Skip to main content

Αντώνης Κλάψης: Η Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών

100 χρόνια από τότε

Αντώνης Κλάψης

Η Σύμβαση της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών

 

Το προσφυγικό κύμα

Ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα, τα οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν η συρροή στα ελληνικά εδάφη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν, καταδιωκόμενοι από τις κεμαλικές δυνάμεις, τις πατρογονικές τους εστίες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ένα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα προσφυγικό ρεύμα είχε δημιουργηθεί. Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, οι πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα υπολογίζονταν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές σε περίπου 200 χιλιάδες.[1] Η ροή προσφύγων ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο ως αποτέλεσμα της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών, η οποία προέβλεπε την παράδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες πάνω από 250 χιλιάδες Έλληνες της περιοχής την εγκατέλειψαν, διαβαίνοντας τον ποταμό Έβρο, ο οποίος επρόκειτο να αποτελέσει το χερσαίο ελληνοτουρκικό σύνορο. Την ίδια ώρα, ακόμα περισσότεροι πρόσφυγες από την Ανατολία συνέρρεαν στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο, περίπου 900 χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονταν διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας.[2]

Η κατάσταση των προσφύγων ήταν απελπιστική. Δεν διέθεταν στέγη, αλλά ούτε τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης. Επιπλέον, μαστίζονταν από κάθε λογής μολυσματική ασθένεια. Το ποσοστά θνησιμότητας ήταν συγκλονιστικά, ιδίως ανάμεσα στα μικρότερης ηλικίας παιδιά και στα βρέφη. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα μόνο για τους Ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι είχαν εκκενώσει την ιδιαίτερη πατρίδα τους κάτω από την κάλυψη του ελληνικού στρατού, δίχως να υποστούν σφαγή από τα κεμαλικά στρατεύματα. Την τραγική εικόνα των προσφύγων περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο ο ύπατος αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φρίντγιοφ Νάνσεν:[3]

[…] οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εγκατέλειψαν τα σπίτια τους με τόση σπουδή ώστε δεν διαθέτουν τίποτε άλλο στην κατοχή τους παρά μόνο το ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα που φορούν. Χρειάζονται επειγόντως όχι μόνο στέγη αλλά επίσης χειμερινά ρούχα και κουβέρτες που θα τους επιτρέψουν να αντιμετωπίσουν τη δριμύτητα του επερχόμενου χειμώνα˙ επίσης δεν διαθέτουν καθόλου χρήματα για την προμήθεια φαγητού.

[…]

Ακόμα κι αν το πρόβλημα του επισιτισμού λυθεί για τους αμέσως προσεχείς μήνες, υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν, οι οποίες δεν είναι λιγότερο σημαντικές. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δεν διαθέτουν κατάλληλη στέγη. Η προμήθεια σκηνών, αντίσκηνων και στοιχειωδών οικοδομικών υλικών (ξύλα και στέγαστρα) είναι απολύτως επείγουσα […].

Επιπρόσθετα, μεγάλη ποσότητα ρουχισμού και κουβερτών είναι απαραίτητη έτσι ώστε να μπορέσουν οι πρόσφυγες να ανταποκριθούν στις δυσκολίες των χειμερινών μηνών. Εάν δεν υπάρξει άμεση και σε μεγάλη ποσότητα προμήθεια αυτών των ειδών, είναι βέβαιο ότι πάρα πολλές μητέρες και μικρά παιδιά θα πεθάνουν. Η θνησιμότητα των βρεφών και των μητέρων, των οποίων τα παιδιά έχουν γεννηθεί σε στρατόπεδα προσφύγων τους τελευταίους μήνες, είναι εξαιρετικά μεγάλη.

Επιπλέον, η παρουσία αυτού του μεγάλου αριθμού προσφύγων σε προσωρινούς καταυλισμούς αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρών επιδημιών. Σε ορισμένους καταυλισμούς έχει ήδη εμφανιστεί ευλογιά. Σε όλους η δυσεντερία είναι λίγο-πολύ κοινή. Τυφοειδής [πυρετός], χολέρα, και πάνω απ’ όλα, τύφος πρέπει να αναμένονται.

Άφιξη προσφύγων σε κάποιο ελληνικό λιμάνι.

Υπήρχε ακόμα μια προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό ανδρών και γυναικών στις παραγωγικές ηλικίες, καθώς πολλοί από τους άνδρες μεταξύ  18 και 45 ετών είχαν συλληφθεί από τις κεμαλικές δυνάμεις και είχαν σταλεί σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Αυτό σήμαινε ότι η επιβίωση του προσφυγικού πληθυσμού καθίστατο ακόμα δυσκολότερη, καθώς από πολλές οικογένειες έλειπαν εκείνοι που μπορούσαν ευκολότερα να εργαστούν και να υποστηρίξουν οικονομικά τα υπόλοιπα συγγενικά τους πρόσωπα.

 

Η απόφαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1922 ξεκίνησαν στη Λωζάννη οι εργασίες της διεθνούς συνδιάσκεψης, η οποία είχε στόχο την κατάληξη σε μια συμφωνία που θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας τέθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ως προς το προσφυγικό ζήτημα, δεν είχε αυταπάτες. Ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες πρόσφυγες δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες του, καθώς αυτή ήταν η διακηρυγμένη απόφαση της κεμαλικής κυβέρνησης.[4] Ακόμα χειρότερα, ήταν βέβαιο ότι τον δρόμο της προσφυγιάς θα ακολουθούσαν, αργά ή γρήγορα, και εκείνοι οι ελληνικοί πληθυσμοί που δεν είχαν ακόμα αναγκαστεί να εκπατριστούν από τα εδάφη που θα παρέμεναν στα τουρκικά χέρια – περίπου 200 χιλιάδες ψυχές, κυρίως από περιοχές που δεν είχαν αποτελέσει θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων κατά την περίοδο 1919-1922. Έτσι, κάτω από την επίδραση των τετελεσμένων γεγονότων που ασφαλώς ευνοούσαν την τουρκική πλευρά, ο Βενιζέλος γρήγορα συνέλαβε την ιδέα της σύναψης μιας συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.[5]

Τις σκέψεις του αυτές ο Βενιζέλος τις διατύπωσε σε επιστολή που απέστειλε στα μέσα Οκτωβρίου του 1922 –πριν την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης Ειρήνης της Λωζάννης και ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο Λονδίνο– στον Νάνσεν. Πρότεινε μάλιστα η έναρξη της διαδικασίας μετακίνησης των πληθυσμών που επρόκειτο να υπαχθούν στη διαδικασία της ανταλλαγής να πραγματοποιούνταν πριν την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης.[6] Πράγματι, ο Νάνσεν, αφενός επηρεασμένος από τις προτάσεις του Βενιζέλου, αφετέρου απογοητευμένος από την αρνητική στάση που επιδείκνυε η Άγκυρα αρνούμενη ουσιαστικά όλες τις διαμεσολαβητικές του πρωτοβουλίες,[7] εισηγήθηκε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, η οποία, όπως πίστευε, ανταποκρινόταν στα συμφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας. Η ανακοίνωση των συμπερασμάτων του Νάνσεν από τον λόρδο Κώρζον στην Επιτροπή Εδαφικών και Στρατιωτικών Υποθέσεων της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης την 1η Δεκεμβρίου 1922, επισημοποίησε την ιδέα της ανταλλαγής, την οποία άλλωστε  είχαν ήδη αποδεχθεί, πέραν των δύο άμεσα εμπλεκόμενων μερών, και οι Μεγάλες Δυνάμεις της Αντάντ.[8]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Fridtjof Nansen και η κλασσική πραγματεία του Κων/τίνου Σβολόπουλου για την πατρότητα της ιδέας περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών.

