Φωκίων Κοτζαγεώργης
Η γέννηση του τουρκικού εθνικισμού
Η γέννηση της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας αποτέλεσε προϊόν συγκερασμού πολλών παραμέτρων. Οι ετερο- και αυτοπροσδιορισμοί των εμπλεκόμενων πληθυσμιακών ομάδων, προς τις οποίες απευθυνόταν μια τέτοια εθνική ιδεολογία, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη χρονική υστέρηση της γέννησής της.
Ο όρος «Τούρκος» χρησιμοποιούνταν κατά την οθωμανική περίοδο με ένα και αποκλειστικό σημαινόμενο: τον άξεστο και αγράμματο τουρκόφωνο μουσουλμάνο αγρότη της Ανατολίας (Μ. Ασίας). Κάποιες φορές, μάλιστα, στις γραπτές πηγές των Οθωμανών η χρήση του όρου γινόταν με τρόπο υποτιμητικό, όταν αποδιδόταν σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή πληθυσμιακή ομάδα (π.χ. η φράση etrak bi-edrak, «οι απαίδευτοι Τούρκοι»). Αυτή η πραγματικότητα συνυφαίνεται με μιαν άλλη και παράγει ένα εκρηκτικά αντιφατικό εννοιολογικό μείγμα. Η οθωμανική ελίτ, νοούμενη όχι μόνο ως άρχουσα πολιτική αλλά και ως διανοητική, είχε σαφή επίγνωση της καταγωγής του γλωσσικού οργάνου που χρησιμοποιούσε. Ο γνωστός περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) αναγνώριζε ότι η γλώσσα που μιλούσε ήταν τα τουρκικά. Ωστόσο, την πολιτική ταυτότητά του αυτός και οι όμοιοί του την απέδιδαν ως οθωμανική, λαμβάνοντάς την από την ονομασία του κράτους, του οποίου ήταν υπήκοοι. Αυτή η, τελικά, φαινομενική αντίφαση είχε ως παράγωγο την αδυναμία πρόσληψης του όρου «Τούρκος» με πολιτική σημασία από όλους τους Οθωμανούς μουσουλμάνους (και τουρκόφωνους) υπηκόους. Μόλις πρόσφατα η έρευνα επισήμανε ότι πρώτη φορά ο όρος «Τουρκία» (Türkistan) χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον σουλτάνο κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Παρισιού του 1856, για να περιγράψει την επικράτειά του, παρ’ όλα αυτά ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε συνάφεια με οτιδήποτε σχετίζεται με τη λειτουργία του κράτους (στρατός, διοίκηση, υπηρεσίες, δίκαιο κτλ.) Συνεπώς, η εννοιολόγηση του «Τούρκος» κατά την οθωμανική περίοδο αποτέλεσε έναν πρώτο ανασχετικό παράγοντα εκδήλωσης μιας τουρκικής εθνικής ιδεολογίας.

Η επίσημη οθωμανική στάση έναντι της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 συνιστά έναν ακόμη ανασχετικό παράγοντα. Η όλη πολιτική του σουλτάνου ενώπιον του ελληνικού ζητήματος αποδεικνύει ότι μια νεωτερικών αρχών επανάσταση ήταν εκτός του ιδεολογικού σύμπαντος της οθωμανικής κρατικής ελίτ. Παρόλο που έχει προταθεί μια αιτιολογική σχέση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού, την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης η οθωμανική εξουσία υποβάθμισε τη νεωτερική εθνική ιδεολογία που βρισκόταν πίσω από τις πράξεις των Ελλήνων επαναστατών και, αφού αρχικά της προσέδωσε τον χαρακτήρα της προδοσίας έναντι του προνεωτερικού συμβολαίου προστασίας μεταξύ του μουσουλμάνου ηγεμόνα και των μη μουσουλμάνων υπηκόων του (ζίμα, dhimma), τελικά την αντιμετώπισε ως ωμή παρέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας. Ο εκνευρισμός της οθωμανικής ηγεσίας, που ακολούθησε την αρχική αμηχανία μετά την εκδήλωση της επανάστασης, την εξέλιξή της και τελικά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δεν επέτρεψε να γονιμοποιηθούν τα νεωτερικά σπέρματα της ελληνικής επανάστασης εντός της οθωμανικής πολιτικής και να προκαλέσουν ανάλογες ιδεολογικές ζυμώσεις.
Είναι την περίοδο του Τανζιμάτ (Τanzimat), μιας δυτικής έμπνευσης και οιονεί επιβολής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που εκκολάφθηκαν ζυμώσεις και στοχασμοί και δημιουργήθηκε εύφορο έδαφος για την ανάδειξη κάποιας εθνικής ιδεολογίας. Κάθε ιστορική αφήγηση που προσπαθεί να αναλύσει και να εξηγήσει τη γέννηση του τουρκικού εθνικού φαινομένου ξεκινά από την ομάδα των Νέων Οθωμανών (Yeni Osmanlılar), η δράση της οποίας τοποθετείται κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 1860. Η ομάδα αυτή διαμορφώθηκε σε μια περίοδο ωρίμανσης του Τανζιμάτ, τόσο με τη δημοσίευση του περισσότερο μεταρρυθμιστικού διατάγματος του Χάτι Χουμαγιούν (hatt-ı hümâyûn) του 1856 όσο και με την εμφάνιση της πρώτης γενιάς Οθωμανών διανοούμενων, οι οποίοι είχαν μορφωθεί αποκλειστικά μέσα στην περίοδο του Τανζιμάτ. Η διάδοση των ιδεών αυτής της κίνησης βοηθήθηκε ιδιαίτερα από το νέο μέσο επικοινωνίας στην οθωμανική κοινωνία, τον Τύπο.
Οι Νέοι Οθωμανοί ως ομάδα διανοουμένων προέκυψε από τη μυστική οργάνωση Πατριωτική Συμμαχία (İttifak-i Hamiyet), που ιδρύθηκε το 1865, και αντιτίθετο στην πολιτική του Τανζιμάτ. Οι Νέοι Οθωμανοί δεν ήταν πολιτική οργάνωση ούτε όσοι εντάσσονταν σε αυτήν την κίνηση είχαν τις ίδιες απόψεις. Ωστόσο, η σημασία της έγκειται στο ότι επρόκειτο για την πρώτη ιδεολογική κίνηση μουσουλμάνων διανοουμένων με νεωτερικές αποχρώσεις, που εκδηλώθηκε στην οθωμανική ιστορία και αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς περιόδου ιδεολογικών ζυμώσεων, οι οποίες έμελλε να οδηγήσουν τελικά στην ίδρυση του τουρκικού κράτους και στην ολοκλήρωση μιας μορφής τουρκικής εθνικής ιδεολογίας.
