Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Λευκάδιος Χερν: Ο Δυτικός «Άγγελος» της Ανατολής
Μέρος Α΄: Με την ταυτότητα του «πολιτισμένου άγριου»
H σπουδή της περίπτωσης του Λευκάδιου Χερν συνιστά στις μέρες μας την πλέον ενδιαφέρουσα και πολυφωνική διεργασία ερευνητικής ενασχόλησης πολλών και διαφορετικών επιστημών: της φιλολογίας, της κοινωνιολογίας, της λαογραφίας, της ανθρωπολογίας και ψυχολογίας, της ιστορίας. Έχουν περάσει 117 χρόνια από τον θάνατό του και σε όλη αυτή τη μακρά σχετικά διαδρομή το όνομά του ήταν κάτι ωσάν του αινιγματικού «Βασιλιά της Ασίνης», που περίμενε καρτερικά την ώρα της αφύπνισης: του ενδιαφέροντος της ιστορίας γι’αυτόν, καθώς οι αέναες επιστροφές του χρόνου διαμορφώνουν νέες οικειότητες και νέες συγκλίσεις του παρελθόντος με το παρόν. Έτσι, ο Λευκάδιος Χερν είναι αυτή τη στιγμή –τουλάχιστον στον τόπο μας, αλλά και γενικότερα- το αδιαφιλονίκητο «εύρημα» της μετανεωτερικής θεώρησης, κάτω από το πρίσμα των σύγχρονων αναζητήσεων τόσο της λογοτεχνίας όσο και της φιλολογίας και των Σπουδών του Πολιτισμού. Με έναν θαυμαστό τρόπο εμπλέκει, τόσο με τη ζωή όσο και με το έργο του, σε θεωρητικές και εμπειρικές διαδικασίες επανανάγνωσής του, στο πλαίσιο του γνωσιοθεωρητικού αναπροσανατολισμού των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Και κάτι περισσότερο θαυμαστό, που μπορεί να κινητοποιήσει πολλαπλώς το ενδιαφέρον της παγκόσμιας φιλολογικής και επιστημονικής κοινότητας: πρόκειται για την ακάματη -στη διάρκεια της ζωής του- γεωγραφική του κινητικότητα, καθώς, τόσο οι περιπλοκές του επώδυνου βίου του, όσο και μια ασυμβίβαστη με τον δυτικοκεντρισμό φιλοσοφία, την επιβάλλουν με το άφευκτο μιας ατομικής μοίρας.
Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Χερν, θα κυκλοφορήσει (1978) το βιβλίο Orientalism (Οριενταλισμός)1 του Παλαιστινιοαμερικανού κριτικού της λογοτεχνίας Έντουαρντ Σαΐντ, μια κριτική μελέτη για την αντίληψη των Δυτικών απέναντι στην εξωτική Ανατολή: έργο ανατρεπτικό που θα αποδομήσει την παράδοση της δυτικής σκέψης για το εξωτικό και θα συσχετίσει την αναπαράσταση άλλων πολιτισμών με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατική εμπειρία. Ο Σαΐντ αναφέρεται στην έννοια του οριενταλισμού με τρεις σημασίες: α. Ως ακαδημαϊκό κλάδο που εμφανίζεται κατά τον 19ο αιώνα, συνδέεται με ένα σύνολο επιστημών (φιλολογία, ιστορία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία κ.ά.), που στόχο έχουν την ανακάλυψη και μελέτη κειμένων των ανατολικών γλωσσών, αλλά και την έρευνα της ζωής, της σκέψης, των ηθών και εθίμων, των τελετουργιών, της κουλτούρας γενικότερα αυτών των πολιτισμών. β. Ως τρόπο σκέψης που βασίζεται σε μια οντολογική και επιστημολογική διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και γ. ως θεσμό και μηχανισμό που κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας είχε τη δύναμη «να κυριαρχεί, να αναδιοργανώνει και να ασκεί εξουσία στην Ανατολή»2.
Εγείρονται έκτοτε ζητήματα γύρω από το πλαίσιο διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής γνώσης για τον Άλλο, για τους μηχανισμούς ανάδυσης αυτής της γνώσης, για τους «δισσούς», αντιθετικούς λόγους Εμείς-οι Άλλοι: καταλήγοντας βέβαια στο συμπέρασμα ότι οι αναπαραστάσεις αυτές δεν στηρίζονται σε φυσικές κατηγορίες αλλά σε κατασκευές, που εκπηγάζουν από έναν ισχυρότερο πολιτισμό με στόχο την αιτιολόγηση ενός imperium, που επιζητεί την ιστορική του δικαίωση.
Αντίθετα από τον κυρίαρχο ευρωπαϊκό λόγο για το εξωτικό και την πολιτισμική διαφορετικότητα, ο Λευκάδιος Χερν θα γίνει ο «Δυτικός Άγγελος» (και με τη θρησκευτική του σημασία) της διχοτομίας Δυτικός-Ανατολικός πολιτισμός, με την πίστη στην αγαθότητα εξωευρωπαϊκών, εξωτικών πολιτισμών και την ανάδειξη μιας άλλης ανθρωποσύνης, που συνιστά και υπαγορεύει το πνεύμα μιας πρώιμης διαπολιτισμικής ανθρωπιάς.
Παρακολουθώντας το επικό χρονικό της διασποράς του σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη και την εναγώνια αναζήτηση φιλόξενης φιλοσοφικής στέγης για τη σκέψη και την ψυχή του, θα μπορούσαμε, σε μια προσπάθεια ενσυναισθητικής προσέγγισής του, να δούμε τις αντίστοιχες διαδρομές της κοσμοθεωρησιακής του αγωνίας: να σφυρηλατήσει, για τον ανέστιο άνθρωπο κάθε πολιτισμικού περιθωρίου, αυτή την διαπολιτισμική πατρίδα ανθρωπιάς, την οποία παραπάνω αναφέραμε. Γι’αυτό το λόγο, ο Λευκάδιος Χερν, διαμεσολαβητής της γνώσης και της κατανόησης του εξωτικού στη δυτική ανθρωπολογική σκέψη, προβάλλει σήμερα ως ο λυρικός πρεσβευτής της πολιτισμικής ανωτερότητας της Ανατολής, σε αντίθεση με τον «πολιτισμένο άγριο» της Δύσης: ανατρέποντας τη ρητορική των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών αφηγήσεων, που ανέγνωσε ο Έντουαρντ Σαΐντ .
