Skip to main content

Αντώνης Κλάψης: Αναζητώντας ερείσματα για την ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάννης: οι ελληνοϊταλικές σχέσεις την περίοδο της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου

Αντώνης Κλάψης

Αναζητώντας ερείσματα για την ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάννης: οι ελληνοϊταλικές σχέσεις την περίοδο της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου

 

Τον Ιούνιο του 1925 ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος ανέτρεψε την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και επέβαλε στην Ελλάδα την από καιρό σχεδιαζόμενη δικτατορία του, αρχικά υπό κοινοβουλευτικό μανδύα και από τον Ιανουάριο του επόμενου έτους χωρίς κανένα πρόσχημα. Η εγκαθίδρυση του παγκαλικού καθεστώτος και η διατήρησή του στην εξουσία για 14 μήνες στιγμάτισε ανεξίτηλα την πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς συνέτεινε στην αναθεώρηση των προσανατολισμών που καθοδηγούσαν τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις στο διάστημα που είχε διαρρεύσει από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης. Θιασώτης του νεομεγαλοϊδεατισμού, ο Πάγκαλος έμελλε να απομακρύνει την Αθήνα από τη οδό της σύνεσης και του ρεαλισμού που προσδιόριζαν έως τότε το ελληνικό διπλωματικό πρόγραμμα, θέτοντας ως πρωταρχικό του στόχο τον επαναπροσδιορισμό –έστω και μερικό– των εδαφικών συμφωνηθέντων στη Λωζάννη.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στη διάρκεια των εργασιών της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης.

Η απόλυτα απορριπτική στάση του Πάγκαλου απέναντι στο συμβιβασμό που είχε επιτευχθεί στην ελβετική πόλη τον Ιούλιο του 1923 είχε διαφανεί άμεσα, όταν ο ίδιος έσπευσε να χαρακτηρίσει τη Συνθήκη της Λωζάννης ως «Ανταλκίδειο Ειρήνη»1. Ο Πάγκαλος, εξάλλου, είχε, ήδη από την εποχή των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης, ταχθεί υπέρ της δυναμικής επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία, προτείνοντας, ως διοικητής της Στρατιάς του Έβρου, την οποία ο ίδιος είχε ανασυγκροτήσει2, την επανάληψη των εχθροπραξιών με σκοπό την ανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης3. Η έγκαιρη και αποφασιστική παρέμβαση του Ελευθέριου Βενιζέλου είχε τότε ανατρέψει τα σχέδια του Πάγκαλου, ο οποίος, ωστόσο, δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες του για τη μελλοντική, όταν οι περιστάσεις το επέτρεπαν, βίαιη ανατροπή, προς όφελος της Αθήνας, του εδαφικού καθεστώτος που επέβαλε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία η Συνθήκη της Λωζάννης.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος επιθεωρεί τη στρατιά του Έβρου τον Μάϊο του 1923 (πηγή: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος).

Η προσήλωση του Πάγκαλου στην ανάγκη επαναχάραξης των ελληνοτουρκικών συνόρων, η οποία θα απέδιδε στην Ελλάδα τουλάχιστον την Ανατολική Θράκη, ενδεχομένως δε και τμήμα της Μικράς Ασίας, έμελλε κατά συνέπεια να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς του θα διαχειριζόταν την ελληνική εξωτερική πολιτική κατά το διάστημα της δεκατετράμηνης παραμονής του στην εξουσία. Η πρόθεση του Έλληνα δικτάτορα να σκληρύνει τη στάση της Αθήνας απέναντι στην Άγκυρα έγινε αμέσως εμφανής όταν ο ίδιος επέλεξε να θέσει επίσημα θέμα αγνοουμένων πολέμου που εξακολουθούσαν να εργάζονται κάτω από άθλιες συνθήκες σε τουρκικά αγροκτήματα της κεντρικής Μικράς Ασίας4. Εκδηλώνοντας, εξάλλου, έμπρακτα την προτίμησή του υπέρ των δυναμικών λύσεων των κάθε είδους διμερών διαφορών με τα γειτονικά κράτη, ο Πάγκαλος διέταξε τον Οκτώβριο του 1925 την εισβολή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο βουλγαρικό έδαφος και την κατάληψη της πόλης του Πετριτσίου, με στόχο τον εξαναγκασμό της Σόφιας να παράσχει έμπρακτα ικανοποίηση στην Αθήνα για τη δολοφονία ενός Έλληνα αξιωματικού και δύο στρατιωτών κατά τη διάρκεια μεθοριακού επεισοδίου: μακράν, ωστόσο, του να αποδώσει τους καρπούς που ο Πάγκαλος επιθυμούσε, η αψυχολόγητη πρωτοβουλία του απέδειξε περίτρανα τη διπλωματική απομόνωση της Ελλάδας, η οποία καταδικάστηκε από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών και κλήθηκε να καταβάλει χρηματική αποζημίωση στη Βουλγαρία5.

Το ελληνοβουλγαρικό μεθοριακό επεισόδιο στο Πετρίτσι το 1925.

Η δυσμενής για τα ελληνικά συμφέροντα εξέλιξη του επεισοδίου στο Πετρίτσι καταδείκνυε ότι, προκειμένου να διαθέτουν έστω και ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, τα μαξιμαλιστικά σχέδια του Πάγκαλου όφειλαν προηγουμένως να βρίσκονται σε αρμονία με τα συμφέροντα τουλάχιστον μίας ή περισσότερων Μεγάλων Δυνάμεων που δραστηριοποιούνταν στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου. Κάθε απόπειρα, με άλλα λόγια, ικανοποίησης των φιλοδοξιών του Έλληνα δικτάτορα για αναίρεση των –κατά τη γνώμη του– αδικιών που συνεπάγονταν για την Ελλάδα οι εδαφικοί όροι της Συνθήκης της Λωζάννης, ήταν άμεσα συνυφασμένη με την εξασφάλιση της υποστήριξης είτε της Μεγάλης Βρετανίας, είτε της Ιταλίας – ή ακόμα καλύτερα και των δύο. Αντίθετα, οι μονομερείς ενέργειες όχι μόνο ήταν περίπου πρακτικά αδύνατον να εξασφάλιζαν οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα για την Αθήνα, αλλά αντίθετα ενείχαν τον κίνδυνο επιδείνωσης της ήδη δυσμενούς διεθνούς της θέσης, με δυνητικά απρόβλεπτες συνέπειες.

