Skip to main content

Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης: Γυμνάσιο Κυθήρων. Εκατό χρόνια προσφοράς στην Παιδεία και στον Πολιτισμό (1921 – 2021)

Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης

Γυμνάσιο Κυθήρων. Εκατό χρόνια προσφοράς στην Παιδεία

και στον Πολιτισμό (1921 – 2021)*

 

Εισαγωγικά

Τα Κύθηρα την περίοδο που ιδρύεται το τετρατάξιο Γυμνάσιο (1921) και αργότερα, το 1929, αναβαθμισμένο ως εξατάξιο, διέθεταν όχι ευκαταφρόνητες υποδομές λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βαθμιαία είχε  διαμορφωθεί μια παράδοση αυξημένου σχολικού αλφαβητισμού (εγγραμματοσύνης) των κατοίκων και φοίτησης Κυθηρίων νέων σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κυρίως σε αυτό της Πάδοβας. Οι απαρχές τους ανάγονται στους βενετικούς χρόνους, όπως συνέβαινε και με τα άλλα νησιά του Ιονίου. Έχω αναζητήσει και δημοσιεύσει απογραφικά στοιχεία  των Κυθήρων των ετών από το 1828 έως το 1864 (πίνακας 3) αλλά και της προόδου των σχολείων της Επτανήσου (πίνακες 1  και 2), οπότε μάς παρέχεται η δυνατότητα συγκριτικών αναφορών και διαπιστώσεων όχι μόνον με τα νησιά του Ιονίου αλλά και με άλλες πλησιόχωρες  προς τα Κύθηρα ελληνικές περιοχές,  κυρίως με την γειτονική Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Στερεά Ελλάδα. Αναφέρομαι κατωτέρω σ’ αυτές τις υποδομές και συνθήκες  που ενίσχυαν τη  διάδοση της παιδείας και της εκπαίδευσης στα Κύθηρα καθώς και σε νοοτροπίες και συμπεριφορές προσώπων και φορέων που, κατά περίπτωση, συνέβαλλαν ή και πρόβαλλαν εμπόδια στην ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου Κυθήρων όπως και σε επιχειρήματα αυτών που εκατέρωθεν προβάλλονταν αναφορικά με το ζήτημα αυτό αλλά και με την προώθηση περαιτέρω της εκπαίδευσης στον τόπο τους. Η προσέγγισή μου συμβάλλει στην ανάδειξη της νεοελληνικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο που αναφέρομαι, περίοδο κατά την οποία τόσο στα Επτάνησα όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο έχει αρκετά συνειδητοποιηθεί από τον ελληνικό πληθυσμό η ανάγκη εξασφάλισης σύγχρονων εκπαιδευτικών υποδομών και επαρκώς καταρτισμένου διδακτικού προσωπικού για να καλύπτεται το όλο και περισσότερο αυξανόμενο ενδιαφέρον του για την εκπαίδευση των νέων.

 

Υποδομές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνθήκες ίδρυσης

και λειτουργίας  εξαταξίου Γυμνασίου στα Κύθηρα

Η γεωστρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση των Κυθήρων δεν παρέμενε ίδια σε όλες τις χρονικές περιόδους της ιστορικής τους ζωής, φαινόμενο άλλωστε που επισυμβαίνει μέχρι σήμερα σε όλους τους τόπους, ευρύτερες περιοχές, χώρες και κράτη. Οφείλεται αυτό κυρίως σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις του γεωφυσικού τους χάρτη. Καθώς, π.χ., διαφοροποιούνταν ο πολιτικός χάρτης των Κυθήρων και των Αντικυθήρων, άλλαζαν άμεσα ή βαθμιαία και τα δεδομένα της ιστορικής τους πορείας. Η εκάστοτε νέα πολιτική συγκυρία και ξένη κατάκτηση δε σχετιζόταν μόνον με ερημώσεις, με αναγκαστική μετανάστευση, πείνα και αποδεκατισμούς του πληθυσμού τους, που αυτά άλλωστε διαχρονικά εμφανίζονταν και κατά περίπτωση τα συναντήσαμε.

Θα περιορισθώ, κατ’ ανάγκην περιληπτικά, στους έξι και πλέον αιώνες αλλεπάλληλων δυτικών ευρωπαϊκών κυριαρχιών επί των Κυθήρων, συγκεκριμένα,  από το έτος 1207 έως το 1864 όπως και σε μερικές δεκαετίες ύστερα  από την ένωση των Κυθήρων και των άλλων νησιών του Ιονίου με τον κορμό του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, μέχρι δηλαδή την ίδρυση στα Κύθηρα το έτος 1921 του τετραταξίου Γυμνασίου και το 1929 του εξαταξίου, αναδεικνύοντας, μεταξύ άλλων συνθηκών και παραγόντων, και αυτής της μορφής τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Το νησί μας χαρακτηριζόταν από ευρωπαίους περιηγητές, τοπικούς ιστοριογράφους και άλλους συγγραφείς και σχολιαστές  κατά τους αιώνες στους οποίους αναφέρθηκα, ως ένα νησί φτωχό και απομονωμένο, βραχώδες, πολύ αραιοκατοικημένο, εκτεθειμένο στους ανέμους και στους πειρατές, πολλές φορές μάλιστα και ως ασύμφορο για τους κατακτητές του. Κυρίως μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς Τούρκους, το έτος 1669, και οι Βενετοί θα το παραμελήσουν. Ακόμη και όταν αυτό θα καταληφθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κατάκτησή τους αυτή θα διαρκέσει λιγότερο  από τρία χρόνια (1715-1718), για να περιέλθει και πάλι στους Βενετούς ως ενιαία πλέον για τους ξένους κατακτητές νησιωτική ενότητα του Ιονίου Πελάγους[1].

