Skip to main content

Αντώνης Κλάψης: Ο διακανονισμός της Λωζάννης

Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Καταστροφή

 

Αντώνης Κλάψης

Ο διακανονισμός της Λωζάννης

 

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Ανακωχή των Μουδανιών

Η στρατιωτική ήττα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, η οποία ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922, έδωσε τη χαριστική βολή στη Συνθήκη των Σεβρών. Πλέον, ήταν φανερό ότι θα έπρεπε να υπάρξει ένας νέος συμβατικός διακανονισμός, ο οποίος θα αντανακλούσε τα δεδομένα που είχαν προκύψει ως αποτέλεσμα της αρνητικής για την Ελλάδα εξέλιξης της πολεμικής αναμέτρησης με τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν στη θέση της διεκδικήτριας εδαφών, όπως είχε συμβεί μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα θα όφειλε να εστιάσει τις προσπάθειές της στην αποφυγή περαιτέρω απωλειών από εκείνες που είχε ήδη δρομολογήσει η Μικρασιατική Καταστροφή.

Παράλληλα με τις νίκες τους εναντίον του ελληνικού στρατού, οι κεμαλικές δυνάμεις έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο πλήρους ξεριζωμού του ελληνικού στοιχείου. Σφαγές, λεηλασίες, βιασμοί και άλλες βιαιοπραγίες συνέθεταν την εικόνα του διωγμού, η οποία συμπληρωνόταν από την αιχμαλωσία και την υποβολή σε εξοντωτικά καταναγκαστικά έργα των αμάχων ανδρών ηλικίας 18-45 ετών. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αλλά και πολλοί Αρμένιοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο στην Ελλάδα, η οποία έγινε αποδέκτης ενός πρωτοφανούς προσφυγικού ρεύματος. Η πυρπόληση της Σμύρνης, σε συνδυασμό με τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη της πόλης Χρυσόστομου, αποτέλεσαν το επιστέγασμα της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού.[1]

Στην Ελλάδα, η Μικρασιατική Καταστροφή δρομολόγησε καταιγιστικές εξελίξεις, με κορυφαία όλων την εκδήλωση κινήματος στις τάξεις των διασωθέντων μονάδων της νότιας στρατιάς της Μικράς Ασίας, τα οποία είχαν μεταφερθεί στη Λέσβο και στη Χίο. Επικεφαλής της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου» τέθηκαν οι συνταγματάρχες Στυλιανός Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς. Οι επαναστάτες ζήτησαν την άμεση παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και της κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και την ενίσχυση του μετώπου της Θράκης. Προκειμένου να αποδείξουν την αποφασιστικότητά τους, διέταξαν την αποβίβαση τμημάτων των επαναστατημένων στρατιωτικών δυνάμεων στο Λαύριο, απαιτώντας τελεσιγραφικά πλέον την εκπλήρωση των απαιτήσεών τους˙ σε διαφορετική περίπτωση, δήλωναν ότι θα βάδιζαν εναντίον της Αθήνας. Ανήμπορος να αντιδράσει, ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο ως Γεώργιος Β΄. Παράλληλα, συγκροτήθηκε νέα κυβέρνηση, η οποία τελούσε υπό τον έλεγχο της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου».[2]

Η αλλαγή προσώπων δεν αρκούσε για να αναστρέψει τα αποτελέσματα της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία. Η εξαιρετικά δυσμενής θέση της Ελλάδας επιβεβαιώθηκε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ήδη από την επαύριον της ελληνικής συντριβής στο μικρασιατικό μέτωπο. Στις 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1922 στα Μουδανιά της Προποντίδας ξεκίνησαν οι εργασίες διεθνούς διάσκεψης με στόχο τη διαπραγμάτευση όρων ανακωχής που θα έθεταν το πλαίσιο τερματισμού των εχθροπραξιών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην κεμαλική Τουρκία. Ωστόσο, στη διάσκεψη δεν προσκλήθηκε η ελληνική πλευρά, αλλά οι διαβουλεύσεις έγιναν, ερήμην της Ελλάδας, ανάμεσα σε αντιπροσώπους αφενός της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αφετέρου της Τουρκίας. Η συζήτηση δεν αφορούσε πλέον στη Μικρά Ασία, αλλά στο μέλλον της Ανατολικής Θράκης, την οποία η Άγκυρα θεωρούσε αναπόσπαστο τμήμα του τουρκικού κράτους. Το τελικό κείμενο, το οποίο υπογράφηκε στις 28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922, προέβλεπε την άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από την Ανατολική Θράκη και την αποκατάσταση των τουρκικών αρχών στην περιοχή μέσα σε διάστημα 30 ημερών. Η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί εκ των υστέρων τους επαχθείς όρους.[3] Στις 2/15 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός άρχισε να εκκενώνει την Ανατολική Θράκη. Όπως ήταν αναμενόμενο, την ίδια πορεία ακολούθησε σύσσωμος ο ελληνικός της πληθυσμός. Ένα δεύτερο προσφυγικό ρεύμα προς την Ελλάδα της τάξης των 250.000 ανθρώπων προστέθηκε σε εκείνο που είχε ήδη δημιουργηθεί από τη Μικρά Ασία.[4]

Το κτήριο (σήμερα μουσείο) στα Μουδανιά, όπου έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις για την ανακωχή.

