Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου
Η Θεσσαλονίκη με το βλέμμα των Γάλλων στρατιωτών-ζωγράφων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου*
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκατό χρόνια μετά την έκρηξη του στις 28 Ιουλίου 1914, έχει εδραιωθεί στην ιστοριογραφία ως ο «Μεγάλος Πόλεμος». Γεγονός κομβικής σημασίας του 20ου αιώνα, έχει χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τον ιστορικό Κρίστοφερ Κλαρκ, ως το τέλος μιας σύρραξης που συσσώρευσε 16 εκατ. νεκρούς, είδε τέσσερις αυτοκρατορίες να καταρρέουν, διέρρηξε τις βεβαιότητες της δυτικής κοινωνίας, συνομολόγησε τον θρίαμβο του εθνικισμού, εισήγαγε με βίαιο τρόπο την ανθρωπότητα στην εποχή της αμερικανικής ηγεμονίας και διαμόρφωσε καθοριστικά τις τροχιές στις οποίες αργότερα θα διαγράφονταν φασισμός και κομμουνισμός, όλες οι αναγνωρίσιμες δομές του σύγχρονου κόσμου.
Ο πόλεμος υπήρξε η χειρότερη έκφραση της βιομηχανικής εποχής που μεταφέρθηκε και στην τέχνη, εμπνέοντας μερικά από τα χαρακτηριστικότερα έργα και στα δύο εχθρικά στρατόπεδα. Δεν άλλαξε μόνο τη λογοτεχνία αλλά και τις υπόλοιπες τέχνες. Τα μεγάλα κινήματα στην τέχνη και στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα είναι εν πολλοίς απότοκα του πολέμου. Ο υπερρεαλισμός, ο εξπρεσιονισμός, η αφηρημένη τέχνη, ο κυβισμός, ο φουτουρισμός, γεννήθηκαν πριν ή μετά τον πόλεμο. Αλλά και στη μουσική και στον κινηματογράφο δημιουργήθηκαν έργα εμβληματικά υπό την επίδρασή του, χωρίς να παραλείψουμε να θυμίσουμε και τον αντίκτυπο που είχε σε κοινωνίες και πολιτισμούς εκτός της Δύσης (Κίνα, Ρωσία, ΗΠΑ).
H παρουσίαση του έργου των Γάλλων στρατιωτών-ζωγράφων με θέμα τους την πόλη της Θεσσαλονίκης, που μέσα στη δίνη του πολέμου έβρισκαν καταφύγιο στη δημιουργική αυτή δράση, αποτελεί ανάκληση της μνήμης, μιας μνήμης που σήμερα όλο και πιο συχνά βρίσκεται σε συνεχή μάχη με τη λήθη. Το υλικό, άγνωστo στο ευρύ κοινό, ιχνηλατεί τη συνεισφορά των ξένων στρατιωτών στην ιστορική και κοινωνική ζωή της πόλης και αναζητεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο οι ξένοι μαχητές βίωναν τον πόλεμο στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Μελετώντας την τέχνη του Μεγάλου Πολέμου διαπιστώνουμε μια σιωπή της ιστορίας της τέχνης πάνω στα πολεμικά γεγονότα ως να μην είχε συμβεί τίποτε. Στη χώρα μας η ελληνική συμμετοχή στον Πόλεμο αυτό απουσίαζε από την επίσημη ιστορία και τον δημόσιο λόγο για πολλές δεκαετίες. Το ίδιο παρατηρείται και με τις βιογραφίες των συμμάχων καλλιτεχνών, όπου, για τα έτη 1914-1918 υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Εντούτοις, τα τέσσερα αυτά χρόνια δημιουργήθηκε μια πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή, ανεξαρτήτως του τρόπου στράτευσης των καλλιτεχνών, η οποία σταδιακά από το 1980 και εξής έρχεται στο φως. Έκτοτε, το θέμα των ζωγράφων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε αντικείμενο πολλών εκθέσεων και μελετών. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Πολέμου οι καλλιτέχνες παύουν να είναι μόνο παρατηρητές των συγκρούσεων και μετέχουν ενεργά στη μάχη.
Στο κείμενο αυτό δεν θα αναφερθούμε στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Θα επικεντρώσουμε την προσοχή στην επίδραση του πολέμου στον καλλιτέχνη και στο έργο του, αναδεικνύοντας κυρίως τη σχέση του με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το πλούσιο εικαστικό έργο, είδος «ντοκουμέντου», έρχεται να συμπληρώσει το φωτογραφικό υλικό της στρατιάς της Ανατολής, υλικό που αποτελεί πολύτιμη πηγή για την σπουδή του μακεδονικού χώρου.
