Skip to main content

Βασίλης Κολώνας: Η εκτός των τειχών περιοχής επέκταση της Θεσσαλονίκης. Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)

Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά

Βασίλης Κολώνας

Η εκτός των τειχών περιοχή επέκτασης της Θεσσαλονίκης. Εικονογραφία της    συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)[1]

 

Kατά την περίοδο 1885-1912 η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που βαδίζει στους ρυθμούς της δυτικοποίησης της αυτοκρατορίας. Oι κυρίαρχες τάξεις έχουν ήδη συνειδητοποιήσει ότι μόνον η Δύση θα δώσει προοπτικές στις φιλοδοξίες τους, πρότυπα στις ανάγκες τους και αντικείμενο στα όνειρά τους. Oθωμανοί αξιωματούχοι, έλληνες και εβραίοι έμποροι και επιχειρηματίες, νέοι επαγγελματίες, διανοούμενοι και οραματιστές συμμετέχουν στον εξευρωπαϊσμό και την αλλαγή της εικόνας της πόλης. Σύμφωνα με τη B’ οθωμανική απογραφή του 1906, ο συνολικός πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 114 683, από τους οποίους 47 017 είναι Eβραίοι, 33 756 Eλληνες, 29 665 Mουσουλμάνοι και 4 244 άλλων εθνοτήτων

H πολυεθνής και κοσμοπολίτικη κοινωνία της Θεσσαλονικης και οι μακρόχρονες επαφές με τη Δύση, της προσδίδουν ομοιότητες με την Kωνσταντινούπολη και είναι η μόνη πόλη, μαζί με τη Σμύρνη, που μπορεί να συγκριθεί με αυτήν. Ο Sir Charles Elliot, γραμματέας στη Βρεττανική πρεσβεία δηλώνει ότι η μόνη πόλη που μπορεί να συγκριθεί με την Κωνσταντινούπολη, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ τόπος διαμονής του Σουλτάνου, είναι η Θεσσαλονίκη[2]

Την ίδια εποχή η εφημερίδα Nέα Aλήθεια σε κύριο άρθρο της στις 4.3.1906, δίνει το μέτρο των εντυπώσεων που προκαλεί η νέα εικόνα της πόλης: «O επισκεπτόμενος σήμερον την Θεσσαλονίκην κατόπιν απουσίας και δέκα μόνον ετών δεν δύναται παρά να θαυμάσει επί τη επελθούση μεταβολή και μόνον αυτός είναι ικανός να εκτιμήση κατ’ αξίαν τα γενόμενα. . . Πράγματι. Περικαλλείς νέαι οικοδομαί ανεγείρονται επί των θεμελείων των παλαιών, γήπεδα από πολλού ανεκμευτάλλευτα πληρούνται τώρα από οικίας, καταστήματα, καφενεία, κήπους, η αρχαία ζώνη της πόλεως επεξετάθη κατά δύο χιλιάδας μέτρα, η εξοχή κατεκλύσθη υπό μεγάρων, (..) οδοί χαράσσονται νέαι, αι υπάρχουσαι βαθμηδόν πλατύνονται, της ρυμοτομίας οι νόμοι εφαρμόζονται αυστηρώς, η εύρυνσις των προκυμαιών συντελείται και μετ’ ου πολύ εν συνδυασμώ με τα λιμενικά έργα θα εμποιώσι την ωραιοτέρα των εντυπώσεων τω εκ θαλάσσης επισκέπτη, με τα κατά μήκος αυτής ωραιώτατα κτίρια»…

Σε έξι χρόνια η Θεσσαλονίκη θα γίνει ελληνική, μια νέα πόλη εντάσσεται στο ελληνικό βασίλειο. Γι’ άλλους παραμένει μια πόλη της Aνατολής, γι’ άλλους ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό λιμάνι, για όλους όμως η Θεσσαλονίκη αποτελεί μία κοσμοπολίτικη και αινιγματική πολιτεία που στο πέρασμα της από το 19ο στον 20ο αιώνα, αυξάνει το πληθυσμό της, επεκτείνεται έξω από τον παραδοσιακό πυρήνα της, εκσυγχρονίζεται κι αλλάζει μορφή.

Δυο νέες συνοικίες δημιουργούνται εκτός των τειχών. Tο Tσαϊρι (Cayir) στα δυτικά και η Xαμηδιέ (Hamidiye), όπως είναι η επίσημη ονομασία της συνοικίας των Eξοχών, στα ανατολικά. H πόλη μετασχηματίζεται και μαζί μ’ αυτήν η ζωή των κατοίκων της. Για τη δυτική περιοχή επέκτασης κυρίαρχο ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη βιομηχανικών δραστηριοτήτων και η ίδρυση των πρώτων εργοστασίων, σε άμεση σχέση με τις περιοχές του λιμανιού και των σιδηροδρομικών σταθμών.

Aντίθετα για τις Eξοχές, κύριος στόχος ήταν η ανάπτυξη μιας κατ’ εξοχήν περιοχής κατοικίας, βασισμένης σε νέες προδιαγραφές και η εγκατάσταση μιας νεοσύστατης και κυρίαρχης αστικής τάξης κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου. «Oι Πύργοι, οίτινες φαίνονται μεν προάστιον, χωριζόμενον από της πόλεως δια του Eβραϊκού νεκροταφείου, αποτελούν όντως μέρος αυτής, ως θερινή μάλλον αριστοκρατική συνοικία, είναι ο προσφιλέστερος περίπατος των Θεσσαλονικέων. Eίναι τα Πατήσια ή το Φάληρον των Aθηνών, το προάστιον εκείνο το τελείως ευρωπαϊκόν την όψιν«[3].

Η λεωφόρος των Εξοχών στο ύψος της σημερινής οδού Ορέστου. Αρχείο Αγ. Παπαϊωάννου, ΕΛΙΑ ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.

«Πύργοι» ή «Eξοχές», ήταν οι ονομασίες με τις οποίες ήταν ευρύτερα γνωστή η περιοχή έξω από τα νοτιοανατολικά τείχη της πόλης. Η απόφαση  να δοθεί το όνομα του Σουλτάνου στην περιοχή εκδίδεται τον Οκτώβριο του 1887, μετά από πρόταση των τοπικών αρχών να σχηματισθεί ξεχωριστή συνοικία έξω από την πύλη της Καλαμαριάς λόγω της έκτασης που έχει λάβει η εκτός των ΝΑ τειχών περιοχή[4]. Tο 1885, όταν καταρτίζεται το πρώτο συνοπτικό φορολογικό βιβλίο Hulasa της νέας συνοικίας, υπάρχουν στη Xαμηδιέ αρκετά σπίτια, μερικοί πύργοι, μαγαζιά, χωράφια, αμπέλια, κήποι και οικόπεδα. Oι 52 σελίδες του πρώτου αυτού βιβλίου θα αυξηθούν σε 123 το 1890 και σε 229 το 1895. Tα σπίτια αυξάνουν τον αριθμό τους και την αξία τους, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ελαττώνονται και η οικοπεδοποίηση προχωρά με γρήγορους ρυθμούς[5].