Η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης: το διαπραγματευτικό πλαίσιο

Για τη διευθέτηση όλων των ζητημάτων –όχι μόνο εκείνων που παρουσίαζαν ελληνικό ενδιαφέρον– τα οποία αφορούσαν στην Τουρκία και παρέμεναν εκκρεμή μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου συγκλήθηκε τον Νοέμβριο του 1922 η Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Λωζάννης. Ανταποκρινόμενος στην έκκληση της επαναστατικής κυβέρνησης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τέθηκε επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στην ελβετική πόλη. Η αποστολή που αναλάμβανε ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο Παρίσι λίγα χρόνια νωρίτερα, η Ελλάδα προσερχόταν πλέον στις διαπραγματεύσεις όχι ως νικήτρια, αλλά ως ηττημένη ενός πολέμου και μάλιστα με το πρόσθετο δυσβάσταχτο βάρος της καταστροφής του μικρασιατικού ελληνισμού και τη συνακόλουθη πιεστική ανάγκη περίθαλψης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Η Ανακωχή των Μουδανιών είχε ήδη καταστήσει αναπόφευκτη την οριστική απώλεια και της Ανατολικής Θράκης. Χωρίς να διαθέτει σχεδόν κανένα διεθνές έρεισμα, η ελληνική πλευρά καλούνταν να αντιμετωπίσει τις διευρυμένες τουρκικές αξιώσεις, οι οποίες περιλάμβαναν τη Δυτική Θράκη και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.[5]

24 Ιουλίου 1923. Η καταληκτήρια συνεδρία στο Palais de Rumine της Λωζάννης.

Η δυσμενής διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας κατέστη ακόμα χειρότερη εξαιτίας της καταδίκης σε θάνατο πέντε επιφανών πολιτικών ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης και του τελευταίου αρχιστράτηγου της ελληνικής στρατιάς της Μικράς Ασίας ως υπαίτιων για την Καταστροφή. Οι διεθνείς πιέσεις που ασκήθηκαν (κυρίως από τη βρετανική πλευρά) για την αποτροπή των εκτελέσεων δεν είχαν αποτέλεσμα.[6] Το πρωί της 15ης/28ης Νοεμβρίου οι έξι εκτελέστηκαν στο Γουδί. Την ίδια ημέρα, υλοποιώντας τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του, ο Βρετανός πρεσβευτής εγκατέλειψε την Αθήνα. Οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα διακόπηκαν, επιτείνοντας έτσι την ελληνική διπλωματική απομόνωση, την ώρα που η βρετανική υποστήριξη ήταν απολύτως απαραίτητη στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει στη Λωζάννη.[7]

Το πρώτο ελληνικού ενδιαφέροντος ζήτημα που εξετάστηκε στη Λωζάννη ήταν εκείνο της χάραξης των χερσαίων ελληνοτουρκικών συνόρων. Ως προς την Ανατολική Θράκη, η παραχώρησή της στην Τουρκία είχε προδιαγραφεί με την υπογραφή της Ανακωχής των Μουδανιών. Ο Βενιζέλος το είχε έγκαιρα κατανοήσει και, ήδη πριν από την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης είχε ξεκαθαρίσει τη στάση που θα τηρούσε:

Εδέχθην να υπηρετήσω την κυβέρνησιν της Ελλάδος, ασχέτως μάλιστα προς τ’ αποτελούντα αυτήν πρόσωπα, διότι έβλεπα και εξ άλλων τεκμηρίων και εκ της αναγνώσεως αυτού του φιλελευθέρου τύπου των Αθηνών, πόσον ολίγον αντελαμβάνετο ο κόσμος αυτού κάτω το μέγεθος της καταστροφής. Ο φιλελεύθερος τύπος και μετά την καταστροφήν εν Μικρασία επερίμενεν ότι, άμα κατήρχετο του θρόνου ο Κωνσταντίνος, ουδέν θα υπήρχε πλέον κώλυμα όπως ριφθώμεν εις τας αγκάλας των πρώην συμμάχων μας. Έβλεπα δε ότι η Επανάστασις ήρχετο με πρόγραμμα συνεχίσεως του πολέμου προς διάσωσιν της Αν. Θράκης και έκρινα ότι επεβάλλετο ν’ αποδεχθώ την επιβληθείσαν μοι υπηρεσίαν, διά να ειμπορέσω να είπω και προς την Επανάστασιν και προς τον ελλην. λαόν ότι η Αν. Θράκη εχάθη ήδη και δεν υπολείπεται παρά να ίδωμεν τι ειμπορεί ακόμη να σωθή, διά να μη φθάσωμεν εις πληρεστέραν ακόμη καταστροφήν. Εδέχθην ακόμη την εντολήν, διότι άλλως θα υπετίθετο ότι προσωπικός εγωισμός με ημπόδιζε να δεχθώ, διά να αποφύγω την τραγικήν ανάγκην να υπογράψω εξ ονόματος της Ελλάδος την συνθήκην της ήττης και δεν ήθελα να δώσω εις τους συμπολίτας μου το κακόν αυτό παράδειγμα της προτάξεως του εγώ υπέρ το κοινόν συμφέρον.[8]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέρχεται από τον πύργο του Ouchy, όπου πραγματοποιήθηκε μέρος των διαπραγματεύσεων.