Στη δεδομένη συγκυρία, η αναθεωρητική πολιτική του Πάγκαλου ενισχυόταν από τη συνεχιζόμενη εκκρεμότητα του ζητήματος της Μοσούλης, γεγονός που, κατά την εκτίμησή του, θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε σύγκρουση τη Μεγάλη Βρετανία με την Τουρκία, οι οποίες έριζαν για τον έλεγχο της πλούσιας σε κοιτάσματα πετρελαίου περιοχής. Πράγματι, οι μακρές και συχνά επίπονες βρετανοτουρκικές διαπραγματεύσεις δεν είχαν οδηγήσει στην εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς της πρώην οθωμανικής επαρχίας, ενώ η ένταση πολλές φορές κλιμακωνόταν σε επικίνδυνο βαθμό, με κορυφαίο παράδειγμα το βομβαρδισμό, τον Αύγουστο του 1923, της Σουλεϊμανίγιας από τη βρετανική πολεμική αεροπορία6. Οι Τούρκοι, εξάλλου, υποπτεύονταν ότι το Λονδίνο υπέθαλπε τις κουρδικές εξεγέρσεις κοντά στα τουρκοϊρακινά σύνορα προκειμένου να αποδυναμώσει τη θέση της Άγκυρας στην εκκρεμότητα της Μοσούλης7. Η απόφαση του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου 1925 να κατακυρώσει το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής της Μοσούλης στους Βρετανούς, όξυνε ακόμα περισσότερο το ήδη τεταμένο κλίμα: ο τουρκικός Τύπος δεν απέκλειε το ενδεχόμενο του πολέμου, στην ίδια την Άγκυρα συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο, ενώ μόλις μία ημέρα αργότερα, στις 17 Δεκεμβρίου, η τουρκική κυβέρνηση, αντιδρώντας στην αναβίωση –όπως εκτιμούσε– του βρετανικού ιμπεριαλισμού, υπέγραψε Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Σοβιετική Ένωση8.

Η υπόθεση της Μοσούλης στην ημερήσια διάταξη της Κοινωνίας των Εθνών.

Αναζητώντας ερείσματα προκειμένου να κάμψει τις τουρκικές αντιδράσεις, η Βρετανία στράφηκε προς την πλευρά της Ιταλίας. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1924 η κατ’ αρχήν συμφωνία ανάμεσα στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Σερ Ώστιν Τσάμπερλαιν και τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι για την αμοιβαία υποστήριξη των συμφερόντων του Λονδίνου και της Ρώμης στη Μικρά Ασία είχε θέσει τις βάσεις της διμερούς συνεργασίας, η οποία μοιραία αποκτούσε αντιτουρκική χροιά9. Ήταν, άλλωστε, γνωστές οι επεκτατικές βλέψεις του Μουσολίνι σε σχέση με τα νοτιοδυτικά μικρασιατικά παράλια, οι οποίες προσδιόριζαν τη γενικότερη στάση της Ρώμης έναντι της Άγκυρας, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες στην τελευταία: «Το ότι η Ιταλία εποφθαλμιά την μικρασιατικήν γην αποτελεί αξίωμα της τουρκικής διπλωματίας», σημείωνε με νόημα τον Ιούνιο του 1925 ο Έλληνας επιτετραμμένος στην τουρκική πρωτεύουσα Ιωάννης Πολίτης10. Οι τουρκικοί φόβοι, εξάλλου, ενισχύονταν ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οι Ιταλοί διατήρησαν μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης τα Δωδεκάνησα, τα οποία θα μπορούσαν πολύ εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως εφαλτήριο σε μία πιθανή απόπειρα στρατιωτικής προσβολής των μικρασιατικών παραλίων11.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Πάγκαλος εκτιμούσε ότι οι νεομεγαλοϊδεατικοί του οραματισμοί ήταν πολύ πιθανόν να έβρισκαν πρόσφορο έδαφος προκειμένου να αναπτυχθούν, καθώς Λονδίνο και Ρώμη ήταν λογικό να επιθυμούν τη συστράτευση και άλλων δυνάμεων, έστω και λιγότερο σημαντικών, όπως η Ελλάδα, στην προσπάθεια άσκησης πιέσεων στην Άγκυρα. Ενθαρρυμένος από την ιταλοβρετανική συνεννόηση, η οποία στρεφόταν προφανώς εναντίον της Τουρκίας, ο Έλληνας δικτάτορας υπολόγιζε ότι μία ενδεχόμενη ρήξη είτε της Μεγάλης Βρετανίας, είτε της Ιταλίας, είτε και των δύο με την Τουρκία, θα επέτρεπε στον ίδιο να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για την ανακατάληψη τουλάχιστον της Ανατολικής Θράκης ή ακόμα και τμήματος της Μικράς Ασίας. Οι διευκολύνσεις, εξάλλου, που παρείχε στην Αθήνα η Ρώμη για την αγορά ιταλικού στρατιωτικού εξοπλισμού12, έμοιαζαν να αποτελούν μία επιπλέον απτή απόδειξη του ενδιαφέροντος του Μουσολίνι για την προσέλκυση της Ελλάδας σε έναν ενδεχόμενο αντιτουρκικό σύνδεσμο.

Σε αυτό το πλαίσιο, και με δεδομένη την ιδεολογική συγγένεια του παγκαλικού με το μουσολινικό καθεστώς, η διπλωματική στροφή του Έλληνα δικτάτορα προς τον Ιταλό συνάδελφό του έδειχνε να αποτελεί φυσική εξέλιξη. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι ελληνοϊταλικές σχέσεις ήταν επιβαρυμένες ήδη από την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, φθάνοντας σε κυριολεκτικά οριακό σημείο τον Αύγουστο του 1923 εξαιτίας της ιταλικής επιχείρησης κατάληψης της Κέρκυρας13, ο Πάγκαλος γρήγορα προσανατολίστηκε προς την ιδέα της σύσφιγξης των διμερών δεσμών, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση των αναγκαίων διπλωματικών ερεισμάτων για την εφαρμογή στην πράξη των σχεδίων του εις βάρος της Τουρκίας. Η ανεπίσημη επίσκεψη του Ιταλού υφυπουργού Εξωτερικών Ντίνο Γκράντι στην Αθήνα στις αρχές Ιουλίου του 1925, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε επαφές με τον Έλληνα δικτάτορα, καθώς και με τον υπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Ρέντη, αποτελούσε το πρώτο ορατό σημάδι του νέου ανέμου που έπνεε στις σχέσεις Αθήνας και Ρώμης: ο Πάγκαλος δεν έχασε την ευκαιρία να δηλώσει στον Γκράντι ότι προσέβλεπε στην ελληνοϊταλική συνεργασία σε ζητήματα που τα συμφέροντα των δύο γειτονικών κρατών ταυτίζονταν, ενώ έγκυρες δημοσιογραφικές πληροφορίες ανέφεραν ότι οι συνομιλίες που είχε ο Ιταλός υφυπουργός στην ελληνική πρωτεύουσα προετοίμαζαν το έδαφος για στενότερη διμερή προσέγγιση14.

