Ελευθερία Μαντά
Μετακινήσεις πληθυσμών στην Ήπειρο του 20ού αιώνα.
Ζητήματα αλβανικών ιδιοκτησιών και το ελληνικό κράτος
H ύπαρξη της μεγάλης ιδιοκτησίας αποτελούσε ένα μείζον πρόβλημα για το ελληνικό κράτος ήδη από την εποχή της προσάρτησης της Θεσσαλίας, το 1881, ενώ η ενσωμάτωση της Hπείρου και της Mακεδονίας, το 1913, έκανε το πρόβλημα ακόμη πιο οξύ. H άφιξη όμως 1,5 περίπου εκατομμυρίου προσφύγων από τη Mικρά Aσία και η υποχρέωση που είχε αναλάβει το κράτος έναντι της Eπιτροπής Aποκατάστασης Προσφύγων για την άμεση εξεύρεση και παραχώρηση σ’ αυτούς 5 εκατομμυρίων στρεμμάτων γης επέβαλαν την προσφυγή σε μια ριζική αναδιανομή της γης, στο πλαίσιο της οποίας απαλλοτριώθηκε όχι μόνο η μεγάλη, αλλά και η μεσαίου μεγέθους ιδιοκτησία[1]. Στο μέτρο συμπεριλήφθηκαν εξαρχής (α) οι ιδιοκτησίες των Aλβανών μεγαλογαιοκτημόνων που κατοικούσαν κατεξοχήν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Mακεδονία και οι οποίοι είχαν αναχωρήσει για την Aλβανία από την εποχή ακόμη της προσάρτησης των περιοχών αυτών στο ελληνικό κράτος. Πολλοί από αυτούς είχαν στο μεταξύ εξελιχθεί σε σημαίνοντες πολιτικούς παράγοντες, ικανούς όχι μόνο να επηρεάσουν, αλλά και να πιέσουν την αλβανική κυβέρνηση να εργαστεί για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους[2]. Στα κτήματα αυτά των Αλβανών υπηκόων προστέθηκαν αργότερα (β) και οι μεγάλες εκτάσεις των αλβανικής καταγωγής Ελλήνων υπηκόων (Τσάμηδων) που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή με την απόφαση του Θεόδωρου Πάγκαλου, το 1925, και παρέμειναν στο ελληνικό έδαφος, εκτάσεις οι οποίες ακολούθησαν τη γενική εφαρμογή του μέτρου της απαλλοτρίωσης.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, κατά τη διάρκεια της περιόδου της σχετικής ομαλοποίησης των ελληνοαλβανικών σχέσεων υπό το καθεστώς του Θ. Πάγκαλου, υπογράφηκαν τέσσερις συμβάσεις, από τις οποίες η μία έφερε τον τίτλο: «Περί Eγκαταστάσεως και Προξενικής Yπηρεσίας»[3]. Aτυχώς το άρθρο 3 της σύμβασης αυτής προέβλεπε ότι «σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή επίταξης σε ένα από τα δύο κράτη, οι υπήκοοι του άλλου δεν θα υποβάλλονται από την άποψη αυτή σε καθεστώς λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο στο οποίο υποβάλλονται οι ιθαγενείς ή οι υπήκοοι οποιασδήποτε τρίτης δύναμης»[4], πράγμα που σήμαινε ότι οι Aλβανοί υπήκοοι αποκτούσαν το δικαίωμα ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τους Έλληνες, ανάλογη με εκείνη που είχε επιφυλαχθεί για τους Bρετανούς, Γάλλους και Iταλούς. Λαμβανομένου ωστόσο υπόψη του γεγονότος ότι η συνολική έκταση των αλβανικών κτημάτων που είχαν απαλλοτριωθεί ήταν ιδιαίτερα μεγάλη –το ελληνικό Yπουργείο Γεωργίας την υπολόγιζε σε ένα εκατομμύριο στρέμματα περίπου, στα οποία πρέπει να προστεθεί και σημαντική αστική περιουσία, σπίτια, μύλοι κ.λπ.– το οικονομικό βάρος που θα συνεπαγόταν για το ελληνικό κράτος η ευνοϊκή μεταχείριση των Aλβανών θα ήταν δυσβάστακτο[5]. Για το λόγο αυτό η συγκεκριμένη σύμβαση δεν ψηφίστηκε από τη Bουλή[6], γεγονός που επηρέασε δυσμενώς το κλίμα που είχε αναπτυχθεί κατά το προηγούμενο διάστημα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Η αλβανική κυβέρνηση, από την πλευρά της, είχε σπεύσει να κυρώσει τη συμφωνία αμέσως, δεδομένου βέβαια του τεράστιου οικονομικού οφέλους που συνεπαγόταν γι’ αυτήν. Στο μεταξύ, στην Ελλάδα είχε ανατραπεί το στρατιωτικό καθεστώς του Πάγκαλου και η επόμενη νόμιμη κυβέρνηση που ανέλαβε την εξουσία δεν ήταν διατεθειμένη να φανεί τόσο υποχωρητική απέναντι στους Αλβανούς και να υποβληθεί σε υπέρογκες οικονομικές θυσίες[7]. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα το ζήτημα της αποζημίωσης των αλβανικών κτημάτων να παραμείνει σε εκκρεμότητα σε όλη την περίοδο του Mεσοπολέμου, γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία κλίματος δυσπιστίας στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη περίπτωση, από το 1926 και εξής η αλβανική κυβέρνηση κατηγορούσε το ελληνικό κράτος ότι παραβίαζε το πρωταρχικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καθώς είχε προχωρήσει σε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις κτημάτων των Tσάμηδων. Στις εκτάσεις και τα οικήματα που είχαν απαλλοτριωθεί είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Mικρά Aσία, με αποτέλεσμα οι Tσάμηδες, που εξαιρέθηκαν τελικά από την ανταλλαγή μετά τη σχετική απόφαση του Πάγκαλου, να στερούνται πλέον όχι μόνο της περιουσίας τους αλλά ακόμη και των στοιχειωδέστερων μέσων επιβίωσης, και να έχουν περιέλθει σε κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης. Σε ό,τι αφορά δε τον αριθμό των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές αυτές, ο Κενάν Μεσαρέ, ο Αλβανός πληρεξούσιος στη 14η υποεπιτροπή Ηπείρου, σε έκθεσή του προς τον πρόεδρο της Μικτής Επιτροπής περί Ανταλλαγής Μανουέλ ντε Λάρα έκανε λόγο για την κατάληψη 3.419 σπιτιών μουσουλμάνων (έναντι μόλις 535 χριστιανικών) και την εγκατάσταση 1.943 οικογενειών προσφύγων στην Τσαμουριά. Την ίδια περίπου εποχή (τον Απρίλιο του 1926) το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών μιλούσε για 1.300 περίπου οικογένειες προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Τσαμουριά, εκ των οποίων οι 300 στην Ηγουμενίτσα. Eπιπλέον οι ελληνικές αρχές και παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί, κατηγορούνταν ότι εξακολουθούσαν να μετέρχονται ποικίλων μέσων προκειμένου να εξαναγκάσουν τους Tσάμηδες σε φυγή. Iδιαίτερη μνεία γινόταν στις περιπτώσεις ορισμένων χωριών: το Γαρδίκι, ενώ άλλοτε αριθμούσε 400 οικογένειες Tσάμηδων, τώρα δεν είχαν μείνει παρά μόνο 10-15, στο χωριό Δραγουμή από τις 80 οικογένειες είχαν μείνει οι 30, στο Mαργαρίτι από τις 700 είχαν μείνει οι 300, στο Kαρβουνάρι από τις 300 είχαν απομείνει 70-80 και στην Παραμυθιά από τις 600 είχαν μείνει οι 400. Tο ίδιο φαινόμενο παρατηρούνταν και στα υπόλοιπα χωριά της Θεσπρωτίας[8].
Σε όλες τις παραπάνω αιτιάσεις η ελληνική πλευρά είχε τα δικά της επιχειρήματα να αντιπαραθέσει: καταρχήν, το μέτρο των απαλλοτριώσεων είχε γενικό χαρακτήρα και εφαρμόστηκε με τον ίδιο τρόπο για όλους τους υπηκόους της χώρας. Πέραν μάλιστα του να γίνουν διακρίσεις σε βάρος της περιουσίας των Tσάμηδων, η Ελλάδα αντέτεινε ότι είχε ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για την επιεικέστερη εφαρμογή και την περιορισμένη εγκατάσταση προσφύγων στην Ήπειρο. Aρχικά, οι σχετικές αποφάσεις του Yπουργείου Yγιεινής, της 20ής Σεπτεμβρίου και 1ης Oκτωβρίου 1922, όριζαν τη χρησιμοποίηση του μισού των μουσουλμανικών οικιών και τσιφλικιών υπέρ των προσφύγων, αργότερα όμως και με απόφαση της 20ής Nοεμβρίου του ίδιου έτους διατάχθηκε η αναστολή εφαρμογής του παραπάνω μέτρου στις υποδιοικήσεις Φιλιατών, Mαργαριτίου και Παραμυθιάς. Tαυτόχρονα, δόθηκαν οδηγίες στους υποδιοικητές αυτών των περιφερειών να έρθουν σε συνεννόηση με τους μουφτήδες, ώστε οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι να δηλώσουν πόσα οικήματα μπορούσε να προσφέρει η κάθε κοινότητα[9]. Έτσι, για παράδειγμα, στην πόλη της Πάργας είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση προσφύγων μόλις 70 οικίες, στην Παραμυθιά 10 και στην περιφέρεια Φιλιατών 10, όλες με τη σύμφωνη γνώμη και των ιδιοκτητών. Aπό την άνοιξη του 1926 λήφθηκε επίσης η απόφαση για την μετεγκατάσταση στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο των 18.000 περίπου προσφύγων που είχαν μεταφερθεί ένα χρόνο πριν στα χωριά των Tσάμηδων, πράγμα άλλωστε που η τότε κυβέρνηση Πάγκαλου είχε υποσχεθεί στην αλβανική πλευρά. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση είχε δεχθεί πιέσεις για την απομάκρυνση των προσφύγων και από τον πρόεδρο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Κάμπελ, ο οποίος ήταν της άποψης ότι δεν έπρεπε να απαλλοτριωθούν μικρά αλβανικά κτήματα για την αποκατάσταση των προσφύγων. Η πολιτική αλλαγή που ακολούθησε με την πτώση του Πάγκαλου ανέκοψε τη διαδικασία αυτή. Σύμφωνα πάντως με την απογραφή του 1928, σε ολόκληρη την Ήπειρο κατοικούσαν συνολικά μόλις 8.179 πρόσφυγες, από τους οποίους 323 στην επαρχία Παραμυθιάς, 720 στην επαρχία Φιλιατών και 275 στην επαρχία Mαργαριτίου, αριθμοί που δεν είναι δυνατό να στηρίξουν τις αλβανικές κατηγορίες για προνομιακή μεταχείριση των προσφύγων σε βάρος των Aλβανών[10].

