100 χρόνια από τότε
Αντώνης Κλάψης
Η Ελλάδα και η Συνθήκη των Σεβρών
Η ελληνική συμμετοχή στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού
Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διευθέτησης διαφορών που είχαν ανακύψει κατά τη διάρκειά του, αλλά και άλλων που προϋπήρχαν της διεξαγωγής του. Η επαναχάραξη συνόρων, η διάλυση κρατών και η δημιουργία νέων, η πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων, η ηθική καταδίκη και ο αφοπλισμός των ηττημένων έμελλαν να αποτελέσουν τα κορυφαία ζητήματα που θα απασχολούσαν τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι με έναν βασικό σκοπό: την κατάρτιση των Συνθηκών Ειρήνης μεταξύ αφενός των νικητριών κρατών της Αντάντ, αφετέρου των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία και Αυστρο-Ουγγαρία) και των συμμάχων τους (Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία). Μαζί με τους υπόλοιπους νικητές, στη Συνδιάσκεψη θα λάμβανε μέρος και η Ελλάδα, η οποία δεν είχε ποτέ μέχρι τότε κληθεί να συμμετάσχει σε ένα ανάλογο διεθνές forum.
Το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης είχε θεωρητικά τεθεί εκ των προτέρων πάνω στη βάση των Δεκατεσσάρων Σημείων, τα οποία είχε ανακοινώσει στις 26 Δεκεμβρίου 1917/8 Ιανουαρίου 1918 ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον: μεταξύ άλλων, κατάργηση της μυστικής διπλωματίας, ελευθερία της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου, μείωση των εξοπλισμών, αμερόληπτη διευθέτηση όλων των αποικιακών διεκδικήσεων, αυτοδιάθεση των λαών, ίδρυση ενός παγκόσμιου οργανισμού για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας[1]. Ωστόσο, οι ιδεαλιστικές εισηγήσεις του Αμερικανού προέδρου δεν ήταν πάντα εύκολο να εφαρμοστούν, καθώς προσέκρουαν σε ζωτικής σημασίας εθνικά συμφέροντα. Παρά τις διακηρύξεις για την κυριαρχική ισότητα όλων των κρατών, από την πρώτη κιόλας στιγμή της έναρξης των εργασιών της Συνδιάσκεψης του Παρισιού αποδείχτηκε ότι η διάκριση μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και μικρότερων χωρών παρέμενε κεφαλαιώδους σημασίας. Ο αποκλεισμός των ηττημένων, αλλά και της νεοπαγούς Σοβιετικής Ρωσίας από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις συνοδεύτηκε από την καθιέρωση ενός «διευθυντηρίου» των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων της Αντάντ: το Συμβούλιο των Τεσσάρων, στο οποίο συμμετείχαν ο πρόεδρος Ουίλσον και οι πρωθυπουργοί της Μεγάλης Βρετανίας Ντέηβιντ Λόυντ Τζωρτζ, της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσώ και της Ιταλίας Βιττόριο Εμανουέλε Ορλάντο, θα συνεδρίαζε τακτικά, αναλαμβάνοντας αποφασιστικό ρόλο στη διευθέτηση όλων των επιμέρους ζητημάτων[2].

Αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη σημασία της Συνδιάσκεψης για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Ελλάδας, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη γαλλική πρωτεύουσα τέθηκε ο Βενιζέλος, πλαισιωμένος από ικανότατους συνεργάτες, όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο Άθως Ρωμάνος και ο Λάμπρος Κορομηλάς. Διαθέτοντας σπάνια διπλωματική δεινότητα και χαίροντας της εκτίμησης του συνόλου των άλλων ηγετών της εποχής του, ο Κρητικός πολιτικός γρήγορα αναδείχθηκε σε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της Συνδιάσκεψης: ήταν «ο σπουδαιότερος άνθρωπος που συνάντησα στο Παρίσι» εξομολογούνταν ο Ουίλσον[3]. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το όνομα του Έλληνα πρωθυπουργού συζητήθηκε σοβαρά για την ανάληψη της θέσης του πρώτου γενικού γραμματέα της νεοσύστατης Κοινωνίας των Εθνών. Ικανότατος διαπραγματευτής, αποφασιστικός αλλά και διαλλακτικός όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, ο Βενιζέλος επιχείρησε –συνήθως με επιτυχία– να εκμεταλλευθεί προς όφελος της Αθήνας τις μεταβαλλόμενες ισορροπίες μεταξύ των μελών του Συμβουλίου των Τεσσάρων, πείθοντας ότι η ικανοποίηση των ποικίλων ελληνικών αιτημάτων δεν εδραζόταν μόνο στον δίκαιο χαρακτήρα τους, αλλά ότι εξίσου εξυπηρετούσε τα συμπίπτοντα με εκείνα της Ελλάδας συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.

Αποδεικνύοντας προκαταβολικά το ρεαλιστικό του πνεύμα, ο Βενιζέλος είχε σπεύσει στα τέλη του 1918 να προσφέρει την ενεργή συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στη συμμαχική εκστρατεία στην Ουκρανία εναντίον των Μπολσεβίκων έτσι ώστε να εξασφαλίσει πρόσθετα διαπραγματευτικά χαρτιά (ιδίως προς την κατεύθυνση της Γαλλίας) εν όψει της έναρξης της ειρηνευτικής Συνδιάσκεψης[4]. Για την επίτευξη, εξάλλου, των στόχων του χρησιμοποίησε μεθόδους όπως το lobbying και η συστηματική προπαγάνδα[5], οι οποίες συχνά συνδυάζονταν με ασυνήθιστες για τα δεδομένα της εποχής «διπλωματικές παραστάσεις»: όταν στις 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1919 εμφανίστηκε ενώπιον του Συμβουλίου των Τεσσάρων προκειμένου να παρουσιάσει προφορικά τις ελληνικές διεκδικήσεις, δεν ξεκίνησε αναφερόμενος στα αιτήματά του, αλλά αντίθετα, προφανώς σε μια προσπάθεια αφενός χαλάρωσης του φορτισμένου κλίματος των αδιάκοπων διαπραγματεύσεων, αφετέρου δημιουργίας θετικών εντυπώσεων, παρουσίασε στους ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων φωτογραφίες σφουγγαράδων από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα[6].
Οι ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις
Οι εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας διατυπώθηκαν αναλυτικά στο υπόμνημα που υπέβαλε ο Βενιζέλος προς τη Συνδιάσκεψη στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918[7]. Τα ελληνικά αιτήματα θεμελιώνονταν πρώτα απ’ όλα στην επίκληση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στα Δεκατέσσερα Σημεία του Ουίλσον. Ο Έλληνας πρωθυπουργός παρέθετε αναλυτικά στατιστικά στοιχεία για τους αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς, επιχειρώντας να αποδείξει την αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές που αποτελούσαν αντικείμενο διεκδίκησης από την πλευρά της Ελλάδας. Οι ελληνικές αξιώσεις, οι οποίες λίγες εβδομάδες αργότερα παρουσιάστηκαν και προφορικά από τον Βενιζέλο ενώπιον του Συμβουλίου των Τεσσάρων, περιλάμβαναν τη Βόρεια Ήπειρο, ολόκληρη τη Θράκη (Δυτική από τη Βουλγαρία και Ανατολική από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) έως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, το σύνολο των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας (από την Πάνορμο στη Θάλασσα του Μαρμαρά έως νότια της Μάκρης), τα Δωδεκάνησα (που από την άνοιξη του 1912 τελούσαν υπό καθεστώς ιταλικής κατοχής), καθώς και την επικύρωση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και της Τενέδου[8].
Αντίθετα, αναγνωρίζοντας τις αντικειμενικές δυσχέρειες που προέκυπταν λόγω της γεωγραφικής απομόνωσής του από τις υπόλοιπες περιοχές με πυκνό ελληνικό πληθυσμό, ο Βενιζέλος απέφυγε να διατυπώσει διεκδικήσεις για τον Πόντο. Η Ελλάδα, ακόμα κι αν εξασφάλιζε τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν ήταν σε θέση να παρέμβει στρατιωτικά στην περιοχή προκειμένου να επιβάλει με τη δύναμη των όπλων, εάν αυτό απαιτούνταν, τη θέλησή της. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι σοβαρές αμφιβολίες εκφράζονταν για τη δυνατότητα των Ποντίων να αντιμετωπίσουν μόνοι τους ενδεχόμενες τουρκικές πιέσεις, ο Βενιζέλος απέρριψε τη λύση της ίδρυσης ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Εισηγήθηκε, ωστόσο, την ενσωμάτωση του Πόντου (αλλά και του βιλαετίου των Αδάνων, όπου κατοικούσαν περίπου 70.000 Έλληνες) στη νεοσυσταθείσα Αρμενική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας εικαζόταν ότι οι Έλληνες θα απολάμβαναν πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση της παρουσίας τους και την ευημερία τους στις πατρογονικές τους εστίες[9].