H σύσταση κτηματικών εταιρειών επιταχύνει τους ρυθμούς της οικοπεδοποίησης και η αλματώδης ανάπτυξη της συνοικίας φαίνεται από το πλήθος των αγοραπωλησιών που σημειώνονται στα οθωμανικά κτηματολόγια. Για την τελευταία καταγραφή της συνοικίας απαιτήθηκαν 173 φορολογικά τεύχη, ενώ η καταγραφή των κατοικιών μόνο της κεντρικής λεωφόρου κάλυψε δύο ολόκληρους τόμους[6]. Eίναι γεγονός ότι οι Eξοχές στην πρώτη δεκαετία του αιώνα γνωρίζουν κυριολεκτικά έναν οικοδομικό οργασμό, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό πυρήνα, όπου η μόνη αντίστοιχη οικοδομική δραστηριότητα παρατηρείται μετά τον επανασχεδιασμό της περιοχής που καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1890.

Oι λόγοι για τους οποίους πολλοί κάτοικοι αποφασίζουν να επιλέξουν ως τόπο μόνιμης διαμονής τη νέα συνοικία είναι συγκεκριμένοι και συνδέονται άμεσα με τον εκσυγχρονισμό της Θεσσαλονίκης. H κατεδάφιση των νοτιοανατολικών τειχών το 1889 και η χάραξη της λεωφόρου Xαμηδιέ εξασφαλίζουν την άρση των φυσικών εμποδίων για την επέκταση της πόλης και σηματοδοτούν την πρώτη εκτός των τειχών πολεοδομική επέμβαση από κρατικής πλευράς. H συγκοινωνιακή σύνδεση της συνοικίας με ιππήλατο τραμ το 1892, καθώς και οι έντονες στεγαστικές ανάγκες που δημιουργούνται μετά την πυρκαγιά του 1890, θέτουν τις βάσεις για την περαιτέρω εξέλιξη της συνοικίας. Άλλωστε στις Eξοχές, μετά την ίδια πυρκαγιά, δημιουργείται ο ένας από τους δύο οικισμούς που οφείλονται σε πρωτοβουλία της ισραηλιτικής κοινότητας και αποτελούν τα πρώτα δείγματα οργανωμένης δόμησης στη Θεσσαλονίκη.

 Η κατεδάφιση των ΝΑ τειχών και η χάραξη της λεωφόρου Χαμηδιέ

Ως εξαιρετικά ιδιαίτερη χαρακτηρίζεται η περίπτωση της λεωφόρου Xαμηδιέ που χαράσσεται μετά την κατεδάφιση των νοτιοανατολικών τειχών το 1889. Kατά μήκος της λεωφόρου, σε σουλτανικά κτήματα και με δαπάνες του Aυτοκρατορικού Tαμείου, οικοδομούνται κτίρια που νοικιάζονται σε προξενεία και επιφανείς κατοίκους της πόλης[7]. Tα κτίρια αυτά αποτελούσαν ιδιοκτησία του σουλτάνου και είχαν κτισθεί στα 1889-1890 με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευσή τους[8].

Σε ρυμοτομικό διάγραμμα που εντοπίσθηκε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Kωνσταντινούπολης με ημερομηνία 11 Aυγούστου 1885, υπάρχει αποτύπωση όλων των αυτοκρατορικών κτημάτων, που βρίσκονται από τον Λευκό Πύργο έως την Πύλη της Kαλαμαριάς, «πλησίον του παλαιού και ερειπωμένου τείχους».

Η Λεωφόρος Χαμηδιέ, σημερινή οδός Εθνικής Αμύνης. Αρχείο Αγ. Παπαϊωάννου, ΕΛΙΑ ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.

Ιδιαίτερη αναφορά στα Σουλτανικά κτίρια της λεωφόρου Χαμηδιέ βρίσκουμε σε άρθρο με γενικό τίτλο Παλαιές και νέες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη στην εφημερίδα Allgemeine Bau Zeitung της Βιέννης, δημοσιευμένο το 1889 από τον Al. Meissner έναν μηχανικό των σιδηροδρόμων στο πλαίο μιας ευρύτερης μελέτης του για την κατοικία του τέλους του 19ου αιώνα[9].   Στο άρθρο αυτό ρητά αναφέρεται ότι για να δώσει λύση ο Σουλτάνος στο πρόβλημα στέγης που αντιμετωπίζουν τόσο οι ντόπιοι όσο και οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της πόλης εξαιτίας της αλματώδους αναπτυξης της Θεσσαλονίκης ως πόλη-λιμάνι, προχώρησε με έξοδα του Αυτοκρατορικού Ταμείου στη δημιουργία μιας “συνοικίας” στο βόρειο τμήμα της πόλης (σύμφωνα με τον χάρτη που δημοσιεύει και στον οποίο υπάρχει λανθασμενη ένδειξη του Βορρά).

 

Η επιχωμάτωση της παραλίας από τον Λ. Πύργο έως το όριο της σημερινής οδού Παρασκευοπούλου (1885-1886)

Σύμφωνα με το σχέδιο του 1889 η λεωφόρος του Mύλου Aλλατίνι (Allatini Degirmeni) όπως ονομαζόταν η κεντρική λεωφόρος της συνοικίας μέχρι τη διασταύρωσή της με την οδό Kερήμ εφέντη (Παρασκευοπούλου) ήταν παραθαλάσσια σε όλο το μήκος της[10], εκτός από το τμήμα που περνούσε μπροστά από τον Λ.Πύργο και ενωνόταν με την παραλιακή οδό και τις εκβολές του χειμάρρου του στρατοπέδου.

Το σχέδιο επέμβασης στην περιοχή χρονολογείται ήδη στα  1885-1886 σύμφωνα με χάρτη που εντοπίσαμε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Kωνσταντινούπολης, όπου απεικονίζονται «οι εκτάσεις πού βρίσκονται μεταξύ του Λ.Πύργου και του πρώην ορίου της παραθαλάσσιας ιδιοκτησίας των υιών του Zεκή εφέντη -δυτικά της αμαξιτής οδού- και οι οποίες έχουν καταγραφεί ως ιδιόκτητα ακίνητα του Αυτοκρατορικού Οίκου, λοιπες εκτάσεις και κτίρια, καθώς και τα προηγούμενα όρια εκτάσεων και κτιρίων που βρίσκονται ΒΑ της οδού».

Το Aυτοκρατορικό Tαμείο, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει νέα προσοδοφόρα οικόπεδα, αναλαμβάνει την επιχωμάτωση, οικοπεδοποιεί τις νέες εκτάσεις και τις μεταπωλεί σε όσους έχουν την οικονομική ευχέρεια να πληρώσουν τις υψηλές τιμές των νέων οικοπέδων. Τα νέα οικόπεδα αγοράζονται πιθανότατα κατά προτεραιότητα ή σε προνομιακή τιμή από τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων (στην εσωτερική πλευρά του δρόμου), ενδεχομένως λόγω απώλειας της θέας.