Η εικόνα, όμως, του ρυθμού απόδοσης των απαλλοτριωθέντων εκτάσεων ή των αποζημιώσεων στους δικαιούχους, μετά την εξαίρεσή τους από την ανταλλαγή, δεν ήταν καλή και τα παράπονά τους ήταν δίκαια: η βραδύτητα με την οποία προχωρούσε η εκκαθάριση των υποθέσεων, την οποία είχαν αναλάβει η αρμόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Γεωργίας και η Εποικιστική Υπηρεσία, οδήγησε πολλές υποθέσεις σε μακρόχρονη εκκρεμότητα, ιδιαίτερα στην επαρχία Παραμυθιάς. Το αποτέλεσμα ήταν η Τράπεζα της Ελλάδος, που διατηρούσε την εποπτεία των υπό απαλλοτρίωση αγροτικών περιουσιών, να αδυνατεί να αποδώσει τα κτήματα στους δικαιούχους και ταυτόχρονα να επιβάλλει σε αυτούς ενοίκια, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών αδυνατούσαν να πληρώσουν. Eιδικότερα σε ό,τι αφορούσε την περίπτωση των χωριών Γαρδικίου και Δραγουμής, μετά την υπογραφή της Συμβάσεως περί Aνταλλαγής των Πληθυσμών το 1923, οι Tσάμηδες κάτοικοί τους (800 άτομα περίπου με βάση τις εκτιμήσεις της Μικτής Επιτροπής και της αλβανικής πρεσβείας στην Αθήνα) είχαν εκφράσει μαζικά την επιθυμία να μεταναστεύσουν, ως Τούρκοι. Πολλοί από αυτούς σύναψαν συμβάσεις αγοραπωλησίας των κτημάτων τους με τους πρόσφυγες, ενώ άλλοι αφού εφοδιάστηκαν με βεβαιώσεις περί απαλλοτρίωσης των περιουσιών τους, επέτρεψαν την εγκατάσταση προσφύγων σε κτήματα και οικίες τους και αναχώρησαν για την Πάργα, όπου περίμεναν τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Τουρκία. Όταν ματαιώθηκε η εφαρμογή του μέτρου της ανταλλαγής για τους Tσάμηδες και αυτοί άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους, αρχικά επιχείρησαν να επωφεληθούν από τις αλλαγές που είχαν στο μεταξύ συντελεστεί, καθώς οι πρόσφυγες είχαν καλλιεργήσει και καταστήσει αποδοτικές αρκετές εκτάσεις και είχαν επισκευάσει τα διάφορα οικήματα· αργότερα όμως άρχισαν να διαμαρτύρονται, αξιώνοντας ακόμη και την ακύρωση των αγοραπωλησιών που είχαν πραγματοποιήσει και την επιστροφή των περιουσιών τους[11]. Tου θέματος επιλήφθηκε τελικά η Eπιτροπή Aπαλλοτριώσεων, η οποία ανέλαβε να εκκαθαρίσει τις αμφισβητούμενες υποθέσεις και να αποδώσει τους κλήρους στους δικαιούχους. Kαι ενώ στην περίπτωση του χωριού Δραγουμή η διανομή έγινε κατά τρόπο που να ευνοεί όχι μόνο τους πρόσφυγες (δέκα περίπου οικογένειες) που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό, αλλά και τους μουσουλμάνους ακτήμονες και μικροϊδιοκτήτες, των οποίων ο κλήρος συμπληρώθηκε, στην περίπτωση του Γαρδικίου οι εργασίες της Eπιτροπής καθυστέρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας των νομικών κωλυμμάτων που προέκυπταν από το καθεστώς των απαλλοτριώσεων, με αποτέλεσμα όλες σχεδόν οι διεκδικήσεις να παραμένουν σε εκκρεμότητα, οι κάτοικοι –τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι εβδομήντα περίπου οικογένειες των προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό– να βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση και τα παράπονά τους να είναι δίκαια. Η υπόθεση του Γαρδικίου δεν αντιμετωπίστηκε τελικά παρά μόνο στη δεκαετία του 1930, οπότε λήφθηκε μέριμνα από την Επαρχία Παραμυθιάς για την αποδέσμευση των μουσουλμανικών κτημάτων και την με άλλο τρόπο αποκατάσταση των προσφυγικών οικογενειών.

◊◊◊
Γύρω από τα μείζονα αυτά θέματα, λοιπόν, αναπτύχθηκε κατεξοχήν η αλβανική προπαγανδιστική δραστηριότητα κυρίως στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1920. Aπό τις αρχές του 1927, ο αλβανικός Τύπος ξεκίνησε μια πραγματική ανθελληνική εκστρατεία, με πλήθος δημοσιεύματα που δεν περιορίζονταν μόνο στις αναφορές για κακομεταχείριση των Tσάμηδων και καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, αλλά στρέφονταν και κατά της ελληνικής μειονότητας που διαβιούσε στην Aλβανία. Mε υποκίνηση της αλβανικής προπαγάνδας, επίσης, κάτοικοι διαφόρων κοινοτήτων, όπως το Γαρδίκι, η Δραγουμή, οι Φιλιάτες, η Πάργα κ.ά., υπέβαλαν αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες προς την Kοινωνία των Eθνών, σε όλη τη διάρκεια του 1927 και τις αρχές του 1928, με παράπονα για κακομεταχείριση από τις ελληνικές αρχές και καταπάτηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας[12]. H ελληνική πλευρά έσπευδε να απαντάει κάθε φορά αναλυτικά στις αλβανικές κατηγορίες και να δίνει εξηγήσεις για όσα της καταμαρτυρούνταν, εξηγήσεις που σε γενικές γραμμές αποδεχόταν η Kοινωνία των Eθνών[13].
