Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Μαρία Πολυδούρη- Η ιέρεια του Έρωτα και του Πόνου
Μέρος Β΄: Τραγουδώντας τον Έρωτα…
Ο νέος που πρόσμενε (ς) να ‘ρθει…
Το μεγάλο κεφάλαιο του Έρωτα και του Πόνου ανοίγει στη ζωή της Μαρίας Πολυδούρη τον Δεκέμβρη του 1921, όταν ο Κώστας Καρυωτάκης θα μετατεθεί στη Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας (28-12-1921), ως Γραμματέας Α’ Τάξεως, αφού προηγουμένως, μετά τον πρώτο του διορισμό στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης (9-11-1919), θα έχει περάσει με διαδοχικές μεταθέσεις από τη Νομαρχία Άρτας (23-11-1920) και Κυκλάδων (31-8-1921). Η συνάντησή του με τη Μαρία Πολυδούρη, κάπου στις αρχές της άνοιξης του 1922, θα είναι η απαρχή ενός μοιραίου, δραματικού, αυτοκαταστροφικού έρωτα. Ήταν ως να τον περίμενε να ‘ρθει. Όλα τα προηγούμενα σκιρτήματα της ψυχής της τα βλέπει σαν μια ψυχική προετοιμασία για να δεχτεί τον αληθινό έρωτα61: «Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το νοιώθω μέσα μου κι όμως δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει μέρα που θα μου αποδείξει ότι αγαπώ αληθινά. Δεν είναι αγάπη ό,τι έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα. Μια τρέλα της στιγμής που με θαμπώνει με την ορμητική λάμψι κι έπειτα φεύγει και με αφήνει έκπληκτον!», γράφει στο Ημερολόγιό της στις 28 Νοεμβρίου 192162. Πέντε περίπου μήνες αργότερα, φαίνεται ότι έχει αρχίσει να την πολιορκεί τυραννικά το ηφαιστειακό αίσθημα-όπως η ίδια το βιώνει- με τον Καρυωτάκη.
Την πρώτη «κλινική» συμπτωματολογία του έρωτά της προς τον Καρυωτάκη περιγράφει στις ημερολογιακές της σημειώσεις στις 27 Απριλίου 1922: «Δύο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες και να νοιώθω μια βουή στ’αυτιά μου σαν να πήρα 30 κόκκους κινίνο. Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα;… Γιατί έτσι πάλι ανηλεής ποιητή μου…»63 Στις 3 Μαΐου είναι σε θέση πια να απαντήσει στον εαυτό της με σιγουριά: «Τον αγαπώ…Τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πια. Ό,τι νοιώθω σιμά του κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του το γνωρίζω για πρώτη φορά…»64 Όλες, στο εξής, οι σημειώσεις του ημερολογίου της δεν είναι παρά η παραληρηματική έκφραση ενός μεγάλου έρωτα, που τον συνοδεύουν τα ερωτικά ψυχοσύνδρομα της εκρηκτικής ψυχής της. Πάσχει αθεράπευτα: πάθος, αγωνία, πόνος, ανασφάλεια, ερωτική ζηλοτυπία, εξιδανίκευση, κτητικότητα, αλλά και αυταπάρνηση και αυτοταπείνωση. Η υπερηφάνεια και η φεμινιστική, εξεγερμένη συνείδηση της ποιήτριας υποτάσσονται στον απόλυτο έρωτα: «Ρίχνω τη ζωή μου στα πόδια σου…»65
Απέναντι στην ορμητική έκφραση αυτής της «ερωτικής παθολογίας» της Πολυδούρη, ο Καρυωτάκης ρίχνει στη μάχη τού έρωτα τη δική του ιδιοσυγκρασιακή ερωτική απόκριση: πότε τη σιωπηλή, μυστηριακή του σιωπή, τις λιτές του εξομολογήσεις αγάπης, κάποτε τη δυσερμήνευτη νευρικότητα και περίσκεψη, αλλά και τις ζεστές ερωτικές του περιπτύξεις66. Οι ιδιαίτερες χειρονομίες της αγάπης του δεν είναι ωστόσο ικανές να καταλαγιάσουν την ερωτική βάσανο της Μαρίας. «Σας αγαπούσα τόσο πολύ. Δεν είχατε καταλάβει τίποτα; Δεν είχατε πιστέψει; Δεν μ’αγαπούσατε; Δεν ξέρω τι ήταν απ’όλα ίσως τίποτε κι ίσως όλα μαζί… Η ευτυχία μου με εξαΰλωσε, δεν αγαπούσα παρά την αγάπη σας, δεν σκεφτόμουνα παρά αυτή67», σημειώνει μετά το άδοξο τέλος αυτής της παράφορα τραυματικής σχέσης, στις σελίδες αυτοβιογραφίας, που αποπειράται να γράψει χωρίς ωστόσο να προλάβει…

Βραχείας διάρκειας-από την άνοιξη του 1922 μέχρι τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ένα εξάμηνο περίπου-θα είναι η θυελλώδης σχέση τους, και αμφίβολο αν θα ολοκληρωθεί ερωτικά. Μέσα στο καλοκαίρι ίσως, ο Καρυωτάκης θα δεχτεί το μοιραίο –και για τους δύο- χτύπημα. Νοσεί από σύφιλη. Μαζί με την αφιέρωση του ποιήματός του Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα68 αποκαλύπτει με αντρίκια εντιμότητα στη Μαρία και την αρρώστια του, που αποκρύπτει απ’όλους και από την οικογένειά του, φοβούμενος το στίγμα και τον κοινωνικό αποκλεισμό69. Με την οδύνη της απρόσμενης αποκάλυψης η Πολυδούρη του προτείνει με επιστολή της να παντρευτούν κι ας μην αποχτήσουν ποτέ παιδιά. Το ανδρικό φιλότιμο και η ηθική του ανωτερότητα δεν του επιτρέπουν να δεχτεί παρόμοια πρόταση. Η Πολυδούρη ωστόσο, γνωρίζοντας τις προγενέστερες ερωτικές του συνήθειες, τον εφηβικό του έρωτα προς την Άννα Σκορδύλη70 αλλά και τη φοίτησή του-συνήθεια των νέων της εποχής- σε χαμαιτυπεία71 πιστεύει πως όλα είναι επινοήματα για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στα χρόνια που ακολουθούν ο δεσμός του Καρυωτάκη με την Πολυδούρη έχει πάρει τη μορφή μιας στοργικής φιλίας, που θα διατηρείται χαλαρά με αραιές συναντήσεις και ανταλλαγή σκέψεων πάνω στην ποίηση και στα καθημερινά της ζωής τους. Το 1923 εκδηλώνονται και τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας της Πολυδούρη. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια, προστάδιο της φυματίωσης. Μεταβαίνει στο Μαρούσι να ξεκουραστεί. Εκτός από τον μόνιμο φίλο της και αιώνια ερωτευμένο μαζί της ποιητή Κώστα Παπαδάκη, την επισκέπτεται εκεί ο Καρυωτάκης και της προσφέρει το ποίημα «Ένα σπιτάκι»72. Η κατάστασή της επιδεινώνεται από το υγρό κλίμα της περιοχής και σύμφωνα με τις συστάσεις των γιατρών, θα μετακινηθεί το καλοκαίρι του 1923 στο Χαλάνδρι. Γράφει «Τα σονέτα του κυνηγού», δέχεται τις τελευταίες επισκέψεις του Καρυωτάκη, καθώς προς το τέλος της χρονιάς η ψυχολογία της γνωρίζει συνεχείς μεταπτώσεις.
Τότε (αρχές του 1924) θα γνωρίσει τον νεαρό, ευπαρουσίαστο και εύπορο αστό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, ο οποίος μόλις έχει φτάσει στην Αθήνα από το Παρίσι. Θα την ερωτευτεί βαθιά και θα ζητήσει άμεσα να επισημοποιήσει τη σχέση του μαζί της. Απρόθυμη στον έρωτά του αρχικά εκείνη, θα προχωρήσει σε αρραβώνα το 1925, ενώ παραμένει με τη σκέψη προσκολλημένη δραματικά στον ποιητή. «Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψεις την όψη σου σε μένα…ρέει το δάκρυ απ’τα φτωχά μου μάτια νύχτα και μέρα…Τριγύρω μου φαρμακερά θ’ανθίσουν λουλούδια…θα υψωθούν να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα κι απ’τα δικά σου μάτια…μείνε!» , τον εκλιπαρεί σε ανεπίδοτη επιστολή της με ημερομηνία 15-6-192573.
Το ενδιαφέρον της για τις νομικές σπουδές έχει υποχωρήσει. Ασκεί πλημμελώς τα υπηρεσιακά της καθήκοντα στο γραφείο- αν και οι πρώτες υπηρεσιακές της εκθέσεις μαρτυρούν την αξιοσύνη και την υπευθυνότητά της. Απουσιάζει διαρκώς με αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά της. Προσωρινά θα ζωντανέψει ένα παλιό ενδιαφέρον της για το θέατρο και για μικρό χρονικό διάστημα (1925) θα φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού-με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη-, και στη Σχολή Κουνελάκη. Την επόμενη χρονιά (1926) θα παίξει στο Κουρελάκι του Dario Niccodemi. Το καλοκαίρι, προσβεβλημένη από τυφοειδή πυρετό, παραθερίζει στη Φτέρη του Αιγίου και ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορήματος, το οποίο θα παραδώσει -μέσω του Κώστα Παπαδάκη-στον εκδότη Χρυσόστομο Γανιάρη προς έκδοση.