Έχοντας ως προτεραιότητα να μην διαταράξει τις εγκάρδιες σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία, στην ένθερμη υποστήριξη της οποίας υπολόγιζε προκειμένου να προωθήσει τα υπόλοιπα ελληνικά αιτήματα, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έθεσε ούτε θέμα απόδοσης της Κύπρου στην Ελλάδα[10]. Εκτιμώντας ότι στη δεδομένη συγκυρία καμία άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να εγείρει αξιώσεις για την Κύπρο, δεδομένου ότι ο πληθυσμός της ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία ελληνικός, ο Βενιζέλος προτίμησε να δώσει μεγαλύτερο βάρος σε άλλες εδαφικές διεκδικήσεις. Όπως, εξάλλου, δήλωσε ενώπιον του Συμβουλίου των Τεσσάρων, ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι κάποια στιγμή στο μέλλον η βρετανική κυβέρνηση θα προσέφερε οικειοθελώς την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως είχε πράξει περισσότερο από μισό αιώνα νωρίτερα στην περίπτωση των Επτανήσων[11].
Αντιλαμβανόμενος, τέλος, το ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων για την Κωνσταντινούπολη, ο Βενιζέλος δεν επέμεινε για την κατακύρωσή της στην Ελλάδα. Αντιπρότεινε, όμως, τη συμπερίληψη της πόλης, μαζί με ολόκληρη την περιοχή των Στενών και την απαραίτητη ενδοχώρα, σε ένα διεθνές κράτος, το οποίο θα τελούσε υπό την προστασία της μέλλουσας να ιδρυθεί Κοινωνίας των Εθνών[12]. Ο υπολογισμός ήταν προφανής: σε μια διεθνοποιημένη Κωνσταντινούπολη, ο ήδη ποσοτικά και ποιοτικά ακμαίος ελληνικός πληθυσμός θα ενισχυόταν περαιτέρω και θα αναδεικνυόταν αναπόφευκτα σε κυρίαρχο στοιχείο. Εάν το διεθνές κράτος επιβίωνε, η Κωνσταντινούπολη θα μετατρεπόταν σταδιακά σε μια de facto ελληνική πόλη, τουλάχιστον από άποψη οικονομική και πνευματική. Αντίθετα, σε περίπτωση διάλυσής του, για τους ίδιους ακριβώς λόγους η απόδοση της Κωνσταντινούπολης στην Ελλάδα θα πρόβαλε ως η πλέον ρεαλιστική λύση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο χρόνος εικαζόταν ότι θα ήταν σύμμαχος των ελληνικών συμφερόντων.
Η ικανοποίηση του συνόλου των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων συνεπαγόταν σχεδόν τον πλήρη θρίαμβο της Μεγάλης Ιδέας. Ένα ελληνικό κράτος που θα απλωνόταν σε δύο ηπείρους και θα βρεχόταν από πέντε θάλασσες, θα ενσωμάτωνε στους κόλπους του τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή και στα νησιά του Αιγαίου. Με ή έστω και χωρίς την Κωνσταντινούπολη, η προοπτική της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έμοιαζε περισσότερο εφικτή παρά ποτέ. Ασφαλώς, το εγχείρημα κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν να ευοδωθεί. Όμως, οι υποστηρικτές του –συμπεριλαμβανομένου του Βενιζέλου– παρέμεναν αισιόδοξοι, υπολογίζοντας στη θετική για την ελληνική πλευρά αλληλεπίδραση μιας σειράς παραγόντων.

Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη αυξημένη σημασία αποδιδόταν στη σταθερή υποστήριξη που παρείχε στα περισσότερα από τα ελληνικά αιτήματα η Μεγάλη Βρετανία, και ακόμα περισσότερο ο πρωθυπουργός της Ντέηβιντ Λόυντ Τζωρτζ. Ο Λόυντ Τζωρτζ έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τον Βενιζέλο (τον «μεγαλύτερο Έλληνα πολιτικό από την εποχή του Περικλή», όπως τον χαρακτήριζε[13]), με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία. Υπό την επίδραση έντονων συναισθηματικών –κατά συνέπεια, όχι απαραίτητα ρεαλιστικών– παρορμήσεων ικανών να υπερβούν τις –συχνά τεκμηριωμένες– αντιρρήσεις ακόμα και των στενότερων συνεργατών του, ο Βρετανός πρωθυπουργός έβλεπε την Ελλάδα ως ανερχόμενη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και, ταυτόχρονα, ως τον μελλοντικό τοπικό εγγυητή των βρετανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Η ενίσχυση, επομένως, της γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας μέσω της διεύρυνσης των εδαφικών ορίων της επικράτειάς της, καθίστατο στη σκέψη του επιτακτική για τον έλεγχο κρίσιμης στρατηγικής σημασίας σημείων και κατ’ επέκταση για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης συνέχισης των αυτοκρατορικών συγκοινωνιών με την Ινδία ακόμα και σε περιόδους διεθνών αναταραχών[14].
Την υλοποίηση των ελληνικών επιδιώξεων έμοιαζε επίσης να διευκολύνει η συμβατότητά τους με τις αρχές που είχαν διακηρυχθεί από τους νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ειδικότερα με εκείνη της αυτοδιάθεσης των λαών. Η σταθερή επιμονή του Βενιζέλου στην υπογράμμιση της πληθυσμιακής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές που διεκδικούνταν από την Ελλάδα αποτελούσε οπωσδήποτε αντανάκλαση αυτής της διαπίστωσης και ταυτόχρονα προσπάθεια εκμετάλλευσης της διεθνούς συγκυρίας προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων. Ειδικά ως προς την περίπτωση των εδαφικών διεκδικήσεων στην Ανατολική Θράκη και στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, η θέση της Αθήνας εμφανιζόταν να ευνοείται ακόμα περισσότερο από τη ρητή αναφορά, στο δωδέκατο από τα Δεκατέσσερα Σημεία του Ουίλσον, του δικαιώματος για «αυτόνομη ανάπτυξη» των μέχρι τότε υπόδουλων εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια ιστορική συγκυρία που οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες στην Ανατολική Ευρώπη, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή διαλύονταν, τα αιτήματα του Βενιζέλου ήταν συμβατά με το πνεύμα της εποχής. Κατά την αντίληψή του, η διατύπωσή τους ήταν αυτονόητη, ενώ η παράλειψή τους θα σήμαινε την απώλεια μιας ευκαιρίας, η οποία ήταν αμφίβολο εάν θα παρουσιαζόταν ποτέ στο μέλλον.