Η προοπτική της ανταλλαγής δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά την επικράτηση της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου». Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, για παράδειγμα, ισχυρός άνδρας της Επανάστασης, διατύπωνε ευθέως τις επιφυλάξεις του σε επιστολή που απηύθυνε προς τον Βενιζέλο [9]

Πρέπει να έχητε υπ’ όψιν, κ. Πρόεδρε, ότι αν δεν εξασφαλισθή η παλινόστησις των προσφύγων εις τας εστίας των, είναι αδύνατον να υπάρξη ησυχία εν Ελλάδι και μετά πεποιθήσεως λέγω ότι εντός ολίγων ετών θα αποσυντεθώμεν ως κράτος και θα καταντήσωμεν οι περίγελοι του κόσμου. Συνεπώς επ’ ουδενί λόγω πρέπει να συγκατατεθώμεν να υπογράψωμεν ανταλλαγήν πληθυσμών».

Έντονες αντιρρήσεις, εξάλλου, προβλήθηκαν και από την πλευρά των Ελλήνων προσφύγων.[10] Την ίδια στιγμή, τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη μελετώμενη ανταλλαγή εξέφραζαν και αρκετοί Μουσουλμάνοι της Ελλάδας, οι οποίοι επρόκειτο να υπαχθούν σε αυτή τη διαδικασία: «Επί μελετωμένη υπό Διασκέψεως Λωζάννης ανταλλαγή ημών μετά προσφύγων Ελλήνων Θράκης και Μικράς Ασίας», σημείωναν χαρακτηριστικά σε τηλεγράφημά τους προς το ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ζυρνόβου του Νομού Δράμας, «διαμαρτυρόμεθα εντόνως κατά τοιαύτης αδικίας μη στέργοντες να εγκαταλείψωμεν την ελληνικήν πατρίδαν υπό την οποίαν εγνωρίσαμεν την προστασίαν της τιμής και της περιουσίας ημών».[11] Ο ίδιος ο Βενιζελος, ωστόσο, όχι μόνο δεν πτοούνταν, αλλά εμφανιζόταν πεπεισμένος για την ανάγκη εφαρμογής της ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, αφού, όπως πίστευε, παρείχε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα στην Ελλάδα: αφενός την απαλλαγή από περίπου 350 χιλιάδες Τούρκους που κατοικούσαν κυρίως στη Μακεδονία, αφετέρου τη διευκόλυνση της εγκατάστασης μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων (πρωτίστως αγροτών) στα σπίτια και στα κτήματα των ανταλλάξιμων Τούρκων.[12]

 

Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής

Η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε τελικά από τους εκπροσώπους της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης στη Λωζάννη στις 17/30 Ιανουαρίου 1923, δηλαδή έξι μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους.[13] Βάσει του πρώτου άρθρου της Σύμβασης, επιβαλλόταν «από της 1ης Μαΐου 1923 […] η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών»,[14] με την πρόσθετη πρόβλεψη ότι οι ανταλλάξιμοι δεν θα είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης, αντίστοιχα. Στην κατηγορία των ανταλλάξιμων συμπεριελήφθησαν και όσα άτομα είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους μετά την 18η Οκτωβρίου 1912,[15] ημερομηνία έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Η ιδέα της αμοιβαίας ανταλλαγής των πληθυσμών δεν ήταν καινούργια. Ήδη από το 1914 η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποδεχθεί ανάλογες τουρκικές προτάσεις, σε μια προσπάθεια προστασίας του διωκόμενου ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[16] Σε σύγκριση με τα όσα συμφωνήθηκαν στη Λωζάννη, ωστόσο, υπήρχε μια καθοριστικής σημασίας διαφορά: το 1914 η ανταλλαγή θα είχε το χαρακτήρα εθελούσιας μετανάστευσης, ενώ αντίθετα το άρθρο 1 της Σύμβασης της Λωζάννης καθιστούσε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών υποχρεωτική. Η διαφοροποίηση αυτή υπήρξε ασφαλώς αποτέλεσμα της τραγικής πραγματικότητας, καθώς για την πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, η «ανταλλαγή» είχε ήδη πραγματοποιηθεί πριν από τη συνομολόγηση της σχετικής Σύμβασης.[17] Αντίθετα, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι της Ελλάδας που τελικά περιλήφθηκαν στην κατηγορία των ανταλλάξιμων, εξακολουθούσαν να διαμένουν στις εστίες τους και αναγκάστηκαν να τις εγκαταλείψουν όχι ως συνέπεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων ή άλλων εις βάρος τους διώξεων, αλλά δυνάμει των συμφωνηθέντων στη Λωζάννη.[18] Στις δεδομένες συνθήκες, πάντως, η ανταλλαγή εξυπηρετούσε και μια επείγουσα πρακτική ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς η περίθαλψη και η μετεγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων θα διευκολυνόταν αποφασιστικά από την περίπου ταυτόχρονη αποχώρηση των μουσουλμάνων από τα ελληνικά εδάφη, έστω κι αν οι πρώτοι σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικά των τελευταίων.[19]

Για την επίβλεψη της εφαρμογής της ανταλλαγής, η Σύμβαση προέβλεπε τη σύσταση Μικτής Επιτροπής, αποτελούμενης από τέσσερις Έλληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία ουδέτερα μέλη, τα οποία θα επιλέγονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών μεταξύ των υπηκόων των κρατών που δεν συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οποία θα ασκούσαν εναλλάξ και την προεδρία της Επιτροπής.[20] Στη Μικτή Επιτροπή παραχωρούνταν ευρύτατες αρμοδιότητες, καθώς με ρητή διάταξη του δωδέκατου άρθρου της Σύμβασης, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λαμβάνει –με απλή πλειοψηφία του συνόλου των μελών της– οποιοδήποτε μέτρο και να επιλύει οποιαδήποτε ζήτημα πρόκυπτε από την εφαρμογή της Σύμβασης.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Curzon και οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας και της Γαλλίας, Benito Mussolini και Raymond Poincaré στο προαύλιο του ξενοδοχείου Beau Rivage της Λωζάννης (πηγή: Gallica/Bibliothèque Nationale de France).

