Skip to main content

Ανθή Γ. Λιμπιτσιούνη: Το ζήτημα της Κύπρου υπό το πρίσμα της γαλλικής διπλωματίας (1950 – 1959)

Ανθή Γ. Λιμπιτσιούνη

Το ζήτημα της Κύπρου υπό το πρίσμα της γαλλικής διπλωματίας (1950 – 1959)

 

Το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950

H απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Εθναρχίας να προχωρήσει στις 15 Ιανουαρίου 1950 στη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, προκειμένου ο λαός της Κύπρου να διακηρύξει την επιθυμία του για την Ένωση με την Ελλάδα, δεν θορύβησε διόλου τη γαλλική διπλωματία. Στο πλαίσιο αυτό, τόνιζε με περισσή βεβαιότητα ότι «εάν το τουρκικό στοιχείο δεν επιδιδόταν σε καμία απερίσκεπτη ενέργεια, ήταν σίγουρο ότι η 15η Ιανουαρίου δεν θα διέφερε από οιαδήποτε άλλη ημερομηνία και ότι το δημοψήφισμα δεν θα αποτελούσε παρά μία νέα πλατωνική εκδήλωση ενός πόθου για πολλοστή φορά εκπεφρασμένου από τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού».

Η εκτίμηση αυτή ήταν απόρροια της πεποίθησής της ότι το ζήτημα της Ένωσης ήταν επίπλαστο, αφού η αναταραχή των Ελληνοκυπρίων, στην οποία ήθελε να πιστεύει ο ελληνικός Τύπος, αποτελούσε «περισσότερο μύθο παρά πραγματικότητα». Ως εκ τούτου, θεωρούσε ότι τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως αξιόπιστα, αφού δεν τεκμαιρόταν ότι υφίστατο πράγματι μία διευρυμένη πλειοψηφία στον πληθυσμό της Μεγαλονήσου, που επιθυμούσε ειλικρινά την Ένωση με την Ελλάδα. Και τούτο διότι όχι μόνο το ¼ των κατοίκων της ήταν διαφορετικής εθνικής προέλευσης, αλλά και ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος των Ελλήνων της Κύπρου αντιτασσόταν στην προοπτική της Ένωσης. Ερωτήματα εγείρονταν και ως προς την εγκυρότητα της ψήφου των συμμετεχόντων, αφού ήταν πεπεισμένη ότι η βούλησή τους υπαγορευόταν από τις διαταγές του Ορθόδοξου Κλήρου και του Α.Κ.Ε.Λ.

Συν τοις άλλοις, η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εξελήφθη ως μία ακόμη ηχηρή εκδήλωση των ψηφισμάτων, που διατράνωναν τα ενωτικά αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου. Με βάση το παρελθόν, δεν αναμενόταν να σηματοδοτήσει την απαρχή σημαντικών πολιτικών εξελίξεων ως προς το ζήτημα της Κύπρου, αφού ουδέποτε άλλοτε ανάλογου είδους διακηρύξεις, όπως επισήμαινε, είχαν οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα, παραμένοντας πάντοτε ευσεβείς πόθοι.

Μολαταύτα, καταλυτικό ρόλο στις εκτιμήσεις της διαδραμάτισε πρωτίστως η αντίδραση των βρετανικών αρχών, οι οποίες, έχοντας τονίσει επανειλημμένως την πρόθεσή τους να μην εγκαταλείψουν την Κύπρο, αρνήθηκαν να λάβουν υπ’ όψιν τους το επικείμενο δημοψήφισμα, τονίζοντας ότι «το ζήτημα της Κύπρου θεωρείτο κλειστό» για την κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος. Όμως, εξίσου καθοριστικής σημασίας θεωρήθηκε η εφεκτική στάση που τήρησε επί του θέματος η Αθήνα, η οποία σε μία κρίσιμη συγκυρία για την ανασυγκρότηση της χώρας επ’ ουδενί λόγω επιθυμούσε την έγερση του ζητήματος της Κύπρου, η διευθέτηση του οποίου θα επιτυγχανόταν, σύμφωνα με την πάγια θέση της, εντός του πλαισίου της ελληνοβρετανικής φιλίας.

Το δημοψήφισμα του 1950 στην Κύπρο.

Εντούτοις, το ενδεχόμενο έγερσης του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, δεδομένου του υπομνήματος   που είχε υποβάλει στις 25 Νοεμβρίου 1949 ο Γενικός Γραμματέας του Α.Κ.Ε.Λ., Εζεκίας Παπαϊωάννου στον Γενικό Γραμματέα, ενέβαλε σε προβληματισμό τη γαλλική διπλωματία. Και τούτο διότι σε αυτήν την περίπτωση η Γαλλία θα καλείτο να λάβει θέση επί του θέματος, αφού σύμφωνα με το 4ο άρθρο της Σύμβασης της 23ης Δεκεμβρίου του 1920, η οποία διαμόρφωνε τα σύνορα των υπό εντολή εδαφών της Συρίας, της Παλαιστίνης και του Ιράκ, η Βρετανία δεσμευόταν να μην εκχωρήσει την Κύπρο σε μία τρίτη δύναμη, δίχως τη συναίνεσή της. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμούσε ότι εάν διεθνοποιείτο το ζήτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, η υποστήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων θα μπορούσε όχι μόνο να θέσει σε κίνδυνο τη συμμαχία της Γαλλίας με τη Βρετανία, αλλά και να αποβεί μακροπρόθεσμα εις βάρος των γαλλικών συμφερόντων στη Μεσόγειο, αφού θα μπορούσε στο μέλλον να αντιταχθεί στην πολιτική που ακολουθούσε στην περιοχή της Βορείου Αφρικής.

Τηλεγράφημα του προξένου της Γαλλίας στη Λευκωσία σχετικό με το δημοψήφισμα (πηγή: Γαλλικά Διπλωματικά Αρχεία).

Η επίσημη ανακοίνωση στις 29 Ιανουαρίου 1950 των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, σύμφωνα με τα οποία το 96% τασσόταν υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, άρχισε να προκαλεί προβληματισμό στους Γάλλους διπλωμάτες. Παρά τους ενδοιασμούς που διατηρούσαν ως προς τη διαδικασία διεξαγωγής του, δεν αμφισβητούσαν πλέον ότι αποτελούσε μία ηχηρή εκδήλωση υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Παράλληλα όμως, δεν έκρυβαν την έντονη ανησυχία τους για τον αντίκτυπό του στις σχέσεις της Ελλάδας τόσο με την Τουρκία, όσο και με τη Βρετανία, εκτιμώντας ότι οι Έλληνες επέδειξαν έλλειψη πολιτικού πνεύματος, διεκδικώντας πρόωρα την Κύπρο. Μολονότι η Αθήνα διατεινόταν ότι η Τουρκία με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), είχε παραιτηθεί επί παντός δικαιώματός της επί της Μεγαλονήσου, η αντίδραση της τουρκικής μειονότητας εναντίον οιασδήποτε τροποποίησης του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος, καταδείκνυε, όπως επισήμαιναν, ότι αργά ή γρήγορα το ζήτημα της Κύπρου θα εξελισσόταν σε μία ελληνοτουρκική διαμάχη, γεγονός που θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τη σταθερότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Επιπλέον, ήταν πεπεισμένοι ότι η ανακίνηση του ζητήματος της Ένωσης, το οποίο περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο από την ισχυρή παρουσία των κομμουνιστών στη Μεγαλόνησο, θα έφερνε εκ των πραγμάτων σε τροχιά σύγκρουσης την Ελλάδα με τη Βρετανία. Εντούτοις, έθεταν εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του Λονδίνου να συνεχίσει επί μακρόν να αντιτάσσεται στις διεκδικήσεις των Ελλήνων, εάν η αναταραχή γύρω από το ζήτημα της Κύπρου προσλάμβανε τέτοιο εύρος, ώστε όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και τα Ηνωμένα Έθνη καλούνταν πλέον να παρέμβουν. Στο πλαίσιο αυτό, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο μεταβολής του status quo της Μεγαλονήσου, γεγονός που θα μπορούσε να ανατρέψει όλη την ισορροπία δυνάμεων στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

37, quai d’ Orsay. Η πρόσοψη του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών.