Από τη Λευκάδα…
Ο Λευκάδιος Χερν θ’αρχίσει το ταξίδι της ζωής του ως καρπός μιας συναρπαστικής ιστορικής «μυθιστορίας», με φόντο τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα (1810-1864). Ο πατέρας του, Charles Bush Hearn (1818-1866), Iρλανδός, χειρούργος γιατρός, υπηρετούσε στη Λευκάδα, στο 76ο Σύνταγμα Πεζικού του στρατού κατοχής των Επτανήσων. Σε μιαν αποστολή του στα Κύθηρα, θα γνωρίσει την πανέμορφη Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη (1823-1882), από ευγενική οικογένεια, της οποίας οι ρίζες ανάγονται στην Κρήτη. Η μητέρα της Ρόζας, από την οικογένεια Δαρμάρου, μέλη της οποίας, είναι εγγεγραμμένα στην «Κοινότητα των Ευγενών» των Κυθήρων3. Δυνατός έρωτας του Καρόλου προς την κατά πέντε χρόνια μικρότερή του Ρόζα (αυτός ήταν τότε 30 χρόνων και η Ρόζα 25), θα οδηγήσει σε γάμο τους στη Λευκάδα, στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Στα ΓΑΚ Λευκάδας σώζεται η υπ’αριθμ. 154/1849 ληξιαρχική πράξη γάμου. Ταυτόχρονα αναγνωρίζεται και η γέννηση αρσενικού παιδιού, με το όνομα Γεώργιος- Ρομπέρτο, που γεννιέται στη Λευκάδα (24 Ιουλίου 1848), πεθαίνει δυο χρόνια μετά (20 Αυγούστου 1850) και ενταφιάζεται στον προαύλιο χώρο του ναού της Αγίας Παρασκευής μέσα στην πόλη της Λευκάδας. Στον ίδιο ναό θα τελεστεί και η βάπτιση του δεύτερου παιδιού, το οποίο θα πάρει το όνομα Πατρίκιος-Λευκάδιος (ληξιαρχική πράξη βάπτισης 334, αριθμ. Πρωτοκόλλου 53). (Αξίζει να αναφερθεί ότι το ιρλανδικό του όνομα Πατρίκιος θα το αρνηθεί κατά την ενηλικίωσή του, εξαιτίας των σκοτεινών παιδικών του χρόνων στην Ιρλανδία). Λίγο μετά τη γέννηση του Λευκάδιου ο πατέρας μετατίθεται στις Δυτικές Ινδίες.

Η Ρόζα και ο µικρός Λευκάδιος παραµένουν στη Λευκάδα, προσµένοντας την επιστροφή του Καρόλου. Ο Κάρολος αποκρύπτει ωστόσο την οικογενειακή του κατάσταση – επειδή φοβάται το σκάνδαλο µεταξύ των στρατιωτικών ανωτέρων του – και µόνο σε µια επιστολή του µε ηµεροµηνία 30 Ιουλίου 1852, σταλµένη από τη Γρενάδα, όπου υπηρετούσε, ο Κάρολος κάνει λόγο για το γάµο του και τη γέννηση των παιδιών του, στο Υπουργείο Στρατιωτικών του Λονδίνου. Τότε περίπου, καλεί τη Ρόζα µε τα παιδιά να ταξιδέψουν στο Δουβλίνο, για να ζήσουν εκεί µε τη µητέρα του.

…στο παγερό Δουβλίνο
Όταν η Ρόζα φτάνει στο Δουβλίνο, την 1η Αυγούστου του 1852, ο Λευκάδιος είναι περίπου δύο χρόνων. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και καταθλιπτική, και το περιβάλλον τόσο διαφορετικό από το λυρικό και ανάλαφρο λυτρωτικό φως των ελληνικών νησιών της πατρίδας της. και προπάντων το θρησκευτικό καθολικό περιβάλλον της μητέρας του Καρόλου, η έκδηλη δυσανεξία της απέναντι στη νεαρή Ελληνίδα, ακόμα και η περιφρόνησή της για τη γλωσσική μειονεξία της Ρόζας στην επικοινωνία τους. Η μακρόχρονη απουσία του Καρόλου και η αφόρητη καταπίεση που δέχεται η Ρόζα θα συντελέσουν στην οριστική ρήξη της σχέσης τους. Με ένα τυπικό γραφειοκρατικό πρόσχημα-ότι η ληξιαρχική πράξη του γάμου τους ήταν ανυπόγραφη από τη Ρόζα, το δικαστήριο θα προχωρήσει εύκολα σε ακύρωσή του (ως μηδέποτε τελεσθέντος). Οι δύο σύζυγοι χωρίζουν οριστικά το 1857, έχοντας συμπληρώσει οκτώ περίπου χρόνια προβληματικής συζυγίας.
Η Ρόζα είχε πραγματοποιήσει το 1854, ένα πρώτο νοσταλγικό ταξίδι στην Ελλάδα, στα Κύθηρα για να ξαναδεί τους δικούς της, έχοντας αφήσει τον τετράχρονο Λευκάδιο στα χέρια της πλούσιας θείας (αδελφής του Καρόλου) Sarah Holmes Brenan. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ίσως μπαίνοντας στο λιμάνι της Κεφαλονιάς, θα γεννήσει το τρίτο της παιδί από τον Κάρολο, τον Daniel James. Δυο χρόνια αργότερα, όντας ακόμα στην ιδιαίτερη πατρίδα της, ο Κάρολος θα της διαμηνύσει την έκδοση του διαζυγίου τους.
Έκτοτε αρχίζει η δραματικότερη περιπλοκή της προσωπικής της ζωής και η οδυνηρή, τραυματική βίωση της παιδικής ηλικίας του Λευκάδιου. Ο ίδιος δεν επέπρωτο να ξαναδεί τη μητέρα του. Οργισμένη, απελπισμένη θα προχωρήσει σε δεύτερο γάμο, το 1857, εκεί στην πατρίδα της, με τον Ιωάννη Καβαλλίνη (Giovanni Cavallini), Έλληνα υπήκοο, ιταλικής καταγωγής από την οικογένεια Στάη, πράκτορα της ακτοπλοϊκής Εταιρείας Lloyd και υποπρόξενο της Αυστρίας. Με τον Ιωάννη Καβαλλίνη θ’ αποκτήσει τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Η περισσότερο δραματική σελίδα της ζωής της θα γραφεί όταν ο νέος της σύζυγος θα απαιτήσει να αποποιηθεί τα δύο παιδιά της από τον προηγούμενο γάμο. Και τότε η Ρόζα, βαριά πληγωμένη αλλά αδύναμη για οποιαδήποτε αντίδραση, θα στείλει στην Ιρλανδία τον Daniel James, να μεγαλώσει μαζί με τον Λευκάδιο.