Στις αρμοδιότητες της Μικτής Επιτροπής συμπεριλαμβανόταν η εκκαθάριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων,[21] καθώς σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης οι τελευταίοι διατηρούσαν ακέραιο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους. Για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, αφού προηγουμένως εξέταζε τους ενδιαφερόμενους, να διατάξει την εκτίμηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους που τελούσε υπό εκκαθάριση[22]. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 14 διαδικασία, η Επιτροπή όφειλε να παραδώσει σε κάθε ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη δήλωση «[…] αναγράφουσαν το εις αυτόν οφειλόμενον ποσόν εκ της στερήσεως της περιουσίας του, ήτις περιουσία θέλει παραμείνη εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας αυτή κείται». Παράλληλα, διασφαλιζόταν το δικαίωμα των ανταλλάξιμων να λάβουν από τη χώρα προορισμού τους περιουσία της ίδιας αξίας και φύσεως με αυτήν που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν. Τέλος, το ίδιο άρθρο προέβλεπε ότι εάν κατά τη γενική εκκαθάριση δεν υφίστατο ισοτιμία μεταξύ των αμοιβαίως οφειλόμενων ποσών, η κυβέρνηση που θα βρισκόταν οφειλέτρια θα έπρεπε να καταβάλει στην άλλη τη χρηματική διαφορά. Δεδομένης της οικονομικής ευρωστίας των Ελλήνων ανταλλαξίμων, αλλά και της αριθμητικής υπεροχής τους έναντι των αντίστοιχων Τούρκων, δημιουργήθηκε στην ελληνική πλευρά η ελπίδα ότι τελικώς θα ελάμβανε από την Τουρκία ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ως χρεωστικό υπόλοιπο.[23]

 

 Η Ένατη Δήλωση

Ειδικά ως προς το ζήτημα των περιουσιών, η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη προέβη σε ειδική Δήλωση την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης («Δήλωσις περί των εν Ελλάδι μουσουλμανικών κτημάτων», 24 Ιουλίου 1923),[24] σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μουσουλμάνων, οι οποίοι δεν αναφέρονταν στις διατάξεις της Σύμβασης της Ανταλλαγής, και οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, «συμπεριλαμβανομένης της νήσου Κρήτης», πριν από τις 18 Οκτωβρίου 1912 ή διέμεναν ανέκαθεν εκτός της ελληνικής επικράτειας, παρέμεναν άθικτα. Στα άτομα αυτά αναγνωριζόταν επίσης το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης της ιδιοκτησίας τους, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε τη ρητή δέσμευση να άρει οποιοδήποτε έκτακτο μέτρο είχε εφαρμοσθεί επί των συγκεκριμένων περιουσιών, όπως επίσης και να επιστρέψει στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους τις προσόδους που τυχόν είχε εισπράξει από την εκμετάλλευση των περιουσιών στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.

Αναγκαστικές εκτοπίσεις πληθυσμών ως επακόλουθο της διενέργειας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Μολονότι η Ένατη Δήλωση, όπως έμεινε γνωστή, έγινε στη βάση της αμοιβαιότητας (με άλλα λόγια αντίστοιχα ευεργετικά μέτρα θα εφαρμόζονταν και στους Έλληνες που είχαν εγκαταλείψει την Τουρκία πριν από την 18η Οκτωβρίου 1912 ή κατοικούσαν πάντα εκτός Τουρκίας), στην πραγματικότητα ενδιέφερε περισσότερο την τουρκική πλευρά, δεδομένου ότι αναφερόταν κυρίως σε κτήματα της Θεσσαλίας και της Κρήτης. Αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που στη Δήλωση συμπεριλήφθηκε ρητώς και η Κρήτη, περιοχή που τυπικά δεν αποτελούσε μέρος της ελληνικής επικράτειας πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Παρά το γράμμα της διατύπωσης, ωστόσο, έγινε δεκτό, κατόπιν της επιμονής της Τουρκίας, ότι η εφαρμογή της Ένατης Δήλωσης επεκτεινόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των λεγομένων «νέων χωρών» (Μακεδονία, Ήπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου).

Όταν άρχισε η λειτουργία της Μικτής Επιτροπής, οι Τούρκοι επεδίωξαν και τελικά κατόρθωσαν, εν μέρει εξαιτίας και της πλημμελούς αντιμετώπισης του όλου ζητήματος από την ελληνική πλευρά, να αναγνωρισθούν ως δικαιούχοι της Ένατης Δήλωσης ορισμένοι από τους –τουρκικής καταγωγής– μεγαλύτερους κτηματίες τόσο της «παλιάς» όσο και της «νέας» Ελλάδας. Επρόκειτο συνολικά για 119 άτομα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και πρόσωπα που αναμφισβήτητα έπρεπε να θεωρηθούν ως ανταλλάξιμα και κατά συνέπεια μη δυνάμενα να επωφεληθούν από τις ευεργετικές διατάξεις της Ένατης Δήλωσης.[25] Η κατάσταση περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο αφενός από την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να αποδώσει πολλά από τα κτήματα που καλύπτονταν από τις διατάξεις της Ένατης Δήλωσης, αφού αυτά είχαν διατεθεί για την αποκατάσταση των προσφύγων, αφετέρου από το γεγονός ότι τα δικαιώματα αρκετών από τους Τούρκους ωφελούμενους της Ένατης Δήλωσης είχαν εξαγοραστεί –συνήθως έναντι ευτελούς αντιτίμου– από κερδοσκόπους στην Τουρκία, οι οποίοι διατηρούσαν στενές επαφές με πολιτικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να ασκούν πίεση στην τουρκική κυβέρνηση, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω ενίσχυση της αδιαλλαξίας της Άγκυρας.[26]

 

Οι εξαιρέσεις από την ανταλλαγή

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής καθιέρωνε δύο σημαντικές εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα της υποχρεωτικής μετανάστευσης των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Έτσι, βάσει του άρθρου 2, στην προβλεπόμενη ανταλλαγή δεν συμπεριλαμβάνονταν αφενός οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Σύμφωνα πάντα με το ίδιο άρθρο, διευκρινιζόταν ότι ως Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούνταν όλοι οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 στην περιφέρεια της νομαρχίας Κωνσταντινούπολης, όπως αυτή καθοριζόταν διά σχετικού νόμου του 1912, ενώ στην κατηγορία των μη ανταλλαξίμων μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι στην περιοχή που βρισκόταν ανατολικά της μεθοριακής γραμμής  η οποία είχε καθορισθεί από τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913).[27] Ταυτόχρονα, η Σύμβαση διασφάλιζε το δικαίωμα όσων περιλαμβάνονταν σε αυτές τις δύο κατηγορίες να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στις εστίες τους και να διαχειριστούν ελεύθερα τις περιουσίες τους (άρθρο 16).[28]

