Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Μαρία Πολυδούρη- Η ιέρεια του Έρωτα και του Πόνου
Μέρος Α΄: Περίπατοι στα φαιόχρωμα τοπία της γενιάς της
Η ζωή της Μαρίας Πολυδούρη (1902-1930) καλύπτει δημιουργικά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα και την πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία. Είναι επομένως η σύνθεση της περισσότερο δραματικής-επώδυνης, θα λέγαμε- για την ιστορία του τόπου, δεκαετίας, καθώς θρυμματίζεται κυριολεκτικά μια μεγαλοφάνταστη εθνική φαντασίωση, που διατήρησε ζωντανό το μεγάλο όραμα από την Άλωση και μετά και που τώρα οριακά προδιαγράφει τις ορίζουσες μιας νέας εποχής: τον μακρόχρονο μετεωρισμό ανάμεσα στη θρηνωδία –πάνω στις πικρές παρενέργειες της καταστροφής- και στην κυοφορία μιας αναγεννημένης πραγματικότητας¹.
Έχει τονιστεί, τόσο στην ιστορία του μεσοπολέμου όσο και στη θεώρηση της λογοτεχνικής παραγωγής-της ποίησης κυρίως-, το κλίμα μιας απαισιόδοξης, εσωτερικής εστίασης δημιουργίας, της οποίας οι λυρικοί τόνοι και η έμπνευση κατάγονται από τα ρεύματα της γαλλικής ποίησης, ως μια εγκλιματισμένη στο ελληνικό μεσοπολεμικό περιβάλλον νεορομαντική-νεοσυμβολιστική ενδοψυχική έκφραση απόγνωσης και παραίτησης από τη ζωή και τη νεανική της ακμή2. Δεν πρόκειται απλώς για τη μετακένωση και τη φιλόξενη δεξίωση μιας πρωτογενούς ευρωπαϊκής τάσης. Καθώς σχηματοποιούμε την εγκατάλειψη της παλαμικής επικής παράδοσης, που συγκροτεί-μέχρι την επερχόμενη βίαιη ρήξη- την ανασύνθεση των πολλαπλών μεταμορφώσεων του ελληνισμού και τη συγκρότηση της ενιαίας πορείας του μέσα στο χρόνο, βρισκόμαστε αίφνης αντιμέτωποι-και μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο- με μιαν οριακή εθνική τραγωδία- τόσο σε πραγματικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Η Μικρασιατική Καταστροφή θα διαταράξει βίαια τις πολιτικοοικονομικές, τις δημογραφικές και κυρίως τις ιδεολογικές συνιστώσες, εκθεμελιώνοντας εθνικές βεβαιότητες και μακροχρόνιες προσδοκίες. Είναι μια «νόσος» της «προσωποποιημένης» ιστορίας, που βυθίζει το άτομο, κερματισμένο κι αποκομμένο από τα ερείσματά του με την κοινωνία, στο πένθος και στη θρηνωδία3, στο φλερτ με τον θάνατο και την ασθένεια, αλλά και στον αντίδοτο έρωτα-λυρική ενατένιση της ομορφιάς πέρα από της ιστορίας τα παθήματα.
Αυτές τις στιγμές του συλλογικού δράματος, της ήττας μετά από ένα όραμα αιώνων, οι άνθρωποι που δημιουργούν στρέφονται προς τον εσωτερικό τους κόσμο, σε μιαν ενδοσκοπική διαδικασία αυτολύτρωσης ή, κατά την αριστοτελική έννοια, λυτρωτικής κάθαρσης. Ο «Πόνος»4 ενοχοποιείται για την παραίτηση, το αίσθημα ματαίωσης και τις συν-αισθηματικές τονικότητες του κλειστού, ενδοψυχικού περιβάλλοντος. Η έννοια της decadence και των εκπροσώπων της ευρωπαίων ποιητών (decadents), μεταγλωττίζεται στην εθνική μας λογοτεχνία του μεσοπολέμου ως «παρακμή» και οι ποιητές που εκφράζουν αυτό το κλίμα χαρακτηρίζονται ως «παρακμιακοί»5. Η ιστορία εκβάλλει στη λογοτεχνία- τα πράγματα μετατοπίζονται από την προγενέστερη βίωση μιας επικής αίσθησης της ιστορίας στη λυρική, προσωπική-υποκειμενική, ενδοψυχική κατάδυση στην ποιητική μοναξιά. Έτσι, οι μείζονες επικοί τόνοι της παλαμικής ποίησης6 παραδίνονται πια στη συνείδηση μιας έκπτωσης, ηθικής και κοινωνικής υφής, με αισθήματα που κυμαίνονται από την ανήμπορη για πράξη μελαγχολία και νοσηρή απόδραση, μέχρι τη σατιρική-σαρκαστική (και αυτοσαρκαστική) αποδόμηση της κατεστημένης πραγματικότητας και τη βίαιη κοινωνική κριτική.
Για πολλές δεκαετίες προβλήθηκε-υπό την επήρεια και της θεώρησης του Γερμανοεβραίου γιατρού Max Nordeau-7 και ερμηνεύτηκε κριτικά, το παθολογικό στοιχείο που έφερε η μεσοπολεμική ποίηση, καθώς πολλοί από τους ευρωπαίους και τους Έλληνες, στη συνέχεια, εκπροσώπους της αποτελούσαν επίσης ένα είδος σπουδής για το πώς η «νοσηρότητα» διολισθαίνει διαδοχικά από τον δημιουργό στο έργο του και εκβάλλει στην κοινότητα, προσδιορίζοντας την ιστορικότητα του βιώματος, των συναισθηματικών και αισθητικών προβολών του.
Η ιστορία ωστόσο αυτής της περιόδου στον τόπο μας έρχεται να τεκμηριώσει την «παθολογία» της ίδιας της εποχής, που αν δεν είναι η αποκλειστική ικανή συνθήκη, συνιστά όμως έναν σοβαρό αντικειμενικό παράγοντα, που διαπλέκεται με τον λογοτεχνικό (τις ευρωπαϊκές επιδράσεις) και μορφοποιεί δημιουργικά τη στροφή στον υποκειμενικό λυρισμό. Ο Εθνικός Διχασμός8, απότοκος προηγούμενων εσωτερικών συγκρούσεων της εξουσίας, που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί για δεκαετίες -με άλλες γεγονοτολογικές εκδοχές- και θα οξύνεται παρά την καταλυτική επήρεια παγκόσμιων γεγονότων. οι ιδεολογικές αντιθέσεις που μετασχηματίζονται ολοένα και με τη δημιουργία του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (1918-δύο χρόνια μετά την τραγωδία του Μικρασιατικού πολέμου θα μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), θα εγκαταστήσουν τη νέα ιδεολογική πόλωση9 (που θα εκβάλει και στη λογοτεχνία και στη λογοτεχνική κριτική)10– με τις δραματικές κορυφώσεις του Εμφυλίου Πολέμου και την μεταπολεμική, τραυματική διάβρωση της κοινωνικής και πνευματικής ζωής.
Μακρά πορεία εγκλιματισμού…
Η εθνική τραγωδία: στις πιο οικτρές της εκφάνσεις επρόκειτο για την τραγωδία 1,5 εκατομμυρίων νοικοκυραίων ανθρώπων που αφήνοντας πίσω τους αποτρόπαια σφαγιασμένους δικούς τους ανθρώπους κι έναν ακμαίο, ανθηρό αστικό πολιτισμό σε προαιώνιες ελληνικές κοιτίδες, και με σπαράγματα ζωής11 έρχονταν τώρα, σε μια χώρα εντελώς απροετοίμαστη για τα στοιχειώδη, να μετεγκατασταθούν στον εθνικό κορμό, ξεκινώντας από την αρχή το χτίσιμο της ζωής τους με το βαρύ φορτίο του πρόσφυγα12.
Τα «big data» του προσφυγικού ζητήματος έχουν πολλά ακόμα να αφηγηθούν και πολλές πτυχές της δημογραφίας, της οικονομίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, των πολιτισμικών συγκράσεων και της ανθρώπινης περιπέτειας να ερευνήσουν κατασκευάζοντας, όσο δυνατόν, τη χαρτογραφημένη πραγματικότητα της φύσης της καταστροφής και των ψυχικών της αποτυπώσεων13, όπως και την πιο ρεαλιστική και μετρήσιμη πραγματικότητα του εγκλιματισμού, της ανάπτυξης, της αστικής επιτάχυνσης της χώρας –το μερικό ισοζύγιο καταστροφής και ανόρθωσης14.