Οι Dino Grandi, υφυπουργός Εξωτερικών (δεξιά) και Vittorio Scialoja, μόνιμος αντιπρόσωπος της Ιταλίας στην Κοινωνία των Εθνών, στο πλαίσιο των εργασιών της Συνδιάσκεψης του Λοκάρνο (1925).

Πολύ σύντομα οι συζητήσεις θα έδιναν τη θέση τους σε περισσότερο πρακτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες υπογράμμιζαν τη βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Ρώμη. Η υπογραφή συμφωνιών για την προμήθεια από την Ελλάδα ιταλικού στρατιωτικού εξοπλισμού15 συνιστούσε ένα επιπλέον απτό δείγμα αυτής της εγκαρδιότητας, η οποία έτεινε να εξελιχθεί σε διπλωματική σύμπραξη: σε προσωπικό μήνυμα που απηύθυνε προς τον Πάγκαλο, ο Μουσολίνι όχι μόνο εξέφραζε την ικανοποίησή του για την ελληνική παραγγελία, την οποία χαρακτήριζε ως πραγματικό δείγμα καλής γειτονίας, αλλά επιπλέον διατύπωνε την επιθυμία του για την περαιτέρω εμβάθυνση των δεσμών ανάμεσα στη Ρώμη και στην Αθήνα16. Η έναρξη, εξάλλου, διαπραγματεύσεων τον Νοέμβριο του 1925 για τη συνομολόγηση ελληνοϊταλικής εμπορικής σύμβασης17 προσέθετε έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των στενών διμερών επαφών.

Η συγκυρία για την εφαρμογή των σχεδίων του Πάγκαλου για συνεννόηση με την Ιταλία με σκοπό τη συγκρότηση κοινού αντιτουρκικού μετώπου, έμοιαζε να είναι ιδανική, καθώς, εκτός των άλλων, συνδυαζόταν με την επιδείνωση των βρετανοτουρκικών σχέσεων εξαιτίας της ευνοϊκής για το Λονδίνο απόφασης του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών για την τύχη της περιοχής της Μοσούλης. Ο Πάγκαλος ήταν αποφασισμένος να αδράξει την ευκαιρία, επιδιώκοντας την εξασφάλιση συγκεκριμένης δέσμευσης από την πλευρά του Μουσολίνι σχετικά με ενδεχόμενη κοινή μελλοντική δράση εναντίον της Τουρκίας. Από αυτήν την άποψη, η επίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησαν στις αρχές Μαρτίου του 1926 στη Ρώμη οι Έλληνες υπουργοί Εξωτερικών Λουκάς Κανακάρης Ρούφος και Συγκοινωνίας Αναστάσιος Ταβουλάρης παρείχε τη δυνατότητα αφενός άμεσης εκδήλωσης των ελληνικών πρωτοβουλιών, και αφετέρου διερεύνησης των ιταλικών προθέσεων.

Ήδη από τις παραμονές της άφιξης των Ρούφου και Ταβουλάρη στην ιταλική πρωτεύουσα, οι Ιταλοί ιθύνοντες τόνιζαν την εξαιρετική σημασία της επίσκεψης, την οποία χαρακτήριζαν ως διαπιστωτική της σύμπτωσης των συμφερόντων μεταξύ των δύο κρατών18. Το ζωηρό ενδιαφέρον που επιδείκνυε ο –ελεγχόμενος από το φασιστικό καθεστώς και επομένως γνήσιος εκφραστής των κυβερνητικών θέσεων– ιταλικός Τύπος μαρτυρούσε πράγματι την εξαιρετική σημασία της επίσκεψης19. Ειδικότερα, σε άρθρο της ημιεπίσημης Messaggero υπογραμμιζόταν ότι η επίσκεψη των Ελλήνων υπουργών απέβλεπε στην αποσαφήνιση και την αναζωογόνηση των ελληνοϊταλικών σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε σαφές δείγμα του αναπροσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: διπλωματικά απομονωμένη και έχοντας διαφορές με όλους σχεδόν τους γείτονές της, η Ελλάδα, σημειωνόταν στο ίδιο άρθρο, ήταν φυσικό να αναζητά διεθνή ερείσματα και να απευθύνεται για αυτό το λόγο στην Ιταλία, καθώς η τελευταία αποτελούσε εκείνη τη Μεγάλη Δύναμη που μπορούσε να της παράσχει φιλία δημιουργική και ανιδιοτελή, από τη στιγμή που δεν υφίσταντο ουσιώδεις λόγοι διενέξεων ανάμεσα στην Αθήνα και τη Ρώμη, δεδομένου ότι στόχος της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η ανάπτυξη ειρηνικής πολιτικής συνεργασίας χωρίς πρόθεση κηδεμονίας του κατά περίπτωση αντισυμβαλλόμενου· ειδικά, εξάλλου, σε ότι αφορούσε στην Ελλάδα, κατέληγε ο συντάκτης της εφημερίδας, η ενίσχυση των δεσμών με την Ιταλία θα μπορούσε να επεκταθεί και στον οικονομικό τομέα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο αποφασιστικά στην αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας20. Δίνοντας, τέλος, ακόμα σαφέστερα δείγματα του κλίματος που επικρατούσε στους ιθύνοντες ιταλικούς κύκλους, η Messaggero, την ημέρα της άφιξης των Ρούφου και Ταβουλάρη στη Ρώμη, τόνιζε χαρακτηριστικά ότι η Αθήνα εγκατέλειπε πλέον τον στενό ορίζοντα των συνδυασμών με τα γειτονικά της κράτη και εισερχόταν στη γενική ευρωπαϊκή πολιτική, καθιστάμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγοντας ειρήνης21.

Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος.