Οι προσπάθειες διεθνοποίησης του Κυπριακού (1950 – 1954)

Οι Γάλλοι διπλωμάτες άσκησαν δριμεία κριτική στους χειρισμούς, στους οποίους προέβησαν ως προς το ζήτημα της Κύπρου μέχρι το καλοκαίρι του 1954 τόσο οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Καίτοι κατανοούσαν το αδιέξοδο, στο οποίο είχε εγκλωβιστεί η Αθήνα μετά το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου, καθώς αδυνατούσε να αποκηρύξει δημοσίως τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονταν για την προώθησή της Ενωσης, προκειμένου να μην κατηγορηθεί για έλλειψη πατριωτισμού και εθνική μειοδοσία, στηλίτευαν τις παλινωδίες που παρουσίαζε η πολιτική της στο Κυπριακό. Και τούτο διότι η ελληνική κυβέρνηση κατέφευγε συχνά σε μεθοδεύσεις, δημιουργώντας ανεδαφικές προσδοκίες στην κοινή γνώμη περί δήθεν διευθέτησης του προβλήματος, οι οποίες όμως διαψεύδονταν εν τοις πράγμασι.

Παράλληλα, αλγεινή εντύπωση προκαλούσε στους Γάλλους διπλωμάτες η εκχώρηση ως μη όφειλε του ηγετικού της ρόλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, επιτρέποντας τις άφρονες παρεμβάσεις της τελευταίας στο Κυπριακό, κριτική που δεν ήταν ολότελα ανεξάρτητη από τα αντικληρικαλιστικά αισθήματα, από τα οποία εμφορούνταν. Εξίσου επιτιμητικοί ήταν ως προς τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Τύπος στην αναμόχλευση του Κυπριακού, αν όχι καθ’ υπόδειξιν, τουλάχιστον υπό την ανοχή των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων, προκειμένου να εξυπηρετηθούν διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες στο εσωτερικό της χώρας.

Τα πυρά τους εκτοξεύονταν και εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο υπερβάλλοντας ζήλος του οποίου περιέπλεξε, όπως επισήμαιναν, το ζήτημα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, διατείνονταν ότι το δημοψήφισμα που διοργάνωσε στην Κύπρο με «τρόπο περισσότερο δημαγωγικό παρά σοβαρό», αποδείχτηκε στα χέρια του ένα όπλο εξαιρετικά επικίνδυνο, το οποίο όχι μόνο αξιοποίησε, αλλά και «καταχράστηκε» στο έπακρο. Ψέγοντας τον τρόπο με τον οποίο μετερχόταν το ανώτατο θρησκευτικό του αξίωμα, προκειμένου να πραγματοποιήσει τις απώτερες επιδιώξεις του, διατείνονταν ότι ασκούσε αφόρητες πιέσεις έναντι της Αθήνας, ώστε να την εξαναγκάσει να εγείρει το ζήτημα της Κύπρου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, εγχείρημα των δυσκολιών του οποίου είχε πλήρη επίγνωση ευθύς εξαρχής.

Εντούτοις, οι Γάλλοι διπλωμάτες δεν φείστηκαν κριτικής ούτε για την προκλητική αδιαλλαξία, που επέδειξε το Λονδίνο έναντι της Αθήνας, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές της να ξεκινήσει ένας απευθείας διάλογος για τη φιλική διευθέτηση του θέματος διά μέσου διμερών διαπραγματεύσεων, αποφεύγοντας έως την ύστατη στιγμή να προσφύγει στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Η κατηγορηματική άρνηση που προέτασσε ευκαιρίας δοθείσης στις εκκλήσεις της, αντικρούοντας τα επιχειρήματά της με μία έκδηλη διάθεση ειρωνείας, διαδραμάτισε, κατά την άποψή τους, καταλυτικό ρόλο στην όξυνση των πνευμάτων.

Και τούτο διότι προκάλεσε ένα αίσθημα βαθύτατης προσβολής, το οποίο επρόκειτο να αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στο Κυπριακό. Υπό το πρίσμα αυτό, η απαξιωτική στάση του Anthony Eden κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον Αλέξανδρο Παπάγο τον Σεπτέμβριο του 1953 στην Αθήνα, αλλά και το «ουδέποτε» που διατύπωσε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων ο Henry Hopkinson τον Ιούλιο του 1954, είχαν επιφέρει ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ελληνική υπερηφάνεια. Και τούτο διότι, όπως χαρακτηριστικά επισήμαιναν, «η ειρωνεία ουδέποτε εκτιμήθηκε στην Ελλάδα, ιδίως όταν επρόκειτο για εθνικά θέματα», εφιστώντας την προσοχή του Quai d’ Orsay στον καταλυτικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει στο Κυπριακό η ευθιξία των Ελλήνων, οι οποίοι δεν είχαν εισπράξει παρά μόνο κοφτές ή ειρωνικές αρνήσεις. «Inde ira et lacrimae».

 

Η προσφυγή της Αθήνας στα Ηνωμένα Έθνη (1954)

Οι Γάλλοι διπλωμάτες δεν υπερέβαλλαν στις εκτιμήσεις τους. Ενδεικτική της ολότελα διαφορετικής προσέγγισής που ακολουθούσαν επί του θέματος, ήταν η εισήγησή τους ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί ολότελα από τη γαλλική αντιπροσωπεία στους κόλπους της Γενικής Συνέλευσης, προσφέροντάς της την έμπρακτη συμπαράστασή της κατά τη διάρκεια των εργασιών εκτός συνόδου. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμιζαν ότι οι παρεμβάσεις, στις οποίες εκ των πραγμάτων θα προέβαινε, θα έπρεπε να διακρίνονται από μετριοπάθεια και μία διάθεση συμφιλίωσης, σε μία προσπάθεια να αμβλυνθεί η αντιπαράθεση μεταξύ δύο χωρών, με τις οποίες η Γαλλία διατηρούσε στενούς δεσμούς στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος υποδέχεται τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στην Αθήνα.

Παράλληλα όμως, η γαλλική διπλωματία δεν έκρυψε τους ενδοιασμούς της ως προς την απόφαση της Γαλλίας να ταχθεί υπέρ των βρετανικών θέσεων, καταψηφίζοντας τον Σεπτέμβριο του 1954 την εγγραφή της ελληνικής προσφυγής για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης του λαού της Κύπρου στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Βεβαίως, κατανοούσε τους λόγους, που την υποχρέωναν να ανταποκριθεί θετικά στο βρετανικό αίτημα, αφού τα ζητήματα του Μαρόκου και της Τυνησίας παρουσίαζαν, παρά τις όποιες διαφορές, σημαντικές ομοιότητες με εκείνο της Κύπρου. Επανειλημμένως, το Παρίσι είχε επισημάνει την πολύτιμη αρωγή που του προσέφερε αφειδώλευτα το Λονδίνο, εν αντιθέσει με την Αθήνα, κατά τη διάρκεια των σχετικών ψηφοφοριών που διεξήχθησαν για τα ζητήματα του Μαρόκου και της Τυνησίας.