Το θέμα είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό, αλλά και στην επιστημονική κοινότητα. Το υλικό είναι πολύ πλούσιο, πράγμα που μας υποχρεώσει σε μία επιλογή. Για τον λόγο αυτό, θα περιοριστούμε στους Γάλλους ζωγράφους στρατιώτες των οποίων ο αριθμός είναι μεγάλος και γιατί περισσότερο από τους άλλους στρατευμένους ασχολήθηκαν με την απεικόνιση της πόλης. Οι Άγγλοι μάς έχουν αφήσει ένα σπουδαίο εικαστικό έργο, όπως οι πίνακες που έχουν σχέση με την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης και άλλα έργα που δεν αφορά αποκλειστικά την πόλη.
Ονόματα Σέρβων ζωγράφων που διέμεναν στη Θεσσαλονίκη ή περάσαν από αυτήν γνωρίζουμε αρκετά, αλλά το έργο τους δεν έχει εντοπιστεί στο σύνολό του. Για τους Ρώσους στρατιώτες που αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1916 δεν γνωρίζουμε για την ώρα παρά ελάχιστα στοιχεία. Από τους Ιταλούς, εκτός άλλων, διαθέτουμε δύο ιδιαίτερα έργα του Αλμπέρτο Σαβίνιο, ψευδώνυμο του Αντρέα ντε Κίρικο, αδελφού του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, και πολλά κείμενά του που σχετίζονται με την πόλη, μια και υπηρέτησε στο Μακεδονικό Μέτωπο και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη.
***
Η δίψα των στρατιωτών για ζωή θα στρέψει τα ενδιαφέροντά τους προς καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ενέργειες αναψυχής και διασκέδασης για την αποφυγή της πρωτόγνωρης σε βιαιότητα αναμέτρησης. Η ενασχόληση με τη ζωγραφική θα χρωματίσει την καθημερινότητα πολλών από αυτούς και θα τους απομακρύνει για μια στιγμή από την ολέθρια πραγματικότητα του πολέμου. Στους πίνακές τους αποτυπώνονται σκηνές από τη φύση, τοπία, εικόνες από τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, ενδυμασίες και ασχολίες των κατοίκων, στιγμιότυπα από τη ζωή στο στρατόπεδο και άλλα αξιοπερίεργα θέματα για αυτούς. Κυριαρχεί η εικόνα της πόλης με τα μνημεία και τα στενοσόκακα της Άνω Πόλης, το λιμάνι και η θάλασσα. Σε λίγους μόνο πίνακες θα βρούμε την αποτύπωση της φρίκης του πολέμου. Στα έργα τους διαβάζουμε τις συγκινήσεις, τις εντυπώσεις, τα ενδιαφέροντα, τις επιλογές τους.

Για την κατανόηση της ενασχόλησης με την τέχνη στη ζωή του στρατοπέδου πολύ διαφωτιστικό είναι το άρθρο του J. De Tournes με τίτλο «Η τέχνη στα χαρακώματα», όπου ο συντάκτης αναφέρει ότι «αυτοί που δεν έχουν γνωρίσει τον πόλεμο δεν μπορούν να καταλάβουν μέχρι πιο σημείο η τέχνη γίνεται μία ανάγκη για όλους αυτούς που την αγαπούν». Bέβαια, διαφορετικά είναι τα πράγματα σε καιρό ειρήνης και συνεχίζει ο ίδιος ότι στον «πόλεμο οφείλουν να ευχαριστιούνται (οι μαχητές) με έναν άλλο τύπο ομορφιάς απόλυτα ηθικής: τον ηρωισμό ή την αφοσίωση, τα παιχνίδια της σκιάς και του φωτός, το θέαμα των μαχών που, εκτός από τους προσωπικούς κινδύνους, προσφέρει τις αρετές και τα μειονεκτήματα των πινάκων του Van der Meulen»
Η αξία που είχε στη ζωή των στρατευμένων η τέχνη φαίνεται και από το παρακάτω απόσπασμα του ίδιου συντάκτη. «Με τι ζήλο καταπιανόμασταν προκειμένου να γευτούμε το φρέσκο έργο τέχνης: Το σκίτσο ενός καλλιτέχνη γινόταν ένα τελείως πολύτιμο αγαθό, καθώς περνούσε από χέρι σε χέρι σαν ένα εύθραυστο και τρέμον φύλλο χρυσού. Η ιδέα δε ότι την επομένη θα είχαμε μια ώρα καλής μουσικής δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε όλη νύχτα» Η παρουσία του θανάτου ολόγυρά τους, δεν χωρά αμφιβολία, ότι έδινε νόημα σε κάθε επικοινωνία με την τέχνη. Είναι γεγονός ότι η καλλιτεχνική δημιουργία θεωρήθηκε απαραίτητο είδος αναψυχής στη ζωή του στρατοπέδου από πολλές εμπόλεμες χώρες, με αποτέλεσμα να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τομέα αυτό.
