Skip to main content

Έλλη Λεμονίδου: Οι δίκες για το καθεστώς του Βισύ στη μεταπολεμική Γαλλία

 Έλλη Λεμονίδου

 

Οι δίκες για το καθεστώς του Βισύ στη μεταπολεμική Γαλλία

 

Το καθεστώς του Βισύ εγκαθιδρύθηκε στις μη κατακτημένες από τους Ναζί νότιες περιοχές της Γαλλίας από τις 10 Ιουνίου 1940 έως τις 25 Αυγούστου 1944. Αρχηγός του ήταν ο στρατάρχης Philippe Pétain, ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βασικοί εχθροί του ήταν οι αντιστασιακοί, ενώ, εξαιτίας των αντισημιτικών μέτρων που έλαβε το Καθεστώς, εξοντώθηκαν περισσότεροι των 60.000 Εβραίοι πολίτες στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, δηλαδή το 20-25% περίπου του συνολικού εβραϊκού πληθυσμού της Γαλλίας.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Pétain και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι του Καθεστώτος, όπως ο Pierre Laval, δοτός πρωθυπουργός του Βισύ από την άνοιξη του 1942, καταδικάστηκαν ως συνεργάτες του εχθρού. Οι δίκες έγιναν στο Παρίσι, τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 1945, αντίστοιχα, από ένα νέο Ανώτατο Δικαστήριο, ένα νέο όργανο απόδοσης δικαιοσύνης, με τη συμμετοχή δικαστών και ενόρκων, κοινοβουλευτικών και αντιστασιακών που εκπροσωπούσαν τον λαό και τα θύματα αντίστοιχα.[1] Αυτό ήταν το πρώτο κύμα των δικών του Βισύ, στο πλαίσιο μιας γρήγορης διαδικασίας Κάθαρσης που κρίθηκε επιβεβλημένη αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου. Στο πλαίσιο αυτής της Κάθαρσης δικάστηκαν υπουργοί, άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που είχαν συνεργαστεί με το Καθεστώς, συνολικά 108 άτομα, καθώς και απλοί Γάλλοι πολίτες, που πλέον θα σημαδεύονταν από την ετικέτα «collabo» (συντομογραφία της λέξης «collaborateur»), δηλαδή: συνεργάτης. Μεταξύ κυρίως των ετών 1944-1945 δικάστηκαν συνολικά (είτε από το Ανώτατο Δικαστήριο είτε από άλλα δικαιοδοτικά όργανα) 57.000 Γάλλοι. Εκδόθηκαν συνολικά 6.763 θανατικές καταδίκες, από τις οποίες εκτελέστηκαν οι 767. Οι υπόλοιπες καταδίκες ήταν σε ισόβια δεσμά ή σε ορισμένης διάρκειας καταναγκαστικά έργα, σε φυλάκιση ή σε επιβολή «εθνικής ταπείνωσης», ενώ δεν έλειψαν βεβαίως και οι αθωωτικές αποφάσεις.[2]

 

Η δίκη του Philippe Pétain (Ιούλιος-Αύγουστος 1945).

Ωστόσο, γρήγορα αυτή η διαδικασία της Κάθαρσης διακόπηκε, με την κινητοποίηση κυρίως των κομμάτων της Δεξιάς. Στα χρόνια που ακολούθησαν δόθηκαν δύο διαδοχικές αμνηστίες, το 1951 και το 1953, με τις οποίες απελευθερώθηκαν όσοι είχαν δικαστεί και φυλακιστεί, παρά τις έντονες αντιδράσεις των αντιστασιακών. Όμως, οι αντιδράσεις αυτές δεν μπόρεσαν να ανακόψουν το κύμα της «πλασματικής» εθνικής συμφιλίωσης, την οποία διευκόλυνε ούτως ή άλλως ο Ψυχρός Πόλεμος, αναστέλλοντας στην ουσία τις διεργασίες επεξεργασίας (νοητικής και ψυχικής) του τραύματος της γαλλικής κοινωνίας. Ο μύθος της παλλαϊκής αντίστασης του γαλλικού λαού ενάντια στον Γερμανό κατακτητή, που απωθούσε στη λήθη το Καθεστώς του Βισύ και την πρόθυμη συνεργασία μιας μερίδας Γάλλων, πολιτικών και άλλων πολιτών, με τους Ναζί, –μύθος ο οποίος υπήρξε επινόηση του στρατηγού De Gaulle στα μέσα της δεκαετίας του 1950–, θα αποδειχθεί πολύ ισχυρός τα επόμενα χρόνια, καθώς δεν θα αμφισβητηθεί ούτε από τους επόμενους Προέδρους της Γαλλικής Δημοκρατίας (Georges Pompidou, François Mitterrand).[3]