Η λογοτεχνία της μεσοπολεμικής περιόδου θα ακουμπήσει τη συγκίνησή της σ’αυτό το τραυματικό έως και νοσογόνο περιβάλλον της εποχής, που θα τροφοδοτεί την ελεγειακή ατμόσφαιρα, τους ερωτικούς πεισιθάνατους στίχους, την απαισιόδοξη στοχαστικότητα και τον εγκλεισμό στο εσώτερο, τραυματισμένο εγώ.
«Δεν ξέρω ως ποιο βαθμό παίζουν το ρόλο τους οι ιστορικοί παράγοντες», θα γράψει ο Άγγελος Τερζάκης, «δεν θέλω, δεν μ’ αρέσει να τους υπερτιμώ. Πιστεύω πως -όχι κάθε γενιά, όπως συχνά λέγεται- αλλά κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ’ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω από το σημείο του. Όσοι πίστεψαν, αργότερα, πως η απαισιοδοξία μας, ο «ρομαντισμός» μας, ήταν πόζες ή απομιμήσεις δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους: Αυτοκαταγγέλλονται ως ηθικά αδιαπέραστοι. Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε, που την ήπιε σαν σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία των άλλων είχε ένα δράμα εσωτερικό …»15
Μ’αυτά τα δεδομένα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τουλάχιστον για την ελληνική πραγματικότητα, η ποιητική αίσθηση της παρακμής, η επικράτηση του νεορομαντισμού-όρου αμφιλεγόμενου στη μεσοπολεμική ποίηση και το κλίμα των decadents- προσδιορίζεται και κατανοείται εναργώς μέσα στα όρια της ιστορικότητάς του. Ο Roderick Beaton θεωρεί ότι στη μεσοπολεμική ποιητική παραγωγή έχουμε δύο βασικές κατευθύνσεις, που προσδιορίζουν την απαξιωτική και απαξιωμένη στάση των δημιουργών απέναντι στην εποχή τους: την παθητική λυρική θρηνωδία αφενός –σ’αυτήν εντάσσονται ποιητές όπως ο Κώστας Ουράνης, η Μαρία Πολυδούρη, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης…-. και αφετέρου τον αμείλικτο σαρκασμό16-μέχρι τη νιτσεϊκή διάλυση- μαζί με την ακραία αυτοειρωνεία, στοιχεία που καθιστά ο Κώστας Καρυωτάκης ποιητική του «ιδιόλεκτο», προσδίδοντας στη μοντερνιστική ειρωνεία του τη σκληρή φωνή του αξιολογικού κριτηρίου της ζωής και της τέχνης.
Μια ανατρεπτική, κοσμοπολίτικη φωνή
Διαφορετική ωστόσο αίσθηση-και βίωση- των πραγμάτων δημιουργεί η απομάκρυνση από τον «τύπον των ήλων» της εθνικής ταπείνωσης, το άνοιγμα της δημιουργικής διανόησης σε ένα κοσμοπολίτικο, ανοιχτό περιβάλλον ευρωπαϊκών αναζητήσεων και εμπειριών.
Απότοκο αυτού του εξωστρεφούς προσανατολισμού και της κηρυγμένης άρνησης του «επαρχιακού» εγκλεισμού, που επηρεάζει όλες τις μορφές λογοτεχνικής έκφρασης, είναι το Ελεύθερο Πνεύμα17 του Γιώργου Θεοτοκά, που πρώτος ο Louis Roussel το είχε χαρακτηρίσει «μανιφέστο». Γύρω από τις ανατρεπτικές, της κατεστημένης λογοτεχνικής πραγματικότητας, ιδέες του θα συνασπιστούν όλοι οι νεωτερικοί ποιητές και μυθιστοριογράφοι, που συνεργάζονται για την έκδοση του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935-1944)18. Το μακρόβιο περιοδικό, υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Καραντώνη και την ένθερμη υποστήριξη του Γιώργου Κατσίμπαλη, θα στεγάσει και θα προωθήσει τη φιλελεύθερη αστική ιδεολογία και το φιλελεύθερο πνεύμα των λογοτεχνών και διανοητών εκπροσώπων του, που μέχρι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα συνηχεί με τη μαρξιστική και σοσιαλιστική διανόηση, την οποία θα υπηρετούν, με διάφορες ιδεολογικές αποχρώσεις, τα δικά της περιοδικά (Νέοι Βωμοί (1924), Νέα Επιθεώρηση (1928-’29), Οι Πρωτοπόροι (1930,1931) κ.ά.)19
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, με νομικές σπουδές στην Αθήνα και στο Παρίσι, και ολοκληρώνοντας τις μεταπτυχιακές νομικές του σπουδές στο Λονδίνο, θα βιώσει την περιθωριακότητα της ελληνικής παρουσίας στη σύγχρονη σκέψη και τον ανύπαρκτο ρόλο των Ελλήνων δημιουργών στον ευρωπαϊκό χώρο. «Το αισθανόμαστε βαθιά πως μόλις περάσομε τα σύνορά μας δεν αντιπροσωπεύομε τίποτα, κανείς δε μας λογαριάζει στα σοβαρά… πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο»20. Με πνεύμα κριτικής διαλεκτικής θα οργανώσει το πρώτο σάλπισμα της εθνικής πνευματικής-δημιουργικής αφύπνισης προς την ευρωπαϊκή συνοδοιπορία με όρους οικουμενικότητας πλέον. «…Η χειραφέτηση της μεταπολεμικής γενεάς είναι μια υπόθεση που επείγει»21, θα γράψει στο εισαγωγικό κείμενο του δοκιμίου του, το οποίο θα υπογράψει και θα τυπώσει με το ψευδώνυμο «Ορέστης Διγενής» το 1929, σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Η κριτική του σε μια μη δημιουργική, αποστραγγισμένη πανεπιστημιακή διανόηση, παρά την ευγένεια της γλώσσας που χρησιμοποιεί, είναι αμείλικτη. Χωρίς να αρνείται τη σημαντικότητα μεγάλων εθνικών λογοτεχνών-εκπροσώπων της παράδοσης-, θεωρεί ότι «λείπουν από τους Έλληνες οι πνευματικοί ορίζοντες, η παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη… Δεν έχουν ακόμα οι ελληνικοί εγκέφαλοι τη δύναμη ν’απλωθούν ελεύθερα στον κόσμο των ιδεών και σε κάθε βήμα, στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην ιστορία, στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στη γλωσσολογία, γυρεύουν την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή…»22 Απόλυτες βεβαιότητες μόνον η επιδερμική θεώρηση των ζητημάτων της τέχνης παράγει. Ο στοχασμός ανακαλύπτει την πολυπλοκότητα των συναφών ζητημάτων και οδηγεί τον σκεπτόμενο άνθρωπο στη συνείδηση της πνευματικής ατέλειας και στη διανοητική μετριοφροσύνη. Η βαθιά και βασανιστική σκέψη είναι εκείνη που απομακρύνει από τον δογματισμό, τις κοσμοθεωρίες και τις απόλυτες αρχές23. «Αλίμονο στην Ελλάδα αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών»24, θα αποφανθεί ζυμωμένος με τα μανιφέστα τέχνης των πρώτων ευρωπαϊκών δεκαετιών.
Η αστική του προέλευση και η κοσμοπολίτικη κουλτούρα του τον βοηθούν να υπερκεράσει τη στατική θλίψη των εγκλωβισμένων στην περίκλειστη, εντός των εθνικών ορίων25, μοίρα των δημιουργών, που μαστίζονται από την αρρώστια, τη φτώχεια, την εθνική ταπείνωση. Αναφέρεται στη «θυσιασμένη γενιά» λογοτεχνών, θυμάτων της ιστορικής συγκυρίας, που «δεν τους έμεινε καιρός να συγκεντρωθούν, να σκεφθούν, να συνθέσουν». Την παραίτησή τους δικαιολογεί όχι τόσο εξαιτίας αντίξοων υλικών συνθηκών αλλά προπάντων εξαιτίας της ψυχικής τους κάμψης. «Τέτοιες γενικές μεταβολές του ρυθμού μιας κοινωνίας μονάχα πολύ δυνατές ιδιοσυγκρασίες είναι ικανές να τις υποστούν ψύχραιμα. Ένα λεπτό τάλαντο, γεννημένο για να εκφράζει ήρεμα συναισθήματα μέσα σε μιαν ήρεμη ατμόσφαιρα, απελπίζεται εύκολα όταν ξεσπάσουν τέτοιες τρικυμίες»26.

…σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Οι στίχοι του Καρυωτάκη27 ηχούν ως η λυρική πύκνωση της μοίρας των ποιητών που δεν επέπρωτο να ζήσουν. μια καίρια, στη δωρική της ακρίβεια, «αυτο-βιογραφία», ένα ομαδικό πορτρέτο, που ενοποιεί τις όποιες διαφορές και περιχαρακώνει το πεπρωμένο τους σε δύο μόνον ασύμβατα –και γι’αυτό τραγικά- λεκτικά συμβάντα: νεότητα-έρωτας/ θάνατος. Η ζωή τους, όχι μόνο του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη αλλά και πολλών από τους λιγότερο γνωστούς ή και άγνωστους ποιητές αυτής της «γενιάς»,28φαίνεται να παίζει σε πικρή παράσταση την άρρητη αλήθεια της ιστορίας, καθώς η γεγονοτολογία της δεν κατορθώνει να αποτυπώσει τα ψυχικά συμφραζόμενα των οδυρόμενων, μέσα στη δίνη της, ανθρώπων.
Συνηθίζουμε, για λόγους ιστορικούς, φιλολογικούς-και γενικότερα ερμηνευτικούς-, να χρησιμοποιούμε ομαδοποιήσεις που σχετίζονται με το έργο των δημιουργών, την ηλικία, τις επιδράσεις, τους εκφραστικούς τρόπους, την αντίληψή τους για τη λογοτεχνία ή την τέχνη, τις ανησυχίες τους για τα κοινωνικά και πολιτισμικά προβλήματα της εποχής τους. Στην περίπτωση των «ελασσόνων» κυρίως μεσοπολεμικών ποιητών της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, το στοιχείο που ενοποιεί δραματικά τη βραχύβια βιολογικά παρουσία τους είναι η αρρώστια και ο θάνατος29. Λαθρεπιβάτες της ζωής, πριν συμπληρώσουν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους θα πεθάνουν από φυματίωση (κάποιοι και φτώχεια): η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1908-1935), ο Μίνως Ζώτος (1905-1932), ο Γιάννης Αηδονόπουλος (1916-1944), ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956), (θα νοσηλευτεί στα σανατόρια της Πεντέλης και της Πάρνηθας, αλλά πιο «τυχερός», θα πεθάνει μια εικοσαετία αργότερα, στα 47 του χρόνια). Ενώ τα ναρκωτικά θα εξοντώσουν τον Γ. Μ. Μυλωνογιαννάκη (1909-1954) σε ηλικία 45 χρόνων και τον Γιώργο Καρατζά (1912-1948), φιλάσθενο φίλο και μαθητή του Τέλλου Άγρα, στην ηλικία των 35 χρόνων. Αντι-ηρωικό ρίγος διαπερνά τη ζωή και την τέχνη τους, με εξαίρεση τον αντιστασιακό Φώτο Πασχαλινό (1913-1943), που θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς στα τριάντα του χρόνια.
Ποικίλες αποχρώσεις θανάτου-ατελεύτητη παρέλαση εικόνων- κεντούν τη νεότητα των ποιητών και περνούν σαν δυσοίωνες προφητείες από την ποίησή τους: Η «Σωτηρία» της Μαρίας Πολυδούρη, η «Θυσία» της ίδιας για τον «συγκρατούμενό» της στη Σωτηρία νεαρό ποιητή Γιάννη Ρίτσο. «Ο Ποιητής» για τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο (1890-1923), που θα νοσηλευτεί κι αυτός στη Σωτηρία και θα χαθεί από φυματίωση σε ηλικία 26 χρονών . «Η μπαλλάντα των φθισικών» της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, ο «Τάφος» του Μίνου Ζώτου (Αφιερωμένο στους κατάκοιτους φυματικούς του κόσμου), η «Ωχρά σπειροχαίτη» του Καρυωτάκη-τονικότητες και αναβαθμοί μιας προδιαγεγραμμένης πορείας προς τον θάνατο, όπου η ποίηση απλώς χρονογραφεί τη βιολογία. και η βιολογία μορφοποιεί το ατομικό δραματικό βίωμα σε ποίηση.
Μαρία Πολυδούρη
Η Μαρία Πολυδούρη είναι η επιτομή της τραγικότητας όλων των άτυχων ποιητών της γενιάς της. Στη σύντομη ζωή της συναντώνται -και τη δραματοποιούν σε ισόποσες δόσεις- ο έρωτας, η αρρώστια, η φτώχεια, ο πρόωρος θάνατος. Αλλά και η διαρκής εξέγερση, η ανυποταξία, που την ακολουθεί -ουσιώδες στοιχείο της ψυχικής και συν-αισθηματικής της ζωής- από την παιδική της ακόμα ηλικία κι ως το τέλος. κι ενώ τίποτα δεν προμήνυε στο ξεκίνημά της τις δραματικές περιπλοκές που ακολούθησαν. «Ναι γεννήθηκα για να ζήσω με μια πλούσια ξεχειλισμένη ζωή. Γεμάτη όνειρα και περηφάνια. Στο σπίτι μου με καμάρωναν σαν κάτι ωραίο και δυνατό…Κι έτσι, γιατί ήμουν δυνατή, γιατί δεν αφέθηκα στη ζωή, κέρδισα τη δυσμένειά της…», θα γράψει στην Αυτοβιογραφία της30.
Συχνά, προσπαθεί να κατανοήσει τις τροπές που όρισαν τη μοίρα της-παλεύει ανάμεσα στη δύναμη τη δική της και τη δύναμη των εξωτερικών πραγμάτων-στην ψευδαίσθηση πως μπορούμε να αρθούμε πάνω από τα πράγματα και τις συντυχίες. Κι αυτή η αίσθηση ανατροφοδοτεί διαρκώς-και αντίθετα από τις εξωτερικές συγκυρίες και τη μελαγχολία τής ποιητικής της έκφρασης- την αγωνιστική διάθεση, το ίδιο το πείσμα της για ζωή: « Όλα αυτά που τα ονομάζουμε μοιραίο, όλες οι μεταβολές που οι ίδιοι εμείς γενήκαμε το όργανο χωρίς καν να έχουμε συναίσθηση και φέρνουμε το βάρος των αμαρτημάτων μας που δε διαπράξαμε, έρχεται μια εποχή και τα βλέπουμε ξάστερα, πώς αρχίνησαν και πώς τελείωσαν, τι εκάναμε και τι έπρεπε να κάνουμε31.

Γεννημένη στην Καλαμάτα, Πρωταπριλιά του 1902 και-τι τραγική ειρωνεία!- σαν ψέμα η ζωή της ολόκληρη θα γνωρίζει τις δραματικές της κορυφώσεις πάντα μέσα στον ανοιξιάτικο μήνα Απρίλη32. Στα εικοστά της γενέθλια, Πρωταπριλιά του 1921, θα γράψει στο ημερολόγιό της για τα βιώματα της απριλιάτικης άνοιξης που την έφερε στον κόσμο: «Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής!»33
Η Μαρία ήταν η τρίτη κόρη του φιλόλογου καθηγητή Ευγένιου Πολυδούρη, από τη Μικρομάνη της Μεσσηνίας, και της Κυριακής Μαρκάτου, γυναίκας πεπαιδευμένης, με ιδέες προοδευτικές γύρω από το φεμινιστικό κίνημα και τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στον κοινωνικό χώρο. Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της ήταν η Πέπη και η Βιργινία-η τελευταία θα σταθεί δίπλα της σε όλη την επώδυνη φάση της αρρώστιας και μέχρι τον θάνατό της. Αργότερα θα γεννηθούν και τα δύο αγόρια της οικογένειας, ο Κώστας, και τελευταίος (το 1915), ο Ευάγγελος, ο χαϊδεμένος της Λίλης. Γι’αυτόν η Μαρία, είχε γεμίσει ένα ολόκληρο τετράδιο με νανουρίσματα, που αργότερα το ανακάλυψαν οι γονείς της, σύμφωνα με μαρτυρία της Βιργινίας. Γι’αυτόν και το ποίημα Λίλης Π…34. Τρυφερές εικόνες από τη «μητρική», παιδική της σχέση με τον μικρό της αδελφό, μας παραδίνει η συμπατριώτισσα και στενή της φίλη, ποιήτρια Τίλλα Μπαλή35: «Τη θυμάμαι τη Μαρία, με μια πλεξούδα που της κατέβαινε κάτω από τη μέση-γιατί είχε πλούσια μαύρα ίσια μαλλιά-κι ένα κοντό φορεματάκι λεπτό πάνω από τα γόνατα… Τις περισσότερες φορές κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό αδερφάκι και το ντάντευε στοργικά. Κι όμως, ήταν σοβαρή, λιγομίλητη και δεν είχε την παιδικότητα της ηλικίας της. Ονειροπαρμένη κοίταζε το φεγγάρι με μια μελαγχολική σχεδόν ρέμβη, κι άλλοτε την άκουγα να τραγουδάει»36.