Η πολεμική ζωγραφική είναι ένα εικαστικό σώμα που αντλεί πρωτογενές υλικό από τα πεδία των μαχών και δευτερευόντως από την εμπειρία της επιστροφής των πολεμιστών στο σπίτι τους ή από τους απόηχους της δημοσιότητας. Οι πρώτοι ήταν κάτι σαν τους σύγχρονους φωτορεπόρτερ οι δεύτεροι σκηνοθετούσαν τα γεγονότα εκ των υστέρων. Ως παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης μπορούν να αναφερθούν ο Άγγλος ζωγράφος Stanley Spencer και ο Γάλλος Georges Scott. Η τέχνη για τους στρατιώτες δεν αποτελούσε ούτε αυτοσκοπό ούτε έδαφος για προσωπική έκφραση, αλλά λειτουργούσε ως ανάπαυλα ή ως ψυχοθεραπευτικό μέσο.
Στο ερώτημα πώς κατανοούσαν ή πώς προσλάμβαναν τον πόλεμο οι καλλιτέχνες- στρατιώτες στη Μακεδονία, για να περιοριστούμε στη Στρατιά της Ανατολής, διαπιστώνουμε ότι με τα έργα τους δεν καταγγέλλουν, ούτε αποτυπώνουν αποκλειστικά τη φρίκη του πολέμου, όπως αυτό συνέβαινε με τη σύγχρονη λογοτεχνία ή τα έργα των καλλιτεχνών στο Δυτικό Μέτωπο. Μάλιστα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι δεν ασχολήθηκαν με τα καθοριστικά γεγονότα του Πολέμου όσο θα περίμενε κανείς, ούτε τα είδαν ως ζωγράφοι ανταποκριτές, όπως συνέβη με τους Βαλκανικούς Πολέμους ή με άλλα μέτωπα μαχών. Ελάχιστοι απεικόνισαν τον ηρωισμό, τη φρίκη, ή τον πόνο. Ωστόσο, όλα τα σπουδαία και συγκλονιστικά συμβάντα που οι καλλιτέχνες απέδωσαν με τον δικό τους τρόπο πάνω στον καμβά, έχοντας ως πηγή έμπνευσης την ιστορία του τόπου, το τοπίο, την καθημερινότητα των κατοίκων, και τον πόλεμο, αποτελούν αξιόλογη πτυχή της ελληνικής συμμετοχής στην ευρωπαϊκή αυτή σύρραξη.
Ο πόλεμος είναι γεγονός ότι έθεσε τη Θεσσαλονίκη στο κέντρο της επικαιρότητας, όπως πριν λίγα χρόνια οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ήδη, με την αποβίβαση των συμμαχικών δυνάμεων ή πόλη είχε μετατραπεί σε επιτελικό κέντρο της Αντάντ και σε σταθμό ανεφοδιασμού των πολεμικών επιχειρήσεων της περιοχής. Η παρουσία των συμμάχων, ιδίως των Γάλλων, αποτέλεσε σημαντικό γεγονός όχι μόνο για την οικονομική και την καλλιτεχνική ζωή της πόλης, αλλά και για τις εσωτερικές εξελίξεις, της χώρας.

***
Η Θεσσαλονίκη, «μια εκλεκτή γωνιά της γης», πλούσια σε χρώματα και μνήμες», όπως αναφέρεται στις περιγραφές των ξένων μαχητών ήταν για τους καλλιτέχνες της Στρατιάς ένα νέο θέμα, ένα μάθημα τέχνης μοναδικό. Σε άρθρο με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη και η γαλλική τέχνη» τα εγκωμιαστικά σχόλια που βρίσκουμε για το τοπίο και τα στοιχεία της φύσης ξεπερνούν κάθε φαντασία και κάθε ποιητική έκφραση. Καταρχάς, ο ύμνος στο φως που δεν έχει σχέση με το μεταλλικό φως των ακτών της Μεσογείου, αλλά είναι το φως των λεπτών αποχρώσεων, των διαφορετικών αποχρώσεων. «Το φως που τις ωραίες μέρες του χειμώνα, τη συγκινητική ώρα της δύσης, ντύνεται τις πιο γλυκιές αποχρώσεις του ροζ-μωβ, χρυσωμένου στον ήλιο, μέχρι τα μπλε γκρι-σιέλ, που ενώνουν γη, ουρανό και θάλασσα σε μια και μόνο ακαθόριστη ύλη. Στο βάθος του τοπίου ο μεγαλοπρεπής και ξεκάθαρος όγκος του Ολύμπου. Η θάλασσα μέσα στην αγκαλιά του κόλπου προσφέρει στο φως ένα θεϊκό αγγείο για να αντανακλάται ολόκληρη εκεί μέσα».