Χάρτης των Κυθήρων (τέλος 18ου αι.).

Οι επιλεκτικές και σύντομες αυτές αναφορές μου έγιναν για να αναλύσω, πώς, στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών,  κατέστη δυνατή η διαμόρφωση μιας παράδοσης αλφαβητισμού των κατοίκων των Κυθήρων και διαμόρφωσης μιας σταθερής ανοδικής πορείας  λειτουργίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνοδευόταν όμως και από μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού τους. Σημειώνω όμως πως, πίσω από τις διαπιστώσεις της πρώτης ματιάς περιηγητών και άλλων κατά καιρούς επισκεπτών, εμφιλοχωρούσαν και άλλοι, όχι πάντοτε δευτερεύουσας σημασίας παράγοντες και συνθήκες, οι οποίες διαφοροποιούσαν το τοπίο της οικονομίας, της παιδείας και του πολιτισμού και  που για τους σχολιαστές τότε της κατάστασης των Κυθήρων αυτοί δεν ήταν  άμεσα ορατοί.

Παρατηρείται πως τα Κύθηρα όχι μόνον δεν υπολείπονταν έναντι των άλλων νησιών της Επτανήσου ως προς τη διάδοση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και σε πολλές περιπτώσεις  βάδιζαν παράλληλους δρόμους ή και ξεπερνούσαν αυτά. Πώς λοιπόν ερμηνεύεται κατά τις περιόδους αυτές η βαθμιαία επέκταση σε ικανοποιητικά επίπεδα του αλφαβητισμού των κατοίκων των Κυθήρων; Ενδεικτικά  θα αναφερθώ στον κατάλογο που παραθέτει ο Ανδρέας Κάλβος σχετικά με την κατάσταση των αλληλοδιδακτικών σχολείων της Επτανήσου το έτος 1827. Τα Κύθηρα και η Ζάκυνθος υπερτερούν έναντι των άλλων νησιών, με οκτώ και δεκατρία αλληλοδιδακτικά σχολεία και με  πολλούς μαθητές αντίστοιχα έναντι, π.χ., των σχολείων της Κέρκυρας ή της Κεφαλονιάς που διέθεταν το ίδιο έτος τρία και  δύο αλληλοδιδακτικά αντίστοιχα, με τα νησιά αυτά να έχουν και μεγαλύτερους πληθυσμούς. Μόλις δύο χρόνια πριν, το έτος 1825, αναφορά του διευθυντή της εκπαίδευσης του Ιονίου Κράτους θα χαρακτηρίσει την κατάσταση της παιδείας στα ίδια νησιά, Κύθηρα και Ζάκυνθο, ως ευρισκόμενη «in excellent condition»[2].

Πίνακας 1 & 2. Από George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Saripolos Library, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 2002 (2η έκδοση), σ. 314.

Θα αναφερθώ όμως στους παράγοντες που κάθε φορά διαμόρφωναν το επίπεδο αυτό αλφαβητισμού (εγγραμματοσύνης) των κατοίκων της περιόδου εκείνης. Σ’ αυτούς τους παράγοντες πρωταρχικά περιλαμβάνεται, όπως σε όλες τις περιπτώσεις συμβαίνει, η όποιας μορφής μέριμνα  της κεντρικής πολιτικής διοίκησης όπως και οι πρωτοβουλίες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Αυτές όμως δεν  ήταν σε όλες τις περιόδους ίδιες ούτε ικανοποιητικές, πολλές φορές μάλιστα η μέριμνα της κεντρικής πολιτικής διοίκησης εντελώς απούσα αλλά ούτε και το ενδιαφέρον των ίδιων των κατοίκων για την παιδεία και την εκπαίδευσή τους ανεπτυγμένο. Ενώ η ξένη διοίκηση κατά τους βενετικούς χρόνους δεν εφάρμοζε απαγορευτικά μέτρα για την μη διάδοση της εκπαίδευσης και την ίδρυση σχολείων στην περιοχή της, εντούτοις αυτή διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Το ενδιαφέρον όμως μετέπειτα της εκάστοτε ξένης διοίκησης διαφοροποιείται από την περίοδο των «Δημοκρατικών Γάλλων» στα νησιά του Ιονίου. Η τοπική εκκλησία, όμως, πράττει ό,τι τής είναι εφικτό για να εκπληρώνει σε ικανοποιητικό βαθμό και τις λειτουργικές της ανάγκες αλλά και για να επεκτείνεται πέραν αυτών στην ευρύτερη κοινότητα. Η συμβολή του κλήρου όπως και πολλών πρωτοβουλιών κοσμικών αναγνωρίζεται ως ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Ωστόσο, κατά την περίοδο του Διαφωτισμού (17ος–18ος αι.) σε πολλά επίπεδα αλλάζουν τα δεδομένα. Η εκπαίδευση των νέων αναγνωρίζεται πλέον ως το μόνον μέσον  «για να οδηγείται ο άνθρωπος σε προκοπή», αντίληψη στην οποία δε δινόταν ίδια έμφαση στο παρελθόν.