Η πρώτη επιστολή της, παραμονή Χριστουγέννων της ίδιας χρονιάς, έρχεται από το Παρίσι (24 Δεκεμβρίου 1926)74, στον Κώστα Παπαδάκη. Έχει ήδη διαλύσει από το καλοκαίρι του 1926 τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου και με την αυθορμησία τού διαρκώς εξεγερμένου ψυχισμού της βρίσκεται στο Παρίσι: μια απόλυτη ανατροπή στη ζωή της, μια αντισυμβατική χειρονομία μοιραίας απελευθέρωσης, που θα την βυθίσει σταδιακά στη φτώχεια και στην αρρώστια. Γιατί; «Έπληττα στην Αθήνα αυτόν τον τελευταίο καιρό, έπληττα φοβερά…», γράφει στον Βασίλη Γεντέκο, τον επίσης αφοσιωμένο και ιώβεια ερωτευμένο μαζί της, στις 27 Ιανουαρίου του 192775.
Στους μήνες παραμονής της στο Παρίσι, και μέσα στις ατελέσφορες προσπάθειες να πραγματοποιήσει κάποιο από τα καλλιτεχνικά της όνειρα θα αλληλογραφεί με τον Βασίλη Γεντέκο, για την εκδοτική τύχη του μυθιστορήματός της. Σχεδόν απομονωμένη, βασανιστικά αδύναμη οικονομικά ώστε να γνωρίσει τη συναρπαστική πολιτιστική ζωή της «πόλης του φωτός», και έξω από τις συσπειρώσεις Ελλήνων του Παρισιού, που δεν της ταιριάζουν καθόλου. Τους περιγράφει σε επιστολές της απαξιωτικά, με σαρκαστικά σχόλια: «Στη γειτονιά μου είναι ένα καφενείο όπου συχνάζουν κάμποσοι Έλληνες, μα κάτι τύποι. Ένας κι ένας. Γι’αυτό οι Γάλλοι το’χουν το grec ίσον με το λωποδύτης, δεν έχουνε άδικο…»76 Με αφορμή κάποιον Δεϊμέζη77, που έχει επιβληθεί ως προσωπικότητα στο Παρίσι, σχολιάζει ειρωνικά τον «διανοούμενο κόσμο»: «Μα είναι τόσο ακατανόητος ο διανοούμενος κόσμος, ο ελληνικός εννοείται, που θα τους έλεγε κανείς πολύ εύκολα σπείρα υπόπτων προσώπων…» 78

Επίμονη, αγωνιστική και εξακολουθητικά φτωχή. Τα χρήματα που είχε πάρει στο μερίδιό της μετά την εκποίηση της πατρικής περιουσίας, εξανεμίστηκαν. Λίγες ευκαιριακές δουλειές, δεν της εξασφαλίζουν ούτε το φαγητό. Αποφασίζει να φοιτήσει στη σχολή ραπτικής Pigier, απ’όπου και παίρνει δίπλωμα. Όμως στο Παρίσι την «επισκέπτεται», επώδυνα τώρα, η μοιραία ασθένεια, που θα την οδηγήσει αργά και βασανιστικά στον θάνατο. Μια λιποθυμία σε δρόμο του Παρισιού, μεταφορά στο νοσοκομείο Hôpital de la Charité, νοσηλεία της εκεί για ένα μήνα (από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι την 1η Μαρτίου του 1928), θα είναι η απαρχή της πιο οδυνηρής φάσης της ζωής της. Η διάγνωση είναι φυματίωση.

Με σύσταση των γιατρών επιστρέφει στην Ελλάδα. Την «υποδέχεται» το Κρατικό Θεραπευτήριο Σωτηρία στις 4 Απριλίου 1928. Εκεί θα συναντηθεί με τον νεαρό ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έχει εισαχθεί από τον Φεβρουάριο του 1927, μετά από βραχεία θεραπεία στην Κλινική Παπαδημητρίου. «Στην πτέρυγα της Πολυδούρη, στο ισόγειο», αφηγείται δεκαετίες μετά ο Ρίτσος στον Κώστα Σταματίου, «υπήρχε μια μεγάλη «αίθουσα υποδοχής» με το μοναδικό πιάνο με ουρά σ’ όλη τη Σωτηρία. Τ’ απογέματα, πήγαινα εκεί κι έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο, η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε… «Ούτε καν εικοσάχρονος εγώ, τελείως άγνωστος…, άγνωστη κι αυτή, αφού δεν είχε τυπώσει καμιά συλλογή… Βλεπόμαστε τακτικά, ανταλλάσσαμε βιβλία για διάβασμα. Γίναμε φίλοι… Ήταν μια νέα γυναίκα εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς»79.
Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει Μαρία Πολυδούρη («Βαριά καρδιά»)
Το ποίημα «Βαριά καρδιά» το έγραψε η Μαρία Πολυδούρη για τον νεαρό, τότε, Γιάννη Ρίτσο, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους.
<
Το καλοκαίρι του 1928 γράφεται η τελευταία πράξη της ολιγόζωης αλλά μοιραίας σχέσης του Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη. Ο ίδιος θα την επισκεφτεί στη Σωτηρία, λίγο πριν αναχωρήσει για την Πρέβεζα, μετά την τιμωρητική του -καταληκτική- μετάθεση80. Έχει προηγηθεί η τιμωρητική του επίσης απόσπαση στην Πάτρα, απ’όπου θα γράψει στους οικείους του, στις 23 Μαρτίου 1928: «Η υπομονή μου εξηντλήθη, και βλέπω ότι δεν εξαρτάται από μένα να μείνω σ’αυτό το Υπουργείο, στο οποίο για να σταθεί κανείς, πρέπει να είναι αρκετά παλιάνθρωπος»81. Ένα ταξίδι του στο Παρίσι, με μηνιαία κανονική άδεια, στις 13 Μαΐου 1928 –τι τραγική ειρωνεία!-συμπίπτει χρονικά με την ημερομηνία επιστροφής της άρρωστης Μαρίας Πολυδούρη στην Αθήνα. Ήδη η ενασχόλησή του με τον συνδικαλισμό από τα τέλη του 1927, η μαχητική του παρουσία στις δημοσιοϋπαλληλικές απεργιακές κινητοποιήσεις82 αλλά και η μετωπική του σύγκρουση με το Υπουργείο Υγιεινής και τον υπουργό Μ. Κύρκο83, έχουν δεινώσει τη σχέση του με την υπηρεσία, σε βαθμό αμοιβαίας δυσανεξίας. Το άρθρο του Ανάγκη χρηστότητος: Το Δημοσιοϋπαλληλικόν Ζήτημα84, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελληνική στις 8 Φεβρουαρίου 1928, δεν είναι απλώς ένα καταγγελτικό κείμενο «γραφειοκρατικού ρεαλισμού» αλλά περισσότερο μια ηθική καταγγελία της σήψης και της διαφθοράς της κρατικής γραφειοκρατίας.
Αμήχανη, ενώπιον κι άλλων επισκεπτών, όπως μαρτυρεί ο Ρίτσος, θα είναι η τελευταία εκείνη συνάντηση στη Σωτηρία, σε κλίμα γνήσιου ανθρώπινου ενδιαφέροντος και συζητήσεων μεταξύ ομοτέχνων. Ο Καρυωτάκης θα της δωρίσει την τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και σάτιρες, με τσακισμένη τη σελίδα στο ποίημα-αφιερωμένο στην ίδια-Ένα ξερό δαφνόφυλλο. Στην τελευταία επιστολή του, τέλη του ίδιου μήνα, στοργική και συμβουλευτική, σε τυπικό πληθυντικό, τής συνιστά-με ενσυναίσθηση προς την απείθαρχη φύση της- υπακοή στις συμβουλές των γιατρών85.
Η επόμενη πράξη του δράματος θα είναι ο ήχος του οπλισμένου θυμού του. Λεπτομέρειες και αναπαραστάσεις της τελευταίας διαυγούς επιλογής και των χειρισμών της έχουν γραφεί επανειλημμένως. και επανέρχονται με τα ίδια στοιχεία ή με προσαρμογές και «εκσυγχρονισμένες» εικασίες86. Ο Καρυωτάκης μένει αμέτοχος, μειδιώντας ειρωνικά σε όλους και όλα, σαρκαστικά στον εαυτό του. Η σημειολογική ανάλυση ωστόσο της Ωχράς σπειροχαίτης87 θα καταθέτει στο ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου του τα κλινικά δεδομένα της απέλπιδος επιλογής88, όχι μόνον ως βιωμένο παρόν αλλά και ως το μελλοντικό εφιαλτικό φάσμα της ασθένειας, που δεν θα μπορούσε η αξιοπρέπειά του να δεχτεί.
