Βασίλης Ν. Κολλάρος
Η « ένθεος πνοή του Εικοσιένα» εκατό χρόνια μετά
Οι έκτακτες συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1921, δεν επέτρεψαν να γίνει με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821. Στο άρθρο αυτό θα περιγραφούν ποιες ήταν αυτές οι «έκτακτες συνθήκες», αναλύοντας την εσωτερική πολιτική κατάσταση, τις επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας, τη στάση των Συμμάχων σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα, τις εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο, καθώς και τα δημοσιογραφικά απόνερα του Εθνικού Διχασμού της δεκαετίας του 1910.[1]
Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 μέχρι τον Μάρτιο του 1921 καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τις μετέπειτα εξελίξεις στο Ανατολικό ζήτημα. Η επιστροφή των αντιβενιζελικών στην εξουσία, η εθελούσια εξορία του Βενιζέλου, η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου, οι αντιρρήσεις των Συμμάχων, η αντικατάσταση του επιτελείου της μικρασιατικής στρατιάς και οι εκκαθαρίσεις των βενιζελικών αξιωματικών, η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης του Εσκή Σεχήρ από τον ελληνικό στρατό, η παραίτηση του Δ. Ράλλη από την πρωθυπουργία, ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον γηραιό Ν. Καλογερόπουλο και οι εργασίες της Διάσκεψης του Λονδίνου συνθέτουν το σκηνικό της Ελλάδας στις αρχές του 1921.[2]

Σε αναζήτηση συμμαχικής αλληλεγγύης
Τον Φεβρουάριο του 1921 πραγματοποιήθηκε, μετά από πρωτοβουλία της Γαλλίας, η Διάσκεψη του Λονδίνου. Σε αυτήν πήραν μέρος η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα, ενώ την Τουρκία εκπροσώπησαν η σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και η επαναστατική κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας. Οι Σύμμαχοι, ή καλύτερα οι πρώην Σύμμαχοι της Ελλάδας, τάχθηκαν υπέρ της αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών.[3] Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι επιθυμούσαν την εκκένωση της χώρας, και ειδικά της Σμύρνης, από τον ελληνικό στρατό και ήταν κάθετοι σε αυτό.[4]
Η ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Νικόλαο Καλογερόπουλο και τον υπουργό Στρατιωτικών Δημήτριο Γούναρη, απέρριψε τις συμμαχικές προτάσεις και επέλεξε να επιβάλει με στρατιωτικά μέσα την ειρήνη στους Τούρκους. Επί του στρατιωτικού πεδίου, η απόφαση αυτή οδήγησε στην έναρξη μιας νέας σειράς επιθετικών επιχειρήσεων, που κορυφώθηκαν το καλοκαίρι του 1921, χωρίς όμως να σταθούν ικανές να αλλάξουν ουσιαστικά την πορεία της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αλλά ούτε και τη γνώμη των «Συμμάχων» ως προς τον τρόπο επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος.

Η Ελλάδα επέμενε στην αναζήτηση συμμαχικής υποστήριξης, αναφορικά με την μικρασιατική εκστρατεία, τη στιγμή που κανένας από τους πρώην Συμμάχους της χώρας, εκτός του Άγγλου πρωθυπουργού Λόυντ Τζωρτζ, δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία.[5]
Οι Γάλλοι, τον Μάρτιο του 1921, κατέληξαν σε μια πρώτη συμφωνία με τους Τούρκους για το ζήτημα του δημόσιου οθωμανικού χρέους και αναμένονταν και η υπογραφή ανακωχής για την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από την περιοχή της Κιλικίας.[6] Η νέα συμφωνία μεταξύ Γάλλων και Τούρκων υπεγράφη λίγες ημέρες αργότερα. Ωστόσο, η πράξη αυτή δεν επικυρώθηκε από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Ακολούθησε η υπογραφή νέας διμερούς συμφωνίας τον Οκτώβριο του 1921, βάσει της οποίας αποσύρθηκαν τα γαλλικά στρατεύματα από την Κιλικία, αφήνοντας πίσω τους πλήθος πολεμοφόδιων για τον στρατό του Κεμάλ. Το αντάλλαγμα της γαλλικής υποχώρησης ήταν οικονομικές διευκολύνσεις στην Τουρκία.
Οι Ιταλοί, εξ αρχής εχθρικοί με την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη το 1919, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν την ελληνική κυριαρχία.[7] Η στήριξη που παρείχαν στις δυνάμεις του Κεμάλ, υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Αποκορύφωμα των αγαστών σχέσεων της Ιταλίας με το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ ήταν υπογραφή, στο περιθώριο της Διάσκεψης του Λονδίνου, συμφωνίας που προέβλεπε οικονομικές διευκολύνσεις για τους Ιταλούς στην περιοχή της Αττάλειας με αντάλλαγμα τη διπλωματική και στρατιωτική στήριξη του Κεμάλ.[8]
Η σοβιετική Μόσχα, ήδη από τον Απρίλιο του 1920, είχε προσεγγίσει τον Κεμάλ και η μεταξύ τους σχέσεις αποκρυσταλλώθηκαν με τη τουρκοσοβιετική συνθήκη φιλίας του Μαρτίου του 1921, βάσει της οποίας οι Ρώσοι θα εφοδίαζαν τον Κεμάλ με στρατιωτικούς συμβούλους και πολεμικό υλικό, ενώ δεν θα αναγνώριζαν καμία από τις συνθήκες που είχαν επιβληθεί στην Τουρκία μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[9] Η Τουρκία εμφανιζόταν δυσαρεστημένη με τη στάση των Συμμάχων και για το λόγο αυτό οδηγήθηκε σε σύσφιξη των σχέσεών της με τους μπολσεβίκους. Ο τουρκικός τύπος στην Κωνσταντινούπολη έγραφε, ότι οι σχέσεις μεταξύ Τούρκων και μπολσεβίκων είχαν γίνει «στενώτεραι».[10]
Η Αγγλία, ο στενότερος σύμμαχος της χώρας μέχρι τον Νοέμβριο του 1920, εξακολουθούσε να επιμένει στη διευθέτηση του Ανατολικού ζητήματος, μέσω της Διάσκεψης του Λονδίνου,[11] ενώ είναι γεγονός ότι, από τον Μάρτιο του 1920, τα αγγλικά στρατεύματα είχαν αρχίσει να αποχωρούν από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, Λόυντ Τζωρτζ, διαπραγματευόταν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, χωρίς όμως τον οριστικό αποκλεισμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία.[12] Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποθάρρυνε την ελληνική αντιπροσωπεία, όταν η τελευταία υποστήριξε ότι είχε τις δυνατότητες να συντρίψει στρατιωτικά τον Κεμάλ και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.[13] Η αγγλική διπλωματία ανέμενε τις εξελίξεις για να προσαρμόσει αναλόγως τις θέσεις της.
Στο πνεύμα της ειρηνικής επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος κινήθηκε και ο διεθνής τύπος της εποχής, ενώ προσέγγιζε με αρκετή δυσπιστία τα ελληνικά ανακοινωθέντα από το μέτωπο.[14] Ο γαλλικός τύπος συμβούλευε τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας να προχωρήσουν σε κατάπαυση των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, καθώς η ελληνοτουρκική διένεξη ήταν προορισμένη να επιλυθεί μόνο από τους Συμμάχους.[15] Αντίθετα, ο ιταλικός Τύπος στήριζε σθεναρά με τα δημοσιεύματά του τις κεμαλικές δυνάμεις.[16] Παράλληλα, ο ξένος τύπος είχε πληροφορίες ότι η άμυνα της Άγκυρας είχε προπαρασκευαστεί, ενώ απέκλειε πιθανή προέλαση της Ελλάδας ανατολικότερα.[17]
Σύσσωμος ο ελληνικός Τύπος, μετά το τέλος των εργασιών της Διάσκεψης του Λονδίνου, έκανε λόγο για «το αγγλογαλλικόν διαζύγιον εις την Ανατολήν»,[18] το οποίο απειλούσε τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή. Η τελευταία «συμμαχική» συνάντηση είχε σκοπό να επιτρέψει στη Γαλλία και την Ιταλία να προχωρήσουν σε ιδιαίτερες συμφωνίες με την κεμαλική Τουρκία εις τρόπον ώστε η Αγγλία να μείνει μόνη και να παίξει το ρόλο του διαιτητή στην Ανατολή, ρυθμίζοντας τα συμφέροντα της στην περιοχή χωρίς τους εκβιασμούς των Ιταλών και των Γάλλων.[19] Η ελευθερία κινήσεων της Γαλλίας σε συνδυασμό με μια ενδεχόμενη αντικατάσταση του Λόυντ Τζωρτζ στην αγγλική πρωθυπουργία από τον κάποιον περισσότερο φιλελεύθερο πολιτικό, γεγονός που θα δρομολογούσε την αναθεώρηση της αγγλικής πολιτικής στο Ανατολικό ζήτημα, θα δημιουργούσε για την Ελλάδα ένα ζοφερό περιβάλλον στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου.