Οι Νέοι Οθωμανοί ήταν νέοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και κρατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι με τους δυτικούς θεσμούς και ιδέες. Ωστόσο, αντιτάχθηκαν σφοδρά στην πολιτική του Τανζιμάτ, όπως αυτή εφαρμοζόταν από τους μεγάλους βεζίρηδες Αλί πασά (Ali Paşa) και Φουάτ πασά (Fuad Paşa), θεωρώντας την μια επιφανειακή απομίμηση του ευρωπαϊκού μοντέλου και έναν μονόπλευρο γραφειοκρατικό δεσποτισμό, ο οποίος δεν λάμβανε υπόψη τις παραδοσιακές οθωμανικές και ισλαμικές αξίες. Οι Νέοι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το νεωτερικό πολιτικό λεξιλόγιο μεταφράζοντάς το σε μια ισλαμική, παραδοσιακών καταβολών, κοινωνία, προσπαθώντας να συνταιριάξουν τις παραδοσιακές αξίες της δεύτερης με τα ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα της πρώτης. Το αίτημά τους για την παροχή Συντάγματος με τη λειτουργία Κοινοβουλίου ενστάλαζε εντός του όχι μόνο τη νεωτερική αρχή της πολιτικής αντιπροσώπευσης και του ελέγχου της εξουσίας αλλά και την ισλαμική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της εκλογής ηγέτη από ένα σώμα που αποτελούσε τη μουσουλμανική ούμα (umma, κοινότητα πιστών). Οι Νέοι Οθωμανοί προχώρησαν περισσότερο και ιστορικοποίησαν τα συνταγματικά αιτήματα με την πραγματικότητα της οθωμανικής κοινωνίας. Μέσα από το Σύνταγμα, κατ’ αυτούς, αφενός θα υπήρχε ένα όργανο ελέγχου των κυβερνητικών αυθαιρεσιών και της κατίσχυσης της γραφειοκρατίας πάνω στην κοινωνία, αφετέρου, με τη συμμετοχή στο Κοινοβούλιο των νομικά ίσων πια μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων υπηκόων, θα διαμορφωνόταν μια ενιαία πολιτική πατρίδα (vatan), που θα αποτελούσε πρόσκομμα στην ανάπτυξη του τοπικιστικού φατριασμού, ενός ιδιαιτέρως επικίνδυνου φαινομένου για εκδήλωση αποσχιστικών τάσεων.

Οι απόψεις των Νέων Οθωμανών μόνο έμμεσα επηρέασαν τις εξελίξεις που οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου οθωμανικού Συντάγματος το 1876. Επιπλέον, ως απόψεις μιας ελίτ διανοουμένων, δεν είχαν απήχηση σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, ειδικά εκτός της πρωτεύουσας. Από την άλλη, όμως, η προσπάθεια σύνδεσης των δυτικών ιδεών με τις αρχές του Ισλάμ επηρέασε βαθιά τους εκσυγχρονιστές ισλαμιστές Οθωμανούς διανοούμενους, ενώ άλλες δύο έννοιες, αυτές της ενιαίας οθωμανικής πολιτικής ταυτότητας και της ενιαίας πατρίδας, θα γίνει προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα επόμενα χρόνια προς όφελος της σωτηρίας του κράτους. Ο επιφανέστερος εκπρόσωπος των Νέων Οθωμανών, ο συγγραφέας Ναμίκ Κεμάλ (Namik Kemal, 1840-1888), φαίνεται ότι επηρέασε ακόμη και τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (Mustafa Kemal Atatürk).

Ασχέτως αν αναγνωρίζεται ή όχι η επίδραση των Νέων Οθωμανών στη μεταγενέστερη οθωμανική πολιτική σκέψη, το βέβαιο είναι ότι οι κατοπινές ιδεολογικές ζυμώσεις στηρίχθηκαν πάνω σε διακυβεύματα που αυτοί έθεσαν. Το Σύνταγμα, η σχέση νεωτερικότητας και Ισλάμ και η έννοια της ενιαίας πολιτικής ταυτότητας ή και πατρίδας αποτέλεσαν αντικείμενα διανοητικών προβληματισμών και πολιτικών προγραμμάτων και πρωτοβουλιών κατά την επόμενη πεντηκονταετία, μέχρι τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Οι εξωτερικές εξελίξεις έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην επιτάχυνση εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ζυμώσεων.
Η ισότητα μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων ήταν η νέα πραγματικότητα της εποχής των Νέων Οθωμανών, που τους οδήγησε να εισαγάγουν την έννοια της ενιαίας πολιτικής ταυτότητας και να γίνουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εισηγητές της ιδεολογίας του Οθωμανισμού (Osmanlılık). Παρόλο το ενδιαφέρον τους για το Ισλάμ, οι Νέοι Οθωμανοί υποστήριξαν ότι έπρεπε να σμιλευτεί η νέα πολιτική οθωμανική ταυτότητα. Η ιδεολογία του Οθωμανισμού είναι νεωτερικών καταβολών και ουσιαστικά μια προσπάθεια μετάφρασης της προνεωτερικής αρχής της υποταγής στον Οθωμανό ηγεμόνα στο ιδίωμα του Διαφωτισμού. Οι όροι με τους οποίους οι διανοούμενοι προσπάθησαν να συνταιριάξουν τον επιθετικό προσδιορισμό «οθωμανικός» ήταν το «μιλέτι» (millet) και η «βατάν» (vatan). Αμφότεροι διακρίνονταν από εννοιολογική ασάφεια και αοριστία. Αδυνατούσαν οι διανοούμενοι να προσδιορίσουν το οθωμανικό μιλέτι σε σχέση με το ισλαμικό, αλλά και υπό το φως των αναδυόμενων εθνικών ιδεολογιών, από τις οποίες εμφορούνταν οι χριστιανοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Ούτε, όμως, η «πατρίδα-βατάν» λάμβανε συγκεκριμένο γεωγραφικό και πολιτικό σημαινόμενο στον εισηγητή του όρου, Ναμίκ Κεμάλ, πέραν μιας ασαφούς γενέτειρας μαζί με τις μνήμες και τις αξίες που αυτή ανέσυρε και προϋπέθετε. Ωστόσο, ο οθωμανισμός θα παραμείνει στην πολιτική σκέψη της αυτοκρατορίας ως εναλλακτική πολιτική πρόταση και θα ανασυρθεί λίγες δεκαετίες αργότερα από τους Νεότουρκους, αμέσως μετά το κίνημά τους το 1908, ως βασική ιδεολογία τους.