Η σορός του Pierre Laval μεταφέρεται έξω από την φυλακή Fresnes αμέσως έπειτα από την εκτέλεσή του (Οκτώβριος 1945).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η δικαιοσύνη ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, για να γίνει ο κατεξοχήν φορέας της μνήμης και, για κάποιους, πρωτεργάτης στη «συμπλήρωση» των σελίδων που είχαν μείνει λευκές στην ιστορία. Από τη δικαιοσύνη ζητήθηκε, λοιπόν, να κρίνει, έστω και με καθυστέρηση, τα εγκλήματα που είχαν μείνει ατιμώρητα· να ξανανοίξει ορισμένους φακέλους, σε ένα πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από ό,τι αυτό που ίσχυε μεταπολεμικά, για να έρθουν στο φως, αυτήν την φορά, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα οποία είχαν στο μεταξύ καταστεί απαράγραπτα, με νόμο που ψηφίστηκε ομόφωνα από το Γαλλικό Κοινοβούλιο, στις 26 Δεκεμβρίου 1964.

Η αφορμή δόθηκε από ένα άρθρο του περιοδικού LExpress, τον Ιούνιο του 1972, το οποίο αποκάλυπτε ότι το 1971 είχε δοθεί χάρη από τον πρόεδρο Pompidou στον Paul Τouvier. Ο Τouvier υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών, αρχηγός της Milice στην περιοχή του Ροδανού (Rhône). Η αποκάλυψη του περιοδικού προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη και οργή σε μεγάλο τμήμα της γαλλικής κοινωνίας, την οποία οι δηλώσεις του τότε Προέδρου, Pompidou, δεν κατάφεραν να κατασιγάσουν.

Έτσι ξεκίνησε μια νέα διαδικασία αναζήτησης ευθυνών για το Καθεστώς του Βισύ, η οποία λάμβανε πλέον υπόψη και το νέο νομικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί. Η διαδικασία αυτή, μετά από μακρά περίοδο προετοιμασίας και επώασης, οδήγησε σε ένα δεύτερο κύμα δικών, που τοποθετείται χρονολογικά στην περίοδο από το 1987 έως το 1998. Αυτή την φορά οι πρώην αξιωματούχοι του Καθεστώτος του Βισύ θα δικάζονταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που αφορούσαν κυρίως δράσεις και ενέργειες στο πλαίσιο της «Τελικής Λύσης».

Δικάστηκαν ένας Γερμανός και δύο Γάλλοι :

Ο Γερμανός ήταν ο Κlaus Barbie. Πρόκειται για τον αρχηγό της Gestapo στη Λυών, ο οποίος συνέλαβε και βασάνισε μέχρι θανάτου τον αρχηγό της Γαλλικής Αντίστασης Jean Moulin. Μετά την ήττα της Γερμανίας, o Barbie εγκαταστάθηκε στη Βολιβία, απ’ όπου και μεταφέρθηκε το 1983 στη Γαλλία για να φυλακιστεί στη Λυών και να δικαστεί. Η δίκη του Barbie διήρκεσε από την άνοιξη έως τις αρχές του καλοκαιριού του 1987. Κρίθηκε ένοχος για 17 εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για «τον εκτοπισμό εκατοντάδων Εβραίων της Γαλλίας» στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου και καταδικάστηκε σε ισόβια. Πέθανε στη φυλακή στη Λυών τον Σεπτέμβριο του 1991.