Η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας ενισχυόταν επιπλέον από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αιτημάτων της στρεφόταν σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες είχαν βρεθεί στο στρατόπεδο των ηττημένων κρατών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αντιπάθεια της διεθνούς κοινής γνώμης απέναντι και στις δύο ήταν δεδομένη, καθώς είχαν ταυτιστεί με τις Δυνάμεις που στα μάτια των νικητών βαρύνονταν με τις ευθύνες έναρξης της αιματηρής σύρραξης. Ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεωρούνταν σχεδόν βέβαιος, ενώ η πλήρης αποχώρηση των Οθωμανών από την Ευρώπη περίπου δεδομένη[15]. Κατά συνέπεια, η πρόσκτηση περιοχών που έως τότε υπάγονταν είτε σε οθωμανική είτε σε βουλγαρική κυριαρχία μπορούσε να επιτευχθεί, από τη στιγμή μάλιστα που συνδυαζόταν με την επίκληση επιχειρημάτων εθνολογικού χαρακτήρα. Η διεκδίκηση της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας προβαλλόταν επιπλέον από τον Βενιζέλο ως το πιο (αν όχι το μόνο) αποτελεσματικό μέσο προστασίας των εκεί ελληνικών πληθυσμών από την επανάληψη των συστηματικών διώξεων, τις οποίες είχαν υποστεί από τις οθωμανικές αρχές τα αμέσως προηγούμενα χρόνια: αν η συμπερίληψή τους στον ελληνικό εθνικό κορμό δεν καθίστατο δυνατή, τότε η επιβίωση αυτών των πληθυσμών στις πατρογονικές τους εστίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολη.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή εξίσου σημαντικά εμπόδια ορθώνονταν στο δρόμο για την ευόδωση των ελληνικών εδαφικών επιδιώξεων. Από κάθε άποψη το σημαντικότερο από αυτά δεν ήταν άλλο από τη στάση της Ρώμης έναντι σχεδόν του συνόλου των ελληνικών αιτημάτων[16]. Οι Ιταλοί αντιμετώπιζαν αρνητικά την προοπτική ενίσχυσης της γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας, βλέποντας την Αθήνα αφενός ως τοπική ανταγωνίστρια, αφετέρου ως πράκτορα των βρετανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, την οποία θεωρούσαν ως δικό τους προνομιακό πεδίο δράσης. Το ενδεχόμενο απόδοσης της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα ενείχε για την Ιταλία τον κίνδυνο προώθησης της ελληνικής επιρροής στην είσοδο της Αδριατικής Θάλασσας[17]. Αντίστοιχα, η παραχώρηση στην Ελλάδα της Θράκης (Ανατολικής και Δυτικής), της Δυτικής Μικράς Ασίας και των Δωδεκανήσων (τα οποία οι Ιταλοί κατείχαν de facto από το 1912) θα καθιστούσε το Αιγαίο ελληνική λίμνη. Όσο η προοπτική της ανάδειξης της Ελλάδας σε υπολογίσιμη περιφερειακή Δύναμη έθελγε τον Λόυντ Τζώρτζ, άλλο τόσο αποτελούσε απευκταίο ενδεχόμενο για την ιταλική πλευρά.

H αντίδραση της Ρώμης σε κάθε ελληνικό αίτημα συνδυαζόταν με την επιφυλακτικότητα του Ουίλσον απέναντι σε κάποιες από τις ελληνικές διεκδικήσεις, και ειδικότερα σε εκείνες που αφορούσαν στη Θράκη και στη Μικρά Ασία. Μολονότι αυτές οι διεκδικήσεις φαινομενικά εδράζονταν στα Δεκατέσσερα Σημεία του, ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρούσε πως συχνά κατέτειναν όχι στην εφαρμογή των αρχών που ο ίδιος είχε επιγραμματικά διατυπώσει, αλλά αντίθετα στη διαστρέβλωσή τους. Τόσο η αμερικανική όσο και άλλες αντιπροσωπείες στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού συχνά αμφισβητούσαν την αξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών, υποστηρίζοντας ότι τα στοιχεία παρουσιάζονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να διογκώνουν σκόπιμα τον αριθμό των Ελλήνων σε βάρος των υπόλοιπων σύνοικων πληθυσμών: με σχεδόν ταχυδακτυλουργικό τρόπο, ο Βενιζέλος, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη ελληνικής πλειοψηφίας στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, δεν είχε διστάσει να αθροίσει στους κατοίκους τους και εκείνους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Ίμβρο, Τένεδο, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία και Δωδεκάνησα[18]), υποστηρίζοντας ότι τα νησιά αυτά αποτελούσαν από γεωγραφική και οικονομική άποψη φυσική προέκταση της μικρασιατικής χερσονήσου[19]. Εξάλλου, ακόμα και βάσει των ελληνικών στοιχείων, σε κάποια από τα εδάφη που αξίωνε η Ελλάδα οι Έλληνες δεν ήταν παρά μειοψηφία: η περίπτωση της Δυτικής Θράκης ήταν η χαρακτηριστικότερη.
Οι εξωελληνικές δυσχέρειες συμπληρώνονταν από εκείνες που αφορούσαν στην κατάσταση στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς η χώρα παρέμενε βαθιά διχασμένη, πολιτικά και ψυχολογικά. Τα πάθη του Εθνικού Διχασμού κάθε άλλο παρά είχαν κοπάσει. Ο φαύλος κύκλος των εκατέρωθεν διώξεων δεν είχε σταθεί δυνατόν να σταματήσει, δημιουργώντας έτσι συνθήκες λανθάνουσας εμφύλιας αναμέτρησης. Αυτή η διαίρεση αποτυπωνόταν και στο πεδίο των εδαφικών διεκδικήσεων: στη «μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» που υποσχόταν ο Βενιζέλος, οι αντίπαλοί του αντέτειναν ότι προτιμούσαν μια «μικρή αλλά έντιμη Ελλάδα»[20]. Η σύμπνοια ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο αλλά και ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιούνταν για την επίτευξή του –στοιχείο πάντοτε ενισχυτικό στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των κρατών– όχι μόνο δεν είχε επιτευχθεί, αλλά αντίθετα στη δεδομένη συγκυρία αποτελούσε ανέφικτο ζητούμενο. Το διπλωματικό οικοδόμημα του Βενιζέλου θεμελιωνόταν σε εξαιρετικά ασταθές –και κατά συνέπεια επικίνδυνο για τη στατικότητα του κτίσματος– έδαφος.
Ακόμα, πάντως, κι αν όλα τα διεθνή και εσωτερικά εμπόδια μπορούσαν να ξεπεραστούν και οι ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις ικανοποιούνταν στο σύνολό τους ή έστω στο μεγαλύτερό τους μέρος, τα δεδομένα θα εξακολουθούσαν να δημιουργούν προβληματισμό σχετικά με τις προοπτικές του διευρυμένου ελληνικού κράτους. Με τα αιτήματα που διατύπωσε στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, ο Βενιζέλος πρότεινε σχεδόν τον επαναδιπλασιασμό της ήδη διπλασιασμένης Ελλάδας των Βαλκανικών Πολέμων. Το όραμα ήταν πολύ θελκτικό για να αγνοηθεί από οποιονδήποτε οπαδό της Μεγάλης Ιδέας. Όμως, ούτε η γοητεία που ασκούσε αυτό το όραμα, ούτε η καταπληκτική διπλωματική δεινότητα του Κρητικού πολιτικού αρκούσαν για να μεταβάλουν μονομιάς μια σειρά από δυσμενή για τα ελληνικά συμφέροντα δεδομένα. Η «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» θα ήταν ένα κράτος με παράξενο σχήμα: όχι μια στεριά περιβαλλόμενη από θάλασσα, αλλά μια θάλασσα περιτριγυρισμένη από –συχνά εξαιρετικά στενές, όπως στην περίπτωση της Δυτικής Θράκης– λωρίδες στεριάς. Θα επρόκειτο, επίσης, για ένα κράτος που δεν θα ήταν εύκολα υπερασπίσιμο, αλλά αντίθετα θα ήταν ευάλωτο από στρατιωτική άποψη, ιδιαίτερα εάν λαμβανόταν υπόψη ότι θα συνόρευε με πολλούς εν δυνάμει εχθρούς[21]. Ειδικά στην περίπτωση της απόκτησης του συνόλου ή μέρους της δυτικής μικρασιατικής ακτής, η Ελλάδα, παρά τα προφανή οφέλη, θα κινδύνευε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της στρατηγικής υπερεξάπλωσης, επιδιώκοντας την επίτευξη ενός εξαιρετικά φιλόδοξου σχεδίου, για το οποίο όμως ήταν αμφίβολο εάν διέθετε τις απαραίτητες δυνάμεις[22]. Το μόνιμο πρόβλημα της αναντιστοιχίας στόχου και μέσων ως προς την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας εμφανιζόταν και πάλι στο προσκήνιο, απειλώντας να μετατρέψει το όνειρο σε εφιάλτη.