Οι συχνές μεταθέσεις του πατέρα της ήδη από την πολύ παιδική της ηλικία και η γνωριμία των ελληνικών παραδοσιακών τόπων, θα εγκαθιστούν στην ψυχή της βιώματα-από τη φύση και τους ανθρώπους, κυρίως τους λαϊκούς ανθρώπους και τα ήθη τους- ανεπεξέργαστα αρχικά κι αργότερα σμιλεμένα σε στίχους. Η πρώτη μετακίνηση στο Γύθειο το 1905, όταν η Μαρία ήταν μόλις τριών χρονών. Εκεί θα τελειώσει το δημοτικό σχολείο και θα εγγραφεί στην πρώτη τάξη του Ελληνικού Σχολείου. Και τότε θ’αρχίσουν να ξετυλίγονται «οι ιστορίες της ζωής της», όπως θα γράψει η ίδια: «Όλες οι ιστορίες αρχίζουν απ’την αρχή και οι ιστορίες της ζωής αρχίζουν από την παιδική ηλικία»37.
Έχει σίγουρα μια ασυνήθιστα ώριμη πρόσληψη των πραγμάτων γύρω της και των συμβάντων. Κυρίως του θανάτου. Ο θάνατος φαίνεται να την συγκλονίζει τόσο ως πραγματικότητα όσο και ως πολιτισμικό δεδομένο. Τρυπώνει στα μανιάτικα σπίτια και παρακολουθεί τελετουργικά του θανάτου, τις μοιρολογίστρες, που πάλλονται και δονούνται ολόκληρες με γοερή εκφραστικότητα, και καταγράφει τα τραγούδια τους. Όμως ο θάνατος την επισκέπτεται νωρίς και θα σημαδέψει την άγουρη παιδική της ηλικία, όταν θα χάσει δύο αδέλφια της σε νηπιακή ηλικία. Στις αυτοβιογραφικές της σημειώσεις μέσα στη Σωτηρία, αναθυμάται: «…Όταν είδα να πεθαίνουν δύο αδελφάκια μου κάτι όμορφα κι έξυπνα παιδάκια κατάλαβα πως το τραγικώτερο πράμμα στη ζωή ήταν ο θάνατος… «Ώστε έτσι είναι; Θα πεθάνω;» αυτό ήταν ένα τραγικό ερώτημα»38.
Ακόμα και το πρώτο της δημοσιευμένο λυρικό κείμενο στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ, με τίτλο: «Δυστυχής μήτηρ»39, θα είναι εμπνευσμένο από το τραγικό γεγονός του πνιγμού ενός νέου, του οποίου το πτώμα θα ξεβράσει η θάλασσα.
Η επόμενη μετάθεση του πατέρα της στα Φιλιατρά το 1914. Εκεί η Μαρία θα φοιτήσει στην πρώτη και δευτέρα τάξη του γυμνασίου. Στις αυτοβιογραφικές της σελίδες ανακαλεί τα συναισθήματα και τη βουή της ταραγμένης εφηβείας της, το ανοίκειο του κόσμου μέσα στον οποίο καλούνταν να ζήσει: «Πήγαινα τώρα πια στο Γυμνάσιο, έμπαινα στην εφηβική ηλικία κι άρχιζε μια σκοτεινή εποχή πάλης χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Όλες μου οι αντιθέσεις οι πιο βίαιες. Ένα μίσος για κάθε πράξη μου, για με την ίδια, για τον εαυτό μου που μου ξέφευγε. Το αυθόρμητο, η καλοσύνη μου, ο έρωτας για όλα, ξεχείλιζαν, μού φεύγαν για έναν κόσμο, ένα περιβάλλον ανίδεο, σχεδόν εχθρικό για μένα… Μια περηφάνεια ωραία και σκληρή…»40
Το 1917, η επόμενη μετάθεση του καθηγητή Πολυδούρη πάλι στην Καλαμάτα, όπου η Μαρία θα φοιτήσει στην τρίτη γυμνασίου. (Από το ίδιο γυμνάσιο θα αποφοιτήσει τον Ιούνιο του 1918, με βαθμό «πάνυ καλώς» και διαγωγή «κοσμιωτάτη»). Ήδη από τα πρώιμα σχολικά της χρόνια διακρίνεται η ιδιαίτερη κλίση της προς την ποίηση. Τώρα, στην Καλαμάτα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα δείξει για τη λυρική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων λυρικών, κυρίως για τη Σαπφώ, της οποίας στίχους μεταφράζει. Τα πρώτα δικά της ποιήματα, θα συγκεντρώσει σε τετράδιο, και θα δώσει στην πρωτόλεια ποιητική της συλλογή-που δεν θα διασωθεί-τον τίτλο: «Μαργαρίτες».


Η μαθητική της ζωή δεν είναι η συνήθης. Ευφυής, «καλή», με τους δικούς της όρους, μαθήτρια, με σοβαρότητα που, παρά την ατίθαση αλλά ευπρεπή στάση της, την καθιστά αξιοσέβαστη ως προσωπικότητα στους καθηγητές της. «Στο σχολείο ήμουν μια καλή μαθήτρια όμως όχι αγαπητή στους Καθηγητές μου. Με σέβονταν δεν ξέρω γιατί, εξαναγκαστικά όμως, δε μ’αγαπούσαν. Δεν ήμουν επιμελής, δε σηκωνόμουν να πω μάθημα παρά όταν ήθελα εγώ και συχνά έλειπα απ’το μάθημα κατεβαίνοντας στην παραλία. Δε μου ζητούσαν ούτε εξηγήσεις. Μα όταν τα διαγωνίσματα έρχονταν ήταν γνωστό από πριν τι βαθμό θα έπαιρνα. Οι εκθέσεις μου διαβάζονταν και στις άλλες τάξεις. Όταν με ρωτούσαν για το μέλλον μου τους έλεγα ότι θα γινόμουν Υπουργός και με κοίταζαν παράξενα!»41
Στο οικογενειακό της περιβάλλον-φυτώριο προοδευτικών ιδεών- μυείται στις φιλελεύθερες ιδέες που εκφράζονται τότε μέσω του φεμινιστικού κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών και τη δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους στην εκπαίδευση και στην εργασία42. Και που αργότερα θα τις εγγράψει στους δικούς της αγώνες και στα δικά της σχήματα ζωής. Στο σπίτι τους κυκλοφορεί ανελλιπώς η «Εφημερίς των κυριών»43, που εξέδιδε η Καλλιρόη Παρρέν, την οποία η μητέρα της θαύμαζε.
Στις αρχές των γυμνασιακών της χρόνων, όταν κάποτε ο πατέρας της, ευγενής και πράος χαρακτήρας, είχε ρωτήσει τον Σχολάρχη στα Φιλιατρά για τη συμπεριφορά της κόρης του, εκείνος: «Στη Μαρία διακρίνω σατανικό μυαλό, να μη σας λείψουν από τα χέρια σας ούτε στιγμή τα γκέμια, κύριε Πολυδούρη, γιατί θ’αφηνιάσει και θα χαθεί»44. Ο ίδιος, ωστόσο, «κρατούσε μια ηρεμία επιβλητική απέναντί μου», σημειώνει στην αυτοβιογραφία της η Μαρία, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη σιωπηλή ανεκτικότητα του πατέρα της απέναντι στην ανυπόταχτη, εξεγερμένη κόρη του. «Είχε μια φανερή ανησυχία στο βλέμμα όταν τον κοίταζα μ’ένα βλέμμα τόσο απομακρυσμένο σα να μην τον γνώριζα. Πολλές φορές είδα το βλέμμα του θολωμένο κι αυτό το δάκρυ μέσα στα γαλάζια στοργικά μάτια ήταν το πιο γλυκό πράμμα στη ζωή μου. Τίποτε δε θυμάμαι με περισσότερη ευγνωμοσύνη, σχεδόν με ταπεινοσύνη. Θα ήθελα να γονατίσω και να κρύψω την όψη μου μέσα στα χέρια του…»45
Ήταν μόνο 16 χρονών με το απολυτήριο γυμνασίου στο χέρι, όταν αμέσως δίνει επιτυχώς εξετάσεις σε διαγωνισμό της Νομαρχίας για πρόσληψη υπαλλήλου. Τον Ιούλιο του 1918 διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1919 θα κάμει εγγραφή στη Νομική Σχολή Αθηνών. Βαρύ, διπλό χτύπημα επέπρωτο να τη βυθίσει σε πένθος και να εγκαταστήσει μέσα της το φάσμα του θανάτου-μαζί με κείνο του έρωτα- το δίπολο της ζωής και του ποιητικού της λυρισμού: το 1920 πεθαίνει από πνευμονία ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα, εξασθενημένη από αδενοπάθεια, η μητέρα της. Στο ποίημα Της Μητέρας μου46, η Μαρία αποθέτει στη νεκρή πια μητέρα της σπαρακτικά τη μεταμέλειά της για όσα την πίκραναν τις τελευταίες ώρες της, στην αδυναμία της να καταλάβει πόσο φριχτά κοντά ήταν το τέλος… Ήταν τότε η πρώτη της δυνατή ερωτική «φαντασίωση» με τον Σπύρο Μαρκέτο (τον Πίπη του Ημερολογίου της), επίδοξο πολιτικό, για χάρη του οποίου θα φύγει παρορμητικά για την Αθήνα, ενώ η μητέρα της νοσηλευόταν βαριά στο νοσοκομείο. «…Είχα τη σκληρότητα να της ειπώ ότι δεν μπορούσα να την ακούσω και ότι θα έφευγα. Καημένη Μαμά μου δεν θα ξεχάσω τα δάκρυά Σου της προηγούμενης ημέρας πριν αφήσεις τον Κόσμο… Δεν πρόφθασα να πέσω στα γόνατά της να της ζητήσω συγγνώμη…»47, θα γράψει, με πικρή μεταμέλεια, στο Ημερολόγιό της (18 Ιουλίου 1921).
