη λύση). Σημαντικό ήταν επίσης να παραμείνουν τα Αμερικανικά στρατεύματα στην Ευρώπη για να αντιμετωπισθεί ο απομονωτισμός πολιτών και Κογκρέσου που θα έκανε πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την επιστροφή σε ώρα ανάγκης των Αμερικανικών δυνάμεων. Τέλος μέσω του κομβικού τους ρόλου στην Ευρωπαϊκή άμυνα, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επηρεάζουν το σύνολο των Ευρωπαϊκών υποθέσεων προς όφελός τους.10

Ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου (Αύγουστος 1990 – Φεβρουάριος 1991).

Το ΝΑΤΟ βέβαια κατ’ ανάγκη θα άλλαζε, προσαρμοζόμενο στις νέες συνθήκες. Επιθυμία των Αμερικανών ήταν η εμπλοκή του οργανισμού σε επιχειρήσεις εκτός περιοχής, πέρα δηλαδή από την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών σε περίπτωση επίθεσης. Στον πόλεμο του Περσικού Κόλπου στις αρχές του 1991, χώρες του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας, είχαν συμμετάσχει στη Μεγάλη Συμμαχία που υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών απελευθέρωσε το Κουβέιτ από τα στρατεύματα του Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Παρά την επιθυμία των Γάλλων να περιοριστεί ο ηγετικός ρόλος των Αμερικανών στην Ευρώπη, ο πρόεδρος Mitterrand, για να μην απομονωθεί η χώρα του αλλά και επιθυμώντας να αποδείξει ότι αποτελούσε παγκόσμια δύναμη, απέστειλε ισχυρές Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες, μάλιστα. συμμετείχαν στις επιχειρήσεις υπό Αμερικανική στρατιωτική διοίκηση. Οι Γερμανοί, επικαλούμενοι συνταγματικούς περιορισμούς στη χρήση των ενόπλων δυνάμεών τους, είχαν ελάχιστη στρατιωτική συμμετοχή αλλά συνεισέφεραν 9 δισεκατομμύρια δολάρια για την κάλυψη του κόστους της επιχείρησης.

Η εκστρατεία των Αμερικανών στο Ιράκ, που είχε νομιμοποιηθεί από την παγκόσμια κοινότητα με την έγκρισή της από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αποτελούσε έκφανση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, του σχεδίου δηλαδή του προέδρου Bush για την προάσπιση από τις Ηνωμένες Πολιτείες της παγκόσμιας ειρήνης, της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας μέσω και της εύρυθμης λειτουργίας των διεθνών θεσμών. Η Νέα Παγκόσμια Τάξη έπρεπε να περιφρουρηθεί με στρατιωτική ισχύ, που για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους ήταν δύσκολο οι Ηνωμένες Πολιτείες να διαθέσουν από μόνες. Γι’ αυτό, ο Αμερικανός πρόεδρος επιδίωξε την επέκταση της περιοχής ευθύνης του ΝΑΤΟ. Συνάντησε όμως την αντίδραση των άλλων μελών του οργανισμού. Για τους Γάλλους οι εκτός περιοχής επιχειρήσεις θα έκαναν το ΝΑΤΟ εργαλείο του Αμερικανικού παγκόσμιου ηγεμονισμού. «Δεν θέλουμε το ΝΑΤΟ να γίνει ένα Διευθυντήριο για θέματα παγκόσμιας ασφάλειας» δήλωσε Γάλλος αξιωματούχος.

Δραστικά επίσης μειώθηκε ο αριθμός των Αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη, από 336.000 ενόπλων στις αρχές του 1990 σε 150.000 μέχρι το 1994. Παρά τις αντιρρήσεις των στρατιωτικών ιθυνόντων, που ανησυχούσαν για την αποτελεσματικότητα της Αμερικανικής αμυντικής ασπίδας και τη δυσαρέσκεια των Ευρωπαίων, ο πρόεδρος Bush παρέμεινε σταθερός στην απόφασή του. Η Σοβιετική απειλή είχε στην ουσία πάψει να υφίσταται, η Συμφωνία για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη, η οποία υπογράφτηκε ανάμεσα στα μέλη του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας11 το Νοέμβριο του 1990, είχε μειώσει κατά 68% σε σχέση με τις αρχές του 1989 τις Σοβιετικές δυνάμεις στην Ευρώπη, ενώ η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά ελλείμματα.