A Series of Twelve Views in the Mediterranean Grecian Archipelago Bosphorus and the Black Sea, Cospatrick Baillie Hamilton, London 1857. View of the Kapsali bay and the castle of Kythera.

Στα Κύθηρα, όπως και στην Ευρώπη όλη, συναντούμε ανεπτυγμένο πλέον αυτό το ενδιαφέρον για τη διάδοση της εκπαίδευσης των νέων με συγκεκριμένες και ενσυνείδητες αναφορές των κατοίκων. Είχε δηλαδή αναπτυχθεί και στα Κύθηρα ένας εγγενής δυναμισμός που οφειλόταν και στις διαδοχικές αλλαγές της γεωπολιτικής κατάστασης της ευρύτερης περιοχής τους και που  ορισμένα από τα θεωρούμενα ως αρνητικά στοιχεία της γεωγραφικής τους θέσης σε κάποιο βαθμό αυτά εξέλειπαν γι’ αυτό και ανιχνεύονται ως θετικά για την ανάπτυξη της οικονομίας του νησιού, την αύξηση του πληθυσμού, την βαθμιαία  αύξηση του αλφαβητισμού και της εγγραμματοσύνης των κατοίκων, την ίδρυση  πολλών πρωτοβάθμιων σχολείων αλλά και τετραετούς Λυκείου[3]. Το νησί κάθε άλλο παρά  απομονωμένο  και στερημένο από φυσικούς και άλλους πόρους είναι. Γειτνιάζει με την Πελοπόννησο και την Κρήτη και αυτό τού είναι πλεονέκτημα για να διαμορφώνονται συνθήκες αξιοποίησης της γεωγραφικής του θέσης. Κατά  τη διάρκεια του μεγάλου Κρητικού Πολέμου (1645-1669) και κυρίως μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς (1669) φιλοπρόοδοι κρήτες  πρόσφυγες θα καταφύγουν στα νησιά του Ιονίου. Τις περισσότερες φορές τα Κύθηρα θα τα χρησιμοποιήσουν ως ενδιάμεσο σταθμό, προκειμένου να περάσουν στη συνέχεια στα άλλα νησιά. Πολλοί όμως θα μείνουν μόνιμα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας, της παιδείας και του πολιτισμού των Κυθήρων.

Μεταξύ άλλων, και άλλα  συγκυριακά φαινόμενα θα συμβάλουν από τις αρχές του 19ου αιώνα στην οικονομική και στην πολιτισμική ανάπτυξη των Κυθήρων. Αναφέρομαι στο φαινόμενο της εποχικής μετανάστευσης προς τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές και άλλες περιοχές, κυρίως στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, περίπου από τις αρχές του 18ου αιώνα έως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, περίοδο κατά την οποία αυτή εκδηλώθηκε δυναμικά από τα νησιά του Ιονίου προς τις περιοχές αυτές. Κυρίως αυτή η μορφή μετανάστευσης με σημείο αναφοράς τις καλλιέργειες στους τόπους αυτούς από πολλούς Κυθηρίους έγγειων ιδιοκτησιών και τη συγκομιδή των καρπών όπως και εκείνη της περιοδικής μετακίνησης εξειδικευμένου τεχνικού  δυναμικού από τα Κύθηρα προς τις ίδιες  περιοχές διασυνδέθηκαν κατά την τελική τους φάση με μεγάλο προσφυγικό ρεύμα άμαχου ελληνικού πληθυσμού προς τα νησιά του Ιονίου, προεπαναστατικά αλλά κυρίως κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, περίπου από το 1780 έως το 1827[4].

Συγκεκριμένα, όταν τα δύο αυτά φαινόμενα, εποχική μετανάστευση Κυθηρίων και έλληνες πρόσφυγες της Ελληνικής Επανάστασης σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της ελληνικής ιστορίας συναντιούνται ή ορθότερα όταν το προσφυγικό πρόβλημα ενέσκηψε στα νησιά, λόγω της Ελληνικής Επανάστασης, ενεργοποίησε από παλαιότερα χρόνια, κυρίως της περιόδου της εποχικής μετανάστευσης και της περιοδικής μετακίνησης για εργασία εξειδικευμένου τεχνικού δυναμικού,  ζεστές ανθρώπινες σχέσεις και δεσμούς όπως και ποικίλες άλλες δυναμικές αλληλεπίδρασης των κοινωνιών τους,  που απέβησαν ενισχυντικός παράγοντας στην ανάπτυξη της επαναστατικής δραστηριότητας των Ελλήνων της ηπειρωτικής  και της νησιωτικής Ελλάδας[5].

Η συμμετοχή τους αυτή συνίστατο στην υποδοχή στα νησιά άμαχου προσφυγικού  ελληνικού πληθυσμού κυρίως από την επαναστατημένη Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα με τη μορφή παροχής σ’ αυτόν από τους Κυθηρίους στέγασης, προσωπικής ασφάλειας και προστασίας, σίτισης και ιατρικής περίθαλψής του, καθώς αυτός  αποτελούνταν από γυναικόπαιδα, έγκυες γυναίκες, ηλικιωμένους  άνδρες και γυναίκες, ανήμπορους (πρόσωπα με αναπηρία και ασθενείς κάθε ηλικίας και φύλου) όπως και από καταδιωκομένους ή και επικηρυγμένους έλληνες αγωνιστές και τραυματίες πολέμου. Ωστόσο, εκτός από αυτήν τη συμβολή των κατοίκων σε κάθε μορφή κοινωνικής προσφοράς, στήριξης και βοήθειας προς τους άμαχους πρόσφυγες, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα όπως, κατά περίπτωση, και τα άλλα νησιά του Ιονίου βαθμιαία απέβησαν «στρατόπεδα» διακίνησης κοινωνικών, πολιτικών και εθνικών ιδεών αλλά και δημιουργίας περισσότερων  υποδομών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών τους, τα οποία είχαν μαζί τους οι μητέρες τους και είχαν επί πολλά χρόνια φιλοξενηθεί  και μεγαλώσει στα Κύθηρα κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης[6].

