Ηλίας Δ. Μαριολάκος
Οι θεοί των Αρχαίων Ελλήνων μέχρι την τρίτη γενιά
Μέρος Α΄: Πρώτη και δεύτερη γενιά
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί συρραφή αποσπασμάτων από την πραγματεία του συγγραφέα: Οι θεοί των Ελλήνων μέχρι την τρίτη γενιά, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη, 2021.
Το σύμπαν και ο κόσμος
Όταν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με τη θεογονία των διαφόρων λαών, θα πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει αλλά και να λαμβάνει υπόψη του τα ακόλουθα:
- Τις γεωπεριβαλλοντικές συνθήκες και τις γεωπεριβαλλοντικές μεταβολές που επικρατούσαν στον τόπο την εποχή, κατά την οποία αναπτύχθηκε η όποια θεογονία.
- Ποιες ήταν οι αστρονομικές γνώσεις των διαφόρων λαών την εποχή που οι άνθρωποι έπλαθαν τους θεούς τους.
- Τις πραγματικές διαστάσεις του χώρου που ονομάζουμε σύμπαν και που στην ελληνική μυθολογία ονομάζεται “Χάος”.
- Τις διαστάσεις του χρόνου.
- Την ιστορία του γένους του ανθρώπου, δηλαδή του Homo και ειδικότερα του Homo sapiens, που είναι το είδος μας.
- Τις σχέσεις του κάθε ατόμου του Homo sapiens με τα προαναφερθέντα.
Για τους Έλληνες, η Θεογονία του Ησιόδου είναι το ιερό εκείνο βιβλίο, μέσα από το οποίο παρακολουθούμε, βήμα βήμα, την προϊστορική και πρώιμη ιστορική εξέλιξη, και ιδιαίτερα, την πολιτισμική εξέλιξη των κατοίκων του αιγαιακού και περιαιγαιακού χώρου, των έστω και πολύ μακρινών προγόνων, όχι μόνο αυτών που ήθελαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες αλλά και όλων εκείνων που, άλλοτε με ηγέτες τον Ωκεανό, τον Άτλαντα ή τον Κρόνο και άλλοτε τον Ηρακλή και τους Αργοναύτες και πολλούς νεότερους, κατόρθωσαν να εξαπλωθούν στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Για τους αρχαίους Έλληνες, η Θεογονία συνδέεται άμεσα με τη Γένεση του Κόσμου. Ένα μέρος της Θεογονίας, επομένως, συμπίπτει με την κοσμογονία.

O όρος κοσμογονία είναι σύνθετος και αποτελείται από τη λέξη κόσμος, που σημαίνει τάξη και ευταξία και τη λέξη γόνος, ομόρριζη με το ρήμα γίγνομαι. Πρόκειται επομένως για τη γέννηση του κόσμου, δηλαδή της τάξης και της ευταξίας. Ο κόσμος συνεπώς στην ελληνική μυθολογία γεννιέται, δεν δημιουργείται από κάποιον δημιουργό.
Για κάθε γέννηση, όμως, χρειάζονται γενεσιουργές δυνάμεις. Κατά την περίοδο της κοσμογονίας, που συμπίπτει με την περίοδο της γέννησης του Χάους, της Γαίας, του Ουρανού, της Νύχτας και όλων των θεοτήτων μέχρι τη δεύτερη γενιά, οι γενεσιουργές δυνάμεις συνδέονται με αστρονομικά και μεγάλης κλίμακας γεωδυναμικά αίτια και διεργασίες. Σύμφωνα με το γενεαλογικό δένδρο του Ησιόδου, το κοσμογονικό στάδιο τερματίζεται με τον ευνουχισμό του Ουρανού.
Κατά την περίοδο της Θεογονίας, που ακολουθεί το κοσμογονικό στάδιο, οι γενεσιουργές αιτίες είναι, σε πρώτη φάση, τα διάφορα φυσικογεωλογικά φαινόμενα, τα οποία όμως, από άποψη έντασης και επιπτώσεων είναι τέτοιου μεγέθους που δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά που βιώνουμε σήμερα. Η θεογονική αυτή περίοδος ολοκληρώνεται με την τέταρτη γενιά των θεών. Από κάποια χρονική στιγμή της προηγούμενης φάσης, αλλά και μεταγενέστερα, οι γενεσιουργές δυνάμεις συνδέονται με κοινωνικο-οικονομικές και τεχνολογικές ανάγκες και δραστηριότητες. Η “γέννηση” θεών και ηρώων σταματάει με το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής
Όμως με την κοσμογονία και γενικότερα με τη Θεογονία έχουν ασχοληθεί και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς και ποιητές πέραν του Ησιόδου. Πρώτος είναι ο Ορφέας. Δυστυχώς όλα όσα έγραψε χάθηκαν, αλλά η διδασκαλία του πέρασε στους πυθαγόρειους και πλατωνικούς φιλοσόφους. Λέγεται δε ότι, σύμφωνα με τον Ορφέα, ο Θεός δημιούργησε πρώτον τον Αιθέρα, γύρω από τον οποίο υπήρχε το χάος και η ζοφώδης νύχτα, που σκέπαζαν όλα όσα βρίσκονταν υπό τον Αιθέρα. Το σκότος μάλιστα σκέπαζε και τη Γη. Αργότερα όμως το φως διαπέρασε τον Αιθέρα, και έτσι φωτίστηκε όλη η κτίσις.