Η πραγματικότητα του μικρασιατικού μετώπου
Η επέτειος των εκατό χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 συνέπεσε χρονικά με τις μεγάλες επιθετικές ενέργειες του Ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, χωρίς όμως να αποφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, στις 10/23 Μαρτίου ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις με σκοπό την κατάληψη της περιοχής Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ και τη εξουδετέρωση των κεμαλικών δυνάμεων.[20] Στις 14/27 Μαρτίου 1921 κατελήφθη από τα ελληνικά στρατεύματα (Α΄ Σώμα Στρατού) το Αφιόν Καραχισάρ,[21] ενώ το Γ΄ Σώμα Στρατού, που είχε εξορμήσει για την κατάληψη του Εσκή Σεχήρ αντιμετώπισε σθεναρή αντίσταση από τα κεμαλικά στρατεύματα με αποτέλεσμα να υποχωρήσει στις αρχικές του θέσεις στην περιοχή της Προύσας. Αλλά και η κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ υπήρξε ολιγοήμερη, καθώς ξανάπεσε στα χέρια των κεμαλικών.[22]
Δεν ήταν, όμως, η πρώτη φορά που οι Έλληνες επιτελείς συναντούσαν σοβαρά εμπόδια στην προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς ανατολάς. Τέλη του 1920, η κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη, προσπαθώντας να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση, ανέθεσε στη στρατιά Μικράς Ασίας να ενεργήσει επιθετική αναγνώριση προς Εσκή Σεχήρ για να εξακριβώσει τη μαχητική ισχύ του στρατού του Κεμάλ. Έτσι, στις 24 Δεκεμβρίου 1920/6 Ιανουαρίου 1921 δυνάμεις του Γ΄ Σώματος Στρατού κινήθηκαν από Προύσα προς Εσκή Σεχήρ. Ωστόσο, συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από τα στρατεύματα του Κεμάλ και επέστρεψαν στις βάσεις τους.[23] Όλα έδειχναν ότι η ποιότητα των στρατευμάτων του Κεμάλ είχε αλλάξει. Στο εξής, η ελληνική στρατιά θα αντιμετώπιζε τουρκικό τακτικό στρατό και όχι ατάκτους.
Τα αποτελέσματα της «υποχώρησης» και το κόστος σε ανθρώπινες απώλειες δεν άργησαν να φανούν στην πρωτεύουσα. Τις επόμενες ημέρες κατέπλεαν συνεχώς στο λιμάνι του Πειραιά επίτακτα υπερωκεάνια γεμάτα με τραυματίες αξιωματικούς και οπλίτες από το μέτωπο της Μικράς Ασίας. Οι λυσσώδεις μάχες που δόθηκαν πριν το Εσκή Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ, είχαν αυξήσει τους νεκρούς και τραυματίες του Ελληνικού Στρατού. Όσοι μεταφέρονταν στον Πειραιά έφεραν ελαφρά τραύματα. Οι βαρύτερα τραυματισμένοι μεταφέρονταν στα στρατιωτικά νοσοκομεία της Σμύρνης και των Μουδανιών.
Ειδικότερα, «τας πρωϊνάς ώρας της χθες κατέπλευσεν εις τον λιμένα Πειραιώς το επίτακτον υπερωκεάνειον «Πατρίς», δια του οποίου διεκομίσθησαν 29 αξιωματικοί και 1536 οπλίται, τραυματίαι όλοι των τελευταίων λυσσωδών μαχών, αίτινες εδόθησαν προ του Εσκή – Σεχήρ… Άμα ως επλεύρισεν εις την προβλήτα του Βασιλέως Κωνσταντίνου το φέρων τους ηρωικούς τραυματίας υπερωκεάνειον, πλήθη κόσμου κατέκλυσαν την προ αυτού έκτασιν παρακολουθούντος με βαθείαν συγκίνησιν την αποβίβασίν των… εκ των τραυματιών οι πλείστοι διεκομίσθησαν εις τα στρατιωτικά νοσοκομεία Αθηνών δια των σιδηροδρομικών φορείων, 50 δε εξ αυτών εις το Χατζηκυριάκειον στρατιωτικόν νοσοκομείον».[24] Παρόμοια περιγραφή είχε και το Έθνος, το οποίο έγραφε ότι «δια του ατμοπλοίου «Τήνος» προερχομένου εκ Μουδανιών, αφίκοντο σήμερον την 11ην π.μ. 419 οπλίται τραυματίαι των μαχών του Εσκή Σεχήρ και εξ αξιωματικοί».[25] Η βασίλισσα Σοφία και οι πριγκίπισσες Ελένη και Αλίκη επισκέφθηκαν τα στρατιωτικά νοσοκομεία των Αθηνών στα οποία είχαν διακομιστεί οι τραυματίες.[26] Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι οι τελευταίες μάχες γύρω από το Εσκή Σεχήρ ήταν εξαιρετικά αιματηρές για τον ελληνικό στρατό και αυτό φαίνεται από τη συνεχή άφιξη τραυματιών στο λιμάνι του Πειραιά.
Στο δελτίο στρατιωτικής κατάστασης της 25ης Μαρτίου, ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας περιέγραφε τις απώλειες της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία. Πιο συγκεκριμένα, στη νότια ομάδα (Συγκρότημα Μεραρχιών του Νότου) επικρατούσε ησυχία και δεν υπήρχαν έμψυχες απώλειες, εκτός από 16 τραυματίες αξιωματικούς και 308 οπλίτες. Αντιθέτως, στη βόρεια ομάδα (Συγκρότημα Μεραρχιών του Βορρά) οι απώλειες υπολογίζονταν σε 4.000 άνδρες εκ των οποίων 600 νεκροί 400 βαριά τραυματισμένοι και οι υπόλοιποι ελαφρά.[27] Η αύξηση των απωλειών του ελληνικού στρατεύματος οφειλόταν, όπως προαναφέρθηκε, στο γεγονός ότι για πρώτη φορά οι Έλληνες αντιμετώπισαν οργανωμένα τμήματα τακτικού στρατού, που διέθεταν, χάρη στις συμμαχικές ευλογίες και τη συνδρομή των Ρώσων μπολσεβίκων, βαρύ πυροβολικό.[28]

Οι τραυματίες αξιωματικοί περιέγραφαν, σε δημοσιογράφους των αθηναϊκών εφημερίδων, τις σκληρές μάχες πριν το Εσκή Σεχήρ, καθώς και τη σθεναρή αντίσταση των δυνάμεων του Κεμάλ. Οι αφηγήσεις τους επικεντρώνονταν στο γεγονός, ότι ο εχθρός ήταν αριθμητικά ανώτερος και κατείχε θέσεις τις οποίες και είχε «τεχνικώς» οχυρώσει. Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε αρκετές δυνάμεις για να συνεχίσει τον αγώνα και να κυριεύσει όλα εκείνα τα ορεινά συγκροτήματα που περιστοίχιζαν το Εσκή Σεχήρ και για αυτό αποφασίστηκε η επάνοδος σε «προτέρας θέσεις», καθώς και η ενίσχυση του με στρατιώτες και βαρύ πυροβολικό.[29]
Η αριθμητική ενίσχυση των στρατευμάτων του Κεμάλ προέκυψε από τη μετακίνηση δυνάμεων από άλλα μέτωπα που είχαν ατονήσει,[30] με σκοπό να τα αντιτάξει απέναντι στην ελληνική στρατιά της Μικράς Ασίας. Οι Κεμαλικοί οργάνωναν την άμυνά τους στη γραμμή Ικόνιο – Καισάρεια – Άγκυρα, στην οποία και θα συγκέντρωναν τα στρατεύματα της Κιλικίας και του Καυκάσου, ενώ καλούσαν τους Τούρκους σε ενότητα έναντι του κοινού κινδύνου.[31]