Ο προαναφερθείς Paul Τouvier διέφευγε τη σύλληψη για πολλά χρόνια, όντας υπό την προστασία υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Καθολικής Εκκλησίας. Τελικά συνελήφθη στη Νίκαια το 1989 και κλείστηκε στις φυλακές, αφέθηκε όμως ελεύθερος το 1991, επικαλούμενος λόγους υγείας. Το 1994 εισήχθη και πάλι σε δίκη και πέθανε στη φυλακή το 1996.

Τέλος, ο Maurice Papon, ο οποίος διατέλεσε ανώτατος αξιωματούχος της Τέταρτης και της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, καθώς και υπουργός στην κυβέρνηση Raymond Barre (1976-1981). Ο Papon υπήρξε Γενικός Γραμματέας στη διοικητική περιφέρεια του Bordeaux κατά την περίοδο του Καθεστώτος του Vichy και ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τον εκτοπισμό, μεταξύ των ετών 1942-1944, 1.600 Εβραίων της περιοχής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Drancy. Στη δίκη του το 1997, η οποία διήρκεσε έξι μήνες, δεν έδειξε ίχνος μεταμέλειας και συμπάθειας για τα θύματά του. Απελευθερώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2002 λόγω σοβαρής βλάβης της υγείας του και πέθανε τον Φεβρουάριο του 2007, σε ηλικία 96 ετών. Αν και ο Papon κρίθηκε ένοχος για διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εντούτοις τού αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό ότι «δεν μπορούσε να γνωρίζει την ολέθρια μοίρα των εκτοπισμένων Εβραίων»!

Maurice Papon.

Υπήρξαν και δύο περιπτώσεις αξιωματούχων του Βισύ, που είδαν να τους απαγγέλλεται η κατηγορία για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όμως απεβίωσαν πριν δικαστούν: πρόκειται για τον Jean Leguay, τον άνθρωπο της αστυνομίας του Βισύ που συνομιλoύσε απευθείας με τους Γερμανούς για την οργάνωση των συλλήψεων και των εκτοπισμών. Ήταν ο πρώτος που είδε να του απαγγέλλεται η κατηγορία για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ωστόσο έμελλε να πεθάνει υπόδικος τον Ιούλιο του 1989, πριν δικαστεί. Ο δεύτερος ήταν ο René Bousquet, Γενικός Γραμματέας της Αστυνομίας του Καθεστώτος του Βισύ, που κρίθηκε υπεύθυνος για τη μαζική σύλληψη στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού (Vélodrome d’Hiver), τον Ιούλιο του 1942, και τον εκτοπισμό στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου 13.000 Εβραίων. Αυτός κατέστη υπόδικος τον Μάρτιο του 1991, αλλά δολοφονήθηκε τον Ιούνιο του 1993, επίσης πριν δικαστεί.

Οι «νεότερες» αυτές δίκες δεν έθεταν βεβαίως σε κίνδυνο την «εθνική ενότητα» της γαλλικής κοινωνίας, όπως είχε υποστηριχτεί για τις παλαιότερες δίκες την εποχή της μεταπολεμικής Κάθαρσης. Το διακύβευμα βρισκόταν πλέον αλλού. Αφορούσε τον τρόπο με τον οποίον μια χώρα τολμούσε να αντιμετωπίσει το παρελθόν της, καθώς και τη θέση που έδινε στην Ιστορία, στη μνήμη και τη δικαιοσύνη. Αφορούσε το αίτημα να εκπληρωθεί ένα «καθήκον μνήμης», αλλά και τον παιδαγωγικό ρόλο που θα μπορούσε αυτή η διαδικασία να έχει για τις νεότερες γενιές και την πολιτειακή τους αγωγή.[4]

Ωστόσο, στη διάρκεια αυτού του δευτέρου κύματος δικών προέκυψαν μια σειρά από ζητήματα, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως σε ό,τι αφορά τη νομική και δικαστική πτυχή του θέματος. Στη συνέχεια του κειμένου θα επιχειρηθεί μια επισκόπηση των βασικών αξόνων του προβληματισμού που αναπτύχθηκε γύρω από τη συγκεκριμένη διάσταση.