Ο ρεαλισμός του Βενιζέλου βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία αφενός με τη σύγχυση που εξακολουθούσε να επικρατεί στην Ελλάδα, αφετέρου με την αδυναμία κυβέρνησης και κοινής γνώμης να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ανάμεσα σε εκείνους που υποστήριζαν με πάθος ότι η Ελλάδα μπορούσε να αποφύγει την παράδοση της Ανατολικής Θράκης ήταν και ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ηγετικό στέλεχος της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου». Την προπαραμονή της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών, διακήρυξε δημόσια ότι η απώλεια της Ανατολικής Θράκης δεν είχε έρθει ως αποτέλεσμα της ελληνικής συντριβής στη Μικρά Ασία, αλλά εξαιτίας της έλλειψης αποφασιστικότητας από την πλευρά της Ελλάδας να υπερασπιστεί τα κεκτημένα.

Δεν θα χάσωμεν την Θράκην, διότι έχωμεν ολιγώτερον στρατόν ή ως στερούμενοι όπλων, πυροβόλων και εφοδίων. Θα την χάσωμεν διότι είμεθα άνανδροι και δειλοί. Περιφανή δε απόδειξιν περί των ανωτέρω μας παρέχει το πρόσφατον παράδειγμα του αλαζόνος Κεμάλ. Δι’ επισήμου συνθήκης, υπογεγραμμένης παρά των Συμμάχων Δυνάμεων, η Τουρκία ηκρωτηριάσθη οικτρώς, ενώ ιδιαίτερον άρθρον αυτής προέβλεπε περί εκδιώξεως του Σουλτάνου εκ Κωνσταντινουπόλεως και πλήρους σχεδόν διαμελισμού, εν η περιπτώσει οι άσημοι τότε αντάρται της Αγκύρας δεν κατέθετον τα όπλα. […] Εάν χάνωμεν την Θράκην, την χάνομεν διότι ΔΕΝ ΘΕΛΟΜΕΝ ΝΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΩΜΕΝ. Εάν οι σημερινοί υπό τα όπλα αξιωματικοί και οπλίται ΘΕΛΗΣΟΥΝ, είναι υπεραρκετοί να κάμψουν την οφρύν του επηρμένου Τούρκου. Οι αποτελούντες σήμερον την υπό τα όπλα δύναμιν άνδρες, δεν έχωσι καν υπέρ εαυτών το επιχείρημα των εκ της μακράς στρατεύσεως κακουχιών. Εάν υπάρχουν μεταξύ αυτών τινες επιλήσμονες της υπερτάτης προς την Πατρίδα υποχρεώσεως, οφείλει το Κράτος να πατάξη παραδειγματικώς τους μητραλοίας αυτούς, όπως εξυγιάνη το σύνολον. Και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι, εάν νευρώδης Κυβέρνησις αναλάβη σήμερον στερά τη χείρι τα ηνία του Κράτους, θα δυνηθή να οδηγήση και την υστάτην αυτήν στιγμήν το Εθνικόν άρμα προς την οδόν της Τιμής και του Καθήκοντος.[9]

Οι απόψεις του Πάγκαλου βρίσκονταν μακριά από την πραγματικότητα. Όχι μόνο δεν υπήρχε κανένα περιθώριο η Ανατολική Θράκη να παραμείνει σε ελληνικά χέρια, αλλά στη Λωζάννη ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας Ισμέτ πασάς ήγειρε ζήτημα Δυτικής Θράκης, ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Βενιζέλος αντέδρασε αποφασιστικά, έχοντας στη διαπραγματευτική του φαρέτρα την ανασυγκρότηση –από τον Πάγκαλο– της Στρατιάς του Έβρου,[10] η οποία έδινε στην Ελλάδα ένα σημαντικό τακτικό πλεονέκτημα. Απέρριψε το τουρκικό αίτημα, ξεκαθαρίζοντας πως εάν επρόκειτο να γίνει δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη, θα έπρεπε παράλληλα να γίνει και στην Ανατολική, αφού όμως επέστρεφε σε αυτή ο ελληνικός πληθυσμός. Το επιχείρημα ήταν καταλυτικό. Ομόφωνα αρνητική στάση απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις τήρησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και τα βαλκανικά κράτη που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη. Έτσι, ο Ισμέτ επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση μόνο του Καραγάτς, το οποίο βρίσκεται στη δυτική όχθη του Έβρου. Υποστήριξε ότι το Καραγάτς έπρεπε να δοθεί στην Τουρκία ώστε να εξασφαλισθεί αφενός η άμυνα της Αδριανούπολης, αφετέρου η σύνδεσή της με τη σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Σόφιας.

 

Η στρατιά του Έβρου

 

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος επιθεωρεί τη στρατιά του Έβρου τον Μάιο του 1923 (πηγή: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος).