Αν και αρχικά η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη είχε προτείνει την απομάκρυνση όλων των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, επιμένοντας ταυτόχρονα στην παραμονή όλων των μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη, υποχρεώθηκε τελικά, υπό τη συντονισμένη πίεση των δυτικών Δυνάμεων αλλά και των βαλκανικών κρατών, να υποχωρήσει ως προς το πρώτο ζήτημα.[29] Ωστόσο, προκειμένου να αμβλύνει τα αποτελέσματα αυτής της μεταστροφής στην πολιτική της, η Τουρκία επέμεινε, και τελικά πέτυχε, να υιοθετηθεί η αρχή της αριθμητικής ισορροπίας μεταξύ των δύο μειονοτήτων, με συνέπεια να αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των Κωνσταντινουπολιτών που θεωρήθηκαν ανταλλάξιμοι. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας υπήρξε η δραματική μείωση των Ελλήνων που τελικά παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη: από τους 300.000 πριν από το 1922, μόλις λίγοι περισσότεροι από 100.000 έλαβαν τελικά από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής των Πληθυσμών πιστοποιητικά εγκατάστασης που επισημοποιούσαν την μη ανταλλαξιμότητά τους, από τους οποίους, μάλιστα, περίπου 30.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι.[30]

Παρά την –τεχνητώς καθορισθείσα– αριθμητική τους ισορροπία, οι δύο μειονότητες διέφεραν ουσιωδώς ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, γεγονός που έμελλε να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό από την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ήταν ένας αμιγώς αστικός πληθυσμός, αποτελούμενος σε μεγάλο ποσοστό από εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, οικονομικά ανθηρός, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εύπορα κοινοτικά ιδρύματα κάθε μορφής (εκπαιδευτήρια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.ο.κ.). Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν σχεδόν αποκλειστικά αγρότες, στενά συνδεδεμένοι με τη γη τους, χωρίς κανένα από τα επιμέρους στοιχεία της ελληνικής μειονότητας. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ελληνική μειονότητα εμφάνιζε έναν πολύ μεγαλύτερο δυναμισμό από την αντίστοιχη μουσουλμανική, ήταν ταυτόχρονα πολύ πιο ευάλωτη σε ποικίλες άμεσες και έμμεσες πιέσεις (φορολογικές, εκπαιδευτικές, αγορανομικές κλπ.) της τουρκικής διοίκησης, με αποτέλεσμα να αποτελεί εύκολο στόχο.

Μειονοτικό σχολείο στην Ξάνθη

Η ιδιαιτερότητα της θέσης της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης υπογραμμιζόταν από έναν ακόμη παράγοντα: την εκεί παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ζήτημα του Πατριαρχείου απασχόλησε τη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, είναι δε χαρακτηριστικό ότι μονοπώλησε το ενδιαφέρον στις 20 από τις συνολικά 26 συνεδριάσεις της Υποεπιτροπής Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Η τουρκική αντιπροσωπεία στην ελβετική πόλη εμφανίστηκε αποφασισμένη να επιμείνει στην απομάκρυνση του οικουμενικού θρόνου από την ιστορική του έδρα, προβάλλοντας μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι τα ειδικά προνόμια που το Πατριαρχείο απολάμβανε εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν δυνατόν να συνεχίζουν να του αναγνωρίζονται από τη σεκουλαριστική κεμαλική Τουρκία. Τελικά, με δεδομένη την αντίθεση όλων των υπολοίπων αντιπροσωπειών, η Άγκυρα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, δεσμευόμενη να διατηρήσει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, υπό τον όρο όμως ότι το τελευταίο θα απέβαλε όλες τις μη εκκλησιαστικές αρμοδιότητες που έως τότε διατηρούσε.[31] Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό της αδύναμης διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας το γεγονός ότι η προφορική τουρκική υπόσχεση δεν αποτυπώθηκε και γραπτώς ούτε στη Σύμβαση της Ανταλλαγής, ούτε στη μεταγενέστερη Συνθήκη Ειρήνης.[32]

Αν και σιωπούσε ως προς το ιδιαίτερο ευαίσθητο –τουλάχιστον από συναισθηματική  και συμβολική άποψη– ζήτημα του Πατριαρχείου, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) περιέλαβε ορισμένες σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με τις μη μουσουλμανικές μειονότητες που θα εξακολουθούσαν να διαμένουν εντός των ορίων της τουρκικής επικράτειας. Οι προβλέψεις αυτές, που ενσωματώθηκαν στα άρθρα 37–44, αποτέλεσαν το νομικό πλαίσιο προστασίας των εν λόγω μειονοτήτων,[33] και ειδικότερα της ελληνικής, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι η Σύμβαση της Ανταλλαγής δεν έθιξε αυτά τα θέματα. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό ότι το πλέγμα προστασίας των μειονοτήτων που καθιερωνόταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης τελούσε υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών (άρθρο 44).[34]

 

Τα Σεπτεμβριανά του 1955. Ολέθρια δοκιμασία για την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης.

Επίλογος

Η Σύμβαση της Ανταλλαγής ουσιαστικά επικύρωσε το οδυνηρό τετελεσμένο του ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, δίνοντας παράλληλα το έναυσμα για την αναγκαστική μετακίνηση ακόμα 190 χιλιάδων, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν αποφύγει τον εκπατρισμό.[35] Έτσι, συνολικά περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες βρήκαν τελικά καταφύγιο στην Ελλάδα,[36] παίρνοντας τη θέση των περίπου 355 χιλιάδων μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν τα ελληνικά εδάφη με προορισμό την Τουρκία.[37] Το –αναμφίβολα σκληρό για όσους υπάχθηκαν σε αυτή– μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής άλλαξε οριστικά την ανθρωπογεωγραφία στις δύο πλευρές του Αιγαίου.[38] Για την Ελλάδα, η ανταλλαγή είχε μία ακόμα σημαντική συνέπεια: συνέβαλε αποφασιστικά στην εθνική ομογενοποίηση των βόρειων ελληνικών επαρχιών. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη μεγάλου αριθμού προσφύγων από  τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη πύκνωσε κατά πολύ το ελληνικό στοιχείο: η συνεισφορά τους έκτοτε σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας υπήρξε καθοριστική. Από την άλλη, η υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης δεν αποτέλεσαν παρά μόνο την αρχή μιας άλλης κολοσσιαίων διαστάσεων διαδικασίας: της αποκατάστασης των προσφύγων στις νέες τους πατρίδες.