Εν τη γενέσει του, όμως, ο Οθωμανισμός είχε τα σπέρματα του απραγματοποίητου. Η εγκατάλειψη από την «οθωμανική οικογένεια» της πλειονότητας των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας, ως αποτέλεσμα της βαλκανικής κρίσης του 1875-78, ανάγκασε τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β΄ (Abdülhamid II) να αναστοχαστεί πάνω στην ταυτότητα που θα έπρεπε να εμφυσήσει στους υπηκόους του και να αναπροσαρμόσει την πολιτική του. Κατά τρόπο ανάλογο με τους προηγούμενους, ο σουλτάνος ανέσυρε από το οθωμανικό ιδεολογικό οπλοστάσιο την έννοια της προσήλωσης στο Ισλάμ, επενδύοντάς την, όμως, τώρα με νεωτερικό περίβλημα. Η ιδεολογία του πανισλαμισμού (Pan-islamism) αποτέλεσε κυρίαρχη πολιτική του Αμπντουλχαμίτ Β΄ στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες εξελίξεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κράτους του. Ακολουθώντας τη γραμμή των «παν-» ιδεολογιών (για παράδειγμα: παγγερμανισμός, πανσλαβισμός), ο σουλτάνος προώθησε την ιδέα της ενότητας και της αδελφοσύνης όλων των μουσουλμάνων του κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύθηκε η θρησκευτική εκπαίδευση εντός του κράτους, αναπτύχθηκαν σχέσεις με τους μουσουλμάνους εκτός του κράτους, ιδιαίτερα με αυτούς της Ρωσίας, διαμορφώθηκε και εντάθηκε μια θρησκευτική προπαγάνδα και προβλήθηκε η ιδιότητα του σουλτάνου ως χαλίφη. Το χαλιφάτο, από την εποχή της κατάκτησης των ιερών πόλεων επί Σελίμ Α΄ (Selim I), χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς σουλτάνους ως πολιτικό εργαλείο κυρίως στις διακρατικές σχέσεις τους και ως όργανο πολιτικής ρητορείας στο εσωτερικό, αλλά ποτέ με συστηματικό ούτε με πολιτικά κυρίαρχο τρόπο. Ο Αμπντουλχαμίτ οδηγήθηκε στην υιοθέτηση αυτής της πολιτικής, για να αντιμετωπίσει τις απρόκλητες επεμβάσεις των δυτικών χριστιανικών δυνάμεων στα εσωτερικά του κράτους και την ολοένα αυξανόμενη απομάκρυνση –πολιτική, ιδεολογική, ψυχολογική– των χριστιανών υπηκόων του από το κράτος. Αυτή η ιδεολογία θα προσπαθήσει αφενός να κινητοποιήσει όλους τους μουσουλμάνους του κόσμου, μηδέ των μουσουλμανικών πληθυσμών των αποικιοκρατούμενων χωρών εξαιρουμένων (π.χ. Ινδών), προς όφελος του οθωμανικού κράτους ως μοναδικού υπερασπιστή του Ισλάμ έναντι της Δύσης· αφετέρου, θα προσπαθήσει να ενισχύσει την ισλαμική ταυτότητα της μουσουλμανικής πλειονότητας του κράτους του, ιδιαίτερα των Τούρκων και των Αράβων υπηκόων του. Η ιδεολογία τελικά προσπάθησε να μετατρέψει την προνεωτερική θρησκευτική ταυτότητα σε νεωτερικά πολιτική, προοιωνίζοντας τη ρήξη μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών Οθωμανών υπηκόων. Η απήχηση της πολιτικής εκτός συνόρων ήταν πενιχρή, ενώ εντός εντοπίζεται σε εκσυγχρονιστές ισλαμιστές διανοούμενους, οι οποίοι, όμως, χρησιμοποιούσαν βοηθητικά το Ισλάμ, για να συγκροτήσουν μια δική τους πολιτική πρόταση και ιδεολογία. Η επίκληση στη θρησκευτική ταυτότητα δεν συγκινούσε πια τους μη τουρκόφωνους μουσουλμάνους της αυτοκρατορίας, πρωτίστως τους Αλβανούς και δευτερευόντως τους Άραβες. Η απομάκρυνση του Αμπντουλχαμίτ Β΄ από τον θρόνο σήμανε την εγκατάλειψη αυτής της ιδεολογίας, αν και οι Νεότουρκοι προσπάθησαν κατά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να την χρησιμοποιήσουν πάλι καλώντας όλους τους μουσουλμάνους σε ένα «ιερό πόλεμο» (τζιχάντ-djihad) εναντίον των χριστιανών εχθρών.
Δεν ήταν τόσο η πανισλαμική πολιτική του Αμπντουλχαμίτ Β΄ που θεωρήθηκε ξεπερασμένη –ή και ανεφάρμοστη– για την εποχή του όσο οι μέθοδοι που αυτός μετήλθε και το ύφος της εξουσίας του που προκάλεσαν αντιδράσεις και ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Έτσι, οι πρώτες πολιτικές οργανώσεις, εντός των οποίων κυοφορήθηκε κρίσιμης σημασίας ιδεολογική ζύμωση, δημιουργήθηκαν ως αντιπολίτευση στην αυταρχική πολιτική του σουλτάνου. Αρχικά το 1889 φοιτητές της στρατιωτικής ιατρικής σχολής ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση με στόχο την αποκατάσταση του Συντάγματος και του Κοινοβουλίου και, όταν αυτή εξαρθρώθηκε, όσοι διασώθηκαν από τις διώξεις του καθεστώτος ίδρυσαν το 1894 στο Παρίσι μια νέα, υπό την επωνυμία Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο (ΕΕΠ, İttihad ve Terakki Cemiyeti). Τα μέλη της έμειναν γνωστά ως Νεότουρκοι. Το ενδιαφέρον είναι ότι επρόκειτο για πολιτική οργάνωση με αποκλειστικό, αρχικά, στόχο την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, που αντιμετώπιζε την προοπτική ακόμη και της καθαίρεσης του σουλτάνου ως επιθυμητή λύση, προκειμένου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος. Οι όποιες ιδεολογικές ζυμώσεις έπονταν αυτού του στόχου και προέκυψαν εκ των πραγμάτων στην πορεία. Η οργάνωση είχε παραρτήματα τόσο στην αυτοκρατορία όσο και στην Ευρώπη και συμμετείχαν σε αυτήν πολιτικά πρόσωπα από ποικίλα θρησκευτικά και εθνικά περιβάλλοντα της αυτοκρατορίας (Αρμένιοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Τάταροι κτλ.)