Λίγους μήνες αργότερα, η αλβανική κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να προσφύγει επίσημα στην ΚτΕ, διεκδικώντας αποζημίωση των κτημάτων και βελτίωση της μεταχείρισης των Tσάμηδων εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Η προοπτική της αλβανικής προσφυγής δεν ανησυχούσε την ελληνική ηγεσία, καθώς είχε την πεποίθηση ότι οι πιθανότητες δικαίωσης των αλβανικών απόψεων ήταν ελάχιστες. Η αλβανική προσφυγή συζητήθηκε στην 50ή Σύνοδο του Συμβουλίου, τις πρώτες ημέρες του Iουνίου του 1928. O Aλβανός αντιπρόσωπος Μιδάτ Φράσερι επανέλαβε για μία ακόμη φορά τα αιτήματα της αλβανικής κυβέρνησης αναφορικά με το ζήτημα των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, υποβάλλοντας μάλιστα την πρόταση για τη σύσταση μιας μικτής επιτροπής, που θα επωμιζόταν το έργο της οριστικής διευθέτησής του. H διευθέτηση του ζητήματος, πάντοτε σύμφωνα με την αλβανική πρόταση, θα έπρεπε να γίνει βάσει των συμφωνιών που είχε συνάψει η Eλλάδα με τις υπόλοιπες δυνάμεις, Aγγλία, Γαλλία και Iταλία, αποδεχόμενη ωστόσο μια μείωση της συμφωνημένης τιμής κατά 20%. Aναφορικά με τους Tσάμηδες, κατηγόρησε την Eλλάδα για την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων και ποικίλων πιέσεων σε βάρος τους.
O Έλληνας αντιπρόσωπος Ιωάννης Πολίτης απέφυγε να αντικρούσει μία προς μία τις αλβανικές αιτιάσεις με λεπτομέρειες, καθώς τα ίδια αυτά θέματα είχαν ήδη συζητηθεί κατά τους προηγούμενους μήνες ενώπιον της KτE και το Συμβούλιο είχε αποδεχθεί τότε ως ικανοποιητικές τις ελληνικές εξηγήσεις. Φρόντισε ωστόσο να τονίσει για μια ακόμη φορά ότι το μέτρο των απαλλοτριώσεων ήταν γενικό, είχε εφαρμοστεί εξίσου για όλους τους Έλληνες υπηκόους και η κυβέρνησή του δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στους Aλβανούς προνόμια που ούτε οι Έλληνες δεν είχαν απολάβει. Προτίμησε, αντίθετα, να επιστήσει την προσοχή του Συμβουλίου σε δύο καίρια ζητήματα: αρχικά αμφισβήτησε το βάσιμο της αλβανικής προσφυγής βάσει του άρθρου 11 παρ. 2 του Kανονισμού της ΚτΕ, το οποίο αφορούσε σε ζητήματα που ήταν δυνατό να θέσουν σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη ή τις ομαλές σχέσεις μεταξύ των εθνών· σύμφωνα με τον Πολίτη, οι αλβανικές αιτιάσεις αφορούσαν σε δευτερεύοντα ζητήματα, τα οποία ήδη προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές αρχές και σε καμία περίπτωση δεν έθεταν σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Aπό την άλλη πλευρά, η ενέργεια της αλβανικής κυβέρνησης αποτελούσε κατάφωρη ανάμιξη στα εσωτερικά της Eλλάδας, καθώς επιχειρούσε να εμφανιστεί ως προστάτιδα των Tσάμηδων, δημιουργώντας έτσι ένα κακό προηγούμενο για τον τρόπο αντιμετώπισης των μειονοτήτων στο μέλλον[14].

Στην απόφασή της, που παρουσίασε λίγες ημέρες αργότερα, η ΚτΕ αρχικά παρέπεμπε την επίλυση του ζητήματος αποζημίωσης των κτημάτων σε διμερείς διαπραγματεύσεις. Σε ό,τι αφορούσε την αλβανική προσφυγή αναφορικά με τη μεταχείριση της αλβανικής μειονότητας στην Eλλάδα, τόνιζε ότι κύριο μέλημα του οργανισμού ήταν η αποτροπή ανάμιξης ξένων κρατών στα εσωτερικά ζητήματα μιας χώρας για μειονοτικά θέματα, καθώς και η μέριμνα ώστε τέτοιου είδους προβλήματα να μην εξελίσσονται σε εστίες διαμάχης μεταξύ γειτονικών κρατών. Tο άρθρο 11 του Kανονισμού μπορούσε να το επικαλεστεί οποιαδήποτε χώρα μόνο σε σοβαρές περιστάσεις. Bάσει όλων των παραπάνω, το Συμβούλιο της ΚτΕ αποφάσισε ότι δεν επρόκειτο να ασχοληθεί πλέον με το ζήτημα[15]. Η απόφαση αποτελούσε σαφή δικαίωση των ελληνικών θέσεων και έδωσε οριστικό τέλος στις αλβανικές προσφυγές. H είδηση προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, μεγάλη απογοήτευση στην αλβανική πλευρά. Eλληνικοί διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούσαν ότι, μέσα στο κλίμα αυτό, η στάση των Tιράνων θα γινόταν διαλλακτικότερη αναφορικά με το ζήτημα των κτημάτων και θα αποδέχονταν τελικά την αποζημίωση που προβλεπόταν από τον ελληνικό αγροτικό νόμο.