Views in the Seven Ionian Islands by Edward Lear. The castle and town of Cythera and the port of Kapsali, 1863.

Από τα προεπαναστατικά χρόνια τα «απομονωμένα» αυτά Κύθηρα χρησιμοποιούνταν και ως σταθμός και ορμητήριο ελλήνων αγωνιστών, όπως, π.χ., Φιλικών, Κλεφτών, λογίων, ιερωμένων, επαγγελματιών, ναυτιλομένων και πλοιοκτητών, διδασκάλων και άλλων λαϊκών και καταδιωκομένων Ελλήνων για σχεδιασμό και οργάνωση επαναστατικής δραστηριότητας στην τουρκοκρατούμενη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτοί οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ήταν κάποτε χιλιάδες, και όσοι, από αυτούς ήταν ενεργοί για εργασία, εργάζονταν στη γεωργία, στην αλιεία, στην κτηνοτροφία ή ασχολούνταν με τις χειρωνακτικές τέχνες. Ακόμη και εγγράμματοι πρόσφυγες αναλάμβαναν οργανωμένα  να προσφέρουν στα παιδιά τους αλλά και σε εκείνα των Κυθηρίων τα στοιχειώδη γράμματα ή βοηθούσαν, με όποια μέσα μπορούσαν  μαζί με τους εντοπίους που τούς φιλοξενούσαν, στην ίδρυση νέων σχολείων ή και στην επαρκέστερη λειτουργία των υπαρχόντων πρωτοβάθμιων σχολείων. Η πολιτισμική γι’ αυτό αλληλεπίδραση των κατοίκων με τον προσφυγικό πληθυσμό με αύξηση και της εγγραμματοσύνης τους σε πολλά πεδία της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής ανιχνεύεται ως ιδιαιτέρως δημιουργική.

Γι’ αυτό κατά τη μακρά αυτή χρονική περίοδο αναπτύχθηκαν και διατηρήθηκαν μεταξύ των πληθυσμών δεσμοί οικογενειακής φιλίας και επαγγελματικών σχέσεων, μάλιστα και πολύ πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, από τις αρχές περίπου του 18ου αιώνα. Η προσέγγιση ιδιαίτερα του προσφυγικού προβλήματος κατά την περίοδο 1821-1827 αναδεικνύει σημαντικές πτυχές της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής των κατοίκων των Κυθήρων και των Αντικυθήρων και εφαρμοσμένες πολιτικές, κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές που υπερέβαιναν ακόμη και τα νομικά όρια, επίσημων και μη, πολιτικών αποφάσεων της ξένης και της τοπικής διοίκησης. Η περίοδος γενικότερα της  βρετανικής διοίκησης (1809-1864), με βάση και τα ανωτέρω φαινόμενα, αναγνωρίζεται ως η πλέον  αποδοτική περίοδος σε δημόσια έργα, στην ίδρυση πολλών δημόσιων (αλληλοδιδακτικών) και ιδιωτικών σχολείων, στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην αύξηση του πληθυσμού. Το οθωμανικό, π.χ., νόμισμα κυκλοφορούσε ευρύτατα στα Κύθηρα, λόγω και των εργασιακών σχέσεων των Κυθηρίων με ιδιοκτήτες γαιών της Πελοποννήσου και άλλων ελληνικών περιοχών, που είχαν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της εποχικής μετανάστευσης και της περιοδικής μετακίνησης Κυθηρίων τεχνιτών και αναγνωριζόταν αυτό ως ισχυρότερο και από αυτό της αγγλικής λίρας.

Τα Κύθηρα είχαν το έτος 1827 επτακόσιους εβδομήντα δύο μαθητές  που φοιτούσαν σε οκτώ δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (αλληλοδιδακτικά) και πολλούς άλλους μαθητές που διδάσκονταν με κατ’ οίκον διδασκαλία όπως και σε ιδιωτικά επίσης σχολεία, αριθμός που βαθμιαία  αυξανόταν και διατηρούνταν σε υψηλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της Βρετανικής Προστασίας όπως και μετά την Ένωση. Πριν μάλιστα από την Ένωση  είχε ιδρυθεί και λειτουργήσει επί πολλά χρόνια  στα Κύθηρα «Λύκειον Κυθήρων» από το οποίο οι απόφοιτοί του είχαν τη δυνατότητα να φοιτούν στο τότε «Οθώνειον Πανεπιστήμιο» της Αθήνας,  σημερινό «Εθνικό και Καποδιστριακό» όπως και στην Ιόνια Ακαδημία της Κέρκυρας, στο πρώτο Ελληνικό πανεπιστήμιο της χώρας. Αυτό όμως το Λύκειο μετά την Ένωση υποβαθμίστηκε, καθώς μετατράπηκε στο ονομαζόμενο τότε τριετές «Ελληνικόν Σχολείον», έστω και που ιδρύθηκε ανάλογο τριετές σχολείο και στην κωμόπολη «Ποταμός» του νησιού.