Εντούτοις, οι Γάλλοι διπλωμάτες εκτιμούσαν ότι τα επιχειρήματα που προέτασσε το Λονδίνο εν έτει 1954, ήταν σαθρά. Και τούτο διότι ουδόλως ανταποκρίνονταν στα δεδομένα της καινούργιας πραγματικότητας, που είχε διαμορφωθεί διεθνώς μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως εκ τούτου, θεωρούσαν ότι το υπόμνημα που κατέθεσε τον Αύγουστο του 1954 η κυβέρνηση Παπάγου στα Ηνωμένα Έθνη αναφορικά με το ζήτημα της Κύπρου, διέθετε ισχυρότερα ερείσματα από νομικής άποψης, εν συγκρίσει με την επίσημη βρετανική θέση, αφού «πολλές παράγραφοι του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών φαίνονταν να έχουν γραφτεί εις επίρρωσιν των ελληνικών θέσεων».

 

Οι απόπειρες διευθέτησης του Κυπριακού διά μέσου διμερών διαπραγματεύσεων (1955 – 1956)

Η γαλλική διπλωματία εξέφρασε τον αποτροπιασμό της για το πογκρόμ, που διενεργήθηκε εις βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955. Καίτοι θεωρούσε ότι το καταστροφικό μένος που επέδειξε ο όχλος, δεν ήταν απόρροια αποκλειστικά και μόνο του μίσους που έτρεφε εναντίον των Ελλήνων, αλλά εν μέρει και του φθόνου του για τους κατέχοντες του πλούτου, ουδεμία αμφιβολία είχε ότι επρόκειτο για μια συστηματικά οργανωμένη επιχείρηση, που υλοποιήθηκε υπό την ανοχή, αν όχι την ενθάρρυνση των τουρκικών αρχών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η πολιτική της Άγκυρας στο Κυπριακό.

Στην προσπάθειά της να απευθύνει κατά τη διάρκεια της Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου (29 Αυγούστου – 7 Σεπτεμβρίου 1955) μία αυστηρή προειδοποίηση προς την κυβέρνηση Eden για τις επιπτώσεις που θα επέσυρε η υιοθέτηση μίας λύσης, που θα απέβαινε εις βάρος των αξιώσεών της, υποδαύλισε τα ανθελληνικά αισθήματα της κοινής γνώμης διά μέσου του Τύπου, ο τόνος του οποίου προσέλαβε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1955 έναν ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα, αγγίζοντας τα όρια του παροξυσμού. Λειτουργώντας ως μαθητευόμενος μάγος, όπως υπογράμμιζε, εξαπέλυσε σφοδρές δυνάμεις, τη δράση των οποίων απέτυχε να θέσει υπό τον έλεγχό της.

Υπό το πρίσμα αυτό, η γαλλική διπλωματία δεν έκρυβε τον προβληματισμό της για τη ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, γεγονός που όχι μόνο καθιστούσε «τον πολιτικό ελληνοτουρκικό γάμο ένα εύθραυστο οικοδόμημα», αλλά και εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Παράλληλα όμως, ήταν πεπεισμένη ότι ούτε η ίδια η Τουρκία επρόκειτο να εξέλθει αλώβητη από τις ανθελληνικές ταραχές της 6ης/7ης Σεπτεμβρίου. Και τούτο διότι ετίθετο πλέον εν αμφιβόλω όλη η προσπάθεια που αναλήφθηκε τόσο από τους Κεμαλιστές, όσο και από την κυβέρνηση Menderes, προκειμένου να εκριζώσουν από τη χώρα τους τα «συμπλέγματα του μεγάλου ασθενούς», τα οποία κατέτρυχαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τα “Σεπτεμβριανά” του 1955 στην Κωνσταντινούπολη.

Το κύμα οργής και αγανάκτησης που πυροδότησε στην Ελλάδα το πογκρόμ, το οποίο ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την απόρριψη τον Σεπτέμβριο του 1955 της 2ης ελληνικής προσφυγής στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ενέβαλε σε έντονη ανησυχία τη γαλλική διπλωματία. Με δεδομένα τα αντιδυτικά αισθήματα, από τα οποία είχε αρχίσει πλέον να εμφορείται η κοινή γνώμη, δεν αποκλειόταν το ενδεχόμενο αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας και στροφής της προς την κατεύθυνση της ουδετερότητας, ένα ελκυστικό παράδειγμα της οποίας αποτελούσε η Γιουγκοσλαβία. Η εξέλιξη αυτή θεωρείτο ότι θα απέβαινε εις βάρος της Δύσης, λόγω της προκεχωρημένης στρατηγικής θέσης της ελληνικής χερσονήσου, αλλά και της λανθάνουσας δύναμης που διέθετε στη χώρα ο κομμουνισμός.

Το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Στρατάρχη Harding, (Οκτώβριος 1955 – Φεβρουάριος 1956) ενέτεινε τους φόβους της γαλλικής διπλωματίας για την εξέλιξη του Κυπριακού. Ανεξαρτήτως της δεδηλωμένης πρόθεσης του Λονδίνου να μην εκχωρήσει την κυριαρχία του στη Μεγαλόνησο, προτάσσοντας τη στρατηγική της σημασία για την υλοποίηση της βρετανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, θεωρείτο ότι καθοριστικό ρόλο στο αδιέξοδο που επήλθε, διαδραμάτισαν οι αντιρρήσεις της Τουρκίας, η οποία φοβόταν, παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις των Βρετανών περί του αντιθέτου, μήπως εν τέλει προχωρούσαν στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο, μέσω της εδραίωσης ενός καθεστώτος αυτοκυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, διακήρυττε ότι «τίποτε δεν μπορούσε να γίνει στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την έγκρισή της», υπογραμμίζοντας ότι δεν προτίθετο να εγκαταλείψει την τουρκική μειονότητα στην τύχη της, αφού αισθανόταν υπεύθυνη για την ασφάλειά της.

Η γαλλική διπλωματία ανησυχούσε ιδιαιτέρως για το εύρος που θα μπορούσαν να προσλάβουν οι αντιδράσεις της, εάν αναγνωριζόταν η αυτοδιάθεση της Κύπρου. Πεποίθησή της ήταν ότι η Άγκυρα δεν θα δίσταζε να εξαπολύσει ακόμη και έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο στη Μεγαλόνησο, δεδομένου ότι η τουρκική μειονότητα, η οποία ήταν ήδη οργανωμένη και εν μέρει εξοπλισμένη, τελούσε σε κατάσταση αναμονής. Ενδεικτικές των προθέσεών της θεωρούνταν όχι μόνο οι διακοινοτικές ταραχές που εκδηλώθηκαν στις 11 Ιανουαρίου 1956, με αφορμή τη δολοφονία ενός Τούρκου αστυνομικού από την Ε.Ο.Κ.Α, οι οποίες συνιστούσαν μία σαφή προειδοποίηση για το μέλλον, αλλά και οι στενές επαφές που άρχισε να αναπτύσσει η ηγεσία της με τους ιθύνοντες της μητέρας πατρίδας, υπό τη συστηματική καθοδήγηση των οποίων άλλωστε τελούσε. Απώτερος στόχος της κυβέρνησης Menderes ήταν να εξέλθει η τουρκική μειονότητα από τη συνήθη της παθητικότητα, καθιστώντας σαφή την πρόθεσή της να αντιταχθεί με οιοδήποτε μέσο στην Ένωση.