Από τον Δεκέμβριο του 1920 η Μαρία Πολυδούρη βρίσκεται με μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας «προς πλήρωσιν κενής θέσεως». «Ευρίσκομαι εδώ στην Αθήνα, την πόλι των ονείρων μου για να ιδώ πραγματοποιουμένη κάθε σκέψι μου. Ο Θεός να με βοηθήσει…»48, γράφει με ψυχική αβεβαιότητα και δικαιολογημένο φόβο στο ημερολόγιό της την 1η Φεβρουαρίου 1921. Δειλή και αδέξια αρχικά στη μεγάλη πόλη αισθάνεται τη μειονεξία της επαρχιακής της εμφάνισης-τη σκέτη καλογερική της ποδιά, το τριμμένο της παλτό, το μεταποιημένο από την ίδια καπέλο-και νομίζει πως όλοι στο δρόμο τής ρίχνουν ειρωνικά βλέμματα49. Άλλωστε είναι πολύ νωπό το πένθος της και η αίσθηση του ανερμάτιστου προσθέτει στη γενικότερα ανασφαλή της φύση, την οποία επιμελώς η άλλη, η εξεγερμένη φύση της, κρύβει και μεταμορφώνει σε περηφάνια και αλαζονική ειρωνεία.
Η πρώτη μέρα στο γραφείο, όταν στις 15 Φεβρουαρίου παρουσιάζεται για να αναλάβει τα καθήκοντά της, θα την «υποδεχτεί» η δημοσιοϋπαλληλική άπνοια, η καχεκτική, απισχνασμένη νόηση των ανθρώπων που θα γίνουν συνάδελφοι και συνεργάτες της. Το φύσει γερασμένο, παρακμιακό περιβάλλον εγείρει την αυθόρμητη άσκηση της ειρωνικής της διάθεσης μέχρι τα όρια του ανελέητου σαρκασμού-στοιχείο κοινό ως βίωμα στην ψυχή και στην ποίηση του Καρυωτάκη50. «…Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! παρ’ολίγο θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους!»51
Αντίδοτο στην καχεξία και τη μιζέρια του γραφείου, το Πανεπιστήμιο. Ενθαρρυντική η πρώτη της εμφάνιση εκεί, πολλαπλασιάζει με τον νεανικό ενθουσιασμό που τη χαρακτηρίζει -καταλυτικό στοιχείο της προσωπικότητάς της- τη συμπάθεια και την εύνοια του φοιτητικού περιβάλλοντος και των νεαρών συμφοιτητών της. «Να ‘μαι και στο Πανεπιστήμιο στην αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα-ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου. Την υποδοχή που μου έκαναν οι συμφοιτηταί μου θα την θυμούμαι πάντα. Χειροκροτήματα συνεχή… Κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά… Αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ονόμασε χήρα…»52

Η Αθήνα ωστόσο απλώνεται με την αλήθεια της πέρα από την αρχική φαντασίωση της Μαρίας Πολυδούρη. Το όνειρο προσγειώνεται στην καθημερινή της πραγματικότητα: στο ύφος της ποιητικής μελαγχολίας, που ωστόσο δεν είναι αναίτια: Το κρύο-του χειμώνα και το μέσα της κρύο. Ένα πιάτο φαγητό σε μια θεία της, που γρήγορα, μέσ’στο χειμώνα, θα το αφήσει για μια ταπεινή, ανεξάρτητη στέγη στα Εξάρχεια. Και προπάντων η φτώχεια, η ψυχική ερημιά, η ασφυξία του γραφείου (μοναδική φίλη, συνάδελφος στο γραφείο, πρόσφυξ εκ Φιλιππουπόλεως, ερωτευμένη με νεαρό στρατιώτη που υπηρετεί στο μέτωπο). οι ανεκπλήρωτοι-περαστικοί- έρωτες. Σε ημερολογιακή σημείωσή της, την 1η Ιουνίου 1921, αποτυπώνει τη θλιβερή της οικονομική κατάσταση ενδεδυμένη με την εξεγερμένη ομολογία μιας απελπισμένης ιδεολογικής συνειδητότητας. «Είδα και έπαθα έως ότου να περάσω το μισό Μάη. Θεέ παντοδύναμε! και έπειτα να μην είσαι μπολσεβίκος!…»53 Τα βιβλία είναι το μόνο της καταφύγιο. «Τίποτε δεν θα μπορούσε σ’αυτήν την εποχή να με παρηγορήσει όπως αυτά. Κλείνουν μια δύναμη απεριόριστη μέσα τους που τη νοιώθω ακόμα πιο μεγάλη…»54
Η «ανθρωπολογία» του έρωτα: μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας
Το στοιχείο ωστόσο που υπερτερεί και αναστατώνει –ως καθ’ημέραν εμπειρία-την ψυχική της ερημιά, μέχρι τη μοιραία συνάντησή της με τον Καρυωτάκη, είναι η αισθηματική της δεκτικότητα, οι ευαίσθητες στο ερωτικό κάλεσμα κεραίες της- πλασματική, ιδανικευμένη εικονοποιΐα, που προσεγγίζει την «εμμονή», μια ατελέσφορη σύγκρουση μεταξύ φαντασιωσικού και πραγματικού κόσμου. Η ιδέα του έρωτα μοιάζει να την καταπονεί ψυχικά από την παιδική της ηλικία και να αποτελεί την πιο ουσιαστική «μονοθεματική» βιογραφία της. Γύρω από τον «έρωτα» της Πολυδούρη πλέκεται η παρερμηνευμένη μυθολογία της ερωτικής της παραφοράς, της παρεξηγημένης ερωτικής της συμπεριφοράς, της ελευθέριας ηθικής, της υπέρβασης των ορίων της εποχής της. (Είναι ενδιαφέρουσα υπόθεση τόσο για τη φιλολογία όσο και –περισσότερο- για την ψυχολογία, η αποκλειστική θεώρηση της ζωής και της ποίησης της Πολυδούρη και η κατανόηση της ποιητικής ανθρωπολογίας της κάτω από την οπτική του «έρωτα» και των σημασιοδοτήσεών του με βάση τα προσωπικά, εξομολογητικά της κείμενα και τα ποιήματά της).
Ο «έρωτας» είναι η αυτοαναγνώριση της ταυτότητάς της, η πρώτη ομολογία στην αρχή της «Αυτοβιογραφίας» της (10 Αυγούστου 1928): «… εγώ υπήρξα μια ερωτευμένη σ’όλη μου τη ζωή… Ο έρωτας! Ε λοιπόν ναι είμαι μια ερωτευμένη. Αυτή η κοινοτυπία μ’ενθουσιάζει, μου δείχνει πόσο ήμουν ένα σωστό ανθρώπινο πλάσμα και όχι εξαθρωμένο…»55 Διαποτίζει κάθε της κύτταρο από την παιδική της ακόμα ηλικία και συνέχει τον πληθωρικό, συναισθηματικό της κόσμο με τη μυθολογία του: ο έρωτας γενεσιουργός της ζωής, ο έρωτας- ομορφιά, ο έρωτας-φύση, ο έρωτας-στοργή, ο έρωτας- εφηβικό παιχνίδι, ο έρωτας συντροφικότητα, ο έρωτας-αφοσίωση, ο έρωτας-ανθρωπιά, ο έρωτας πάθος, ο έρωτας-δηλητήριο, ο έρωτας-τρέλα, ο έρωτας-θάνατος, ο έρωτας-επανάσταση, ο έρωτας-αυτοθυσία… όψεις και τονικότητες, από την κοσμολογική του καταγωγή μέχρι το απόλυτο ερωτικό βίωμα και την ερωτική πράξη-προϊόν καθολικής κοσμικής εμπειρίας.