Δυο μέτωπα τραγικότητας σ’αυτή την ανεπανάληπτα περίπλοκη, στις δραματικές της περιελίξεις, ιστορία. Η Ρόζα, ο Λευκάδιος. Οι εσωτερικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστών θα έχουν τη γεύση αρχαίας τραγωδίας. Η Ρόζα δεν θα μπορέσει ποτέ να απαλλαγεί από το φάσμα στέρησης των παιδιών της και μια απόπειρά της να μεταβεί κρυφά στην Ιρλανδία για να τα συναντήσει, ξεπερνώντας τρομαχτικές δυσχέρειες, θα αντιμετωπίσει την άκαμπτη στάση της οικογένειας Χερν, που δεν θ’ανοίξουν την πόρτα τους στη μητρική στοργή. Αλλά και τα αδέρφια θα μεγαλώσουν χωριστά. Τον Λευκάδιο αναλαμβάνει η εύπορη θεία Σάρα Μπρενάν, που έχει υποσχεθεί να τον καταστήσει έναν από τους κληρονόμους της μεγάλης περιουσίας της. Όπως έγραψε πολύ αργότερα σε επιστολή του, μόνο μια φορά θα συναντηθεί με τον αδερφό του όταν ήταν μικρό παιδί.
Ο Λευκάδιος θα μεγαλώνει απομονωμένος στο αυταρχικό περιβάλλον της θείας Μπρενάν, σε συνθήκες αυστηρής πειθαρχίας και θρησκευτικότητας, μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, γοτθική ατμόσφαιρα φαντασμάτων και σκιερών μυθικών δαιμόνων της ιρλανδικής μυθολογίας. Ο Λευκάδιος όμως αναζητεί παντού το φως. Στις συγκεχυμένες, ατακτοποίητες αναμνήσεις του βυθίζεται σε εικόνες φωτεινές με ήλιους και θάλασσες εξωτικών νησιών: της αληθινής πατρίδας του, της ψυχής του. Αυτό το ίδιο φως θ’ανακαλύψει και στην τυχαία πρώτη επαφή του με την ελληνική μυθολογία. «…Όταν έµαθα να γνωρίζω και ν’ αγαπώ τους αρχαίους θεούς ο κόσµος ξανάγινε φωτεινός, τα φαντάσµατα που τον τριγυρνούσαν άρχισαν να σβήνουν σιγά-σιγά»5.
Πόση η αντίθεση ανάμεσα στο φως και στην ομορφιά που αυθόρμητα ζούσε μέσα του-βίωμα της σκέψης του- και στη βαριά σκοτεινιά που οι πραγματικές συνθήκες επισώρευαν στην ψυχή του. Γι’αυτό ο Λευκάδιος θα διαρρηγνύει πάντοτε τη σχέση του με το παρόν, ανατρέχοντας σε πρωταρχές συναισθηματικής βίωσης της ζωής, όχι μόνον της δικής του αλλά και της ανθρωπότητας. Και θα συνδέει την πρωτογενή αθωότητα του κόσμου με την αιθεριωμένη μορφή της δικής του μητέρας: Θα γράψει κάποτε στον αδερφό του: «Ο,τιδήποτε καλό υπάρχει σε μένα, προέρχεται από κείνη τη μελαχρινή ψυχή, για την οποία τόσο λίγα γνωρίζουμε. Η αγάπη μου για το σωστό , το μίσος μου για το άδικο , ο θαυμασμός μου για κάθε τι το ωραίο ή αληθινό , η πίστη μου στον άντρα ή στη γυναίκα, η ευαισθησία μου απέναντι στην τέχνη, που μου δίνει την οποιαδήποτε μικρή επιτυχία, η δύναμη της γλώσσας ακόμα … όλα προέρχονται απ’ αυτήν ! …Eίναι η μάνα που μας πλάθει- της χρωστάμε τουλάχιστον όλα εκείνα που κάνουν τον άνθρωπο ευγενή. Όχι τη δύναμη ή τις δυνατότητες υπολογισμού, αλλά την καρδιά του και τη δύναμη της αγάπης. Κι εγώ θα προτιμούσα να έχω το πορτρέτο της παρά μια ολόκληρη περιουσία»6
Σε ηλικία δεκατριών χρόνων, η θεία Μπρενάν θα τον γράψει εσώκλειστο στο καθολικό κολέγιο του Ούχσαβ (Uchaw), μάλλον προς σωφρονισμό. Εκεί θα έχει μια ακόμα οδυνηρή εμπειρία που θα τον βασανίζει σε όλη του τη ζωή. Στη διάρκεια αστεϊσμών με συμμαθητή του, θα χάσει το αριστερό του μάτι. Η όρασή του θα είναι στο εξής προβληματική αλλά και η αισθητική κακοποίηση του προσώπου του θα δεινώνει την κοινωνικότητά του. Στο μεταξύ ο πατέρας του έχει παντρευτεί, στις 18 Ιουλίου 1857, την Alicia Goslin Crawford- παλιό του έρωτα- στο Δουβλίνο, και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς φεύγει ξανά για τις Ινδίες µε την Alicia και τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο. Θα γράψει για τον πατέρα του ο Λευκάδιος πολύ αργότερα στον αδερφό του: «Όταν κοιτάζω τη φωτογραφία του…μ’αυτό το αυστηρό, δυσάρεστο πρόσωπο και τα ψυχρά σαν ατσάλι μάτια, δεν μπορώ να νιώσω πως έχω τίποτα κοινό μαζί του. Υποψιάζομαι πως δεν τον αγαπώ». Η οικογένεια ωστόσο του Καρόλου διαλύεται σύντομα. Η Αlicia πεθαίνει το 1861 και την ακολουθεί πέντε χρόνια αργότερα (21 Νοεμβρίου 1866) ο Κάρολος.

Η καταχνιά στη ζωή του Λευκάδιου συνεχίζεται. Η θεία Μπρενάν, θα τον στείλει για λόγους παιδαγωγικούς και εκπαιδευτικούς στη Γαλλία, στο αυστηρό καθολικό Institution Ecclésiastique, στο Yvetot, κοντά στη Ρουέν, όπου θα συναντηθεί με τον Γκυ ντε Μωπασσάν- συμμαθητή του για ένα χρόνο στο ίδιο κολέγιο.