Η έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας
Η διεθνής συγκυρία που είχε προκύψει μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδινε την ευκαιρία στην Ελλάδα να επιδιώξει την επέκταση της κυριαρχίας της στα ασιατικά παράλια του Αιγαίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και οι νικητές είχαν ήδη αποφασίσει τον εδαφικό διαμελισμό της. Πριν ακόμα από τη σύγκληση της Συνδιάσκεψης, ο Βενιζέλος είχε θέσει ευθέως ενώπιον του Λόυντ Τζωρτζ το ζήτημα της προσάρτησης της Ιωνίας στην Ελλάδα[23]. Η επιλογή αυτή, πέραν της φιλίας που συνέδεε του δύο ηγέτες, αποτελούσε σαφή ένδειξη του αταλάντευτα φιλοβρετανικού προσανατολισμού του Βενιζέλου. Η πολιτική της σύμπραξης με τη Μεγάλη Βρετανία θεμελιωνόταν στην εδραία πεποίθησή του ότι τα ελληνικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν αποτελεσματικότερα μέσα από τη στενή συνεργασία της Αθήνας με το Λονδίνο, από τη στιγμή μάλιστα που το τελευταίο είχε αποστασιοποιηθεί πλήρως από το παραδοσιακό βρετανικό δόγμα της διαφύλαξης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ανάγκη εξασφάλισης της υποστήριξης της Μεγάλης Βρετανίας καθίστατο ακόμα επιτακτικότερη προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ελληνικές αξιώσεις στη Μικρά Ασία. Σημαντικό τμήμα της ίδιας περιοχής (από τη Σμύρνη έως την Αττάλεια) διεκδικούσε και η Ιταλία. Η Ρώμη είχε λάβει έγγραφες υποσχέσεις από το Λονδίνο και το Παρίσι κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Συνθήκη του Λονδίνου το 1915 και Συμφωνία του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης το 1917). Ωστόσο, μετά το τέλος του πολέμου οι Βρετανοί και οι Γάλλοι εμφανίζονταν ολοένα και λιγότερο πρόθυμοι να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους[24]. Η προσθήκη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον συμμαχικό συνασπισμό συνέτεινε στην περαιτέρω αποδυνάμωση των ιταλικών θέσεων. Οι Αμερικανοί δεν αναγνώριζαν τις μυστικές συμφωνίες που είχαν συναφθεί ερήμην τους πριν από τη συμμετοχή τους στην παγκόσμια σύρραξη. Ειδικότερα ως προς το μικρασιατικό ζήτημα, οι εδαφικές διεκδικήσεις της Ρώμης, οι οποίες δεν εδράζονταν στα πληθυσμιακά δεδομένα παρά μόνο σε γεωπολιτικά επιχειρήματα, αντέφασκαν με τις διακηρύξεις του Ουίλσον αναφορικά με την αυτοδιάθεση των λαών.
Η ύπαρξη σημαντικού ανταγωνιστή δυσχέραινε την ευόδωση των ελληνικών επιδιώξεων. Τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Ιταλίας δεν συγκρούονταν μόνο στη Μικρά Ασία, αλλά εξίσου στα Δωδεκάνησα και στη Βόρειο Ήπειρο, καθώς επίσης και στην περίπτωση της Θράκης. Αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη σημασία του ιταλικού παράγοντα, ο Βενιζέλος είχε ήδη από τις παραμονές της έναρξης των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού αναζητήσει το έδαφος μιας συνεννόησης ανάμεσα στην Αθήνα και στη Ρώμη. Όμως τον Δεκέμβριο του 1918 η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε, καθώς πολύ γρήγορα έγινε σαφές ότι ούτε η ελληνική ούτε η ιταλική κυβέρνηση ήταν διατεθειμένες να υποχωρήσουν στο θέμα της διεκδίκησης της Σμύρνης[25].
Όταν πλέον η Συνδιάσκεψη του Παρισιού εγκαινίασε τις εργασίες της, οι αποκλίνουσες απόψεις της Ελλάδας και της Ιταλίας διαπιστώθηκαν πέρα από κάθε αμφιβολία. Η επίμονη άρνηση των Ιταλών έστω και να εξετάσουν το ενδεχόμενο εκχώρησης της Σμύρνης και της ενδοχώρας της στην Ελλάδα δημιούργησε αδιέξοδο όχι μόνο σε διμερές επίπεδο, αλλά εξίσου μέσα στους κόλπους του Συμβουλίου των Τεσσάρων. Η λύση στον γόρδιο διπλωματικό δεσμό ήρθε την άνοιξη του 1919 με τον πλέον απροσδόκητο και συνάμα καταιγιστικό τρόπο. Στις 11/24 Απριλίου ο Ιταλός πρωθυπουργός Βιττόριο Εμανουέλε Ορλάντο αποχώρησε από τη γαλλική πρωτεύουσα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άρνηση των υπόλοιπων τριών Δυνάμεων, και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών, να συγκατανεύσουν στην παραχώρηση του Φιούμε (σημαντικού λιμανιού στη βόρεια ακτή της Αδριατικής Θάλασσας) στην Ιταλία. Αυτή η ενέργεια δημιούργησε κλίμα αντιπάθειας και καχυποψίας σε βάρος των Ιταλών, το οποίο ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, μετατρεπόμενο σε αγανάκτηση, λίγες ημέρες αργότερα όταν στο Παρίσι έφτασαν πληροφορίες για ιταλικές προετοιμασίες κατάληψης της Σμύρνης χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων μελών του Συμβουλίου. Αντιδρώντας άμεσα προκειμένου να προληφθεί η δημιουργία ιταλικού τετελεσμένου, οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας συμφώνησαν να εξουσιοδοτήσουν την Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, η αποστολή των οποίων θα ήταν η τήρηση της τάξης και η προστασία του πολυάριθμου χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής[26]. Έκδηλα ενθουσιασμένος, ο Βενιζέλος έσπευσε άμεσα να αδράξει την ευκαιρία που τόσο αναπάντεχα του είχε παρουσιαστεί, αποδεχόμενος χωρίς δισταγμό τη συμμαχική εντολή[27]. Εκ των υστέρων οι Ιταλοί αναγκάστηκαν απρόθυμα να συγκατανεύσουν.

Το πρωί της 2ας/15ης Μαΐου 1919 τα πρώτα ελληνικά στρατιωτικά αποσπάσματα αποβιβάστηκαν στην προκυμαία της Σμύρνης, όπου έγιναν δεκτά με φρενήρη ενθουσιασμό από τους Έλληνες κατοίκους, καθώς η κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό ερμηνεύτηκε ως προάγγελος της ένωσής της με την Ελλάδα. Πολύ γρήγορα ολόκληρη η περιοχή γύρω από τη Σμύρνη, από το Αϊβαλί στον βορρά έως το Αϊδίνι στον νότο, μαζί με την απαραίτητη ενδοχώρα, πέρασε σε ελληνικό έλεγχο. Ωστόσο, η αρχική ευφορία αμβλύνθηκε άμεσα από φαινόμενα διασάλευσης της τάξης, τα οποία, παρά τις ρητές εντολές του Βενιζέλου για επίδειξη πνεύματος αυτοσυγκράτησης και μετριοπάθειας, έλαβαν –ήδη από την πρώτη ημέρα– τη μορφή εκτρόπων των ελληνικών στρατευμάτων σε βάρος ανδρών του οθωμανικού στρατού αλλά και Τούρκων αμάχων. Η αποστολή του ύπατου αρμοστή της Ελλάδας στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη συνέβαλε στην αποκατάσταση της ομαλότητας: η συστηματική προσπάθεια εμπέδωσης αισθήματος ασφάλειας και επιβολής κράτους δικαίου συνδυάστηκε με την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και την αποζημίωση των θυμάτων[28]. Οι αρνητικές διεθνείς εντυπώσεις όμως δεν ήταν εύκολο να ανασκευαστούν. Η Ελλάδα εμφανιζόταν ασυνεπής στην εκτέλεση της εντολής που είχε λάβει από τις νικήτριες Δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πόρισμα της Διασυμμαχικής Εξεταστικής Επιτροπής που συστήθηκε ειδικά για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την απόδοση ευθυνών υπήρξε επιβαρυντικό για την ελληνική πλευρά, αμαυρώνοντας έτσι ευθύς εξαρχής την ελληνική επιχείρηση στη Δυτική Μικρά Ασία και δημιουργώντας πρόσθετα προσκόμματα στην ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων σε αυτή την περιοχή: η εισήγηση των μελών της Επιτροπής για την όσο το δυνατόν ταχύτερη αντικατάσταση των ελληνικών στρατευμάτων από πολύ μικρότερα σε αριθμό συμμαχικά κάθε άλλο παρά θετική εξέλιξη προς την κατεύθυνση της υλοποίησης των σχεδίων του Βενιζέλου αποτελούσε[29].