Η ιδιαίτερη σημασία του ταξιδιού των Ρούφου και Ταβουλάρη στην ιταλική πρωτεύουσα αποδεικνυόταν και από τα εκτενή σχετικά σχόλια του διεθνούς Τύπου. Πιο συγκεκριμένα, οι γαλλικές εφημερίδες έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στο ενδεχόμενο μεσολάβησης του Μουσολίνι για τη διευθέτηση των ελληνογιουγκοσλαβικών εκκρεμοτήτων: η πρωτοβουλία του Ιταλού δικτάτορα εικαζόταν ότι αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της σύναψης ενός –επωφελούς για τα ιταλικά συμφέροντα– βαλκανικού εγγυητικού συμφώνου22 κατά το πρότυπο των πρόσφατων Συμφωνιών του Λοκάρνο23. Την ίδια στιγμή, στην αντίπερα ακτή της Μάγχης, οι Times τόνιζαν ότι σκοπός της επίσκεψης των Ελλήνων υπουργών ήταν η ενίσχυση της πολιτικής και εμπορικής συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία24, ενώ ο Manchester Guardian επισήμαινε ότι η Αθήνα φερόταν αποφασισμένη να ακολουθήσει πολιτική φιλίας με τη Ρώμη, αναζητώντας την ιταλική βοήθεια προκειμένου να βελτιώσει τη διεθνή της θέση25. Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, η επίσης βρετανική Westminster Gazette διέβλεπε στις επαφές που θα είχε ο Ρούφος με τον Μουσολίνι την πρόθεση της Αθήνας να διερευνήσει τις πιθανότητες στενότερης ελληνοϊταλικής συνεργασίας, με απώτερο στόχο την κατάληξη σε μία ανεπίσημη, αλλά σαφή, συνεννόηση σχετικά με τα αμοιβαία συμφέροντά τους απέναντι στην Τουρκία: «Σε περίπτωση που η Ιταλία πάει στη Μικρά Ασία», υπογράμμιζε ο συντάκτης της εφημερίδας, «μία συνεννόηση με την Ελλάδα θα διασφάλιζε τα πλευρά της. Στην Ελλάδα ίσως επιτραπεί να επανακτήσει τμήμα της [Ανατολικής] Θράκης ή να λάβει παραχωρήσεις, πολιτικές ή οικονομικές, στη Σμύρνη»26.

Η είδηση της επικράτησης του παγκαλικού κινήματος στο πρωτοσέλιδο της Καθημερινής.

Η ανάλυση της Westminster Gazette απηχούσε πιθανότατα σε μεγάλο βαθμό τις ενδόμυχες σκέψεις του Πάγκαλου, οι οποίες όμως ήταν εξαιρετικά αμφίβολο εάν γίνονταν ευμενώς δεκτές από τον Μουσολίνι. Ήδη από την παραμονή της άφιξης των Ρούφου και Ταβουλάρη στη Ρώμη, αρμόδιοι ιταλικοί κύκλοι προϊδέαζαν για την επιφυλακτική στάση που θα τηρούσε η ιταλική κυβέρνηση απέναντι στις αναμενόμενες ελληνικές προτάσεις, αποκλείοντας το ενδεχόμενο ανάληψης οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης από την πλευρά της Ιταλίας27. Η επιφυλακτικότητα, εξάλλου, της ιταλικής κυβέρνησης να επεκτείνει το πλαίσιο των συνομιλιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτρέψει τη συζήτηση των μαξιμαλιστικών σχεδίων του Πάγκαλου, διαφάνηκε από την πρώτη στιγμή της άφιξης των Ελλήνων υπουργών: σύμφωνα με έγκυρες δημοσιογραφικές πληροφορίες, κατά τη διάρκεια της –προπαρασκευαστικού χαρακτήρα28 εν όψει των επαφών με τον ίδιο τον Μουσολίνι– συνάντησης του Ρούφου με τον γενικό γραμματέα του ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών Σαλβατόρε Κονταρίνι, η συνομιλία επικεντρώθηκε σε ζητήματα που ενδιέφεραν κατά κύριο λόγο την Ιταλία, όπως η διατήρηση της αλβανικής ανεξαρτησίας και η προοπτική σύναψης ενός βαλκανικού συμφώνου29.

Οι συζητήσεις των Ρούφου και Ταβουλάρη με τον Μουσολίνι επιβεβαίωσαν την ιταλική απροθυμία ανάληψης συγκεκριμένων δεσμεύσεων έναντι της Ελλάδας. Αφού προηγουμένως εξήρε τις εσωτερικές πολιτικές πρωτοβουλίες του Πάγκαλου, χαρακτηρίζοντας ως «έργο υψίστης φρονήσεως» τη διάλυση της ελληνικής Βουλής και τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του ίδιου, εκτιμώντας ότι μόνο ένα τέτοιου είδους καθεστώς θα μπορούσε να συντελέσει στην αναδημιουργία της Ελλάδας και καταδικάζοντας απερίφραστα τον κοινοβουλευτισμό ως «αχρηστεύσαντα την διοικητικήν μηχανήν και δεσμεύοντα πάσαν δράσιν μιας ισχυράς και εμπνευσμένης κυβερνήσεως», ο Μουσολίνι προχώρησε σε μία σύντομη επισκόπηση των ελληνοϊταλικών σχέσεων, οι οποίες, όπως επισήμανε, καθίσταντο ολοένα στενότερες. Κατά την άποψη, εξάλλου, του Ιταλού δικτάτορα, η Ρώμη ουδέποτε είχε πραγματικούς λόγους να αντιστρατεύεται την Αθήνα, εναντίον της οποίας παραπονιόταν μόνο διότι συνδεόταν με δυνάμεις που εχθρεύονταν την Ιταλία, υπονοώντας προφανώς τη Μεγάλη Βρετανία: από τη στιγμή, όμως, που η Ρώμη συνεργαζόταν πλέον αγαστά με το Λονδίνο, αντιμετώπιζε θετικά τη φιλοβρετανική πολιτική που ακολουθούσε η Ελλάδα30. Το βασικότερο ενδιαφέρον του Μουσολίνι εντοπιζόταν προφανώς στο σχέδιό του για τη συνομολόγηση ενός βαλκανικού συμφώνου. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων με τον Ρούφο, ο Ιταλός δικτάτορας τάχθηκε ανοιχτά υπέρ αυτής της εξέλιξης και άφησε να εννοηθεί ότι θα ήταν πρόθυμος να μεσολαβήσει για την ευόδωσή της. Από την πλευρά του, ο Ρούφος περιορίσθηκε να εξάρει την ωφελιμότητα ενός τέτοιου Συμφώνου, την πραγματοποίηση του οποίου, όπως διευκρίνισε, ευχόταν και είχε ήδη επιδιώξει και η Ελλάδα· ο ίδιος, πάντως, απέφυγε να τοποθετηθεί με σαφήνεια επί της προοπτικής της ιταλικής μεσολάβησης31.