Παρεμβολή στο ζήτημα του καθεστώτος της Δυτικής Θράκης υπήρξε και από την πλευρά της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι δεν είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα της απώλειας της Δυτικής Θράκης, η οποία είχε καταστεί τελεσίδικη με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (14/27 Νοεμβρίου 1919). Αντίθετα, εξακολουθούσαν να επιδιώκουν την εξασφάλιση εδαφικής διεξόδου στο Αιγαίο Πέλαγος. Ωστόσο, στη Λωζάννη δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν τις απόψεις τους. Έτσι, αρκέστηκαν στα δικαιώματα οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, μέσω του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, τα οποία τους είχαν έτσι κι αλλιώς αναγνωριστεί με τη Συνθήκη του Νεϊγύ.[11]

Δεύτερο εδαφικό ζήτημα μείζονος σημασίας που εξετάστηκε στη Λωζάννη ήταν εκείνο του καθεστώτος των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Ευθύς εξαρχής, οι Ιταλοί ξεκαθάρισαν ότι δεν θα δέχονταν καμία συζήτηση για τα Δωδεκάνησα, τα οποία διαμήνυσαν ότι σκόπευαν να τα διατηρήσουν υπό την κυριαρχία τους. Ο Ισμέτ προσπάθησε να διεκδικήσει όσα περισσότερα από τα υπόλοιπα νησιά μπορούσε. Πρωτίστως, υποστήριξε ότι, για λόγους ασφάλειας των Στενών, η Ίμβρος, η Τένεδος αλλά και η Σαμοθράκη έπρεπε οπωσδήποτε να δοθούν στην Τουρκία. Τα ελληνικά αντεπιχειρήματα ήταν θεμελιωμένα στην πληθυσμιακή σύνθεση των νησιών, η οποία ήταν συντριπτικά ελληνική.

Η τουρκική αντιπροσωπεία ζήτησε, επίσης, την πλήρη αποστρατικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Ο Ισμέτ υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο ώστε η Ελλάδα να μη χρησιμοποιούσε αυτά τα νησιά ως εφαλτήρια για μελλοντικές επιθετικές ενέργειες εναντίον της Τουρκίας. Επιπλέον, η τουρκική πλευρά αξίωσε την καθιέρωση στα τέσσερα νησιά ειδικού καθεστώτος αυτονομίας, το οποίο –κατά την τουρκική άποψη– θα αποτελούσε εγγύηση για την «ουδέτερη και ανεξάρτητη πολιτική τους ύπαρξη». Η τουρκική διατύπωση ήταν ενδεικτική των πραγματικών προθέσεων της Άγκυρας: εφόσον δεν μπορούσε να αποσπάσει τα τέσσερα νησιά από την Ελλάδα, να δημιουργήσει ωστόσο ένα νομικό έρεισμα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί αυτών όταν οι περιστάσεις θα ήταν ευνοϊκές για την Τουρκία.

Η τουρκική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη με επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών

Ο Βενιζέλος έγκαιρα συνειδητοποίησε ότι η de facto κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τον βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης ήταν αδύνατο να αλλάξει, με δεδομένη την πολιτική που ακολουθούσε το κεμαλικό καθεστώς της Άγκυρας. Ενδεικτικό των προθέσεων της κεμαλικής κυβέρνησης είναι το γεγονός ότι μόλις πέντε ημέρες μετά την κατάληψη της Σμύρνης, ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που έλεγχαν την πόλη, Νουρεντίν πασάς, ξεκαθάρισε προς τον επικεφαλής της αμερικανικής Επιτροπής Ανακούφισης Καταστροφής Σμύρνης Τσαρλς Κάλβιν Ντέηβις ότι η επανεγκατάσταση των προσφύγων στις εστίες τους ήταν αδύνατη και ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν οριστικά τη Μικρά Ασία: «Πιστεύω ότι αυτή είναι η τελική απόφαση της εθνικιστικής κυβέρνησης στο εθνοτικό ζήτημα», κατέληγε επιγραμματικά ο Ντέηβις.[12] Κάτω από την επίδραση των τετελεσμένων γεγονότων που ασφαλώς ευνοούσαν την τουρκική πλευρά, ο Βενιζέλος γρήγορα προσανατολίστηκε προς την ιδέα της σύναψης μιας Συνθήκης για την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Αμέσως μετά τη συνομολόγηση της Ανακωχής των Μουδανιών, έσπευσε να προτείνει στον ειδικό απεσταλμένο της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες Φρίντγιοφ Νάνσεν την άμεση υλοποίηση της ανταλλαγής ακόμα και πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Αφενός επηρεασμένος από τις εισηγήσεις του Βενιζέλου και αφετέρου απογοητευμένος από την αδιαλλαξία της Άγκυρας, ο Νάνσεν ενστερνίστηκε την ιδέα.[13]

Η σκέψη για την –εθελούσια και όχι υποχρεωτική όπως τελικά συμφωνήθηκε στη Λωζάννη– ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες δεν ήταν καινούργια. Ήδη από το 1914 η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποδεχθεί ανάλογες τουρκικές προτάσεις σε μια προσπάθεια προστασίας του διωκόμενου ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[14] Όμως το 1922 ο διωγμός ήταν πλέον τετελεσμένο και μη αναστρέψιμο γεγονός. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς περιστάσεις, ο Βενιζέλος πίστευε ότι η ανταλλαγή θα εξυπηρετούσε το τιτάνιο έργο της περίθαλψης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, καθώς η μετεγκατάστασή τους θα διευκολυνόταν αποφασιστικά από την αποχώρηση των μουσουλμάνων από τα ελληνικά εδάφη, έστω κι αν οι πρώτοι σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικά των τελευταίων. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν δίστασε να προειδοποιήσει τον Νάνσεν ότι σε περίπτωση που η τουρκική κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν θετικά στην πρόταση της ανταλλαγής, η ελληνική πλευρά ήταν αποφασισμένη να την εφαρμόσει μονομερώς, εκδιώκοντας τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την ελληνική επικράτεια.[15]