Το κενό που θα δημιουργούνταν καλούνταν να καλύψουν οι Ευρωπαίοι. Ήδη από το 1984, στα πλαίσια της προσπάθειας για συνεργασία των κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στον τομέα της ασφάλειας, είχε επανενεργοποιηθεί η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση (WEU), οργανισμός αμυντικής συνεργασίας που είχε ατονήσει μετά τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και την ένταξη τη Δυτικής Γερμανίας σε αυτό. Το καλοκαίρι του 1987 η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση είχε αναλάβει τον συντονισμό της δράσης ναυτικών μονάδων των κρατών-μελών (επίσης μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) που είχαν σταλεί στον Περσικό Κόλπο για να βοηθήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διασφάλιση των θαλασσίων οδών κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ. Το Δεκέμβριο του 1990, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που ενέτεινε την Ευρωπαϊκή ενοποίηση και οδήγησε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίστηκε πως η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελούσε τη βάση για την Κοινή Αμυντική Πολιτική της σχεδιαζόμενης συνθήκης, αρχικά αναπτύσσοντας μία «οργανική σχέση» και αργότερα ως αναπόσπαστο τμήμα των νέων Ευρωπαϊκών δομών.

Η αναβάθμιση του ρόλου της Δυτικο-Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε δεκτή καταρχήν θετικά από την Ουάσινγκτον. Η δημιουργία Ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα θα οδηγούσε στην ενίσχυση της συμμετοχής των Ευρωπαίων στην άμυνα της ηπείρου αλλά και θα διευκόλυνε τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις εκτός της περιοχής ευθύνης του ΝΑΤΟ, αφού θα ήταν, πλέον, δυνατό να αντιμετωπίζονται οι ισχυρισμοί ότι επιχειρώντας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, οι Ευρωπαίοι γίνονταν εργαλείο των ανά τον κόσμο Αμερικανικών σχεδίων και εμπλέκονταν σε απρόβλεπτες περιπέτειες. Παράλληλα όμως. δεν θα έπρεπε ένας Ευρωπαϊκός αμυντικός μηχανισμός να υποβαθμίσει την κεντρική θέση του ΝΑΤΟ στην άμυνα της Ευρώπης και κατά συνέπεια την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί ενθάρρυναν την Ευρωπαϊκή Αμυντική Συνεργασία, με την προϋπόθεση όμως ότι θα αναπτύσσονταν και θα παρέμενε εντός των ΝΑΤΟϊκών δομών.

James Baker (1989-1992) και Lawrence Eagleburger (1992-1993), οι δυο υπεύθυνοι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ επί προεδρίας George H.W. Bush.

Διαφορετική ήταν η προσέγγιση των Γάλλων, που επιθυμούσαν τον περιορισμό της Αμερικανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη με την ανάπτυξη ανεξάρτητων αμυντικών δομών στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αναγνώριζαν πως η στρατιωτική παρουσία των Αμερικανών ήταν προς το συμφέρον της Ευρώπης, σε συνδυασμό όμως με Ευρωπαϊκή ανεξαρτησία κινήσεων. Για να δείξει τη δέσμευση στην ιδέα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθησυχάζοντας έτσι όσους φοβούνταν πιθανές ηγεμονικές τάσεις εκ μέρους της Γερμανίας, αλλά και για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη του Γάλλου προέδρου, ο Καγκελάριος Kohl στήριξε τα Γαλλικά σχέδια. Τον Φεβρουάριο του 1991 οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας συμφώνησαν σε λεπτομέρειες για το πώς η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξελίσσονταν σε όργανο της υπό κατασκευή ενοποιημένης Ευρώπης. Η αντίδραση των Αμερικανών υπήρξε έντονη. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών James Baker προειδοποίησε ακόμη και για αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων από την Ευρώπη, αν οι δύο χώρες υλοποιούσαν το σχέδιό τους. Οι συνεχείς διπλωματικές πιέσεις των Αμερικανών αλλά και οι διαφωνίες στις τάξεις των Ευρωπαίων εταίρων, έφεραν αποτέλεσμα. Σε σύνοδο υπουργών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο του 1991, τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας που εξακολουθούσε να συμμετέχει στο πολιτικό σκέλος του οργανισμού, αποδέχθηκαν τον κύριο ρόλο του οργανισμού σε θέματα άμυνας της Ευρώπης αλλά και το ότι η στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ δεν έπρεπε να υποκατασταθεί από μία καθαρά Ευρωπαϊκή.

Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί όμως δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους. Τον Οκτώβριο του 1991 πρότειναν τη δημιουργία ενός καθαρά Ευρωπαϊκού στρατού, ο οποίος θα συνδέονταν με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απάντηση του προέδρου Bush τον επόμενο μήνα στη σύνοδο των ηγετών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στη Ρώμη ήταν χωρίς περιστροφές: «αν φίλοι μου ο τελικός σας στόχος είναι να φροντίσετε ανεξάρτητα για την άμυνά σας, να μας το πείτε σήμερα…αν δε μας χρειάζεστε άλλο να μας το πείτε».12 Για μία ακόμη φορά οι Ευρωπαίοι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν τους Αμερικανούς ότι το ΝΑΤΟ παρέμενε ο κεντρικός και αδιαφιλονίκητος θεσμός της Ευρωπαϊκής άμυνας.

Το αίτημα εν τω μεταξύ των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης για ένταξη στο ΝΑΤΟ αντιμετωπιζόταν αρνητικά από τα μέλη της Συμμαχίας, που ανησυχούσαν για την αστάθεια η οποία επικρατούσε στο πρώην Ανατολικό μπλοκ και δεν ήθελαν μέσω της διεύρυνσης του οργανισμού να εμπλακούν στις εκεί εξελίξεις. Η αστάθεια όμως αυτή επηρέαζε και την Δυτική Ευρώπη και έπρεπε να αντιμετωπισθεί. Στη σύνοδο κορυφής της Ρώμης, τον Νοέμβριο του 1991, το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συμμετάσχει ως αρωγός σε μία διαδικασία αλλαγών που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για ένταξη στον οργανισμό, χωρίς βέβαια να υπάρξει κάποια συγκεκριμένη αναφορά σ’ αυτό το θέμα. «Έχουμε αφήσει πίσω μας τον Ψυχρό Πόλεμο και μία νέα κοινότητα με κοινές αξίες και συμφέροντα διαμορφώνεται», ήταν η νέα, θετικότερη προσέγγιση που προέκυψε από τη διάσκεψη.

The Impact Of President George H.W. Bush’s Foreign Policy

Την αβεβαιότητα της κυβέρνησης Reagan σχετικά με τη θετική επίδραση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στις Ευρω-Αμερικανικές σχέσεις, μετά την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, διαδέχτηκε η απόλυτα θετική στάση του προέδρου Bush. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο οποίος είχε αναμειχθεί προσωπικά επικρίνοντας κατά καιρούς τη στάση της Ευρώπης στις οικονομικές διαφορές που ανέκυπταν μεταξύ των δύο πλευρών, ο Bush δήλωσε πως θα ήταν παράλογο «αν στο μέλλον αποδώσουν το τέλος της Δυτικής Συμμαχίας σε διαφωνίες για τις ορμόνες βοοειδών ή πολέμους για τα μακαρόνια». Ο Αμερικανός πρόεδρος προσέβλεπε σε μία ευρύτερη και σταθερή σχέση με την Ενωμένη Ευρώπη, γιατί αντιλαμβάνονταν πως δεν θα μπορούσε να εμποδίσει τη δημιουργία της –η Ευρώπη ήταν αρκετά ισχυρή για να προχωρήσει παρά τις αντιρρήσεις των Αμερικανών. Μια ισχυρότερη Ευρώπη θα μπορούσε επίσης να συνεισφέρει περισσότερα τόσο στη δική της άμυνα όσο και στην προάσπιση της παγκόσμιας ειρήνης. Οι νέες, ισχυρές Ευρωπαϊκές δομές θα μπορούσαν να βοηθήσουν οικονομικά αλλά και με άλλους τρόπους τη μετάβαση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο δημοκρατικό καπιταλισμό, παρέχοντας ένα ασφαλές οικονομικο-πολιτικό πλαίσιο γι’ αυτή τη διαδικασία, για την οποία την κύρια ευθύνη έπρεπε να αναλάβουν οι Ευρωπαίοι, καθότι η Αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε σημαντικά ελλείμματα. Τέλος είχε καταστεί σαφές ότι η Αμερικανική οικονομία δεν θα υφίστατο ζημιά από την Ενωμένη Ευρώπη. Όπως δήλωσε σε επιτροπή του Κογκρέσου τον Μάιο του 1989 η εκπρόσωπος Αμερικανικού Εμπορίου (υπεύθυνη για το εξωτερικό εμπόριο της χώρας) Carla Hills, οι Ευρωπαίοι «δεν έχουν ως στόχο τους ένα Φρούριο Ευρώπη που αποκλείει τον ανταγωνισμό» και ότι εφόσον είναι έτσι τα πράγματα «οι Αμερικανικές εταιρίες σχεδόν σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες πρόκειται να ωφεληθούν από το EC-92 (η δημιουργία ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς)».13 Δεν εξέλειπαν βέβαια οι οικονομικές διαφωνίες. «Δεν πρόκειται να δεχθούμε μονομερή αφοπλισμό στη γεωργία (έναν τομέα με έντονες αντιπαραθέσεις στις διμερείς σχέσεις)», είχε δηλώσει ο πρόεδρος Bush, ενώ οι Γάλλοι επέμεναν στον περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης Αμερικανικών πολιτιστικών προϊόντων (πχ. κινηματογραφικών ταινιών) με την αιτιολογία ότι υπονόμευαν την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας τους.