Αντίθετα, πιο συγκεκριμένα έμοιαζαν να είναι τα αποτελέσματα των ελληνοϊταλικών συζητήσεων για θέματα αμιγώς οικονομικού ενδιαφέροντος. Ο Μουσολίνι διαβεβαίωσε τον Ταβουλάρη ότι επιθυμούσε τη σύσφιγξη των οικονομικών σχέσεων της Ιταλίας με την Ελλάδα, εμφανιζόμενος διατεθειμένος να παράσχει κάθε δυνατή ευκολία επί των κρατικών παραγγελιών τόσο σε πιστώσεις, όσο και σε εγγυήσεις: όπως διευκρίνιζε, άλλωστε, όσο σημαντικότερες ήταν οι παραγγελίες, τόσο μεγαλύτερες θα ήταν οι ευκολίες που θα παράσχονταν από ιταλικής πλευράς. Ο Μουσολίνι, εξάλλου, δήλωνε ικανοποιημένος από την επίσκεψη του Ταβουλάρη στη Ρώμη, την οποία χαρακτήρισε ως κέρδος για την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ ταυτόχρονα, εκδηλώνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την πληρέστερη ενημέρωση του Έλληνα υπουργού Συγκοινωνίας, φρόντισε αυτοπροσώπως για την κατάρτιση του πολυήμερο προγράμματος περιοδείας του σε διάφορα βιομηχανικά κέντρα της βόρειας Ιταλίας. «Η εντύπωσίς μου εκ των συνομιλιών», συμπέραινε ο Ταβουλάρης, «υπήρξεν ότι ούτος [ο Μουσολίνι] επιθυμεί την φιλίαν της Ελλάδος και ότι η εκτίμησίς του προς το πρόσωπον του Έλληνος Πρωθυπουργού είναι ειλικρινής και ότι έχων πληροφορίας ότι η [ελληνική] Κυβέρνησις είναι ισχυρά, έχει πραγματικήν επιθυμίαν προς στενωτέραν μετά της Ελλάδος συνεννόησιν»32.

O Benito Mussolini, σε μια από τις υπερφίαλες δημόσιες εμφανίσεις του.

Την ικανοποίησή του από τα αποτελέσματα των συνομιλιών εξέφραζε δημοσίως ο Ρούφος. Σε δηλώσεις του προς τον Τύπο λίγο πριν από την αναχώρησή του από τη Ρώμη, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισήμανε ότι οι επαφές που είχε με τον Μουσολίνι αποδείκνυαν την κοινή επιθυμία της Ελλάδας και της Ιταλίας να συσφίξουν τους μεταξύ τους δεσμούς, αν και εμμέσως αναγνώριζε ότι στην πραγματικότητα οι συζητήσεις δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο απτότερο αποτέλεσμα33. Σκοπός, εξάλλου, της επίσκεψής του είχε υπάρξει η ενημέρωση της ιταλικής κυβέρνησης σχετικά με τις απόψεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: «Ωμίλησα εις τον κ. Μουσολίνι», διευκρίνιζε σε συνέντευξη που παραχώρησε στο δημοσιογραφικό όργανο του Ιταλού δικτάτορα Popolo d’Italia, «με την γλώσσαν της ειλικρινείας και της νομιμοφροσύνης. Διεπιστώσαμεν ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και της Ιταλίας αποβλέπουσιν εις σκοπούς, οίτινες δεν ευρίσκονται εις αντίθεσιν». Σε αυτό το πλαίσιο, επομένως, και αποσκοπώντας στο σεβασμό των συνθηκών και στη διευθέτηση το ταχύτερο δυνατόν των εκκρεμοτήτων με τους γείτονές της, η Ελλάδα προσδοκούσε τη βελτίωση τόσο των πολιτικών, όσο και των εμπορικών σχέσεών της με την Ιταλία34. Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μουσολίνι εμφανιζόταν ευχαριστημένος από την αποκατάσταση των ελληνοϊταλικών σχέσεων, προσβλέποντας, όπως εξηγούσε, στη σταθεροποίηση και στην περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες, οι οποίες συνδέονταν από τη γεωγραφία, την ιστορία και την κοινότητα συμφερόντων.35

Ταυτόχρονα, σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος εξήρε τα αποτελέσματα των ελληνοϊταλικών συνομιλιών. Ειδικότερα, η ημιεπίσημη Messaggero επισήμαινε ότι η επίσκεψη του Ρούφου στη Ρώμη συνέβαλε αποφασιστικά στη βελτίωση των άλλοτε τεταμένων ελληνοϊταλικών σχέσεων, θέτοντας τις βάσεις μίας ευρύτερης διμερούς συνεννόησης. Η Ιταλία, υπογραμμιζόταν σε άρθρο της εφημερίδας, μπορούσε να προσφέρει στην Ελλάδα αποτελεσματική και ανυστερόβουλη εγγύηση φιλίας, καθώς και να ενισχύσει την ελληνική οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρώμη παρουσιαζόταν πρόθυμη να προσφέρει τη μεσολάβησή της για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς στα Βαλκάνια, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις οποιουδήποτε κράτους ή να συγκροτεί συνασπισμούς στρεφόμενους εναντίον των συμφερόντων τρίτων36.

Ο υπαινιγμός ήταν σαφής: η ιταλική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να έρθει σε συνεννόηση με την Αθήνα για την ανάληψη κοινής δράσης εναντίον της Τουρκίας. Από τη στιγμή, επομένως, που ο Μουσολίνι απέφευγε να παράσχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση37, τα σχέδια του Πάγκαλου για τη σύμπηξη μίας ελληνοϊταλικής συμμαχίας με αντιτουρκικό προσανατολισμό δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν και οι ελπίδες του για την ανατροπή του εδαφικού καθεστώτος που είχε επιβάλει ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία η Συνθήκη της Λωζάννης θα παρέμεναν φρούδες. Κατά συνέπεια, η έκφραση ικανοποίησης από την πλευρά ελληνικών κυβερνητικών κύκλων για τα αποτελέσματα των συνομιλιών της Ρώμης38 δεν αρκούσε για να αλλάξει την εικόνα της ουσιαστικής αποτυχίας των διπλωματικών ανοιγμάτων της Αθήνας. Όπως εκμυστηρευόταν, λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση του Ρούφου από τον ιταλική πρωτεύουσα, ο Κονταρίνι στον εκεί Έλληνα πρεσβευτή Νικόλαο Μαυρουδή, οι συζητήσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών με τον Μουσολίνι είχαν περιορισθεί απλώς στην επισκόπηση ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος για τις δύο γειτονικές χώρες: ο Κονταρίνι, βέβαια, έσπευσε να υπογραμμίσει την ικανοποίηση της ιταλικής κυβέρνησης για την επίσκεψη των Ελλήνων υπουργών, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε σοβαρό βήμα προς την κατεύθυνση της παγίωσης των φιλικών ελληνοϊταλικών σχέσεων· προσέθεσε, όμως, με νόημα ότι στην πραγματικότητα οι συνομιλίες είχαν περιστραφεί γύρω από γενικότητες39, χωρίς προφανώς να καταλήξουν σε κάποιο απτό αποτέλεσμα όπως θα επιθυμούσε η Αθήνα.