 

  1. Tόσον καιρό μετά…

Το πρώτο ζήτημα αφορά την καθυστέρηση στη δικαστική διαδικασία, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με μια από τις θεμελιακές αρχές του Cesare Beccaria, αυτήν περί της αμεσότητας στην απόδοση της δικαιοσύνης. Είναι άραγε δυνατόν, αναρωτήθηκαν πολλοί, να κριθούν πράξεις και δράσεις μετά από παρέλευση τόσων πολλών ετών; Είναι δυνατόν μέσα σε μια αίθουσα δικαστηρίου να ανασυσταθεί το πλαίσιο μιας εποχής, να αξιολογηθούν αναδρομικά τα γεγονότα; Είναι δυνατόν να κριθούν μια εγκληματική πολιτική ή ένα εγκληματικό Καθεστώς μέσα από την περίπτωση ατόμων που δεν ήταν όλοι «αντιπροσωπευτικές» περιπτώσεις αυτού που θέλαμε να καταδικάσουμε;

Σύμφωνα με μια άλλη ένσταση που διατυπώθηκε, υπήρχε κίνδυνος μια τόσο  καθυστερημένη δίκη να αποδομήσει τον συνεκτικό ιστό της χώρας, η αποκατάσταση του οποίου είχε συντελεστεί ενίοτε με πολλές παραχωρήσεις και θυσίες της γαλλικής κοινωνίας. Καλή ή κακή, πρώιμη ή όχι, η επιλογή της αμνηστίας υπήρξε, παρά τα όποια μειονεκτήματα, εν πολλοίς αναγκαία και ένα βασικό στάδιο στην ηθική ανασυγκρότηση της χώρας. Εξέφραζε μία πλειοψηφική βούληση για αλλαγή σελίδας. Πώς θα μπορούσε, άραγε, μια άλλη γενιά να εκμηδενίσει αυτή την επιλογή;

H δίκη του Klaus Barbie στο Δικαστικό Μέγαρο της Λυών (Μάιος-Ιούνιος 1987).

Οι αντιρρήσεις για αυτές τις «αργοπορημένες» δίκες δεν προέρχονταν μόνο από όσους εκπροσωπούσαν μια ακραία νοσταλγική δεξιά, που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου πως αυτές οι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν εμφύλιες διαμάχες του παρελθόντος. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Simone Veil, μιας προσωπικότητας που αγωνίστηκε πολύ για τη διατήρηση της ενθύμησης του Ολοκαυτώματος. Από τη στιγμή ήδη της έκδοσης του Barbie, η Veil υποστήριζε τα εξής: «Πάντα σκεφτόμουν ότι η δουλειά των  ιστορικών μπορεί να συνεισφέρει περισσότερα από όποιες καθυστερημένες δίκες, ενώ πρέπει να λάβουμε ιδιαιτέρως υπόψη μας και την ερμηνεία που δίνεται στην έννοια του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας». Η δραματοποίηση που υπεισέρχεται στη διάρκεια μιας δίκης έχει, χωρίς αμφιβολία, ένα ενισχυμένο συναισθηματικό αποτέλεσμα. Αλλά, ως πρώην δικαστικός, παραμένω σε σύγχυση σε σχέση με τα μέσα και την παραδειγματική αξία μιας δικαιοσύνης που παρεμβαίνει πολύ μετά τα εγκλήματα, ενώ οι μάρτυρες δεν έχουν πλέον πολύ συγκεκριμένες αναμνήσεις, οι δε δικαστές και ένορκοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαπράχθηκαν τα γεγονότα. […] Παραμένω εντούτοις επιφυλακτική σε ό,τι αφορά την έννοια του απαράγραπτου, ακόμη και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».[5]

O Klaus Barbie μεταφέρεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου (11 Μαίου 1987).