Η ίδια η εφαρμογή της Σύμβασης προσέκρουσε σε αρκετά εμπόδια, πρωτίστως ως προς ζητήματα που άπτονταν αφενός των ανταλλάξιμων περιουσιών, αφετέρου του προσδιορισμού των ατόμων που υπάγονταν στις εξαιρέσεις της ανταλλαγής (Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης). Ήδη από τις αρχές του 1924 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων. Ωστόσο, η επίλυση των προβλημάτων αποδείχθηκε διαδικασία περίπλοκη και χρονοβόρα. Τελικά, μόλις τον Ιούνιο του 1930 κατέστη δυνατή η κατάληξη σε οριστική συμφωνία, η οποία έκλεισε τον κύκλο των εκατέρωθεν αμφισβητήσεων.[39]

 

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας [στο εξής: ΔΙΑΥΕ], 1922, ΚΤΕ/1.2, Γιαννόπουλος προς Στρέιτ, αρ. 65276, Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 1922.

[2] League of Nations, Official Journal, Ιανουάριος 1923, σ. 133.

[3] Στο ίδιο, σ. 133-134.

[4] Βλ. ενδεικτικά Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής: ΑΕΒ], 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κεπετζή, Λωζάννη, 14 Ιανουαρίου 1923. Για την άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να επιτρέψει την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους βλ. επίσης Αρχείο Ιωάννη Πολίτη (Μουσείο Μπενάκη) [στο εξής: ΑΙΠ], 228/φάκ. 12, «Παρατηρήσεις επί του Υπομνήματος της Τουρκικής Αντιπροσωπείας της 20στής Ιανουαρίου 1923, του αφορώντος εις τας πολεμικάς ζημίας», [Λωζάννη], [25 (;) Ιανουαρίου 1923]· «Υπόμνημα επί των πολεμικών ζημιών Ελλάδος – Τουρκίας», Λωζάννη, 20 Δεκεμβρίου 1923.

[5] Γενικότερα για την ανταλλαγή των πληθυσμών βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος. 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σ. 93-120· Τh. P. Kiosseoglou, L’échange forcé des Mmnorités daprès le Traité de Lausanne (Νανσύ: Imprimmerie Nancéienne, 1926)· Alexandre Emm. Deved, L’échange obligatoire des minorités grecques et turques en vertu de la Convention de Lausanne (Παρίσι: Pierre Bossuet, 1929)· Kalliopi K. Koufa & Constantinos Svolopoulos, «The compulsory exchange of populations between Greece and Turkey: the Settlement of Minority Questions at the Conference of Lausanne, 1923, and its Impact on Greek–Turkish Relations», στο: P. Smith, K. Koufa & A. Seppan (επιμ.), Ethnic Groups in International Relations (Νέα Υόρκη: European Science Foundation – New York University Press, 1991), σ. 275-308 · J. A. Petropoulos, «The compulsory exchange of populations. Greek-Turkish Peacemaking, 1922-1930», Byzantine and Modern Greek Studies, 2 (1976), σ. 135-160· Γιάννης Πετρόπουλος, «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Eλληνοτουρκικές ειρηνευτικές διευθετήσεις, 1922-1930», στο: Θ. Βερέμης & Γ. Γουλιμή (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνία – Οικονομία – Πολιτική στην εποχή του (Αθήνα: Γνώση, 1989), σ. 439–473. Για μία νομική θεώρηση της διαδικασίας ανταλλαγής βλ. Stélio Séfériades, «L’échange des populations», Académie de Droit International, Recueil des Cours, 4 (1928), σ. 311-437.

[6] ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζέλος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922.

[7] Τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Νάνσεν στη συνεννόηση με τις κεμαλικές Αρχές περιέγραφε ο ίδιος σε λεπτομερή έκθεση που συνέταξε στις 15 Νοεμβρίου 1922˙ βλ. League of Nations, Official Journal, Ιανουάριο 1923, σ. 126-129.

[8] Stephen P. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey (Νέα Υόρκη: Macmillan, 1932), σ. 335-344. Ειδικότερα για τις πρωτοβουλίες του Νάνσεν βλ. League of Nations, Official Journal, Ιανουάριος 1923, σ. 126-132· League of Nations, Official Journal, Μάρτιος 1923, σ. 383-384.

[9] ΑΕΒ, 173/φάκ. 319, Πλαστήρας προς Βενιζέλο, Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1922.

[10] Βλ. ενδεικτικά ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Συνεφιάς, Ψαλτώφ, Αργυρόπουλος, Δαμασκηνός, Πουλίδης, Χατζηιωάννου, Μάρκελλος, Σπυρίδης, Κωνσταντιλιέρης, Κυριακίδης, Τενεκίδης, Σαΐντ, Χασσάν και Σιβασλί προς Βενιζέλο, Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Κυριακίδης προς Βενιζέλο (επιστολή), Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Επιτροπή Μικρασιατών Προσφύγων προς Βενιζέλο, Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1922· ΑΕΒ, 173/φάκ. 320, Κυριακίδης προς Βενιζέλο, Αθήνα, 3/16 Φεβρουαρίου 1923.

[11] ΔΙΑΥΕ, 1923, 18.4, Επιτροπή Οθωμανών Περιφερείας Υποδιοικήσεως Ζυρνόβου προς Υπουργείο Εσωτερικών, Προσοτσάνη, [Ιανουάριος 1923]

[12] ΑΕΒ, 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κυριακίδη (επιστολή), Λωζάννη, 26 Ιανουαρίου 1923. Πρβλ. Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα κείμενα, τ. 3 (Αθήναι: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981), σ. 285-286.

[13] Η Σύμβαση της Ανταλλαγής, εξάλλου, διαφοροποιούνταν από τη Συνθήκη Ειρήνης και από την άποψη των συμβαλλομένων μερών: η μεν πρώτη ήταν διμερής, με μοναδικούς συμβαλλόμενους την Ελλάδα και την Τουρκία, η δε δεύτερη πολυμερής. Το πλήρες κείμενο της Σύμβασης της Ανταλλαγής παρατίθεται στην έκδοση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1923), σ. 65-69.

[14] Δεδομένου, πάντως, ότι η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης δεν υπογράφηκε παρά μόνο στις 24 Ιουλίου 1923, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν ότι η διαδικασία της ανταλλαγής που προβλεπόταν από το άρθρο 1 της σχετικής Σύμβασης της Λωζάννης, θα ξεκινούσε την 1η Μαΐου του 1924, αν και –για διάφορους λόγους– υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων και από τις δύο πλευρές που ανταλλάχθηκαν πριν από αυτή την ημερομηνία (εννοείται ότι στην κατηγορία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται όσοι Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είχαν ήδη –υπό ανώμαλες συνθήκες– καταστεί πρόσφυγες)· βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 420, 424-428.