Στην Ελλάδα η προοπτική της ανταλλαγής συναντούσε ισχυρές αντιδράσεις τόσο από τα ηγετικά στελέχη της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου», μεταξύ αυτών και του Πλαστήρα, όσο και από τους πρόσφυγες. Ωστόσο, η επιμονή του Βενιζέλου για την απόλυτη ανάγκη συνομολόγησης συνθήκης ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία έκαμψε τις αντιρρήσεις. Τελευταίο εμπόδιο για την κατάληξη σε οριστική συμφωνία ανάμεσα στην Αθήνα και στην Άγκυρα αποτέλεσε το ζήτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείο, το οποίο για τους κεμαλικούς εκλαμβανόταν ως δυνητικός θεματοφύλακας της Μεγάλης Ιδέας.[16] Η τουρκική πλευρά επιδίωκε την απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη, προβάλλοντας μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι τα ειδικά προνόμια που το Πατριαρχείο απολάμβανε εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν δυνατόν να συνεχίζουν να του αναγνωρίζονται από το νέο τουρκικό κράτος. Τελικά, με δεδομένη την αντίθεση όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και όλων των υπόλοιπων αντιπροσωπειών, η Άγκυρα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση: δεσμεύτηκε να διατηρήσει το Πατριαρχείο στην ιστορική του έδρα, υπό τον όρο όμως ότι το τελευταίο θα απέβαλε όλες τις μη εκκλησιαστικές αρμοδιότητες που έως τότε διατηρούσε.[17]

Ο χάρτης της Ανταλλαγής των Πληθυσμών.

Μετά τη διευθέτηση όλων των επιμέρους λεπτομερειών, στις 17/30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφηκε στη Λωζάννη η διμερής Σύμβαση για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών. Με βάση τις διατάξεις της προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή αφενός των Ελλήνων ορθόδοξων που διέθεταν τουρκική υπηκοότητα και κατοικούσαν σε τουρκικά εδάφη, αφετέρου των μουσουλμάνων με ελληνική υπηκοότητα που κατοικούσαν σε ελληνικά εδάφη. Η ισχύς της ήταν αναδρομική, με χρονικό σημείο εκκίνησης την 5η/18η Οκτωβρίου 1912, ημερομηνία έναρξης των ελληνοτουρκικών εχθροπραξιών του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Οι ανταλλάξιμοι δεν είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Από τον γενικό κανόνα της ανταλλαγής εξαιρούνταν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.[18] Η Σύμβαση προνοούσε για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ανταλλάξιμων στις κινητές και στις ακίνητες περιουσίες τους. Τέλος, προβλεπόταν η σύσταση Μικτής Επιτροπής, η οποία επιφορτιζόταν με το καθήκον επίβλεψης της εφαρμογής όλων των πτυχών της Σύμβασης.[19]

 

Η Συνθήκη Ειρήνης

Η συνομολόγηση της Σύμβασης της Ανταλλαγής προηγήθηκε της σύναψης της Συνθήκης Ειρήνης κατά έξι μήνες. Σε αυτό το διάστημα, οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη πολύ συχνά ήταν κάθε άλλο παρά ευχερείς. Στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων το πλέον ακανθώδες ζήτημα ήταν η επιμονή της τουρκικής αντιπροσωπείας στην αξίωση για την πληρωμή αποζημίωσης από την πλευρά της Ελλάδας για τις καταστροφές που είχε διαπράξει ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία. Η κατηγορηματική άρνηση της Αθήνας να αποδεχθεί αυτόν τον όρο –απότοκη μεταξύ άλλων και της πρακτικής αδυναμίας, λόγω της δεινότατης οικονομικής της θέσης, να τον εκπληρώσει– έτεινε να οδηγήσει σε ναυάγιο τις συζητήσεις. Μπροστά στο αδιέξοδο, τον Μάιο του 1923 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να καταγγείλει την Ανακωχή των Μουδανιών και να επαναλάβει τις εχθροπραξίες με την Τουρκία με στόχο την ανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης, χρησιμοποιώντας για αυτόν τον σκοπό τη στρατιά του Έβρου, την οποία είχε γρήγορα και αποτελεσματικά ανασυγκροτήσει ο Πάγκαλος. Η ελληνική επίθεση αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή χάρη στην επίτευξη μιας ιδιόρρυθμης συμβιβαστικής λύσης: η Ελλάδα δήλωσε ότι δεχόταν να καταβάλει την αποζημίωση, αλλά ταυτόχρονα η Τουρκία παραιτήθηκε ρητά από την είσπραξή της· σε αντάλλαγμα, η ελληνική πλευρά συναίνεσε στην παραχώρηση στην Τουρκία του τριγώνου του Καραγάτς.[20]

Πάνω: οι επίσημες πράξεις στα αγγλικά και ελληνικά. Κάτω: τουρκική καρικατούρα με αντικείμενο τις διαπραγματεύσεις.

Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων επισφραγίστηκε στις 24 Ιουλίου 1923 με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης.[21] Βάσει αυτής, ως χερσαίο σύνορο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας καθιερώθηκε ο ποταμός Έβρος (με την οριακή εξαίρεση του τριγώνου του Καραγάτς). Βάσει ειδικότερης Σύμβασης, η οποία συνομολογήθηκε στη Λωζάννη την ίδια ημέρα με τη Συνθήκη Ειρήνης, καθιερωνόταν καθεστώς αποστρατικοποίησης σε βάθος 30 χιλιομέτρων εκατέρωθεν των ελληνοτουρκικών συνόρων κατά μήκος του Έβρου.[22] Η Ίμβρος και η Τένεδος επιστράφηκαν στην Τουρκία υπό τον όρο της εφαρμογής καθεστώτος ευρείας τοπικής αυτονομίας για τους Έλληνες κατοίκους τους.[23] Στην Ελλάδα κατακυρώθηκαν όλα τα υπόλοιπα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στα οποία όμως επιβαλλόταν καθεστώς αποστρατικοποίησης: μερικής στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο και στην Ικαρία, πλήρους στη Λήμνο και στη Σαμοθράκη λόγω της γειτνίασής τους με τα Στενά των Δαρδανελλίων.[24] Ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκαν αφενός η ιταλική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα (αφού η Ρώμη είχε προκαταβολικά απορρίψει κάθε ενδεχόμενο παραχώρησής τους στην Ελλάδα),[25] αφετέρου η βρετανική στην Κύπρο.[26]

Η Συνθήκη της Λωζάννης διαμόρφωσε σχεδόν οριστικά την εδαφική φυσιογνωμία του ελληνικού κράτους: μοναδική προσθήκη έκτοτε αποτέλεσαν τα Δωδεκάνησα το 1947. Ήταν μια έντιμη ειρήνη, η οποία αποτύπωνε το συσχετισμό των δυνάμεων που είχε προκύψει μετά την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία. Η ανταλλαγή των πληθυσμών συνέβαλε αποφασιστικά στην εθνική ομογενοποίηση των βόρειων ελληνικών επαρχιών. Η εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη μεγάλου αριθμού προσφύγων από  τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη πύκνωσε κατά πολύ το ελληνικό στοιχείο: η συνεισφορά τους έκτοτε σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας υπήρξε καθοριστική. Η ταυτόχρονη αποχώρηση περίπου 350.000 μουσουλμάνων από την Ελλάδα συνέτεινε επίσης στη δραστική αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Κατά παράδοξο τρόπο, ο στόχος της Μεγάλης Ιδέας είχε επιτευχθεί αντεστραμμένος: έναν αιώνα μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το ελληνικό κράτος δεν είχε επεκταθεί τόσο ώστε να συμπεριλάβει στους κόλπους του το μέγιστο μέρος του ελληνικού  έθνους· όμως λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, η –σε μέγιστο βαθμό– ταύτιση των δύο προέκυψε μέσα από τον καταποντισμό του στόχου της δημιουργίας της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και τη συνακόλουθη αναγκαστική μετακίνηση περισσότερων από 1.000.000 Ελλήνων στη συρρικνωμένη σε σχέση με τη Συνθήκη των Σεβρών ελληνική επικράτεια.

Lausanne, Switzerland. Peace in the Near East! (British Pathé – Film ID:1934.09)

 

Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Χρ. Εμ. Αγγελομάτης, Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας (το έπος της Μικρασίας) (Αθήνα: Εστία, χ.χ.), σ. 215-270, 337-352, 382-390· George Horton, Αναφορικά με την Τουρκία (Αθήνα: Λιβάνης, 1992), σ. 132-174· Henry Morgenthau, Η αποστολή μου στην Αθήνα (Αθήνα: Τροχαλία, 1994), σ. 85-133· Δημήτρης Σταματόπουλος, «Η Μικρασιατική Εκστρατεία. Η ανθρωπογεωγραφία της Καταστροφής», στο: Αντώνης Λιάκος (επιμ.), Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά (Αθήνα: Νεφέλη, 2011), σ. 85-97· Antonis Klapsis, «American initiatives for the relief of Greek refugees, 1922-1923», Genocide Studies and Prevention, 6(1) (2011), σ. 98-106· Antonis Klapsis, «Violent uprooting and forced migration. A demographic analysis of the Greek populations of Asia Minor, Pontus and Eastern Thrace», Middle Eastern Studies, 50(4) (2014), σ. 628-631.

[2] Γονατάς, Απομνημονεύματα,  σ. 229-250· Θησεύς Θ. Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, τ. 1 (Αθήνα: Κέδρος, 1973), σ. 114-159· Παύλος Π. Πετρίδης (επιμ.), Στη συγκυρία της αβασίλευτης. Από την επάνοδο του Κωνσταντίνου στην έκπτωση των Γκλύξμπουργκ (Αθήνα: Τυπωθήτω, 1999), σ. 225-230.

[3] Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σ. 62-66· Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, τ. 1 (Αθήνα: Κάκτος, 1997), σ. 29-35· Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα (Αθήνα: Ίκαρος, 1948), σ. 305-324· Charles Harington, Tim Harington looks back (London: Murray, 1940), σ. 117-128· Harry J. Psomiades, «Thrace and the Armistice of Mudanya, October 3-11, 1922», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 12 (1997-1998), σ. 213-255· Thanassis Bravos, «The Allied note of 23rd September and Great Britain’s retreat on the question of Eastern Thrace», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 13 (1999-2000), σ. 179-208· Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις (Αθήνα: Πατάκης, 2015), σ. 33-42.

[4] Klapsis, «Violent uprooting», σ. 632-633.