Μολονότι η απόφαση του Λονδίνου να προχωρήσει τον Μάρτιο του 1956 στη σύλληψη και την εκτόπιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες, της προκάλεσε προς στιγμήν ένα αίσθημα ανακούφισης και ικανοποίησης, ουδόλως αμβλύνθηκαν οι ανησυχίες της. Και τούτο διότι η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου από το προσκήνιο, ο οποίος καθίστατο πλέον μάρτυρας, όχι μόνο δεν διευθετούσε το πρόβλημα της Κύπρου, αλλά αντιθέτως μετέθετε τη λύση του στο απώτερο μέλλον. Εξακολουθώντας, όπως επισήμαιναν οι Γάλλοι διπλωμάτες, να τρέφει σοβαρές αμφιβολίες για την ειλικρίνεια των βρετανικών προθέσεων, αδυνατούσε να λησμονήσει ότι είχε τεθεί στο περιθώριο των συνομιλιών Μακαρίου – Harding, παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις του Λονδίνου ότι η συγκατάθεσή της θεωρείτο εκ των ων ουκ άνευ για τη σύναψη μίας ενδεχόμενης συμφωνίας.

Παράλληλα όμως, οι Γάλλοι διπλωμάτες εκτιμούσαν ότι η εκτόπιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η οποία σηματοδοτούσε τη σκλήρυνση της βρετανικής πολιτικής στο Κυπριακό, υποδηλώντας την αποφασιστικότητά της να προασπίσει πάση θυσία την κυριαρχία της επί της Μεγαλονήσου, συνιστούσε πέραν πάσης αμφιβολίας «σφάλμα έναντι της Ελλάδος». Και τούτο διότι επρόκειτο να δυσχεράνει το έργο της κυβέρνησης Καραμανλή, η οποία επιθυμούσε διακαώς την αποκλιμάκωση της έντασης που σοβούσε στις σχέσεις της τόσο με τη Βρετανία, όσο και με την Τουρκία, ούτως ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστη στο έργο της οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας. Εκ των πραγμάτων, θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να σκληρύνει τη στάση της, αφού σε διαφορετική περίπτωση ελλόχευε ο κίνδυνος ανατροπής της.

Ο Μακάριος στις Σεϋχέλλες.

Το αδιέξοδο στο Κυπριακό μετά την εκτόπιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου

Η αδιαλλαξία που επέδειξε το Λονδίνο μετά την εκτόπιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, εμμένοντας στην πάταξη της «τρομοκρατίας» στη Μεγαλόνησο, η οποία θεωρείτο εκ των ων ουκ άνευ για την επανάληψη των διαπραγματεύσεων με την ελληνοκυπριακή πλευρά, επέσυρε δριμεία κριτική εκ μέρους των γαλλικών διπλωματικών κύκλων. Και τούτο διότι όχι μόνο δεν συνετέλεσε στην αποκατάσταση της τάξης και της ηρεμίας στη Μεγαλόνησο, αλλά επιπλέον οδήγησε το Κυπριακό σε νεκρό σημείο.

Ενδεικτική της άτεγκτης στάσης που τηρούσε επί του θέματος, θεωρείτο η εκτέλεση διά απαγχονισμού στις 10 Μαΐου 1956 του Μιχάλη Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου. Οι Γάλλοι διπλωμάτες εξέφρασαν τη διαφωνία τους με την απόφαση του Στρατάρχη Harding να απορρίψει το αίτημα για την απονομή χάριτος στους καταδικασθέντες, η οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Και τούτο διότι επρόκειτο για μία υπόθεση, που θα μπορούσε να εξάψει τα αντιδυτικά αισθήματα, από τα οποία εμφορείτο η ελληνική κοινή γνώμη μετά τα Σεπτεμβριανά και την απόρριψη της 2 ης ελληνικής προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη, οδηγώντας ακόμη και σε διάρρηξη των δεσμών της Αθήνας με τη Δύση.

Σε μία προσπάθεια να αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτός, η γαλλική διπλωματία θεωρούσε ότι το Παρίσι θα έπρεπε να έρθει αρωγός σε οιαδήποτε προσπάθεια, προκειμένου να «διευθετηθεί το θέμα ενδοοικογενειακά», όπως είχε επισημάνει ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, Σπυρίδων Θεοτόκης. Και τούτο διότι η επανάληψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών θα απέβαινε προς όφελος της Γαλλίας, αφού «η διένεξη της Κύπρου δηλητηρίαζε την ατμόσφαιρα σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο».

Μολαταύτα, το Λονδίνο δεν ήταν διατεθειμένο να αναθεωρήσει την αδιάλλακτη πολιτική του. Ενδεικτικό θεωρείτο το γεγονός ότι παρέπεμψε τον Ιούλιο του 1956 στις ελληνικές καλένδες παρά τις προηγούμενες εξαγγελίες του την παρουσίαση ενός καινούργιου σχεδίου για την άρση του αδιεξόδου στο Κυπριακό. Καταλυτικό ρόλο στην υπαναχώρησή του διαδραμάτισαν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Γάλλων διπλωματών, οι αντιρρήσεις της Τουρκίας, η οποία αντιτίθετο σφόδρα στην εδραίωση καθεστώτος αυτονομίας στην Κύπρο. Και τούτο διότι παρόμοια εξέλιξη εκλαμβανόταν ως προάγγελος της αναγνώρισης της αρχής της αυτοδιάθεσης, εξέλιξη που απευχόταν η Άγκυρα. Στο πλαίσιο αυτό, δεν δίστασε να μετέλθει έναν απροκάλυπτο εκβιασμό, προκειμένου να καταστήσει σαφές στους δυτικούς της εταίρους ότι επ’ ουδενί λόγω ήταν διατεθειμένη να συγκατατεθεί σε οιονδήποτε συμβιβασμό ως προς το ζήτημα της Κύπρου που θα απέβαινε εις βάρος των συμφερόντων της, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Εξακολουθώντας να τρέφει αμφιβολίες για τις πραγματικές προθέσεις του Λονδίνου, αλλά και για την ασάφεια που χαρακτήριζε την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, η Τουρκία προειδοποίησε ότι η αλλαγή του status quo της Μεγαλονήσου θα συνεπαγόταν ipso facto την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, γεγονός που θα μπορούσε να ανατρέψει όλη την εύθραυστη ισορροπία, στην οποία βασιζόταν το καθεστώς της Ανατολικής Μεσογείου. Η σκλήρυνση που παρατηρείτο πλέον στην στάση της, αλλά και η αναταραχή που υποδαύλιζε εντέχνως στη Μεγαλόνησο, η οποία θα μπορούσε να εκφυλιστεί σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δύο εθνικών κοινοτήτων, προκαλούσε έκδηλη ανησυχία στη γαλλική διπλωματία. Και τούτο διότι η διένεξη ως προς το ζήτημα της Κύπρου υπέσκαπτε τη συνοχή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Δηλωτική της όξυνσης των πνευμάτων θεωρείτο η σφοδρή αντίδραση της Αθήνας στις δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση Καραμανλή διακήρυξε ότι σε περίπτωση που η Τουρκία έθετε ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει πάραυτα στην καταγγελία της Σύμβασης του Montreux, γεγονός που θα επέφερε αναπόδραστα αλλαγές στο καθεστώς των Στενών. Παράλληλα, προειδοποίησε τους εταίρους της ότι εάν δεχόταν την παραμικρή πρόκληση από την Άγκυρα, θα αντιδρούσε ακαριαία, αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.

Καίτοι οι Γάλλοι διπλωμάτες χαρακτήριζαν ως έναν βαθμό υπερβολικές τις εν λόγω απειλές, με δεδομένη την κατηγορηματική άρνηση της Μόσχας να προσυπογράψει οιαδήποτε μεταβολή του καθεστώτος των Στενών, θεωρούσαν αδήριτη ανάγκη να καθησυχάσουν την Αθήνα. Και τούτο διότι ελλόχευε ο κίνδυνος υπό το βάρος της απογοήτευσής της, αλλά και των συνομιλιών που επρόκειτο να διεξαχθούν το καλοκαίρι του 1956 με τους ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας και της Αιγύπτου να προχωρήσει σε βεβιασμένες ενέργειες, που θα απέβαιναν εις βάρος της Δύσης, σε μία κρίσιμη χρονική συγκυρία, κατά την οποία επικρατούσε μία τεταμένη ατμόσφαιρα στη Μέση Ανατολή.