Υπάρχουν και τα ποιήματα και τα πεζά κείμενα για την ασφυξία της δημοσιοϋπαλληλικής εμπειρίας, για «το συναίσθημα του πνιγμού και της αισθητικής ανίας»89, που το βίωσε επιθετικά ως γενναία, ανυπότακτη, μαχόμενη υπαλληλική και συνδικαλιστική φωνή-ένας κοινωνικός ποιητής- και τραυματικά ως δονούμενη, ευπαθής και ευάλωτη ποιητική φύση90.
Υπάρχει και η αποχαιρετιστήρια επιστολή91, το τελευταίο επιμελημένο κείμενο του ποιητή, λίγο πριν η σθεναρή απόφαση οπλίσει το χέρι του. Επεξεργασμένος λόγος, φροντισμένος ίσως από καιρό να φιλοξενήσει τις σκέψεις και τις ύστατες υποθήκες του- τεκμήριο περισσότερο της υφολογίας του –ποιητικής και ανθρώπινης-κατάλληλα αρμοσμένος για να υποσημειώσει ανεξίτηλα με τον δικό του αυθεντικό τρόπο το γεγονός. Πραγματιστικό, υπαρξιακό, δραματικά ειρωνικό το αποχαιρετιστήριο μήνυμα-απαγορεύει το δάκρυ κι ανασταίνει τον μελαγχολικό στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα της εποχής του, της κάθε εποχής. Ο Καρυωτάκης επιλέγει να τελειώσει με τη δική του βούληση ως ποιητής και περισσότερο ως αξιοπρεπής και γενναίος άνθρωπος. «Επέταξε τη ζωή του στο πρόσωπο των προϊσταμένων του-ή μάλλον στο πρόσωπον όλης της Ζωής»92.

Κάπως έτσι θα πορευτεί και η Μαρία Πολυδούρη το μικρό διάστημα των δύο χρόνων που ακολούθησαν μέχρι τον δικό της θάνατο, σχεδόν αυτοκτονικά, αν και πάνω στο ζήτημα ξεκαθαρίζει τις απόψεις της: «Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής… Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά…»93 Θα μπορούσε να είναι ένα σχόλιο, μια συγχώρεση για τον ποιητή, ή και ένας προϊδεασμός για το επιδιωκόμενο δικό της τέλος; Απείθαρχη, ριψοκίνδυνη, παράφορα πληγωμένη, δεινώνει εκούσια την κατάσταση της υγείας της. Νυχτερινές έξοδοι, ποτό, κάπνισμα, ακόμα και -τα απαγορευμένα από τους γιατρούς της- μπάνια στη θάλασσα. «Σπιτικό» της έχει γίνει -σύμφωνα με δικό της αίτημα- το απομονωτήριο των μελλοθάνατων, ώστε να μπορεί να ηρεμεί και να γράφει. Τότε αρχίζει την Αυτοβιογραφία της94, έναν τρόπο να συνομιλεί-να ζει με τον νεκρό πια ποιητή της. «10 Αυγούστου 1928 … Καθώς απλώνω τα χέρια μου στο κενό, εντελώς κενό, σε κείνον που πέρασε χωρίς να μπορέσω να τον κρατήσω με όλη την αγάπη μου, μου φαίνεται πως δεν είμαι πια τίποτε άλλο από έρωτας. Η σκέψη μου είναι τόσο γεμάτη από ό,τι μου είπε, ό,τι του είπα, ό,τι μου έγραψε…»95 Και σε κατάσταση συγκινησιακού παροξυσμού: «…Απευθύνομαι σε σας αγαπητέ μου… γιατί μονάχα για σας γράφω τις σελίδες αυτές… ήσασταν στη ζωή μου ένα συγκλονιστικό γεγονός… Σαν ένας μεγάλος σεισμός, σαν ένας κυκλώνας που φέρνει κάτι στο φως…»96
Ιδεατό υποκατάστατο…
To καμαράκι της στη Σωτηρία γεμίζει κόσμο. Η μοιραία ποιήτρια έχει γίνει αξιοθέατο. Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, η δική της ασθένεια, η μποέμ, σκανδαλώδης και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά της, και μαζί η έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής97, την φέρνουν στο προσκήνιο μιας δραματικής υπερβολής, που αφενός προκαλεί τη συστράτευση αγάπης αφοσιωμένων φίλων. και αφετέρου την αναιδή περιέργεια αυτής της κοσμικότητας, που θέλει να τραβήξει το παραβάν και να δει… Στους πρώτους ανήκουν η αγαπημένη της Μυρτιώτισσα98, η Γαλάτεια Καζαντζάκη99, η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού100 και κάποιες φεμινίστριες από τον κύκλο του περιοδικού Ελληνίς, η Ίρις Σκαραβαίου101… Και βέβαια πολλοί από τους νέους, άγνωστους ποιητές-όλοι σχεδόν ερωτευμένοι μαζί της: ο Κώστας Παπαδάκης, ο Μίνως Ζώτος, ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο Μανώλης Κανελλής…
Στη σκέψη της έχει εγκατασταθεί όμως τώρα ο Κερκυραίος ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης102, που θα μετεξελιχτεί στον τελευταίο λιγόζωο έρωτα της ζωής της.… Τη γνωριμία του, από τον Ιανουάριο του 1929, οφείλει στον Κώστα Παπαδάκη, από τον οποίο θα λάβει στο νοσοκομείο τα Λυπημένα λουλούδια του Χονδρογιάννη, ποιητική του συλλογή, που έχει κυκλοφορήσει από το 1926. Μια πρώτη συνάντηση των τριών στο Ζάππειο θα είναι η απαρχή ερωτικού σκιρτήματος, που θα ζωντανέψει στη συνέχεια και θα συνεπάρει τη Μαρία στη φαντασίωση μιας αισθηματικής αναγέννησης. Ο ψυχικός και πνευματικός τους συντονισμός, η κοινότητα των ενδιαφερόντων, η ποιητική τους φύση, οι νομικές σπουδές και η γαλλική τους παιδεία, η νεότητά τους τέλος, ασκούν μιαν αμοιβαία έλξη, που θα αναθερμάνει προσωρινά τον αποστραγγισμένη, τρωμένη ψυχή της Πολυδούρη. Είναι ως η πυρωμένη πάντοτε ψυχή της να αναζητά εναγώνια το υποκατάστατο έστω του χαμένου ποιητή της. Τον Δεκέμβρη του 1928, που εκδίδεται η πρώτη της ποιητική συλλογή, Οι τρίλλιες που σβήνουν, ο Χονδρογιάννης θα την υποδεχτεί με μια ενθουσιώδη κριτική στο περιοδικό Πνοή-κάποιοι τη χαρακτήρισαν ερωτική επιστολή103.

Την τρυφερή τους επικοινωνία ενδυναμώνουν δύο εκδρομές που θα πραγματοποιήσουν την άνοιξη του 1929. Η πρώτη τον Απρίλιο του 1929 στον Πόρο μαζί με τον αχώριστο φίλο Κώστα Παπαδάκη. «Το ότι, ένα δειλινό του Απρίλη, βρισκόμαστε τρεις άνθρωποι, δυο ονειροπαρμένοι νέοι και μια νέα, ωραία γυναίκα, μόνοι κοντά στη θάλασσα , σ’ένα νησάκι μακρυνό, μέσα σ’ένα δωμάτιο , έφτανε για να γεμίσει την ύπαρξή μας με την ακαθόριστη εκείνη ευφροσύνη κάποιων ωρών που το βάρος του υλικού κόσμου γίνεται αλαφρότερο κι από ένα φτερό, διαλύεται όλο σε φως και αέρα», σημειώνει ο Χονδρογιάννης στο βιβλίο του Η Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη104.