Ως προς την κοσμογονία του Ορφέα, πρέπει να παρατηρηθούν τρία πολύ σημαντικά στοιχεία:
- Ότι υπάρχει ένας θεός, δημιουργός των πάντων.
- Ότι αυτός ο θεός, μεταξύ άλλων πολλών, δημιούργησε και τον άνθρωπο.
- Ότι ο θεός βρίσκεται εκτός Αιθέρα και Χάους.
Στα Αργοναυτικά των Ορφικών και στους ύμνους γίνεται λόγος για μία διαφορετική κοσμογονία και θεογονία από εκείνη του Ησιόδου και του Ομήρου. Έτσι, ο Κρόνος, που ήταν γιος του Χάους, και ταυτίζεται με τον Χρόνο, γένησε τον Αιθέρα και τον Έρωτα, που ήταν διφυής.

Σε όλες σχεδόν τις θεογονίες των διαφόρων λαών της Μεσογείου υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και ουσιαστικές διαφορές. Παντού σχεδόν υπάρχουν θεοί με το όνομα του Δία, του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Ποσειδώνα, αλλά και ονόματα παλαιότερων θεών, όπως του Ουρανού, του Πόντου και του Κρόνου. Προσωπικά θεωρώ ότι το γενεαλογικό δένδρο που αντικατοπτρίζει και δύναται να συσχετιστεί με τη φυσικογεωλογική εξέλιξη του ευρύτερου χώρου της Ανατολικής Μεσογείου, και ειδικότερα του αιγαιακού και περιαιγαιακού χώρου, είναι εκείνο που περιγράφεται στη Θεογονία του Ησιόδου.
Θρησκεία και θεοί των αρχαίων Ελλήνων
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στην εξέλιξη της θρησκείας των Ελλήνων διακρίνονται τρεις περίοδοι- φάσεις:
Πρώτη φάση: Κατ’ αυτήν οι θεοί δεν έχουν ακόμη όνομα, είναι δηλαδή ανώνυμοι και χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Δεύτερη φάση: Με τη μεσολάβηση των Πελασγών, οι θεοί αποκτούν ονόματα και χαρακτηριστικά. Τόσο τα ονόματα όσο και τα χαρακτηριστικά τους εισήχθησαν από την Αίγυπτο.
Τρίτη φάση: Την περίοδο αυτή γίνεται ταξινόμηση των θεών του Ελληνικού Πανθέου από τους διάφορους ποιητές, κυρίως από τον Όμηρο και τον Ησίοδο.
Η θρησκεία, κατά τις πολύ παλαιές εποχές, πιθανότατα από τότε που ο σύγχρονος άνθρωπος, δηλ. ο Homo sapiens, ήταν ακόμη τροφοσυλλέκτης και κυνηγός, όχι μόνο κυριαρχούσε αλλά πρέπει αρχικά να ήταν αυτή που προσδιόριζε και το πεπρωμένο των λαών. Λαμβάνοντας το γενεαλογικό δένδρο που μας κληροδότησε ο Ησίοδος στη Θεογονία του, οι άνθρωποι πρέπει αρχικά να θεοποίησαν τα διάφορα ουράνια φαινόμενα, όπως και τον έναστρο ουρανό, κυρίως δε τον Ήλιο και τη Σελήνη, αλλά και πολλά άλλα άστρα. Παράλληλα, πρέπει να θεοποίησαν διάφορα φυσικογεωλογικά φαινόμενα, με την έννοια ότι τα συνέδεσαν με θεούς, ειδικότερα δε εκείνα που προκαλούσαν καταστροφές και θανάτους, όπως οι αστραπές, οι βροντές, οι βροχές και οι κατακλυσμοί, οι σεισμοί, τα ρήγματα, οι καταβυθίσεις ολόκληρων παράκτιων περιοχών, ακόμα και οικισμών κ.λ.π., αλλά και τις μεγάλες μεταβολές που ερμηνεύοντο ως θελήσεις των θεών και στη συνέχεια ως τιμωρία.