Το «αδίκημα», αυτό όπως σημειώνει ο Σπύρος Στάθης, διορθώθηκε το έτος 1921, καθώς με βασιλικό Διάταγμα ιδρύθηκε τελικά στα Κύθηρα τετραετές γυμνάσιο και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αργότερα του έτους 1929 το τετρατάξιο αυτό Γυμνάσιο αναβαθμίστηκε σε εξατάξιο. Έκτοτε με έτοιμο το μεγαλοπρεπές διδακτήριο του Γυμνασίου και με ολοκληρωμένη μορφή παροχής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργεί μέχρι σήμερα, μεγάλος αριθμός αποφοίτων νέων των δημοτικών σχολείων του νησιού μπορούσαν πλέον και μπορούν αδιαλείπτως μέχρι σήμερα να λαμβάνουν στον τόπο τους ολοκληρωμένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Γιατί άλλο να μετακινείται ο απόφοιτος νέος του δημοτικού σχολείου στην  Αθήνα από τα δώδεκά του χρόνια και άλλο από τα δεκαοκτώ του. Και πόσοι άλλωστε είχαν τότε την δυνατότητα να στέλνουν τα παιδιά τους από αυτήν την ηλικία στην Αθήνα για να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο  ή και να μεταναστεύουν εκεί οι γονείς τους.

Ο ευπατρίδης γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Κυθήρων, Σπύρος Στάθης, γνώριζε την εκπαιδευτική παράδοση και πραγματικότητα του τόπου του, το όλο και περισσότερο αυξανόμενο ενδιαφέρον μεγάλου μέρους συμπατριωτών του για συνέχιση των σπουδών τους και πέραν του δημοτικού σχολείου,  σε ολοκληρωμένη  Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γι’ αυτό και πήρε την πρωτοβουλία ανέγερσης ενός σύγχρονου και επαρκούς διδακτηρίου για να καλύπτει τις εκπαιδευτικές ανάγκες του τόπου του. Η ανάγκη  αναβάθμισης του ήδη λειτουργούντος τετρατάξιου Γυμνασίου σε εξατάξιο αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, το κύριο επιχείρημα προς την πολιτεία για την αναβάθμισή του. Η πρωτοβουλία του για την ανέγερση νέου διδακτηρίου ενεργοποίησε πρόσωπα και φορείς του εσωτερικού και της κυθηραϊκής ομογένειας. Συνάντησε όμως και πολλές αντιδράσεις συμπατριωτών του αναφορικά κυρίως με τον τόπο που θα επιλεγόταν η ανέγερση του διδακτηρίου. Κατά τους αντιδρώντες, έτρεχαν άλλες προτεραιότητες στο νησί, που προβάλλονταν όμως αυτές με  καθόλου πειστικά επιχειρήματα[7].

Πίνακας 3. Από  George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Saripolos Library, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 2002 (2η έκδοση), σ. 316.

«Διά μίαν προσπάθειαν ἀγῶνες σκληροί»

Με τη συγγραφή από τον ίδιο βιβλίου με τίτλο Το Διδακτήριον του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μίαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί εντοπίζονται ανθρώπινες αδυναμίες, ματαιοδοξία όπως και ένας τοπικός ανταγωνισμός και πολιτικών παιχνιδιών ένιων παραγόντων της εποχής εκείνης. Καθώς μάλιστα είναι λεπτομερειακά καταγεγραμμένες οι αντιδράσεις αυτών στο βιβλίο αναφορικά με τους αγώνες του  ίδιου και πολλών συμπατριωτών του όπως και η επιμονή τους να ανεγερθεί και ολοκληρωθεί το κτήριο του διδακτηρίου, το βιβλίο εμπεριέχει δείγματα μνημειώδους αφοσίωσης στα ιδανικά της παιδείας και της εκπαίδευσης. Είναι ένα βιβλίο διαφωτιστικό με όσους πιστεύουν σε ιδέες και αγωνίζονται να τις κάνουν πράξη. Παρέχονται δείγματα ευγενών πρωτοβουλιών και δράσης συμπατριωτών μας με γνώμονα την προώθηση της παιδείας και του πολιτισμού στον περίγυρό τους. Κείμενα αντιδράσεων και απατηλών δημοσιευμάτων σε τοπικές εφημερίδες και αναφορών προς το υπουργείο Παιδείας και σε άλλους πολιτικούς παράγοντες αναδεικνύουν την έκταση αυτών αναφορικά και με την επιλογή του τόπου ανέγερσης του διδακτηρίου[8].

Έριδες για τον τόπο ανέγερσης του νέου διδακτηρίου

Προβαίνω σε μια σύντομη αλλά από εκπαιδευτική άποψη ενδιαφέρουσα διαπίστωση αναφορικά με έριδες που προέκυψαν για τον τόπο ανέγερσης του νέου διδακτηρίου. Είχε καταστεί κυρίως το ζήτημα αυτό μήλον της έριδος, το κυριότερο μάλιστα σημείο έντονης αντιπαράθεσης και αδυναμίας για σύγκλιση απόψεων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πρότειναν άλλον τόπο ανέγερσης του διδακτηρίου από αυτόν της Χώρας, πρωτεύουσας του νησιού, όπως, π.χ., το Λιβάδι, τις Καρβουνάδες ή την κωμόπολη Ποταμός. Τα επιχειρήματά τους, αντιπαιδαγωγικά και οπωσδήποτε μεροληπτικά δημιουργούσαν διαμάχες, με κακόβουλα δημοσιεύματα, έγγραφες αναφορές προς τις κρατικές υπηρεσίες και ψευδείς ειδήσεις, φαινόμενα που συναντώνται  κάποτε, όταν ενέργειες και πρωτοβουλίες διαθέτουν υπόβαθρο πειστικής και τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας και βέβαια στόχους επίτευξης οραματικού έργου με κοινωνική και πολιτισμική εμβέλεια[9].