Το ίδιο διάστημα, η σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της στους Ευρωπαίους αρμοστές για τον θαλάσσιο αποκλεισμό που είχαν επιβάλει οι Έλληνες, ενώ ζήτησε άδεια για να διενεργήσει επιστράτευση μεταξύ των Τούρκων της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα, επέδωσε στις συμμαχικές αρχές διακοίνωση με την οποία ξεκαθάρισε ότι δεν επιθυμούσε να μεταβληθούν τα Στενά και οι ακτές της Προποντίδας σε βάσεις αποβίβασης ελληνικών όπλων και πολεμοφοδίων.[32]
Μετά τα γεγονότα αυτά, προέκυψε για την Ελλάδα η ανάγκη να αυξήσει την αριθμητική δύναμη του στρατού της στη Μικρά Ασία και για το λόγο αυτό κάλεσε τρεις ηλικίες υπό τα όπλα, οι οποίες θα απέδιδαν στρατό 45.000 ανδρών περίπου.[33] Με διαταγή του διοικητή της στρατιάς Μικράς Ασίας κλήθηκαν όπως παρουσιαστούν μέχρι τις 28 Μαρτίου «πάντες οι Έλληνες στο γένος κάτοικοι της κατεχομένης ζώνης και ανήκοντες εις τας κλάσεις επιστρατεύσεως 1915, 1916, 1917, 1918, 1919, 1920 και 1921». Ο δε σμυρναίικος Τύπος προέτρεπε τους κληθέντες να προσφέρουν την υπέρτατη υπηρεσία προς το αγωνιζόμενο έθνος.[34] Τον Απρίλιο ακολούθησε νέα διαταγή επιστράτευσης με την οποία κλήθηκαν οι κλάσεις 1913α, 1912, 1904 και 1903 από ολόκληρη την Ελλάδα.[35]
Ως προς τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων, από τα πολεμικά ανακοινωθέντα της 24ης Μαρτίου διαφαίνεται ότι η βόρεια ομάδα (με έδρα την Προύσα) ανέμενε την αποστολή ενισχύσεων για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις κατά του Εσκή Σεχήρ, αλλά είχε καταβάλει υψηλό φόρο αίματος για τη μέχρι τότε προέλασή της.[36] Η δε νότια ομάδα (με έδρα το Ουσάκ), περίμενε και αυτή ενισχύσεις για να προχωρήσει στην ανακατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ.[37]

Ο Γούναρης από το παρασκήνιο στο προσκήνιο
Ο υπουργός Στρατιωτικών Δημήτριος Γούναρης, αμέσως μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό, καθώς όπως προαναφέρθηκε συμμετείχε στην ελληνική αντιπροσωπεία που πήρε μέρος στις εργασίες της Διάσκεψης του Λονδίνου, υπήρξε ξεκάθαρος ότι η λύση των ζητημάτων της Μικράς Ασίας θα προερχόταν από τη δράση του Ελληνικού Στρατού. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε «δεν έχω να προσθέσω παρά μόνον την πεποίθησίν μου ότι επετεύχθη, ώστε η διευθέτησις των εθνικών ζητημάτων να ανατεθεί εις τον στρατόν μας» και «δύναμαι να βεβαιώσω ότι επετεύχθη, ώστε τα εθνικά μας συμφέροντα να εξαρτώνται εκ της δράσεως του γενναίου στρατού μας. Η νίκη του θα εξασφαλίση αυτά τελείως. Ημπορούμεν να έχωμεν ακλόνητον την πεποίθησιν ότι ουδείς θα παρακωλύση το εθνικόν έργον του στρατού μας. Ούτε επιτρέπεται αμφιβολία ότι εκ της ούτω δημιουργηθησομένης καταστάσεως θα προκύψωσιν αποτελέσματα ικανοποιητικά δια τας θυσίας εις ας υποβαλλόμεθα».[38]
Η δήλωση αυτή φανέρωνε την απόφαση της τότε ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της μικρασιατικής υπόθεσης, καθώς κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Λονδίνου έγινε ξεκάθαρο ότι ή η Ελλάδα θα διαπραγματευόταν την αναθεώρηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών ή θα έπρεπε με στρατιωτικές κινήσεις – νίκες να ενισχύσει τη θέση της στο τραπέζι των μελλοντικών διαπραγματεύσεων, πείθοντας τους Συμμάχους περί της δυναμικής του Ελληνικού Στρατού να επιλύσει το Ανατολικό ζήτημα. Ήλπιζε ότι «οι κραταιοί ημών Σύμμαχοι πρώτοι θα αναγνωρίσουν και θα επικροτήσουν το έργο του (σ.σ. του Ελληνικού Στρατού)».[39] Αναγνώρισε, επίσης, ότι «τα προς ημάς αισθήματα των κραταιών ημών Συμμάχων, οι οποίοι ενδιαφέρονται, και ευλόγως, υπέρ της ταχείας αποκαταστάσεως της ειρήνης, θα ενισχυθώσιν εκ της υπηρεσίας ην παρέχομεν εξασφαλίζοντες δια των θυσιών μας μόνιμον και αδιατάρακτον την ειρήνην εν τη Ανατολή».[40]
Ωστόσο, τα αρνητικά αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Μαρτίου και η συνεχής άφιξη τραυματιών στον Πειραιά, άσκησαν πίεση στην κυβέρνηση Καλογερόπουλου, καθώς ανατρεπόταν η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία και εμφανιζόταν η Ελλάδα αφερέγγυα, σε σχέση με τις προηγούμενες δηλώσεις της, περί στρατιωτικής συντριβής του Κεμάλ, στη Διάσκεψη του Λονδίνου. Η πίεση αυτή πυροδότησε υπόγειες συζητήσεις στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης, με σκοπό την εκτόνωση της κρίσης.
Ειδικότερα, στις 23 Μαρτίου/5 Απριλίου, ο Γούναρης μετέβη στα ανάκτορα για συνομιλίες με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η συνάντηση συνδεόταν με την πρωτοβουλία των «Γουναρικών» για την ανάγκη ανασυγκρότησης της κυβέρνησης, υπό τον αρχηγό τους, για λόγους αποκατάστασης της κυβερνητικής ομοιογένειας και της κοινοβουλευτικής τάξης, όπως οι ίδιοι υποστήριζαν.[41]
Ο ίδιος ο Γούναρης ήταν σύμφωνος με την πρωτοβουλία των κορυφαίων του κόμματός του, οι οποίοι ζήτησαν το ταχύτερο δυνατό την αντικατάστασή του Καλογερόπουλου, χωρίς να λάβουν υπόψη τους «τας σπουδαίας υπηρεσίας» του προς το Λονδίνο και το Παρίσι, μετά την παραίτηση του προκατόχου του Δημητρίου Ράλλη. Παρ’ όλα αυτά, οι Γουναρικοί επέμεναν στη συμμετοχή του Καλογεροπούλου στη νέα κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν, στη θέση του υπουργού των Οικονομικών.[42]
Ο Καλογερόπουλος, όμως, αρνήθηκε να παραιτηθεί από το πρωθυπουργικό αξίωμα, παρότι δεχόταν πιέσεις από τους «Γουναρικούς», ενώ απέρριψε την προσφορά που του έγινε να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών. Ο ίδιος ήταν δυσαρεστημένος με τη στάση του Γούναρη, ενώ κύκλοι προσκείμενοι στον πρωθυπουργό πίστευαν, ότι ο Γούναρης δεν θα κατορθώσει να εξυπηρετήσει «καρποφόρως» τις εξωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.[43] Παράλληλα, οι υπόγειες διεργασίες ήταν έντονες, ενώ καθημερινές ήταν και οι συσκέψεις μεταξύ των κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης Καλογεροπούλου, όπως οι Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης, Τσαλδάρης και Μπαλτατζής, καθώς όλοι τους είχαν προσωπικές φιλοδοξίες και αλληλοσυγκρουόμενες αξιώσεις.