Η αρχικά επιτυχημένη προσπάθεια του Αμπντουλχαμίτ να εξαρθρώσει την οργάνωση οδήγησε τους αντιφρονούντες στο εξωτερικό. Ύστερα από το πρώτο συνέδριο της ΕΕΠ στο Παρίσι το 1902 διαφάνηκαν δύο παρατάξεις μέσα στους κόλπους της: η πρώτη, η πολυπληθέστερη, υπό τον πρίγκιπα Σαμπαχεντίν (Sabaheddin), ανιψιό του σουλτάνου, υποστήριζε την ξενική επέμβαση για να καταρρεύσει το αυταρχικό καθεστώς του σουλτάνου, ενώ η δεύτερη, υπό τον Αχμέτ Ριζά (Ahmed Rıza), αντιτίθετο σε μια ξενική επέμβαση. Γρήγορα η αντιπαράθεση έλαβε αποχρώσεις εθνικής ιδεολογίας, καθώς η πρώτη τάση συγκέντρωνε αρμενικές και αλβανικές επαναστατικές ομάδες, ενώ η δεύτερη πρότασσε τον όρο «Τούρκος» έναντι του «Οθωμανός» για τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό της και λάμβανε εθνικιστικές αποχρώσεις. Σημαντικό γεγονός όσον αφορά την ανάληψη πολιτικής δράσης αποτέλεσε η πρόσκληση που ένα μέλος της οργάνωσης απηύθυνε, τον Ιανουάριο του 1906, προς τον στρατό να συμμετάσχει στο κίνημα. Το ίδιο έτος ήταν σημαντικό γιατί, αν και η ΕΕΠ δεν συμμετείχε στις ευρείας κλίμακας μουσουλμανικές εξεγέρσεις στην Ανατολία των ετών 1905-1907, ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η μυστική οργάνωση Επιτροπή για την Οθωμανική Ελευθερία (ΕΟΕ, Osmanlı Hürriyet Cemiyeti), στην οποία εντάχθηκαν πολλοί στρατιωτικοί και συνδέθηκαν με την ΕΕΠ. Επιπλέον, η ρήξη μεταξύ της παράταξης Σαμπαχεντίν και της παράταξης Ριζά στο συνέδριο του Παρισιού το 1907 διευκόλυνε την υιοθέτηση από την ΕΕΠ της τουρκικής τάσης και της στροφής της στον πολιτικό ακτιβισμό.
Τα παραπάνω γεγονότα σε συνδυασμό με την προϋπάρχουσα δράση μυστικών οργανώσεων στη Μακεδονία εξηγούν γιατί, πού και πότε εκδηλώθηκε τελικά το κίνημα αντίδρασης στο καθεστώς του Αμπντουλχαμίτ. Στρατιωτικές δυνάμεις στο Μοναστήρι και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, εμπνεόμενες από το επαναστατικό πρόγραμμα της ΕΕΠ και μιμούμενες τις μεθόδους των χριστιανικών ανταρτικών ομάδων που δρούσαν μέχρι τότε στη Μακεδονία, εξεγέρθηκαν με βασικό αίτημα την επαναφορά του Συντάγματος του 1876. Η επίκληση στην ιδεολογία του οθωμανισμού ήταν μονόδρομος για τους Νεότουρκους, προκειμένου να μην αποκλειστεί ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, τμήμα του οθωμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και να επιτύχει έτσι το κίνημα τον στόχο του. Τα γεγονότα μετά τον Ιούλιο του 1908, όταν εκδηλώθηκε το κίνημα, είναι γνωστά. Η δεύτερη συνταγματική περίοδος της οθωμανικής ιστορίας άρχιζε.
Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο οι ιδεολογικές ζυμώσεις συναρμόζονται και συνδιαμορφώνονται με την πολιτική δράση κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η επίκληση του Αμπντουλχαμίτ στους απανταχού μουσουλμάνους, η ανάπτυξη εκτός των οθωμανικών συνόρων της νεοτουρκικής ΕΕΠ και οι ζυμώσεις στο εσωτερικό της οργάνωσης έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στον μετασχηματισμό των θεωρητικών προβληματισμών, που προέρχονταν από τους εκτός οθωμανικής επικράτειας μουσουλμάνους, σε ενεργή δράση εντός της αυτοκρατορίας. Ένα από τα διακυβεύματα που προέκυψαν μέσα από αυτές τις εξελίξεις ήταν ο ορισμός μιας νέας πολιτικής ταυτότητας για τα υποκείμενα της αντικαθεστωτικής δράσης. Η διαμόρφωση μιας τουρκικής εθνικής ιδεολογίας μπορεί να εντοπιστεί ακριβώς στα χρόνια αυτά.