Γιατί παιδαγωγικοί, κοινωνικοί και γενικότερα πολιτισμικοί λόγοι συνηγορούσαν στο να κατασκευαστεί το διδακτήριο του Γυμνασίου στη Χώρα, πρωτεύουσα του νησιού, και να συνεχιστεί η λειτουργία του ιδρύματος με επαρκείς όρους και μετά το έτος 1929 που αναβαθμίστηκε σε εξατάξιο από τετραετές Γυμνάσιο που, ούτως ή άλλως,  λειτουργούσε στη Χώρα, όμως σε μη  επαρκείς χώρους διδασκαλίας. Ο καθηγητής Σπύρος Στάθης και τα μέλη της επιτροπής, που είχε συσταθεί για την ανέγερση  του διδακτηρίου, είχαν με επιχειρήματα προβάλει πολύ πριν από το έτος 1921 την ανάγκη οικοδόμησης ενός σύγχρονου και επαρκούς  διδακτηρίου για την κάλυψη του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού νέων των Κυθήρων, αποφοίτων από τα δημοτικά σχολεία του νησιού μας. Οι πολλές και ανιστόρητες αντιδράσεις δεν είχαν καμία συνοχή μεταξύ τους, αντίθετα προβάλλονταν επιχειρήματα αντιπαιδαγωγικά, ιδιοτελή και ανταγωνιστικά, μάλιστα κάποτε και με αντιπολιτευτικό χαρακτήρα κριτήρια.

Το αρχικό σχέδιο του κτηρίου στο οποίο στεγάζεται το Λύκειο Κυθήρων. Ο άνω όροφος εν τέλει δεν χτίστηκε.

Οι όροι παιδαγωγική, κοινωνικοποίηση, πολιτισμική αλληλεπίδραση  και διαδικασίες προσαρμογής ενός ανήλικου ή ενήλικου ατόμου στο σώμα μιας μεγαλύτερης και περισσότερο εμπλουτισμένης με πολιτισμικά στοιχεία κοινωνίας από αυτήν του μικρού, π.χ., χωριού των Κυθήρων απουσίαζαν από την επιχειρηματολογία των αντιδρώντων να ανεγερθεί το κτήριο  του Γυμνασίου στην πρωτεύουσα του νησιού. Αγνοούσαν βέβαια ή παρέβλεπαν το πού και γιατί ανεγείρονταν την ίδια περίοδο στην υπόλοιπη χώρα και κυρίως στην ελληνική ύπαιθρο και στα νησιά τα διδακτήρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Μπορεί και οι εμμένοντες, εκτός από  τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, ως προς το να ανεγερθεί το διδακτήριο στην πρωτεύουσα του νησιού να μην έθεταν το ζήτημα από την παράμετρο της πολιτισμικής κοινωνικοποίησης των μαθητών αλλά τουλάχιστον οι προτάσεις τους ευθυγραμμίζονταν με την γενική παιδαγωγική αρχή αναγκών κοινωνικοποίησης του επαρχιατόπαιδου μέσα σε έναν εμπλουτισμένο με περισσότερα πολιτιστικά και άλλα στοιχεία τόπο και όχι ένα διδακτήριο που θα ανεγειρόταν σε έναν από τους μικρούς οικισμούς του νησιού ή και στην κωμόπολη «Ποταμός».

Η πρωτεύουσα διέθετε τα αναγκαία για την εκπλήρωση εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών στόχων, σχετικών με αναγκαίους εξωτερικούς παράγοντες, που ήταν όμως συμπληρωματικοί των πρώτων. Διέθετε περισσότερο πληθυσμό και υποδομές διαμονής των εκπαιδευτικών και των μαθητών από τα μακρινά χωριά και τους μικροοικισμούς όπως και από την κωμόπολη «Ποταμός» (περίπου ογδόντα χωριά και κωμοπόλεις την περίοδο εκείνη). Η Χώρα διέθετε επίσης ένα πρωτόγνωρο για τους νέους των δώδεκα ετών και πάνω αστικό  περιβάλλον που, εφόσον το βίωναν κατά τη διάρκεια των έξι ετών σπουδών τους στο γυμνάσιο, θα είχε γι’ αυτούς αναγκαίες πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις, καθώς εκεί έδρευαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες και είχε επίσης αναπτυχθεί ένα ποικιλόμορφο τοπίο ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, κοινωνικής και πολιτισμικής δράσης. Μέσω της προσδωκόμενης αυτής κοινωνικοποίησης  θα μεταδίδονταν στους νέους δεξιότητες και συνήθειες, οι οποίες είναι απαραίτητες για μια πιο ενεργό συμμετοχή τους στην ευρύτερη κοινωνία στην οποία θα οργάνωναν τη ζωή και τις επαγγελματικές τους ασχολίες. Θα εντάσσονταν αρμονικά και θα ενσωματώνονταν οι νέοι στο κοινωνικό σύνολο με γνώσεις και δεξιότητες ομαλής προσαρμογής τους σ’ αυτό και με πλέον συνειδητό απ’ αυτούς  έλεγχο και λειτουργία των κανόνων της οικονομίας και των μέσων παραγωγής με τους οποίους επιτυγχάνεται η πολιτισμική συνέχεια σε όποιον τόπο, ως απόφοιτοι Γυμνασίου, θα ζούσαν.