Η εικόνα της Θεσσαλονίκης στα μάτια των ξένων στρατιωτών μέσα από τα γεγονότα, μικρά και μεγάλα της Στρατιάς της Ανατολής μοιάζει να αποκτά ζωντάνια και έντονη δράση για μια ολόκληρη εποχή από το 1915 έως το 1918. Εξωτική και συγχρόνως κοσμοπολίτικη, παραδοσιακή και συνάμα πολύγλωσση με θρησκευτικές και πολιτισμικές αντιθέσεις θα αποτελέσει αντικείμενο καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας. Πεζογράφοι, ζωγράφοι, σκιτσογράφοι, χαράκτες, ξένοι και Έλληνες, δημιούργησαν έργα με θέμα την περιπόθητη πόλη που προκαλούν και σήμερα τον θαυμασμό.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι την άνοιξη του 1916 οργανώθηκε έκθεση με έργα Γάλλων στρατιωτών ζωγράφων στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που αποτέλεσε μία ευχάριστη έκπληξη για τα δεδομένα της πόλης. Η Θεσσαλονίκη είδε να ανοίγει, κατά τον «μήνα των ρόδων», το Σαλόνι Τέχνης της Στρατιάς της Ανατολής, αναφέρεται σε περιοδικό της εποχής, που ήταν «ένα χαμόγελο του στρατιώτη». Στην τέχνη τους υπήρχε τέτοια ειλικρίνεια και τέτοια ελευθερία, ώστε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι «ένας πίνακάς τους μπορεί να μιλήσει για την τιμή της Γαλλίας, όπως και ένα καλό βιβλίο».
Η έκθεση και τα σχόλια του αρθρογράφου για τους καλλιτέχνες που πήραν μέρος με έργα τους, αποτελεί πολύτιμο οδηγό για την κατανόηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Μέτωπο. Μια έκθεση όμως ζωγραφικής εν μέσω πολέμου τι μπορούσε να σημαίνει; Το γεγονός αυτό καθαυτό και σήμερα ακόμη εκπλήσσει. Δεν είναι που οι στρατευμένοι είδαν και ξαναείδαν την πόλη να αντανακλά μέσα στις διάφορες φαντασίες και ευαισθησίες των καλλιτεχνών, ούτε την κάποια οικονομική βοήθεια που δινόταν ως ανταμοιβή στους ζωγράφους. Η επίσκεψη στην έκθεση μπορεί να μην αντιπροσώπευε για τους πολεμιστές τίποτε περισσότερο από ένα απόγευμα του Μαΐου, για τους ζωγράφους όμως ήταν η ανακάλυψη νέων εμπειριών και νέας ομορφιάς. Ωστόσο, κατά τον σχολιαστή «η έκθεση παραμένει ένα μοναδικό γεγονός, ένα επεισόδιο απλό μεν στη βουή του πολέμου, αλλά αξέχαστο στην ιστορία της γαλλικής τέχνης», γιατί «ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί καλλιτέχνες δεν θα προσεγγίσουν όλοι μαζί το ίδιο θέμα, μιλώντας ο καθένας για τις αλήθειες του».
Ωστόσο, με τους ζωγράφους-στρατιώτες έρχονται στο νου μας τα ονόματα μιας μεγάλης γενιάς νέων ανθρώπων, ποιητών, καλλιτεχνών, επιστημόνων ,απλών πολιτών που χάθηκε στα χαρακώματα, αφήνοντας μαρτυρίες για τη φρίκη του πολέμου. Ο Έζρα Πάουντ έγραψε χαρακτηριστικά: «Πέθαναν μυριάδες/ και ανάμεσά τους οι καλύτεροι». Είναι γεγονός ότι η «ανυπόμονη γενεά» της belle époque θα βαδίσει στην αρχή με ενθουσιασμό προς τα πεδία των μαχών, αλλά η πολεμική εμπειρία θα απέχει πολύ από τη νικηφόρο έκβαση και την ηρωική προσδοκία.
Η ζωή στην πόλη μακριά από τα μέτωπα του πολέμου φαινομενικά κυλούσε ήρεμα, σύμφωνα με μαρτυρίες και περιγραφές. Ένα πλήθος από θέατρα, καφενεία, ταβέρνες και οίκους ανοχής είχαν κατακλύσει την πόλη, ενώ το λιμάνι έσφυζε από στρατιώτες και κάθε είδος πολεμικού υλικού. Σε μικρό χρονικό διάστημα η Θεσσαλονίκη βρέθηκε να κατοικείται από έναν στρατό μεγαλύτερο από τον πληθυσμό της, ένα έγχρωμο πλήθος πολεμιστών, τριγυρισμένη από παραπήγματα και αντίσκηνα «που μοιάζουν με άσπρα στίγματα κάτω από τον ήλιο» θα γράψει Γάλλος αξιωματικός.
H απραξία για ένα διάστημα στο Μακεδονικό Μέτωπο θα συντελέσει ώστε να θεωρηθεί η πόλη ως ιδεώδης τόπος παραθερισμού και διασκέδασης με χορούς στα μεγάλα ξενοδοχεία και τις επαύλεις, με μουσικές και τραγούδια και σουπέ στο ζαχαροπλαστείο Φλόκα. Ακόμη και οι θεατρικές σκηνές στο Παρίσι εμφανίζουν το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα, όπου έπαιρναν το τσάι τους ωραίες κυρίες και κομψοί αξιωματικοί. Πέρα από τα σχόλια για την κοσμοπολίτικη ζωή, η νικηφόρα συμμαχική επίθεση, με τη συμβολή και του ελληνικού στρατού, τον Σεπτέμβριο του 1918 στο Μακεδονικό Μέτωπο δείχνει την πραγματική διάσταση του πολέμου.