The Revolt to End the Ottoman Sultanate – The 1908 Young Turk Revolution
Άλλη μια «παν-» ιδεολογία, ο Παντουρκισμός (Pan-Turkism), βρήκε πρόσφορο έδαφος στα πολιτικά συμφραζόμενα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Ως όρος διατυπώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και έλαβε ιδεολογικό περιεχόμενο από τους υπό ρωσική κυριαρχία διαβιούντες μουσουλμάνους διανοούμενους, κυρίως Τάταρους και Αζέρους. Ως ιδεολογία ο παντουρκισμός υποστήριζε τον υποσκελισμό του Ισλάμ ως κοινού υποστρώματος όλων αυτών των πληθυσμών από την έννοια της «τουρκικότητας», νοούμενης ως κοινής γλώσσας και –κυρίως– κοινής καταγωγής. Χωρίς να αποκηρύσσουν το Ισλάμ, οι παντουρκιστές διανοούμενοι προσπάθησαν να εμπεδώσουν μια νέα ταυτότητα, η οποία θα ερείδεται στο τρίπτυχο ενότητα γλώσσας – ενότητα σκέψης – ενότητα πράξης, κατά τον Τάταρο Ισμαήλ Γκασπρίνσκι (ή Γκασπίραλι, Ismail Gasprinskiy/Gaspirali). Όπως και οι άλλες «παν-» ιδεολογίες, ο παντουρκισμός προχώρησε σε ένα δεύτερο στάδιο στην εμπέδωση μιας καθαρά πολιτικής ταυτότητας. Εξέχον μέλος αυτής της τάσης ήταν ο ταταρικής καταγωγής μετανάστης στην Κωνσταντινούπολη Γιουσούφ Ακτσουρά (Yusuf Akçura). Ο Ακτσουρά στο κείμενό του για τα Τρία Είδη Πολιτικής (Üç Tarzı Siyaseti), γραμμένο το 1904, συζήτησε τις τρεις κυρίαρχες την εποχή του ιδέες του οθωμανισμού, του πανισλαμισμού και του παντουρκισμού. Αποδεικνύοντας ότι οι δύο πρώτες ήταν ανεφάρμοστες, κατέληξε στη λειτουργικότητα της τελευταίας. Επικέντρωσε τη σκέψη του στην κοινή καταγωγή των Τούρκων και στα πολιτικά τους επιτεύγματα στο παρελθόν, και υποστήριξε την ανάγκη συνένωσής τους σε ένα εθνικό κράτος. Η μετάβαση σε μια τουρκική εθνική ταυτότητα είχε συντελεστεί, αν και οι διαπρύσιοι κήρυκές της βρίσκονταν εκτός των οθωμανικών συνόρων. Ωστόσο, με τα πολιτικά δεδομένα της εποχής, αυτοί οι διανοούμενοι δεν θα μπορούσαν να αναζητήσουν πουθενά αλλού κρατική στέγη για αυτό το ιδεατό εθνικό κράτος παρά μόνο στον χώρο της (εναπομείνασας) οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η ΕΕΠ, η οποία τελικά κυριάρχησε στον πολιτικό στίβο της αυτοκρατορίας μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του 1909 και τη δίωξη των αντιπάλων της στο εσωτερικό, δεν ήταν ομόθυμη αναφορικά με την υιοθέτηση της παντουρκικής ιδεολογίας. Ωστόσο, από το 1912 και εξής και μέσα στο πλαίσιο των εδαφικών απωλειών και των διεθνών εξελίξεων η παντουρκική ιδεολογία υιοθετήθηκε από μεγάλο τμήμα της κυβερνώσας ΕΕΠ. Ο ισχυρός ηγέτης των Νεοτούρκων Εμβέρ πασάς (Enver Paşa) προσπάθησε, εν μέσω Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στέλνοντας δυνάμεις στη Νότια Ρωσία, να χαράξει την προοπτική μιας παντουρκικής αυτοκρατορίας στη θέση της καταρρέουσας οθωμανικής. Την ίδια περίοδο η προσπάθεια πολιτικού και οικονομικού εκτουρκισμού της αυτοκρατορίας από τους ιθύνοντες εντάθηκε και ο παντουρκισμός χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο, αν και όχι ως κυρίαρχη πολιτική.
Η πολιτική δράση συνήθως αποτελεί αποτέλεσμα διεργασιών σε ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι, οι έννοιες της κοινής τουρκικής γλώσσας και της κοινής καταγωγής αναδύονταν ως βασικές για τους νέους προσανατολισμούς της οθωμανικής διανόησης. Η χρήση του όρου «Τούρκος» άρχισε να αποκτά ευρεία διάδοση και να υιοθετείται από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Ανατολίας. Η ίδρυση πολιτιστικών ενώσεων, όπως η Τουρκική Ένωση (Türk Derneği), η Τουρκική Εστία (Türk Ocağı) και η Τουρκική Πατρίδα (Türk Yurdu), όλες ιδρυμένες στο γύρισμα από την πρώτη στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, έθεσαν ως στόχους αφενός την έρευνα, τη μελέτη και την ανάδειξη του κοινού ιστορικού παρελθόντος των Τούρκων, της γλώσσας συμπεριλαμβανομένης, αφετέρου τη διάδοσή τους κυρίως στις αγροτικές μάζες της Ανατολίας. Η αυτοκρατορία είχε αρχίσει να χάνει τον πολυεθνοτικό χαρακτήρα της, ενώ τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε συρρικνωθεί στα εδάφη της στην Ανατολία και στις αραβικές επαρχίες. Επιπλέον, με την εξαίρεση των πάντα καχύποπτων για την οθωμανική ηγεσία Ρωμιών και Αρμενίων, οι υπόλοιποι πληθυσμοί διακρίνονταν από την κοινή μουσουλμανική και, με εξαίρεση τους Άραβες, τουρκική ταυτότητα, η οποία λειτουργούσε ως ομπρέλα και ως φαντασιακή εθνική κοινότητα. Έτσι, τα θεωρητικά διδάγματα του παντουρκισμού έβρισκαν πρακτικό αντίκτυπο στην πραγματικότητα της αυτοκρατορίας της εποχής, αν και δεν απαντούσαν πλήρως στο ερώτημα περί της σωτηρίας του κράτους.