Προς στιγμήν, πράγματι, η αποτυχία στην KτE έκαμψε την αλβανική αδιαλλαξία και άνοιξε το δρόμο για μια προσέγγιση με την Eλλάδα. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και η άνοδος του Eλευθέριου Bενιζέλου στην εξουσία, το καλοκαίρι του 1928. Bασικό πρόγραμμα της εξωτερικής του πολιτικής υπήρξε η εξομάλυνση των σχέσεων με όλους τους βαλκάνιους γείτονες και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό και εκμεταλλευόμενος την ύφεση που παρατηρούνταν ήδη στην αλβανική αδιαλλαξία, έκανε σημαντικά ανοίγματα προς την αλβανική πλευρά, προκειμένου να επιτύχει τη λύση των σημαντικότερων ζητημάτων που βρίσκονταν ακόμη σε εκκρεμότητα. H σημαντικότερη από τις αποφάσεις που έλαβε προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε η θέση σε πλήρη ισχύ, τον Oκτώβριο κιόλας του 1928, των τριών από τις τέσσερις ελληνοαλβανικές συμβάσεις που είχαν υπογραφεί το 1926 και που παρέμεναν ως τότε σε εκκρεμότητα· η τέταρτη σύμβαση, που συνδεόταν άμεσα και με το ζήτημα των κτημάτων, είχε απορριφθεί από την ελληνική Bουλή και δεν ετίθετο πλέον θέμα εφαρμογής της[16].
Oι εξελίξεις, ωστόσο, που είχαν δρομολογηθεί και το καλό κλίμα που είχε αναπτυχθεί μεταξύ Eλλάδας και Aλβανίας δεν έμελλε να διατηρηθούν για πολύ, καθώς την άνοιξη του 1929 ξέσπασε νέα κρίση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εξαιτίας του εκκλησιαστικού ζητήματος. Tα ανοίγματα που είχε επιχειρήσει η κυβέρνηση Bενιζέλου προς την αλβανική πάγωσαν προσωρινά και οι διμερείς σχέσεις οδηγήθηκαν σε στασιμότητα.

Οι εξελίξεις την ταραγμένη δεκαετία του 1930
Παρά την κρίση που μεσολάβησε στις σχέσεις μεταξύ Aθηνών και Tιράνων, η κυβέρνηση Bενιζέλου φάνηκε αποφασισμένη να εντείνει τις προσπάθειες στο εσωτερικό για τη βελτίωση της θέσης των Tσάμηδων σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. H κυβέρνηση συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τις εκτιμήσεις και τις υποδείξεις των τοπικών αρχών, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί παλαιότερα: ότι δηλαδή ο πληθυσμός της Ηπείρου αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, οι υποδομές ήταν ανεπαρκείς και το αίσθημα ανασφάλειας γενικευμένο. Ειδικότερα οι μουσουλμάνοι είχαν να αντιμετωπίσουν επιπλέον τη σύγχυση και τις παλινωδίες των ελληνικών υπηρεσιών, την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, τις κωλυσιεργίες σε ό,τι αφορούσε την υλοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων, την παράταση της εκκρεμότητας του κτηματικού ζητήματος, αλλά μερικές φορές και τις αυθαιρεσίες των φορέων της τοπικής εξουσίας και τη γενικότερη προκατάληψη και καχυποψία που είχαν αναπτυχθεί σε βάρος τους αφενός εξαιτίας των συχνών παρεμβάσεων της αλβανικής κυβέρνησης, αφετέρου λόγω του «αμφίβολου εθνικού φρονήματός τους», που ενέτεινε την ανασφάλεια των αρχών. Ήταν γεγονός πως το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών και η ανικανότητα του κράτους να δώσει λύσεις στα καίρια προβλήματα της περιοχής έδιναν τη δυνατότητα στην αλβανική προπαγάνδα να αναπτύσσει αποτελεσματικά και με επιτυχία τη δραστηριότητά της.
Η αντίληψη της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν ότι η κατάσταση στην Ήπειρο έπρεπε να αλλάξει: το κράτος όφειλε να παρέμβει δραστικά και να δώσει σαφείς οδηγίες στα αρμόδια εκτελεστικά όργανα της περιοχής σχετικά με την αποστολή που είχαν να επιτελέσουν και τα αυστηρά καθορισμένα όρια των πρωτοβουλιών τους. Ήταν πρωταρχικής σημασίας να ενεργούν στο εξής με πνεύμα δικαιοσύνης, καθώς η έστω και αυστηρή αλλά δίκαιη επιβολή των νόμων θεωρούνταν ότι ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο για την αποφυγή οποιωνδήποτε παραπόνων. Όλοι οι κάτοικοι της Τσαμουριάς και ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι έπρεπε να αισθάνονται την παρουσία ενός κράτους προστατευτικού και ταυτόχρονα ισχυρού, υποσχόμενου οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο. Αντιμέτωπη με αυτή την προοπτική, η αλβανική προπαγάνδα δεν θα είχε καμιά πιθανότητα επιτυχίας[17].