Τελικά, η κυβέρνηση Καλογερόπουλου δεν άντεξε το βάρος της αποτυχίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Μαρτίου και παραιτήθηκε στις 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1921.[44] Ο γηραιός πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του στο βασιλιά και ο τελευταίος ανέθεσε στον Γούναρη τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης.[45] Αποφασίστηκε, επίσης, ότι η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης θα γινόταν την ίδια μέρα ή το αργότερο την επόμενη.[46] Ωστόσο, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας ανέβαλε τις πολιτικές εξελίξεις. Η νέα, αμιγώς «γουναρική», κυβέρνηση ορκίστηκε την ίδια ημέρα, ενώ ο Καλογερόπουλος δεν συμμετείχε σε αυτή, επικαλούμενος λόγους υγείας.[47]
Ο Γούναρης, στις πρώτες δηλώσεις του ως πρωθυπουργός, επανέλαβε, ότι «η ευτυχής λύσις όλων των εκκρεμών εθνικών ζητημάτων» στη Μικρά Ασία, εξαρτιόταν από τις ελληνικές λόγχες.[48] Σκοπός των στρατιωτικών επιχειρήσεων, που μόλις είχαν ξεκινήσει, ήταν να «επιβάλωμεν την ειρήνην εις τους Τούρκους».[49] Η ανάληψη της εξουσίας από τον Γούναρη επιτάχυνε την προετοιμασία για μια νέα επιθετική κίνηση της μικρασιατικής στρατιάς. Τέλη Μαρτίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Υπουργείο Στρατιωτικών παρουσία του Γούναρη, του υπουργού των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη και του επιτελάρχη υποστράτηγου Κ. Γουβέλη. Πολύ έντονα συζητήθηκε και η πιθανότητα μετάβασης του βασιλιά στο μέτωπο, καθώς και η περαιτέρω στελέχωση – συμπλήρωση του επιτελείου του γενικού στρατηγείου Μικράς Ασίας.[50] Ωστόσο, πριν από τον Κωνσταντίνο, τον Απρίλιο του 1921, ο πρωθυπουργός, συνοδευόμενος από τους στρατηγούς Β. Δούσμανη και Ξ. Στρατηγό, καθώς και τον υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, επισκέφτηκε τη Σμύρνη.[51]
Ακολούθησε, στις 30 Μαΐου, επίσημη επίσκεψη του βασιλιά Κωνσταντίνου στη Σμύρνη, στο πλαίσιο της ανύψωσης του ηθικού του στρατεύματος, λίγο πριν τη μεγάλη θερινή εξόρμηση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Αφιον Καραχισάρ και του Εσκή Σεχήρ.[52] Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Γούναρη προσπάθησε να αναστήσει το «Βασιλικό Αρχιστρατηγείο» των Βαλκανικών Πολέμων, τοποθετώντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο επικεφαλής της μικρασιατικής εξόρμησης και παρόντα στον αγώνα στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, ενώ ο Δούσμανης ανέλαβε αρχηγός του επιτελείου.[53]
Κωνσταντίνος ΙΒ’ – Αποβίβαση βασιλιά στη Σμύρνη – Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «Πανόραμα του Αιώνα»
Η ελληνοτουρκική σύγκρουση είχε λάβει πια ολοκληρωτικό χαρακτήρα και για αμφότερες τις εμπόλεμες πλευρές. Η νίκη στον αγώνα αυτό, συνδεόταν με την εθνική επιβίωση των εμπλεκομένων.[54] Αρχές Απρίλιου 1921, ο στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης, διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, που επιχειρούσε στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, έδωσε τον τόνο της θερινής επίθεσης που θα ξεκινούσε τους επόμενους μήνες: «Ο διεξαγόμενος πόλεμος δεν είναι πόλεμος της Ελλάδος εναντίον του επαναστάτου Κεμάλ, είναι πόλεμος της ελληνικής φυλής προς το τουρκικόν έθνος, πόλεμος μάλιστα σκληρός μέχρις εξοντώσεως του ενός εκ των δυο αντιπάλων».[55]

Ένας άλλος, εσωτερικός «πόλεμος»
Η σύγκρουση των δυο αντιπάλων ιδεολογικών στρατοπέδων, με όλα τα ακραία στοιχεία που είχε λάβει το προηγούμενο διάστημα (απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου – δολοφονία Ίωνος Δραγούμη), μεταφέρθηκε και στο χώρο του Τύπου. Δεν υπήρξε, λοιπόν, χώρος για μετριοπαθείς φωνές, καθώς οι ακραίες δημοσιογραφικές πένες κάθε πλευράς, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, κατεύθυναν τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας. Οι εκκλήσεις για εθνική ομοψυχία και ενότητα, που εκπορεύονταν από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο και ήταν απαραίτητη για ένα εμπόλεμο έθνος, προσέκρουσαν στην καχύποπτη ως αρνητική διάθεση του αντικυβερνητικού Τύπου έναντι των εξελίξεων στη Μικρά Ασία.
Παρόλο που ο φιλοκυβερνητικός Τύπος υπογράμμιζε ότι «προ πάσης θέσεως βάσεων δια την εσωτερικήν ανασυγκρότησιν, προ πάσης εφαρμογής μέτρων δια την κοινωνικήν αποκατάστασιν, επείγει η καταβολή πάσης προσπαθείας προς συναγερμόν όλων των εθνικών δυνάμεων, δια την τελειοτέραν και ασφαλεστέραν διεξαγωγήν του αγώνος του έθνους εν Μικρά Ασία»,[56] ο φιλοβενιζελικός Τύπος μεμφόταν την κυβερνητική παράταξη για παραμέληση της πολεμικής κινητοποίησης στο βωμό μικροπολιτικών συμφερόντων και για περίοδο ακυβερνησίας.[57] Εν ολίγοις, «μας είνε αδύνατον και προς στιγμήν να υποθέσωμεν ότι αι μέριμναι των τελευταίων ημερών, αίτινες τόσον πυρετώδεις εστράφησαν περί την τοιαύτην ή τοιαύτην ανασυγκρότησιν της κυβερνήσεως περισπούν και αποσπούν και κατ’ ελάχιστον και επί δευτερόλεπτον τον κυβερνητικόν νουν από τας γραμμάς του μετώπου, εις τας λόγχας του οποίου κρέμαται η τιμή και η ύπαρξις της Ελλάδος».[58]
Τα δημοσιεύματα των φιλοβενιζελικών εφημερίδων ήταν ιδιαίτερα καυστικά, όσον αφορά την κυβερνητική αναταραχή, η οποία θα μπορούσε να βλάψει την ένταση και το συντονισμό της ελληνικής δυναμικής στη Μικρά Ασία. Το εσωτερικό μέτωπο έπρεπε να «κινείται προς τα εμπρός εις ενίσχυσιν του μετώπου του αγώνος και του αίματος, με την αυτήν αποφασιστικήν ορμήν και το αυτό άγρυπνο βλέμμα».[59] Μπορεί ο Γούναρης να ζήτησε από τον ελληνικό λαό να ατενίζει διαρκώς προς τα μικρασιατικά εδάφη, εκεί όπου ο Ελληνικός Στρατός επιτελούσε το εθνικό του έργο, ωστόσο η κυβέρνηση δεν έπρεπε, σύμφωνα με τον φιλοβενιζελικό Τύπο, να χάνει ούτε στιγμή από τα μάτια της το θέατρο του πολέμου.[60]
Ο Γούναρης, χωρίς πλέον «συμπρωθυπουργούς και άνευ καλυμμάτων»,[61] ανέλαβε την εξουσία υπό περιστάσεις εξαιρετικά κρίσιμες και δραματικές για την τύχη της χώρας. Εκτός της στρατιωτικής κινητοποίησης, ο νέος πρωθυπουργός είχε να αντιμετωπίσει και τα αγκάθια της οικονομίας. Να σημειωθεί ότι παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις, το ίδιο διάστημα, ο τότε γενικός διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Δημήτριος Μάξιμος, βρέθηκε στο Λονδίνο με σκοπό να πετύχει τη σύναψη δανείου. Ωστόσο, οι τραπεζικοί και οικονομικοί κύκλοι του Λονδίνου, καθώς και η ίδια η αγγλική κυβέρνηση, ήταν απρόθυμοι να χορηγήσουν δάνειο στην Ελλάδα, επικαλούμενοι την τρέχουσα οικονομική και εμπορική κρίση που μάστιζε τις ευρωπαϊκές αγορές. Ενδιαφέρον είναι ότι ο Μάξιμος συνέδεε μια πιθανή σύναψη δανείου με την αίσια έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.[62]
Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα της νέας κυβέρνησης Γούναρη παρέμενε η έλλειψη εθνικής πολιτικής στο μικρασιατικό ζήτημα. Το εσωτερικό μέτωπο είχε διαρραγεί, καθώς τα απόνερα του Εθνικού Διχασμού επηρέαζαν βαθύτατα την πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου.[63] Το κλίμα αυτό αναπαραγόταν από τον Τύπο της εποχής, που υποδαύλιζε συνεχώς τη διχόνοια και τα πολιτικά πάθη της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι βενιζελικές εφημερίδες αποδομούσαν συνεχώς τις διπλωματικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων, ενώ ο φιλοκυβερνητικός Τύπος έκανε λόγο «ηττομανή προπαγάνδα»,[64] προερχόμενη από ένα «αποδοκιμασθέν κόμμα», υπονοώντας την ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.[65]