Ομοίως και ο τότε Πρόεδρος François Mitterrand, σε πολυσυζητημένη συνέντευξη που έδωσε στον Olivier Wieviorka μεσούσης της υπόθεσης Touvier, υποστήριξε πως δεν είναι δυνατόν μια κοινωνία να ζει συνέχεια με τις αναμνήσεις ή με τα μίση και τις έχθρες για το παρελθόν και επιχειρηματολόγησε περαιτέρω, λέγοντας πως στην ιστορία της Γαλλίας οι μεγαλύτερες κοινωνικές διαιρέσεις ξεπεράστηκαν με αμνηστίες ή με ηθελημένη λήθη, μέσα σε διάστημα είκοσι ετών από τα γεγονότα. Ακόμη και στην περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας, που υπήρξε το πιο δραματικό εσωτερικό ορόσημο στην ιστορία της Γαλλίας μετά την Επανάσταση, οι κομμουνάριοι, –όσοι τουλάχιστον δεν τυφεκίστηκαν–, αφέθηκαν ελεύθεροι 20 χρόνια μετά, σχολίασε χαρακτηριστικά ο Mitterrand.[6]

Πέρα όμως από τα ηθικά ζητήματα, προέκυψαν και πρακτικά ζητήματα νομικής φύσης εξαιτίας αυτής της καθυστερημένης διαδικασίας. Ο Paul Touvier, στο παράδειγμα του οποίου ήδη αναφερθήκαμε, δικάστηκε και καταδικάστηκε τρεις φορές: το 1946, το 1947 και το 1994, καταρχάς σε θάνατο, έπειτα σε ισόβια. Επωφελήθηκε στο μεταξύ από την παραγραφή της κύριας ποινής του, το 1967, στη συνέχεια από μια προεδρική χάρη που του αποδόθηκε για δευτερεύουσες ποινές, το 1971, όπως είδαμε, καθώς και από ένα γενικό απαλλακτικό βούλευμα, το 1992, το οποίο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ακυρώθηκε την ίδια χρονιά. Αυτή η πορεία δεν είναι και τόσο συνηθισμένη. Επίσης, ο Touvier είδε τον χαρακτηρισμό των εγκλημάτων που του αποδόθηκαν να αλλάζει πολλές φορές, κάτι που αποτέλεσε και ένα από τα πιο καίρια επιχειρήματα της υπεράσπισής του.

Αντιστοίχως, στην περίπτωση του Papon, η δίκη έγινε επίσης με μεγάλη καθυστέρηση από τα γεγονότα, μισό και πλέον αιώνα μετά. «Σαν να δικάζαμε τους λιποτάκτες του 1917 τον Μάη του 68!», όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά ο Jean-Noel Jeanneney,[7] ή, για να δώσουμε ένα ελληνικό παράδειγμα, σαν οι κατηγορούμενοι στη Δίκη των Εξ να δικάζονταν το 1973 ή στην αρχή της Μεταπολίτευσης…

 

  1. Ο ορισμός του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας»

 

Σε αυτές τις αργοπορημένες δίκες υπάρχει και μία άλλη δυσκολία, εξαιτίας του περίπλοκου χαρακτήρα της έννοιας του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, με το οποίο βαρύνονταν οι κατηγορούμενοι. Επρόκειτο για όρο που επινοήθηκε ενόψει της διαδικασίας της Νυρεμβέργης και μπήκε ως παράρτημα στη διασυμμαχική συμφωνία του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 8 Αυγούστου του 1945 μεταξύ της προσωρινής γαλλικής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της ΕΣΣΔ. Το κείμενο αυτό του 1945 αφορούσε καταρχάς τους πολίτες του Τρίτου Ράιχ και τους συνεργάτες τους, κάθε εθνικότητας, και η αρμοδιότητα για να δικαστούν ανήκε στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο. Στην υπόθεση λοιπόν του Touvier, που αποτέλεσε τον πρώτο Γάλλο στον οποίον απαγγέλθηκε αυτή η κατηγορία, προέκυψαν μια σειρά από ερωτήματα:

  • Ποιο δικαστήριο μπορούσε να δικάσει αυτά τα εγκλήματα, εφόσον το Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης δεν υπήρχε πλέον;
  • Επρόκειτο για μια κατηγορία που απέρρεε από το εσωτερικό δίκαιο, ενώ αυτό δεν την είχε καθορίσει;
  • Δεν επρόκειτο για έναν νόμο αναχρονιστικό, καθώς εισήχθη εκ των υστέρων μια νέα παράμετρος –ο απαράγραπτος χαρακτήρας των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, με βάση τον νόμο του 1964–, κάτι που απουσίαζε από το κείμενο του 1945;

Αυτές ακριβώς οι δυσκολίες προκάλεσαν και την περίεργη εξέλιξη στη δίκη του Touvier.