[5] Γενική επισκόπηση της δράσης του Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης: Μιχαήλ Γ. Θεοτοκάς, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εις την Συνδιάσκεψιν της Λωζάννης, 1922-1923 (Αθήνα: Αετός, 1946). Συνοπτικότερα: Michael Llewellyn Smith, «Venizelos’ diplomacy, 1910-23. From Balkan alliance to Greek-Turkish settlement», στο: Paschalis M. Kitromilides (ed.), Eleftherios Venizelos. The trials of statesmanship (Edinburgh: Edinburgh University Press, 2006), σ. 169-172. Πλήρης περιγραφή όλων των πτυχών των διαπραγματεύσεων (για θέματα όχι μόνο ελληνικού ενδιαφέροντος): Foreign Office, Lausanne Conference on Near East affairs, 1922-1923. Records of proceedings and draft terms of peace (London: H. M. Stationery Office, 1923)· Ministère des Affaires Étrangères, Conférence de Lausanne sur les affaires du Proche-Orient, 1922-1923. Recueil des Actes de la Conférence, première serie, τ. 1-4 (Paris: Impimerie Nationale, 1923)· Ministère des Affaires Étrangères, Conférence de Lausanne sur les affaires du Proche-Orient, 1922-1923. Recueil des Actes de la Conférence, deuxième serie, τ. 1-2 (Paris: Impimerie Nationale, 1923)· Ministère des Affaires Étrangères, Documents diplomatiques. Conférence de Lausanne, τ. 1-2 (Paris: Impimerie Nationale, 1923).

[6] Στυλιανός Γονατάς, Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά, 1897-1957 (Αθήνα: 1958), σ. 258-259.

[7]Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Το διπλωματικό παρασκήνιο της δίκης των Εξ», στο: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, ΚΓ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 24, 25, 26 Μαΐου 2002, Πρακτικά (Θεσσαλονίκη: Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 2003), σ. 483-502.

[8] Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Αθήνα/Χανιά: Ι. Σιδέρης/Εθνικό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», 2010), σ. 32.

[9] Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, σ. 162-163.

[10] Η σκληρότητα των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο Πάγκαλος προκειμένου να επιβάλει την πειθαρχία στις μονάδες που κλήθηκε να διοικήσει υπήρξε παροιμιώδης. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι προκειμένου να παταχθεί το φαινόμενο της λιποταξίας, η πρόσκληση προς κατάταξη πέντε κλάσεων στρατευσίμων (1919-1923) συνοδευόταν από την προειδοποίηση πως όσοι δεν παρουσιασθούν εγκαίρως «θα τυφεκισθώσιν και αι οικογένειαί των θα εξορισθώσιν εις Αφρικήν»· βλ. Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, σ. 206. Σχετικά με τη συνεισφορά της Στρατιάς του Έβρου ως διαπραγματευτικό όπλο κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης της Λωζάννης βλ. D. Dakin, «The importance of the Greek Army in Thrace during the Conference of Lausanne, 1922-1923», Greece and Great Britain during World War I (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1985), σ. 211-232.

[11] Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της βουλγαρικής οικονομικής διεξόδου στο Αιγαίο, 1919-1923 (Αθήνα: Gutenberg, 1997), σ. 173-251· Miranda Paximadopoulou-Stavrinou, «L’attitude de la Serbie envers la Grèce et la question de la Thrace Occidentale à la Conférence de Lausanne, 1922-1923», Balkan Studies, 45 (2004), σ. 81-93.

[12] Department of State, Papers relating to the foreign relations of the United States, 1922, τ. 2 (Washington, DC: United States Government Printing Office, 1938), σ. 421.

[13]Stephen P. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey (New York: Macmillan, 1932), σ. 335-344. Ειδικότερα για τις πρωτοβουλίες του Νάνσεν, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στις συνεννοήσεις του με την κεμαλική κυβέρνηση βλ. League of Nations, Official Journal, January 1923, σ. 126-132· League of Nations, Official Journal, March 1923, σ. 383-384· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Ο Φρίντγιοφ Νάνσεν και το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα, 1922-1924. Μελέτη για την πολιτική της διεθνούς ανθρωπιστικής παρέμβασης και την ελληνοτουρκική Συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών (Αθήνα: Κέντρο Προάσπισης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 2011)· Berit Tolleshaug, Φρίντγιοφ Νάνσεν. Ένας Νορβηγός ήρωας σε μια ελληνική τραγωδία (Κατερίνη: Μάτι, 2012)· John F. L. Ross, «Fridtjof Nansen and the Aegean Population Exchange», Scandinavian Journal of History, 40(2) (2015), σ. 133-158.

[14] Yannis G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26 (1985), σ. 389-413· Γιάννης Μουρέλος, «Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων. Η πρώτη απόπειρα ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία», στο: Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1990), σ. 175-190.

[15] Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο, σ. 33-36· Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, 1919-1940, τ. 3 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1994), σ. 242· Στέφανος Ι. Στεφάνου (επιμ.), Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τ. 3 (Αθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων, 1981), σ. 286.

[16] Για τη διασύνδεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον μεγαλοϊδεατισμό την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας βλ. Σία Αναγνωστοπούλου, «Ο εθναρχισμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, 1919-1922», Τα Ιστορικά, 25(47) (2007), σ. 373-420.