[15] Άρθρο 3.

[16] Yannis G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26 (1985), σ. 389-413· Ladas, The exchange of minorities, σ. 20-23· Dimitri Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact on Greece (Λονδίνο: Hurst, 2002), σ. 55-56.

[17] Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Βενιζέλος· βλ. Le Messager d’Athènes, 6 Ιουλίου 1923.

[18] ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 7212, [Κωνσταντινούπολη], 14 Οκτωβρίου 1925.

[19] Στην επιστολή που απηύθυνε στον Νάνσεν στις 17 Οκτωβρίου 1922, ο Βενιζέλος επισήμαινε χαρακτηριστικά: «Το έργον της αμέσου και προχείρου στεγάσεως τόσων μυριάδων προσφύγων είναι ίσως το πλέον δυσεπίλυτον. Η άμεσος ανταλλαγή των πληθυσμών τούτων προς τους εν Ελλάδι οικούντας Τούρκους, ανερχομένους εις 350.000 περίπου θα μετριάση αισθητώς την δυσχέρειαν του προβλήματος τούτου. Είναι λοιπόν ανάγκη να πεισθή ο Μ[ουσταφά] Κεμάλ όπως συναινέση από τούδε εις την άμεσον μεταφοράν των εν Ελλάδι Τούρκων. […] Εις τας οικίας των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων θα ειμπορέσουν να εγκατασταθούν προσωρινώς τουλάχιστον με πολλύν βέβαια συνωστισμόν πλέον του ημίσεως εκατομμυρίου Χριστιανών προσφύγων»· βλ. ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζελος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1922, 88.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 3435, Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1922· ΔΙΑΥΕ, 1923, 2.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 375, Λωζάννη, 25 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου 1922·  ΔΙΑΥΕ, 1923, 2.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, άν. αρ., Λωζάννη, 9/22 Ιανουαρίου 1923. Βλ. επίσης Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, 1919-1940, τ. 3 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1994), σ. 242, Βενιζέλος προς Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο, αρ. 344/6204, Λωζάννη, 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1922, όπου ο Βενιζέλος σημείωνε χαρακτηριστικά: «Διαπραγματευόμενον μέτρον [ανταλλαγής πληθυσμών] αποσκοπεί την δι’ απομακρύνσεως Οθωμανών από λοιπά μέρη Ελλάδος εξεύρεσιν εστιών διά Έλληνας Μικράς Ασίας και Θράκης άλλως τε εξωσθέντας ή μεταναστεύσαντας ήδη». Ως προς το ίδιο θέμα βλ. ακόμα ΑΕΒ, 173/φάκ. 269, Βενιζέλος προς Κυριακίδη (επιστολή), Λωζάννη, 26 Ιανουαρίου 1923. Πρβλ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου, σ. 286. Τις διαπιστώσεις αυτές επιβεβαίωνε λίγα χρόνια αργότερα και πάλι ο Κρητικός πολιτικός, ο οποίος δήλωνε στις 12 Οκτωβρίου 1930: «Συνήψαμεν την συνθήκην της Λωζάννης και μη δυνάμενοι να κάμωμεν άλλως εδέχθημεν και την επιβληθείσαν έξωσιν του ελληνικού στοιχείου, ζητήσαντες μόνον ως αντάλλαγμα ν’ απομακρυνθή και το τουρκικόν στοιχείον από την Ελλάδα, όχι διότι είχομεν παράπονα κατ’ αυτού, αλλά διά να διευκολυνθή η αποκατάστασις των μυριάδων του προσφυγικού κόσμου, ο οποίος ήλθεν εις την Ελλάδα»· βλ. Ελεύθερον Βήμα, 13 Οκτωβρίου 1930. Η σημασία που απέδιδε ο Βενιζέλος στο ζήτημα της όσο το δυνατόν ταχύτερης απομάκρυνσης των μουσουλμάνων από την Ελλάδα ως μέσο για την επιτάχυνση της προσφυγικής αποκατάστασης, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν απέκλειε την ανάληψη μονομερούς –σε περίπτωση αποτυχίας κατάληξης σε συμφωνία με την Άγκυρα– δράσης εκ μέρους της Αθήνας προκειμένου να την εφαρμόσει στην πράξη, όπως αποκάλυπτε στον ίδιο τον Νάνσεν: «Ίσως εν αποτυχία των λοιπών ανωτέρας τάξεως επιχειρημάτων σας, θα ηδύνασθε να υποδείξετε εις Μ[ουσταφά] Κεμάλ ότι αν δεν συναινέση εις την μετανάστευσιν ταύτην των εν Ελλάδι Τούρκων, η Ελληνική Κυβέρνησις υπό την πίεσιν της αδηρίτου ανάγκης θα αναγκασθή πιθανώς να επιβάλη εις τους επί του εδάφους [της] Τούρκους την μετανάστευσιν ταύτην»· βλ. ΑΕΒ, 173/φάκ. 268, Βενιζελος προς Νάνσεν, [Λονδίνο], 17 Οκτωβρίου 1922. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1922, 88.2, Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 3435, Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1922.

[20] Άρθρο 11. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 7 Ιουλίου 1927, μετά από κοινή μεταξύ τους συμφωνία, η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισαν τη μείωση των αντιπροσώπων τους στη Μικτή Επιτροπή από τέσσερα σε δύο άτομα για κάθε χώρα. Έτσι, από εκείνη την ημέρα  η Μικτή Επιτροπή περιλάμβανε συνολικά επτά (δύο Έλληνες, δύο Τούρκους και τρεις ουδέτερους) και όχι ένδεκα μέλη όπως προέβλεπε η Σύμβαση της Λωζάννης· βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 356.

[21] Άρθρο 12.

[22] Άρθρο 13.