Η δραματικότητα του έρωτα πλάθεται από τις διαρκείς αντιθέσεις: υποφέρει για κείνους που δεν ανταποκρίνονται, συμμερίζεται με οίκτο εκείνους που την θέλουν και την αγαπούν πραγματικά ενώ η ίδια τούς αρνείται. Παραδομένη στην αιχμαλωσία του «πόνου» με τους πρώτους, σκληρή και ανυποχώρητη με τους δεύτερους. Παρά την εσωτερικευμένη της ανάγκη για εκδηλώσεις ερωτικής αγάπης, και ένα διαρκές φλερτ –κάτι σαν παιχνίδι δοκιμής και απόρριψης, ποινικοποιημένη αντίδραση της φεμινιστικής της συνείδησης- συναισθάνεται και αναγνωρίζει την επιδερμικότητα πολλών επίδοξων εραστών και τους διαχειρίζεται ανάλογα. Θα σχολιάσει στο ημερολόγιό της για έναν απ’αυτούς: «Ο τρόπος του μου έδινε την ιδέα ότι δεν με είχε εκτιμήσει πραγματικά. Αυτοί που ζούνε ζωή έκλυτο παθαίνουν ένα είδος μυωπίας προκειμένου να διακρίνουν την ηθική θέσι μιας γυναίκας. Πριν ακόμα καταλάβουν με ποιον έχουν να κάνουν, αρχίζουν την συνηθισμένη τους τροχιά μέχρις ότου πάρουν το κονζέ τους!»56

Όταν εγώ δεν αγαπώ…
Οι έννοιες της μελαγχολίας, του πόνου και της πλήξης-το εγκλιματισμένο στον ψυχισμό της μπωντλαιρικό spleen- αποτυπώνονται τόσο στα ποιήματα όσο και στις προσωπικές της καταθέσεις. «Νιώθω την άνοιξι σιμά μου, ο αιώνιος πόνος μου ξαναρχίζει, η καταραμένη πλήξις με επισκέπτεται πλέον ανεπιφύλακτα… Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλα, και ας μη με αγαπήσει, δε με μέλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι…» Και επαναλαμβάνοντας, ως κορυφαία αποφθεγματική πύκνωση της σοφόκλειας Αντιγόνης την δραματική ομολογία: «Γεννήθηκα για ν’αγαπώ είν’αλήθεια και δεν αρκεί να μ’αγαπούν. Όταν εγώ δεν αγαπώ είμαι δυστυχής κι ας με αγαπούν»57.

Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε την άρνηση -ενός ακόμα- σφοδρού έρωτα για την ποιήτρια, του συγκαιρινού της ποιητή Μίνου Ζώτου (1905-1932), που τελικά θα ακολουθήσει την ίδια με την Πολυδούρη πορεία προς τον θάνατο από φυματίωση, δυο χρόνια μετά απ’αυτή58. Ευκρινή σκιαγραφία της όψης και της έντονης, χαρισματικής προσωπικότητας του Ζώτου μας προσφέρει ο στενός του φίλος ποιητής, Γιώργος Κοτζιούλας: «Κοντό ανάστημα, πρόσωπο μελαχρινό, ωραία μαλλιά. Το μάτι τού γλύκαινε πιο πολύ την ήμερη όψη, μα κι’ έκοβε μαζί, διαπεραστικό… Είχε κέφι σχεδόν αδιάκοπο, μιλούσε και χαριτολογούσε ολωσδιόλου αβίαστα, κι’ όσο γι’ απαγγελία ποτέ δεν κουραζόταν να λέει ποιήματα, κουβέντιαζε μ’ ευκολία και χάρη, σωστός τεχνίτης του λόγου, κι’ ήταν ευχαρίστηση να τον ακούς… Σύχναζε ταχτικά στα καφενεία. Μαγερειό δεν άλλαζε – ήταν ανοικονόμητος, και με όλο το μισθό που έπαιρνε έμενε ολοένα χρεωμένος. Δεν πήγαινε σε διαλέξεις, ούτε σ’ εκδρομές. Προτιμούσε τα φιλολογικά κέντρα των νέων –όταν υπήρχαν– και τις λέσχες των καλλιτεχνών, όπου βρίσκονται το περισσότερο κυρίες […]. Η ποίηση όμως τον είχε αφοσιωμένο της πιστό…»59
Γενναίος στο αντίκρισμα του θανάτου ο Μίνως Ζώτος (Θα μ’εύρει σαν τον άτρομο, καλό καραβοκύρη-ποίημα Σιγά-σιγά) και παρά τον ανεκπλήρωτο έρωτα προς την ποιήτρια, θα επιμένει με τους στίχους του μέχρι τέλους: «Όλα τα ωραία βιβλία για σένα λένε/κι όλα τα παραμύθια τα πουλιά. Τ’ άνθη, Μαρία, την άνοιξη σε κλαίνε,/Μαρία, πικρά σε κλαίνε τα πουλιά…»60
[Συνεχίζεται]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
1. Όλως ενδεικτικά, βλ. Κώστας Κωστής, Αγροτική οικονομία και Γεωργική Τράπεζα. Όψεις της ελληνικής οικονομίας στο Μεσοπόλεμο (1919-1928), Αθήνα 1987. του ίδιου, “Η Ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης: Οι πρόσφυγες στο μεσοπόλεμο”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 9, 31-46. Γιώργος Μαυρογορδάτος, Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμέλεια), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο 1988.
2. Βλ. σύντομα, Χριστίνα Ντουνιά, “Η δεκαετία του 1920 – Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση”, στον τόμο: Για μια ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα, επιμέλεια: Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, σ. 61-82 .
3. Βλ. ενδεικτικά, Λίζυ Τσιριμώκου, “«Μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…» – Η αυτοσυνειδησία των ποιητών στον ελληνικό μεσοπόλεμο”, στον τόμο:Για μια ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα…ό.π., σ. 121-130.
4. Είναι η κυρίαρχη λέξη – βίωμα σε όλη την ποίηση της μεσοπολεμικής περιόδου. Η Γεωργία Λαδογιάννη γράφει χαρακτηριστικά: «Ο λυρισμός γι’ αυτούς τους νέους του ’20 είναι το βίωμα με όλη του την ειλικρίνεια και το βάρος που λυγίζει τις ψυχές. Οι προτιμήσεις τους, στο μεταξύ, ανοίγουν πιο πολύ τον κύκλο της λογοτεχνικής παράδοσης του πόνου και οι αναζητήσεις τους φτάνουν στους ποιητές του περασμένου αιώνα …». (Γεωργία Λαδογιάννη, Σκοτεινή ρίζα- Ανθολογία λυρισμού Α΄ 1900-1940, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2014 σ. 14.
5. Καθώς παρατηρεί ο Philippe Winn, «…η παρακμή είναι η καλλιτεχνική έκφραση της αισθητικής, η οποία γεννημένη από ένα πεσιμισμό, αναπτύσσεται στα τελευταία είκοσι χρόνια του 19ου αιώνα και της οποίας οι βασικές αρχές περιλαμβάνουν κυρίως:άρνηση των κατεστημένων αξιών, αντίθεση στις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη γυναίκα, την υγεία, την φύση, εξύμνηση της νευροπάθειας, των ναρκωτικών, του ανδρόγυνου και κυρίως της τέχνης» (Sexualites decadents chez Jean Lorrain. Le heros fin de sexe, Άμστερναμ, Rodopi 1997, σ.32). Η Χριστίνα Ντουνιά επίσης παρατηρεί ότι το ζήτημα δεν είναι να αρνηθούμε τη σχέση των ποιητών του Μεσοπολέμου με ένα υπαρκτό ιδεολογικό- αισθητικό ρεύμα, αλλά το πώς θα ερμηνεύσουμε τη δυναμική αυτής της σχέσης. Από την πλευρά του μαρξιστικού χώρου, ο Μανόλης Λαμπρίδης, στην Επιθεώρηση Τέχνης, το 1955 ανοίγει ένα γόνιμο δρόμο στην ελληνική κριτική σκέψη. Βλ. Χ. Ντουνιά, Η δεκαετία του 1920… , ό.π., σ. 67.