Επί παραδείγματι, μεγάλη αναστάτωση επικράτησε στον Τύπο για την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία τον Μάρτιο του 1921. Ορισμένες βενιζελικές εφημερίδες δημοσίευαν ειδήσεις περί μεγάλων απωλειών του Ελληνικού Στρατού στη μάχη του Εσκή Σεχήρ (βλ. παραπάνω),[66] προεξοφλούσαν την αντικατάσταση του αρχιστράτηγου των ελληνικών δυνάμεων της Μικράς Ασίας και αμφισβητούσαν εν γένει την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων.[67] Παράλληλα, η λογοκρισία που είχε επιβληθεί στον Τύπο, στερούσε από τον ελληνικό λαό την πραγματική αλήθεια για όσα διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Ο φίλα προσκείμενος στην κυβέρνηση Τύπος ζητούσε την έκδοση επίσημου ανακοινωθέντος από το Υπουργείο Στρατιωτικών, στο οποίο θα αναφερόταν τα ονόματα των πεσόντων και των τραυματιών των επιχειρήσεων του Μαρτίου. Το φιλοκυβερνητικό Σκριπ έγραφε ότι «η στάσις ωρισμένων οργάνων του αντιπολιτευομένου τύπου, καταχρωμένων της ανοχής του καθεστώτος και της ελευθερίας της παραχωρηθείσης μετά έκκλησιν προς τον πατριωτισμόν εκάστου υπερέβη πλέον κάθε όριον πολεμικής και κάθε όριον ηθικής. Δεν είναι στάσις οργάνων ελληνικού τύπου, δεν είνε στάσις εφημερίδων φερουσών ελληνικούς τίτλους. Είνε στάσις εχθρικών εφημερίδων αμιλλωμένη όχι πλέον εν ηττομανία, αλλά εν καθαρά προδοσία… Δεν παραλείπεται ψευδής είδησις, δεν παραμελείται κακοήθης υπαινιγμός, δεν λησμονείται συκοφαντία, η οποία, έστω και κατ’ ελάχιστον, θα συνέτεινεν εις τον κλονισμόν του ηθικού του στρατεύματος και εις την ενίσχυσιν της ιδέας, ότι η Ελλάς ευρίσκεται ενώπιον φοβεράς καταστροφής εν Μ. Ασία, η οποία να μη εξαίρεται υπό των προδοτών τούτων».[68]
Στις 27 Μαρτίου/9 Απριλίου, προφυλακίστηκε ο διευθυντής της εφημερίδας Πατρίς Δ. Λαμπράκης, διότι δημοσίευσε άρθρο με το οποίο χαρακτήριζε τις επιχειρήσεις του Εσκή Σεχήρ ως «στρατιωτικό ατύχημα».[69] Για το ίδιο ζήτημα, ο αρχηγός του επιτελείου Κ. Γουβέλης εξέφραζε την κατάπληξή του για το γεγονός ότι ελληνική εφημερίδα, σε κρίσιμες εθνικές στιγμές, έκανε λόγο για «ατύχημα και συμφορά», όσον αφορά τις επιχειρήσεις στο Εσκή Σεχήρ.[70]
Κοινή, τουλάχιστον, ήταν η στάση του ελληνικού Τύπου έναντι ορισμένων «Συμμάχων» της χώρας, που υπονόμευαν το ελληνικό εγχείρημα στη Μικρά Ασία και επεδίωκαν με κάθε τρόπο τον τερματισμό της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στα εδάφη της Ανατολής.

Τα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου για τη στάση της Ιταλίας στο μικρασιατικό μέτωπο οδήγησαν τον πρεσβευτή της Ιταλίας στην Αθήνα (χωρίς όνομα) Μοντάνα να επισκεφθεί, στις 27 Μαρτίου/9 Απριλίου, τον υπουργό Εξωτερικών Γ. Μπαλτατζή, αλλά και τον πρωθυπουργό, και να προβεί σε έντονο διάβημα για τη φρασεολογία ορισμένων αθηναϊκών εφημερίδων, όσον αφορά τα δημοσιεύματα για τον εντοπισμό Ιταλών αξιωματικών μεταξύ των αιχμαλώτων του Ελληνικού Στρατού.[71] Ζήτησε, ακόμα, από την ελληνική κυβέρνηση αποδείξεις για τα καταγγελλόμενα, ότι ιταλικά πλοία εφοδίαζαν τον κεμαλικό στρατό.[72] Ο ίδιος, επίσης, διαμαρτυρήθηκε για τις πληροφορίες περί σφαγών στην ιταλική ζώνη της Μικράς Ασίας και σύλληψης του μητροπολίτη Εφέσου.
Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ανταπάντησε ότι οι πληροφορίες των εφημερίδων είχαν ιδιωτική προέλευση, προερχόμενες από τηλεγραφήματα των ανταποκριτών τους στη Σμύρνη. Εν τούτοις, η κυβέρνηση θα προχωρούσε στις δέουσες συστάσεις προς τις εφημερίδες και θα διέψευδε ως ανακριβείς τις ειδήσεις αυτές.[73]
Ωστόσο, ο ερεθισμός των ελληνικών εφημερίδων προκαλούνταν από τη διεθνή ειδησεογραφία της περιόδου, που ανεδείκνυε την Ιταλία σε σταθερό υποστηρικτή της κεμαλικής προπαγάνδας. Τη στιγμή που ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα διαμαρτύρονταν για τα γραφόμενα των ελληνικών εφημερίδων, ο μεγάλος βεζίρης Τεβφίκ Πασά βρισκόταν στην Ιταλία, όπου είχε επαφές με τον Ιταλό υπουργό των Εξωτερικών κόμη Σφόρτσα. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο διάστημα, βρισκόταν στην Ιταλία και ο αντιπρόσωπος της κεμαλικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του Λονδίνου, Μπεκήρ Σαμή βέης, ο οποίος είχε γίνει δεκτός από τον Πάπα![74]
Ο εορτασμός της Εκατονταετηρίδας
Οι εορτασμοί της εκατονταετηρίδας από την κήρυξη της ελληνικής Επανάστασης του 1821 ήταν εξαιρετικά περιορισμένοι, λόγω των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων. Μολαταύτα, η εφημερίδα Εμπρός στο φύλλο της 25ης Μαρτίου 1921 έγραφε, ότι διεξήχθησαν με κάθε μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα οι πανηγυρικές εκδηλώσεις για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας από την Επανάσταση του 1821. Οι εκδηλώσεις τελούσαν υπό την αιγίδα του Εθνικού Συνδέσμου υπό την προεδρία του μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου Βασιλείου.[75]
Παραμονή της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου, «η πόλις εφωταγωγήθη και η κίνησις υπήρξε ζωηρωτάτη μέχρι βαθείας νυκτός. Εφωταγωγήθησαν επίσης όλα τα δημόσια καταστήματα και αι τράπεζαι εκ των οποίων ιδιαιτέρως η Εθνική, προ της εισόδου της οποίας συνωθείτο μέχρι του μεσονυκτίου σχεδόν πολύς κόσμος…».[76]
Ανήμερα, η πρωτεύουσα ξύπνησε υπό τους ήχους των κανονιοβολισμών από το λόφο του Λυκαβηττού, αναγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της ημέρας. Η κίνηση στην πόλη υπήρξε έντονη, ενώ οι κεντρικές οδοί είχαν διακοσμηθεί με κυανόλευκες σημαίες. Από κάθε γωνιά της πόλης, πλήθη κόσμου συνέρεαν στις κεντρικές οδούς, καθώς αργότερα επρόκειτο να διέλθουν οι βασιλείς, αλλά και προς τον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, όπου θα τελούνταν η επίσημος δοξολογία.[77] Όσο περνούσε η ώρα, ο συνωστισμός στις πλατείες και τα πεζοδρόμια καθίστατο ακόμα μεγαλύτερος. Πολιτικές, δημοτικές και στρατιωτικές αρχές, ανώτεροι διοικητικοί και δικαστικοί υπάλληλοι, διοικητικά συμβούλια συλλόγων και σωματείων είχαν κατακλύσει τον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών. Ακολούθησε η προσέλευση των μελών του υπουργικού συμβουλίου και λίγο αργότερα κατέφθασε η βασιλική οικογένεια.[78]
Μετά τη δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, ακολούθησαν τα εξής: εκφώνηση του πανηγυρικού τη ημέρας από τον καθηγητή ιστορίας, Π. Καρολίδη στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στέψη του μνημείου των Ιερολοχιτών στο Πεδίον του Άρεως από τους εκπροσώπους της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, επιμνημόσυνη δέηση υπέρ του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των πεσόντων του Δραγατσανίου από τον μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και αποκάλυψη αναμνηστικής πλακέτας από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, καθώς και στέψεις των ανδριάντων του Ρήγα Φεραίου, του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και του Αδαμάντιου Κοραή.[79]

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών στους τάφους των αγωνιστών του 1821, όπως του Κανάρη, του Κολοκοτρώνη, του Ξάνθου, του Λόντου, του Μακρυγιάννη, του Ανδρούτσου και του (Ανδρέα) Μεταξά, στους οποίους κατατέθηκαν δάφνινα στεφάνια, συνοδευόμενα από ενθουσιώδεις ομιλίες.[80]
Πανηγυρικές εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος, η Φλώρινα, το Ναύπλιο, η Πάτρα, η Λάρισα και σε πολλές ακόμα. Ξεχωρίζει ο εορτασμός στην Αδριανούπολη, ενώ συγχρόνως, στο πλαίσιο των εορτασμών, η βασίλισσα Σοφία απηύθυνε έκκληση να συγκεντρωθούν χρήματα μέσω του πανελλήνιου εράνου για τους τραυματίες, τα ορφανά του πολέμου και τις οικογένειες των εφέδρων.