Υπό το πρίσμα αυτό, αναπτύχθηκε ένας έντονος προβληματισμός στους κόλπους της γαλλικής διπλωματίας για το ενδεχόμενο έναρξης απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, σε μία προσπάθεια να αρθεί το υφιστάμενο αδιέξοδο στο ζήτημα της Κύπρου. Και τούτο διότι εάν δεν διευθετείτο επειγόντως, ελλόχευε ο κίνδυνος ανατροπής της κυβέρνησης Καραμανλή, γεγονός που θα καθιστούσε αναπόφευκτη την απώλεια της Αθήνας για τη Δύση.

Εντούτοις, ο Γάλλος Πρέσβυς στην Άγκυρα, Jean-Paul Garnier ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος σε τούτη την προοπτική. Με δεδομένη την ένταση που σοβούσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και την αδιαλλαξία της Άγκυρας, η οποία δεν επρόκειτο να καμφθεί μεσούσης της κρίσης του Σουέζ, υπογράμμιζε ότι οιαδήποτε απόπειρα για την έναρξη ενός διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Ως εκ τούτου, εκτιμούσε ότι το Παρίσι όφειλε να επιδείξει ιδιαίτερη σύνεση επί του θέματος, υποστηρίζοντας την υιοθέτηση μίας συμβιβαστικής λύσης, που θα τύγχανε της αποδοχής και των τριών ενδιαφερομένων πλευρών.

Jean-Paul Garnier, πρέσβυς της Γαλλίας στην Άγκυρα (1955-1957).
Christian Pineau, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας (1956-1958).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Κεντρική Υπηρεσία του Quai d’ Orsay συντασσόταν πλήρως με την άποψή του, τονίζοντας ότι το Παρίσι ήταν αδύνατον να παρεκκλίνει της γραμμής που ακολουθούσε στο Κυπριακό, λόγω όχι μόνο των συμμαχικών του δεσμών με τη Βρετανία, αλλά και της σοβαρής κρίσης που είχε ενσκήψει στη Μέση Ανατολή από το καλοκαίρι του 1956 μετά την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Nasser, στο πλευρό του οποίου τάχθηκε η Αθήνα χωρίς περιστροφές. Εντούτοις, δεν έκρυβε τον προβληματισμό της για τους κινδύνους που ενείχε η διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος στην Κύπρο. Όλη η προσοχή της γαλλικής διπλωματίας άρχισε εφεξής να επικεντρώνεται στην ανάδυση της ιδέας της διχοτόμησης, μετά τη δήλωση στις 19 Δεκεμβρίου του 1956 του επί κεφαλής του Colonial Office, Allan Lennox-Boyd περί ταυτόχρονης άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και από τις δύο εθνικές κοινότητες της Μεγαλονήσου, στην περίπτωση που πραγματοποιείτο η προσάρτησή της στην Ελλάδα, την οποία έσπευσε να αξιοποιήσει στο έπακρο η Άγκυρα.

 

Οι άκαρπες προσπάθειες εξεύρεσης μίας λύσης στο Κυπριακό (1957)

Πράγματι, η αναγνώριση της αρχής της διπλής αυτοδιάθεσης μετέβαλε άρδην τα δεδομένα του Κυπριακού. Και τούτο διότι το Λονδίνο ομολογούσε για πρώτη φορά επισήμως ότι η προοπτική της διχοτόμησης, αν και απευκταία, αποτελούσε μία από τις πιθανές λύσεις του προβλήματος της Κύπρου, γεγονός που όχι μόνο υπονόμευσε τη σημασία του Σχεδίου Συντάγματος Radcliffe, το οποίο περιέπεσε σε τέλμα, αλλά και διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση της τουρκικής αδιαλλαξίας.

Σε μία περίοδο που η Βρετανία βρισκόταν αντιμέτωπη με την εχθρότητα του Αραβικού κόσμου, απόρροια της βρετανογαλλικής επέμβασης στο Σουέζ το φθινόπωρο του 1956, είχε αρχίσει να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την Τουρκία, η οποία αποτελούσε τον μόνο σταθερό της σύμμαχο στη Μέση Ανατολή. Με δεδομένη τη βαρύνουσα σημασία που αποκτούσε πλέον για την προάσπιση των βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή, αλλά και την αναβάθμιση του στρατηγικού της ρόλου στο πλαίσιο του Ν.Α.Τ.Ο. μετά την εξαγγελία του Δόγματος Eisenhower τον Ιανουάριο του 1957, η κυβέρνηση Eden επ’ ουδενί λόγω ήταν διατεθειμένη να προκρίνει μία λύση για την άρση του αδιεξόδου στο Κυπριακό, η οποία θα αντιστρατευόταν τα συμφέροντα της Άγκυρας.

Δηλωτική των προθέσεων της κυβέρνησης Menderes θεωρείτο από τους Γάλλους διπλωμάτες η αποστολή του Nihat Erim στο Λονδίνο στις 24 Ιανουαρίου 1957, λίγο πριν από την έναρξη των εργασιών της 11η Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Απώτερος στόχος του ήταν να αποσπάσει από την κυβέρνηση Macmillan τη ρητή της δέσμευση ως προς την επιβολή της διχοτόμησης, η οποία θα αναγόταν εφεξής, όπως υπογράμμιζαν, στην αιχμή του δόρατος της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό.

Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμούσαν ότι η μετάβαση του Τούρκου νομομαθούς στη βρετανική πρωτεύουσα δεν μπορούσε να νοηθεί ανεξάρτητα από τις διακοινοτικές ταραχές, που εκτυλίχθηκαν στη Μεγαλόνησο το δεύτερο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του 1957. Και τούτο διότι αποτελούσαν αλληλοσυμπληρωματικές εκφάνσεις μίας και της αυτής πολιτικής. Απώτερος στόχος της Άγκυρας ήταν να καταδείξει στη διεθνή κοινή γνώμη ότι υπό τις υφιστάμενες συνθήκες καθίστατο εκ των πραγμάτων αδύνατη η αρμονική συμβίωση των δύο εθνικών κοινοτήτων, προτάσσοντας τη διχοτόμηση ως αδήριτη ανάγκη, προκειμένου να εδραιωθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Ο προβληματισμός της γαλλικής διπλωματίας για την επικίνδυνη τροπή που είχε αρχίσει πλέον να προσλαμβάνει το ζήτημα της Κύπρου, δεν αμβλύνθηκε ούτε μετά την απελευθέρωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον Μάρτιο του 1957. Καίτοι εκλαμβανόταν ως μία χειρονομία καλής θέλησης εκ μέρους της κυβέρνησης Macmillan, σε μία χρονική στιγμή που είχε επέλθει στασιμότητα στο διπλωματικό πεδίο, έτρεφε ενδοιασμούς ως προς την έκβασή της. Και τούτο διότι τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όσο και η βρετανική κυβέρνηση δεν επιδείκνυαν καμία διάθεση συμβιβασμού, εμμένοντας κατηγορηματικά στις απόψεις τους.

Παράλληλα, εκτιμούσε ότι η παρουσία του στην Αθήνα όχι μόνο δεν θα διευκόλυνε τη διευθέτηση του Κυπριακού, αλλά αντιθέτως θα δυσχέραινε ακόμη περισσότερο τους χειρισμούς της κυβέρνησης Καραμανλή. Και τούτο διότι οι δηλώσεις του, θα καθίσταντο αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης από την αντιπολίτευση, σε μία περίοδο που μαίνονταν τα πολιτικά πάθη στην Ελλάδα, υποσκάπτοντας το κύρος όχι μόνο του ιδίου, αλλά και του Έλληνα Πρωθυπουργού.