Έστω, πάντως, κι αν η επίσκεψη των Ρούφου και Ταβουλάρη στη Ρώμη δεν είχε καταστήσει εφικτή την ικανοποίηση των μαξιμαλιστικών επιδιώξεων του Πάγκαλου, οι ελληνοϊταλικές επαφές είχαν θορυβήσει την Άγκυρα, η οποία ανησυχούσε για το ενδεχόμενο δημιουργίας ενιαίου αντιτουρκικού μετώπου. Η τουρκική αναστάτωση, η οποία υποδαυλιζόταν περαιτέρω από τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε ο Μουσολίνι έκρινε σκόπιμο να καλέσει τον Τούρκο πρεσβευτή στη Ρώμη προκειμένου να διαλύσει τις υποψίες που είχαν δημιουργηθεί40. Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι τον Φεβρουάριο του 1926 η Τουρκία, θορυβημένη από τις φήμες για τη δημιουργία μίας ελληνοϊταλοβρετανικής συμμαχίας εναντίον της, είχε προτείνει στην Ιταλία τη σύναψη διμερούς συμφώνου ουδετερότητας, χωρίς ωστόσο να βρει ανταπόκριση από την πλευρά της ιταλικής κυβέρνησης41.

Η μεσολάβηση του ταξιδιού των Ελλήνων υπουργών στη Ρώμη και λίγες εβδομάδες αργότερα οι δημόσιες δηλώσεις του Μουσολίνι για την ανάγκη εξεύρεσης «μίας κατάλληλης αποικιακής διεξόδου για τον ιταλικό πληθυσμό», οι οποίες ερμηνεύθηκαν ακόμα και από επίσημα ιταλικά χείλη ως ευθεία αναφορά στις ιταλικές βλέψεις στη Μικρά Ασία, επέτειναν ακόμα περισσότερο τη νευρικότητα στην Άγκυρα: οι τουρκικές εφημερίδες αναμετέδιδαν φήμες για επικείμενη ιταλική ή ελληνοϊταλική επίθεση42, ενώ και στον διεθνή Τύπο δημοσιεύονταν πληροφορίες σχετικά με τη σύναψη μυστικής ελληνοϊταλικής συμφωνίας βάσει της οποίας Αθήνα και Ρώμη θα υποστήριζαν την αποκατάσταση του χαλιφάτου και τη μεταξύ τους διανομή της Μικράς Ασίας43. Προκειμένου να αποτρέψει ένα τέτοιο –απευκταίο για την ίδια– ενδεχόμενο, η τουρκική κυβέρνηση έσπευσε να προτείνει τη συνομολόγηση τριμερούς συμφώνου ουδετερότητας ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία: και πάλι όμως η απάντηση του Μουσολίνι ήταν αρνητική44.

1926: H Μοσούλη εκχωρείται στο Ιράκ.

Σύμφωνα με την εκτίμηση του Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα Περικλή Αργυρόπουλου, το τουρκικό ενδιαφέρον για τη σύναψη τριμερούς ελληνοϊταλοτουρκικού συμφώνου ήταν άμεσα συνυφασμένο με την προσπάθεια της Τουρκίας να διασφαλίσει την ακεραιότητα των ευρωπαϊκών της συνόρων και των μικρασιατικών παραλίων45. Πολύ σύντομα, ωστόσο, μία άλλη εξέλιξη στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έμελλε να ανατρέψει τα –ούτως ή άλλως ρευστά– δεδομένα. Στις 5 Ιουνίου 1926 Λονδίνο και Άγκυρα υπέγραψαν συμφωνία, βάσει της οποίας το σύνολο σχεδόν της περιοχής της Μοσούλης παραχωρούνταν στο υπό βρετανική Εντολή Ιράκ46, σηματοδοτώντας έτσι την απαρχή της αποκατάστασης των βρετανοτουρκικών σχέσεων47. Η διευθέτηση του ζητήματος της Μοσούλης, μολονότι δεν ήταν, αυτή καθ’ αυτή, ευνοϊκή για την τουρκική πλευρά, συνεπαγόταν τη χαλάρωση των πιέσεων του Λονδίνου εις βάρος της Άγκυρας, ενώ ταυτόχρονα αφενός απομάκρυνε το ενδεχόμενο εκδήλωσης των επεκτατικών σχεδίων του Μουσολίνι στη Μικρά Ασία και αφετέρου μείωνε ακόμα περισσότερο τις ελπίδες του Πάγκαλου για εφαρμογή στην πράξη των νεομεγαλοϊδεατικών του οραματισμών.

Ρώμη, 23 Σεπτεμβρίου 1928: Οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Benito Mussolini υπογράφουν το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού.