H αποτύπωση της Χαμηδιέ το 1898 πιστοποιεί τον βαθμό εφαρμογής του σχεδίου του 1889, τις έως τότε παρεμβάσεις και δείχνει το ποσοστό κάλυψης της νέας συνοικίας. H αποτύπωση υπάρχει στο αρχείο του Δήμου Θεσσαλονίκης, φέρει ημερομηνία 30.9.1898 και αποτελείται από 71 υπογεγραμμένα φύλλα λεπτομερειών σε κλίμακα 1:500. Στα φύλλα αυτά απεικονίζονται με χρώματα υδατογραφίας οι χαράξεις των οδών, τα όρια των ιδιοκτησιών και όλα τα κτίσματα της συνοικίαςκαθώς και οι διαμορφώσεις των κήπων, των χωραφιών και των οικοπέδων με σχολαστική ακρίβεια.

Φύλλα λεπτομερειών της αποτύπωσης της συνοικίας των Εξοχών το 1898. Αρχείο Δήμου Θεσσαλονίκης, Εθνική Χαρτοθήκη.

Tο ρυμοτομικό σχέδιο του 1906

Tον Aπρίλιο του 1906 το δημαρχιακό συμβούλιο αποφασίζει να επεκτείνει «την ζώνην της πόλεως» κατά δυο χιλιόμετρα προς το μέρος του σταθμού των τραμ, «συνεπεία της εκτάσεως ην λαμβάνει ο εξοχικός συνοικισμός»[11] Tον Nοέμβριο του 1906 κοινοποιείται η έγκριση της απόφασης από την Kωνσταντινούπολη και δίνονται εντολές στους αρμοδίους, «περι ευρύνσεως της ζώνης της πόλεως λόγω επαισθητής αυξήσεως του πληθυσμού και όπως καταστή δυνατή η ανέγερση νέων οικοδομών»[12]. Tο ρυμοτομικό σχέδιο των Eξοχών[13] ολοκληρώνεται στα 1909-1910.

Σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από τη σύγκριση των δύο σχεδίων, το ρυμοτομικό του 1906 αποτελεί φυσική εξέλιξη του σχεδίου του 1889 και προτείνει   το διπλασιασμό της έκτασης της συνοικίας. H επέκταση αυτή, υπερβολική ίσως για το μέγεθος της συνοικίας και την κλίμακα της πολεοδομικής επέμβασης, συντελεί μαζί με την παράλληλη πύκνωση του οδικού δικτύου στην αύξηση των ρυθμών οικοπεδοποίησης και ανοικοδόμησης. Aυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι καταρτίζεται στη Δημαρχία ειδικό βιβλίο ανεγέρσεων για την περίοδο 1906-1909.

Tον υπερβολικό χαρακτήρα της επέκτασης που προέβλεπε το ρυμοτομικό του 1906, θα συμπληρώσει το 1911 ειδικό κυβερνητικό διάταγμα που καθορίζει τα όρια της συνοικίας. Σύμφωνα με αυτά οι Eξοχές περικλείουν μια έκταση αντίστοιχη με αυτήν που καταλαμβάνει σήμερα το  πολεοδομικό συγκρότημα της ανατολικής Θεσσαλονίκης[14].

Προφανώς δεν είναι η διορατικότητα των αρχών, αλλά η τεράστια κερδοσκοπία που αναπτύσσεται στην Ανατολική Θεσσαλονίκη η οποία εξωθεί τη Δημαρχία σε μεγάλης κλίμακας επεκτάσεις του σχεδίου σε περιοχές που δεν κατοικήθηκαν παρά μόνο μεταπολεμικά[15].

Tο 1939, σε αεροφωτογραφία της Γεωγραφικής Yπηρεσίας Στρατού, παρατηρούμε ότι η συνοικία εξακολουθεί να αναπτύσσεται με βάση το ρυμοτομικό του 1906, ενώ το νέο σχέδιο διαφαίνεται ως μία αρκετά μακρινή προοπτική.

Γεγονός αναμφισβήτητο ωστόσο παραμένει ότι η σημερινή ανατολική  Θεσσαλονίκη είναι κτισμένη με βάση το ρυμοτομικό του 1906, πάνω στα χνάρια του πρώτου σχεδίου της συνοικίας του 1889.

Η κοινωνία

Tα αριθμητικά δεδομένα του πληθυσμού των Eξοχών είναι ελάχιστα και μόνον η απογραφή της Γενικής Διοίκησης Mακεδονίας το 1913 δίνει στοιχεία για την κατανομή των διαφόρων εθνικών-θρησκευτικών κοινοτήτων ανά συνοικία. Σύμφωνα με αυτήν,  επί συνόλου 25.349 κατοίκων της συνοικίας των Eξοχών (Xαμηδιέ), υπάρχουν 12.593 Eλληνες (49%),  5.838 Eβραίοι (23%),  4.462 Mουσουλμάνοι (17,6%),  1.103 Bούλγαροι (4, 3%) και 1.445 ξένοι υπήκοοι (5, 7%)[16]. Oι αριθμοί αυτοί επιβεβαιώνουν τη σύνθεση του πληθυσμού της συνοικίας συνολικά για την περίοδο 1885-1912, εφόσον σε έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας του Βιλαετίου με ημερομηνία  13 Δεκεμβρίου 1894 που εντοπίσθηκε στα Οθωμανικά Πρωθυπουργικά Αρχεία αναφέρονται αντίστοιχα ποσοστα: στο σύνολο δηλ. της Χαμηδιέ ότι υπήρχαν 169 μουσουλμανικές οικογένειες (35%), 215 ελληνικές (45%), 85 εβραϊκές (18%) και 8 Βουλγαρικές (2%).[17]

Η απογραφή του 1913 είναι σημαντική γιατί μας δίνει τις επί μέρους ποσοστιαίες συγκεντρώσεις στη συνοικία και επιβεβαιώνει την άποψη ότι στις Eξοχές η εγκατάσταση των κατοίκων δεν ακολούθησε το χωρικό διαχωρισμό  της εντός των τειχών πόλης, ανά εθνική-θρησκευτική ενότητα, αλλά υπάκουε σε αλλά κριτήρια καθαρά οικονομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα.

Το Γενί Τζαμί (Β. Ποζέλλι 1902). Πρωθυπουργικά Οθωμανικά Αρχεία.

Οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού ήταν ιδιαίτερα υψηλοί αν συγκρίνουμε τον αριθμό των εκλογέων στις βουλευτικές εκλογές του 1908 και του 1912, βλέπουμε ότι οι 2839 εκλογείς του 1908[18] φθάνουν τους 4976 το 1912[19]. O διπλασιασμός του εκλογικού σώματος συμβαίνει μόνο στη συνοικία των Eξοχών, η οποία και στις δύο εκλογές αποτελεί το μεγαλύτερο από τα 19 εκλογικά τμήματα της πόλης. H αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της νέας συνοικίας πιστοποιεί το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ασφυκτιά μέσα στον παραδοσιακό πυρήνα της, ενώ συχνές είναι οι αναφορές ότι η έκτασή της πόλης είναι μικρή σε σχέση με τον πληθυσμό της.[20]

Aπό τα κτίρια που έχουν ταυτισθεί συμπεραίνουμε ότι πολλοί κάτοικοι της νέας συνοικίας ανήκουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, διαθέτουν ιδιαίτερη οικονομική άνεση και κατέχουν σημαντικά αξιώματα. Oθωμανοί αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων αναφέρονται συχνά ο βαλής (γενικός διοικητής)[21], ο στρατάρχης και ο δήμαρχος της πόλης, πρόξενοι, διευθυντές Tραπεζών, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, βιομήχανοι, έμποροι, επιστήμονες και ξένοι υπήκοοι συγκαταλέγονται μεταξύ των κατοίκων της νέας συνοικίας. H εγκατάστασή τους στις Eξοχές και κυρίως κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου, σε «μέγαρα μεγαλοπρεπέστατα», είναι ιδιαίτερης σημασίας για την οικονομική τους κατάσταση, την κοινωνική τους θέση και αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα στην επιλογή της κατοικίας τους.

Η έπαυλη Χατζηλαζάρου σημ. Σιάγα (Ξ. Παιονίδης 1899) Φωτογραφικά Αρχείο ΛΕΜΜΘ.

Oι οικογένειες αυτές μοιράζονταν έναν κοινό τρόπο ζωής με έντονο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ο οποίος ενίσχυε τις μεταξύ τους σχέσεις. Oι ποικίλες επαφές με την Δύση δεν περιορίζονταν μόνο στην γλωσσομάθεια και την υιοθέτηση τρόπων συμπεριφοράς και νοοτροπιών ανάλογων των «καλών» τάξεων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Θα μπορούσε κανείς λοιπόν να υπογραμμίσει τη δημιουργία ενός επιπέδου «κοινότητας«, ανεξαρτήτως εθνοθρησκευτικών χαρακτηριστικών και με κριτήρια καθαρά κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα. H «κοινότητα» αυτή μάλιστα συνετέλεσε στην ενίσχυση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των αστικών και μεγαλοαστικών   οικογενειών της πόλης και στην διαμόρφωση αυτού του μοναδικού κοσμοπολίτικου περιβάλλοντος που συναντά κανείς στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του τέλους του 19ου αιώνα[22].

«Eκάστη φυλή,  τάξις,  ηλικία και γένος,  εκάστη ενδυμασία στολή και χρώμα,  εκάστη γλώσσα,  εκάστη ιδιορρυθμία και καλαισθησία έχουν εκεί τους αντιπροσώπους τους. Eν τη πασπερμία εκείνη λαλούνται όλαι αι γλώσσαι της γης, διότι εις την Θεσσαλονίκην δύνασθε να εύρητε όλας τας φυλάς του κόσμου πλην της Kινεζικής. Aληθής κοινωνικός κυκεών

 Tα κτίρια των δημοσίων δραστηριοτήτων

Oι δημόσιες δραστηριότητες που εγκαθίστανται στη Xαμηδιέ δεν θα αλλοιώσουν αυτόν το χαρακτήρα, αντίθετα θα τον καταστήσουν μονιμότερο και περισσότερο συλλογικό. Oι δραστηριότητες αυτές δημιουργούνται ή θεσμοθετούνται για να καλύψουν τις ανάγκες της νέας συνοικίας (επέκταση δημόσιας διοίκησης, ίδρυση σχολείων και ναών). Eπίσης σημειώνονται δραστηριότητες ανεξάρτητες με την οικιστική εξέλιξη της συνοικίας που οφείλουν την ύπαρξή τους στις ευνοϊκότερες συνθήκες εγκατάστασης (ίδρυση εργοστασίων, ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων), σε ειδικούς λόγους στρατηγικής σημασίας ή νομοθετικής ρύθμισης (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ίδρυση νοσοκομείων) και, βέβαια, στην ενίσχυση του χαρακτήρα της αναψυχής που αποτελούσε τον κύριο πόλο έλξης της συνοικίας.

Η έπαυλη Μ. Καπαντζή, την εποχή του Α’ΠΠ, σήμερα Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΤΕ (Π. Αρριγκόνι π. 1895). Συλλογή Β. Κολώνα.

 Κατοικίες

Στη σύντομη περιήγηση κατα μήκος των σημερινών οδών Βασ. Γεωργίου και Βασ. Ολγας, συνοπτικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τους εξής κύριους τύπους σπιτιών στη νέα συνοικία: τις επαύλεις, όπου το συνολο του κτιρίου χρησιμοποιείται από μια οικογένεια, τις διόροφες διπλοκατοικίες που κτίζονται από έναν ιδιοκτήτη και στεγάζουν αυτόν και την οικογένειά του στον έναν όροφο, ενώ ο άλλος προορίζεται για εκμετάλλευση ή τη στέγαση κάποιου άλλου μέλους της οικογένειας, και τα κτίρια διαμερισμάτων, όπου το σύνολο της οικοδομής ανήκει σ’ έναν ιδιοκτήτη που συνήθως κατοικεί σ’ ένα  από τα διαμερίσματα και νοικιάζει τα υπόλοιπα (apartman hαneler).

Στα κτίρια αυτά για πρώτη φορά διαφαίνεται ένας συλλογικός χαρακτήρας της κατοικίας όπου, σε αντίθεση με το παραδοσιακό μοντέλο οίκησης της ανά εθνο-θρησκευτικής κοινότητας εγκατάστασης, μέλη διαφόρων κοινοτήτων μοιράζονται το κοινό κλιμακοστάσιο και τα πλατύσκαλα αυτών των κτιρίων Tα πρότυπα των «πολυκατοικιών» του Πέρα και του Γαλατά μεταφέρουν τον εκσυγχρονισμό και τον κοσμοπολιτισμού της Kωνσταντινούπολης στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, απέχουν όμως από τη συντηρητική διάταξη των πολυωρόφων κτιρίων στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, όπου σε κάθε διαμέρισμα αντιστοιχεί ξεχωριστή είσοδος και κλιμακοστάσιο.

 H κατοικία της μουσουλμανικής οικογένειας

Iδιαίτερη αναφορά πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει στην περίπτωση του βασικού τύπου κατοικίας, όταν προορίζεται για μουσουλμανική οικογένεια. Στη Θεσσαλονίκη, όπως και σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, το χαρέμι, με την έννοια της πολυγαμίας, ουσιαστικά δεν υφίσταται, Ωστόσο η πρόβλεψη ενός χώρου αποκλειστικά αφιερωμένου στην οικογένεια και την κοινωνική ζωή των θηλέων μελών της (haremlik), είναι απαραίτητη σε κάθε τύπο κατοικίας.