25η Μαρτίου 1956. Μαθητική παράσταση του Γυμνασίου Κυθήρων. (https://www.eleniharou.gr/anamnisis-apo-tin-25i-martiou-sto-gymnasio-kythiron/)

Οι αντιδράσεις με διασπορά ψευδών ειδήσεων και άλλων ενεργειών έφθαναν στο σημείο να διαδίδεται ότι εγγράφονταν στο Γυμνάσιο πρόσωπα μεγάλης ηλικίας για να συμπληρώνεται πλαστός αριθμός μαθητών, ώστε να μην κλείσει το Γυμνάσιο, λόγω ελλείψεως πραγματικού αριθμού φοιτώντων μαθητών, καθώς, κατ’ αυτούς, υπήρχαν δυσκολίες και απροθυμία των νέων  να προσέρχονται να φοιτούν στο Γυμνάσιο από τα χωριά, λόγω της μεγάλης απόστασής τους από την Χώρα. Επίσης, πως είχε αναληφθεί καμπάνια να προσελκύουν μαθητές από τα Βάτικα για τους ίδιους λόγους, της διατήρησης δηλαδή του Γυμνασίου σε λειτουργία στη Χώρα. Σημειώνω πως η επιλογή αποφοίτων των δημοτικών σχολείων περιοχών της νότιας Πελοποννήσου  να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο Κυθήρων στηριζόταν σε αντικειμενικούς λόγους. Για τα παιδιά των δώδεκα ετών και τους γονείς τους ήταν προτιμότερο να προσέρχονται να φοιτούν στα Κύθηρα παρά στους Μολάους ή στην Σπάρτη. Η πρόσβαση, λόγω της κακής οδοποιίας και της μεγάλης απόστασης από τον τόπο διαμονής τους προς τις πόλεις αυτές ήταν πολύ δύσκολη, σχεδόν απαγορευτική, καθώς  και το κόστος διαμονής τους εκεί ήταν πολύ υψηλό για τις οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες.

Στη Χώρα, ωστόσο βρίσκονταν οικογένειες που φιλοξενούσαν με μικρότερο κόστος τους μαθητές στα σπίτια τους ή τούς εξασφάλιζαν δωμάτια διαμονής με τη φροντίδα ενδιαίτησής τους και κάθε άλλης αναγκαίας φροντίδας. Η επικοινωνία κατοίκων των περιοχών με τα Κύθηρα μπορούσε να διεξάγεται με πλοιάρια από τη Νεάπολη Βοιών, και αυτό είχε πολλαπλά οφέλη γι’ αυτούς και το νησί. Οι μαθητές από περιοχές της νότιας Πελοποννήσου και οι γονείς τους ή οι κηδεμόνες τους επέφεραν μια δημιουργική κοινωνική κινητικότητα στο νησί με πολλαπλές πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις. Προφανώς για να προβάλλεται ως  ταπεινή και μη αξιοπρεπής η πρωτοβουλία μετάβασης Κυθηρίων στα Βάτικα, για να προπαγανδίσουν υπέρ της προτίμησης του Γυμνασίου Κυθήρων και όχι αυτό, π.χ., της Σπάρτης, δε θα είχαν ερωτήσει ήδη τους πρώτους αυτούς φοιτώντες μαθητές για τους λόγους που εκείνοι προτιμούσαν τα Κύθηρα.

Προσωπικά όμως εγώ σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο το έκανα. Όταν ρώτησα συμμαθητές μου των Βατίκων γιατί έρχονται να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο Κυθήρων, η απάντησή τους ήταν: «Εμείς εκεί στη Νεάπολη  δεν έχουμε ιδρυμένο Γυμνάσιο και η Σπάρτη είναι πολύ μακριά μας και πολύ δύσκολη η πρόσβαση προς τα εκεί αλλά και τα οικονομικά των γονιών μας δυσβάστακτα, για να μάς στέλνουν και να μάς συντηρούν εκεί. Ευτυχώς που μπορούν και μάς στέλνουν εδώ»[10]. Πολλοί απ’ αυτούς τους μαθητές της περιόδου εκείνης και οι γονείς τους επισκέπτονταν και μέχρι σήμερα ακόμη επισκέπτονται τα Κύθηρα, για να συναντήσουν αγαπημένα τους πρόσωπα και να δουν και πάλι από κοντά τα γειτονικά τους Κύθηρα που τούς φιλοξένησαν για να σπουδάσουν και τύχουν δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, σε πολλούς απ’ αυτούς είχαν ανοιχθεί και γι’ αυτούς προοπτικές, μετά τα δεκαοκτώ τους χρόνια να φοιτήσουν και στο Πανεπιστήμιο. Το δεύτερο μισό του τίτλου του βιβλίου που πολύ ταπεινά γράφτηκε από τον Γυμνασιάρχη Σπύρο Στάθη  για την ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου έχει ως εξής: […], «Διά μίαν προσπάθειαν ἀγῶνες σκληροί»[11].