Την ίδια στιγμή ένας ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος για τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας στα παράλια της Ιωνίας εμφανίστηκε στον ορίζοντα: η βούληση των Τούρκων να αντισταθούν στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στις 6/19 Μαΐου 1919 ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου ως εντεταλμένος της κυβέρνησης του σουλτάνου, με σκοπό τη διάλυση των άτακτων ομάδων στις ανατολικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αδιαφορώντας για το περιεχόμενο της αποστολής του, ο Κεμάλ έθεσε σε εφαρμογή του σχέδιό του για την οργάνωση ενός εθνικού τουρκικού κινήματος υπό την ηγεσία του. Στόχος του κινήματος, το οποίο εκ των πραγμάτων λειτουργούσε ως αντίπαλος πόλος εξουσίας σε αυτή του σουλτάνου, ήταν η υπεράσπιση του τουρκικού εδάφους απέναντι στους ξένους εισβολείς, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς –κατά την αντίληψη των κεμαλικών– και των Ελλήνων. Η ελληνική κατάληψη της Σμύρνης είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Για τον Κεμάλ και τους οπαδούς του η Ελλάδα αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς σε αντίθεση με τις Μεγάλες Δυνάμεις, διέθετε ιστορικά και εθνολογικά ερείσματα στη Μικρά Ασία, τμήμα της οποίας ήταν αποφασισμένη να προσαρτήσει μόνιμα[30].

Η εντυπωσιακά γρήγορη ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος δημιούργησε ανησυχίες στην ελληνική κυβέρνηση. Τον Ιούλιο του 1919 ο Βενιζέλος ζήτησε από το συμμαχικό Συμβούλιο στο Παρίσι ελευθερία δράσης για τα ελληνικά στρατεύματα έξω από τη ζώνη κατοχή της Σμύρνης προκειμένου να συντρίψουν τις αντάρτικες τουρκικές δυνάμεις πριν εκείνες μπορέσουν να οργανωθούν πλήρως. Η συμμαχική συγκατάθεση για τη διεξαγωγή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από την πλευρά του ελληνικού στρατού σε βάθος λίγων χιλιομέτρων, υπό τον όρο της επιστροφής του στα όρια της δικαιοδοσίας του, έδωσε τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης υπεράσπισης των θέσεών του[31]. Παράλληλα, ο Έλληνας πρωθυπουργός επιδίωξε τη συνεννόηση με την Ιταλία προκειμένου να υπερπηδηθεί ένα από τα σημαντικότερα διπλωματικά εμπόδια στο δρόμο για την απόδοση της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα. Η σύναψη της Συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι στις 16/29 Ιουλίου 1919, βάσει της οποίας η Ρώμη υποσχόταν να υποστηρίξει τις ελληνικές αξιώσεις στη Δυτική Μικρά Ασία, αποτέλεσε το επιστέγασμα αυτών των προσπαθειών. Όμως η ελληνοϊταλική συνεννόηση αποδείχθηκε θνησιγενής, καθώς ακριβώς έναν χρόνο αργότερα η νέα ιταλική κυβέρνηση υπό τον Τζιοβάννι Τζιολίττι κατήγγειλε τη Συμφωνία[32].
Το καλοκαίρι του 1920 την αμυντική τακτική διαδέχτηκε η ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών από ελληνικής πλευράς. Μετά την εξασφάλιση της βρετανικής και της γαλλικής συναίνεσης για τη διεύρυνση των ορίων της ελληνικής ζώνης κατοχής[33], ο ελληνικός στρατός προέλαυσε ανατολικά έως τη Φιλαδέλφεια και κατόπιν έως το Ουσάκ, και βορειοανατολικά έως την Προύσα[34]. Στο ίδιο διάστημα, η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης ενίσχυσε την ελληνική αισιοδοξία ότι το μικρασιατικό εγχείρημα μπορούσε να καταλήξει σε επιτυχία[35]. Ωστόσο, πίσω από τις επιτυχίες στα πεδία των μαχών κρυβόταν μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Οι νίκες των ελληνικών όπλων δεν είχαν σταθεί ικανές να εκμηδενίσουν τις κεμαλικές δυνάμεις, οι οποίες μέρα με τη μέρα ενισχύονταν. Αντίθετα, η διείσδυση στο εσωτερικό της Ανατολίας και η διεύρυνση της γραμμής του μετώπου πολλαπλασίαζαν το κόστος διεξαγωγής του πολέμου για την Ελλάδα τόσο σε χρήματα όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό, ενώ παράλληλα εξέθεταν τα ελληνικά στρατεύματα σε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους. Ταυτόχρονα, πλήθαιναν ολοένα και καθίσταντο σαφέστερες οι ενδείξεις ότι η Γαλλία και η Ιταλία κάθε άλλο παρά με συμπάθεια αντιμετώπιζαν τη μικρασιατική πολιτική της Ελλάδας[36]. Τα πρώτα σημάδια της αδιέξοδης πορείας θα διαφαίνονταν πιο καθαρά εάν δεν τα κάλυπτε με την ακτινοβολία της η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών.
«Εύθραυστη σαν πορσελάνη»: η Συνθήκη των Σεβρών
Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920, στο εργοστάσιο κατασκευής ειδών από πορσελάνη των Σεβρών οι νικήτριες Δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, υπέγραψαν με την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία την από καιρό αναμενόμενη Συνθήκη Ειρήνης. Για την ελληνική πλευρά η Συνθήκη των Σεβρών αποτελούσε διπλωματικό θρίαμβο. Η Ελλάδα αποκτούσε την Ανατολική Θράκη έως τη γραμμή της Τσατάλτζας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και όλα τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και της Τενέδου. Επιπλέον, η Σμύρνη και η ενδοχώρα της ετίθεντο υπό ελληνική διοίκηση για περίοδο πέντε ετών, μετά την παρέλευση των οποίων η τοπική βουλή θα μπορούσε να ζητήσει από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών την ένωση με την Ελλάδα· από την πλευρά του, το Συμβούλιο διατηρούσε το δικαίωμα να συστήσει προηγουμένως τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και να καθορίσει τους όρους του[37].
Οι ελληνικές υποθέσεις ρυθμίζονταν επίσης από τις διατάξεις τριών ειδικότερων διεθνών πράξεων: της Συνθήκης «περί Θράκης»[38], της ελληνοϊταλικής Συνθήκης «περί Δωδεκανήσου»[39] και της Συνθήκης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων που κατοικούσαν στο ελληνικό έδαφος[40]. Βάσει της πρώτης, οι συμμαχικές Δυνάμεις μεταβίβαζαν την κυριότητα της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα· παράλληλα, αναγνωριζόταν η ελευθερία διαμετακόμισης βουλγαρικών εμπορευμάτων μέσω του ελληνικού θρακικού εδάφους και υπήρχε πρόνοια για την εκμίσθωση στη Βουλγαρία χώρου στο λιμάνι του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολης), το οποίο κηρυσσόταν λιμάνι «διεθνούς συμφέροντος». Με τη δεύτερη Συνθήκη, η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός από το Καστελόριζο και τη Ρόδο: για την τελευταία, ωστόσο, προβλεπόταν η καθιέρωση καθεστώτος ευρείας τοπικής αυτονομίας, ενώ οι κάτοικοί της θα μπορούσαν μετά την πάροδο δεκαπενταετίας να αποφασίσουν για το μέλλον τους εφόσον προηγουμένως η Μεγάλη Βρετανία είχε εκχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Η τρίτη Συνθήκη κατοχύρωνε την προστασία των ποικίλων μειονοτικών ομάδων που κατοικούσαν στα νέα ελληνικά εδάφη· οι ελληνικές δεσμεύσεις, όμως, συνδυάζονταν με την παραίτηση από την πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας των δικαιωμάτων προστασίας που ασκούσαν στο ελληνικό κράτος από την εποχή της ίδρυσής του εννέα δεκαετίες νωρίτερα: η Ελλάδα είχε πλέον επίσημα «ενηλικιωθεί».
Τα ελληνικά εδαφικά κέρδη εντάσσονταν στο γενικότερο πλαίσιο της μεταπολεμικής διευθέτησης του Ανατολικού ζητήματος, η λύση του οποίου από τη Συνθήκη των Σεβρών συνεπαγόταν το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον των παραχωρήσεων προς την πλευρά της Ελλάδας, ο σουλτάνος δήλωνε ότι παραιτούνταν από τα δικαιώματά του σε όλες τις πρώην αραβικές του επαρχίες. Τα Στενά διεθνοποιούνταν, προβλεπόταν η ίδρυση ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, ενώ ανοιγόταν ο δρόμος για τη δημιουργία ενός αυτόνομου Κουρδιστάν. Τέλος, μία τριμερής Συμφωνία μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, η οποία συνόδευε τη Συνθήκη, διένειμε σφαίρες οικονομικής επιρροής σε μεγάλα τμήματα της Μικράς Ασίας: οι Γάλλοι λάμβαναν την Κιλικία, ενώ οι Ιταλοί την περιοχή της Αττάλειας και τα νοτιοδυτικά μικρασιατικά παράλια[41].