 

Guy de Girard de Charbonnières, πρέσβυς της Γαλλίας στην Αθήνα (1957-1964).
Maurice Couve de Murville, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας (1958-1968).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μολαταύτα, η προσοχή της γαλλικής διπλωματίας εστιαζόταν κυρίως στις αντιδράσεις της Άγκυρας, η οποία δεν έκρυβε τη βαθύτατη ενόχλησή της για την πρωτοβουλία του Λονδίνου. Και τούτο διότι θεωρείτο ως προάγγελος επικίνδυνων εξελίξεων, που θα απέβαιναν εις βάρος της. Ενδεικτικά ήταν τα καυστικά σχόλια του τουρκικού Τύπου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η εν λόγω απόφαση συνιστούσε μέγα σφάλμα, καθώς «ισοδυναμούσε με τη ρίψη μίας νάρκης στη Μεσόγειο».

 Όμως, ακόμη πιο ανησυχητική ήταν, κατά την άποψη της, η μεταστροφή που παρατηρείτο πλέον στις διαθέσεις της Τουρκίας έναντι της Βρετανίας. Η απελευθέρωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η οποία εξελήφθη ως προσβολή απέναντί της, της προκάλεσε ένα αίσθημα βαθύτατης απογοήτευσης, αφού ήταν πεπεισμένη ότι εξαπατήθηκε σκοπίμως από την κυβέρνηση Macmillan, η οποία καταχράστηκε ως μη όφειλε την καλή της πίστη. Μέσω αλλεπάλληλων δηλώσεών του ο Menderes άφηνε να εννοηθεί ότι η συνεργασία της Τουρκίας στο Σύμφωνο της Βαγδάτης δεν θα έπρεπε εφεξής να θεωρείται δεδομένη, αφού ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον σεβασμό των δικαιωμάτων της, τα οποία δεν προτίθετο να θυσιάσει στον βωμό της βρετανικής πολιτικής.

Στην προσπάθειά της να εγείρει φόβους για τις επιπτώσεις που θα είχε η υιοθέτηση μίας λύσης, η οποία θα αντέκειτο προς τις αξιώσεις της, η Άγκυρα άρχισε να υποδαυλίζει εντέχνως μία κρίση που άγγιζε πλέον, όπως επισήμαιναν οι Γάλλοι διπλωμάτες, τα όρια της εθνικής ψύχωσης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν απέκλειαν ακόμη και το ενδεχόμενο ανάληψης ένοπλης δράσης από την πλευρά της τουρκικής μειονότητας, δεδομένου ότι οι Τούρκοι ιθύνοντες επανειλημμένως είχαν δηλώσει ότι δεν υπήρχε άλλη οδός για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της, πλην της στρατιωτικής κατοχής.

Αποτιμώντας τις αντιδράσεις της κυβέρνησης Menderes, θεωρούσαν ότι δεν θα έπρεπε να αναμένεται μία άμβλυνση των θέσεών της στο Κυπριακό, αφού ήταν πλέον αποφασισμένη να μετέλθει κάθε μέσο, προκειμένου να υπερασπιστεί τη λύση της διχοτόμησης, η οποία διασφάλιζε πλήρως τα συμφέροντά της. Υπό το πρίσμα αυτό, υπογράμμιζαν ότι η σκλήρυνση της στάσης της καθίστατο πλέον αναπόφευκτη.

Οι εκτιμήσεις των Γάλλων διπλωματών ήταν απολύτως εύστοχες. Ενδεικτική ήταν η οξύτατη αντίδρασή τους στην πρόταση που υπέβαλε ο Γενικός Γραμματέας του Ν.Α.Τ.Ο., Paul-Henri Spaak τον Ιούνιο του 1957 για την εδραίωση καθεστώτος εγγυημένης ανεξαρτησίας στην Κύπρο, σε μία προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου που είχε επέλθει στο Κυπριακό, επιβεβαιώνοντας τους ενδοιασμούς τους για τη χρονική στιγμή που εκδηλωνόταν η παρέμβασή του. Ο Menderes κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε επρόκειτο να συγκατατεθεί στην ανεξαρτησία της Μεγαλονήσου, ακόμη και εάν τελούσε υπό διεθνή εγγύηση, δεδομένου ότι αποτελούσε το προοίμιο για την πραγματοποίηση της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η μοναδική λύση που η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί «στο όνομα της ειρήνης και της παγκόσμιας ασφάλειας», ήταν η διχοτόμηση, η οποία συνιστούσε την ύστατη παραχώρηση εκ μέρους της.

Νέα Υόρκη, 13 Φεβρουαρίου 1957: Το ζήτημα της Αλγερίας στα Ηνωμένα Έθνη. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Christian Pineau αγορεύει στο πλευρό του Έλληνα Μονίμου Αντιπροσώπου.

Εντούτοις, πίστευαν ακράδαντα ότι η αδιαλλαξία του Τούρκου Πρωθυπουργού υπαγορευόταν όχι μόνο από την προσπάθειά του να προασπίσει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας του, αλλά και από την αγωνία του για το προσωπικό του πολιτικό μέλλον εν όψει των βουλευτικών εκλογών που επρόκειτο να διεξαχθούν το επόμενο έτος. Σε μία κρίσιμη συγκυρία, κατά την οποία υπέβοσκε εναντίον της κυβέρνησής του ένα διογκούμενο κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας, ήταν αδύνατον να επιδείξει την παραμικρή διάθεση συμβιβασμού ως προς το ζήτημα της Κύπρου, αφού οιαδήποτε παραχώρησή του έναντι των ελληνικών αξιώσεων θα εκλαμβανόταν από τους Τούρκους ψηφοφόρους ως εθνική ταπείνωση.

 

Το Σχέδιο Macmillan και οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου (1958 – 1959)

Η κλιμάκωση της τουρκικής αδιαλλαξίας, η οποία οδήγησε στις αρχές του 1958 σε ναυάγιο και το φιλελεύθερο σχέδιο του Κυβερνήτη της Κύπρου, Sir Hugh Foot για την εκχώρηση διοικητικής αυτονομίας στη Μεγαλόνησο, ενέβαλε σε έκδηλη ανησυχία τη γαλλική διπλωματία. Και τούτο διότι η κυβέρνηση Macmillan εμφανιζόταν διατεθειμένη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της Άγκυρας, η οποία ενέμενε αναφανδόν στη λύση της διχοτόμησης, προτάσσοντάς την ως την ύστατη παραχώρησή της επί του θέματος.

Οι Πρέσβεις της Γαλλίας τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Άγκυρα έκρουαν από τον Φεβρουάριο του 1958 τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο διχοτόμησης της Κύπρου, η οποία «συνιστούσε σε κάθε περίπτωση τη χειρότερη δυνατή λύση του Κυπριακού». Και τούτο διότι όχι μόνο θα αποτελούσε τη γενεσιουργό αιτία σοβαρών περιπλοκών σε τοπικό επίπεδο, το εύρος των οποίων ήταν αδύνατον να προβλεφθεί εκ των προτέρων, αλλά και θα συντελούσε στην αποκρυστάλλωση του ανταγωνισμού που ήδη σοβούσε μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, καλλιεργώντας ένα κλίμα έντασης, που θα απειλούσε τη συνοχή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Συν τοις άλλοις, η ισχυρή στρατιωτική παρουσία δύο χωρών μελών του Ν.Α.Τ.Ο. στο έδαφος της Μεγαλονήσου θα εκλαμβανόταν ως εν δυνάμει απειλή όχι μόνο από τη Συρία, οι ακτές της οποίας βρίσκονταν πλησίον της, αλλά και από το σύνολο του Αραβικού κόσμου, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί μία νέα κρίση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της οποίας θα έσπευδε να επωφεληθεί ασμένως η Σοβιετική Ένωση.