Λονδίνο: ο επόμενος σταθμός του δεκαοχτάχρονου πια Λευκάδιου, όπου δεν έχει πλέον και καμιά οικονομική υποστήριξη, καθώς η θεία Μπρενάν, χρεωκοπημένη και αδύναμη λόγω ηλικίας, υποτάσσεται στις επιλογές του Henry Molyneux, μακρινού συγγενή από τον άντρα της, ο οποίος και ευθυνόταν για την οικονομική της καταστροφή. Περιφέρεται στους υγρούς δρόμους, άστεγος, έφηβος «αλήτης» και κάπου-κάπου προσφέρει τις υπηρεσίες του σε σπίτια για να εξασφαλίζει προσωρινά μια στέγη. Η μόνη φωτεινή ανάμνηση εκείνων των ημερών που γνώρισε το άγριο πρόσωπο της ζωής, ήταν μια συλλογή ποιημάτων του Swinburn, που βρήκε σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Στη διάρκεια λυτρωτικών, μοναχικών περιπάτων διαβάζει φωναχτά τα ποιήματα, έτσι ώστε να παίρνει θάρρος και να ανασαίνει στη γνησιότητα της εύθραυστης πνευματικής του φύσης. Ενώ τα απογεύματα επισκέπτεται το Βρετανικό Μουσείο, όπου συνομιλεί με τα αγάλματα των Ανατολικών θεών στην αίθουσα της Ιαπωνικής και Αιγυπτιακής τέχνης7.
Η τελευταία πράξη της άστοργης κηδεμονίας του Λευκάδιου από τον Henry Molyneux, που πλέον αυτενεργεί, έχοντας παρακάμψει την φτωχή πια θεία Μπρενάν, θα είναι η απόφασή του να τον εξαποστείλει στην Αμερική, στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών. Με την υπόσχεση της υποδοχής του από την οικογένεια μιας ξενιτεμένης αδερφής του, της Frances Anne, που ζούσε στο Cincinnati, και με ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή στο χέρι, θα δρομολογήσει ο Χερν τη ζωή του προς μιαν άγνωστη περιπέτεια στον χαώδη κόσμο της άφιλης ξενιτιάς: όπου ωστόσο θα αναδυθεί και θα καρποφορήσει-όχι χωρίς επώδυνες παλινδρομήσεις- η δημιουργική του φύση και η συγγραφική επιτέλεση μιας θεωρίας της οικουμενικής του ανθρωπιάς.
Αμερική: H εμπειρία της αστεγίας και…
Κατάλυμα ο δρόμος, πάνω σε κιβώτια ή χαρτοκούτια το βιος του και οι νύχτες, που δεν του προσφέρουν παρά μονάχα το άπειρο-την ποίηση του ουρανού. Κάποιοι αμαξάδες θα τον λυπηθούν και θα του προσφέρουν θέση σ’έναν αχυρώνα για λίγες βδομάδες- συγκάτοικος των αλόγων, των μόνων πλασμάτων που ζέσταιναν την εγκατάλειψή του. «Η ζέστη από τα μεγάλα τους σώματα γεμίζει τον χώρo…ζωηρεύει στις φλέβες το αίμα μου-η ζωή τους είναι η ζωή μου… Θα ‘θελα να μπορούσα να τους πω πόσο ευγνώμων τους είμαι, πόσο αισθάνομαι να τα αγαπώ, πόση ευχαρίστηση νιώθω από τη δύναμή τους, από την αίσθηση της δύναμης και της ζωής που απλώνουν μέσα στη σιωπή, σαν μια μεγάλη, ζεστή Ψυχή», θα γράψει στις συγκλονιστικές αυτοβιογραφικές του σημειώσεις. Κι αφού θα συγκρίνει τη ζωή τους με τη δική του, θα θέσει τα δικά του βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα, μιλώντας για λογαριασμό –και για πάντα-όλων των μεταναστών της γης: «Αυτά (τα άλογα) κερδίζουν το καλό τους φαγητό και τη στέγη τους, κερδίζουν τη φροντίδα που τα κρατά λαμπερά και όμορφα-είναι χρήσιμα στον κόσμο. Σε τι είμαι χρήσιμος στον κόσμο εγώ;»8
Η πρώτη σημαντική στροφή στη ζωή του, θα είναι η γνωριμία του με τον Άγγλο εκδότη, μετανάστη στο Cincinnati, Henry Watkin (1824-1910). Οπαδός του ουτοπικού σοσιαλισμού, ήδη από την Αγγλία, επηρεασμένος βαθύτατα από τις ιδέες των Robert Owen, Charles Fourier, Comte de Saint-Simon, θα γίνει στο εξής ο μέντορας του Λευκάδιου, υποκατάστατο του χαμένου πατέρα του. Γι’αυτό θα τον αποκαλεί Dad ή Old Man, κι εκείνος τον Λευκάδιο Raven (Κοράκι), από το ομώνυμο ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, που και οι δύο αγαπούσαν. Η συμβατότητα της σκέψης τους φαίνεται ότι είναι μια διαρκής πηγή ενδυνάμωσης της μεταξύ τους αγάπης και αφοσίωσης. Κλεισμένοι για ώρες στο μικρό γραφείο του Watkin, συζητούν πάνω σε ανατρεπτικά ουτοπικά μοντέλα πολιτικής θεωρίας και πράξης, αναλύουν θέματα θρησκευτικά και ζητήματα αθεΐας, μιλούν για ποίηση. Τότε ο Λευκάδιος, όντας σε μια συνεχή διανοητική «αυτοκαταδίωξη» από ό,τι του πρόσφερε η κατεστημένη πολιτική, κοινωνική και ηθική πραγματικότητα, θα ταξιδέψει στις ιδέες του Tom Paine, του Voltaire, του Saint-Simon, του Emerson, του Oliver Wendell Holmes, του James Russell Lowell, του John Humphrey Noyes –προπάντων-, σε ετερόδοξες απόψεις και σχέδια για την υλοποίηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το πνευματικό περιβάλλον της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Cincinnati, που αριθμούσε τότε πενήντα χιλιάδες τόμους βιβλίων, ήταν ο παράδεισος της ανήσυχης ψυχής του στην αναζήτηση υποδοχής ευαίσθητης στην έξαρση των πνευματικών του αναζητήσεων και της ψυχικής του ευαλωσίας. Εκεί γνώρισε και διάβασε με πάθος συγγραφείς και ποιητές των οποίων η αντισυμβατική σκέψη ήταν σύστοιχη με τη δική του και τους οποίους αργότερα θα μεταφράσει μεταγράφοντας τη δική τους ευαίσθητη πρόσληψη του κόσμου στο λογοτεχνικό και ψυχικό του σύμπαν: Gautier, Flaubert, Baudelaire, Loti, Gerard de Nerval9.