Στην πραγματικότητα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαυε να υφίσταται ως σημαντικό κράτος. Πρακτικά αποκομμένη από τη Μεσόγειο, η σουλτανική επικράτεια διατηρούσε έξοδο στη θάλασσα –κι αυτή επισφαλή– μόνο μέσω του Εύξεινου Πόντου. Περιορισμένο στο εσωτερικό της Ανατολίας, χάνοντας τεράστιες εδαφικές εκτάσεις, πληθυσμιακό δυναμικό και πλουτοπαραγωγικούς πόρους, το οθωμανικό κράτος ήταν σχεδόν καταδικασμένο σε οικονομικό μαρασμό. Ακόμα και η διατήρηση της κυριαρχίας επί της Κωνσταντινούπολης τελούσε υπό την αίρεση ότι η Υψηλή Πύλη θα εφάρμοζε κατά γράμμα τους υπόλοιπους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συμμαχικές Δυνάμεις διατηρούσαν το δικαίωμα να τροποποιήσουν το καθεστώς της πόλης, τροποποίηση στην οποία η οθωμανική κυβέρνηση δήλωνε προκαταβολικά ότι θα συμφωνούσε.
Υπογράφοντας τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών και τα υπόλοιπα συμβατικά κείμενα που τη συνόδευαν, ο Βενιζέλος εκπλήρωνε σχεδόν το σύνολο των στόχων που είχε θέσει. Το όραμα της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» έμοιαζε πλέον να υλοποιείται. Η επιτυχία ήταν συγκλονιστική. Μέσα σε διάστημα οκτώ ετών η μικρή «Ελλάδα της Μελούνας» είχε κατορθώσει να υπερδιπλασιαστεί σε έκταση και σε πληθυσμό, δίνοντας τη θέση της στη μεγάλη «Ελλάδα των Σεβρών». Για πρώτη φορά στην ιστορική του πορεία το ελληνικό βασίλειο θα ενσωμάτωνε στους κόλπους του τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Η Μεγάλη Ιδέα έτεινε προς τη σχεδόν ολοκληρωτική δικαίωσή της.
Πέρα από τις ρομαντικές αναπαραστάσεις περί ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (έστω και χωρίς την Κωνσταντινούπολη), για την Ελλάδα η Συνθήκη των Σεβρών ήταν κάτι πολύ σημαντικότερο: ήταν ένα κολοσσιαίων διαστάσεων γεωπολιτικό στοίχημα. Η εφαρμογή της Συνθήκης συνεπαγόταν την αναβάθμιση της Ελλάδας από μικρή σε σημαντική περιφερειακή Δύναμη. Ένα ελληνικό κράτος που θα ξεκινούσε δυτικά από τις παρυφές της Αδριατικής Θάλασσας και θα κατέληγε ανατολικά στον Εύξεινο Πόντο, έχοντας υπό τον έλεγχό του τις δύο ακτές και τα νησιά του Αιγαίου, θα μετέτρεπε το Αρχιπέλαγος σε ελληνική λίμνη. «Η Ελλάδα θα μπορέσει να βρει το αληθινό της μέλλον από τη στιγμή που θα κυριαρχήσει στο Αιγαίο»[42]: η ρήση του Βενιζέλου ενώπιον του Συμβουλίου των Τεσσάρων στις αρχές του 1919 κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Το σχήμα της «Ελλάδας των Σεβρών» ήταν βέβαια άβολο: μια θάλασσα περιτριγυρισμένη από στενές λωρίδες στεριάς. Ο Βενιζέλος το γνώριζε αυτό. Όμως δεν πτοούνταν. Εκτιμούσε ότι η ιστορία ήταν με το μέρος των Ελλήνων, οι οποίοι, όπως εξηγούσε, «επί τριάντα αιώνες […] είχαν ζήσει κάτω από αυτές τις συνθήκες και είχαν κατορθώσει να ξεπεράσουν μεγάλες καταστροφές, να ευημερήσουν και να αυξηθούν»[43].

Η «Ελλάδα των Σεβρών» ήταν ένα διπλωματικό δημιούργημα του Βενιζέλου, ενδεχομένως μεγαλύτερο από εκείνο που μπορούσαν να αντέξουν οι ελληνικές δυνάμεις. Διαθέτοντας οξύτατο πολιτικό αισθητήριο, ο ίδιος είχε διαβλέψει πολλά από τα εμπόδια που παρεμβάλλονταν: η επιχειρηματολογία του υπέρ της σκοπιμότητας ενθάρρυνσης της αμοιβαίας εθελούσιας μετανάστευσης μουσουλμανικού πληθυσμού εκτός και αντίστοιχου χριστιανικού εντός της ελληνικής ζώνης στη Δυτική Μικρά Ασία, έτσι ώστε να ενισχυόταν η εθνική ομοιογένεια των κατοίκων της, αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα[44]. Ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν τους περιορισμούς και τις ατέλειες της Συνθήκης των Σεβρών. Κοιτάζοντας, όμως, τον χάρτη της Εγγύς Ανατολής όπως διαμορφωνόταν από την ίδια Συνθήκη, είχε λόγους να αισιοδοξεί. Η ζώνη της Σμύρνης δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο κεφάλαιο, αλλά εντασσόταν στο πολύ ευρύτερο πλαίσιο της αναδιάταξης των ισορροπιών σε όλη την περιοχή. Το οθωμανικό κράτος προοριζόταν να είναι μικρό και αδύναμο, μεγάλα τμήματά του θα ελέγχονταν από ξένες Δυνάμεις (η Κιλικία από τη Γαλλία και η Αττάλεια από την Ιταλία), ενώ η Ελλάδα μπορούσε να υπολογίζει στη συνεργασία με φιλικές χώρες στην περιοχή, όπως η Αρμενία, προκειμένου να εξισορροπεί τυχόν αναθεωρητικές τουρκικές τάσεις[45].
Στην πραγματικότητα, η υπογραφή του Βενιζέλου στο κείμενο της Συνθήκης των Σεβρών δεν αποτελούσε το τέρμα, αλλά μόνο έναν ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία για την υλοποίηση του σχεδίου της δημιουργίας της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Από όποια πλευρά κι αν το έβλεπε κάποιος, η ουσία του προβλήματος παρέμενε η απαράλλακτη: εάν η Ελλάδα ήθελε να δει τη Συνθήκη να εφαρμόζεται θα έπρεπε να την επιβάλει με τη δύναμη των όπλων στον Κεμάλ και στους οπαδούς του, καθώς αυτοί την είχαν ευθύς εξαρχής απορρίψει[46]. Η πύκνωση των τάξεων των κεμαλικού κινήματος λόγω της απογοήτευσης και της αγανάκτησης που προκάλεσαν σε σημαντική μερίδα του τουρκικού λαού οι επαχθείς για την Οθωμανική Αυτοκρατορία όροι της Συνθήκης των Σεβρών, δυσχέραινε την ελληνική προσπάθεια. Θα την καθιστούσε ακόμα δυσκολότερη η σταδιακή αποστασιοποίηση της Ιταλίας και της Γαλλίας από τις συμβατικές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει στις Σέβρες.

Οι εξωτερικές περιπλοκές συμπληρώνονταν από αντίστοιχες ενδοελληνικές. Στις 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1920, επιστρέφοντας από το Παρίσι στην Αθήνα, ο Βενιζέλος έπεσε θύμα ανεπιτυχούς δολοφονικής απόπειρας από δύο απότακτους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς. Το γεγονός είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την όξυνση των πολιτικών παθών στην Ελλάδα. Τα αντίποινα των βενιζελικών σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων κορυφώθηκαν με τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη[47]. Ο κύκλος του Εθνικού Διχασμού ξανάνοιγε, και μάλιστα με αιματηρό τρόπο. Η πανηγυρική υποδοχή που επιφυλάχτηκε στον Βενιζέλο από τη Βουλή των Ελλήνων[48] δεν αρκούσε για να αποκρύψει το γεγονός ότι το διπλωματικό του οικοδόμημά είχε θεμελιωθεί σε ασταθές έδαφος, ελληνικό και διεθνές. Η Συνθήκη των Σεβρών, είχε προφητικά διαβλέψει ο επιφανής Γάλλος πολιτικός Ραιμόν Πουανκαρέ, έμοιαζε εντυπωσιακά με τις εύθραυστες πορσελάνες που κατασκευάζονταν στον τόπο υπογραφής της: γι’ αυτόν τον λόγο, συμπλήρωνε, ήταν προτιμότερο να παραμείνει ανέγγιχτη, διαφορετικά κινδύνευε να θρυμματιστεί[49].