Αποτιμώντας τις εμπρηστικές δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας, εκτιμούσαν ότι η ιδέα της διχοτόμησης καθίστατο ακόμη πιο επικίνδυνη, διότι δεν υπαγορευόταν μόνο από την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειάς της, αλλά από ένα συναίσθημα πολύ πιο βαθύ, που μπορούσε να γίνει κατανοητό μόνο υπό το πρίσμα της βίαιης αφύπνισης της παραδοσιακής εχθρότητας, από την οποία διαπνέονταν οι Οθωμανοί εναντίον των Ελλήνων. Αυτό το άκρως «εγωιστικό συναίσθημα», όπως υπογράμμιζαν, σε συνδυασμό με τον φόβο που της προκαλούσε ο κίνδυνος περικύκλωσής της από τα νησιά μίας χώρας που ήταν προαιώνιος αντίπαλός της, αποτελούσαν τα κίνητρα, από τα οποία υπαγορευόταν η πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό.

Στο πλαίσιο αυτό, οι δυο Γάλλοι διπλωμάτες προειδοποιούσαν το Quai d’ Orsay ότι η πρόθεση της κυβέρνησης Macmillan να ικανοποιήσει τις παράλογες αξιώσεις της, συνιστούσε πέραν πάσης αμφιβολίας ολέθριο σφάλμα, θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο τη συνοχή του δυτικού κόσμου, αλλά και τη διασφάλιση της ειρήνης σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, εισηγούνταν ότι το Παρίσι ως εξέχον μέλος του Ν.Α.Τ.Ο. θα έπρεπε, λόγω της εφεκτικής στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών, να αναλάβει πάραυτα μία πρωτοβουλία επί του θέματος, προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος διχοτόμησης της Κύπρου, πρόταση που ισοδυναμούσε με αναθεώρηση της γαλλικής πολιτικής στο Κυπριακό.

Η εξαγγελία στις 19 Ιουνίου 1958 του Σχεδίου Macmillan, το οποίο καθιστούσε περισσότερο ορατό από ποτέ τον κίνδυνο διχοτόμησης της Κύπρου, ενέτεινε τις ανησυχίες των Γάλλων διπλωματών. Και τούτο διότι η κυβέρνηση De Gaulle, η οποία είχε μόλις ανέλθει στην εξουσία, προτίθετο να ταχθεί υπέρ της εφαρμογής του, εκτιμώντας ότι συνιστούσε «μία αδιαμφισβήτητη προσπάθεια εκ μέρους του Λονδίνου, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα της Κύπρου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων πλευρών».

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούσαν ότι η πρωτοβουλία της βρετανικής κυβέρνησης, η οποία παρομοιαζόταν με μία προσπάθεια «τετραγωνισμού του κύκλου», ήταν όλως διόλου εσφαλμένη. Και τούτο διότι η ιδέα εδραίωσης ενός καθεστώτος τριπλής συγκυριαρχίας στη Μεγαλόνησο, με δεδομένες τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις που προέβαλλαν η Αθήνα και η Άγκυρα, ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Ως εκ τούτου, θεωρούσαν ότι η εφαρμογή του Σχεδίου Macmillan όχι μόνο δεν θα συνέβαλλε στη διευθέτηση του ζητήματος της Κύπρου, αλλά τουναντίον θα επέτεινε το αδιέξοδο, στο οποίο είχε υπεισέλθει.

Harold Macmillan, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1957-1963).

Καίτοι διατείνονταν ότι μόνο η εφαρμογή του θεμελιώδους δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών συνιστούσε μία δίκαιη και δημοκρατική λύση του Κυπριακού, εκτιμούσαν ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν εκ των πραγμάτων ανέφικτη, λόγω των σφοδρών αντιρρήσεων της Τουρκίας, αλλά και της άρνησης του Λονδίνου να προχωρήσει στην εφαρμογή της. Υπό το πρίσμα αυτό, καλούσαν το Παρίσι να προκρίνει την υιοθέτηση μίας προσωρινής φόρμουλας διακυβέρνησης, ανάλογης με εκείνες που είχαν ήδη εφαρμοστεί με επιτυχία σε πρώην αποικίες του βρετανικού Στέμματος, η οποία δεν θα επιδίωκε, όπως το βρετανικό σχέδιο «συνεταιρισμού», να «συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα», αλλά αντιθέτως θα προσανατολιζόταν προς την κατεύθυνση της εκχώρησης ανεξαρτησίας στην Κύπρο εν ευθέτω χρόνω, αποκλείοντας a priori την κυβέρνηση τόσο της Ελλάδας, όσο και της Τουρκίας από τη διοίκηση της Μεγαλονήσου.

Εντούτοις, το Παρίσι εμφανιζόταν απρόθυμο να συγκατατεθεί στην υιοθέτηση μίας τόσο ρηξικέλευθης λύσης, ένεκα των σοβαρών προβλημάτων που καλείτο να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση De Gaulle, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση που μαινόταν από το 1954 στην Αλγερία. Σε τούτη την ιδιαιτέρως κρίσιμη συγκυρία, επ’ ουδενί λόγω ήταν διατεθειμένο να έρθει σε αντιπαράθεση με τη Βρετανία για ένα δευτερεύον θέμα, όπως αυτό της Κύπρου, διακυβεύοντας ζωτικά συμφέροντά του. Η διασφάλιση της στήριξης του Λονδίνου, τη στιγμή που εκκρεμούσε η συζήτηση του ζητήματος της Αλγερίας στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, θεωρείτο μείζονος σημασίας για τη Γαλλία.

Στο πλαίσιο αυτό, η Κεντρική Υπηρεσία του Quai d’ Orsay αποσαφήνιζε στους Γάλλους Πρέσβεις ότι ήταν αδύνατον να ταχθεί αίφνης η Γαλλία υπέρ της αυτοδιάθεσης της Μεγαλονήσου. Εμμένοντας στην πάγια θέση της περί τήρησης ίσων αποστάσεων επί του θέματος, υπογράμμιζε μετ’ επιτάσεως ότι σε μία διένεξη, στην οποία εμπλέκονταν τρεις χώρες με τις οποίες διατηρούσε στενούς συμμαχικούς δεσμούς, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να λάβει θέση υπέρ μίας εξ αυτών, εις βάρος των σχέσεών της με τις υπόλοιπες. Θεωρώντας εφικτή την επίτευξη ενός συμβιβασμού, καθήκον της ήταν, όπως επισημαινόταν, να ενθαρρύνει τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ των τριών ενδιαφερομένων πλευρών, προτρέποντας παράλληλα τόσο την Αθήνα, όσο και την Άγκυρα να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα για τον κατευνασμό των πνευμάτων, ο οποίος αποτελούσε conditio sine qua non για την εξεύρεση μίας λύσης στο πρόβλημα της Κύπρου.