[23] Την προσδοκία αυτή περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα ο έγκριτος αντιβενιζελικός δημοσιογράφος και εκδότης της Καθημερινής, Γεώργιος Βλάχος: «Προχείρως όμως ηδύνατο και από τον πλέον αναρμόδιον άνθρωπον να γίνη μία εκτίμησις των εγκαταλειφθεισών περιουσιών: Όταν από ένα τόπον φεύγουν εν και ήμισυ εκατομμύριον άνθρωποι και καταλείπουν εκεί τας περιουσίας των και από ένα άλλον τόπον φεύγουν τριακόσιαι χιλιάδες άνθρωποι και κάμνουν το ίδιον, ποίων αι περιουσίαι θα είνε εν συνόλω ανώτεραι; των τριακοσίων χιλιάδων ή του ενός και ημίσεος εκατομμυρίου; Φυσικά, των δευτέρων. Ετέθη λοιπόν ως τι αναντίρρητον και ακλόνητον ότι αι ελληνικαί περιουσίαι ήσαν –και ήσαν– ασυγκρίτως μεγαλείτεραι από τας Τουρκικάς και ότι όταν ποτέ γίνη η διπλή εκκαθάρισις θα λάβωμεν ημείς, διά να δώσωμεν εις τους πρόσφυγας, το υπόλοιπον από την Τουρκίαν»· βλ. Η Καθημερινή, 15 Ιουνίου 1930. Ανάλογη εκτίμηση διατυπώνεται σε έγγραφο που σώζεται στο ΑΙΠ, 228/φάκ. 14: «Οπωσδήποτε και αν εκτιμηθούν αι ανταλλάξιμοι κινηταί και ακίνηται περιουσίαι η υπέρ ημών διαφορά θα είναι μεγίστη. Τούτο καταφαίνεται πρώτον εκ του πενταπλασίου και πλέον αριθμού του πληθυσμού των ανταλλαξίμων Ελλήνων απέναντι των ανταλλαξίμων Τούρκων, δεύτερον εκ της μεγαλειτέρας οικονομικής ανθηρότητος των Ελλήνων, τρίτον εκ της μεγάλης αξίας και των εγκαταλειφθεισών συνάμα κινητών ελληνικών περιουσιών, οίας οι τούρκοι δεν εγκατέλειψαν εν Ελλάδι, και τέταρτον εκ της ελλείψεως γαιών και οικημάτων προς εγκατάστασιν των ελλήνων προσφύγων και της δαπάνης δεκάδων εκατομμυρίων λιρών στερλινών υπό του Ελλ. Κράτους προς εγκατάστασιν τούτων, ενώ η Τουρκική Κυβέρνησις ου μόνον ουδεμίαν δαπάνην υπέστη διά την εγκατάστασιν των Τούρκων προσφύγων ένεκα της αφθονίας των εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία ελληνικών κτημάτων αλλά και πολλά τούτων κατεδαφίζουν, άλλα πωλεί και ενθυλακώνει το αντίτιμον και άλλα εσφετερίσθησαν οι κατά τόπους και χωρία Τούρκοι προύχοντες, τας δε κινητάς ελληνικάς περιουσίας πάσας: εμπορεύματα, έπιπλα, πολύτιμα αντικείμενα κλπ. αξίας πολλαπλασίας της των ελληνικών κτημάτων εσφετερίσθη προς όφελός της»· βλ. ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Νεόφυτος, «Ο απολογισμός των εργασιών της Μικτής Ελληνοτουρκικής Επιτροπής και η εκ τούτου ενδεικνυομένη πορεία» Αθήνα, 16 Αυγούστου 1927. Στο ίδιο έγγραφο, πάντως, σημειωνόταν ότι προκειμένου η διαφορά των εκατέρωθεν περιουσιών να είναι πράγματι σημαντικά μεγαλύτερη υπέρ της Ελλάδας θα έπρεπε να υπολογιστεί οπωσδήποτε η αξία των κινητών που ανήκαν σε Έλληνες ανταλλάξιμους.

[24] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη, σ. 75.

[25] ΔΙΑΥΕ, 1929, Β/68, Τσαμαδός, «Εγκύκλιος προς απάσας τας Πρεσβείας», αρ. 13076, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1929· ΔΙΑΥΕ, 1929-1930, Β/68/Ι, Τσαμαδός προς Μιχαλακόπουλο, [Αθήνα], 20 Νοεμβρίου 1929. Για το γεγονός ότι η Μικτή Επιτροπή αποδέχθηκε την επέκταση της εφαρμογής της Ένατης Δήλωσης σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και όχι μόνο στα εδάφη που συμπεριλαμβάνονταν στο ελληνικό κράτος πριν τον Οκτώβριο του 1912 βλ. ΑΙΠ, 228/φάκ. 14, Πολίτης προς Ρέντη, αρ. 7072, [Κωνσταντινούπολη], 24 Σεπτεμβρίου 1925. Πρβλ. ΔΙΑΥΕ, 1926, 60.1, Πολίτης προς Ρούφο (έκθεση), Αθήνα, 19 Μαρτίου 1926. Αντίγραφο του ίδιου εγγράφου υπάρχει στο ΑΙΠ, 228/φάκ. 14.

[26] Foreign Office (Public Record Office), 371/14391, C 5972/5972/19, Ράμσαιη προς Χέντερσον, «Annual Report, 1929», αρ. 77, Αθήνα, 16 Ιουλίου 1930.

[27] Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν με βάση το άρθρο 14 της μεταγενέστερης Συνθήκης Ειρήνης και οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, στους οποίους, μάλιστα, παραχωρήθηκε ειδικό καθεστώς ευρείας τοπικής αυτονομίας, το οποίο, ωστόσο, ουδέποτε εφαρμόσθηκε στην πράξη από τουρκικής πλευράς. Για το ιστορικό των κατοπινών εξελίξεων στα δύο νησιά βλ. Alexis Alexandris, «Imbros and Tenedos: A study of Turkish attitudes toward two ethnic Greek island communities since 1923», Journal of the Hellenic Diaspora, 7 (1980), σ. 5-21.

[28] Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 16 της Σύμβασης της Ανταλλαγής είχαν ως εξής: «Ουδέν εμπόδιον θέλει παρεμβληθή διά την παρά των κατοίκων, των δυνάμει του άρθρου 2 εξαιρουμένων της ανταλλαγής περιοχών, ελευθέραν άσκησιν του δικαιώματος αυτών όπως παραμείνωσιν εκεί ή επιστρέψωσιν και απολαμβάνωσιν ακωλύτως της ελευθερίας των και των δικαιωμάτων αυτών ιδιοκτησίας εν Τουρκία και εν Ελλάδι».

[29] Alexis Alexandris, The Greek minority of Istanbul and Greek-Turkish relations, 1918-1974 (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 21992), σ. 86. Παράλληλα, απορρίφθηκε και η τουρκική απαίτηση διεξαγωγής τοπικού δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη· βλ. Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2001), σ. 306, και Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, 1919-1923 (Αθήνα: Gutenberg, 1997), σ. 211-212. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντώντας στο τουρκικό αίτημα, ο Βενιζέλος τόνισε μεταξύ άλλων ότι η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της εν λόγω περιοχής είχε μεταβληθεί σημαντικά μετά την εισροή χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να υπερτερούν αριθμητικά στη Δυτική Θράκη· βλ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη, σ. 212 (υποσημ. 8). Πρβλ. Στεφάνου, Ελευθερίου Βενιζέλου, σ. 259.

[30] Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1925-1955», στο: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1923-1987 (Αθήνα: Γνώση, 1988) σ. 38-39.