La fin de l’Empire ottoman

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Το άρθρο βασίζεται σε κεφάλαια του βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2019.
[1]Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States, 1918. Supplement 1. The World War, τ. 1 (Washington: United States Government Printing Office, 1933), σ. 12-17.
[2]Ακόμα και στο εσωτερικό του Συμβουλίου των Τεσσάρων η διάκριση μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ισχυρών κρατών υπήρξε χαρακτηριστική στην περίπτωση της Ιταλίας, η οποία σταθερά αντιμετωπιζόταν από τα υπόλοιπα τρία μέλη του ως η μικρότερη από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το Συμβούλιο των Τεσσάρων μετατρεπόταν, με την προσθήκη της Ιαπωνίας, σε Συμβούλιο των Πέντε όταν τα προς συζήτηση θέματα σχετίζονταν με την Άπω Ανατολή.
[3]Margaret MacMillan, Οι ειρηνοποιοί. Έξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο (Αθήνα: Θεμέλιο, 2005), σ. 458.
[4]Κωνσταντίνος Γ. Ζαβιτζιάνος, Αι αναμνήσεις του εκ της ιστορικής διαφωνίας βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε, 1914-1922, τ. 2 (Αθήνα: χ.ε., 1947), σ. 55-56· N. Petsalis-Diomidis, «Hellenism in Southern Russia and the Ukrainian campaign. Their effect on the Pontus question», Balkan Studies, 13(2) (1972), σ. 234-235· N. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference, 1919 (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1978), σ. 75· Κωνσταντίνος Γ. Διώγος, «Περί ανοήτου ταύτης εκστρατείας… Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία της Ουκρανίας, Νοέμβριος 1918-Απρίλιος 1919», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 14-15 (2003-2004), σ. 109-138· Π. Α. Ζάννας (επιμ.), Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα. 2. Νικόλαος Πλαστήρας. Εκστρατεία Ουκρανίας 1919-Κίνημα 6ης Μαρτίου 1933-Αλληλογραφία (Αθήνα: Ερμής, 1979), σ. 1-54· Π. Α. Ζάννας (επιμ.), Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα. 4. Εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία, 1919 (Αθήνα: Ερμής 1982)· Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις μεσημβρινήν Ρωσίαν (Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1955)· Πέτρος Γ. Καρακασσώνης, Ιστορία της εις Ουκρανίαν και Κριμαίαν υπερποντίου εκστρατείας του 1919 (Αθήνα: Λαμπρόπουλος, 1934)· Στυλιανός Γονατάς, Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά, 1897-1957 (Αθήνα: 1958), σ. 89-113· Κωνσταντίνος Ξ. Νίδερ, Η εκστρατεία της Ουκρανίας, Ιανουάριος-Μάιος 1919 (Αθήνα: Κέδρος, 2015).
[5]Dimitri Kitsikis, Propagande et pressions en politique internationale. La Grèce et ses revendications à la Conférence de la Paix, 1919-1920 (Paris: Presses Universitaires de France, 1963)· Dimitri Kitsikis, Le rôle des experts à la Conférence de la Paix. Gestation d’une technocratie en politique internationale (Ottawa: Editions de l’Université d’Ottawa, 1972).
[6]Harold Nicolson, Peacemaking, 1919, being reminiscences of the Paris Peace Conference (Boston, MA/New York, NY: Houghton Mifflin, 1933), σ. 255.
[7]Eleutherios Venizelos, Greece before the Peace Congress of 1919. A memorandum dealing with the rights of Greece (New York: Oxford University Press, 1919).
[8]Μολονότι είχαν απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου δεν είχαν επίσημα αποδοθεί στην Ελλάδα.
[9]Venizelos, Greece before the Peace Congress, σ. 20· Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States. The Paris Peace Conference, 1919, τ. 3 (Washington, DC: United States Government Printing Office, 1943), σ. 872-873· Ελευθέριος Δ. Παυλίδης, Πώς και διατί εματαιώθη η Δημοκρατία του Πόντου (Αθήνα: χ.ε., 1956)· Θεοφύλακτος Κ. Θεοφυλάκτου, Γύρω στην άσβεστη φλόγα. Βιογραφικές αναμνήσεις. Αγώνες για την ανεξαρτησία του Πόντου (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, 1997)· Ευριπίδης Π. Γεωργανόπουλος, Η Δημοκρατία του Πόντου. Ένα ανέφικτο όνειρο ή μια ρεαλιστική επιδίωξη; (Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, 2012)· Αλέξης Αλεξανδρής, «Η ανάπτυξη του εθνικού πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου, 1918-1922. Ελληνική εξωτερική πολιτική και τουρκική αντίδραση», στο: Θάνος Βερέμης & Οδυσσέας Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του (Αθήνα: Φιλιππότης, 1980), σ. 427-474.
[10]Οι Βρετανοί ασκούσαν τη διοίκηση της Κύπρου ήδη από το 1878. Τυπικά, ωστόσο, το νησί παρέμενε οθωμανική κτήση. Στις 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου 1914, ημέρα κατά την οποία η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Λονδίνο ανακοίνωνε τη μονομερή προσάρτηση της Κύπρου.
[11]Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States. The Paris Peace Conference, 1919, τ. 3, σ. 861· Antonis Klapsis, «The strategic importance of Cyprus and the prospect of union with Greece, 1919-1931. The Greek perspective», Journal of Imperial and Commonwealth History, 41(5) (2013), σ. 768· Γιάννης Π. Πικρός, «Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό ζήτημα», στο: Βερέμης & Δημητρακόπουλος (επιμ.), σ. 198-201.
[12]Venizelos, Greece before the Peace Congress, σ. 18-19· Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States. The Paris Peace Conference, 1919, τ. 3, σ. 865.
[13]MacMillan, Οι ειρηνοποιοί, σ. 462.
[14]Foreign Office, Documents on British foreign policy, 1919-1939, first series, τ. 12 (London: H.M. Stationery Office, 1962), έγγραφο αρ. 488· Harold Nicolson, Curzon. The last phase (London: Constable, 1934), σ. 92-94, 97.
[15]Paul C. Helmreich, From Paris to Sèvres. The partition of the Ottoman Empire at the Peace Conference of 1919-1920 (Columbus, OH: Ohio State University Press, 1974)· Elie Kedourie, England and the Middle East. The destruction of the Ottoman Empire, 1914-1921 (London: Hassocks, 1978, β΄ έκδοση)· R. J .B. Bosworth, «Italy and the end of the Ottoman Empire», στο: Marian Kent (ed.), The Great Powers and the end of the Ottoman Empire (London: Frank Cass, 1996), σ. 51-73· L. Bruce Fulton, «France and the end of the Ottoman Empire», στο: Kent (ed.), The Great Powers, σ. 137-164· Marian Kent, «Great Britain and the end of the Ottoman Empire, 1902-23», στο: Kent (ed.), The Great Powers, σ. 165-198· Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918 (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000), σ. 432-466.
[16]Ministero degli Affari Esteri, I documenti diplomatici italiani, τ. 3(7) (Roma: Libreria dello Stato, 2007), έγγραφο αρ. 314.
[17]Pietro Pastorelli, L’Albania nella politica estera italiana, 1914-1920 (Napoli: Jovene, 1970)· Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σ. 380-431.
[18]Με βάση τα ελληνικά στοιχεία στα νησιά αυτά κατοικούσαν λίγο περισσότεροι από 370.000 Έλληνες· βλ. Venizelos, Greece before the Peace Congress, σ. 36.