Και για τη δεύτερη, μοναχική εκδρομή τους, αρχές Μαΐου στην Κηφισιά, παρά την ανυποχώρητη απειλή της αρρώστιας της: «… γυρίζοντας από μικρόν περίπατον, αντίκρυσα στο κατώφλι του ξενοδοχείου από μακρυά τ’ωραίο κι αψηλό κορμί της και τα εξαϋλωμένα μάτια της, τα αιθέρια, να ανυψώνονται ανυπόμονα και γνώριμα να μου χαμογελούν… χαμένη μές στα σύσκια δένδρα, σαν πεταλούδα παιγνιδιάρα κι αλαφρή, γύριζε με μια παπαρούνα στο χέρι, που την έκανε να λάμπει με ξωτικό ένα φως!»105. Μετά από δυο μήνες σιωπής θα της στείλει επιστολή (24 Ιουνίου 1929) και θα της ορίζει ερωτική συνάντηση για το Σάββατο 29 Ιουνίου. Αντί για την ίδια, ο Χονδρογιάννης θα λάβει την επιστολική της απάντηση από τη Σωτηρία. «Αγαπητέ κ. Χονδρογιάννη. Δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω στο ραντεβού σας είμαι πολύ άρρωστη δε θα μπορούσα καν να κατεβώ απ’το κρεββάτι μου. Βλέπετε… πρέπει: να με λησμονήσετε, όπως τόσο φρόνιμα εκάματε έως τώρα. Είμαι μια αλυσσίδα από κόκκαλα, δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα’μουν ένα ωραίο στολίδι για την αγάπη σας!». Σε δεύτερη, επίμονη για τη συνάντηση, επιστολή του, λίγες μέρες μετά (1η Ιουλίου 1929), που δείχνει ότι ο Χονδρογιάννης «αναγιγνώσκει» σωστά την προσχηματική άρνησή της, και πάλι θα ακολουθήσει η πείσμων άρνηση της ποιήτριας. Έτσι θα περάσουν στη φάση της ερωτικής αλληλογραφίας, μέχρι τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς, όταν ο ποιητής θα παραθερίζει στην ιδιαίτερη πατρίδα του και κείνη, αιχμάλωτη της αρρώστιας της, θα «κείτεται» στη Σωτηρία. Την εικόνα της αποτυπώνει στην τελευταία τους συνάντηση, πριν αναχωρήσει για το χωριό του, το Σωκράκι της Κέρκυρας: «Την είχα ειδοποιήσει από την προηγούμενη πως θα πήγαινα το πρωί, γιατί το απόγευμα έφευγε το βαπόρι. Τη βρήκα ντυμένη στα ολόασπρα, στο κρεββάτι της αρρώστειάς της και η μοναχική κάμαρά της να ευωδιάζει από τ’άνθη. Κάθησα αντικρύ της, σε μια πολυθρόνα. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα αυτή μετά επτά ώρες. Μόλις πρόφθασα το βαπόρι που έφευγε»106.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για πλατωνικό έρωτα, που οι αναβαθμοί του εκτυλίσσονται στην επιστολογραφία τους. όπως και η υφολογία της επικοινωνίας τους, δείγμα της διαφορετικότητας των εκδηλώσεων και της έκφρασης του συναισθηματικού τους κόσμου. Εκείνη είναι -όπως η φύση την έπλασε-παθιασμένη, αυθόρμητη, ανυπόμονη, εριστική, αβέβαιη, γνήσια ερωτική. « Γιατί με βγάλατε από τη γαλήνη μου, ήταν τόσο καλά καθώς δεν περίμενα τίποτα. Και για μένα δεν έχει μεσαίο βαθμό. Ή η γαλήνη του νεκρού, ή η αγωνία». Εκείνος δειλός, συνεσταλμένος, άτολμος, συγκρατημένος μέσα στις λυρικές του ποιητικές εξομολογήσεις, που δεν έχουν όμως την προσδοκώμενη, από κείνη, ερωτική ένταση. Ιδιαίτερα η επίμονη χρήση του πληθυντικού, εξοργίζει αφάνταστα τη Μαρία: «Οι πληθυντικοί σου μου φαίνονται καραγκιοζιλίκια, προσποιήσεις, ψεύτικα πράμματα και μ’αηδιάζουν».
Η τελευταία επίσκεψή του στη Μαρία, θα είναι τον Μάρτιο του 1930, στην ύστατη φάση της αρρώστιας της, όταν έχει μεταφερθεί στην ιδιωτική κλινική του Χρηστομάνου. Κάποιες επιστολές-περισσότερο φιλολογικού χαρακτήρα- έχουν ανταλλάξει τον Ιανουάριο του 1930, με την έκδοση της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος107, για την οποία θα γράψει ξανά ενθουσιαστικά σχόλια. Τα ίδια σχόλια θα καταθέσει και στην κριτική του για το έργο της, στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις.
Τι ήταν ωστόσο εκείνο που δηλητηρίασε τη βραχύβια εκ των πραγμάτων σχέση τους; Πέρα από τις παραξενιές των ερωτευμένων και τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους και πάνω απ’όλα, την τραγικότητα της ασθένειας, μια δικαιολογημένη απόλυτα παρεξήγηση της ποιήτριας με αφορμή ποίημα της δεύτερης συλλογής του Χονδρογιάννη, που κυκλοφορεί στα τέλη του 1929, με τον τίτλο: Μυστικές μέρες108. «Στο τέλος, ανέσυρε κάτου από το μαξιλάρι της το τελευταίο βιβλίο μου, τις Μυστικές Ημέρες, μου τις έδειξε και μου είπε: «Εγώ ξαίρω, ότι εκτός από τα ποιήματα που φαίνονται πως είναι γραμμένα για μένα, υπάρχουν και άλλα πολλά109, που είναι χωρίς να φαίνονται, αλλά εγώ τα ξαίρω κι αυτά» και χαμογέλασε πικρά, πετώντας το βιβλίο στο κρεββάτι της», μεταφέρει στις σημειώσεις του ο Χονδρογιάννης τη σκηνή από την τελευταία του επίσκεψη στη Μαρία. Τα δυο γράμματα που πρόλαβε να της στείλει στη συνέχεια, το λίγο διάστημα μέχρι τον θάνατό της, ήταν ίσως ανάμεσα σε ό,τι κατέστρεψε εκείνη λίγο πριν χαθεί110.
«Σ’αναμονή θανάτου»
Μετά την έκδοση της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Ηχώ στο χάος (Δεκέμβριος 1929), η φήμη της Μαρίας Πολυδούρη θα απλωθεί ηχηρά σε όλους τους λογοτεχνικούς κύκλους. Λίγους μήνες πριν από το τέλος οι επισκέψεις λογοτεχνών και καλλιτεχνών της εποχής πληθαίνουν. Ανάμεσά τους, ο δάσκαλός της Φώτος Πολίτης και η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Σωτήρης Σκίπης και ο Κώστας Ουράνης μαζί με τη σύζυγό του Ελένη, ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης. Ο Άγγελος Σικελιανός: «Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη. Ήτανε τους τελευταίους μήνες του 1929 και τους πρώτους του 1930, σ’έναν από τους πιο ζοφερούς τότε κύκλους της Νεοελληνικής κόλασης, στο φθισιατρείο η Σωτηρία. Της χρωστώ πως δεν μ’έμπασε από την πόρτα της κοινής εισόδου που την μισάνοιγαν τότε κάποιοι «θαυμαστές» βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο από το φόβο των μικρόβιων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ένα απλό κλινάρι, μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και που την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος»111. Η συγκίνησή του στο θέαμα της χλωμής ποιήτριας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη καθώς οι συνειρμοί τον οδηγούν στις επώδυνες μνήμες του θανάτου της αδελφής του Πηνελόπης στο Νταβός της Ελβετίας, από την ίδια ασθένεια. «Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι’ ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και πούφτανε για την ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονήσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα… ό,τι μ’ είχε φέρει αντίκρυ στην ψυχή της, είταν η φλόγα πούκαιγε σε κείνο το τραγούδι και που φαίνονταν στα μάτια της να καίει τόσο πολύ, όπου ώρες-ώρες έλεγα πως θα την σώριαζε ήσυχα καθώς με κοίταζαν, απάνω στο προσκέφαλο, όπως πέφτει σε μια στια πάνω στη στάχτη ένα δαυλί, που αναλαμπάδιασεν ολόκληρο μεμιάς…»112

Τα δημοσιεύματα στον τύπο –άλλα καλοπροαίρετα και ειλικρινή ώστε να προκληθεί ένα ευρύτερο και ουσιαστικό ενδιαφέρον για την υποστήριξη, με κάθε τρόπο, της ποιήτριας-και άλλα ηχηρά και δακρύβρεχτα ή σκληρά και αήθη, που σπιλώνουν ηθικά το ψυχικό μεγαλείο και την αήττητη αξιοπρέπειά της. Στα πρώτα, το άρθρο του Κώστα Ουράνη113, με το οποίο θα ζητήσει τη διενέργεια εράνου για τη φτωχή ποιήτρια, μας προσφέρει και την εικονοποιΐα του δεινού εγκλεισμού της: «Ένα μικρό φτωχικό δωμάτιο… Ένα κοινότατο μικροσκοπικό τραπέζι και δυο μονά σιδερένια κρεβάτια, στρωμένα με στρατιωτικές κουβέρτες-αυτό ήταν όλο. Από το ανοιχτό παράθυρο, το χειμωνιάτικο κρύο πάγωνε τους τοίχους, και τα κρεβάτια, και τις πλάκες του δαπέδου. Και σ’ένα από τα δυο κρεβάτια, με τους ώμους ανασηκωμένους από ένα πλήθος μικρών μαξιλαριών, συγυρισμένη για μια αναμονή, μια νέα κόρη, που θα είταν άλλοτε ένα άνθος ομορφιάς, ακίνητη τώρα σε μια βαθειά εξάντληση, μας κοίταζε με δυο μεγάλα μαύρα μάτια που, μέσα στην κέρινη χλωμάδα του προσώπου της, έλαμπαν από τον πυρετό σαν δυο κάρβουνα…»114 Μια ύστατη έκκληση από την Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού προς τις αναγνώστριες του περιοδικού «Ελληνίς» για την οικονομική υποστήριξη της ποιήτριας, χειρονομία αρμόζουσα στο ήθος και στην αξιοπρέπειά της: «…να περάσουν από τα γραφεία μας και να αγοράσουν το βιβλίο της που τιμάται με 20 δραχμάς. Να είναι βέβαιες, πως δεν θα το μετανιώσουν, θ’απολαύσουν βαθειές ποιητικές συγκινήσεις διαβάζοντάς το και θα συντελέσουν ίσως να σωθεί μια ωραία και ευγενικιά ζωή»115.