Οι ταχύτατες εξωτερικές αλλαγές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα οδήγησαν σε αναπροσαρμογή του θεωρητικού μοντέλου του παντουρκισμού σε έναν ρεαλιστικότερο τουρκισμό (Türkçülük). Ο μάλλον κουρδικής καταγωγής κοινωνιολόγος και πολιτικός στοχαστής Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) διατύπωσε με πληρέστερο τρόπο αυτήν τη νέα ιδεολογική αρχή και κατέστη ο θεωρητικός της ΕΕΠ. Ο Γκιοκάλπ αρχικά συζήτησε την ιδέα ύπαρξης ενός γνήσιου Ισλάμ, αποκαθαρμένου από τις αραβικές παραδόσεις, το οποίο θα λειτουργούσε ως πολιτισμικό υπόστρωμα, αλλά θα διαχωριζόταν από τη λειτουργία του κράτους. Η χρησιμότητα του Ισλάμ, κατά τον Γκιοκάλπ, οφειλόταν στην υιοθέτηση ενός ηθικού αξιακού κώδικα, ο οποίος ήταν ζυμωμένος επωφελώς με την τουρκική εθνική κουλτούρα. Ως εθνικιστής στοχαστής, ο Γκιοκάλπ πρότασσε σαφώς την τουρκική εθνική κουλτούρα από το Ισλάμ. Γι’ αυτόν η τουρκικότητα, νοούμενη ως λαϊκή κουλτούρα, αποτελούσε τον συνεκτικό δεσμό του έθνους. Ως γνήσιος οπαδός του Γάλλου κοινωνιολόγου Εμίλ Ντιρκέμ (Emile Durkheim) πρότασσε την κοινωνία πάνω στο άτομο. Ο Γκιοκάλπ, πέραν των παραπάνω, θεώρησε ότι ο δυτικός τρόπος ζωής μπορούσε να καταστεί λυσιτελής για το τουρκικό έθνος. Ήταν οι υλικές και τεχνολογικές επιτεύξεις του που έπρεπε να αποτελέσουν βασικό στοιχείο της τουρκικής εθνικής κουλτούρας. Έτσι, κατέληξε στα τρία συστατικά στοιχεία που με τεχνητό τρόπο συνέθεταν τον σύγχρονό του τουρκικό πολιτισμό: την τουρκικότητα, το Ισλάμ και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Όμως οι πολιτικοί ηγέτες δεν ήταν θεωρητικοί, ενώ και στις ιδεολογικές επιλογές τους ήταν μάλλον εκλεκτικιστές, και οι διανοούμενοι διατηρούσαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους στις θεωρητικές αναζητήσεις τους. Κατά συνέπεια, τα γεγονότα του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και η απώλεια των αραβικών επαρχιών και πληθυσμών για την αυτοκρατορία, μαζί με την καθολική στρατιωτική ήττα, οδήγησαν, με τρόπο πιεστικό, αμφότερους, πολιτικούς και διανοουμένους, να απορρίψουν τις ιδεολογίες του οθωμανισμού, του πανισλαμισμού, αλλά και του παντουρκισμού, καθώς η ταπεινωμένη και ανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχε ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τη βούληση να πραγματώσει το παντουρκιστικό πρόγραμμα.
Η εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ στο μεταπολεμικό πολιτικό προσκήνιο της αυτοκρατορίας μετουσίωσε τις υπάρχουσες ιδέες σε μια ρεαλιστικά εφαρμόσιμη πολιτική. Ο ίδιος διέθετε το 1919 δύο πολύ βοηθητικά στοιχεία, τα οποία θα τον οδηγούσαν στην κορυφή: ήταν εξέχον μέλος του οθωμανικού στρατού με ανδραγαθίες στα μέτωπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και –αν και εξαρχής συμμετείχε στην ΕΕΠ– είχε μείνει μακριά από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις από το 1908 μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ως στρατιωτικός και άνθρωπος της πράξης δεν είχε δείξει κάποια ιδεολογική προτίμηση. Κρίνοντας εκ των υστέρων θα υποστηρίζαμε ότι η όποια ιδεολογία μπορεί να ανιχνευτεί στον ίδιο αποτελούσε ένα –όχι συνεκτικό– σύνολο πολιτικών πρακτικών και οικειώσεων θεωρητικών κεκτημένων, διαμορφωμένο μέσα από τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις.

Η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού περιόριζε τα εδάφη της αυτοκρατορίας μόνο στην Ανατολία. Υπήρχε, δηλαδή, ένα εδαφικό μίνιμουμ, το οποίο το κράτος έπρεπε να υπερασπιστεί πάση θυσία. Αυτό το στοιχείο, που προέκυψε από τις διπλωματικές εξελίξεις, αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση του εθνικού προγράμματος του Κεμάλ. Η εδαφικότητα, στοιχείο αναπόσπαστο της νεωτερικής αντίληψης περί του έθνους-κράτους, αποτέλεσε έκτοτε βασικό στοιχείο του προγράμματός του. Η Ανατολία έγινε η μητέρα πατρίδα τού υπό διαμόρφωση τουρκικού έθνους. Ο Κεμάλ έπρεπε να σφυρηλατήσει τους δεσμούς των κατοίκων με τη γη και να της προσδώσει μια τουρκική ιστορική συνέχεια. Η Ανατολία ήταν η μήτρα (Anadolu ως παρετυμολογημένη λέξη σημαίνει «γεμάτη/εγγυμονούσα μητέρα»), η γεωγραφική αναφορά των κατοίκων του νέου έθνους. Τελικά, η Ανατολία θα συγκροτούσε το νέο έθνος-κράτος με σαφή και συνεκτικά γεωγραφικά σύνορα, όπως συνέβαινε στα ευρωπαϊκά και τα άλλα νεωτερικά κράτη.
Το νέο κράτος ονομάστηκε με μια νεοδιατυπωμένη λέξη «Τουρκία», παράγωγο του εθνωνύμιου «Τούρκος». Η Τουρκία συνιστά ευθεία ρήξη με το αυτοκρατορικό και προνεωτερικό πολιτικό ιδεώδες και αντ’ αυτού θα είναι η πραγμάτωση της πανταχού επικρατούσας νεωτερικής πολιτικής αντίληψης. Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Άγκυρα συνιστούσε πράξη πολιτικού συμβολισμού προς την ίδια κατεύθυνση.
Η κοσμικότητα, στοιχείο και αυτό της εθνικής ιδεολογίας, είχε αρχίσει να υιοθετείται από αρκετούς διανοουμένους, καθώς το Ισλάμ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρήθηκε πολιτικά ήκιστα επωφελές εργαλείο και ιδεολογικά αλυσιτελές στοιχείο στην εμπέδωση μιας νέας εθνικής κοινότητας για τους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο υποσκελισμός της θρησκείας από την εθνική ταυτότητα δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί χωρίς δυναμικές και εκ των άνω λύσεις στο συγκεκριμένο πληθυσμιακό σώμα των τουρκόφωνων αγροτών της Ανατολίας.

Ο εξευρωπαϊσμός και η υιοθέτηση δυτικών τρόπων ζωής επίσης είχε τύχει ιδεολογικής επεξεργασίας από τους διανοουμένους, αν και πάντα ως σύνθεση μαζί με ισλαμικές πρακτικές. Και εδώ, όμως, παρόλο που οι δυναμικές εκ των άνω παρεμβάσεις κρίθηκαν απαραίτητες, ως έννοια ο εκδυτικισμός (batılılaşma) δεν ήταν ξένη με τις κυκλοφορούσες αντιλήψεις στον χώρο της διανόησης.