[19]Venizelos, Greece before the Peace Congress, σ. 21-22. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Βενιζέλος στο υπόμνημά του προς τη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, στο σύνολο των περιοχών της Μικράς Ασίας που διεκδικούνταν από την Ελλάδα εμφανίζονταν να κατοικούν 1.188.359 Έλληνες και 1.042.050 Τούρκοι. Ωστόσο, ο Βενιζέλος διευκρίνιζε ότι σε αυτόν τον αριθμό συμπεριλάμβανε και τους 370.000 Έλληνες των παρακείμενων στα μικρασιατικά παράλια νησιών του Αιγαίου. Επομένως, οι Έλληνες που όντως διέμεναν στη δυτική Μικρά Ασία ανέρχονταν σε περίπου 818.000. Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις Έλληνες που στο υπόμνημα του Βενιζέλου εμφανιζόταν ως Μικρασιάτης, στην πραγματικότητα ήταν νησιώτης. Ανεξάρτητα, πάντως, από την ταχυδακτυλουργική φύση του ισχυρισμού, ο Βενιζέλος φαίνεται να παραγνώρισε ότι επιχείρημα πως τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αποτελούσαν προέκταση της Μικράς Ασίας ήταν ένα είδος δίκοπου μαχαιριού. Ευνοούσε στη δεδομένη συγκυρία την Ελλάδα που βρισκόταν στην πλευρά των νικητών και διεκδικούσε να επεκταθεί στα μικρασιατικά παράλια. Θα μπορούσε όμως εξίσου –όπως και έγινε όταν τα δεδομένα αντιστράφηκαν ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής– να χρησιμοποιηθεί αντεστραμμένο από τους Τούρκους προκειμένου να διεκδικήσουν εκείνοι τα νησιά.
[20]Η Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 1920, σ. 1.
[21]Erik Goldstein, «Great Britain and Greater Greece, 1917-1920», The Historical Journal, 32(2) (1989), σ. 346-347.
[22]Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Μεταξάς ήδη από τον Ιανουάριο του 1915, όταν για πρώτη φορά διαφάνηκε για την Ελλάδα η προοπτική εξασφάλισης εδαφικών ανταλλαγμάτων στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας έναντι της άμεσης συμμετοχής της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ είχε επισημάνει όλες τις περιπλοκές αλλά και τους κινδύνους που συνεπαγόταν ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα· βλ. Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. 2 (Αθήνα: Γκοβόστης, χ.χ.), σ. 384-390. Πρβλ. Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάς εν Μικρά Ασία (Αθήνα: Δημιουργία, 1994, δ έκδοση), σ. 23-29· A. A. Pallis, Greece’s Anatolian venture – and after (London: Methuen, 1937), σ. 20-28.
[23]David Lloyd George, The truth about the Peace Treaties, τ. 2 (London: Victor Collancz, 1938), σ. 228-231.
[24][Foreign Office], Agreement between France, Russia, Great Britain and Italy, signed at London, April 26, 1915 (London: H.M. Stationery Office, 1920)· Paul C. Helmreich, «Italy and the Anglo-French repudiation of the 1917 St. Jean de Maurienne Agreement», The Journal of Modern History, 48(2, supplement) (1976), σ. 99-139.
[25]Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922 (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2004), σ. 146-147.
[26]Paul Mantoux, Les délibérations du Conseil des Quatre, 24 mars-28 juin 1919 (Paris: Éditions du Centre National de la Recerche Scientifique, 1955), τ. 1, σ. 486, 499· Σωτήρης Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία (Αθήνα: Καστανιώτης, 2015), σ. 82-89· Έφη Αλλαμανή & Κρίστα Παναγιωτοπούλου, «Η συμμαχική εντολή για την κατάληψη της Σμύρνης και η δραστηριοποίηση της ελληνικής ηγεσίας», στο: Βερέμης & Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο, σ. 119-172.
[27]Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, Ιδιόγραφον ημερολόγιον (Χανιά: Ιστορική, Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης, 1979), σ. 49-50. Για μια εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση της απόφασης του Βενιζέλου βλ. Κωνσταντίνος Δ. Σβολόπουλος, Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία (Αθήνα/Χανιά: Ίκαρος/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2009).
[28]Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας, σ. 177-198· Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τ. 2 (Αθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981), σ. 582.
[29]Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States. The Paris Peace Conference, 1919, τ. 9 (Washington, DC: Governement Printing Office, 1946), σ. 44-73· Foreign Office, Documents on British foreign policy, 1919-1939, first series, τ. 2 (London: H.M. Stationery Office, 1948), έγγραφο αρ. 17.
[30]Mustapha Kemal, A speech delivered by ghazi Mustapha Kemal, president of the Turkish Republic, October 1927 (Leipzig: Koehler, 1929), σ. 10-82· Roderic H. Davison, «Turkish diplomacy from Mudros to Lausanne», στο: Gordon A. Craig & Felix Gilbert (eds.), The diplomats, 1919-1939, τ. 1 (New York, NY: Atheneum, 1963), σ. 174-182· Lord Kinross, Atatürk. The rebirth of a nation (London/Edinburgh: Morrison & Gibb, 1965, γ’ εκδόση), σ. 149-173· Foreign Office, Documents on British foreign policy, 1919-1939, first series, τ. 4 (London: H.M. Stationery Office, 1952), έγγραφα αρ. 433 και 500.
[31]Foreign Office, Documents on British foreign policy, 1919-1939, first series, τ. 1 (London: H.M. Stationery Office, 1947), έγγραφο αρ. 12· Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομος ιστορία εκστρατείας Μικράς Ασίας, 1919-1922 (Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1967), σ. 34.
[32]A. F. Frangulis, La Grèce et la crise mondiale, τ. 2 (Paris: Librairie Félix Alcan, 1926), σ. 93-103· Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Θέματα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1996), σ. 160-161.
[33]Foreign Office, Documents on British foreign policy, 1919-1939, first series, τ. 8 (London: H.M. Stationery Office, 1958), έγγραφο αρ. 26.
[34]Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, 1919-1922. Επιχειρήσεις Φιλαδελφείας-Προύσης-Ουσάκ, Ιούνιος-Νοέμβριος 1920, τ. 2 (Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1957)· Παρασκευόπουλος, Αναμνήσεις, τ. 2, σ. 287-327.
[35]Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επιχειρήσεις εις Θράκην, σ. 45-62· Λεωνίδας Ι. Παρασκευόπουλος, Αναμνήσεις, 1896-1920, τ. 2 (Αθήνα: Πυρσός, 1935), σ. 328-350· Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα, σ. 272-276· Foreign Office, Documents on British foreign policy, 1919-1939, first series, τ. 13 (London: H.M. Stationery Office, 1963), έγγραφο αρ. 108.
[36]Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, σ. 130-157.
[37]Υπουργείο Εξωτερικών, Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Τουρκίας, υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1920)· [Foreign Office], Treaty of Peace with Turkey, signed at Sèvres, August 10, 1920 (London: H.M. Stationery Office, 1920).
[38]Υπουργείο Εξωτερικών, Συνθήκη μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Ελλάδος περί Θράκης· [Foreign Office], Treaty between the Allied Powers and Greece relative to Thrace.
[39]Υπουργείο Εξωτερικών, Συνθήκη μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας περί της Δωδεκανήσου, υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1920)· Skevos Zervos, La question du Dodécanèse et ses documents diplomatiques (Αθήνα: P. D. Sakellarios, 1926), σ. 96-107.
[40][Foreign Office], Treaty between the Principal Allied and Associated Powers and Greece, signed at Sèvres, August 10, 1920 (London: H.M. Stationery Office, 1920).
[41][Foreign Office], Tripartite Agreement between the British Empire, France and Italy respecting Anatolia, signed at Sèvres, August 10, 1920 (London: H.M. Stationery Office, 1920).
[42]Nicolson, Peacemaking, σ. 341.
[43]Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States. The Paris Peace Conference, 1919, τ. 3, σ. 874.
[44]Lloyd George, The truth, τ. 2, σ. 228-231.
[45]Nicolson, Curzon, σ. 91-93· Foreign Office, Documents on British foreign policy, τ. 13, έγγραφο αρ. 152· J. K. Hassiotis, «Shared illusions. Greek-Armenian co-operation in Asia Minor and the Caucasus, 1917-1922», στο: Greece and Great Britain during World War I (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1985), σ. 139-192.
[46]Bernard Lewis, The emergence of modern Turkey (London/Oxford/New York, NY: Oxford University Press, 1968, β΄ έκδοση), σ. 247.
[47]Επαμ. Ιω. Μάλαινος, Ιστορία των ξενικών επεμβάσεων, τ. 5 (Αθήνα: χ.ε., 1962), σ. 225-229.
[48]Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρίαση ΟΑ΄, 25 Αυγούστου 1920, σ. 1-9· Η ιστορική συνεδρίασις της Βουλής. Λόγοι των κ.κ. Θ. Σοφούλη, Ελευθ. Βενιζέλου, Εμμ. Ρέπουλη (εκ των εστενογραφημένων πρακτικών της Βουλής) (Αθήνα: Πατρίς, χ.χ.), σ. 3-33.
[49]Raymond Poincaré, Histoire politique. Chroniques de quinzaine, τ. 1 (Paris: Plon, 1920), σ. 264.