Η εγγενής ωστόσο πνευματικότητά του δεν τον ήθελε απλώς «ερευνητή του εργαστηρίου». Το ενδιαφέρον του για την πραγματική ζωή, όπως τη ζουν οι άνθρωποι στο παρόν, σε σκοτεινές φτωχές γειτονιές, σε απόμερους γκρίζους δρόμους, σε στέκια που συχνάζει το περιθώριο των εγκληματιών και παραβατών κάθε κατηγορίας, οι περιθωριοποιημένοι μαύροι, οι έγχρωμοι μετανάστες, οι εκπορνευμένες γυναίκες-ιδιαίτερα επίμονος ο περισκοπικός φακός του απέναντι στην κοινωνική μειονεξία-θα προσδώσει στην ευαισθησία του το βάθος και τη γνησιότητα αυτής της διαπολιτισμικής ανθρωπιάς, που πάνω της θα ακουμπήσει η λογοτεχνική και κοινωνιολογική του γραφίδα. Η παρατηρητικότητά του και ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να οικειωθεί με την αλήθεια του περιβάλλοντος ανθρώπων και πραγμάτων, ακούγοντας ακόμα και τους μικροήχους που εκπέμπουν, είναι πολύ πιο πέρα από τη ρηχή δημοσιογραφική προσέγγιση: τον οδηγεί διαισθητικά κοντά στη σύγχρονη εθνογραφική-λαογραφική και γενικότερα την κοινωνική έρευνα in situ, με την εμπειρική χρήση σύγχρονων μεθόδων προσέγγισης του ερευνώμενου κάθε φορά θέματος. Αλλά και σκοτεινοί κόσμοι της φαντασίας του, συμπίλημα εικόνων συνειδητών και υποσυνείδητων της πραγματικής ζωής του, της ανυπόταχτης φαντασίας του σμιλεμένης με το σκοτάδι των ιρλανδικών παιδικών του εμπειριών και του ρομαντισμού των γοτθικών έργων αγαπημένων του ποιητών-των Gautier, Loti, Longfellow, και Poe κυρίως- μορφοποιούν την ενδοψυχική του κατάσταση, η οποία με τη σειρά της θα εκφραστεί στο σύνολο των δημοσιογραφικών και λογοτεχνικών του κειμένων. Όπως και στη διαχείριση της ιδιάζουσας κοινωνικότητάς του.
Αμερική: Mια φιλόξενη στέγη για το πνεύμα του…
H πρώτη του δημοσιογραφική συνεργασία θα είναι με την εφημερίδα Enquirer. Αφοσιωμένος απόλυτα στην έρευνα και τη συγγραφή των δημοσιογραφικών κειμένων, θα εργάζεται σκληρά πάνω από δεκατέσσερις ώρες τη μέρα, εφτά μέρες τη βδομάδα, για ένα μισθό δέκα δολαρίων. Τα κείμενά του ενθουσιάζουν το ανδρικό κυρίως κοινό των αναγνωστών, με την υποδόρια ποιητική ατμόσφαιρα του πιο σκληρού νατουραλισμού των ανθρώπων του περιθωρίου και της κρυμμένης παραβατικότητας στο Σινσιννάτι. Ο λόγος του πραΰνει τη σκληρότητα και τη δραματικότητα των περιγραφόμενων. Για τρία ολόκληρα χρόνια εργάζεται με εξοντωτικούς ρυθμούς στην εφημερίδα, προκαλώντας τον αυξανόμενο φθόνο συναδέλφων για τις δημοσιογραφικές του επιτυχίες. Μοιραία όμως θα σταθεί η γνωριμία του με την «ταπεινή και καταφρονεμένη» μιγάδα μαγείρισσα Alethea Foley, την οποία θα γνωρίσει σε οικοτροφείο που διαμένει για κάποιο διάστημα και ο ίδιος. Κι εκεί στην κουζίνα που η Alethea μαγειρεύει θα την επισκέπτεται τακτικά ο Λευκάδιος, για να αποσπά από τις συναρπαστικές αφηγήσεις της το υλικό της δραματικής της αυτοβιογραφίας, στην οποία θα αναγνωρίζει μια παράλληλη, με τη δική του, ιστορία. Μετά από τετραετή σχεδόν συστέγαση, ο Λευκάδιος θα παντρευτεί την Alethea, πραγματοποιώντας έναν βραχύβιο, οδυνηρό, για τη μετέπειτα εξέλιξη της ζωής του, γάμο. Η βίαιη απομάκρυνσή του από την εφημερίδα Εnquirer, θα είναι ξανά ένα ισχυρό οικονομικό πλήγμα, που θα τον οδηγήσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Μαζί και οι τύψεις του για την κατάληξη της σχέσης του με την αδύναμη Alethea: «Υπάρχει σ’αυτήν τόση αθώα παιδική καλοσύνη, και μετά απ’όλα αυτά», θα γράψει στον Watkin.
Σε σύντομο όμως διάστημα θα προσληφθεί στην εφημερίδα Commercial, ανταγωνίστρια της Εnquirer, όπου θα συνεχίσει την ενδιαφέρουσα διερεύνηση και περιγραφή εξωτικών θεμάτων της καθημερινής ειδησεογραφίας μαζί με την ανασκαφή των ριζών και της λαϊκής κουλτούρας. Το 1877 στρέφεται στη μετάφραση αγαπημένων του -Γάλλων κυρίως- συγγραφέων. Kαι επεξεργάζεται το σχέδιο μιας εκ νέου απόδρασης προς φιλικότερα κλίματα και γαλάζιους αισιόδοξους ουρανούς.
Βίωμα εξωτισμού…
Με προορισμό πια την εξωτική Νέα Ορλεάνη, τη χώρα διασταύρωσης της λατινικής και κρεολικής κουλτούρας, με τα χαρούμενα χρώματα και το υποτροπικό κλίμα, προς την οποία όμως ο ενδιάμεσος σταθμός στην Memphis, θα είναι για λίγο μια παλινδρόμηση σε παλιούς εφιάλτες. «O παράδεισος είναι εδώ», αναφωνεί ενθουσιαστικά στον Watkin όταν το πλοίο πιάνει το δυνατό φράγμα της Νέας Ορλεάνης. «…Ο παράδεισος του Νότου είναι εδώ, έρημος και μισοερειπωμένος. Ποτέ δεν είδα τίποτα τόσο όμορφο και τόσο λυπημένο»10.