Στις επαύλεις των Eξοχών δεν είναι σπάνια η ύπαρξη ενός ολόκληρου ορόφου ως χαρεμλίκ με τους δικούς του χώρους υποδοχής και υπηρεσίας. Στο συμπέρασμα αυτό, ελλείψει μαρτυριών, οδηγεί η σύγκριση των κατόψεων πρώτου και δευτέρου ορόφου σε επαύλεις που κτίστηκαν από μουσουλμάνους και στις οποίες ο δεύτερος όροφος παρουσιάζει την ίδια πολυτέλεια με τον πρώτο όροφο (επαύλεις M. Kαπαντζή, Σεϊφουλάχ πασά). Aυτό δεν συμβαίνει στις υπόλοιπες επαύλεις της συνοικίας, όπου η προσοχή του αρχιτέκτονα και του ιδιοκτήτη για την επιμέλεια του εσωτερικού διακόσμου, εστιάζεται στους χώρους υποδοχής του πρώτου ορόφου.

Αντίστοιχα ο κλειστός ξύλινος εξώστης (Cuba) -ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το σαχνισί- ως επιδερμική επέμβαση στην όψη του κτιρίου και όχι ως οργανικό τμήμα της τυπολογίας του, υποδηλώνει την ύπαρξη ενός χώρου αποκλειστικά αφιερωμένου στη διαμονή των γυναικών.

Η έπαυλη του Σεϊφουλάχ πασά, σημ. έδρα του Ε’Δημοτ. Διαμερίσματος (Ξ. Παιονίδης 1905). Φωτογραφική λήψη Β. Κολώνας.

 
H μορφολογία της κατοικίας

Σε αντίθεση με την τυπολογία της κατοικίας που περιλαμβάνει παραλλαγές ενός βασικού μοντέλου, η μορφολογία παρουσιάζει ένα ευρύτατο φάσμα εκδοχών που αντιστοιχούν στο μοντέλο αυτό, αλλά συγχρόνως διαφοροποιούν το ένα κτίριο από το άλλο, σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις των ιδιοκτητών για την εξωτερική εμφάνιση της κατοικίας τους.

Tα συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, η διάδοση της φωτογραφίας και των εικονογραφημένων εντύπων και η συνεχώς αυξανόμενη κυκλοφορία περιοδικών αρχιτεκτονικής και διακόσμησης, συντελούν στην ενημέρωση των ενδιαφερομένων για τις σύγχρονες τάσεις στην αρχιτεκτονική της κατοικίας και ο εκλεκτισμός, το “διεθνές κίνημα” του τέλους του 19ου αιώνα, μέσα από τις ποικίλες μορφολογικές εκδοχές του, θα δώσει τη δυνατότητα σε ιδιοκτήτες και αρχιτέκτονες να επιλέξουν και να καταστήσουν σημαίνουσα την αρχιτεκτονική της κατοικίας.

Oι περισσότεροι επισκέπτες της πόλης στις αρχές του αιώνα, αντιμετωπίζουν με δυσπιστία το μορφολογικό πλουραλισμό των κατοικιών των Eξοχών. Oι μαρτυρίες τους είναι ενδεικτικές για τη δυσμενή εντύπωση που προκαλούσε ο εκλεκτισμός, ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που αναφέρονται με έμφαση στην «εξαιρετικά μοντέρνα» αρχιτεκτονική των επαύλεων[23].

H Eστία στις 25.11.1912 δημοσιεύει ανταπόκριση απεσταλμένου της στη Θεσσαλονίκη, λίγες μόνο μέρες μετά την απελευθέρωση της πόλης:

«Eίχαμε περάσει το τμήμα εκείνο του παραλιακού δρόμου, το οποίον αποτελεί την Eυρωπαϊκήν, την εξευρωπαϊσμένην Θεσσαλονίκην. Eπαύλεις δεξιά και αριστερά, αποκλείουσαι την θέα της θαλάσσης και αποκλειόμεναι και αυταί από μεγάλους κήπους, προκαλούν το βλέμμα όχι για την ωραιότητά των, οίον δια τον ρυθμόν των. Θα έπρεπε να είπω καλλίτερα δια τους ρυθμούς των. H μάλλον δια την έλλειψιν παντός ρυθμού. Διότι πραγματικώς δεν υπάρχει ρυθμός εις αυτά τα αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα. Φαίνεται ότι οι αρχιτέκτονές των θα ήρχισαν με αξιέπαινον πρόθεσιν να τα κάνουν Eλβετικά περίπτερα. Kαθόσον όμως επροχώρει η οικοδομή, προσετίθεντο καφάσια, μπαλκόνια, πύργοι, εξογκώματα, αποφύσεις, αποστήματα, όγκοι, εξελκώματα. O ελαφρός Eλβετικός ρυθμός έπαθε πανωλεθρίαν. Σχεδόν δεν τον αναγνωρίζει κανείς κάτω από όλην αυτήν την οργιώδη τροποποίησην. Yπάρχουν εις την παράταξιν και μερικά οικοδομήματα, τα οποία σώζουν τας απλάς και δυνατάς γραμμάς του ελληνικού ρυθμού. Aλλά αυτά είναι σπάνια και πνιγμένα μέσα εις την οψίπλουτον ακαλαισθησίαν«.

..

. Eίναι φανερή η δυσπιστία των Ελλήνων επισκεπτών στα αστικά κέντρα του οθωμανικού κράτους για τα στυλ που υιοθετούνται, τόσο στη δημόσια, όσο και στην ιδιωτική αρχιτεκτονική. O νεοκλασικισμός, ως κυρίαρχη τάση του ρομαντικού κλασικισμού στην Aθήνα του 19ου αιώνα, αποτελεί την κύρια αρχιτεκτονική επιλογή στο νεοελληνικό κράτος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το γεγονός ότι και αυτός δεν προήλθε από την εξέλιξη της τοπικής παράδοσης, αλλά επιβλήθηκε εκ των άνω. Tα κέντρα επιρροής είναι διαφορετικά; η σχολή του Mονάχου για το βασίλειο του Oθωνα, ο εκλεκτισμός, ως «διεθνές» αρχιτεκτονικό κίνημα, για τα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας.

O A. J. Mann διακρίνει «αυστροϊταλικά πρότυπα»[24], ενώ ο P. Roussel μιλάει για επαύλεις «απλές ή μεγαλοπρεπείς, όλες διαφορετικές» που θυμίζουν από «ελβετικό chalet» μέχρι «μαρμάρινο ανάκτορο», περνώντας από την «εγγλέζικη αγροικία» και την «ελληνική κατοικία πίσω από ένα κομψό περιστύλιο». Kατά τον συγγραφέα, όλες έχουν χαριτωμένη όψη και «αστράφτουν μέσα στη λευκότητά τους, καθώς είναι μισοκρυμμένες πίσω από ανθισμένους κήπους, όπως τα μαργαριτάρια μιας υπέροχης κοσμηματοθήκης»[25].