Η –σχεδόν αγωνιώδης– προσπάθεια του Πάγκαλου να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ιταλίας με σκοπό την ανατροπή ορισμένων από τους εδαφικούς όρους της Συνθήκης της Λωζάννης υπήρξε δηλωτική του τρόπου με τον οποίο ο Έλληνας δικτάτορας αντιλαμβανόταν τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Διακατεχόμενος από εμμονές, ο Πάγκαλος δεν ήταν σε θέση να σταθμίσει ψύχραιμα τα δεδομένα της αδήριτης πολιτικής πραγματικότητας, με αποτέλεσμα συχνά να μην μπορεί να διακρίνει το ευκταίο από το εφικτό. Οι σπασμωδικές επιλογές του ήταν, επομένως, φυσικό, όχι μόνο να μην έχουν το επιθυμητό για τον ίδιο αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα να συμβάλλουν στη γενικότερη απορρύθμιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η στροφή που επιχείρησε ο Πάγκαλος, μετά την απογοήτευση από τη διαπίστωση της ιταλικής απροθυμίας συνεργασίας προς την κατεύθυνση της Γιουγκοσλαβίας, αναζητώντας στην υποστήριξη του Βελιγραδίου τα αναγκαία διεθνή ερείσματα προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της Τουρκίας, καταδείκνυε την αποσπασματικότητα των πρωτοβουλιών του. Η άνευ όρων υποχώρηση του Έλληνα δικτάτορα στις γιουγκοσλαβικές απαιτήσεις σε μία σειρά από θέματα, με κορυφαίο εκείνο της ελεύθερης ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αποτελούσε μία επιπλέον απόδειξη των άστοχων διπλωματικών επιλογών του παγκαλικού καθεστώτος, οι οποίες έμελλε τελικά να αποτελέσουν την αφορμή της ανατροπής του τον Αύγουστο του 1926.

 

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το παρόν άρθρο βασίζεται σε παλαιότερη δημοσίευση του συγγραφέα: βλ. «Attempting to Revise the Treaty of Lausanne: Greek Foreign Policy and Italy during the Pangalos Dictatorship, 1925-1926», Diplomacy and Statecraft, 25 (2014), σ. 240-259

Βλ. Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2001, Γ’ Έκδοση), σ. 315.

Η σκληρότητα των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο Πάγκαλος προκειμένου να επιβάλει την πειθαρχία στις μονάδες που κλήθηκε να διοικήσει υπήρξε παροιμιώδης. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι προκειμένου να παταχθεί το φαινόμενο της λιποταξίας, η πρόσκληση προς κατάταξη πέντε κλάσεων στρατευσίμων (1919-1923) συνοδευόταν από την προειδοποίηση πως όσοι δεν παρουσιάζονταν εγκαίρως θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα και οι οικογένειές τους θα εξορίζονταν στην Αφρική· βλ. Θεόδωρος Πάγκαλος, Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, τόμος Α΄ (Αθήνα: Κέδρος, 1973), σ. 206. Αναφορικά με τη συνεισφορά της Στρατιάς του Έβρου ως διαπραγματευτικό όπλο κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης της Λωζάννης βλ. D. Dakin, «The Importance of the Greek Army in Thrace during the Conference of Lausanne, 1922-1923», Greece and Great Britain during World War I (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1985), σ. 211-232.

Βλ. Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τόμος Α΄, (Αθήνα: Κάκτος, 1997), σ. 53-54.

Βλ. Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1925-1955», στο: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923-1987 (Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση/ΕΛΙΑΜΕΠ, 1988), σ. 36-37. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι λιγότερους από πέντε μήνες πριν από την εγκαθίδρυση της παγκαλικής δικτατορίας ο γενικός διευθυντής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών Περικλής Αργυρόπουλος, σε επιστολή που απηύθυνε προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια μελλοντικής ανακίνησης από ελληνικής πλευράς ζητήματος Ελλήνων που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στην Τουρκία, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Έχοντες υπ’ όψιν υμετέραν επιστολήν της 14ης Ιανουαρίου ε.έ. μετά της συνημμένης αιτήσεως των διαφόρων συγγενών των κρατουμένων έτι εν Μ. Ασία αιχμαλώτων, έχομεν την τιμήν να φέρωμεν εις γνώσιν της Υμετέρας Εξοχότητος ότι καίτοι προέβημεν ήδη εις πλείστα όσα διαβήματα μέσω της ημετέρας εν Αγκύρα Πρεσβείας, του Γενικού Προξενείου Σμύρνης και της ημετέρας εν Κων/πόλει Αντιπροσωπείας διά την ανεύρεσιν των απομεινάντων αιχμαλώτων, εις ουδέν καταλήξαμεν, καθόσον επισήμως επανειλημμένως εδηλώθη υπό της Τουρκικής Κυβερνήσεως ότι ουδαμού υπάρχουσι πλέον αιχμάλωτοι. Επομένως μόνον επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, επιστολών, ή προσφάτων εγκύρων πληροφοριών, περί του τόπου της διαμονής των, θα ήτο σκόπιμον η Ελληνική Κυβέρνησις να προκαλέση νέαν έρευναν τη μεσολαβήσει εν ανάγκη και αυτής της Κοινωνίας των Εθνών»· βλ. Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη), 173/φάκ. 21, Αργυρόπουλος προς Βενιζέλο, Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1925.

Για το επεισόδιο στο Πετρίτσι βλ. διεξοδικότερα James Barros, The League of Nations and the Great Powers: The Greek-Bulgarian Incident, 1925 (Oxford: Clarendon Press, 1970), και Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Η ελληνοβουλγαρική κρίση του 1924-1925. Ο πόλεμος της ζωοκλοπής (Αθήνα: Γόρδιος, 2006).

Βλ. Edward Reginald Vere-Hodge, Turkish Foreign Policy, 1918-1948 (Ambilly-Annemasse: 1950), σ. 59.

Αρχείο Ιωάννη Πολίτη (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής Α.Ι.Π.], 228/φάκ. 13, Ι. Πολίτης προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 787, [Άγκυρα], 17 Μαρτίου 1925.

Vere-Hodge, ό.π., σ. 58-63.

Ruggero Moscati (ed.), I Documenti Diplomatici Italiani [στο εξής DDI], Settima Serie, Volume III: 1922-1935 (Rome: La Libreria Dello Stato, 1959), έγγραφα αρ. 184 και 605. Πρβλ. Alan Cassels, Mussolini’s Early Diplomacy (Princeton: Princeton University Press, 1970), σ. 305.

10 Α.Ι.Π., 228/φάκ. 13, Ι. Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 2644, [Άγκυρα], 10 Ιουνίου 1925. Για την καχυποψία που είχε προκαλέσει στους Τούρκους ιθύνοντες βλ. επίσης Α.Ι.Π., 228/φάκ. 13, Ι. Πολίτης προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 1286, [Άγκυρα], 16 Απριλίου 1924. Ο Πολίτης αναφερόταν χαρακτηριστικά στη θύελλα οργής που είχε δημιουργηθεί στην Τουρκία, και η οποία είχε λάβει τη μορφή σωρείας αντιιταλικών άρθρων στον τουρκικό Τύπο, ως αποτέλεσμα των δηλώσεων του Μουσολίνι σχετικά με την εξάπλωση της Ιταλίας στην Ανατολή. Πρβλ. Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας [στο εξής Δ.Ι.Α.Υ.Ε.], 1926, 15.1, Αργυρόπουλος, «Γενική Έκθεσις υπ’ αριθ. 18 Πρεσβείας Αγκύρας», [Άγκυρα], 4 Μαΐου 1926

11 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1924, Α/5/ΙΑ΄, Κακλαμάνος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 1738, Λονδίνο, 7 Ιουνίου 1924.