Για να διασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στα Ευρωπαϊκά πράγματα, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να συνάψουν μία στενότερη σχέση με την υπό σύσταση Ενωμένη Ευρώπη, η οποία έδειχνε να εξελίσσεται σε ισχυρό πολιτικο-οικονομικό παράγοντα. Έδωσαν έτσι για πρώτη φορά μεγαλύτερη έμφαση στις σχέσεις τους με τους θεσμούς αντί με τα κράτη-μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι Ευρωπαίοι ήταν αντίθετοι σε συμβατικές δεσμεύσεις, ικανές να περιπλέξουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός του οργανισμού αλλά αποδέχθηκαν την υπογραφή της Διατλαντικής Διακήρυξης το Νοέμβριο του 1990, με την οποία οι δύο πλευρές, οι Ηνωμένες Πολιτείες αφενός η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη-μέλη της αφετέρου, δεσμεύονταν για πληροφόρηση και διαβουλεύσεις επί πολιτικών και οικονομικών θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, με στόχο κατά το δυνατόν εγγύτερες απόψεις. Προσδιορίζονταν επίσης το είδος και η συχνότητα των διαβουλεύσεων. Η Διατλαντική Διακήρυξη αναβάθμιζε τον ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης στις Ευρω-Ατλαντικές σχέσεις και έθετε τις βάσεις για την περαιτέρω θεσμοποίησή τους.

Πολύ θετική υπήρξε, επίσης, η ανταπόκριση του Bush στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που το 1992 δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Έχω καταστήσει σαφή από την αρχή αυτής της διακυβέρνησης την άποψή μου ότι μία ισχυρή, Ενωμένη Ευρώπη είναι πολύ ευνοϊκή για τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.14

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Την κυβέρνηση Bush απασχόλησε επίσης η Γιουγκοσλαβική κρίση. Η τάση διάσπασης των δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και η έξαρση των αντιπάλων εθνικισμών κορυφώθηκε όταν τον Ιούνιο του 1991 η Σλοβενία και η Κροατία κήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία τους. Ο πρόεδρος της Σερβίας Slobodan Milosević αντέδρασε με πολεμικές επιχειρήσεις κατά τον δύο δημοκρατιών, κινητοποιώντας τον Γιουγκοσλαβικό στρατό που έλεγχαν οι Σέρβοι. Κυρίως στράφηκε κατά της Κροατίας που είχε σημαντική Σερβική μειονότητα. Ο Milosević ήθελε να προσαρτήσει τις περιοχές εκείνες όπου η τελευταία κατοικούσε. Η αστάθεια στην καρδιά της Ευρώπης που δημιουργούσε αυτή η σύγκρουση, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη Νέα Παγκόσμια Τάξη του προέδρου Bush, καθώς και τα θύματα των αιματηρών συγκρούσεων, οι πρόσφυγες και η κακοποίηση των αμάχων αναπόφευκτα οδήγησαν στην άμεση εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Αμερικανική παρέμβαση όμως ήταν περιορισμένη και αναποτελεσματική. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία δεν απειλούσε άμεσα Αμερικανικά συμφέροντα. Αποτελούσε μία περιφερειακή σύγκρουση που μπορούσε και έπρεπε να αντιμετωπισθεί συλλογικά από τη Δυτική Συμμαχία. Παρά την σύντονη χρήση διπλωματικών και οικονομικών μέσων με στόχο την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης, οι Αμερικανοί αναγνώριζαν ότι μόνο η χρήση στρατιωτικών δυνάμεων θα μπορούσε να επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. Όμως, τόσο η Αμερικανική κοινή γνώμη, η οποία ήταν αντίθετη, όσο και ο φόβος μακροχρόνιας, ανεπιτυχούς εμπλοκής, όπως στην περίπτωση του Βιετνάμ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το 1992 ήταν έτος εκλογών, οδήγησαν στο να αποκλεισθεί μια τέτοια λύση. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ήταν απασχολημένες με τα εν εξελίξει ανησυχητικά γεγονότα εντός της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, που φαινόταν να βρίσκεται σε καλό δρόμο. Οι Ευρωπαίοι, τους οποίους κυρίως αφορούσε το Γιουγκοσλαβικό πρόβλημα, έπρεπε να σηκώσουν κατά κύριο λόγο το βάρος της αντιμετώπισής του. Οι Αμερικανοί ήταν δυσαρεστημένοι από την επίδειξη αυτοπεποίθησης των Ευρωπαίων και προσπάθεια απεξάρτησης, πολιτικής και στρατιωτικής, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στα πλαίσια της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης που είχε προκαλέσει μεγάλο ενθουσιασμό, με αφορμή τη συνθήκη του Μάαστριχτ. «Η ώρα της Ευρώπης έχει ανατείλει» είχε δηλώσει ο Υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, εκπροσωπώντας την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της οποίας την προεδρία είχε τότε η χώρα του. Ήταν καιρός λοιπόν οι Ευρωπαίοι να δείξουν από μόνοι τους τι αξίζουν.