Μπαίνοντας στην πόλη δύο στοιχεία τραβούσαν σταθερά την προσοχή των ξένων : ο μιναρές και το κυπαρίσσι. Πράγματι, δεν είναι λίγοι οι ζωγράφοι που γοητεύτηκαν από τη ψιλόλιγνη κορμοστασιά του μιναρέ, με τον μικρό εξώστη και την εύθραυστη κορύφωσή του. Το κυπαρίσσι δίπλα στον μιναρέ έρχεται να υπογραμμίσει τη λευκότητα και την απλότητά του. Το δέντρο γνωστό στις χώρες της Μεσογείου, είναι εδώ στη Θεσσαλονίκη, που παίρνει όλη την αξία της τέχνης και του συμβολισμού.

Μία άλλη εικόνα που θα αποτυπωθεί σε καρτ-ποστάλ, πίνακες, χαρακτικά με ζωντάνια και χιούμορ είναι οι υπαίθριοι στιλβωτές υποδημάτων. Η παρουσία μεγάλου αριθμού ξένων στρατιωτών έκανε τους γνωστούς μας λούστρους να στήνουν τα σύνεργα της δουλειάς τους στους δρόμους, στις πλατείες, στα καφενεία και το περίεργο πλήθος να συνωστίζεται για να θαυμάσει τους ξένους με τις ωραίες στολές και τις γυαλισμένες μπότες.
Η εικόνα των μικρών ξυπόλητων στιλβωτών με τα λαμπερά κασελάκια τους θα βρει την καλύτερη έκφραση στο ποίημα του Άγγλου οπλίτη Α. Γκάρλαντ (1916), με τον τίτλο «Λούστρος Τζόνυ», που φανερώνει τη συμπάθεια για τα αμέτρητα «βρόμικα χαμίνια, που σε τσούρμο μαζεμένα τα συναντούσες παντού, βράδυ πρωί, με χιόνι ή με βροχή». Και παρακάτω: «Όχι για τους μιναρέδες, ούτε για τον Όλυμπο, ούτε για τη λασπουριά, τον Βαρδάρη, του Μπότον τα Υγιεινά Λουτρά, μα για τα «Λούστρος Τζόνυ»-απ’ άλλον κόσμο, λες, φωνές. /Είναι που τη Σαλονίκη θα ‘χεις πάντα αναθυμιά».
Άμεση σχέση με τη ζωγραφική και την πόλη της Θεσσαλονίκης είχαν οι καρτ-ποστάλ γνωστές ως les souvenirs de Salonique. Για να μπορούν να αλληλογραφούν με τους δικούς τους οι χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικοί του συμμαχικού στρατού που ζούσαν μέσα στην πόλη και γύρω από αυτήν, τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης και κυκλοφόρησε ένας μεγάλος αριθμός ταχυδρομικών δελταρίων, οι καρτ-ποστάλ, όπως επικράτησε να ονομάζονται, με εικόνες της πόλης. H Θεσσαλονίκη υπήρξε κατεξοχήν ευνοημένη από την έκδοση και κυκλοφορία των εικονογραφημένων καρτών. Ο Μεγάλος Πόλεμος άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στην παραγωγή και διάθεση των δελταρίων σε μία αγορά που ήδη ανθούσε, προκαλώντας ένα είδος πληθωρισμού του «όμορφου αυτού μικρού χαρτονιού».

Οι καρτ-ποστάλ, ιδιαίτερο καλλιτεχνικό είδος, υπήρξαν στενά συνδεδεμένες με τον πόλεμο αυτό. Χαρακτηρίστηκαν τα sms της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποτέλεσαν έναν εκπληκτικό μηχανισμό επικοινωνίας και συναισθηματικής εκτόνωσης για τους λαούς των εμπλεκόμενων στον πόλεμο χωρών. Εκατομμύρια ταχυδρομικά δελτάρια που διακινήθηκαν από το 1914 έως το 1918, τον ακριβή αριθμό των οποίων δεν είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς, έχουν να διηγηθούν απίθανες ιστορίες ηρωισμού, νίκης, πόνου και απώλειας. Ο τεράστιος αριθμός και η ποικιλία των θεμάτων τους αποτελεί σημαντική πτυχή του Μεγάλου Πολέμου. Δραματικό επιστέγασμα των μέσων επικοινωνίας κατά την εμπόλεμη περίοδο, είχαν γνωρίσει το απόγειό τους κατά την προηγούμενη περίοδο, της ευημερίας της αστικής τάξης της Βelle Époque.
Τα θέματα ήταν συνήθως σατιρικά, συναισθηματικά, πατριωτικά, χωρίς να λείπουν τα χιουμοριστικά ή τα ειρωνικά. Οι κάρτες για χρήση της αλληλογραφίας των στρατιωτών, με προπαγανδιστικό πολλές φορές περιεχόμενο, κυκλοφορούσαν σε σειρές ή μεμονωμένες εκτυπώσεις, οφείλονταν δε σε ταλαντούχους ζωγράφους ή γραφίστες. Τα εικονογραφημένα αυτά δελτάρια, σπουδαία χρωμολιθόγραφα ή απλώς σταμπαριστά, ή με χρήση φωτογραφικού κλισέ, αποτελούν σήμερα μέρος των συλλογών τέχνης μουσείων και ιδιωτικών συλλογών.