6. Από τον Παλαμά θα κρατήσουν τους ελάσσονες, εξομολογητικά μελαγχολικούς στίχους του, τον αυτοβιογραφικό λυρισμό του. «Διαλέγουν την ποίηση που ψάχνει σε θαμπό τοπίο, την ποίηση που σκύβει για να ακούσει και όχι για να μιλήσει. Αυτόν τον Παλαμά, τον αντιρρητορικό και της ελάσσονος πνοής του λυρικού επιγράμματος, τον βρίσκουν στους »Πεντασύλλαβους » και στα »Παθητικά κρυφομιλήματα». (Γεωργία Λαδογιάννη, Σκοτεινή ρίζα, ό.π., σ. 15).
7. Βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Η δεκαετία του 1920, ό.π., σ. 64.
8. Βλ. σχετικά, Γιάννης Μουρέλος, Τα Νοεμβριανά του 1916, Πατάκης, Αθήνα 2007. Άλκης Ρήγος, Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924- 1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, 3η έκδοση, Πρόλογος Νίκου Σβορώνου, Θεμέλιο, Αθήνα 1999. Του ίδιου: Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, https://argolikivivliothiki.gr/2018/06/10/national-division-8/ και: Η περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού και η στάση του πνευματικού κόσμου της εποχής, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού,https://argolikivivliothiki.gr/2018/04/27/national-division-4/. Επίσης, Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909 – 1940, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1982. “Συζήτηση“ πάνω σε βασικά ερωτήματα της εμφύλιας αντιπαράθεσης, αρχομένης με τα “Νοεμβριανά“ του 1916, στο : Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης – Η κορύφωση της σύγκρουσης δύο κόσμων – Η ιστορική αποτίμηση 100 χρόνια μετά, Πρακτικά Συμποσίου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Ίδρυμα Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά 2017, σ. 82-87 . Του ίδιου, “Ο εθνικός Διχασμός, στο: Η Ελλάδα τον 20ό αιώνα 1910-1920”, 7 Ημέρες, Η Καθημερινή, Αθήνα 1999.
9. Για τα συναφή ζητήματα, βλ. ενδεικτικά στον συλλογικό τόμο: Η Ελλάδα 1936 – 1949. Συνέχειες και ασυνέχειες, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2003. Επίσης, σχετικά με τη συγκρότηση του αντικομμουνιστικού κράτους, βλ. Mark Mazower, “Η συγκρότηση του αντικομμουνιστικού κράτους”, Ίστωρ 3, 1991, σ. 65–84. Και για το ίδιο θέμα: Αναστασία Ι. Μητσοπούλου, Ο ελληνικός αντικομμουνισμός στο «σύντομο 20ό αιώνα»: Όψεις του δημόσιου λόγου στην πολιτική, στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία, Θεσσαλονίκη 2013. και Χ. Χατζηιωσήφ (επιμέλεια), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Α’ και Β’, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003.
10. Για την επήρεια που ασκείται στη λογοτεχνία και στην κριτική της θεώρηση, βλ. Βασίλης Βασιλειάδης, Η ιδεολογία της λογοτεχνικής κριτικής του μεσοπολέμου για τη “γυναικεία” και την “ανδρική“ λογοτεχνία (διδακτορική διατριβή), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 2006. Και Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1996.
11. Βλ. Γιάννης Μουρέλος (επιμέλεια), Η Έξοδος – Μαρτυρίες από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας, εισαγωγή – εποπτεία: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Αθήνα 2004 (ανατύπωση / 1η έκδοση 1982). Και, Άννα Παναγιωταρέα, Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες, Παρατηρητής, 1994.
12. Σχετικά με την εισροή και εγκατάσταση των προσφύγων στον Ελλαδικό χώρο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, βλ. ενδεικτικά, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Αθήνα 1999. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Πέρα από την καταστροφή. Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα 2003. Επίσης, Ευστάθιος Πελαγίδης, Η ανθρωπογεωγραφία του προσφυγικού ζητήματος (1913 -1930), στον τόμο (όπου και άλλες ενδιαφέρουσες , σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα, μελέτες): Οι πρόσφυγες στη Μακεδονία – Από την τραγωδία στην εποποιΐα, επιμέλεια: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος – Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Αθήνα 2009.. Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Το έγκλημα και οι κοινωνικοί του προσδιορισμοί, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1998.
13. Η Μικρασιατική καταστροφή και η συμπαρακόλουθη προσφυγιά θα επηρεάσουν δραματικά τη συλλογική μνήμη, κατατεθειμένη τόσο σε αφηγήσεις ανθρώπων – θυμάτων που τη βίωσαν όσο και στη λογοτεχνία. Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες που έχουν συγκεντρωθεί από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Βλ. Γιάννης Μουρέλος (επιμέλεια), Η Έξοδος…, ό.π. Ενδιαφέρουσα η διαφορετική πρόσληψη και αποτύπωση στη συλλογική μνήμη του γεγονότος της προσφυγιάς, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Βλ. Damla Demirozu,“Το 1922 και η προσφυγιά στην ελληνική και την τουρκική αφήγηση”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 17, 2011, σ. 123-149. Από το 2017 ωστόσο έχει αρχίσει μια νέα προσπάθεια συγκέντρωσης σε βάση δεδομένων, όλων των στοιχείων και πληροφοριών που συνδέονται με το προσφυγικό ζήτημα μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Η βάση περιλαμβάνει: Πολεοδομικούς χάρτες του 1930, απογραφές, κατάλογο αγροτών προσφύγων, κατάλογο 350.000 αστών προσφύγων, στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών για την εκλογική συμπεριφορά των προσφύγων, μαρτυρίες από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και από ποικίλες αρχειακές πηγές. Το εγχείρημα ξεκίνησε από τον Στέλιο Μιχαλόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Brown των Η.Π.Α, σε συνεργασία με τον Θανάση Σταυρακούδη, αναπληρωτή καθηγητή Υπολογιστικής Προσομοίωσης, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και την επικουρία φοιτητών του ιδίου Πανεπιστημίου. Βλ. σχετικά, Νικόλας Ζώης, “Τα big data των προσφύγων της Μικράς Ασίας,” εφ. Η Καθημερινή, 20-6-2020.
14. Για τα συναφή ζητήματα, βλ. Ιστορία του Νέου ελληνισμού 1770-2000, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, 7ος τόμος, Τα Νέα. Δ.Ι. Λοΐζος, Οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, Αθήνα, αυτοέκδοση, 1994. Ε. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930), Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 1994. Κώστας Κατσάπης , “Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Το γενικό περίγραμμα“, στο: Γεώργιος Τζεδόπουλος (επιμ.), Πέρα από την καταστροφή. Μικρασιάτες Πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Β’ έκδοση, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2007, και του ίδιου, “Το προσφυγικό ζήτημα” , στο: Αντώνης Λιάκος (επιμ.), Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά, Νεφέλη, Αθήνα 2011.
15. Άγγελος Τερζάκης, «Ο ματωμένος λυρισμός», στο: Προσανατολισμός στον αιώνα, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1963.
16. Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 169.
17. Με νέα ματιά εξετάζει το “Ελεύθερο Πνεύμα“ ο Δημήτρης Τζιόβας, χαρακτηρίζοντάς το ως την πιο “ολοκληρωμένη και δυναμική εκδήλωση του ατομικισμού στην Ελλάδα“. (Δημήτρης Τζιόβας, “Το ατομικιστικό μανιφέστο του Γ. Θεοτοκά”, εφ. Το Βήμα – Γνώμες, 24 Νοεμβρίου 2008. Βλ. και Παναγιώτης Μουλλάς, “Οι σιωπές του Ελεύθερου Πνεύματος”, Νέα Εστία, τόμ. 158, τεύχ. 1784, Δεκέμβριος 2005, σ. 975. Επίσης, Νάσος Βαγενάς, «Γιώργος Θεοτοκάς. Ένα ελεύθερο πνεύμα», στο: Κινούμενος στόχος, κριτικά κείμενα, εκδ. Πόλις , Αθήνα 2011, σ. 188. Για το “μανιφέστο“ και τους στόχους του συγγραφέα του: Mario Vitti, Η γενιά του τριάντα, Ερμής, Αθήνα 1989, σ. 20 κ.ε. Για την πρόσληψή του από την κριτική: Μαριάνθη Βουρτσάκη, Η υποδοχή του Ελεύθερου Πνεύματος του Γ. Θεοτοκά από την κριτική (1929-1931), Θεσσαλονίκη 2012.
18. Βλ. Σάββας Καράμπελας, Το περιοδικό “Τα Νέα Γράμματα” (1935-1940, 1944-1945), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2009.
19. Βλ. Σάββας Καράμπελας, ό.π., σ. 19. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο, ό.π., σ. 62 κ.ε. Επίσης,Roderick Beaton,ό.π., σ. 177-179.
20. Ορέστη Διγενή, Ελεύθερο πνεύμα, εκδότης Α.Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 10.