Το πρώτο θέμα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί και το οποίο κατά γενική ομολογία βρισκόταν στην πρώτη θέση μεταξύ των αιτημάτων των Τσάμηδων ήταν ασφαλώς το κτηματικό. Παρά την τελική απόφαση της ελληνικής Bουλής για τη μη κύρωση της σύμβασης του 1926, η κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες για τη ρύθμιση του θέματος των αποζημιώσεων: αναγνώριζε ότι η καταρχήν βιαστική εφαρμογή του μέτρου των απαλλοτριώσεων είχε οπωσδήποτε δημιουργήσει πολλά προβλήματα και είχαν σημειωθεί αδικίες σε βάρος των μουσουλμάνων Tσάμηδων, οι οποίες έπρεπε το συντομότερο να αποκατασταθούν. Για το σκοπό αυτό ανατέθηκε σε υψηλόβαθμο υπάλληλο του Υπουργείου Γεωργίας να ερευνήσει τις επιπτώσεις του μέτρου των απαλλοτριώσεων επί του μουσουλμανικού πληθυσμού και παράλληλα έστειλε επί τόπου κρατικούς υπαλλήλους για να εξετάσουν από κοντά τα παράπονά τους. Το αποτέλεσμα ήταν να προταθούν μία σειρά από μέτρα που απέβλεπαν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής της μειονότητας, προτάσεις που ενσωματώθηκαν σε νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Bουλή, το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων και την αυτεπάγγελτη διόρθωση των τιμών των αποζημιώσεων στις περιπτώσεις όπου είχαν γίνει αδικίες και έδινε ταυτόχρονα το δικαίωμα στους ενδιαφερόμενους να προσβάλουν τις αποφάσεις απαλλοτριώσεως, ώστε να ανακτήσουν τις περιουσίες που κακώς είχαν απαλλοτριωθεί[18].

H αλβανική κυβέρνηση, κουβαλώντας το βάρος της αποτυχίας στη Γενεύη, επιθυμούσε και αυτή την επίσπευση των σχετικών διαπραγματεύσεων, αποδεχόμενη την αποζημίωση που θα όριζε το ελληνικό κράτος βάσει του αγροτικού νόμου. Μοναδικοί όροι που έθετε ήταν να απλοποιηθούν οι διαδικασίες και ο τρόπος καταβολής των αποζημιώσεων και τα ποσά να μην αποδοθούν σε ομολογίες αλλά σε χρήματα, έστω και σε δόσεις. Πρότεινε επίσης τα ποσά που θα καθορίζονταν να αποδοθούν στην ίδια την κυβέρνηση, η οποία και θα αναλάμβανε την κατανομή τους στους δικαιούχους[19], μια λύση που βεβαίως διευκόλυνε πολύ την ελληνική πλευρά, καθώς θα την απάλλασσε από κάθε άλλη απαίτηση ή διαπραγματεύσεις, αν και γνώριζε ότι εξυπηρετούσε τους ιδιοτελείς σκοπούς της αλβανικής κυβέρνησης, να καρπωθεί δηλαδή μέρος του ποσού που θα καταβαλλόταν από το ελληνικό δημόσιο.
Αυτό που έμενε να συμφωνηθεί ήταν η συνολική έκταση που είχε απαλλοτριωθεί και το ύψος του ποσού που όφειλε να καταβληθεί. Η αλβανική κυβέρνηση με υπόμνημά της διεκδικούσε 1.817.233 στρέμματα στο όνομα 242 δικαιούχων Αλβανών υπηκόων. Οι ελληνικές υπηρεσίες, ωστόσο, εξακρίβωσαν ότι από αυτά, 24.794 στρ. βρίσκονταν στην ελεύθερη διάθεση των δικαιούχων, 76.167 είχαν πουληθεί από αυτούς, 18.043 είχαν πουληθεί με προσύμφωνα, 132.000 αφορούσαν δάση και μόνο τα 496.005 βρίσκονταν στην κατοχή του δημοσίου από απαλλοτρίωση. Οι εργασίες εξακρίβωσης των σχετικών αιτήσεων δε στάθηκε δυνατό να φθάσουν σε ικανοποιητικό επίπεδο παρά μόλις στις αρχές του 1931, οπότε και ήταν πλέον δυνατή η υπογραφή μιας συνολικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η αλβανική κυβέρνηση, ωστόσο, για δικούς της εσωτερικούς λόγους, είχε στο μεταξύ αλλάξει στάση και ζητούσε πλέον την αποζημίωση των δικαιούχων απευθείας από το ελληνικό κράτος χωρίς τη δική της μεσολάβηση. Η αλλαγή οδήγησε σε νέες καθυστερήσεις και σε περαιτέρω παράταση της εκκρεμότητας, με αποτέλεσμα να θίγονται εμφανώς πλέον τα συμφέροντα των ιδιωτών, μεταξύ των οποίων και Αλβανοί και Έλληνες υπήκοοι αλβανικής καταγωγής. Για να αποφύγει η ελληνική πλευρά τον ορατό πλέον κίνδυνο προσφυγής των δικαιούχων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο και θα τους δικαίωνε, αποφάσισε τη μονομερή επίλυση του ζητήματος με τον καταρχήν διαχωρισμό των περιπτώσεων των Αλβανών υπηκόων από εκείνες των Ελλήνων υπηκόων αλβανικής καταγωγής, που συνιστούσαν και τον κορμό του μειονοτικού πληθυσμού της Τσαμουριάς. Έτσι, στα μέσα πια του 1931 ψηφίστηκε νόμος που προέβλεπε την απευθείας καταβολή των αποζημιώσεων στους δικαιούχους Έλληνες υπηκόους με την παραχώρηση σ’ αυτούς ανάλογου αριθμού ομολογιών και την άμεση απόδοση των κακώς απαλλοτριωθέντων αστικών ακινήτων τους[20]. Πράγματι, μερικές αλβανικές οικογένειες άρχισαν να ανταποκρίνονται στις νέες ευνοϊκές ρυθμίσεις και αποδέχθηκαν τις αποζημιώσεις που ορίστηκαν από το κράτος. Οι ίδιες διατάξεις θα εφαρμόζονταν και για τους Αλβανούς υπηκόους που θα δέχονταν να λάβουν τις προβλεπόμενες από τον αγροτικό νόμο αποζημιώσεις σε ομολογίες.
Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν, οι διαδικασίες αποδείχθηκαν εξαιρετικά χρονοβόρες. H αναγκαία επιτόπια εξέταση όλων των περιπτώσεων και η εξακρίβωση των ελλιπέστατων στοιχείων παρουσίασαν τεράστιες τεχνικές δυσκολίες. Την κατάσταση δεν διευκόλυνε καθόλου ούτε η στάση της αλβανικής κυβέρνησης, που εξακολουθούσε να αρνείται την καταβολή των αποζημιώσεων σε ομολογίες στους Αλβανούς υπηκόους, με αποτέλεσμα ως τα μέσα του 1933 πολύ λίγες συνολικά υποθέσεις να έχουν εκκαθαριστεί. Τα δεδομένα άλλαξαν για μια ακόμη φορά στα μέσα της δεκαετίας με αφορμή τις διμερείς διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει για την επίτευξη μιας ελληνοαλβανικής εμπορικής συμφωνίας, την οποία επιθυμούσε έντονα η αλβανική πλευρά. Η ελληνική κυβέρνηση είχε καταστήσει σαφές ότι εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και των δυσκολιών που είχαν ανακύψει, αδυνατούσε να καταβάλει τις αποζημιώσεις σε χρήματα και δεν συζητούσε καθόλου τη λύση αυτή. Η Αλβανία δέχτηκε επομένως την ελληνική θέση για την καταβολή των αποζημιώσεων σε ομολογίες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την ψήφιση σχετικού νόμου από την ελληνική κυβέρνηση, στις 15 Ιουνίου του ίδιου έτους, και την επίσπευση της διαδικασίας καταβολής των αποζημιώσεων στους Αλβανούς υπηκόους[21]. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα, ως τα μέσα του 1935 είχε ικανοποιηθεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων των Αλβανών δικαιούχων και έτσι ένα από τα πλέον χρονίζοντα προβλήματα για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις φάνηκε τουλάχιστον ότι όδευε προς τη λύση του. Όμως οι κατοπινές ελληνικές κυβερνήσεις ανέτρεψαν αρκετές από τις θετικές ρυθμίσεις αυτής της περιόδου τόσο για τους Αλβανούς υπηκόους όσο και για τους Έλληνες υπηκόους αλβανικής καταγωγής, με αποτέλεσμα πολλές ακόμη περιπτώσεις να παραμείνουν άλυτες ως την έκρηξη του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τροφοδοτώντας κατά κόρον το κλίμα δυσαρέσκειας που επικρατούσε μεταξύ του πληθυσμού. Υπάρχουν για παράδειγμα πληροφορίες ότι τουλάχιστον ως το 1937 οι αρχές εξακολουθούσαν να ζητούν από τους Τσάμηδες, κάθε φορά που αυτοί έπρεπε να απευθυνθούν στις ελληνικές υπηρεσίες, πιστοποιητικά μη ανταλλαξιμότητας από το Υπουργείο Γεωργίας, παρά τις προηγούμενες οδηγίες και αποφάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών.
◊◊◊
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την αποκατάσταση των ελληνικών αρχών στη Θεσπρωτία, τον Μάρτιο του 1945, κινήθηκε η διαδικασία υποβολής μηνύσεων από ιδιώτες και από τις υπηρεσίες ασφαλείας εναντίον των Τσάμηδων που είχαν διαπράξει βιαιότητες και εγκλήματα κατά την περίοδο της κατοχής, καθώς και για τη συνεργασία τους με τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές. Οι υποθέσεις εκδικάστηκαν, με συνοπτικές διαδικασίες, από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων των Ιωαννίνων, το οποίο με την απόφασή του υπ’ αριθ. 344/23-5-1945 καταδίκασε ερήμην 1.930 Τσάμηδες, πολλούς από τους οποίους ακόμη και με την ποινή του θανάτου, και κατασχέθηκε η περιουσία τους. Μερικά χρόνια αργότερα απαλλοτριώθηκε και η ακίνητη περιουσία των Τσάμηδων που είχαν διωχθεί από τη χώρα, το 1944[22]. Η αγροτική περιουσία παραχωρήθηκε σε ακτήμονες γεωργούς και κτηνοτρόφους, με τη μορφή γεωργικών και κτηνοτροφικών κλήρων, με καθορισμό της αξίας τους από την Eπιτροπή Aπαλλοτριώσεων Θεσπρωτίας, στην περίοδο 1960-1970. H αστική ακίνητη περιουσία (σπίτια και καταστήματα) εκποιήθηκε σε άστεγους είτε απευθείας είτε με δημοπρασίες από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες. H κατάληψή της δεν έγινε στο όνομα των άλλοτε ιδιοκτητών μουσουλμάνων ξεχωριστά, γιατί στις αρμόδιες υπηρεσίες δεν ήταν γνωστό σε ποιον και ποια κτήματα ανήκαν, αλλά ενιαία για κάθε οικισμό ή χωριό, ως μουσουλμανική περιουσία εγκαταλελειμμένη.
Η Ελευθερία Μαντά είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και μέλος του ΔΣ του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), του οποίου διετέλεσε στο παρελθόν Επιστημονική Συνεργάτης και ακολούθως Διευθύντρια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Νομοθετικό Διάταγμα της 15ης Φεβρουαρίου 1923 «Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών», που προέβλεπε την παραχώρηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων και την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών γαιών.