O Γάλλος Πρέσβυς στην Αθήνα, Guy de Girard de Charbonnières εξέφρασε ρητώς την αντίθεσή του επί της απόφασης αυτής, προειδοποιώντας το Παρίσι ότι εάν εξακολουθούσε να εμμένει στην επίτευξη ενός συμβιβασμού μεταξύ των θέσεων των τριών ενδιαφερομένων πλευρών, δεν υπήρχε καμία απολύτως ελπίδα να αρθεί το αδιέξοδο στο Κυπριακό. Αντιθέτως, υποστήριζε μετ’ επιτάσεως ότι το Σχέδιο Macmillan θα έπρεπε να «τεθεί εν υπνώσει». Και τούτο διότι τορπίλιζε κάθε προσπάθεια φιλικής διευθέτησης του Κυπριακού, οδηγώντας όχι μόνο σε οριστική διάρρηξη τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και δημιουργώντας ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δυτικούς της εταίρους, εξέλιξη που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία νέα σοβαρή κρίση στη Μέση Ανατολή, μία ιδιαιτέρως εύφλεκτη περιοχή που ήδη βρισκόταν σε αναβρασμό, μετά την επανάσταση στο Ιράκ τον Ιούλιο του 1958.

Οι ενδοιασμοί των Γάλλων διπλωματών για την εξέλιξη του Κυπριακού δεν ήρθησαν ούτε μετά την υπογραφή τον Φεβρουάριο του 1959 των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, παρά το διάχυτο αίσθημα ανακούφισης που προκάλεσαν στη Δύση. Εκφράζοντας έναν έντονο προβληματισμό για το καθεστώς που επρόκειτο να εδραιωθεί στην Κύπρο, διατύπωσαν σοβαρές ενστάσεις ως προς καίριες διατάξεις τους. Ως εκ τούτου, υποστήριζαν ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως περιόριζε εκ προοιμίου την κυριαρχία του υπό σύσταση κράτους, το οποίο μόνο κατ’ όνομα θα ήταν ανεξάρτητο. Συν τοις άλλοις, με δεδομένο το δικαίωμα ανάληψης μονομερούς δράσης από κάθε μία από τις τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις, ουδείς μπορούσε να προδικάσει τι θα συνέβαινε, εάν μία διαφορά μεταξύ των δύο εθνικών κοινοτήτων εξελισσόταν σε ελληνοτουρκική διαμάχη.

Οι Κωνσταντίνος Καραμανλής (πρωθυπουργός), Ahmed Zorlu (υπουργός Εξωτερικών), Adnan Menderes (πρωθυπουργός) και Ευάγγελος Αβέρωφ (υπουργός Εξωτερικών) φωτογραφίζονται αμέσως μετά την μονογραφή της Συμφωνίας της Ζυρίχης στις 11 Φεβρουαρίου 1959 στο ξενοδοχείο Ντόλτερ.

Όμως, πρωτίστως υπογράμμιζαν ότι καίτοι είχε αποφευχθεί η γεωγραφική διχοτόμηση της Κύπρου, οι εν λόγω συμφωνίες, οι οποίες απέβησαν εις βάρος τόσο των Ελλήνων της Κύπρου, όσο και της ίδιας της Ελλάδας, επέβαλαν μία πραγματική διχοτόμηση σε επίπεδο θεσμών. Και τούτο διότι εκχωρώντας καθεστώς αυτονομίας στην τουρκική μειονότητα, αποκτούσε πλήρη ισονομία εν συγκρίσει με την ελληνική πλειοψηφία, η οποία στην πραγματικότητα καθίστατο δέσμιά της. Καθιστώντας αδύνατη τη λήψη οιασδήποτε απόφασης χωρίς τη συγκατάθεσή της, μετατρεπόταν στην πραγματικότητα σε συνιδιοκτήτη της Μεγαλονήσου, απολαμβάνοντας όλα τα οφέλη που απέρρεαν εκ της νέας νομικής θέσεώς της.

Λευκωσία, 2 Μαρτίου 1959. Ο Μακάριος επιστρέφει την επομένη της συνομολόγησης των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου.

Οι Γάλλοι διπλωμάτες δεν έκρυβαν τον έντονο προβληματισμό τους για το νομικό καθεστώς του υπό σύσταση κράτους, δεδομένου ότι δεν υφίστατο κυπριακό έθνος. Ιδιαιτέρως ανησυχητικό θεωρούσαν το γεγονός ότι αντί να αναγάγει τον πληθυσμό του σε ένα ενιαίο και αλληλέγγυο έθνος, καθιστούσε απαγορευτική τη δημιουργία του. Υπό το πρίσμα αυτό ήταν πεπεισμένοι ότι ο πολιτικός του βίος δεν θα ήταν ανέφελος, εάν δεν κατοχυρωνόταν το αναφαίρετο δικαίωμα της πλειοψηφίας να ασκεί τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους. Και τούτο διότι το δικαίωμα της αρνησικυρίας, το οποίο παραχωρήθηκε στην τουρκική μειονότητα, θα παρέλυε πέραν πάσης αμφιβολίας τη λειτουργία όλων των θεσμών.

Η εφαρμογή των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου εξαρτάτο αποκλειστικά, όπως υπογράμμιζαν, από την καλλιέργεια ενός κλίματος αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας μεταξύ όχι μόνο των δύο εθνικών κοινοτήτων, αλλά και των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Εντούτοις, προειδοποιούσαν ότι εάν διατηρείτο η αντιπαλότητα που υπέβοσκε ανάμεσά τους, δίνοντας το έναυσμα σε έξωθεν παρεμβάσεις, τότε «θα κατέρρεαν σαν χάρτινος πύργος και όλες οι ελπίδες που βασίστηκαν σε αυτές, θα γίνονταν στάχτη».

Εκτιμήσεις του Henry Spitzmuller, πρέσβυ της Γαλλίας στην Άγκυρα, σχετικά με τη Συμφωνία του Λονδίνου (πηγή: Γαλλικά Διπλωματικά Αρχεία).

Η Ανθή Γ. Λιμπιτσιούνη είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Η διδακτορική της διατριβή φέρει τον τίτλο: Το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το πρίσμα της γαλλικής διπλωματίας, 1950 – 1960.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Αβέρωφ – Τοσίτσα Ευάγγελου, Ιστορία χαμένων ευκαιριών, (Κυπριακό, 1950 – 1963), Α’ Τόμος, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 1981.

Αργυρίου Σοφία, Το εθνικό κίνημα των Ελληνοκυπρίων κατά την τελευταία περίοδο της Αγγλοκρατίας (1950 – 1960), Πρόλογος Π. Παπαπολυβίου, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2017.

Βλάχος Άγγελος Σ. Δέκα χρόνια Κυπριακού, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 2003.

Crouzet François, Η κυπριακή διένεξη, 1946 – 1959, Τόμος Α’, μτφρ. Αριστοτέλης Φρυδάς, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2011.

Hatzivassiliou Evanthis Britain and the international status of Cyprus, 1955 – 1959, University of Minnesota, Minneapolis Minnesota 1997.

Κρανιδιώτης Νίκος, Δύσκολα χρόνια, Κύπρος, 1950 – 1960, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 1981.

Λιμπιτσιούνη Ανθή Γ., Το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το πρίσμα της γαλλικής διπλωματίας, 1950 – 1960, Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2020.

Παπαπολυβίου Πέτρος, Συρίγος Άγγελος, Χατζηβασιλείου Ευάνθης (επιμ.), Το Κυπριακό και το διεθνές σύστημα, 1945 – 1974: αναζητώντας θέση στον κόσμο, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013.

Stefanidis Ioannis D., Isle of discord, Nationalism, imperialism and the making of the Cyprus problem, Hurst & Company, London 1999.

Τενεκίδης Γιώργος, Κρανιδιώτης Γιάννος (επιμ.), Κύπρος, ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 2000.

Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Στρατηγικές του Κυπριακού, Η δεκαετία του 1950, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.

Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008.

Χόλλαντ Ρόμπερτ, Η Βρετανία και ο κυπριακός αγώνας, 1954 – 1959, μτφρ. Βίλλυ Φωτοπούλου, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2001.

Xydis Stephen G., Cyprus, Conflict and conciliation, 1954 – 1958, Ohio State University Press, Columbus Ohio 1967.