[17] Th. Agnides, The Ecumenical Patriarchate of Constantinople in the light of the Treaty of Lausanne (New York: 1964)· Alexis Alexandris, The Greek Minority of Istanbul and Greek–Turkish relations, 1918-1974 (Athens: Centre for Asia Minor Studies, 21992), σ. 87-95· Χαράλαμπος Ι. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού ζητήματος. Συμβολή στη μελέτη των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων (Αθήνα: Έφεσος, 2004), σ. 125-130. Ειδικότερα για τις τουρκικές θέσεις και τη μεταστροφή τους λόγω των διεθνών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Άγκυρα βλ. Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνικά διπλωματικά έγγραφα, σ. 263-264, 268-269, 352-353.

[18] Με βάση τη μεταγενέστερη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν και οι Έλληνες κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου. Ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε αναφορά σε αυτούς τους πληθυσμούς από τη Σύμβαση της Ανταλλαγής ήταν ότι όταν αυτή συνομολογήθηκε τα δύο νησιά εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό ελληνικό έλεγχο και η τύχη τους (δηλαδή εάν θα αποδίδονταν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία) δεν είχε ακόμα αποφασιστεί.

[19] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1923), σ. 87-90· League of Nations, Treaty Series, 32 (1925), σ. 76-87· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1981)· Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος. 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), σ. 93-120· Τh. P. Kiosseoglou, L’échange forcé des minorités daprès le Traité de Lausanne (Nancy: Imprimmerie Nancéienne, 1926)· Alexandre Emm. Deved, L’échange obligatoire des minorités grecques et turques en vertu de la Convention de Lausanne (Paris: Pierre Bossuet, 1929)· Ladas, The exchange of minorities, σ. 342-352· Dimitri Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece (London: Hurst, 2002), σ. 67-71· John A. Petropulos, «The compulsory exchange of populations. Greek-Turkish peacemaking, 1922-1930», Byzantine and Modern Greek Studies, 2(1) (1976), σ. 135-160· Γιάννης Πετρόπουλος, «Η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Ελληνοτουρκικές ειρηνευτικές διευθετήσεις, 1922-1930», στο: Θ. Βερέμης & Γ. Γουλιμή (επιμ.), Ελευθέριος Βενιζέλος. Κοινωνίαοικονομίαπολιτική στην εποχή του (Αθήνα: Γνώση, 1989), σ. 439-473· Kalliopi K. Koufa & Constantinos Svolopoulos, «The compulsory exchange of populations between Greece and Turkey. The settlement of minority questions at the Conference of Lausanne, 1923, and its impact on Greek-Turkish relations», στο: Paul Smith, Kalliopi K. Koufa & Arnold Seppan (eds.), Ethnic groups in international relations (New York: New York University Press, 1991), σ. 275-308· Onur Yildirim, Diplomacy and displacement. Reconsidering the Turco-Greek exchange of populations, 1922-1934 (New York, NY/London: Routledge, 2006)· Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο, σ. 31-50. Θεώρηση της διαδικασίας ανταλλαγής από την οπτική του διεθνούς δικαίου: Stélio Séfériades, «L’échange des populations», στο: Académie de Droit International, Recueil des Cours, 4 (1928), σ. 311-437.

[20] Dakin, «The importance of the Greek Army in Thrace», σ. 211-232· Πάγκαλος (επιμ.), Αρχείον Θεοδώρου  Παγκάλου, τ. 1, σ. 178-264· Απόστολος Αλεξανδρής, Πολιτικαί αναμνήσεις (Πάτρα: Φραγγούλης & Βαρζάνης, 1947), σ. 78-101· Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τ. 1, σ. 47-52· Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση, σ. 70-73.

[21] Υπουργείο Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη· Photini Constantopoulou (ed.), The foundation of the modern Greek state. Major Treaties and Conventions, 1830-1947 (Αθήνα: Καστανιώτης, 1999), σ. 123-145. Γενική επισκόπηση: Arnold J. Toynbee, «The East after Lausanne», Foreign Affairs, 2 (1923-1924), σ. 84-99· Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, σ. 50-71.

[22] Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως στην ελληνοτουρκική μεθόριο του Έβρου», στο: Κατερίνα Μανωλόπουλου-Βαρβιτσιώτη & Χρήστος Ροζάκης (επιμ.), Η αποστρατικοποίηση των ελληνοτουρκικών συνόρων (Αθήνα: Πάντειος Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, 1977), σ. 41-68.

[23] Το καθεστώς αυτό δεν εφαρμόσθηκε ποτέ από τις τουρκικές αρχές. Για το ιστορικό των κατοπινών εξελίξεων στα δύο νησιά βλ. Alexis Alexandris, «Imbros and Tenedos. A study of Turkish attitudes toward two ethnic Greek island communities since 1923», Journal of the Hellenic Diaspora, 7 (1980), σ. 5-21.

[24] Κατερίνα Μανωλοπούλου-Βαρβιτσιώτη, «Το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως στα ελληνικά νησιά του βορείου Αιγαίου», στο: Μανωλόπουλου-Βαρβιτσιώτη & Ροζάκης (επιμ.), ό.π., σ. 69-115· A. L. Macfie, The Straits question, 1908-36 (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1993), 181-211. Καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης επιβλήθηκε για τους ίδιους λόγους στην Ίμβρο και στην Τένεδο, όπως φυσικά και στα Στενά αυτά καθ’ αυτά.

[25] Alan Cassels, Mussolini’s early diplomacy (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1970), σ. 21-24, 37-42.

[26] Constantine Svolopoulos, «The Lausanne Peace Treaty and the Cyprus problem», στο: Greece and Great Britain during World War I (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1985), σ. 233-245.