Η μικρασιατική εκστρατεία και ο συμβολισμός του 1821
Τα εξώφυλλα των αθηναϊκών εφημερίδων της 25ης Μαρτίου 1921 υπήρξαν ανάλογα της ημέρας. Ο Τύπος ανέδειξε τη σημασία της Επανάστασης του 1821, ως γενεσιουργός αιτία της ίδρυσης του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ενώ δεν έλειψαν οι αναδρομές και η σύνδεση με την τρέχουσα τότε πολιτική και στρατιωτική κατάσταση.
Για παράδειγμα, η εφημερίδα Εμπρός έγραφε ότι «μετά εκατόν έτη από της αγίας και ενδόξου ημέρας καθ’ ην εβρόντησαν τα πρώτα καρυοφύλλια εις τα βουνά των Καλαβρύτων, εξαγγέλλοντα το κήρυγμα της Αναστάσεως του Γένους, τα τεκνά των ηρώων του Εικοσιένα, με το όπλον ανά χείρας μάχονται σήμερον κατά του αυτού εχθρού, με τον αυτόν παλμόν, με την αυτήν ιδέαν, με την αυτήν αστραπήν, με την αυτήν απόφασιν, με την αυτήν αυτοθυσία, με το αυτό αίμα, δια τον αυτό σκοπόν, προς το αυτό τέρμα, κρατούντα υψηλά την αυτήν σημαίαν, την οποία ύψωσε και ηυλόγησεν ο Γερμανός εις την Μονήν της Λαύρας, σύμβολο της Νίκης και της Ελευθερίας».
»Ποιον άραγε μεγαλοπρεπέστερον και ωραιότερον και θριαμβευτικώτερον πανηγυρισμόν της εκατοστής επετείου της 25ης Μαρτίου ηδύναντο να ποθήσουν και να αξιώσουν αι ψυχαί των αθανάτων εκείνων Ελλήνων, από τον πύρινον ύμνον της δόξης και του θανάτου, τον οποίον εκπέμπουν σήμερον τα στόματα των ελληνικών πυροβόλων εις τα όρη της Μικράς Ασίας, και από την νικητήριον κραυγήν των νέων Ελλήνων ηρώων, ήτις αντηχεί παιάν απέραντος ελληνικός εις ολόκληρον την Ανατολή, συντρίβουσα τας τελευταίας αλύσεις της τουρκικής τυραννίας;».[81]
Το Έθνος σημείωνε ότι «από τις 25 Μαρτίου 1821 μέχρι τις 25 Μαρτίου 1921, η Ελλάς διέγραψε φωτεινήν τροχιάν, η οποία ήρχισεν από τα Καλάβρυτα δια να φθάση και προ της Κωνσταντινουπόλεως, εις την Σμύρνην, εις την Προύσσαν και εις το Αφιόν Καραχισσάρ».[82] Οι εφημερίδες παρομοίαζαν τη σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων, κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης του 1821, με εκείνη των βιβλικών μορφών του Δαβίδ και του Γολιάθ, καθότι οι επαναστατημένοι Έλληνες αντιμετώπισαν έναν κολοσσό που εκτεινόταν γεωγραφικά από τον Δούναβη και την Κριμαία μέχρι τον Περσικό Κόλπο και την Αλγερία.[83]
Ο εορτασμός της επετείου των εκατό χρόνων από τον ξεσηκωμό του έθνους συνέπεσε με μια νέα, διαφορετική αυτή τη φορά, σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Το 1821 το διακύβευμα ήταν η απελευθέρωση από τους Οθωμανούς και η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ενώ το 1921 η ελληνοτουρκική σύγκρουση μαινόταν στη καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφορούσε το εδαφικό μεγάλωμα της Ελλάδας στο πλαίσιο του εθνικού οράματος της Μεγάλης Ιδέας.[84]
Τα δημοσιεύματα του Τύπου, εμφανώς συναισθηματικά φορτισμένα, υπογράμμιζαν ότι η «σπάθη του Επαναστάσεως» αποτέλεσε οδηγό για την Ελλάδα του 1921. Οι Έλληνες του 1921 έχυναν το αίμα τους για να στερεώσουν το οικοδόμημα, το οποίο θεμελίωσαν οι ήρωες της Επανάστασης. Για τον λόγο αυτό, εξισώνονταν οι τελευταίοι με τους μαχητές της Μικράς Ασίας. Η αρθρογραφία των εφημερίδων αντιλαμβάνονταν το 1921 ως ιστορική δικαίωση της Επανάστασης, υπό την έννοια ότι ο αγώνας των εξεγερμένων Ελλήνων, όχι μόνο οδήγησε στην ανεξαρτησία, αλλά, εκατό χρόνια μετά, έβρισκε το ελληνικό έθνος στη μέγιστη εδαφική του διαπλάτυνση. Το γεγονός αυτό φανέρωνε μια αταλάντευτη πορεία του ελληνικού έθνους, στο δρόμο που χάραξε η «ένθεος πνοή του Εικοσιένα».[85] Κυριαρχούσε, λοιπόν, η αίσθηση ότι «το παρόν εφάνη αντάξιον του παρελθόντος και εγγυάται περί του μέλλοντος».[86]
Ωστόσο, ο Τύπος άφηνε σαφείς υπαινιγμούς για τον ρόλο των Συμμάχων της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, γινόταν ένας παραλληλισμός ανάμεσα στην αρχικά αρνητική στάση της ευρωπαϊκής διπλωματίας απέναντι στο ξέσπασμα της ελληνικής Επανάστασης και στη στάση των Ευρωπαίων το 1921, οι οποίοι, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, είχαν μεταβάλει άρδην τη στάση τους έναντι της Ελλάδας, κρυμμένοι πίσω από την επάνοδο του «Γαμβρού του Κάιζερ».[87] Κατά τον Αγώνα του 1821, οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν επικράτησαν μόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Ιεράς Συμμαχίας, ενώ η ίδια συμμαχική εμπάθεια επικρατούσε ξανά έναντι της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία.
Η στάση του ελληνικού Τύπου δεν ήταν άσχετη με τις τελευταίες εξελίξεις στο πλαίσιο της Διάσκεψης του Λονδίνου, καθώς από συμμαχική συνάντηση για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος είχε εξελιχθεί σε διαπραγμάτευση των Συμμάχων με τον Κεμάλ, με τους Ευρωπαίους να πλειοδοτούν για να αποσπάσουν από τον ηγέτη του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος οικονομικά ανταλλάγματα.