Οι Ευρωπαίοι όμως δεν μπορούσαν να συγκλίνουν σε μια κοινή γραμμή. Οι Αμερικανοί, εκ προοιμίου αντίθετοι σε αυθαίρετες, μη δημοκρατικές λύσεις, έπεισαν το Νοέμβριο του 1991 τους ηγέτες των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να προσυπογράψουν διακήρυξη, με την οποία καταδίκαζαν και αρνούνταν να αναγνωρίσουν την βίαιη ή αυθαίρετη αλλαγή συνόρων στη Γιουγκοσλαβία. Ένα μήνα αργότερα, αποκλίνοντας από τη συμφωνημένη γραμμή, η Γερμανία αναγνώρισε μονομερώς την ανεξαρτησία της Σλοβενίας και της Κροατίας.

Οι Γερμανοί πίστευαν πως η διεθνής αναγνώριση των δύο δημοκρατιών, με τις μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης που προσέφερε στη διεθνή κοινότητα, θα περιόριζε την επιθετικότητα του Milosević. Άλλοι λόγοι, όπως το ενδιαφέρον των Γερμανών καθολικών για τους ομοθρήσκους τους Σλοβένους και Κροάτες, το Κροατικό λόμπυ στη Γερμανία και η προοπτική δημιουργίας Γερμανικής σφαίρας επιρροής, διαδραμάτισαν επίσης ρόλο. Τον Ιανουάριο του 1992 τους ακολούθησαν και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι εταίροι.

Τον Μάρτιο του 1992, έπειτα από δημοψήφισμα με θετικό αποτέλεσμα, η Βοσνία ανακήρυξε και εκείνη την ανεξαρτησία της. Θεωρώντας ως μόνο πιθανό τρόπο για να αποτραπεί η διασπαστική δράση των Σέρβων και των Κροατών15 την εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους, αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Βοσνίας στις 7 Απριλίου του 1992. Είχαν εν τω μεταξύ ξεσπάσει οι εχθροπραξίες μεταξύ των τριών εθνοτήτων της χώρας που σύντομα κλιμακώθηκαν, με μεγάλης έκτασης εγκλήματα πολέμου, υπαίτιους κυρίως τους Σέρβους και θύματα κυρίως τους Βόσνιους μουσουλμάνους. Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν σε ανθρωπιστική καταστροφή, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστάτησαν στην εμπλοκή του ΟΗΕ- που πέτυχε τη διεθνή απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας- και φάνηκαν διατεθειμένες να προχωρήσουν σε αεροπορικές επιδρομές, εφόσον συμμετείχαν και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, για να διασφαλιστεί η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.