[31] Για τις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης σχετικά με το ζήτημα του Πατριαρχείου βλ. αναλυτικότερα Alexandris, The Greek minority, σ. 87-95· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σσ. 125-130. Ειδικότερα για τις τουρκικές θέσεις και τη μεταστροφή τους λόγω των διεθνών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Άγκυρα βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, σ. 263-264, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 471/14167, Λωζάννη, 2/15 Δεκεμβρίου 1922· σ. 268-269, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 496/14211, Λωζάννη, 4/17 Δεκεμβρίου 1922· σ. 352-353, Κακλαμάνος προς Αλεξανδρή, αρ. 790/15153, Λωζάννη, 28 Δεκεμβρίου 1922/10 Ιανουαρίου 1923. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, ο Βενιζέλος, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Τουρκίας για την παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, δεσμεύτηκε προφορικά ενώπιον του Ισμέτ ότι η ελληνική κυβέρνηση θα φρόντιζε να απομακρυνθεί από τον Οικουμενικό Θρόνο ο εν ενεργεία από το Δεκέμβριο του 1921 Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (κατά κόσμο Μεταξάκης), τον οποίο η Άγκυρα θεωρούσε ανεπιθύμητο εξαιτίας της δράσης του κατά τη διάρκεια της διασυμμαχικής κατοχής της Κωνσταντινούπολης. Παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, ο Μελέτιος αναγκάστηκε τελικά τον Ιούλιο του 1923 να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανακοίνωσε επίσημα την παραίτησή του, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη διαδοχή του, η οποία θα πραγματοποιηθεί δύο μήνες αργότερα με την εκλογή ως νέου Πατριάρχη του Γρηγόριου Ζ΄ (κατά κόσμο Ζερβουδάκη).

[32] Για τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης βλ. εν συντομία Th. Agnides, The Ecumenical Patriarchate of Constantinople in the light of the Treaty of Lausanne (Νέα Υόρκη: χ.ε., 1964).

[33] Βάσει αυτών των διατάξεων, η τουρκική κυβέρνηση αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει σε όλους τους κατοίκους της χώρας πλήρη και απόλυτη προστασία της ζωής και της ελευθερίας τους «[…] αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας» (άρθρο 38). Ταυτόχρονα, διασφαλιζόταν η ανεξιθρησκία (άρθρο 38), η ισότητα των πολιτών –ανεξαρτήτως θρησκεύματος– έναντι του νόμου (άρθρο 39), η ακώλυτη χρησιμοποίηση των μειονοτικών γλωσσών (άρθρο 39), καθώς και το δικαίωμα των μειονοτήτων να συντηρούν σχολεία και κάθε είδος φιλανθρωπικό, θρησκευτικό ή κοινωφελές ίδρυμα (άρθρο 40). Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση δεσμευόταν να διευκολύνει τη διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών (άρθρο 41), να λάβει τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε τα ζητήματα που αφορούσαν στην οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση των ατόμων που ανήκαν σε μειονότητες να διευθετούνται σύμφωνα με τα έθιμα αυτών των μειονοτήτων (άρθρο 42), να παρέχει προστασία στα μειονοτικά θρησκευτικά ιδρύματα και να μην παρεμποδίζει την ίδρυση ανάλογων ιδρυμάτων –συμπεριλαμβανομένων και των φιλανθρωπικών– (άρθρο 42), ενώ τέλος τα μέλη των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων απαλλάσσονταν από την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης που αποτελούσε παράβαση της πίστης ή των θρησκευτικών τους εθίμων (άρθρο 43). Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι με ρητή διάταξη του άρθρου 45, όλα τα δικαιώματα  που αναγνωρίζονταν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούσαν στην Τουρκία, αναγνωρίζονταν επίσης και από την Ελλάδα στις μουσουλμανικές μειονότητες που περιλαμβάνονταν στην ελληνική επικράτεια.

[34] Γενικότερα για το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών βλ. La S.D.N. et la protection des minorités de race, de langue et de religion (Γενεύη: Éditions de la S.D.N., 1927), και P. de y Florez Αzcarate, League of Nations and National Minorities (Ουάσιγκτον: Carnegie Endowment for International Peace, 1945). Bλ. ακόμα Jacques Fouques-Duparc, La protection des minorités de race, de langue et de religion (Παρίσι: Librairie Dalloz, 1922), και Athanase Moskov, La garantie internationale en droit des minorités (Παρίσι: χ.ε., 1936).

[35] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής, ο αριθμός των Ελλήνων που μετακινήθηκαν μετά την υπογραφή και την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής ανήλθε σε 189.916 και αναλυόταν ως εξής:

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Μερσίνας (1924-1925)

 

50.124

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Σαμψούντας (1924)

 

38.164

 

Από τη Σμύρνη χωρίς την παρέμβαση της Μικτής Επιτροπής

 

2.500

 

Από τις Σαράντα Εκκλησιές

 

1.117

 

Σύνολο

 

189.916

 

Βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 438.

[36] Σύμφωνα με τα στοιχεία της γενικής απογραφής πληθυσμού που διενεργήθηκε τον Μάιο του 1928, ο αριθμός των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ανερχόταν σε 1.017.794. Υπήρχαν ακόμα 86.422 πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων ήταν 1.104.216:

Τόπος προέλευσης

 

Πριν από τη

Μικρασιατική Καταστροφή

 

Μετά τη

Μικρασιατική Καταστροφή

Σύνολο

 

Μικρά Ασία

 

37.728

589.226

626.954

 

Πόντος

 

17.528

164.641

182.169

 

Ανατολική Θράκη

 

27.057

229.578

256.635

Κωνσταντινούπολη

 

4.109

34.349

38.458

 

Σύνολο

 

86.422

1.017.794

1.104.216

 

Βλ. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928. Ι. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός – Πρόσφυγες (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1935), σ. μστ΄.

[37] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μικτής Επιτροπής, ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετακινήθηκαν μετά την υπογραφή και την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής ανήλθε σε 355.635 και αναλυόταν ως εξής:

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Θεσσαλονίκης (1923-1924) 109.577

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής του Ρεθύμνου (1923-1924) 13.797

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής των Χανίων (1923-1924) 8.142

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Δράμας (1923-1924) 76.047

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Καβάλας (1923-1924) 45.527

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Κοζάνης (1923-1924) 26.623

 

Από την Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα (1924) 34.653

 

Με τη φροντίδα της Υποεπιτροπής της Ηγουμενίτσας (1925) 2.989

 

Από τη Λέσβο χωρίς την παρέμβαση της Μικτής Επιτροπής 7.500

 

Σύνολο 355.635

Βλ. Ladas, The exchange of minorities, σ. 438-439.

[38] Antonis Klapsis, «Violent Uprooting and Forced Migration: A Demographic Analysis of the Greek Populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50.4 (2014), σ. 622-639.

[39] Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930: ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Χανιά/Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Ι. Σιδέρης, 2010).

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