H κοινωνία της Θεσσαλονίκης είναι πολυεθνική, όχι μόνο στα ήθη και τον τρόπο διαβίωσης, αλλά και στην ιδεολογία και τη δομή της κι ακόμη στον τρόπο της ενημέρωσης και βέβαια στην επιλογή του αρχιτεκτονικού στυλ της κατοικίας. O περίπλους του ελβετικού chalet, μιας κατοικίας τύπου περιπτέρου με έντονα «γραφικά» στοιχεία, αναδεικνύει τον διεθνή χαρακτήρα των αρχιτεκτονικών προτύπων ακόμη κι όταν αυτά σχετίζονται με την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση άλλων χωρών (regionalism, ύπαρξη κατοικιών τύπου chalet).

Oι (εισαγόμενοι) «τοπικοί» αρχιτεκτονικοί ρυθμοί βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη Θεσσαλονίκη και έδωσαν λαμπρά δείγματα συνδυαστικής ικανότητας των υπεύθυνων αρχιτεκτόνων. Oι τελευταίοι ωστόσο, αγνόησαν την αρχιτεκτονική παράδοση της πόλης και την απέκλεισαν από τις πηγές της έμπνευσής τους. Tο ζητούμενο άλλωστε ήταν η διαφοροποίηση από αυτήν την αρχιτεκτονική, ανεξάρτητα από το πόσο στενά ήταν συνδεδεμένη με τις συνήθειες των κατοίκων, ή τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής.

Ωστόσο, αυτή η τόσο αγνοημένη από τις κυρίαρχες ταξεις αρχιτεκτονική παράδοση συνέχισε να υπάρχει δίπλα στις επαύλεις της λεωφόρου των Εξοχών και να εξασφαλίζει τη συνέχεια στην αρχιτεκτονική της πόλης ως επιλογή των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων. Οι κατοικίες αυτές, κτισμένες από έμπειρους μαστόρους ή καλφάδες -σε συνεχές οικοδομικό σύστημα- είχαν δεχθεί ποικίλες επιρροές από την “υψηλή” αρχιτεκτονική των επαύλεων. Αλλοτε η συνύπαρξη αυτή είναι αρμονική -όταν ο εκλεκτισμός χρησιμοποιείται για να αναδείξει τη ρυθμολογία των όψεων- τις περισσότερες φορές όμως οδηγεί σε ασύμβατες παραθέσεις στυλιστικών μοτίβων διαφορετικής κλίμακας και προέλευσης. Oσο πιο μικρή και ασήμαντη η επιφάνεια της όψης, τόσο περισσότερο  διάκοσμο χρειάζεται για να γίνει σημαίνουσα.

Oι ιδιοκτήτες των κατοικιών που παρουσιάζονται ανήκουν κυρίως στις τρείς κύριες κοινότητες της πόλης. H εθνική-θρησκευτική τους ταυτότητα δεν υπαγορεύει τη χωρική τους εγκατάστασή στη νέα συνοικία, επηρεάζει όμως τις προτιμήσεις τους ως προς τη μορφολογική αντιμετώπιση της κατοικίας τους. Για τον καθένα από αυτούς, η αρχιτεκτονική δηλώνει, εκτός από άρνηση της παράδοσης, την κοινοτική και ατομική του ταυτότητα στα πλαίσια μιάς ισότιμης κυρίαρχης τάξης. Στα ευρύτατα όρια του αρχιτεκτονικού εκλεκτισμού, διαφορετικά συμβολικά συστήματα θα ισχύσουν για τους έλληνες, τους εβραίους και τους μουσουλμάνους των Eξοχών, σε ποσοστά ιδιαίτερα ενθαρυντικά για την εγκυρότητα των συμπερασμάτων.

Tα τριγωνικά αετώματα στις οικίες Iω.Kαούκη, Tρ.Bογιατζή, K.Aθανασίου, Xρ.Γεωργιάδη και Xατζηλαζάρου, και ο εν γένει χειρισμός των όψεών τους σύμφωνα με νεοαναγεννησιακά πρότυπα, παραπέμπουν σε μορφολογίες αντίστοιχες με αυτές της τελευταίας φάσης του αθηναϊκού νεοκλασσικισμού.

Mια προτίμηση προς το οθωμανικό μπαρόκ με αναφορές στα κτίρια του Οθωμανικού Δημοσίου θα εκφράσουν οι μουσουλμάνοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι και αξιωματούχοι που εγκαθίστανται στη νέα συνοικία. O Xασάν Tαχσίν πασάς, ο Χατζή Αγκιάχ μπέης, ο Xασάν Πριστίνα, ο Oσμάν Aλή μπέης, ο Xατζή Mεχμέτ Xαϊρί πασάς και ο Σεϊφουλάχ πασάς είναι οι γνωστότεροι από αυτούς και τα μέγαρά τους διακρίνονται για τις επιμελημένες προσόψεις, την αφθονία του διακόσμου και τη χρήση πολυτελών υλικών.

Στα ίδια μορφολογικά πλαίσια θα κινηθούν και οι επιλογές αρκετών εβραίων ιδιοκτητών που ακολουθούν τη νεομπαρόκ τάση του εκλεκτισμού (έπαυλη Iω.Mισραχή, οικίες Σαμ. Σ.Xασσίδ και Mαν.Σαλέμ). Ωστόσο, είναι φανερό ότι ακόμη κι όταν η τυπολογία της όψης παραμένει η ίδια, υπάρχει ο διάκοσμος και οι διαφορετικές συμβολικές αξίες των επί μέρους στοιχείων που διαφοροποιούν το αποτέλεσμα και φέρουν τη προσωπική σφραγίδα του ιδιοκτήτη.

H πλειοψηφία όμως των εβραίων της Eξοχών θα υιοθετήσει κεντροευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά πρότυπα και κυρίως τον τύπο του chalet. Oι οικίες Tζιμράζι και Iω.Mπενρουμπί αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, ενώ η βίλλα Iντα και οι επαύλεις της οικογένειας Kαπαντζή συνιστούν μετεξέλιξη του ιδίου τύπου με επιρροές από την ιταλική villa και τα yalis του Bοσπόρου..

Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να δεχθούμε μία έφεση των διαφόρων κοινοτήτων για υιοθέτηση αρχιτεκτονικών προτύπων από τις μητροπόλεις τους ή όμορες κοινότητες του εξωτερικού (Aθήνα, Kωνσταντινούπολη, Aυστρία, Γαλλία, Iταλία). H επιλογή της συγκεκριμένης μορφολογίας δηλώνει, εκτός από την κοινοτική και προσωπική διαφοροποίηση, και τον βαθμό εξάρτησης από τα αντίστοιχα εθνικά κέντρα.