Ακολούθως και σιγά-σιγά, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ένα ιερατείο, το οποίο ανέλαβε να ερμηνεύει τα διάφορα φαινόμενα ως θελήσεις των θεών. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό ακριβώς το ιερατείο, σε ορισμένες θρησκείες άρχισε να γίνεται πανίσχυρο λειτουργώντας ως αποκλειστικός διαμεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων. Εν συνεχεία, άρχισε να θεωρείται ως ο απόλυτος και μοναδικός γνώστης της θέλησης του θεού, με αποτέλεσμα να καταλήξει να ασκεί απόλυτη εξουσία στους ανθρώπους καθορίζοντας τον τρόπο και τους κανόνες της ζωής τους.
Για τους περισσότερους ‘Ελληνες η ύπαρξη των θεών ήταν δεδομένη, γι’ αυτό και δεν χρειαζόταν κανένα σύμβολο πίστης. Και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: η αρχαιοελληνική θρησκεία ενδιαφέρετο για την πρόοδο και την ευτυχία του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ζωής του, κι όχι για την ευδαιμονία του στην άλλη ζωή. Αυτό βεβαίως δεν τον εμπόδιζε να συζητάει για την ψυχή του και να προβληματίζεται για το τι συμβαίνει μετά θάνατον. Αυτός είναι και ο λόγος που στον Άδη υπήρχαν διαφορετικά πεδία για τους κακούς (Τάρταρα) και για τους καλούς (Ηλύσια Πεδία).

Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν πολλοί θεοί, ενώ η κάθε κοινότητα διατηρούσε το δικαίωμα να διαλέγει η ίδια ποιον από αυτούς θα λάτρευε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι απαραίτητο να διεξαγάγει πόλεμο για την υπεράσπιση των θεών της εκτός κι αν ο εισβολέας αμφισβητούσε τον πλουραλισμό των θεοτήτων της. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτή η ελευθερία στην επιλογή των θεών συνδέεται, κατά πάσα πιθανότητα, και με την άρνηση του πληθυσμού να υποταγεί σε έναν αρχηγό, που θεωρείτο το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνίας των βαρβάρων.
Ένα αξιοσημείωτο διακριτικό γνώρισμα των θεών των αρχαίων Ελλήνων είναι ο ανθρωποκεντρισμός τους. Οι Έλληνες έφτιαξαν τους θεούς τους “κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους”. Αυτό βεβαίως δεν συνέβαινε από την αρχή. Έτσι, στη μυθολογία μας, σε πολλούς από τους θεούς, ένα τμήμα του σώματός έχει μορφή ζώου, δίνοντας την εντύπωση ενός τέρατος. Από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της κατηγορίας είναι ο Παν και οι Κένταυροι. Πάντως, στην ολύμπια θρησκεία, εκείνη που κυριάρχησε μετά την Τιτανομαχία και τη Γιγαντομαχία, μπορεί να πει κανείς ότι έχουν εκλείψει αυτές οι μορφές, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με τον θεό-ποταμό Αχελώο.Οι θεοί των Ελλήνων, ως χαρακτήρες, παρουσιάζουν όλα τα προτερήματα και μειονεκτήματα αλλά και τις μικροαδυναμίες των ανθρώπων. Διαφέρουν μόνο ως προς το ότι είναι αθάνατοι. Θεοί και ήρωες απεικονίζονται πάντοτε ωραίοι, μια ομορφιά που θεωρείται αυτονόητη, αφού αντιπροσωπεύουν την τελειότητα.

Με εξαίρεση τον Πλούτωνα, και εν μέρει την Περσεφόνη, που κατοικούν μόνιμα στον Άδη, στον Κάτω Κόσμο, οι υπόλοιποι θεοί ζουν στην επιφάνεια της γης, στο φως, και μάλιστα στην ψηλότερη κορυφή του ψηλότερου όρους της Ελλάδας, από όπου μπορούν να ελέγχουν σχεδόν όλα όσα διαδραματίζονται τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, ειδικότερα δε στο Αιγαίο. Για τον Όμηρο, ο Όλυμπος αποτελεί το ιδεώδες όρος, γι’ αυτό και οι ανώτεροι των θεών έχουν εκεί τη μόνιμη κατοικία τους. Στην ψηλότερη κορυφή κείνται τα μεγαλοπρεπή μέγαρα του Δία και της Ήρας. Στις αίθουσες των τελευταίων λαμβάνουν χώρα οι συνελεύσεις των θεών, γνωστές ως αγοραί, αλλά και οι τακτικές συνεδριάσεις των κυριότερων θεών με τον Ποσειδώνα. Στις πλαγιές του Ολύμπου είχαν τις κατοικίες τους οι υπόλοιποι θεοί, τις οποίες είχε χτίσει και διακοσμίσει ο Ήφαιστος.