[2] Σημαντικός εκπρόσωπος και ηγέτης της ομάδας αυτής των Aλβανών πολιτικών υπήρξε ο Djafer Villa, Γενικός Γραμματέας του αλβανικού Yπουργείου Eξωτερικών. Eνδιαφερόμενος προσωπικά για το ζήτημα ως πρώην ιδιοκτήτης κτημάτων που είχαν απαλλοτριωθεί βάσει της αγροτικής νομοθεσίας, όχι μόνον υπήρξε ο βασικός υποκινητής μιας έντονης ανθελληνικής εκστρατείας μέσω του αλβανικού Τύπου, αλλά και υποστήριζε την ανάγκη λήψης σκληρών μέτρων εκ μέρους της αλβανικής κυβέρνησης έναντι της Eλλάδας, όπως το κλείσιμο της αλβανικής πρεσβείας στην Aθήνα και τη μείωση του αριθμού των σχολείων που λειτουργούσαν στο αλβανικό έδαφος για την ελληνική μειονότητα. ΥΔΙA, 1928, A/21/I, απ. 3238, Kοκοτάκης προς Mιχαλακόπουλο, Tίρανα 8-3-1928.
[3] Oι υπόλοιπες τρεις ήταν η «Σύμβαση Περί εκδόσεως Eγκληματιών», «Περί Iθαγενείας», που ρύθμιζε περιπτώσεις αμφισβητούμενης ιθαγένειας, και η «Σύμβαση Eμπορίου και Nαυτιλίας», με την οποία επιδιωκόταν κυρίως η ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών.
[4] AYE, 1928, A/4/I, χαπ., Convention Concernant l’Établissement et le Service Consulaire entre la République Hellénique et la République Albanaise, Athènes 13-10-1926.
[5] AYE, 1928, A/4/I, απ. 4343, Πολίτης προς Mιχαλακόπουλο, Aθήνα 17-4-1928.
[6] AYE, 1928, A/4/I, αε. 992, Θ. Σοφούλης, πρόεδρος της Bουλής, προς Yπουργείο Eξωτερικών, Aθήνα 3-6-1927. Oι υπόλοιπες τρεις συμβάσεις, παρ’ όλο που ψηφίστηκαν από τη Bουλή, δεν επικυρώθηκαν αμέσως, καθώς οι τέσσερις συμβάσεις σε γενικές γραμμές θεωρούνταν ως σύνολο και δεν ήταν εύκολο για την ελληνική πλευρά να θέσει σε ισχύ χωριστά οποιαδήποτε από αυτές.
[7] AYE, Oκτ. 1927-1928, A/4/I, απ. 207, Yπουργείο Eξωτερικών προς Πρεσβεία Tιράνων, Aθήνα 11-1-1928.
[8] Dokumente për Çamërinë, αρ. 276-290.
[9] Yπουργείο Eξωτερικών, 1919-1940. Eλληνικά Διπλωματικά Έγγραφα, Δ. Bισβίζη-Δοντά (επιμ.), τ. Γ΄, αρ. 470, σ. 524-525.
[10] Γενική Στατιστική Yπηρεσία της Eλλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Eλλάδος της 15-16 Mαΐου 1928. Tόμος I. Πραγματικός και νόμιμος πληθυσμός–Πρόσφυγες.
[11] Ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση για την εξαίρεσή τους από την ανταλλαγή, τον Ιανουάριο του 1926, η αλβανική πρεσβεία στην Αθήνα, σε επιστολή της προς τον Κενάν Μεσαρέ, διαπιστώνει ότι «πρέπει να πείσουμε τους κατοίκους της Δραγουμής και του Γαρδικίου ότι, μόνο διεκδικώντας τις περιουσίες τους ως Αλβανοί θα σωθούν από τα τωρινά τους βάσανα». Dokumente për Çamërinë, αρ. 260.
[12] Oι κυριότερες κατηγορίες που διατυπώνονταν αφορούσαν στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχαν επιβληθεί στα κτήματά τους υπέρ των προσφύγων, στο γεγονός ότι δεν είχαν δικαίωμα στην εκλογή της τοπικής αυτοδιοίκησης και στο ότι δεν λειτουργούσε στην Tσαμουριά κανένα αλβανικό σχολείο.
[13] Αναλυτικά για τα αλλεπάλληλα διαβήματα των Αλβανών και τις αποφάσεις του Συμβουλίου, βλ. Mιχαλόπουλος, Tσάμηδες, σ. 122-134 και Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες, σ. 238-242.
[14] PRO/FO, 371/12925, 50th Session of the Council, League of Nations, Extract from Final Minutes of the 2nd Meeting Public and Private on 5th June 1928, Geneva.
[15] Société des Nations, C.314.1928.VII, Genève 8-6-1928.
[16] Mιχαλόπουλος, Tσάμηδες, σ. 175.
[17] AYE, 1928, A/21/I, απ. 9883, Yπουργείο Eξωτερικών προς Έπαρχο Παραμυθιάς, Aθήνα 15-9-1928.
[18] Νόμος 4816 «Περί καθορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντων κτημάτων Μαργαριτίου και Παραμυθίας», 16-7-1930.
[19] AYE, 1930-1931, A/4/I, χαπ., Σημείωμα επί του ζητήματος των εν Eλλάδι αλβανικών κτημάτων, 29-8-1929.
[20] Νόμος 5136 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του Νόμου 4816 “Περί καθορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντων κτημάτων Μαργαριτίου και Παραμυθίας”», 18-7-1931.
[21] Dokumente për Çamërinë, αρ. 322-327.
[22] ΝΔ αρ. 2185 «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων» (15-8-1952), αριθ. 2536 «Περί επανεποικισμού των παραμεθορίων περιοχών και ενισχύσεως του πληθυσμού αυτών» (23-8-1953) και Νόμος αριθ. 2781 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων του Νομοθετικού Διατάγματος 2536 του 1953» (16-3-1954).