Πιο σύνθετο ήταν το εγχείρημα να προσδιοριστεί το νέο έθνος. Προφανώς η Τουρκία αποτελούνταν από Τούρκους. Η διαμόρφωση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας δεν ήταν εύκολη, παρόλο που υπήρχε αρκετή προεργασία επ’ αυτού τουλάχιστον από την προηγούμενη εικοσαετία. Η λαϊκή γλώσσα της Ανατολίας και ο τουρκόφωνος αγρότης είχαν ελκύσει το ενδιαφέρον συγγραφέων και διανοουμένων. Έτσι, μπορούσαν να αποτελέσουν βασικά στοιχεία μιας νέας εθνικής ταυτότητας για τους πολίτες αυτού του κράτους.
Ωστόσο, παρέμενε το πρόβλημα του καθορισμού αυτού του τουρκικού έθνους. Κατά την ορολογία του Μπένεντικτ Άντερσον (Benedict Anderson), θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το τουρκικό έθνος του Κεμάλ ήταν μια φαντασιακή κοινότητα, η οποία έπρεπε να αποκτήσει σαφή και αδιαπραγμάτευτα πολιτικά χαρακτηριστικά. Παρ’ όλες τις αλλαγές που επέφεραν ο Α΄ Παγκόσμιος και ο Μικρασιατικός πόλεμος, η πληθυσμιακή σύνθεση της Ανατολίας είχε πληθυντικά χαρακτηριστικά. Αν και Ρωμιοί και Αρμένιοι αποτελούσαν διακριτές μειονότητες και λόγω της θρησκείας, οι υπόλοιποι πληθυσμοί έπρεπε να ενταχθούν στη νέα τουρκική εθνότητα που χτιζόταν. Λόγω θρησκευτικής ταυτότητας, Κούρδοι, Κιρκάσιοι και Λαζοί εντάσσονταν στην τουρκική εθνότητα, καθόσον δεν υπήρχε χώρος για διαφορετικές φυλετικές ταυτότητες ή για επιμέρους θρησκευτικές αποχρώσεις. Εφόσον, κατά τα λόγια του Κεμάλ, τα άρθρα της Συνθήκης της Λοζάνης αφορούσαν μόνο τις μη μουσουλμανικές μειονότητες, οι υπόλοιποι πληθυσμοί έπρεπε, εκόντες άκοντες, να ενταχθούν στη νέα τουρκική εθνική οικογένεια. Παρ’ όλες τις αναφορές του ίδιου του Κεμάλ σε Τούρκους και Κούρδους κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, είναι οι κουρδικές εξεγέρσεις των πρώτων χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας που οδήγησαν στη λήψη κατασταλτικών μέτρων και στη νομική απαγόρευση της επίκλησης κάποιας κουρδικής ταυτότητας. Άρα η ομογενοποίηση όλων των μουσουλμάνων σε Τούρκους εντός της Τουρκικής Δημοκρατίας αποτέλεσε εξαρχής βασικό στοιχείο της εθνικής πολιτικής του Κεμάλ.
Philosophy of Kemalism
Η μετάβαση από μια θεωρητικά διατυπωμένη τουρκική εθνική ιδεολογία στην εφαρμοσμένη κεμαλική πολιτική έγινε μέσα από έναν πόλεμο (1921-1922) και επιταχύνθηκε από τις ανακύπτουσες ανάγκες της ίδρυσης ενός νέου εθνικού κράτους. Το δόγμα του νέου κράτους αποτυπώθηκε στις έξι βασικές αρχές του κεμαλισμού (Kemalism), οι οποίες συνέθεσαν το επιστέγασμα της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας στο τουρκικό πια κράτος: ρεπουμπλικανισμός (cumhuriyetçilik), λαϊκισμός (halkçılık), κοσμική ιδεολογία (laiklik), κρατισμός (devletçilik), επαναστατικότητα (inkılâpçılık) και εθνικισμός (milliyetçilik). Η κοσμική ιδεολογία και ο εθνικισμός προέρχονταν από τη νεοτουρκική ιδεολογία. Ωστόσο ο Κεμάλ έκανε τις απαραίτητες για το κρατικό όραμά του προσαρμογές: πρώτον, εξοβέλισε τη θρησκεία προχωρώντας ένα βήμα πέρα από τον χωρισμό θρησκείας και κράτους που υποστήριζαν οι Νεότουρκοι εθνικιστές· δεύτερον, διαμόρφωσε μια ακραία μορφή εθνικής ταυτότητας, για την οποία η ενσωμάτωση διαφορετικών εθνικών ομάδων θεωρήθηκε αναγκαία και αδιαπραγμάτευτη και η οικοδόμησή της πάνω σε μια σειρά ιστορικών μύθων απαραίτητη για την πραγμάτωσή της.

Ο λαϊκισμός στηριζόταν, περισσότερο ασαφώς, στην έννοια της κοινής δράσης και αλληλεγγύης, η οποία πρωτοεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως λαϊκισμός νοούνταν η διαμόρφωση ενιαίων συμφερόντων ενός ενιαίου λαού, στον οποίο η ύπαρξη τάξεων με διαφορετικά για την καθεμιά συμφέροντα δεν ήταν επιτρεπτή. Ο ρεπουμπλικανισμός ήταν το νέο πολιτικό μοντέλο διακυβέρνησης ύστερα από τον εξοβελισμό της μοναρχίας ως έστω και δυνητικής μελλοντικά πολιτειακής μορφής. Η επαναστατικότητα έγινε αντιληπτή ως μια συνεχής μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ενώ, τέλος, ο κρατισμός εμφανίστηκε ως μια τελείως νέα αρχή σημαίνοντας την πρωτοκαθεδρία του κράτους στον τομέα της οικονομικής ζωής.
Αναπόφευκτα, επειδή δεν είχε συνεκτικά στοιχεία ιδεολογίας και ούτε υπήρχε μια ιδεολογική πλατφόρμα, πάνω στην οποία θα μπορούσαν να συζητηθούν τα διάφορα θέματα που κάθε φορά ανέκυπταν, ο κεμαλισμός αξιοποίησε ως βασικό συνεκτικό στοιχείο του το πρόσωπο του ίδιου του Κεμάλ. Έτσι, αντί να αναφερόμαστε στο τελευταίο στάδιο διαμόρφωσης και κατάληξης της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, ίσως να είναι ορθότερο να μιλάμε για ένα προσωπικό εγχείρημα και επίτευγμα, την οικοδόμηση ενός προσωπικού-πατερναλιστικού κράτους, στο οποίο το πρόσωπο του ηγέτη αποτελούσε εχέγγυο για τη διαφύλαξη, διατήρηση και συνέχιση της ύπαρξης του κράτους μέσα σε νεωτερικό πλαίσιο αρχών.