Οι Ευρωπαίοι όμως ανησυχούσαν για πιθανά αντίποινα κατά στρατιωτικών τους τμημάτων που ανήκαν σε ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ στη Βοσνία και ήταν απρόθυμοι να συναινέσουν στη διεξαγωγή των επιδρομών. Έτσι, καμία στρατιωτική δράση δεν αναλήφθηκε από τους Αμερικανούς στη Βοσνία στη διάρκεια της προεδρίας Bush. Το πρόβλημα της Βοσνίας δεν αποτελούσε μια αρκετά υψηλή προτεραιότητα για τον Αμερικανό πρόεδρο ώστε να αναλάβει μονομερή δράση, πόσο μάλλον επιχειρησιακή, με τους μεγάλους πολιτικούς κινδύνους που κάτι τέτοιο εγκυμονούσε. Παράλληλα, η έλλειψη συνεννόησης και αποφασιστικότητας των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οδήγησε σε αποτυχία τις Ευρωπαϊκές ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Η Ενωμένη Ευρώπη δεν ήταν ακόμη ικανή να ανταποκριθεί από μόνη της σε μείζονες διεθνοπολιτικές κρίσεις. Η άμεση εμπλοκή και η ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ακόμη απαραίτητες για να δοθούν λύσεις.

Με ωριμότητα και ευρύτητα πνεύματος χειρίστηκε ο πρόεδρος Bush τις σχέσεις της χώρας του με την Ευρώπη. Παρακολούθησε διακριτικά τις εξελίξεις στο Ανατολικό μπλοκ (που και χωρίς την παρέμβασή του ευνοούσαν τη χώρα του) για να μην προκαλέσει την αντίδραση της κομμουνιστικής ηγεσίας. Είδε θετικά την ενοποίηση της Γερμανίας και στήριξε τον Γερμανό Καγκελάριο στις σχετικές του ενέργειες, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα την ισχυρή θέση της χώρας του για να ασκήσει πίεση, όπου χρειαζόταν, στο Ρώσο ηγέτη Mikhail Gorbachev και φροντίζοντας να αρθούν οι Γαλλο-Βρετανικές αντιρρήσεις. Αντιμετώπισε θετικά την προσπάθεια των Ευρωπαίων για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα που πίστευε πως θα συνεισφέρει στην αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ.

Βερολίνο, 31 Οκτωβρίου 2009. Οι Mikhail Gorbachev, George H.W. Bush και Helmuth Kohl τιμούν την 20ή επέτειο της πτώσης του τείχους.

Αντέδρασε όμως με έντονο τρόπο, όταν θεώρησε πως οι πρωτοβουλίες των Ευρωπαίων μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο τη δομή της Δυτικής Συμμαχίας και την ηγετική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακολούθησε έτσι σ’ αυτό τον τομέα την πάγια πολιτική καλοπροαίρετης ηγεμονίας όλων των μεταπολεμικών Αμερικανών προέδρων, που αποδέχονταν την ανεξαρτησία των Ευρωπαϊκών εθνικών πολιτικών, ακόμη και σε αντίθεση με τα Αμερικανικά συμφέροντα και προέβλεπαν αντίδραση για να «συνετιστούν» οι Ευρωπαίοι, μόνο αν απειλείτο ο ηγετικός ρόλος των ΗΠΑ.

Ο Bush στήριξε τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, γιατί αντιλαμβανόταν πως δεν μπορούσε να τη σταματήσει αλλά και γιατί τη θεωρούσε επωφελή τόσο για την Ευρωπαϊκή άμυνα, όσο και για την οικονομία της χώρας του. Αξιολογώντας το γεγονός ως χαμηλής προτεραιότητας και φοβούμενος τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, ο Bush περιόρισε την ανάμειξη της χώρας του στο ζήτημα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και άφησε την πρωτοβουλία στους Ευρωπαίους. Ο Αμερικανός πρόεδρος αποτίμησε με επιτυχία τη διεθνή κατάσταση στη διάρκεια της θητείας του και συνέβαλε αποφασιστικά στον ειρηνικό μετασχηματισμό της Ευρώπης μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα και το κύρος της χώρας του.

George H.W. Bush: My extraordinary life | 1999 CNN Interview

 

Ο Θεοδόσης Καρβουναράκης είναι Καθηγητής της Διπλωματικής Ιστορίας της Ευρώπης και των ΗΠΑ στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η αφήγηση σχετικά με την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την ενοποίηση της Γερμανίας ακολουθεί το άρθρο μου «Η εξωτερική πολιτική του προέδρου Bush (πατρός) και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου». Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, Τόμ. 16, Αρ. 63, 2014, σσ. 138-165.