Μία ξεχωριστή έκδοση καρτ-ποστάλ στη Γαλλία συνιστά η γνωστή με το όνομα La Pochette de la Marraine, η οποία, εκτός από την καλλιτεχνική σημασία της, παρουσιάζει εξαιρετικό κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για μία συλλογή που περιλαμβάνει περίπου τριάντα διαφορετικές σειρές καρτ-ποστάλ. Η κάθε σειρά αριθμούσε επτά διαφορετικά σχέδια, δουλεμένα από νέους γνωστούς καλλιτέχνες.

Ο σκοπός της συλλογής καταρχάς ήταν να κάνει ελκυστικό τον τρόπο αλληλογραφίας, ανάμεσα στους φαντάρους και σε αυτούς που είχαν μείνει στα σπίτια τους, στις πατρίδες τους. Μέσα από μία καινούργια και καλαίσθητη έκδοση, ήθελαν να βοηθήσουν επίσης τους στρατευμένους καλλιτέχνες ή αυτούς που είχαν επιστρέψει τραυματίες ώστε να έχουν ένα συμπληρωματικό εισόδημα από την πώληση της La Pochette.
Εκείνο που εντυπωσιάζει στα θέματα των καρτών, τα εμπνευσμένα από τη Θεσσαλονίκη, είναι, εκτός από την αισθητική τους, η ποικιλία των θεμάτων και η χιουμοριστική τους διάθεση. Καταγράφουν πλανόδιους πωλητές που περιδιάβαιναν τους δρόμους της πόλης γραφικούς τύπους, μνημεία, παραδοσιακά επαγγέλματα που σήμερα έχουν χαθεί, και ό,τι ήταν περίεργο και εξωτικό. Μεταξύ των άλλων έδωσαν εικόνες ανεπανάληπτες από τα σπίτια του έρωτα και ό,τι έχει σχέση με αυτόν και τις φαντασιώσεις του σε καιρό πολέμου.
Αξίζει να αναζητήσουμε μερικούς από τους πιο χαρακτηριστικούς δημιουργούς εικονογραφημένων δελταρίων, και όχι μόνον, των οποίων η ζωγραφική ταυτίστηκε με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ξεχωρίζει ο Jacques Touchet, ο oποίος ίσως είναι ο πιο γνωστός από τους στρατιώτες- ζωγράφους χάρη στα χιουμοριστικά σχέδιά του πάνω σε τύπους και επαγγέλματα της Θεσσαλονίκης, που κυκλοφόρησαν σε έντυπα της εποχής εκείνης. Χαρακτηριστικό της φήμης του αποτελεί η έκδοση σκίτσων σε μορφή καρτ-ποστάλ και μάλιστα προς χρωματισμό, σαν ένα είδος παιχνιδιού. Με ένα χιούμορ εκλεπτυσμένο και πολύ ανθρώπινο, με όλη τη σημασία της λέξης, αποκαλύπτει χωρίς την παραμικρή κακία την καθημερινότητα των ανθρώπων της εργασίας, μετατρέποντας κάθε άτομο σε μια χαριτωμένη μαριονέττα. Η δουλειά του δείχνει

ότι πρόκειται για έναν επιδέξιο τεχνίτη ακουαρέλας που ξέρει να σέβεται τα μυστικά της τεχνικής. Εκτός από τα σχέδια για τις καρτ-ποστάλ επικοινωνίας, ο Touchet μάς άφησε 12 εξαιρετικές λιθογραφίες με επαγγέλματα της πόλης.
Ο ονόματι Coyer συνεχίζει στο ίδιο χιουμοριστικό πνεύμα να ασχολείται με τους πλανόδιους πωλητές, τα έθιμα του χωριού και τα επαγγέλματα της χαράς και του κεφιού.

Ο υποπλοίαρχος Douillard διαφοροποιείται, δίνοντας 12 μαγευτικές απόψεις της Θεσσαλονίκης, από τις πιο όμορφες που έχουμε δει. Χρώματα ζεστά λουσμένα στο φως αναδεικνύουν τα αρχιτεκτονήματα, τα στενοσόκακα, τη φύση, την εμβληματική εικόνα του τεκέ των δερβίσηδων με το ανεπανάληπτης ωραιότητας κυπαρίσσι και τα αρχιτεκτονικά σύμβολα της πόλης.