Συνοψίζοντας, η ιστορία της τουρκικής εθνικής ιδεολογίας διαθέτει τα στοιχεία που συγκροτούν ένα νεωτερικό εθνικό εγχείρημα. Ωστόσο, εμφανίζει και αρκετές ιδιαιτερότητες. Γενικά ιδωμένο, πρόκειται για ένα κίνημα, το οποίο, καταρχήν και κυρίως, δεν αναπτύχθηκε αντιθετικά με κάποια απολυταρχική πολιτική εξουσία από την οποία ήθελε να αποσχιστεί. Γι’ αυτό έπρεπε να διατυπώσει έναν εθνικό λόγο, ο οποίος θα συνταίριαζε την πολιτική και πολιτισμική παράδοση του κράτους με τα νεωτερικά προτάγματα. Η ίδρυση ενός εθνικού κράτους δεν ήταν εύκολη και αυτονόητη προοπτική, όπως για τους άλλους εθνικισμούς που αναπτύχθηκαν εντός της οθωμανικής επικράτειας. Πέραν της διατήρησης της πολιτικής μορφής του κράτους, οι Τούρκοι εθνικιστές έπρεπε να διαχειριστούν ιδεολογικά α) το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας του Ισλάμ στην οθωμανική κοινωνία, β) την απενοχοποίηση του όρου «Τούρκος» και τη μετάλλαξή του σε εθνωνύμιο, γ) το πρόβλημα της συνύπαρξης διαφόρων εθνοθρησκευτικών ή και εθνοπολιτισμικών ομάδων στην αυτοκρατορία, και δ) τους όρους προσαρμογής της όποιας τουρκικής εθνικής ιδεολογίας με το ευρωπαϊκό μοντέλο, με το οποίο αυτή θα αναμετριόταν.
Οι διανοούμενοι έπαιξαν και εδώ, όπως και σε άλλα εθνικά κινήματα, καίριο ρόλο ως προαγωγοί ιδεολογικών ζυμώσεων διαδίδοντας τις ιδέες τους μέσω του Τύπου. Ωστόσο, παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μια περιορισμένη ομάδα, χωρίς ιδιαίτερη απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η πεντηκονταετία που μεσολάβησε από τα πρώτα κείμενα των Νέων Οθωμανών μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ουσιαστική όσον αφορά τον πολιτικό, ιδεολογικό και εθνικό στοχασμό. Η είσοδος, όμως, των στρατιωτικών στις διεργασίες μετέτρεψε σε πράξεις τις όποιες ιδεολογικές-θεωρητικές επιτεύξεις. Παρόλο που η άμεση ιδεολογική και πολιτική συγγένεια της κεμαλικής ιδεολογίας με τους Νεότουρκους δεν υποστηρίζεται σήμερα από πολλούς, το κίνημα του 1908 αποτέλεσε την απαρχή πολιτικών εξελίξεων και επέφερε την επιτάχυνση των ιδεολογικών ζυμώσεων. Ο πολιτικός ακτιβισμός των στρατιωτικών συμπαρέσυρε και τους διανοουμένους στη διατύπωση ριζοσπαστικών σκέψεων. Τα στρατιωτικά γεγονότα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα υποσκέλισαν σε σημασία τα παραπάνω και υποχρέωσαν τους Τούρκους εθνικιστές άμεσα να διατυπώσουν ένα εθνικά προσδιορισμένο μοντέλο διακυβέρνησης.
Ο Μουσταφά Κεμάλ υπήρξε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Κινούμενος από πολιτικό πραγματισμό και έχοντας χαλαρές ιδεολογικές συγγένειες με τον Ναμίκ Κεμάλ (την έννοια της «πατρίδας») και τους Νεότουρκους, δημιούργησε το δικό του εθνικό αφήγημα για ένα κράτος που ο ίδιος δημιούργησε. Έτσι, η ωρίμανση του τουρκικού εθνικού κινήματος βρήκε την έκφρασή της σε μια προσωποπαγή εκδοχή του τουρκικού εθνικισμού, καθιστώντας το νέο μοντέλο, στο οποίο στηρίχτηκε η Τουρκική Δημοκρατία, διαφορετικό από τα άλλα που εφαρμόστηκαν στα διάδοχα της οθωμανικής αυτοκρατορίας χριστιανικά κράτη, αποτελώντας έτσι μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στη μεγάλη ομάδα των δυτικών εθνικών κρατών και στην ιστορία του εθνικού κινήματος.

Ο Φωκίων Κοτζαγεώργης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Τουρκολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ahmad F., The Young Turks. The Committee of Union and Progress in Turkish Politics, 1908-1914, Οξφόρδη: Clarendon Press, 1969.
Deringil S., Η καλά προστατευόμενη επικράτεια: ιδεολογία και νομιμοποίηση της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1876-1909), μτφρ. Στ. Παπαγεωργίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 2003.
Finkel C., Οθωμανική αυτοκρατορία, 1300-1923, μτφρ. Μ. Δελέγκος, Αθήνα: Διόπτρα, 2007.
Hanioğlu M.Ş., The Young Turks in Opposition, Νέα Υόρκη και Οξφόρδη: Oxford University Press, 1995.
Kushner D., The Rise of Turkish Nationalism, 1876-1908, Λονδίνο: Frank Cass, 1977.
Landau J.Μ., Παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, μτφρ. Ε. Νάντσου, Αθήνα: Θετίλη, 1985.
Lewis B., Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τ. Ι, μτφρ. Π. Κωνσταντέας, Αθήνα: Παπαζήσης, 2001, τ. ΙΙ, μτφρ. Στ. Παπαγεωργίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 2002.
Mardin Ş., The Genesis of Young Ottoman Thought. A Study in the Modernization of Turkish Political Ideas, Πρίνστον Ν.Τζ.: Princeton University Press, 1962.
Poulton H., Ημίψηλο, Γκρίζος Λύκος και Ημισέληνος. Ο τουρκικός εθνικισμός και η δημοκρατία της Τουρκίας, μτφρ. Ε. Πέππα, Αθήνα: Οδυσσέας, 2000.
Turfan M.N., Rise of the Young Turks. Politics, the Military and Ottoman Collapse, Λονδίνο: I.B. Tauris, 2000.
Zürcher E.J., Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, μτφρ. Β. Κεχριώτης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2004.