12 DDI, Volume III, έγγραφο αρ. 606· W.N. Medlicott, Douglas Dakin & M. E. Lambert (eds.), Documents on British Foreign Policy, 1919-1939, Series IA, Volume I (London: Her Majesty’s Stationery Office, 1966), έγγραφο αρ. 129.

13 Για το επεισόδιο της Κέρκυρας βλ. διεξοδικότερα James Barros, The Corfu Incident of 1923. Mussolini and the League of Nations (Princeton: Princeton University Press, 1965). Βλ. επίσης Δαφνής, ό.π., σ. 71-111· Cassels, ό.π., σ. 91-126

14 Foreign Office/The National Archives (στο εξής FO) 371/10675, Τσίτχαμ προς Τσάμπερλαιν, αρ. 217, 8 Ιουλίου 1925· εφ. Ελεύθερον Βήμα, 4 και 25 Ιουλίου 1925.

15 FO 317/10766, Κήλινγκ προς Τσάμπερλαιν, 14 Αυγούστου 1925· εφ. Ελεύθερον Βήμα, 6 Αυγούστου 1925 και 13 Αυγούστου 1925.

16 FO 317/10765, Κήλινγκ προς Τσάμπερλαιν, 15 Αυγούστου 1925· εφ. Ελεύθερον Βήμα, 11 Αυγούστου 1925.

17 Εφ. Ελεύθερον Βήμα, 14 Νοεμβρίου 1925.

18 Εφ. Ελεύθερον Βήμα, 3 Μαρτίου 1926.

19 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, «Έκθεσις του Γραφείου Τύπου της εν Ρώμη ελληνικής Πρεσβείας περί των σχολίων των ιταλικών εφημερίδων περί της ενταύθα επισκέψεως των κ.κ. Υπουργών επί των Εξωτερικών και της Συγκοινωνίας και των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος», άν. αρ., Ρώμη, 3 Μαρτίου 1926.

20 Στο ίδιο. Πρβλ. εφ. Εμπρός, 4 Μαρτίου 1926

21 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Ρούφος προς Υπουργείο Εξωτερικών, άν. αρ., Ρώμη, 5 Μαρτίου 1926.

22 Εφ. Εμπρός, 5 Μαρτίου 1926.

23 Για τις ιταλικές σκέψεις υπέρ ενός «βαλκανικού Λοκάρνο», ιδίως κατά τα τέλη του 1925, βλ. Cassels, ό.π., σ. 321.

24 Εφ. The Times, 4 Μαρτίου 1926.

25 Εφ. The Manchester Guardian, 5 Μαρτίου 1926.

26 Εφ. Westminster Gazette, 5 Μαρτίου 1926.

27 Εφ. Ελεύθερον Βήμα, 3 Μαρτίου 1926.

28 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Μαυρουδής προς Μιχαλακόπουλο, αρ. 2496, Ρώμη, 22 Δεκεμβρίου 1926.

29 Εφ. The Times, 5 Μαρτίου 1926. Πρβλ. εφ. Ελεύθερον Βήμα, 5 Μαρτίου 1926.

30 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Μαυρουδής προς Πάγκαλο, αρ. 503, Ρώμη, 7 Μαρτίου 1926.

31 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Μαυρουδής προς Μιχαλακόπουλο, αρ. 2496, Ρώμη, 22 Δεκεμβρίου 1926.

32 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Μαυρουδής προς Πάγκαλο, αρ. 503, Ρώμη, 7 Μαρτίου 1926.

33 Εφ. Εμπρός, 6 Μαρτίου 1926.

34 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, «Έκθεσις του Γραφείου Τύπου της εν Ρώμη Ελληνικής Πρεσβείας περί των σχολίων του ιταλικού Τύπου επί της επισκέψεως κα των συνομιλιών του κ. επί των Εξωτερικών Υπουργού μετά του κ. Μουσολίνι», άν. αρ., [Ρώμη], χ. ημ.

35 Εφ. Ελεύθερον Βήμα, 6 Μαρτίου 1926.

36 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, «Έκθεσις του Γραφείου Τύπου της εν Ρώμη Ελληνικής Πρεσβείας περί των σχολίων του ιταλικού Τύπου επί της επισκέψεως κα των συνομιλιών του κ. επί των Εξωτερικών Υπουργού μετά του κ. Μοσολίνι», άν. αρ., [Ρώμη], χ. ημ.

37 Βλ. Αθανάσιος Βερέμης, «Η δικτατορία του Πάγκαλου», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄ (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1978), σ. 293-294.

38 Εφ. Εμπρός, 7 Μαρτίου 1926.

39 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Μαυρουδής προς Μιχαλακόπουλο, αρ. 2496, Ρώμη, 22 Δεκεμβρίου 1926.

40 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 8.1, Μαυρουδής προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 497, Ρώμη, 6 Μαρτίου 1926.

41 DDI, Volume IV, έγγραφο αρ. 255.

42 DDI, Volume IV, έγγραφα αρ. 298 και 475· Cassels, ό.π., σ. 307-308.

43 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926-1927, 35.1, Κανελλόπουλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 1017, Βερολίνο, 22 Απριλίου 1926· Κανελλόπουλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 1055, Βερολίνο, 24 Απριλίου 1926.

44 Cassels, ό.π., σ. 308.

45 Δ.Ι.Α.Υ.Ε., 1926, 15.1, Αργυρόπουλος, «Γενική Έκθεσις υπ’ αριθ. 19», [Άγκυρα], 18 Μαΐου 1926.

46 Για το πλήρες κείμενο της Συμφωνίας, η οποία υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 5 Ιουνίου 1926 και καθόριζε λεπτομερώς τη μεθόριο ανάμεσα στο Ιράκ και την Τουρκία βλ. Treaty Series No. 18 (1927). Treaty between the United Kingdom and Iraq and Turkey regarding the settlement of the frontier between Turkey and Iraq together with Notes exchanged (London: His Majesty’s Stationery Office, 1927).

47 Vere-Hodge, ό.π., σ. 58-64. Πρβλ. William Hale, Turkish foreign policy, 1774-2000 (London/Portland: Frank Cass, 2002), σ. 58-59.