Δέκα χρόνια θα διαρκέσει η παραμονή του Λευκάδιου εκεί. Είναι τα χρόνια που η ψυχή του θ’ανακαλύπτει την ομορφιά του τόπου και τη θαλπωρή των εξωτικών σύμμεικτων πληθυσμών και ταυτόχρονα τη λαογραφία των μεγάλων αντιθέσεων ανάμεσα στην κανονική ζωή και τις γκρίζες ζώνες της κρυμμένης μέσα στη νύχτα αμαρτίας. Τόσα θέματα για τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, στην Item αρχικά, στην Times Democrat, το πιο πετυχημένο έντυπο του Νότου, από το 1881 και μετά. Εργάζεται σε ένα καθεστώς ελεύθερης λογοτεχνικής δημοσιογραφίας, χάρη στον Page Baker, διευθυντή της εφημερίδας, άνθρωπο ευφυή και με βαθιά προσήλωση στη λογοτεχνία, ο οποίος έχει εκτιμήσει τόσο την προσωπικότητα όσο και τη γραφή του Λευκάδιου Χερν.

Στη Νέα Ορλεάνη θα ασκήσει την έμφυτη ροπή του προς την κοινωνική παρατήρηση και την εγγενή ευαισθησία του, ζυμωμένη και με τον πλούτο των προσωπικών του εμπειριών, προς τους παρίες και τους δραπέτες της ζωής, τους ανέστιους του πολιτισμού και της μοίρας τους. Είναι συναρπαστική υπόθεση σχολαστικής έρευνας στα γραπτά του η διεισδυτική ματιά του στον τρόπο με τον οποίο αναγνωρίζει την ουσία των ιδιαίτερων πραγμάτων και συμπεριφορών, της νοοτροπίας και του ψυχισμού των ανθρώπων-κυρίως στα editorials του τύπου κι ακόμα στις αυτοβιογραφικές του αναφορές και στην ποικίλη αλληλογραφία του με ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του. και που σε μια αμοιβαιότητα ερευνητικής έντασης, αξιοποίησαν την απέραντη, φανατική του συσσώρευση γνώσης γύρω από θέματα της τοπικότητας-αλλά και την ευαίσθητη πρόσληψη της σύστασης της διαφορετικότητας στα τοπικά πολιτισμικά συστήματα, οριοθετώντας με θαυμαστή τεκμηρίωση και αναλυτική λογική τον χαρακτήρα των κοινωνικών φαινομένων. Αναφέρω όλως ενδεικτικά το κείμενό του για την ιδιόρρυθμη «μανία» των κατοίκων της Νέας Ορλεάνης να μιλούν στον εαυτό τους, περπατώντας μόνοι στο δρόμο και τη σχολαστική του εσωτερική διαλεκτική για την ερμηνεία του φαινομένου. Φόνοι μακάβριοι, τυμβωρυχίες με κλοπές σωμάτων των νεκρών που πουλιόνταν στις ιατρικές σχολές για το μάθημα ανατομίας, και εξεζητημένα θέματα πολυπολιτισμικών αναφορών, όπως οι πολύπλοκες τελετουργίες ταφής της Ιουδαϊκής θρησκείας, η φιλοσοφία του Γερμανού νομικού και φιλόσοφου, Ferdinand Lassalle (1825-1864), πατέρα του γερμανικού σοσιαλισμού, οι φυλές των Tuareg της Βόρειας Σαχάρας, η ομορφιά της σανσκριτικής ποίησης, τα δόγματα και οι τελετουργίες του βουδισμού, το βουντού, η μαγεία, το εγκώμιο του Pepe Llulla (στο κείμενο: «Ο τελευταίος των Ξιφομάχων της Νέας Ορλεάνης»), το ελεγείο για τον θάνατο του Jean Montanet («Ο Τελευταίος των Βουντού») και τον θάνατο της «βασίλισσας των βουντού» Marie Laveau11.
Παράλληλα με τη βαθυστόχαστη ερευνητική του δραστηριότητα και την εύκαρπη λογοτεχνική του παραγωγή αυτή τη δεκαετία, ο Χερν έρχεται αντιμέτωπος και με τη συγκριτική μελέτη θρησκευτικών δογμάτων, προσπαθώντας να ανασύρει, σε μια υπαρξιακή του μεταφυσική, το ανώτερο ανθρωπιστικό κήρυγμα για τον εσαεί δεσμώτη άνθρωπο. Επιστήμη, λογοτεχνία και τέχνη-είναι αξιοπρόσεχτες οι ξυλογραφίες του, που υπομνηματίζουν εικαστικά τα κείμενά του-συναιρούνται στη χαρισματική, δημιουργική του φύση και συναντώνται όλες μαζί ποιητικά εναρμονισμένες σε κάθε έργο του. Εξέχουσες προσωπικότητες της περιοχής (ενδεικτικά αναφέρουμε: Dr. Rudolph Matas, Père Adrien Emmanuel Rouquette, George Washington Cable, Henry Edward Krehbiel, Elizabeth Bisland, η μετέπειτα βιογράφος του Χερν, κ.ά.), παράξενοι «αναχωρητές» και ερευνητές κι αυτοί σε διάφορα πεδία, από τις τοπικές μουσικές μέχρι τη θρησκειολογία, θα μοιραστούν, σε συναρπαστική συνοδοιπορία μαζί του, τον πλούτο των εμπειριών τους.