Ακόμα, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας συνέπεσε με σημαντικές δηλώσεις του Γάλλου πρωθυπουργού Αριστίντ Μπριάν, που διαδέχθηκε τον Ιανουάριο του 1921 τον Ρεϋμόν Πουανκαρέ, αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας στο Ανατολικό ζήτημα. Εν ολίγοις, ξεκαθάρισε ότι «ευρισκόμεθα ενώπιον συμφωνιών οίτινες δεν εκυρώθησαν υπό της Βουλής, αλλ’ οίτινες εν τούτοις δεν παύουν να υφίστανται».[88] Ενώ ως προς το ζήτημα της παλινόρθωσης του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, δήλωσε ότι «δεν ηδυνάμεθα βεβαίως να εμποδίσωμεν τον ελληνικόν λαόν από του να εκδηλώση την θέλησίν του δια μιας εκλογής. Δια τον ελληνικόν λαόν διατηρούμεν αισθήματα φιλίας, των οποίων αι ρίζαι δέον να αναζητηθούν εις το μεμακρυσμένον παρελθόν. Εν τούτοις, η στάσις μας επί του Ανατολικού, υποδεικνύει ότι γνωρίζομεν συγχρόνως να περιφρουρούμεν τα ιερά συμφέροντα του έθνους».[89]
Η Γαλλία είχε ήδη χαράξει τη δική της πορεία στο μικρασιατικό ζήτημα, γεγονός που φάνηκε και από την προηγούμενη γαλλοκεμαλική συμφωνία για την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία, δίνοντας έτσι στους Τούρκους την ευκαιρία να μετακινήσουν δυνάμεις στο μέτωπο του Εσκή Σεχήρ.[90]

Διχασμένη εκατονταετηρίδα
Ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 συνέπεσε χρονικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921, οι οποίες όμως δεν έφεραν την πολυπόθητη συντριβή του κεμαλικού κινήματος. Οι Τούρκοι υποχώρησαν, αλλά δεν δέχθηκαν από τον ελληνικό στρατό καθοριστικά πλήγματα, ώστε να υποχρεωθούν σε συνθηκολόγηση άνευ όρων. Αντιθέτως, οι κεμαλικές δυνάμεις, συνεχώς ενισχυόμενες από τους «Συμμάχους» και τους μπολσεβίκους και ακολουθώντας τη στρατηγική των Ρώσων το 1812, οδήγησαν τον Ελληνικό Στρατό σε ένα νέο Μποροντίνο στα εδάφη της Μικράς Ασίας.
Η Συνθήκη των Σεβρών, η «μάταια συνθήκη», καθώς κανείς από τους Συμμάχους της χώρας, εκτός του Λόυντ Τζωρτζ, δεν έδειξε διάθεση εφαρμογής της,[91] αποτελούσε τον Μάρτιο του 1921κενό γράμμα. Η εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων επιβεβαίωσε την ήδη επικρατούσα αντίληψη περί της ανάγκης αναθεώρησής της. Παρόλα αυτά, η ελληνική πλευρά θα κινητοποιούσε, το καλοκαίρι του 1921,όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει για να αποδείξει ότι είχε τη δύναμη να επιβάλει την ειρήνη στους Τούρκους. Οι αρχικά μεγάλες επιτυχίες της θερινής εξόρμησης του 1921 (κατάληψη Αφιόν Καραχισάρ και Εσκή Σεχήρ) θα οδηγήσουν σε μια στατική άμυνα μέχρι τη μεγάλη επίθεση του Κεμάλ τον Αύγουστο του 1922.
Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση κάθε πολεμικής κινητοποίησης είναι η συνοχή του εσωτερικού μετώπου. Υπό άλλες συνθήκες, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας της 25ης Μαρτίου 1821 θα μπορούσε να λειτουργήσει ενισχυτικά της ψυχολογίας του στρατεύματος και της εθνικής ομοψυχίας του ελληνικού λαού. Ωστόσο, η Ελλάδα γιόρταζε διχασμένη τα εκατό χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 και προετοιμαζόταν για έναν ολοκληρωτικό αγώνα στα εδάφη της Μικράς Ασίας, κουβαλώντας τις χαίνουσες πληγές του Εθνικού Διχασμού. Ο Ελληνικός Στρατός, βαριά πληγωμένος από τις πολιτικές έριδες και τις εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων αξιωματικών, έδωσε μια μάχη που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να κερδίσει. Παρότι οι εμφύλιες διαμάχες της Επανάστασης του 1821 παραμερίστηκαν μπροστά στον κίνδυνο που συνιστούσε ο Ιμπραήμ για την επιβίωση του Αγώνα, το 1921 η ελληνική κοινωνία φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις πολιτικές παθογένειες της προηγούμενης δεκαετίας και να προσηλωθεί με ομοψυχία στη μικρασιατική εκστρατεία. Τα απόνερα του Εθνικού Διχασμού έπνιγαν κάθε εθνική προσπάθεια και στιγμάτισαν την πολιτική ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Για τον Εθνικό Διχασμό βλ. Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, τ. Α΄-Β΄, Τύποις Πυρσού, Αθήναι 1931· Ι. Μουρέλος, Τα Νοεμβριανά του 1916, Από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007· Του ίδιου, «Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και οι σχέσεις της με τους Συμμάχους», Μνήμων, τ. Η΄, Αθήνα, 1980-1982, σσ.150-188. Γ. Μαυρογορδάτος, 1915 – Ο Εθνικός Διχασμός, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2015· Του ίδιου, Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996 · Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918, Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005.
[2]Ο Δημήτριος Ράλλης σχημάτισε κυβέρνηση στις 4/17 Νοεμβρίου 1920 και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 24 Ιανουαρίου/6 Φεβρουάριου 1921. Τη σκυτάλη πήρε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος, οποίος παραιτήθηκε στις 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1921 και τον διαδέχτηκε ο Δημήτριος Γούναρης. Για τις πολιτικές εξελίξεις μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, βλ. Γιάννης Γιαννουλόπουλος, «Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου» στο συλλογικό τόμο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σσ. 146-160 ·Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002, σσ. 293-324.
[3]Για τη στάση των Συμμάχων γύρω από το Ανατολικό ζήτημα, τόσο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μετά, βλ. Κ. Σακελλαρόπουλο, Η σκιά της Δύσεως. Ιστορία μιας καταστροφής, Εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2009.
[4]Llewellyn Smith, ό.π., σ. 344.
[5]Την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία την περίοδο 1919-1922 βλ. ενδεικτικά V. Solomonidis, «Greece in Asia Minor, the Greek Administration of the Vilayet of Aidin, 1919-1922», Thesis submitted for the Degree of Phd, University of London 1984· Μ. Ροδάς, Η Ελλάδα στην Μικράν Ασία, Τυπ. Κλεισιούνη, Αθήναι 1950· A. Toynbee, Το Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια μελέτη επαφής πολιτισμών, Εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007· Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002· Κ. Σακελλαρόπουλος, Η σκιά της Δύσεως. Ιστορία μιας καταστροφής, Εκδ. Εκάτη, Αθήνα 2009.
[6]Για την ενίσχυση του Κεμάλ από Ιταλούς και Γάλλους Βλ. Αγγελομάτη, ό.π., σσ. 112-113. Llewellyn Smith, ό.π., σ. 344.
[7]Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 141.
[8]Τον Μάρτιο του 1921, οι Ιταλοί υπέγραψαν νέα συμφωνία με τον Κεμάλ, μετά από εκείνη της 15ης Μαρτίου του 1920, βάσει της οποίας οι πρώτοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να υποστηρίξουν την απόδοση της Σμύρνης και της Θράκης στην Τουρκία. Αγγελομάτης, ό.π., σσ. 112-113.
[9]Llewellyn Smith, ό.π., σ. 297· Σακελλαρόπουλος, ό.π., σσ. 94-99.
[10]Σκριπ, 28.3.1921.
[11]Εμπρός, 25.3.1921.
[12]Llewellyn Smith, ό.π., σ. 340.
[13]Ό.π., σσ. 344-346.
[14]Έθνος, 25.3.1921.
[15]Σκριπ, 28.3.1921.
[16]Βλ. αναδημοσίευση από την εφημερίδα Έθνος, 26.3.1921.
[17]Σκριπ, 25.3.1921.
[18]Εμπρός, 26.3.1921.
[19]Ό.π.,
[20]Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922). Επιθετικαί επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920 – Μαρτίου 1921, τ. Γ΄, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήναι 1963· Κώστας Χατζηαντωνίου, Μικρά Ασία, Ο απελευθερωτικός αγώνας (1919-1922), Εκ. Ιωλκός, Αθήνα 2003, σσ. 180-206.