21. Ό.π., σ. 3.
22. Ό.π., σ. 20.
23. Ό.π., σ. 28.
24. Ό.π., σ. 35.
25. Για το διαφορετικό πνεύμα που διέπει τους “γηγενείς“ και τους κοσμοπολίτες δημιουργούς, Μ. Vitti ,ό.π., σ. 21-24.
26. Ό.π., σ. 63.
27. Aπό το ποίημα του Καρυωτάκη [Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…] (Συλλογή Ελεγεία και σάτιρες (1927).
28. Σωτήρης Τριβιζάς, Ελάσσονες ποιητές του μεσοπολέμου, Καστανιώτης, Αθήνα 2015.
29. Για την προβολή αυτών των δραματικών περιελίξεων στην ποίησή τους, βλ. σύντομα τα άρθρα: Θάλεια Ιερωνυμάκη, “Η ξαφνική χορδή μιας αστραπής, που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη“, Ο Αναγνώστης (https://www.oanagnostis.gr/h-%CE%BE%CE%B1%CF%86%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%87%CE%BF%CF%81%CE%B4%CE%AE-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%AE%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%87%CE%AC%CE%B8%CE%B7/). και Θανάση Νιάρχου, Φθισικοί, Τοξικομανείς, Αισθηματίες: ποιητές σχεδόν “καταραμένοι“, 22-1-2016, (https://www.tanea.gr/2016/01/22/lifearts/fthisikoi-toksikomaneis-aisthimaties-poiites-sxedon-kataramenoi/). Για την κατάσταση της δημόσιας υγείας στον Μεσοπόλεμο γενικά, βλ. Κωσταντίνος Κατσάπης, “Δημόσια Υγεία και Πρόσφυγες στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο”, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος ελληνισμού, Μ. Ασία, 2003.
30. Χριστίνα Ντουνιά (εισαγωγή – επιμέλεια), Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2014, σ. 219.
31. Ό. π., σ. 210.
32. Παρασκευή Κοψιδά – Βρεττού, Μαρία Πολυδούρη – Μονωδία πικρού Απριλίου, εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2019 , σ. 13-14.
33. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…,ό.π, σ.163.
34. Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά, Νέα συμπληρωμένη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας“, Αθήνα 2017, σ. 161-162.
35. Πάνου Παναγιωτούνη, «Δυο εκλεκτές Ελληνίδες ποιήτριες: Μαρία Πολυδούρη-Τίλλα Μπαλή, μελέτη», Νέα Πορεία, τόμ. 4, τ.χ. 37 (Μάρτιος 1958), σ. 94-95. και Τίλλα Μπαλή, Η απεσταλμένη των αιώνων, Ανθολόγηση – εισαγωγή: Γιάννης Σ. Βιτσαράς, εκδ. Φαρφουλάς, Αθήνα 2016 .
36. Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα…, ό.π., σ. 392-393 καιΡομάντσο…, ό.π ., σ. 266-267. Η Τίλλα Μπαλή (1905-1971) αφιέρωσε στη Μαρία Πολυδούρη, μετά τον θάνατο της τελευταίας, το ποίημα: “Της Μαρίας Πολυδούρη – Μνημόσυνο.” (Ειρμοί , 1940) , ενώ η Μαρία Πολυδούρη είχε αφιερώσει στην Τίλλα Μπαλή το ποίημά της “Η ευχή μου“ (Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1954) .
37. Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα…, ό.π., σ. 266.
38. Το περιοδικό κυκλοφορεί από το 1906 με την ονομασία Οικογενειακός Αστήρ και από το 1928-1931 με την ονομασία Νέος Οικογενειακός Αστήρ. Ήταν εβδομαδιαίο – αργότερα μηνιαίο- εικονογραφημένο οικογενειακό περιοδικό (Φιλολογικόν περιοδικόν μετ’ εργοχείρων ). Το κείμενό της αυτό, όπως και το δεύτερο “Αποχωρισμός φίλων“ συμπεριλαμβάνονται στο: Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π., σ. 231-232 και 233-234.
39. Περιλαμβάνεται στην “Αυτοβιογραφία“ της. Βλ. Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π, σ. 224.
40. Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο …, ό.π., σ. 260.
41. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π., σ. 25 και 267.
42. Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, όλως ενδεικτικά: Αλεξάνδρα Μπακαλάκη – Ελένη Ελεγμίτου, Η εκπαίδευση“ εις τα του οίκου “και τα γυναικεία καθήκοντα, Αθήνα 1987. σχετικές δημοσιεύσεις στο: Γ. Μαυρογορδάτος- Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο 1988. Δήμητρα Σαμίου, “Οι Ελληνίδες 1922-1940- κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις”, στο: Ιστορία του Νέου ελληνισμού 1770-2000, 7ος τόμος, Ελληνικά Γράμματα – Τα Νέα, 2003.
43. Η πρώτη εφημερίδα στην Ελλάδα που δημιουργήθηκε από γυναικεία συντακτική ομάδα με διευθύντρια την Καλλιρόη Παρρέν και απευθυνόταν αποκλειστικά σε γυναίκες. Βλ. Λουκία Ευθυμίου, “Δυτικά πρότυπα και ελληνικότητα: Η “Εφημερίς των Κυριών“ της Καλλιρόης Παρρέν και τα διλήμματα του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος” στο: Ελληνικότητα και ετερότητα. Πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και εθνικός χαρακτήρας τον 19ο αιώνα, Πρακτικά Συμποσίου, επιμέλεια: Άννα Ταμπάκη – Ουρανία Πολυκανδριώτη, ΕΚΠΑ – Τμήμα Θεατρικών Σπουδών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Β’ τόμος, Αθήνα 2016, σ. 329-342.
44. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο …,ό.π., σ. 225.
45. Βλ. Μ. Πολυδούρη,Τα ποιήματα, ό.π., σ. 63.
46. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο …,ό.π., σ. 171.
47. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π., σ. 159.
48. Από το «Ημερολόγιο» της, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1921, ό.π., σ. 160.
49. Τα δημοσιοϋπαλληλικά του βιώματα καταθέτει με την ανελέητη ειρωνεία του, στα ποιήματα: “Γραφιάς“, “Μίσθια δουλειά“ και “Δημόσιοι Υπάλληλοι“ και σε δύο πεζά του: “Καλός Υπάλληλος“ και “Κάθαρσις“. Βλ. σχετικά, Γεωργία Δάλκου, Δημόσιος Υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986, και Γεράσιμος Ρομποτής, Η διοίκηση στην ελληνική λογοτεχνία, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2017, σ. 128 κ.ε. Και σύντομα, του ίδιου: Η λογοτεχνία ως πηγή για τη διοικητική ιστορία και τη διοικητική επιστήμη: η εικόνα του υπαλλήλου στην ελληνική πεζογραφία του 20ού αιώνα, https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/1013398
50. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, στις ημερολογιακές της σημειώσεις, σ. 160.
51. Ό.π.,σ. 160-161.
52. Ό.π., σ. 167. Για τη σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής, όπως αποτυπώνεται στα περιοδικά του μεσοπολέμου, βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
53. Ό.π., σ. 163.
54. Βλ. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο… (Αυτοβιογραφία), σ. 220 κ.ε.
55. Ό.π., σ. 219.
56. Ό.π., σ. 185.
57. Από το “Ημερολόγιο”, με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου 1922 (Δευτέρα βράδυ), βλ. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…,ό.π., σ. 189-190.
58. Ο έρωτάς του προς την Πολυδούρη ήταν ένας από τους χωρίς ανταπόκριση έρωτες του Ζώτου. Οι λίγες επιστολές που αντάλλαξαν δημοσιεύονται στον τόμο των Απάντων του . Βλ. Μίνως Ζώτος, Άπαντα – Ποιήματα αλληλογραφία, εργοκριτικά, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2016. και Σωτήρης Τριβιζάς, Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2015. του ίδιου: Ο ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα, https://www.literature.gr/o-piitis-me-ti-thlimmeni-fatsa-tou-sotiri-triviza-apanta-minos-zotos/
59. Βλ. σχετικά Σωτήρης Τριβιζάς, Ο ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα, ό.π. και Θ. Μ. Πολίτης, «Μίνως Ζώτος: Ένας άξιος και ξεχασμένος Νιοχωρίτης ποιητής», περ. Επίκαιρα Αιτωλοακαρνανίας,τεύχ. 40, Δεκέμβριος 1998.
60. Κ. Σ. Κώνστας, Άπαντα: Όσα βρέθηκαν φιλολογικά κείμενα δημοσιευμένα από 1η Αυγούστου 1947 ως 1η Μαρτίου 1967, εκδ. Μαυρίδη, Αθήνα 1991.