Για το «υποκριτικό», όψιμο ενδιαφέρον του διανοούμενου κόσμου και την κίβδηλη κοσμική παρουσία του θα δημοσιεύσει, μετά το άρθρο του Ουράνη, ο Παύλος Κριναίος το σαρκαστικό του σχόλιο: «Τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονται με κοσμικούς κυρίους και ντεμουαζελίτσες, η Σωτηρία γίνεται το κοινόν ραντεβού όλων. Η ποιήτρια-Θέαμα, ο Πόνος της επιφυλλίς και ανάγνωσμα. Μονυελοφορούντες και μη, κριτικοί και επιφυλλιδογράφοι, εκάνατε μεγάλον κακόν, εδώσατε πραγματικήν συμφοράν εις την ποιήτριαν. Εξυπνήσατε πολύ αργά για να την ζημιώσετε ηθικά, ψυχικά, ανεπανόρθωτα. Οι φίλοι της, οι σύντροφοί της που φώναζαν τόσον καιρόν της φτάνουν. Δεν είχεν ανάγκη από τον όψιμον οίκτον σας, και την φιλανθρωπίαν σας…»116.
Είναι γεγονός -που τεκμηριώνουν όχι μόνον οι μαρτυρίες των πολύ δικών της ανθρώπων αλλά και οι ίδιοι οι ανυπόταχτοι στίχοι της- ότι η περηφάνια της δεν επέτρεπε καμιά χειρονομία οίκτου. Πριν καμφθούν απόλυτα οι δυνάμεις της και -καθώς μας πληροφορεί η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού-όταν μαθαίνει για τις κριτικές των ποιημάτων της ή τις διάφορες κινήσεις υποστήριξης και τα σχετικά δημοσιεύματα εντύπων, εξεγείρεται η περήφανη ψυχή της: «Να κρίνουν το τραγούδι μου, να το χτυπήσουν! Μα τι τους ενδιαφέρει η φτώχεια κι η αρρώστεια μου; Ποιος γύρεψε τον οίκτο τους;»117 Και σε αχρονολόγητη επιστολή της προς τον Γιάννη Χονδρογιάννη, λίγο πριν το τέλος: «Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμμιά θέση στην καρδιά μου;»118.
Σπαρακτικοί οι στίχοι της – διαθήκη ως για την αιωνιότητα: «Την περηφάνια μου μην ταπεινώσεις/κοίτα, μη μου λερώσεις τα φτερά»119. Αντικατοπτρισμοί της μεγάλης αλήθειας της, που σε μια συνεπή διαλεκτική με τη ζωή της, τις ενσυνείδητες επιλογές και τα παιχνίδια της μοίρας, προσφέρουν το συνολικό ψυχικό και συναισθηματικό ανάπτυγμα της ζωής και της σκέψης της-της ποίησής της. Όπως το εκφράζει με την εύστοχη παρατήρησή του ο Τέλλος Άγρας «ιχνογραφώντας» και τους δύο ποιητές, την Πολυδούρη και τον Καρυωτάκη: «Για έναν αληθινό ποιητή, το έργο του, σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του, δεν είν’άλλο παρά τυχαία –και μοιραία- έκφραση της ζωής του, όμοια μ’όλες τις άλλες, σε τρόπο που η τέχνη του να είναι η ζωή του και η ζωή του να είναι η τέχνη του, μαζί ν’αρχίζουν , μαζί να προχωρούν και μαζί να τελειώνουν»120.
Από τον Ιανουάριο του 1930 η κατάσταση της υγείας της γνωρίζει ραγδαία επιδείνωση. Λίγους μήνες μετά, ξημερώνοντας η 29η Απρίλη, θ’αφήσει την τελευταία της πνοή στην ιδιωτική κλινική Χρηστομάνου121, στην οποία έχει φροντίσει, με δικές του δαπάνες, να μεταφερθεί, ο πρώην αρραβωνιαστικός της Αριστοτέλης Γεωργίου, χωρίς η ίδια να το μάθει ποτέ. Οι μόνοι άνθρωποι κοντά της εκείνη τη νύχτα-όπως και σε όλο το διάστημα της τυραννίας της-, ο επιστήθιος φίλος της Βασίλης Γεντέκος122, και η αφοσιωμένη αδελφή της Βιργινία. Η κηδεία της θα γίνει την ίδια μέρα. «Μια μικρή νεανική κουστωδία», όπως γράφει ο Άγγελος Τερζάκης, σφιγμένοι στη βουβαμάρα της λύπης, ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό να πάνε στην ιδιωτική κλινική στα Κάτω Πατήσια για να συναντήσουν τη νεκρή πια ποιήτρια: «… Όταν φτάσαμε κι ανεβήκαμε στο απάνω πάτωμα, στο μακρύ, γυαλιστερό διάδρομο, μας είπαν να περιμένουμε, να μη μπούμε στο δωμάτιο της νεκρής. Η πόρτα του άνοιξε, βγήκε ένα φορείο. Απάνω, τυλιγμένο από κορφή σε νύχια μέσα σ΄ασπρο σεντόνι, ένα κορμί κοριτσιού ταλαντευόταν μαλακά, ίσως ακόμα ζεστό, και που τόνιωθες τρυφερό. Πέρασε αργά μπροστά μας. Σκύψαμε τα κεφάλια μας. Και την ξαναβλέπω κάτω στο μικροσκοπικό εκκλησάκι της κλινικής, ύστερα στην εκκλησία του Α’ Νεκροταφείου. Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι, οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς… την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής»123.
Πολλά έχουν γραφεί και πολλά εξακολουθούν να γράφονται επιχειρώντας να αιχμαλωτίσουν μέσα σε λογικές εικασίες και πιθανότητες την άδοξη κατάληξη ενός μοναδικού ερωτικού δεσμού και τις δραματικές του διασταυρώσεις με τον θάνατο. Η μοιραία συνάντηση του Κώστα Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη- συνοδοιπορία έρωτα και θανάτου- υπήρξε πάνω απ’όλους τους ερμηνευτικούς σχολιασμούς- μια εκδοχή της «ποιητικής» τους, μια ιδιοσυγκρασιακή ποιητική, η ποιητική μιας επιλέγουσας άσφαλτα τα θύματά της «μοίρας» ή η «αντι-ποιητική» μιας πραγματικότητας, που, άχρωμη και απαθής, εκδιώκει απηνώς τους ποιητές. Η συνανάγνωση και η συνεκτίμηση των παραπάνω θα οδηγεί ενδεχομένως προς μια μερική έστω πάντα αλήθεια, όπως άλλωστε συμβαίνει με το λογικά παράλογο πολλών καταστάσεων και δη της φύσης των ποιητών.
Υπάρχει (;) και η ποίηση
Στην περίπτωση της Μαρίας Πολυδούρη (όπως και του Καρυωτάκη) η κριτική παρασύρεται σε μια χρόνια διολίσθηση προς τη δραματικότητα της ζωής τους, την οποία προσπαθεί να ιχνηλατήσει και μέσα στην ποίησή τους, χρησιμοποιώντας την ως έναν εγκιβωτισμένο εκεί μυστικό οδηγό διττής κατανόησης-από τη ζωή στο έργο τους και από το έργο στη ζωή τους. «Λίγα ονόματα είναι ενωμένα μέσα στη λογοτεχνική μας ζωή, όσο του Καρυωτάκη με την Πολυδούρη. Επλάσαμε γύρω στο δεσμό τους ένα μύθο που μας διευκολύνει ίσως και στην προσέγγιση του έργου. Πέρα όμως από το μύθο υπάρχει μια πραγματικότητα, που μπορεί να ξεπερνάει τη δύναμη του μύθου», θα γράψει ο Γιάννης Χατζίνης124.
Η Χριστίνα Ντουνιά εκφέρει τη δική της άποψη σχετικά με το ζήτημα πρόταξης της ζωής της ποιήτριας σε βάρος του έργου της: «Το ερώτημα που θέτει συνήθως η κριτική όταν εκφράζει τον σκεπτικισμό της για την περίπτωση της Πολυδούρη είναι το εξής: «Θα ενδιαφερόμασταν τόσο πολύ για την ποιήτρια, αν δεν μας συγκινούσε η ιστορία της; Έχω τη γνώμη ότι το ερώτημα πρέπει να αντιστραφεί: θα μας απασχολούσε η ζωή της Πολυδούρη, αν δεν ήταν καλή ποιήτρια;» Και επικαλούμενη την περίπτωση και των δύο ποιητών Πολυδούρη και Καρυωτάκη, αναγνωρίζει ότι ανήκουν στους δημιουργούς που η ζωή τους έχει ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με το έργο τους, ώστε τα συμβάντα του βίου τους να μετατρέπονται σε «λογοτεχνικό γεγονός»125.