Εκτός από τους στρατιώτες ζωγράφους της έκθεσης, είναι γνωστά και άλλα ονόματα καλλιτεχνών με έργα εμπνευσμένα από την πόλη, στα χρόνια του πολέμου. O Charles Millot, γνωστός με το ψευδώνυμο Henri Gervèse (1880-1959), αξιωματικός του ναυτικού, ζωγράφος και εικονογράφος, που αποτελεί μια τέτοια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, κυρίως για τις σειρές των δελταρίων με σχέδια χιουμοριστικά πάνω στο Ναυτικό και τη ζωή των ναυτών. Το σχέδιό του καρικατουρίστικο, στυλ κόμικς, δίνει φρεσκάδα και ζωντάνια στη σειρά των καρτ-ποστάλ.

Στο ίδιο χιουμοριστικό πνεύμα κινείται και η δουλειά ενός άλλου Γάλλου του Drack Oub –André Antoine Bouchard-. Το αραβόφωνο όνομά του αποτελεί αναγραμματισμό του επωνύμου του. Υπήρξε κατεξοχήν καρικατουρίστας και εικονογράφος στον τύπο. Mε αδρές πινελιές μας χαρίζει ένα πανόραμα χαρακτηριστικών μορφών φαντάρων των διαφόρων φυλών και εθνών, που είχαν μετατρέψει την πόλη σε ένα πολύχρωμο και πολύγλωσσο παζάρι που ανακατεύονταν χωρίς να μπερδεύονται.
Ο ζωγράφος που θα απαθανατίσει τη μαγευτική συνύπαρξη, τη βαθιά αρμονία μιναρέ και κυπαρισσιού και θα δώσει μερικά από τα πιο ατμοσφαιρικά έργα είναι ο Paul Jouve (1878-1973). Ο Jouve γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης, όπως άλλοτε ήταν οι καλλιτέχνες, επιστρατεύτηκε το 1915 και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου στη Θεσσαλονίκη. Στο Άγιον Όρος βρέθηκε κάποιους μήνες του 1917 και έδωσε υπέροχα σχέδια της μονής Σταυρονικήτα. Το κυπαρίσσι ή τα κυπαρίσσια που διακοσμούν τα εξώφυλλα του περιοδικού Revue Franco-Macédonienne, άλλοτε μόνα, άλλοτε παρέα με τον μιναρέ, δεν έχουν άλλη έγνοια για τον ζωγράφο παρά την απομόνωσή τους από τον γύρω κόσμο και την αναδημιουργία της αρχιτεκτονικής τους δομής. Με τα έργα «Αγία Αικατερίνη», «τα βουβάλια», «το εσωτερικό της Αχειροποιήτου», αποκαλύπτει τη δεξιοτεχνία του. Τα έργα του είναι πρωτότυπα και η τεχνική πρώτης τάξης. Το κάρβουνο, το μολύβι, η πένα υποτάσσονται στη φαντασία του, στην οποία επιβάλλει περισσότερο την ιδέα του, από τη ματιά του. Ο Jouve είναι ο καλλιτέχνης που ίσως χωρίς να το επιζητεί, μεταμορφώνει σε πρότυπο αυτό που βλέπει. Ο πίνακας με το βουβάλι έξω από τα ανατολικά τείχη και τη Ροτόντα στο βάθος, αποτελεί ένα τέτοιο δείγμα. Λατρεύει τα σύννεφα, τους ατμούς, τους οποίους ντύνει με μορφή πραγματική, κινούμενη.

O Bernard Boutet de Monvel είναι ένας μετριοπαθής οπαδός του κυβισμού θα τολμούσε να πει κανείς, κρίνοντας από τις σέπιες του. Τα σχέδιά του είναι αποκαλυπτικά μιας ιδιοσυγκρασίας καλλιτέχνη πρώτης τάξης. Θυμίζουμε την πολύ ενδιαφέρουσα σειρά των καρτ-ποστάλ του, με τα λεπτεπίλεπτα μικρογραφικά σχέδια, και τη σκωπτική τους διάθεση, στο πλαίσιο της έκδοσης La Pochette de la Marraine.
Ξεχωριστή περίπτωση Γάλλου στρατευμένου, αποτελεί ο ζωγράφος Emile Gerlach, έργα του οποίου είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε σε έκθεση που έγινε στην πόλη, το 1982. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον που προκάλεσαν τα έργα του Γάλλου καλλιτέχνη δεν οφείλεται στην αισθητική τους αξία αλλά στις μνήμες που για τη ζωή και την ιστορία της πόλης. Ο κρυφός και διαρκής πόθος του για γνωριμία καινούργιων τόπων θα τον φέρουν στη Θεσσαλονίκη κατά τον Α’ Παγκόσμιο, όπου θα μείνει από τις 17 Απριλίου μέχρι το τέλος του Ιουνίου του 1917.