Θα σημειώσω καταληκτικά, τιμώντας την μνήμη του ίδιου και συνεργατών του -συντελεστών στην ανέγερση του διδακτηρίου του Γυμνασίου Κυθήρων μια αξιοσημείωτη πληροφόρηση που μάς δίνει η Ελένη Χάρου για τον φιλόλογο καθηγητή  και γυμνασιάρχη του Γυμνασίου  Κυθήρων και πρωτεργάτη ανέγερσης του διδακτηρίου του. Το έτος 1925 αλληλογραφεί με τον Κωνσταντίνο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια και τού ζητεί, εφόσον θα τού ήταν  εφικτό, να τού στείλει τις  ποιητικές του συλλογές για να διδάξει ποιήματά του στους μαθητές του Γυμνασίου Κυθήρων και εκείνος άμεσα ανταποκρίνεται. Σε μια εποχή που τα προγράμματα σπουδών προσδιόριζαν αυστηρά και με σαφήνεια τι θα δίδασκαν οι δάσκαλοι αλλά και που και τα ποιήματα του Καβάφη δεν είχαν ακόμη κυκλοφορηθεί στην Αθήνα και βέβαια δεν είχε ακόμη επιλεγεί για να διδάσκεται Καβάφης στα σχολεία, ο πρωτοποριακός φιλόλογος της εποχής τόλμησε αυτό. Η απαντητική επιστολή του Καβάφη είναι δημοσιευμένη στο ιστολόγιο της Ελένης Χάρου με ενδιαφέροντα από τη συγγραφέα σχολιασμό της[12].

Το Γενικό Λύκειο Κυθήρων σήμερα.

 

Ο Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης είναι Oμότιμος Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής και  Ευρωπαϊκής Ιστορίας του  Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*Άρθρο – αφιέρωμα με τη συμπλήρωση εκατόν χρόνων από την ίδρυση και λειτουργία του Γυμνασίου Κυθήρων (1921-2021), του οποίου είμαι απόφοιτος και για τέσσερα χρόνια έχω διατελέσει διδάσκων φιλόλογος καθηγητής σ’ αυτό. Με την ευκαιρία αυτής της επετείου οι Κούλα Κασιμάτη και Ελένη Χάρου-Κορωναίου συνέγραψαν βιβλίο με θεματική την ιστορική του διαδρομή μέχρι σήμερα. Επίσης, έλαβε χώραν και με συμμετοχή μου επετειακή επιστημονική εκδήλωση, που οργανώθηκε από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών στον προαύλιο χώρο του Γυμνασίου τον Ιούλιο του 2022 και είχε, μεταξύ άλλων, ως κύρια θεματική του την παρουσίαση του βιβλίου αυτού (Κούλα Κασιμάτη και Ελένη Χάρου-Κορωναίου, Εκατό χρόνια από την ίδρυση του Γυμνασίου Κυθήρων (1921-2021), Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 2022, 332 σσ.).

[1] . Ν. Λεοντσίνης, «Ελληνική ταυτότητα , “ιονική” και “επτανησιακή” ταυτότητα», Κεφαλληνιακά Χρονικά, 12 (2009-10), σ. 583-598.

[2]  George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Saripolos Library, National and Kapodistrian University of Athens, Athens 2002 (2η έκδοση), σ. 313-315.

[3]  George N. Leontsinis, The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), ό.π., σ. 297-334.

[4]  Γεωργ. Ν. Λεοντσίνης «Ιόνια νησιά: εποχική μετανάστευση και Ελληνική Επανάσταση. Τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα ως μελέτη περίπτωσης (περίπου από τις αρχές του 18ου αιώνα ως το 1827)»,  Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώθηκε από το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ (2019) με θεματική: Πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τα Ιόνια Νησιά: από το 13ο αιώνα έως την Ένωση με την Ελλάδα [Ν.Γ. Μοσχονάς – Γ.Δ. Παγκράτης (επιμ.)], σ. 285-302.

[5]   Γεώργ. Ν. Λεοντσίνης, «Ελληνική Επανάσταση και Επτάνησα», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 21(2021), σ. 75-101.

[6]   Στο ίδιο.

[7]  Σπ. Στάθης, Το Διδακτήριο του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μιαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί, εν Αθήναις (τυπ. Γεωργ. Π. Ξένου) 1933, 348 σσ. Βλ. του ίδιου, «Η εκπαίδευση» στο: Κυθηραϊκή Επιθεώρησις (1923), σ. 53-93.

[8]  Σπ. Στάθης, Το Διδακτήριο του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μιαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί, ό.π. (αναδημοσίευση αυτών).

[9]  Στο ίδιο.

[10] Πβ. Γ.Ν. Λεοντσίνης, «Ενθυμήσεις: από το διθέσιο Δημοτικό Σχολείο Κοντολιάνικων – Καρβουνάδων στο Γυμνάσιο Κυθήρων ως μαθητής (1953-1959) αλλά και ως φιλόλογος καθηγητής», στο Κούλα Κασιμάτη- Ελένη Χάρου Κορωναίου, ό.π., σ. 204-214.

[11]  Σπ. Στάθης, Το Διδακτήριο του Γυμνασίου Κυθήρων – δια μιαν προσπάθειαν αγώνες σκληροί, ό.π.

[12]  Ιστολόγιο Ελένης Χάρου, «Αλληλογραφία του Καβάφη με 2 Κυθηρίους» (7 Ιουνίου 2022) ανακτήθηκε από: https://www.eleniharou.gr/allilografia-tou-kavafi-me-2-kythirious/