Η διοίκηση του κόσμου από τους θεούς του Ολύμπου
Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, ο Ποσειδών γεννήθηκε πριν από τον Δία. Θα ανέμενε κανείς πως το γεγονό αυτό και μόνο αρκούσε προκειμένου να του δώσει την πρωτοκαθεδρία των Ολυμπίων. Αντ’ αυτού, σε κάποια στιγμή ο Δίας υποσκελίζει τον θεό της γαιόσφαιρας και της υδρόσφαιρας. Έκτοτε, ο παραμένει εκείνος που κυριαρχεί στον Όλυμπο. Παρά ταύτα, από τα γραφόμενα, ιδιαίτερα των δύο μεγάλων ποιητών, του Ομήρου και του Ησιόδου, αλλά και από άλλα κείμενα, όπως π.χ. των τραγικών, καταφαίνεται πως οι θεοί και οι θεές έπαιρναν πολλές πρωτοβουλίες. Το σημαντικότερο όλων ήταν το ότι “συνήρχοντο εις αγοράν”.
“…Ζευς δε θεών αγορήν ποιήσατο τερπικέραυνος ακροτάτη κορυφή πολυδειράδος Ουλύμποιο…” (Ιλιάδα, Θ 2)

Πρόκειται, εν ολίγοις, για το παράδειγμα που οι θεοί δίνουν στους ανθρώπους ως προς τον τρόπο που οφείλουν να αποφασίζουν. Ο παντοδύναμος Δίας συγκαλεί σε συνέλευση τους άλλους θεούς για να συζητήσουν και να λάβουν από κοινού αποφάσεις. Ο Δίας, που με τον κεραυνό του μπορεί να καταστρέψει το καθετί σε χρόνο μηδέν, ζητάει τη γνώμη και συζητάει με όλους τους άλλους θεούς προτού ληφθεί η τελική απόφαση. Πρόκειται για το πρώτο και σημαντικότερο μάθημα δημοκρατίας. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από όλους τους άλλους, μεγάλους ή μικρούς, παλαιότερους ή νεότερους. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στους θεούς των αρχαίων Ελλήνων και εκείνους όλων των άλλων θρησκειών. Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι ο Δίας ναι μεν συγκαλεί και συζητάει τα διάφορα θέματα, συγχρόνως όμως συμπεριφέρεται και ως αρχηγός των θεών του Ολύμπου (Ιλιάδα Θ 2-35).
Σημειωτέον ότι η λέξη δημοκρατία ακούγεται για πρώτη φορά αιώνες αργότερα, και συγκεκριμένα τον 5ον αιώνα π.Χ. στην Ιστορία του Θουκιδίδη (2.65.9-10), και πολύ περισσότερο δεν είχε εφαρμοστεί πρακτικά ως σύστημα μέχρι τότε. Επομένως, εκείνοι που πρώτοι απ’ όλους τους άλλους δίδαξαν το γένος των ανθρώπων – τον Homo sapiens – πώς πρέπει να διοικείται είναι οι θεοί των προϊστορικών Ελλήνων. Οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σύστημα, είναι επιταγή είναι το ΔΩΡΟ των θεών του Ολύμπου στον άνθρωπο. Για τον άνθρωπο γενικά, και τους Έλληνες ειδικότερα, κάθε εκτροπή από το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι μόνο ανεπίτρεπτη και συνταγματικά παράνομη. Είναι μια βλασφημία εναντίον των θεών. Είναι μια ιεροσυλία.
Ονόματα των θεών των Ελλήνων
Άποψή μου είναι πως οι θεοί ενός λαού, την πολύ παλαιά εποχή, τότε που οι κάτοικοι ήταν ακόμα τροφοσυλλέκτες, δηλαδή από την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή και μετά, πρέπει να συνδέονταν άμεσα με το γεωπεριβάλλον του βιοτόπου τους και τις μεταβολές του. Άλλωστε η διαδοχή των γενεών των θεών, έτσι όπως μας την παρέδωσε ο Ησίοδος, ακολουθεί βήμα-βήμα αρχικά μεν τη φυσικογεωλογική εξέλιξη του αιγαιακού χώρου και στη συνέχεια την κοινωνικο-τεχνολογική εξέλιξη των κατοίκων του, όπως για παράδειγμα συνέβη με τη Δήμητρα, τον Ήφαιστο, τον Απόλλωνα, τον Ερμή και άλλους.