Οι μεταφράσεις στις οποίες επιδίδεται με δημιουργικό πάθος τώρα, αγαπημένων του Γάλλων συγγραφέων-Théophile Gautier, Émile Zola, Guy de Maupassant, Gérard de Nerval, Anatole France, Pierre Loti- και λογοτεχνικών άρθρων από γαλλικά έντυπα12, τον βοηθούν να ανασκάψει τη δική του ψυχή και να αισθανθεί τη μελαγχολική χαρά της οικείωσης με όμοιες, ταλαίπωρες ψυχές που έχει τις «αμαρτίες» τους καθαγιάσει ο ανθρώπινος πόνος ή τα ανθρώπινα πάθη. Και πάντα οι λαϊκοί πολιτισμοί. Αγοράζει συνεχώς βιβλία: «Ποτέ δεν διάβασα κανένα βιβλίο που να μην εξάπτει δυνατά τη φαντασία μου. Συνεχώς διαβάζω, δεν έχει σημασία τι…» Σκύβει με απίστευτη επιμονή και μεθοδικότητα σε μια χωρίς όρια ερευνητική κατάδυση στη λαϊκή σοφία και τέχνη, στις θρησκείες: των Ιαπώνων, των Αράβων, των Εβραίων, των Περσών, των Κρεολών της σύγχρονής του πραγματικότητας. Τότε θα γράψει την Κρεολική Κουζίνα: Μια Συλλογή Συνταγών Μαγειρικής (La Cuisine Créole: A Collection of Culinary Recipes), 1885, το Gombo Zhèbes”: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών, διαλεγμένων από έξι κρεολικές διαλέκτους (“Gombo Zhèbes”: Little Dictionary of Creole Proverbs, Selected from Six Creole Dialects), 1885. Και τις ανθολογίες κειμένων του, που θα εκδοθούν στην Αμερική μετά τον θάνατό του: Φύλλα από το Ημερολόγιο ενός Ιμπρεσιονιστή: Πρώιμα γραπτά του Λευκάδιου Χερν (Leaves from the Diary of an Impressionist: Εarly Writings by Lafcadio Hearn), 1911, Φανταστικά και Άλλα Φανταχτερά (Fantastics and Other Fancies), 1914, Κρεολικά Σκίτσα (Creole Sketches), 1924.
Σφυρηλατώντας το όραμα της «Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου»
Ήδη μέσα του χτυπά η καρδιά του ξένου προς την εποχή και τις μεγάλες αστικές μητροπόλεις. Η απόδραση είναι συνεχές και επίμονο βίωμα, που ενισχύεται ή βρίσκει λυτρωτική διέξοδο στις αναγνώσεις, τις ονειροπολήσεις και στις έρευνές του για την κουλτούρα παράξενων πολιτισμών και τη ζωή απείραχτων, στον όποιο βαθμό, από τον σύγχρονό του πολιτισμό, λαών και μεμονωμένων ανθρώπων.

Και τότε, μια σειρά ανταποκρίσεων από την «Παγκόσμια Έκθεση» της Νέας Ορλεάνης, θα εξάψουν τη φαντασία του για τον ιαπωνικό πολιτισμό και θα γεννήσουν στην ψυχή του το πρώτο σκίρτημα γι’αυτό το εξωτικό άγνωστο, που θα λειτουργήσει ως πεπρωμένο και καταληκτικός σταθμός της ζωής του. Αγοράζει δύο τόμους γιαπωνέζικων μύθων και ασταμάτητα βυθίζεται στη μαγεία τους. Η δημοσιογραφική αποστολή του το 1887 από το Harper’s Weekly και η παραμονή του για δύο χρόνια στην εξωτική Μαρτινίκα, κοντά στην πόλη που ο Πωλ Γκωγκέν είχε μετακινήσει τις πηγές της έμπνευσής του, θα προσδιορίσουν τελικά τα όρια της προσδοκίας του Λευκάδιου Χερν. Εκεί θα γράψει το οδοιπορικό του: Δυο χρόνια στις Γαλλικές Ινδίες και το μυθιστόρημα Γιούμα, η ιστορία μιας σκλάβας των Δυτικών Ινδιών, που θα δημοσιευτούν το 1890. Με τη λήξη της δημοσιογραφικής αποστολής επιστρέφει για λίγο στη Νέα Υόρκη. Η ιδέα της Ιαπωνίας τον έχει κυριεύσει. Πριν πάρει την οριστική του απόφαση να εγκαταλείψει γι’άλλη μια φορά ό,τι έχει κερδίσει ως βεβαιότητες στη ζωή του, θα προετοιμάζει ολοένα τον ψυχισμό του για τη νέα εμπειρία. Θα συναντηθεί με τον Αμερικανό συγγραφέα και αστρονόμο Percival Lowell (1855-1916), που πριν από τον ίδιο, μαγεύτηκε από την Ιαπωνία και εκδίπλωσε στα μάτια του τη μαγική επήρεια του πολιτισμού της. Στα βιβλία του Percival Lowell μεταφέρονται θαυμάσιες περιγραφές της ιαπωνικής ζωής, πληροφορίες για τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, την ψυχολογία και τις συμπεριφορές του ιαπωνικού λαού, την οικονομία. Στο πιο γνωστό του έργο, με τίτλο: Η ψυχή της Άπω Ανατολής (1888), αναφαίνονται, σε μια πρώιμη σύνθεση, κάποιες από τις μετέπειτα ιδέες του, ότι η ανθρώπινη πρόοδος είναι συνάρτηση των χαρακτηριστικών της ατομικότητας και της φαντασίας. Ασκεί ωστόσο την κριτική του σ’αυτό, επισημαίνοντας ότι ο Lowell δεν είδε την πιο ουσιαστική και εκπληκτική ποιότητα της φυλής: την ιδιοφυΐα του εκλεκτικισμού. Και τότε προχωρεί σε διορατικές εκτιμήσεις για τον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που θα μπορούσε να έχουν διατυπωθεί μόλις στο δικό μας ιστορικό παρόν. Ή που μάλλον σήμερα φαίνεται ότι αποκτούν την ευκρίνεια της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. «Το μέλλον έχει πολλά προβλήματα αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για το μέλλον των φυλών. Και δεν επιθυμούμε να υποστηρίξουμε την πεποίθηση ότι η Ανατολή μπορεί να κυριαρχήσει στη Δύση και να την απορροφήσει εντελώς. Η Κίνα φαίνεται να αποτελεί ένα πολύ μεγαλύτερο ερωτηματικό από τη Ρωσία…»13

Ερευνώντας συνεχώς και αναζητώντας αυθεντικές αναγνωστικές εμπειρίες της Άπω Ανατολής, ανακάλυψε και γοητεύτηκε επίσης από την επαφή του με το Κο-Ji-Ki, μια αγγλική απόδοση του αρχαιότερου χρονικού της Ιαπωνίας, χρονολογημένου από τον 8ο αιώνα. Η Ιαπωνία ήταν -όπως όλα έδειχναν– ο προορισμός του: με την έννοια της ανατολικής φιλοσοφικής σκέψης.