[21]Η εφημερίδα Εμπρός στο φύλλο της 25ης Μαρτίου 1921 ανέγραφε με πηχυαίους τίτλους «Νέα λαμπρά νίκη νοτίως του Αφιόν Καραχισάρ – Ο στρατός της Προύσης εις νέας θέσεις εξορμήσεως – Η συνέχισις των επιχειρήσεων και αι ενισχύσεις». Εμπρός, 25.3.1921.
[22]Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1997, σ. 187. Όπως αναφέρει ο Llewellyn Smith «ήταν η πρώτη σοβαρή μεταστροφή της τύχης των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η επίθεση για την οποία είχαν καυχηθεί είχε αποτύχει, και ένας εξαίρετος Ελληνικός Στρατός είχε χάσει το πρώτο του άνθισμα, την αθώα του βεβαιότητα για την επιτυχία». Llewellyn Smith, ό.π., σ. 359. Για το επιχειρησιακό σχέδιο της ελληνικής στρατιάς, βλ. επίσης, Ξ. Στρατηγός, Η Ελλάς εν Μικρά Ασία, Εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2010, σσ. 196-197.
[23]Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, σσ. 185-186.
[24]Εμπρός, 26.3.1921.
[25]Έθνος, 26.3.1921.
[26]Σκριπ, 26.3.1921.
[27]Έθνος, 26.3.1921.
[28]Llewellyn Smith, ό.π., σσ. 354-355.
[29]Εμπρός, 26.3.1921.
[30]Ο στρατηγός Χαρρή Μπενίρ διετάχθη να αφήσει το μέτωπο του Καυκάσου και να σπεύσει στην Άγκυρα με όλες τις δυνάμεις του. Σκριπ, 25.3.1921.
[31]Εμπρός, 25.3.1921. Βλ. επίσης το απόσπασμα «Ημερήσια διαταγή του αρχιστρατήγου Κεμάλ λέγει, ότι όλοι οι Τούρκοι πρέπει να συνενωθούν εις την κρίσιμον ταύτην ώραν προ του κινδύνου. Συνιστά ψυχραιμίαν και διοργάνωσιν πολιτοφυλακής προς περιφρούρησιν της πατρικής γης. Οι λιποτάκται κηρύσσονται προδόται και θα τουφεκίζωνται». Έθνος, 25.3.1921.
[32]Σκριπ, 27.3.1921.
[33]Σκριπ, 28.3.1921.
[34]Εμπρός, 23.3.1921.
[35]Αγγελομάτης, ό.π., σ. 116.
[36]Στο βόρειο μέτωπο δόθηκαν σκληρές μάχες, όπως εκείνες της Κοβαλίτσας, του Ιν-Ονού, του Αβγκίν, του Μπαλ – Μαχμούτ και του Τουμπλού Μπουνάρ. Αγγελομάτης, ό.π., σ. 115·Toynbee, ό.π., σσ. 270-277.
[37]Σκριπ, 26.3.1921.
[38]Εμπρός, 23.3.1921.
[39]Ό.π.,
[40]Ό.π.,
[41]Εμπρός, 25.3.1921.
[42]Ό.π.,
[43]Έθνος, 26.3.1921.
[44]Γιαννουλόπουλος, ό.π., σ.166.
[45]Ό.π., σσ. 166-167.
[46]Εμπρός, 26.3.1921.
[47]Έθνος, 26.3.1921.
[48]Εμπρός, 27.3.1921.
[49]Βλ. απόσπασμα συνέντευξης του Γούναρη σε γαλλική εφημερίδα, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στο Σκριπ, 28.3.1921.
[50]Σκριπ, 26.3.1921.
[51]Αγγελομάτης, ό.π., σ. 116.
[52]Ό.π., σσ. 117-119.
[53]Llewellyn Smith, ό.π., σ. 369.
[54]Toynbee, ό.π., σσ. 197, 283-341.
[55]Εμπρός, 9.4.1921.
[56]Σκριπ, 27.3.1921.
[57]Για το ζήτημα της ακυβερνησίας η εφημερίδα Έθνος έγραφε ότι «εις διάστημα ολιγώτερον των πέντε μηνών, από της 1ης Νοεμβρίου, ευρισκόμεθα δια δευτέραν φόραν εις ακυβερνησιαν. Ποιοι κυβερνούν σήμερον; Ο κ. Καλογερόπουλος, ο κ. Πρωτοπαπαδάκης, ή ο κ. Γούναρης; Ουδείς, ούτε αυτή η τριανδρία των πρωθυπουργών γνωρίζει. Και όμως το έθνος διέρχεται κρισιμωτάτας στιγμάς. Κρισίμους υπό εσωτερικήν, όπως και υπό εξωτερικήν άποψιν. Στιγμάς αι οποίαι απαιτούν την ύπαρξιν κάποιας τέλος πάντων κυβερνήσεως. Υποθέτομεν ότι και οι υπευθύνως ή ανευθύνως ιθύνοντες τα πράγματα της χώρας θα έχουν την αυτήν γνώμην. Ελπίζομεν ότι δεν θα αφήσουν το κράτος ούτε μέχρι της αύριον εις την σημερινήν του ακυβερνησίαν». Έθνος, 25.3.1921.
[58]Εμπρός, 27.3.1921.
[59]Ό.π.,
[60]Ό.π.,
[61]Ό.π.,
[62]Εμπρός, 23.3.1921.
[63]Έθνος, 26.3.1921
[64]Σκριπ, 27.3.1921.
[65]Σκριπ, 26.3.1921. Βλ. επίσης, Γεωργίου Βλάχου, Άρθρα στην Καθημερινή (1919-1951), Εκδ. Ζήδρος, Αθήνα 1990, σσ. 64-67.
[66]Βλ. για παράδειγμα, το Εμπρός στο φύλλο της 27ης Μαρτίου έκανε λόγο για 600 νεκρούς και 3.924 τραυματίες. Εμπρός, 27.3.1921.
[67]Στις 25 Μαρτίου/7 Απριλίου, οι Γούναρης και Πρωτοπαπαδάκης είχαν συνάντηση με τον Ι. Μεταξά, στο οποίο εξέθεσαν την κατάσταση στο μέτωπο και του ζήτησαν να μπει στο επιτελείο της μικρασιατικής στρατιάς, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Άλλωστε ο Μεταξάς δεν πίστευε σε νίκη του Ελληνικού Στρατού στον πόλεμο αυτό. Σκριπ, 25.3.1921· Llewellyn Smith, ό.π., σσ. 361-362· Γιάννης Γιαννουλόπουλος, ό.π., σσ.167-168.
[68]Σκριπ, 25.3.1921.
[69]Σκριπ, 28.3.1921.
[70]Ό.π.,
[71]Ό.π.,
[72]Βλ. τα δημοσίευμα του Σκριπ (27.3.1921), περί μεγάλου αριθμού ιταλικών ατμόπλοιων, έμφορτων με πολεμοφόδια για τον στρατό του Κεμάλ. Επίσης, δημοσιεύματα ότι ιταλικά εργοστάσια εφοδίαζαν τα τουρκικά στρατεύματα της Κιλικίας. Εμπρός, 26.3.1921.
[73]Σκριπ, 25.3.1921.
[74]Σκριπ, 27.3.1921.
[75]Στην επιτροπή αυτή συμμετείχε εκτός από τον δήμαρχο Αθηναίων Γ. Τσόχα, ο Ν. Σωτήλης, αντιστράτηγος, ο υποναύαρχος Α. Μιαούλης, ο πληρεξούσιος Α. Μάτεσις, ο Ν. Καζάζης, ο Π. Καρολίδης, ο Ι. Παπαφλέσσας, ο Γ. Τσόντος, ο Ι. Δραγάτσης, ο Χ. Ηλιόπουλος και ο Δ. Καλογερόπουλος. Εμπρός, 25.3.1921.
[76]Ό.π.,
[77]Ό.π.,
[78]Ό.π.,
[79]Ό.π.,
[80]Ό.π.,
[81]Εμπρός, 25.3.1921.
[82]Έθνος, 25.3.1921.
[83]Ό.π.,
[84]Το 1821 η Επανάσταση των Ελλήνων υπονόμευσε και ανέτρεψε τις βάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Αντιθέτως, το 1921 ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είχε διασκελίσει το Αιγαίο και γίνονταν «εις την φωλέα της έχιδνας». Εμπρός, 25.3.1921.
[85]Ό.π.,
[86]Έθνος, 25.3.1921.
[87]Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 142.
[88]Εμπρός, 25.3.1921.
[89]Ό.π.,
[90]Σκριπ, 25.3.1921.
[91]Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 134.