 Ο Touvier δικάστηκε για ένα μόνο έγκλημα, το οποίο αποφασίστηκε ότι εμπίπτει στην κατηγορία του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας» – οι άλλες κατηγορίες είχαν διαγραφεί λόγω έλλειψης επαρκών αποδείξεων. Αυτό το ένα έγκλημα ήταν η στυγερή εκτέλεση επτά Γαλλοεβραίων στο Rillieux-la-Pape, κοντά στη Λυών, τον Ιούνιο του 1944, σε αντίποινα για τη δολοφονία ενός επιφανούς συνεργάτη των κατακτητών. Το έγκλημα αυτό το είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο Touvier. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1992, το δικαστήριο εξέδωσε ένα γενικό απαλλακτικό βούλευμα για τον κατηγορούμενο, αποφασίζοντας με βάση τον ορισμό του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας που είχε δοθεί από τον Άρειο Πάγο (Cour de cassation) το 1988, κατά την δίκη Barbie, και που έλεγε πως για να τεκμηριωθεί ως τέτοιο ένα έγκλημα θα έπρεπε να έχει γίνει στο όνομα ενός Κράτους που ασκούσε μια «πολιτική ιδεολογική ηγεμονία». Το δικαστήριο έκρινε, λοιπόν, ότι, το Βισύ δεν υιοθέτησε μια τέτοια πολιτική, επομένως οι αξιωματούχοι του δεν μπορούσαν να δικαστούν όπως αυτοί του Τρίτου Ράιχ. Επιπλέον, το Βισύ δεν όριζε τους Εβραίους ως εχθρούς του Κράτους.

Paul Touvier.

Η απόφαση προκάλεσε σάλο και ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας. Λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 1992, ο Άρειος Πάγος ακύρωσε εν μέρει την απόφαση. Ακολούθως, τον Ιούνιο του 1993, δόθηκαν μια σειρά από διευκρινίσεις εκ μέρους του Αρείου Πάγου στον νόμο περί «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Για να εμπίπτει πλέον στην κατηγορία «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας», ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί πως ο Touvier δεχόταν επιρροή από τον κατακτητή, ήταν συνεργός της ναζιστικής Γερμανίας στο πλαίσιο της πολιτικής της ιδεολογικής ηγεμονίας και της εξόντωσης των Εβραίων και πως δεν λειτουργούσε αυτόνομα. Όλη η ουσία λοιπόν ήταν να αποδειχτεί πως υπήρξε παρέμβαση των Γερμανών στην υπόθεση του εγκλήματος στο Rillieux. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να γίνει λόγος για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Αν, αντίθετα, επρόκειτο για μία πράξη μόνο της Milice και ο Paul Touvier είχε δράσει μόνος, το έγκλημα στο Rillieux δεν θα ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, θα ήταν ένα «γαλλικό» έγκλημα.

Έτσι, το κακουργιοδικείο των Βερσαλλιών, στο οποίο ο Touvier προσήλθε για να δικαστεί από τις 17 Μαρτίου έως τις 20 Απριλίου του 1994, είδε την υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου να έχει αλλάξει άρδην, είδε τον Εισαγγελέα και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικώς εναγόντων να επιμένουν στην άμεση σχέση του Touvier και την εξάρτησή του από τους Ναζί, ενώ η μέχρι τότε ανακριτική έρευνα είχε τονίσει, με απολύτως πειστικά επιχειρήματα, την αυτονομία του άλλοτε αρχηγού της Μilice, καθώς έτσι (με τα έως τότε δεδομένα) αποδεικνυόταν και η μεγαλύτερη ευθύνη του. Δόθηκε μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι οι αρχηγοί της γερμανικής αστυνομίας και τα SS συνεργάζονταν με Γάλλους συναδέλφους τους, τους αρχηγούς της Milice, κυρίως με τη Milice της Λυών. Τελικά, αποδείχθηκε πως τo Rillieux ήταν ένα έγκλημα που διαπράχθηκε για λογαριασμό των Γερμανών και ο Touvier, που είχε βρεθεί υπό τις διαταγές τους, καταδικάστηκε σε ισόβια στις 19 Απριλίου 1994.[8]

Με αυτόν τον τρόπο, όμως –και αυτό μας οδηγεί στο τρίτο πρόβλημα που ανέκυψε από τις ύστερες δίκες–, παραποιήθηκε η ιστορική αλήθεια.