Στις υδατογραφίες του βρίσκουμε στιγμιότυπα από τη ζωή της πόλης, εικόνες παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, λαϊκές ενδυμασίες και ασχολίες κατοίκων. Οι πίνακές του κάνουν να περνούν μπροστά στα μάτια μας σπίτια πασάδων, βυζαντινές εκκλησίες, στενοσόκακα, απόψεις της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Μακεδονίας. Το έργο του που μοιάζει με φωτογραφική αποτύπωση, έρχεται να συμπληρώσει με τη χρωματική και αισθητική αξία το φωτογραφικό υλικό της ίδιας εποχής. «Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ένας στρατιώτης, όπως ο καλλιτέχνης, έχοντας επίγνωση της δίνης στην οποία περιέπεσε ο κόσμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατόρθωσε να δώσει μια τόσο ζωηρή και ειρηνική απεικόνιση της πόλης, μια τόσο πιστή και φωτεινή απόδοση της υπαίθρου», θα γράψει ο Χρ. Λαμπρινός το 1982 με την ευκαιρία της έκθεσής του.
Ο αριθμός των στρατευμένων Γάλλων καλλιτεχνών φαίνεται πως είναι πολύ μεγάλος, ώστε να μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο της παρουσίασης αυτής. Αξίζει, ωστόσο, να σταθούμε στο ιδιαίτερο και εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο του Α. Frank. Πρόκειται για την εικονογράφηση ενός μικρού λευκώματος αφιερωμένου στην Υπηρεσία Διάνοιξης Δρόμων, υπηρεσία της οποίας η συμβολή στη θετική έκβαση του πολέμου και στην ανάπτυξη γενικότερα της Μακεδονίας υπήρξε καθοριστική. Ο αφηγητής του λευκώματος, με ένα ποιητικό κείμενο γραμμένο σε στίχους και με τίτλο Η Προσευχή του Χαλίφη, επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία της Υπηρεσίας αυτής στα πολύ δύσκολα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου. Με έναν ανάλαφρο και χιουμοριστικό τρόπο επιζητεί να απαντήσει στις απορίες του χαλίφη σχετικά με τις επιτυχίες των Γάλλων στις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Μοναστηριού. Ο χαλίφης απορημένος και κουρασμένος από τις εξηγήσεις εύχεται στα τελευταία χρόνια της ζωής του να πεθάνει σε κάποια γωνιά, κοντά στα τείχη της Θεσσαλονίκης, που ο ήλιος χαϊδεύει στη δύση του. Τον ίδιο διασκεδαστικό χαρακτήρα αποπνέουν και τα έγχρωμα χαρακτικά του Α. Frank που συνοδεύουν το λεύκωμα και θυμίζουν εικονογραφημένα παιδικά και σχολικά βιβλία του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

Τέλος, μετά τα παραπάνω ονόματα των Γάλλων ζωγράφων στρατιωτών, αξίζει να αναφερθούμε και στον ζωγράφο Ruedolf, ο οποίος με το ευαίσθητο σχέδιό του, είτε με μολύβι είτε με υδατογραφία, τόσο με την απεικόνιση των μνημείων όσο και με τα εκφραστικά πορτραίτα, τις φιγούρες κυρίως νέων ανθρώπων, δείχνει ότι πρόκειται για έναν μεγάλο καλλιτέχνη.
Ο «Μεγάλος Πόλεμος» κατέχει ιδιαίτερη θέση στη συλλογική μνήμη των Γάλλων. Είναι ο τελευταίος παραδοσιακός και ταυτοχρόνως ο πρώτος μοντέρνος πόλεμος με όπλα μαζικής καταστροφής. «Δεν υπάρχει (σχεδόν καμία) γαλλική οικογένεια που να μην τη άγγιξε η απώλεια ή ο τραυματισμός κάποιου συγγενούς», αναφέρει ο Γάλλος συγγραφέας Πιερ Λεμέτρ στο βιβίο του Καλή αντάμωση εκεί ψηλά (Αθήνα 1914). Η αλήθεια πάντως είναι ότι «ο πόλεμος των χαρακωμάτων», όπως επίσης λέγεται, φέρνει στον νου των περισσοτέρων Γάλλων, σκηνές ανείπωτου ηρωισμού, ιστορίες με πάθη και δράματα, προπαντός τον πόνο μιας ανώφελης σφαγής. Στα χαρακώματα, μείγμα από λάσπη, ανθρώπινη σάρκα, εθισμό στον θάνατο, φόβο, οργή, ταπείνωση, ο άνθρωπος πλησίαζε άλλοτε τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο και άλλοτε το κτήνος.
Οι Γάλλοι στρατιώτες-ζωγράφοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, άλλοτε εφευρετικοί και άλλοτε ενταγμένοι σε μια συμβατική αισθητική, εκφράζουν το ενδιαφέρον τους για την πόλη σε μια ολέθρια εποχή, σε δύσκολες συνθήκες. Ανεξάρτητα αν είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τη μελλοντική τους διαδρομή, αντιλαμβανόμαστε ότι με θάρρος μετέτρεψαν την αγωνία και τη φρίκη του πολέμου σε αίσθηση, σε όνειρο και δημιουργία.


*Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίου μου με τίτλο Η τέχνη στα χρόνια του «πολέμου των χαρακωμάτων». Στρατιώτες-ζωγράφοι της Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2016, στο οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες και για τους άλλους στρατιώτες –ζωγράφους του Μακεδονικού Μετώπου.