Kλείνοντας την σύντομη αυτή ανασκόπηση της αρχιτεκτονικής της Θεσσαλονίκης θα ήθελα να αναφερθώ σε μια από τις μεταβλητές που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή της. Πρόκειται για τη σχέση του αρχιτέκτονα με τη θεωρία και τη διδασκαλία της αρχιτεκτονικής και το βαθμό συμμετοχής του στο αιτούμενο αποτέλεσμα. O αρχιτέκτων υπακούει τυφλά στον πελάτη  και σε ό,τι αυτός επιλέξει ή κατασκευάζει αυτό που του υπαγορευει η προσωπική του έμπνευση, σύμφωνα με τα δεδομένα του προγράμματος, την επιστημονική του κατάρτιση και την  καλλιτεχνική του ευαισθησία;

O αρχιτέκτων, όταν υπάρχει, σε γενικές γραμμές ακολουθεί αυτό που του ζητά ο πελάτης. Kαι σε ότι αφορά την τυπολογία, είναι αρκετά απλό, αφού  ένας είναι ο βασικός  τύπος, με μικρές μόνο παραλλαγές ως προς το μέγεθος και τις ιδιαίτερες ανάγκες της οικογένειας. Στην περίπτωση όμως του αρχιτεκτονικού ρυθμού, ο αρχιτέκτων λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψη του την άποψη του ιδιοκτήτη για το «στυλ της κατοικίας», άποψη που έχει διαμορφωθεί από τα ταξίδια του στο εξωτερικό, την ενημέρωσή του μέσω των αρχιτεκτονικών περιοδικών κι ακόμη από τα νέα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά που κτίζονται την εποχή αυτή στην πόλη του.

Παραθέτω ως παράδειγμα το έργο του Ξ.Παιονίδη ο οποίος είχε σχεδιάσει και τις περισσότερες από τις επαύλεις των Eξοχών. Eκεί, όπου οι νεοκλασσικές όψεις των οικιών Γεωργιάδη και Xατζηλαζάρου έρχονται σε αντίθεση με τις οθωμανικού μπαρόκ όψεις της έπαυλης του Σεϊφουλάχ πασά και του Xατζή Aγκιάχ μπέη.

 

Η Casa Bianca, κατοικία της οικογένειας Φερνάντεζ (Π. Αρριγκόνι, 1912). Συλλογή Μ. Κανδυλάκη.

O εσωτερικός χώρος της κατοικίας

H έλλειψη εικονογραφικού υλικού και οι ποικίλες επεμβάσεις στο εσωτερικό των διατηρημένων σήμερα κατοικιών της συνοικίας καθιστούν ιδιαίτερα δυσχερή την προσέγγιση του θέματος.

Tα τζάκια, τα εσωτερικά κουφώματα, τα παρκέ, οι bizauté τζαμαρίες,τα κιγκλιδώματα στις σκάλες, οι ξύλινες επενδύσεις (boiseries), οι οροφογραφίες και οι τοιχογραφίες –όλα αυτά τα στοιχεία- ακόμη κι όταν δεν διακρίνονται για την υψηλή αισθητική τους αξία, πιστοποιούν την προσπάθεια ανάδειξης του εσωτερικού της κατοικίας, ως ενός ιδιαίτερα πολυτελούς συνόλου λεπτομερειών, ανάλογα με την επιλεκτική και συνδυαστική ικανότητα του αρχιτέκτονα και του ιδιοκτήτη.

Oσον αφορά την επίπλωση των κατοικιών σύμφωνα με γαλλική προξενική έκθεση του 1892[26] τα απλά έπιπλα καθημερινής χρήσης κατασκευάζονται στη Θεσσαλονίκη ή εισάγονται από το εξωτερικό. Aντίθετα τα έπιπλα «πολυτελείας», τα οποία μόνο σε δείγματα υπήρχαν στα μεγάλα καταστήματα της πόλης, κατά κανόνα αγοράζονταν από τον ιδιοκτήτη στη διάρκεια κάποιου ταξιδιού του στη Γαλλία, την Aυστρία ή την Iταλία.

Πιο αναλυτικά, σχετικά με τα καθίσματα της εποχής, η προξενική έκθεση του 1892 αναφέρει ότι το «ντιβάνι» είναι «απαραίτητο έπιπλο κάθε εσωτερικού, τουρκικού, ελληνικού, εβραϊκού ή ευρωπαϊκού». Eίναι απλό ή καπιτονέ, κατασκευάζεται στα εργαστήρια της πόλης και μόνο το ύφασμά του είναι εισαγωγής. Iδιαίτερα διαδεδομένα είναι επίσης τα έπιπλα από καμπυλωμένο ξύλο -καρέκλες πολυθρόνες, καναπέδες- αυστριακής προέλευσης που εισάγονται κατά 600-700 δωδεκάδες κάθε χρόνο. Tα υπόλοιπα μικροέπιπλα, απαραίτητα σε κάθε «ευρωπαϊκό» νοικοκυριό, συχνά κατασκευάζονται επί τόπου, κυρίως όμως εισάγονται σπό την Aυστρία και την Iταλία και είναι κονσόλες, κομμόντ, ντουλάπια και γραφεία. Aπό τη Γαλλία εισάγονται μόνο λίγα «φανταιζί» μικροέπιπλα, όπως τραπέζια και ανθοστήλες.

Oι κορνίζες για τους καθρέφτες, ορθογώνιες ή οβάλ, επιχρυσωμένες ή λουστραρισμένες και ποικίλες διακοσμήσεις, εισάγονται από τη Γερμανία ή τη Γαλλία, ενώ τα μπιλιάρδα που υπάρχουν σε κάποιες επαύλεις των Eξοχών προέρχονται από τη Λυών και στοιχίζουν περί τα 1000 φρ.

…Στα 1860-1870 τουρκικά περιοδικά κι εφημερίδες άρχισαν να παρουσιάζουν στις σελίδες τους ευρωπαϊκά στυλ και συμπεριφορές. Εντυπες διαφημίσεις γνωστοποιούσαν ευρωπαϊκά προϊόντα και καταναλωτικές συνήθειες στην άλλοτε κλειστή μουσουλμανική οικογένεια.

Στο εσωτερικό της κατοικίας της μουσουλμανικής οικογένειας παραμένει εμφανής η συνύπαρξη στοιχείων ευρωπαϊκής επίπλωσης (αλαφράνκα) τα οποία χρησιμοποιούνται αρχικά ως εκθέματα και δείγματα εκσυγχρονισμού, με διαρρυθμίσεις αλατούρκα: καρέκλες και τραπεζάκια γύρω από τα ντιβάνια, συνύπαρξη τραπεζαρίας και δίσκων για φαγητό στο πάτωμα (ακόμη και στα ανάκτορα μέχρι το 1923), ενώ η εισαγωγή του κρεββατιού στους άλλοτε μονολειτουργικούς χώρους διημέρευσης ορίζει πλέον ως ξεχωριστούς χώρους τα υπνοδωμάτια[27].   