 

  1. Παραποίηση της ιστορικής αλήθειας

Στη συζήτηση που άνοιξε για τη φύση του Καθεστώτος Βισύ έγινε αντιληπτό ότι, αντί η δίκη Touvier να φωτίσει την αυτονομία του ρόλου του Καθεστώτος στο Ολοκαύτωμα και το γεγονός ότι ήταν Γάλλοι πολίτες αυτοί που συμμετείχαν στο Βισύ, ανεξάρτητα από τις πράξεις των γερμανικών αρχών Κατοχής, εμφάνιζε, αντίθετα, το Βισύ αθωωμένο.[9]

Οι δικαστές που αθώωσαν το 1992 τον Touvier έδειξαν επιείκεια για το καθεστώς του Pétain, που σίγουρα δεν έχρηζε υπεράσπισης στα μάτια κάθε ειδικού ή μη, ακόμη και στα μάτια ενός μαθητή σχολείου που είχε στα χέρια του ένα καλό εγχειρίδιο ιστορίας. Επρόκειτο αναμφίβολα, όπως έχει υποστηριχθεί, για κατάχρηση αρμοδιότητας.[10] Το δικαστήριο είχε επομένως αποφανθεί εν γένει για το Καθεστώς του Βισύ, την ιστορία, τη φύση, τον χαρακτήρα, την ιδεολογία, τη δράση και τη σημασία του. Και η ετυμηγορία ήταν αντίθετη με την άποψη των ιστορικών της περιόδου, που γνώριζαν βεβαίως την αντικομμουνιστική και αντισημιτική ιδεολογική ταυτότητα του Βισύ, αλλά και πως η Milice ήταν μεν, πράγματι, μία δύναμη βοηθητική προς τους Ναζί, εντούτοις, σε πολλές περιπτώσεις δρούσε με ιδία πρωτοβουλία και έφερνε μόνη της σε πέρας τις εγκληματικές δράσεις της.[11]

Επομένως, η καταδίκη του Touvier δεν κατέστη δυνατή παρά μόνο με παραποίηση της ιστορικής αλήθειας – ήταν βασισμένη σε ένα ιστορικό ψέμα. Ειπώθηκαν βεβαίως και πολλές άλλες ανακρίβειες στις δίκες αυτές: ο Bousquet παραποίησε την ιστορία, αποκρύπτοντας την αντισημιτική ιδεολογία του Βισύ και το γεγονός ότι στόχος των Γάλλων αξιωματούχων του Καθεστώτος υπήρξαν και τα παιδιά, ήδη από την άνοιξη του 1942. Από τη μεριά του, ο Papon είχε ισχυριστεί πως οι Γάλλοι ιθύνοντες δεν γνώριζαν την απαίσια αλήθεια για τις εκτοπίσεις και την τύχη των Εβραίων, μέχρι την άνοιξη του 1945, κάτι που φυσικά δεν ίσχυε.[12]

Η δίκη του Maurice Papon (Ιανουάριος 1997).

 

Είναι αλήθεια ότι στις δίκες Papon και Touvier, οι ιστορικοί κλήθηκαν ως μάρτυρες και όχι ως ειδικοί. Σκοπός ήταν να βοηθήσουν τους δικαστές να προβούν σε μια συνολική εκτίμηση του Καθεστώτος του Βισύ, όχι μόνο σε σχέση με μία ατομική συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Εντούτοις, δεν εισακούστηκαν.

Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί και πάλι σε μια συζήτηση που επανέρχεται συνεχώς στις τάξεις των ιστορικών – και όχι μόνο: Είναι άραγε αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης ή της Ιστορίας, των δικαστών ή των ιστορικών να γράφουν ή να ξαναγράφουν και να αναθεωρούν την Ιστορία; Και ποιος είναι ο ρόλος που παίζει η νομοθετική εξουσία σε αυτή την εξίσωση; Πρόκειται για ένα καίριο ερώτημα, που έχει βρεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου και του ακαδημαϊκού διαλόγου τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, αποτελεί δε κλειδί για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η προσέγγιση και ερμηνεία του παρελθόντος στη δημόσια σφαίρα.