Το γεγονός ωστόσο αυτής της ταύτισης εξακολουθεί να αδικεί και να οδηγεί σε υστερήσεις, μονομέρειες και μεροληψίες τη σοβαρή και ανανεούμενη -όπως οι μεταμορφώσεις και οι μεταλλαγές των εποχών απαιτούν- κρίση για το έργο της126. Αν και δεν είναι πρόθεση της παρούσας μελέτης η φιλολογική παρουσίαση μιας κριτικής επισκόπησης πάνω στο έργο της Μαρίας Πολυδούρη, εντούτοις είναι αναγκαίο να κατατεθούν κάποιες, συναφείς με το έργο της, σκέψεις. Η συνολική εργασία και αποκατάστασή του από την καθηγήτρια Χριστίνα Ντουνιά, προσφέρει το στέρεο, πρωτογενές (και ερμηνευτικό) υλικό για τις όποιες μελλοντικές κριτικές «αναγνώσεις» και αναθεωρήσεις.
Το έργο της Μαρίας Πολυδούρη αποτελείται από δύο ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα, ένα σπάραγμα Αυτοβιογραφίας, επιστολές, ημερολόγια, δύο μαθητικά της κείμενα και διάσπαρτη σε έντυπα της εποχής ποίηση. Στην ολιγόζωη πορεία της φαίνεται να πέρασε από περιόδους που αισθανόταν πιο έντονες τις δυνάμεις που την οδηγούσαν στην πεζογραφία, για να κατασταλάξει οριστικά στην ποίηση και να περάσει στη νεοελληνική γραμματεία ως η πιο ποιοτική, λυρική γυναικεία φωνή της μεσοπολεμικής δεκαετίας του 1920. Πρόλαβε να δει την έκδοση των ποιητικών της συλλογών: Οι τρίλλιες που σβήνουν (τέλη του 1928), λίγους μήνες μετά την αυτοκτονία του ποιητή της και ένα χρόνο μετά, την έκδοση της συλλογής: Ηχώ στο χάος (τέλη του 1929). Στο μεταξύ ποιήματά της δημοσιεύει στα χρόνια της πρώιμης ποιητικής της ωρίμανσης, στα περιοδικά: Πολιτισμός του Φώτου Γιοφύλλη, Η Παιδική Χαρά127, Ημερολόγιο Πανδώρα, Πνοή, Ελληνίς, Ελληνική Επιθεώρησις, εφημερίδα Πρωΐα. Θερμή υποδοχή θα επιφυλάξουν στα ποιήματά της οι νέοι τότε ποιητές -και θαυμαστές της- και τα φεμινιστικά έντυπα, που αναγνωρίζουν στο πρόσωπό της τη γνήσια εκπρόσωπο της γυναικείας χειραφέτησης στην πράξη αλλά και την ποιήτρια που διακρίνεται για το «στοχαστικό» της «Πνεύμα»128.
Τη στοχαστική διάθεση της ποίησής της θα σημειώσει και ο Σωτήρης Σκίπης129 και θα εξάρει ο Γιάννης Χονδρογιάννης: «Απορεί κανείς, μα την αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να βρίσκεται μέσα σε μια γυναικεία καρδιά τόση θαυμαστή απλότης και τόσος στοχασμός»130. Αλλά και στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, η κριτική δεν θα μετακινηθεί από τα γνωστά, ενώ στις πολύ σύντομες131 γραμματολογικές αναφορές η Πολυδούρη θα αναφέρεται απλώς ως η σημαντικότερη γυναικεία φωνή της γενιάς της με όλα τα ψεγάδια όμως και τις «κοινοτοπίες» της ποίησής της. Και χωρίς να μεταβάλλεται η ουσία της κριτικής αποτίμησης, συχνά αναφέρεται ο πρόωρος θάνατός της ως εμπόδιο στην εξέλιξη της ποιητικής της γραφής. αλλά και η επήρεια της αρρώστιας στη μορφοποίηση της «κλαυθμηράς διαθέσεως», όπως καταθέτει στη δική του κριτική ο Τέλλος Άγρας, υπερασπιζόμενος και τη «φυσικότητα» των στίχων της, παρά την ποικιλία «των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών»132.
Οι αιτιάσεις που της απευθύνονται προέρχονται από δύο κυρίως πεδία: α. το μορφικό-η ποιήτρια θυσιάζει στο όνομα της ποιητικής της αυθορμησίας και της πηγαίας εκτόνωσης του συναισθήματος τη μορφική αρτιότητα της ποίησής της. και β. την αποκλειστική πρόταξη του προσωπικού-υποκειμενικού βιώματος σε βάρος της συλλογικότητας και των κοινωνικών αγώνων της εποχής133, τους οποίους ωστόσο με τη συμπεριφορά, το εξεγερμένο ήθος και την ανυπόταχτη προσωπικότητά της υπηρετούσε χωρίς συμβιβασμούς και μικροαστικές συμβατικότητες.
Είναι άραγε αποτετελεσμένη η κριτική για την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη; Και σε ποιο βαθμό και με ποια στοιχεία-μετά από τις ανακατατάξεις στη θεώρηση της ποίησης και της ποιητικής γραφής από τη δεκετία του ’30 και μετά-μπορούμε να κρατάμε την ποίησή της «αιχμάλωτη» της τραυματικής ζωής και της συγχρονικής της κριτικής; Μήπως οι κεραίες μιας ανοιχτής συζήτησης για την ποίηση γενικότερα, τα περιεχόμενα και τις τεχνικές, την αναζήτηση του έσω ανθρώπου, τη διαλεκτική ποίησης και πρόζας και όσα άλλα προκύπτουν στην ιστορική αναθεώρηση των ποιητικών έργων, θα μπορούσε να συμπεριλάβουν και την Πολυδούρη; Αρκετά νωρίς, ο Κώστας Σταματίου επισημαίνει την ανάγκη επανεξέτασης του έργου της: «Προσωπικά πιστεύω πως μια νέα ανάλυση και τοποθέτηση ήταν απαραίτητες. Ιδιαίτερα γιατί, με την εξαίρεση του Τέλλου Άγρα, η παλιότερη κριτική είχε δει πολύ περιορισμένα το έργο της Πολυδούρη, συρρικνώνοντάς το στο πρωτογενές ερωτικό στοιχείο»134.
Η Χριστίνα Ντουνιά-που άνοιξε το δρόμο και συστηματικά τον υπηρετεί-, για την επιστροφή στα «χρωστούμενα» προς τη μεσοπολεμική γενιά, και ιδιαίτερα στην Πολυδούρη- αποφαίνεται: «Πράγματι η Μαρία Πολυδούρη δεν αρκείται στην αυθόρμητη μεταφορά του βιώματος στους στίχους της. Διαθέτει την οξύνοια και την καλλιτεχνική ωριμότητα που της επιτρέπουν να στοχαστεί πάνω στα γεγονότα της ζωής και στις προσωπικές της επιλογές, να διεκδικήσει τον έλεγχο της μοίρας της και των εκφραστικών της μέσων… Όλα αυτά ακόμα και αν δεν φαίνονται καθαρά, δεν θεματοποιούνται δηλαδή στην ποίησή της, τη διατρέχουν όμως υπόγεια, γεγονός που της δίνει την δυνατότητα να μεταβάλει τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής της και να στοιχειοθετήσει νέα κριτήρια πρόσληψης της γυναικείας γραφής»135.
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν στη ζωή και στην ποίηση αυτό που ένιωσε για κείνη, με την τιτάνια ψυχή του, ο Σικελιανός στο λίγο που την έζησε όντας στο κρεβάτι του πόνου. Είναι γεγονός ότι δεν διέθεσε απόλυτα τη φλεγόμενη ψυχή της πουθενά αλλού, παρά μονάχα στην ποίηση και στον έρωτα- τη βαθιά επαφή της με την «ουσία». Στην ποίησή της προσέδωσε τις τονικότητες όλων των ήχων του έρωτα και της ζωής, σε μιαν ευαίσθητη και ευπαθή μουσική «υπερχορδή», που η απόλυτη δοτικότητα της φωνής της ακούστηκε ως αυτοκαταστροφική ενσυναίσθηση του ιδεατού. Κοιτώντας το πρόσωπό της, είναι ίσως καιρός να σμιλέψουμε το πορτρέτο του ανθρώπου που φέρει την τόλμη της επανάστασης στον ίδιο βαθμό με το «θάρρος των δακρύων»136. Το έχει τόσο ανάγκη η στερεμένη και από τα δύο εποχή μας! Όσο για την ποίησή της, ό,τι είπε για τον Καρυωτάκη ο Φώτης Κόντογλους εκείνες τις παγερές μέρες: ας αφήσει πίσω της η κριτική τη «νεκροψία» πάνω στο κορμιά της κι ας αφουγκραστεί απελεύθερο από τους «επιστημονικούς κυνισμούς» τη φωνή των στίχων της137.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
61. Ο έρωτάς της για τον Σπύρο Μαρκέτο φαίνεται να εκπνέει όταν μετά την επιστροφή του από την Σμύρνη θα τοποθετηθεί ως Διευθυντής στη Νομαρχία Αττικής – όπου υπηρετεί και η Πολυδούρη.
62. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, (Ημερολόγιο), ό.π., σ. 186.
63. Ό.π., σ. 190.