2. Maynard Christopher, Out of the Shadow: George H. W. Bush and the End of the Cold War, Texas A&M University Press, College Station, 2008, σελ. 37.

3. Domber Gregory, “Skepticism and Stability: Reevaluating U.S. Policy During Poland’s Democratic Transformation in 1989”, Journal of Cold War Studies, Vol. 13, No. 3 (Summer 2011), σελ. 68-69.

4. Beschloss Michael, Talbott Strobe, At the Highest Levels, Little Brown and Company, Boston, 1993, σελ. 132.

5. Η μετέπειτα πρωθυπουργός Édith Cresson ήταν της άποψης πως «αν δεν αναγκάσεις τους Γερμανούς να είναι στα γόνατα θα σε πιάσουν από το λαιμό». Costigliola Frank, France and the United States, McMillan, New York, 1992, σ. 221.

6. Η Γαλλική συγκατάθεση διευκολύνθηκε από τη διαλλακτική στάση του Γερμανού Καγκελάριου Helmut Kohl. Σε συναντήσεις στα πλαίσια της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας ο Kohl δεσμεύτηκε να στηρίξει την επιτάχυνση της οικονομικής και πολιτικής ένωσης της Ευρώπης. «Δεν θέλουμε να είμαστε το Τέταρτο Ράιχ. Θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι Γερμανοί και Γερμανοί Ευρωπαίοι» δήλωσε. (ibid., σ. 226). Η προοπτική της ανάσχεσης της Γερμανίας μέσω της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ικανοποίησε τους Γάλλους, ενώ η δέσμευση του Kohl για απαρέγκλιτη συμμετοχή της ενοποιημένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και αποδοχή ως εκ τούτου της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, καθησύχασε τους Βρετανούς.

7. Maier Charles, Dissolution. The Crisis of Communism and the End of East Germany, Princeton University Press, Princeton, 1997, σ. 226-227.

8. Bush George, Scowcroft Brent, A World Transformed, Alfred A. Knopf, New York, 1998, σ. 253.

9. Ο Βερολινέζος συγγραφέας Peter Schneider είχε πει σχετικά: «Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρήσουν, η Γερμανία θα είναι η κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη. Σε κανένα δεν αρέσει αυτή η ιδέα. Πολλοί Γερμανοί δεν το θέλουν. Αλλά θα συμβεί έτσι κι αλλιώς.» , Powaski Ronald, The Entangling Alliance. The United States and European Security, 1950-1993, Greenwood Press, London, 1994, σ. 181.

10. Costigliola, France and the United States, σσ. 228, 241.

11. Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έπαψε να υφίσταται τον Φεβρουάριο του 1991.

12. Powaski, σ. 185, Hurst Steven, The Foreign Policy of the Bush Administration, Cassel, London, 1999, σ. 212.

13. Hurst, σ. 177.

14. Lundestad Geir, Empire by Integration. The United States and European Integration, 1945-1997, Oxford University Press, Oxford, 1998, σ. 116.

15. Στη Βοσνία υπήρχε σημαντική Σερβική και Κροατική μειονότητα, πλην των Βοσνίων μουσουλμάνων.

 

ΕΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Baker James, The politics of Diplomacy, Putnam’s, New York, 1995.

2. Costigliola Frank, France and the United States, McMillan, New York, 1992.

3. Hanhimaki Jussi, Transatlantic Relations since 1945, Routledge, New York, 2012.

4. Hurst Steven, The Foreign Policy of the Bush Administration, Cassel, London, 1999.

5. Lundestad Geir, Empire by Integration. The United States and European Integration, 1945-1997, Oxford University Press, Oxford, 1998.

6. Lundesrad Geir, The United States and Western Europe since 1945, Oxford University Press, Oxford, 2005.

7. Maynard Christopher, Out of the Shadow: George H. W. Bush and the End of the Cold War, Texas A&M University Press, College Station, 2008.

8. McGuire Steven, Smith Michael, The European Union and the United States, McMillan, New York, 2008.

9. Powaski Ronald, The Entangling Alliance. The United States and European Security, 1950-1993, Greenwood Press, London, 1994.

10. Sloan Stanley, NATO, The European Union and the Atlantic Community, Rowman & Littlefield, New York, 2005.

11. Thatcher Margaret, The Downing Street Years, Harper Collins, London, 1993.