La traque et le procès de Klaus Barbie | Archive INA

 

Η Έλλη Λεμονίδου είναι Μόνιμη Επίκουρη Καθηγήτρια
Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

 

Υποσημειώσεις

 

[1] Jean-Marc Varaut, Le Procès Pétain. 1945-1995, Παρίσι, Perrin, 1995.

[2] Fred Kupferman, Le Procès de Vichy. Pucheu, Pétain, Laval, Παρίσι, Editions Complexe, 2006, σ. 30.

[3] Γιώργος Κόκκινος, Μαρία Βλαχού, Βασιλική Σακκά κ.ά., Προσεγγίζοντας το Ολοκαύτωμα στο ελληνικό σχολείο, Αθήνα, Ταξιδευτής, 2007, σ. 106-121: Σύμφωνα με τον Henry Rousso, υπάρχουν τα εξής τέσσερα διακριτά στάδια αναφορικά με την επεξεργασία του τραύματος του Βισύ και τη συλλογική μνήμη στη Γαλλία ως προς τη σημασιοδότηση του Καθεστώτος: 1) 1944-1954: Απώθηση – Αποσιώπηση – Ενοχή, 2) 1954-1971: Απώθηση (το απόγειο της αντιστασιοκεντρικής γκωλικής – κομμουνιστικής οπτικής), 3) 1971-1974: Η επιστροφή του απωθημένου, με τη βοήθεια της ιστοριογραφικής και δημοσιογραφικής έρευνας και της κινηματογραφικής αποτύπωσης, με ορόσημα την ταινία του Marcel Ophuls, Le Chagrin et la Pitié (1971) και το βιβλίο του ιστορικού Robert Paxton, Η Γαλλία του Βισύ/La France de Vichy (1973, έτος κυκλοφορίας της γαλλικής μετάφρασης), 4) 1974 και εξής: Η ψύχωση (το στοιχειωμένο παρελθόν επανέρχεται, όπως και το αίσθημα της ενοχής, μεταξύ άλλων με την αναγνώριση από τον Jacques Chirac, τον Ιούλιο 1995, της ευθύνης του γαλλικού κράτους για τον αφανισμό των Εβραίων της Γαλλίας στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά και με τον καταλογισμό ποινικών ευθυνών, σε ατομικό επίπεδο, στις δίκες των αξιωματούχων του Βισύ που έλαβαν χώρα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990).

[4] Éric Conan, Henry Rousso, Vichy, un passé qui ne passe pas, Παρίσι, Librairie Arthème Fayard/Pluriel, 2013, σ. 110-111.

[5] Στο ίδιο, σ. 114.

[6] Στο ίδιο, σ. 116-117.

[7] Jean-Noël Jeanneney, Le passé dans le prétoire. L’historien, le juge et le journaliste, Παρίσι, Éditions du Seuil, 1998, σ. 69 (βλ. γενικά όλο το σχετικό κεφάλαιο: σ. 69-78).

[8] Éric Conan, Henry Rousso, ό.π., σ. 124-158. Sorj Chalandon, «Proceedings», στο: Richard J. Golsan (επιμ.), The Bousquet and Touvier Affairs, Ανόβερο-Λονδίνο, University Press of New England, 1996, σ. 147-149, 152-154. Sorj Chalandon, Pascale Nivelle, Crimes contre l’humanité. Barbie – Touvier – Bousquer – Papon, Παρίσι, Plon, 1998, σ. 212-214.

[9] Bertram M. Gordon, «Afterword: Who Were the Guilty and Should They Be Tried?», στο: Richard J. Golsan (επιμ.), ό.π., σ. 192-193.

[10] Jean-Noël Jeanneney, ό.π., σ. 20-22, 43-45.

[11] Henry Rousso, «The Stakes in the Summer of 1944», στο: Richard J. Golsan (επιμ.), ό.π., σ. 160-161.

[12] Sorj Chalandon, Pascale Nivelle,  ό.π., σ. 251-280, 376-512.