64. Ό.π., σ. 190.
65. “Ημερολόγιο”, 12 Μαΐου (1922) Μεσάνυχτα. Ό.π., σ. 192.
66. Ό.π., σ. 192.
67. Ό.π., σ. 212.
68. Το ποίημα είχε αρχικά αφιέρωση «Μ». Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκης, επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1980, σ. 70.
69. Για τις στιγματιστικές επιπτώσεις της φυματίωσης, βλ. Κωνσταντίνος Τσιάμης, Μαρία Μάνδυλα – Κουσουνή, Δημήτριος Ανωγιάτης – Pele, “Ιατρικές και κοινωνικές αντιλήψεις περί φυματιώσεως την εποχή του Μεσοπολέμου”, Ιατρικά Χρονικά Βορειοδυτικής Ελλάδας 2014, τόμος 10, Τεύχος 1, σ. 56-60.
70. Ο πρώτος εφηβικός έρωτας του Καρυωτάκη. Τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη θα ερωτευτεί το 1913, σε ηλικία 17 χρονών. Η σχέση τους θα συνεχιστεί με διαλείμματα ακόμα και μετά τον γάμο της Άννας (1915, σε ηλικία 19 χρονών), τουλάχιστον μέχρι το 1922. (Βλ. περιοδικό Η Λέξη, ειδικό αφιέρωμα για τα 60 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, τεύχος 79-80, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1988, σ. 804-807).
71. Ο Γ. Π. Σαββίδης, που έχει το ταλέντο να κοιτάζει από την… παραφιλολογική “κλειδαρότρυπα“, προσπαθώντας να ερμηνεύσει σημείο από την “Αποχαιρετιστήρια Επιστολή“ του Καρυωτάκη, γράφει: «Βεβαίως, ο ποιητής μας – όπως όλοι δα οι “υγιώς σκεπτόμενοι“ Έλληνες άνδρες – εσύχναζε σε μπορντέλα και είχε επισκεφθεί το “Moulin Rouge“στο Παρίσι. Επίσης είχε δεσμούς με κοπέλες, ύπανδρες γυναίκες και ποιήτριες ελευθέρων ηθών…»(Γ.Π. Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη, Κείμενα 1966-88, Νεφέλη, Αθήνα 1989, σ. 109).
72. Και αυτό το ποίημα φέρει την αφιέρωση «Μ. Π.».
73. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα…, (Στοιχεία βιογραφίας), σ. 397.
74. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο… , ό.π., (Γράμματα από το Παρίσι), σ. 237-238.
75. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο… , ό.π., σ.239.
76. Επιστολή προς τον Βασίλη Γεντέκο, με ημερομηνία 10 Απριλίου (1927). (Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π.), σ. 241.
77. Πρόκειται για τον Αδάμ Δεϊμέζη, θαυμαστή και φίλο της αδερφής της Βιργινίας, τον οποίο φαίνεται να μην εκτιμά διόλου η Μαρία. Ο Δεϊμέζης είχε γράψει το βιβλίο: Η σύγχρονος Σουηδία και ο σουηδικός πολιτισμός, Paris,εκδ. οίκος Jean Budry & Cie,1928.
78. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π. , σ. 242.
79. Βλ. Κώστας Σταματίου, “Εξόριστη στην εποχή της”. Τα (σχεδόν πλήρη) Άπαντα της Πολυδούρη, εφ. Τα Νέα, 3 Απριλίου 1982, και Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π., σ. 273. Για τον Γιάννη Ρίτσο η Πολυδούρη θα γράψει το ποίημα “Βαριά καρδιά“ (Οι τρίλλιες που σβήνουν). Και με αφιέρωση «Στον κ. Γιάννη Ρίτσο» το ποίημα «Θυσία» (Οι τρίλλιες που σβήνουν).
80. Στις 21 Απριλίου εκδίδεται η απόφαση μετάθεσης του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα. Στις 18 Ιουνίου 1928 θα φτάσει στην Πρέβεζα με καράβι. Θα τοποθετηθεί στη Νομαρχία Πρέβεζας, στο “Γραφείο Εποικισμού κα Αποκαταστάσεως Προσφύγων“. Νομάρχης ήταν τότε ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης.
81. Αλεξάνδρα Κωστάκη – Μέξη, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη, εκδ. Άπειρος Χώρα, Αθήνα 2014.
82. Βλ. Ζήση Καπούλα, Τα συλλογικά δικαιώματα της απεργίας και του συνεταιρίζεσθαι των δημοσίων υπαλλήλων, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2002. Για την περίοδο του Μεσοπολέμου, βλ. τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο: Σελίδες από την Ιστορία του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος (1920-1931), σ. 291 κ.ε.
83. Γεωργία Δάλκου, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών…,ό.π. και Γιάννης Παπακώστας, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας“, Αθήνα 1992.
84. Ανάγκη χρηστότητος, Ένα λανθάνον κείμενο κοινωνικής πολιτικής – Επιμέλεια – Σημειώσεις – Σχόλια: Γιάννης Παπακώστας, Φιλιππότης, Αθήνα 1986. Το άρθρο δημοσίευσε ο Καρυωτάκης ως Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι διαδοχικές, δυσμενείς υπηρεσιακές του μετακινήσεις. Βλ. Γ. Ρομποτής, Η διοίκηση την ελληνική λογοτεχνία…, ό.π., σ. 130-132, Γ. Παπακώστας, ό.π., σ. 84 κ.ε. Το κείμενο υπερβαίνει την απλή παρουσίαση της κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων και τα δικαιολογημένα αιτήματά τους, και προχωρεί σε δριμεία κριτική όλου του σαθρού πολιτικού και διοικητικού κατεστημένου. Το άρθρο χρησιμοποιήθηκε συχνά – αν και δημοσιεύτηκε σε αντιβενιζελική εφημερίδα – ως τεκμήριο αριστερών ιδεών του ποιητή. Ο ίδιος, προερχόμενος από φιλοβασιλική οικογένεια, παρέμενε αντιβενιζελικός, χωρίς ωστόσο να εκδηλώνει ανοιχτά την ιδεολογκή του τοποθέτηση. (Βλ. και Ζωή Γεωργιάδου, Αναπαράσταση του νεοελληνικού κράτους στο έργο του Κώστα Καρυωτάκη, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Φιλολογική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή 2013, σ. 8.
85. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π. , σ. 273.
86. Βλ. σχετικά, Γ.Π. Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη, ό.π.. Βαγγέλης Αυδίκος, “Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, η Πρέβεζα της εποχής και ο τύπος”, στο: Συμπόσιο για τον Κ.Γ. Καρυωτάκη, Πρακτικά, Πρέβεζα 1990, σ. 353-363. Στο ίδιο, Γ.Π. Σαββίδης, “Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Κ.Γ. Καρυωτάκη”,σ. 365-375. Αλεξάνδρα Κωστάκη – Μέξη, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη, ό.π.
87. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1923 με τον τίτλο: “Τραγούδι παραφροσύνης”. Βλ. Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια: Γ.Π. Σαββίδης, Ερμής 1980, σ. 107.
88. Μια εκδοχή του θανάτου του, βλ. Ελένη Κουρμαντζή, Κ.Γ. Καρυωτάκης: Ένας πρακτικός θάνατος στην Πρέβεζα (file:///C:/Users/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%97/Downloads/4893%20(2).pdf)
89. Βλ. Γ. Ρομποτής, Η διοίκηση την ελληνική λογοτεχνία…, ό.π., σ. 120.
90. Γ. Ρομποτής, ό.π., σ. 130-131 και σημείωση 388. Θα γράψει ο Βύρων Λεοντάρης: «Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής, προσωπικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας…». (Δοκίμια για την ποίηση, Έρασμος, Αθήνα 1985, σ. 18).
91. Γ.Π. Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 101-115. και Χριστίνα Ντουνιά, “Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Καρυωτάκη: μια νέα απόπειρα αποκρυπτογράφησης”, Ανάτυπο από το περιοδικό Κονδυλοφόρος, 4/2005, σ. 139-147.
92. Τέλλος Άγρας, “Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες”, στο Κ.Γ. Καρυωτάκη, Άπαντα, 1938, σ. LXXXIX-CXXIX).
93. Το κείμενο γράφτηκε στις 24-7-1929, ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Βλ. Γ.Π. Σαββίδης, ό.π., σ. 170-171.
94. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π., σ. 219-227. Και στο ίδιο, Σχόλια (Χριστίνα Ντουνιά), σ. 259.
95. Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, (Ημερολόγιο) , ό.π., σ .219.
96. Από το αχρονολόγητο κείμενο της Πολυδούρη “Στον ποιητή Φίλιππο Κλεωνά”. Η Χριστίνα Ντουνιά υποθέτει ότι θα πρέπει να γράφτηκε το καλοκαίρι του 1925 και το θεωρεί μια απόπειρα αυτοβιογραφήματος. Τη συγγραφή του η Πολυδούρη εγκαταλείπει για να αφιερωθεί στην απόπειρα συγγραφής τού – άτιτλου – μυθιστορήματος, που η Ντουνιά δημοσιεύει με τον τίτλο “Ρομάντσο“. Βλ. σχετικά, Μ. Πολυδούρη, Ρομάντσο…, ό.π., σ. 29-156, 207-215 και 258.