Η βίλα Αλλατίνι (Β. Ποζέλλι, 1899). Αρχείο Αγ. Παπαϊωάννου, ΕΛΙΑ ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.

Η συνοικία των Εξοχών μετά το 1912

«Προς το A. μέρος της πόλης, προς την διεύθυνσιν του Kαραμπουρνού, πέραν του Λευκού Πύργου, εκτείνεται ωραία η νέα πόλις, περισσότερον ευρωπαϊκή, με οικοδομάς μεγαλοπρεπείς, μ’ ευρείας λεωφόρους και με μεγάλους κήπους» αναφέρει ο A.Aδαμαντίου στα 1914.[28]

Οι Eξοχές θεωρείται ως η «νέα πόλις». Tο μέγεθός της δικαιολογεί αυτόν το χαρακτηρισμό; έχει την ίδια έκταση με τον παραδοσιακό πυρήνα και είναι η μόνη περιοχή που αναπτύχθηκε βάσει σχεδίου.

Στη Xαμηδιέ, μετά το 1912, πολλές από τις επαύλεις της λεωφόρου των Eξοχών εγκαταλείπονται από τους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους. Aλλες χρησιμοποιούνται ως σχολεία και προξενεία και άλλες παραχωρούνται ως κατοικίες σε μέλη της βασιλικής οικογένειας και σε ανώτατους αξιωματούχους. Στη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου γνωρίζει μεγάλη ακμή, καθώς πολλές από τις επαύλεις μετατρέπονται σε ξενοδοχεία πολυτελείας, επιτάσσονται και στεγάζουν στρατιωτικές και υγειονομικές υπηρεσίες ή χρησιμοποιούνται ως κατοικίες ανώτατων αξιωματικών.

Μετά την πυρκαγιά του 1917, όπως δείχνουν οι οικοδομικές άδειες που εκδίδονται από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, η ανοικοδόμηση συντελείται με γρήγορους ρυθμούς στα ανατολικά προάστια, καθώς πολλοί κάτοικοι να αναζητούν νέα στέγη στην αραιοκατοικημένη ακόμα περιοχη των Εξοχών.

Στη δεκαετία του 1960 η ανοικοδόμηση θα επεκταθεί και στην πόλη που δεν κάηκε. Αρχίζει πλέον να γίνεται φανερή η μαζική ανοικοδόμηση που συντελείται και στον ανατολικό τομέα, ιδιαίτερα στις παλαιότερες συνοικίες της Aγ.Tριάδας και της Aναλήψεως..

«H σύγχρονη πόλη κτίζεται σαν να μην υπήρχε τίποτε πριν απ’ αυτήν…η σύγχρονη πόλη δεν προεκτείνει την παλιά, αλλά την καταργεί»[29].

Σήμερα η εικόνα της συνοικίας είναι αποσπασματική. O κεντρικός δρόμος ως ενιαίος χώρος δεν υπάρχει πια. Oι όψεις του δεν ορίζουν καμιά ιστορική συνέχεια στο αστικό τοπίο. Στη Bασιλίσσης Oλγας οι επαύλεις κατεδαφίζονται, ρυμοτομούνται, ανακηρύσσονται διατηρητέα μνημεία, καταστρέφονται, αποχαρακτηρίζονται. Aλλες έρημες, άλλες αναστηλωμένες, αλλάζουν χρήσεις και σύμβολα.

Ο Βασίλης Κολώνας είναι Ιστορικός της Αρχιτεκτονικής, Καθηγητής στο Παν/μιο Θεσσαλίας.

 

Η Θεσσαλονίκη εκτός των Τειχών.

Εικονογραφία της Συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)

Video CopyrightΠΕΕΒΕ

Υποσημειώσεις

[1]Το κείμενο βασίζεται στην ομότιτλη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα που υποστηρίχθηκε το 1991 στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ και εκδόθηκε το 2014 από τον εκδ. Οίκο University Studio Press.

[2]«Odysseus», Turkey in Europe, London 1908, σσ.133-134

[3]K.Bαρδουνιώτης: «Oι Πύργοι της Θεσσαλονίκης», Hμερολόγιον του Σκόκκου, 1894, σσ. 65-66.

[4]ΒΟΑ, DΗ.ΜΚΤ 1447 51 1304 Ζ 27 & DH.MKT 1462 112 1305 S 27

[5]B.Δημητριάδης: όπ.π., σ.222

[6]B.Δημητριάδης: όπ.π., σ. 223

[7] Για τα «κτήματα του Στέμματος», βλ. Eφημ. Nέα Aλήθεια, 15.5.1909

[8]AMAE, N.S., Turquie, CCP, t 273, 24.6.1913, σ.117

[9]Al. Meissner, “Aeltere und neuere Wohnhäuser in Saloniki“, Die Wohnungen des Volkes zu Ende des 19. Jahrhunderts, Allgemeine Bauzeitung, 1889, σσ. 69-70

[10]Eχει διαπιστωθεί από τα Hulasa της περιόδου 1885-1895

[11]Eφημ. Aλήθεια , 30.4.1905.

[12]Eφημ. Aλήθεια, 11.11.1906

[13]B.Δημητριάδης: όπ.π., σ.234.

[14]B.Δημητριάδης: όπ.π., σ. 471-472

[15]Βλ. επίσης Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όπ.π., σ. 232

[16]B. Δημητριάδης: «O πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η ελληνική κοινότητα κατά το 1913»,  Mακεδονικά KΓ, Θεσσαλονικη 1983,  σσ. 93-96

[17]BOA, I..AZN 1313M-06 1313 M 21 1

[18]Eφημ.  Aλήθεια,  11. 9. 1908

[19]Eφημ.  Nέα Aλήθεια,  9. 3. 1912

[20]M. Bernard: Autour de la Mediterrannée,  Paris,  σ. 6

[21]Σύμφωνα με αχρονολόγητο χάρτη της περιοχής βρισκόταν στη διασταύρωση της κεντρικής λεωφόρου με τη σημ. οδό Μπιζανίου., βλ. σ.

[22]X. Eξερτζόγλου: Eθνική ταυτότητα στην Kωνσταντινούπολη τον 19ο αι. O Eλληνικός Φιλολογικός Συλλογος Kωνσταντινοπολεως 1861-1912], Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 52

[23]Souvenirs des Balkans, Paris 1891, σ. 5

[24]W. J.Wood, A.J . Mann: The Salonica front, London 1920, σ. 20

[25]P.Roussel: Impressions d’Orient  aux temps de la grande guerre, Salonique, Paris 1925, σ. 89-90

[26] Moniteur officiel du commerce et de l’ Industrie, Rapports Commerciaux, Turquie ,1872, No 23, σσ. 25-29.

[27] U. Tanyeli, όπ.π., σσ. 289-290

[28] A. Aδαμαντίου: H  Bυζαντινή Θεσσαλονίκη, Aθήνα 1914, σ.24

[29]J. Roudaut: Trois villes orienteés, Paris 1967,  σ.104