Η πρόταση του William Patten, εκδότη του Harper’s Magazine να γράψει μια σειρά άρθρων για την Ιαπωνία, ήταν η ευκαιρία που περίμενε. Στις 28 Νοεμβρίου του 1889, ο Λευκάδιος Χερν –και προκειμένου να προετοιμαστεί οικονομικά-θα στείλει στον εκδότη μια πρόταση για τη συγγραφή ενός νέου ταξιδιωτικού βιβλίου με θέμα την Ιαπωνία: «…Ο σκοπός μου είναι να δημιουργήσω στη σκέψη των αναγνωστών, μια ζωηρή εντύπωση της ζωής στην Ιαπωνία-όχι απλώς σαν παρατηρητής αλλά όπως κάποιος που συμμετέχει στην καθημερινή ύπαρξη των συνηθισμένων ανθρώπων, και που σκέφτεται με τη δική τους σκέψη…»14
8 Μαρτίου του 1890 –και πάλι φτωχός- εγκαταλείπει οριστικά τη φριχτή για κείνον Νέα Υόρκη, όπως γράφει στην Elizabeth Bisland, σε μια τρυφερή, διστακτικά ερωτική, επιστολή που της αφήνει15. Με το τρένο διασχίζει τον παγωμένο Καναδά, επιβιβάζεται στο ατμόπλοιο Αβησσυνία, που παίρνει από το Βανκούβερ στις 17 Μαρτίου, με προορισμό τη Xώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- 1.Έντουαρντ Σαΐντ, Οριενταλισμός, Νεφέλη, Αθήνα 1996.
- Βλ. Έντουαρντ Σαΐντ, ό.π. και Σ. Σούρλαγκας, “Έντουαρντ Σαΐντ”, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008.
- Γ.Ν. Λεοντσίνης, “Η Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη στα Κύθηρα του 19ου αιώνα (1823-1883)”, στο: Λευκάδιος Χερν-Ένα διαπολιτισμικό ταξίδι στη ζωή και στο πνεύμα του (επιστ. επιμ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού), εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2015, σ. 27-43.
- Βλ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Λευκάδιος Χερν: Η λαογραφία της στοργής-Σμιλεύοντας το αρχέτυπο της μάνας, Fagotto books, Αθήνα 2010, σ.34. επίσης, Μ.Κ. Πετροχείλου, Η μητέρα του Χερν, Φωνή των Κυθήρων, Μάρτιος 1987.
- Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Λευκάδιος Χερν: Η λαογραφία της στοργής-Σμιλεύοντας το αρχέτυπο της μάνας, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Λευκάδα 2004, σ.36.
- E.C. Beck and Lafcadio Hearn, “Letters of Lafcadio Hearn to his brother”, The English Journal, vol.20, No 4 (Apr. 1931), p. 287-292. Kαι, Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί, Συνάντηση στη μαγική μελαγχολία της απόδρασης, εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2017, σ. 62.
- Elizabeth Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, I, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906, p. 33-34.
- Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί, Συνάντηση στη μαγική μελαγχολία της απόδρασης, ό.π., σ. 26-30. Επίσης, Elizabeth Bisland, Lafcadio Hearn, Octagon Books, New York 1979, p. 114-116. και Jonathan Cott, Wandering Ghost-The Odyssey of Lafcadio Hearn, Kodansha International, New York 1992, p. 37.
- Jonathan Cott, ό.π., σ. 114.
- Η Marie Catherine Laveau (10 Σεπτεμβρίου 1801-1 Ιουνίου 1881), υπήρξε η μαύρη ιέρεια-«Βασίλισσα του βουντού» στη Νέα Ορλεάνη. Κόρη της Μarguerite Henry, απελεύθερης σκλάβας αφρικανικής και γαλλικής καταγωγής και του πλούσιου επιχειρηματία Charles Laveau Trudeau. Η Marie πραγματοποίησε έναν ολιγόχρονο γάμο με τον Γάλλο μετανάστη Jacques Paris, που είχε καταφύγει ως λευκός πρόσφυγας από τη μαύρη επανάσταση της Αϊτής στην πρώην γαλλική επικράτεια του Saint-Dominique. Για 30 χρόνια συζούσε με έναν λευκό άντρα, ευγενικής καταγωγής από τη Γαλλία, τον Cristophe Glapion. Η Marie ξεκίνησε την καριέρα της ως κομμώτρια των ευπορότερων οικογενειών της Νέας Ορλεάνης. Η εξέλιξή της ως «Βασίλισσας του βουντού», χάνεται μέσα σε μαγικές ιστορίες που στηρίζουν τον μύθο της. Φαίνεται ότι μετά τον θάνατό της την διαδέχτηκε μία από τις κόρες της, που έφερε επίσης το ίδιο όνομα. Τα κείμενα του Χερν με τίτλο: “The Death of Marie Laveau” και “The Last of the Voodoos” για τον Jean Montanet, περιλαμβάνονται στο: S. Frederick Starr (ed.), Inventing New Orleans-Writings of Lafcadio Hearn, University Press of Mississippi-Jackson,2001,p. 77-81 και 70-71 αντίστοιχα.
- Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί, ό.π., σ. 40-41. Καλλιόπη Πλουμιστάκη, “Διαπολιτισμικές ζυμώσεις στο έργο του Λευκάδιου Χερν”, στο: Λευκάδιος Χερν-Ένα διαπολιτισμικό ταξίδι στη ζωή και στο πνεύμα του (επιστ. επιμ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού), εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2015, σ. 125-134. Eπίσης, Πιερ Λοτί, Οι τρεις γυναίκες της κάσμπας, μτφρ. Φοίβος Πιομπίνος, εκδ. Θίνες, Αθήνα 2916, σ.9-24.
- Elizabeth Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, IΙ, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906. Η επιστολή απευθύνεται στον ιαπωνολόγο και μέντορα του Χερν στην Ιαπωνία, Basil Hall Chamberlain, τον Μάιο του 1891.
- Επιστολή προς τον Harper, με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1889. Βλ. Elizabeth Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, I, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906. Επίσης, J. Cott, ό.π., σ. 236. και Γιώργος Φρέρης, “Ο Κοϊζούμι Γιακούμο (Πατρίκ-Λευκάδιος Χερν), ένας κοσμοπολίτης συγγραφέας στην Ιαπωνία”, στο: Λευκάδιος Χερν-Ένα διαπολιτισμικό ταξίδι στη ζωή και στο πνεύμα του (επιστ. επιμ. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού), εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2015, σ.107-123.
- Elizabeth Bisland, The life and letters of Lafcadio Hearn, I, Mifflin and Company, Boston, New York, 1906, p.274-275.

Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί
[Συνεχίζεται]