97. Οι τρίλλιες που σβήνουν δημοσιεύεται στα τέλη του 1928. Τα ποιήματα γίνονται με ενθουσιασμό δεκτά από τους νέους. Ο Κερκυραίος ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης, (1903-1987) θα δημοσιεύσει διθυραμβική κριτική, που θα γίνει αφορμή να αρχίσουν αλληλογραφία και στη συνέχεια να γνωριστούν μέσω του κοινού τους φίλου ποιητή Κώστα Παπαδάκη .
98. Στη Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου, 1885-1968), με την οποία συνδέθηκε από τον Αύγουστο του 1928 με στενή φιλία, παρέδωσε – λίγο πριν πεθάνει – όλα της τα γραπτά.
99. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962), η πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη, αδελφή της Έλλης Αλεξίου, φεμινίστρια της εποχής, στρατευμένη στο ΚΚΕ, μετέπειτα σύζυγος του Μάρκου Αυγέρη.
100. Αθηνά Γαϊτάνου – Γιαννιού (1880-1952), από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες, σύζυγος του σοσιαλιστή πολιτικού Νικολάου Γιαννιού. Ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου των Γυναικών και διευθύντρια των περιοδικών Ελληνίς και Σοσιαλιστική Ζωή. Στην Πολυδούρη συμπαραστάθηκε έμπρακτα μέχρι την τελευταία στιγμή.
101. Η πρώτη ελληνίδα κινηματογραφική κριτικός (1900-1992).
102. Βλ. Σωτήρης Τριβιζάς, Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, ό.π.
103. Σωτήρης Τριβιζάς, “Ο τελευταίος έρωτας της Μαρίας Πολυδούρη”, Literature.gr.
(https://www.literature.gr/o–telefteos–erotas–tis–marias–polidouri–tou–sotiri–triviza/)
104. Βλ. Γιάννης Χονδρογιάννης, Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1975, σ. 75.
105.Ό.π., σ. 76.
106. Ό.π., σ. 102.
107. Εκδίδεται στα τέλη του 1929. Η κριτική αυτή τη φορά είναι πολύ θερμή.
108. Κριτική της ποιητικής συλλογής Μυστικές Ημέρες δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τεύχος 77, σ. 274-275.
109. Το άτιτλο ποίημα του Γιάννη Χονδρογιάννη: “ Ήσουν το ρόδο της αυγής / κ’ ήσουν το κρίνο της εσπέρας. / Εφύσηξε κακός αγέρας / και σ’ έχει ρίξει καταγής. / Ήσουν νεράκι της πηγής / κ’ ήσουν λαμπρός στη φύση αιθέρας … / Τώρα τ’ ανείπωτο είσαι τέρας. / Και να πεθάνεις πόσο αργείς!”.
110. Βλ. Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα (στο: Στοιχεία βιογραφίας – Χ. Ντουνιά), ό.π., σ. 401-402. Η πρώτη μελέτη που γράφτηκε για τη Μαρία Πολυδούρη και στηρίζεται στο αρχείο και το ημερολόγιό της, όπως και σε μαρτυρίες της αδελφής της Βιργινίας και της Μυρτιώτισσας, είναι της Βασιλικής Μπόμπου. Επρόκειτο για τη διπλωματική της εργασία, την οποία ο καθηγητής της Γ. Ζώρας φρόντισε να δημοσιευτεί στο περιοδικό Ελληνική Δημιουργία του Σπύρου Μελά, (έτος Ζ΄, τόμος 14, Αθήνα 15 Μαΐου 1954).
111. Άγγελος Σικελιανός, “Ελληνικόν Ημερολόγιον”,Ορίζοντες, τ.Β. 1945. Μαρία Πολυδούρη, Ζωή με παραφορά, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σ. 350-351.
112. Ό.π., σ. 351. Στη Μαρία Πολυδούρη ο Σικελιανός αφιέρωσε ένα ποίημα γραμμένο μετά από μια επίσκεψή του στο νοσοκομείο, όταν εκείνη του παραπονέθηκε πως άργησε να την δεί.
113. Κώστας Ουράνης, «Μια ποιήτρια του έρωτος και του θανάτου», Ελεύθερον Βήμα, 26 και 27 Ιανουαρίου 1930.
114. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα (Χ. Ντουνιά, “Ο ματωμένος λυρισμός…”), σ. 315-316.
115. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα, ό.π., σ.319.
116. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα, ό.π., σ.315.
117. Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, «Μαρία Πολυδούρη», Ελληνίς, τχ. 5, 1930, σ. 119.
118. Γ. Χονδρογιάννης, Η Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη, ό.π., σ.114.
119. Από το ποίημα «Σ’αναμονή θανάτου».
120. Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες». Περιλαμβάνεται στο: Κ.Γ.Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια: Γ.Π.Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα 1980, σ. 194-195.
121. Στα Πατήσια βρίσκονταν πολλά θεραπευτήρια της Αθήνας. Ανάμεσά τους και η “Νέα Κλινική“ των καθηγητών Αντωνίου Χρηστομάνου – Ν. Οικονομοπούλου. Βλ. Ευγενία Μπουρνόβα, Οι κάτοικοι των Αθηνών , 1990-1960. Δημογραφία, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών – ΕΚΠΑ, Αθήνα 2016, σ. 38.
122. Έχει γραφεί ότι ο Βασίλης Γεντέκος, υπακούοντας στην από καιρό αποσπασμένη υπόσχεσή του προς την ποιήτρια, διευκολύνει το βασανιστικό της τέλος εκείνο το βράδυ με μια ένεση μορφίνης. (Βλ. Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης-Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Παπαζήσης, Αθήνα χ.χ., σ. 108-109).
123. Άγγελος Τερζάκης, «Ο ματωμένος λυρισμός», Το Βήμα, 19 Απριλίου 1961.
124. Εφ. Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου 1954.
125. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα, (Χ. Ντουνιά, “Το «θέμα» και ο «τρόπος»: Ζητήματα πρόσληψης”), ό.π., σ. 334.
126. Την υποτίμηση της Πολυδούρη από την κριτική (Δημαράς, Κορδάτος, Vitti, Λ. Πολίτης, Αργυρίου…), παρά τη θετική πρόσληψή της από έγκυρους κριτικούς του Μεσοπολέμου (Κλέων Παράσχος, Τέλλος Άγρας, Ανδρέας Καραντώνης, Κώστας Ουράνης), συνδέει εν μέρει η Χριστίνα Ντουνιά «με τους όρους πρόσληψης της ποίησης μετά τη δεκαετία του ’30, και την επικράτηση του μοντερνισμού». Η ίδια ωστόσο ανιχνεύει στοιχεία πρώιμου μοντερνισμού στην ποίηση της Πολυδούρη. Βλ. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα, (Χ. Ντουνιά, “Μελωδίες παλιές και «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες»”, ό.π., σ. 356.
127. Βλ. Αικατερίνη Χρυσαφάκη, Η συγκρότηση του παιδικού προτύπου στο Μεσοπόλεμο μέσα από το περιοδικό “Η Παιδική Χαρά” κατά τα έτη 1921-1931 και 1935-1936, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 1999.
128. Καίτη Ζέγγελη, «Τρεις γυναίκες-τρία έργα», Ελληνίς, τεύχ. 2, 1930, σ. 35. και Μ.Πολυδούρη, Τα ποιήματα, (Χ. Ντουνιά, “Αναστοχασμός του βιώματος:»Μια διανοούμενη που την κυβερνά το ένστικτο”, ό.π., σ. 363.
129. Σωτήρης Σκίπης, «Μαρίας Πολυδούρη, Ηχώ στο Χάος», Εστία, 19-1-1930, σ. 2.
130. Γ. Χονδρογιάννης, «Μαρία Πολυδούρη», Ελληνική Επιθεώρηση, τεύχ. 23 (1930), σ. 53.
131. Η λακωνικότητα των ιστορικών της λογοτεχνίας λύεται από την εκτεταμένη κριτική αναφορά του Bruno Lavagnini στην Ιστορία του της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1955).
132. Τέλλος Άγρας, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Και Κ. Ουράνης: «Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες…» (Κ. Ουράνης, «Μια ποιήτρια του έρωτα και του θανάτου», Ελεύθερο Βήμα, , τ. 2, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1955, σ. 239-240.
133. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα, (Χ. Ντουνιά, “Το «θέμα» και ο «τρόπος»: Ζητήματα πρόσληψης”), ό.π., σ. 330.
134. Κώστας Σταματίου, «Εξόριστη στην εποχή της. Τα (σχεδόν πλήρη) Άπαντα της Πολυδούρη», Τα Νέα, 3-4-1982.
135. Βλ. Μ. Πολυδούρη, Τα ποιήματα, (Χ. Ντουνιά, “Μελωδίες παλιές και «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες»”, ό.π., σ. 366.
136. Έκφραση της Ζέφης Δαράκη σε ομιλία της για το βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, Εστία 2014.
137. Φώτης Κόντογλους, Νεοελληνικά Γράμματα, 75, 23 Απριλίου 1938.