Δεν μπορώ να φανταστώ, δηλαδή, τον κάτοικο του Σαρωνικού ή εκείνον της περιοχής των πρωτοκυκλαδικών νήσων, που σήμερα ένα μεγάλο τμήμα τους έχει κατακλυστεί από τη θάλασσα εξαιτίας της τήξης των παγετώνων και της ανόδου της στάθμης, να βλεπει τη γη του να κατακλύζεται και όχι μόνο να μην αντιδρά, αλλά να μη νοιώθει δέος, να μη νοιώθει την ανάγκη να επικαλεστεί βοήθεια από “κάποια δύναμη” για να τον γλυτώσει από μια συμφορά που δεν λέει να σταματήσει. Δεν μπορώ, δηλαδή, να διανοηθώ ότι καθ΄όλη αυτή τη μακρά περίοδο (μεταξύ του 18.000 και του 6.000 π.α.σ.) που προκαλούνταν τόσες καταστροφές συνεχώς, δεν ένοιωσε την ανάγκη να ζητήσει τη συνδρομή κάποιας “άγνωστης δύναμης” αρχικά, η οποία σιγά σιγά απέκτησε όνομα.
Κάπως έτσι πρέπει να δημιουργήθηκε ο θεός με τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του Ποσειδώνα, δηλαδή τον έλεγχο της θάλασσας. Αν το όνομα ήταν από την αρχή αυτό ή κάποιο άλλο δεν έχει τόση μεγάλη σημασία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο Ποσειδών γεννιέται πριν από τον Δία. Από τη στιγμή που η άνοδος της στάθμης σταμάτησε, όταν δηλαδή το κλίμα σταθεροποιήθηκε, τότε ο Ποσειδών έπαψε να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο. Έκτοτε, τους κατοίκους του στενού αιγαιακού χώρου και των παράκτιων περιοχών άρχισαν να απασχολούν φυσικά φαινόμενα που αναπτύσσονταν στην ατμόσφαιρα, σε χώρο, τον οποίον δεν έλεγχε ο Ποσειδώνας, αλλά ο Δίας. Να λοιπόν για ποιο λόγο αντικαταστάθηκε ο ίσθμιος, ο πόρθμιος Ποσειδών από τον νεφεληγερέτην, τον όμβριο Δία.

Στο ερώτημα γιατί αποκλείεται οι θεοί των Ελλήνων να δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή κατά την περίοδο μεταξύ του 70.000 και του 18.000 π.α.σ., η φυσικογεωλογική απάντηση είναι ότι, κατά την περίοδο αυτή, μπορεί μεν οι κλιματικές συνθήκες να ήσαν για τον αιγαιακό χώρο ελαφρώς δυσμενέστερες, αλλά ήσαν πέραν πάσης αμφιβολίας πολύ πιο σταθερές. Ακόμα και αν υπήρξαν κάποιες, μικρής κλίμακας, κλιματογεωγραφικές μεταβολές – που ασφαλώς υπήρξαν, αφού το κλίμα μεταβάλλεται συνεχώς – αυτές δεν ήσαν – συγκριτικά πάντοτε – ούτε τόσο συχνές, ούτε τόσο δραματικές.
Στο ερώτημα τώρα γιατί αποκλείεται η δημιουργία των θεών μετά το κλιματικό optimum, η απάντηση είναι: για τους ίδιους λόγους που δεν δημιουργήθηκαν πριν από το 18.000 π.α.σ.. Διότι μετά το 6.000 π.α.σ. σταμάτησαν οι κλιματοευστατικές κινήσεις. Την περίοδο αυτή, οι μόνες “βιβλικές” καταστροφές που συνταράσσουν τον αιγαιακό χώρο είναι κυρίως οι σεισμοί, οι ξηρασίες, λιγότερο οι πλημμύρες και ακόμη σπανιότερα οι κατακλυσμοί. Όμως και τα τρία αυτά καταστροφικά φυσικογεωλογικά φαινόμενα (α) έχουν περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση και (β) μικρή διάρκεια. Άλλωστε, για όλα τα παραπάνω υπήρχαν ήδη θεοί με συγκεκριμένες αρμοδιότητες: ο θεμέλιος, ο σεισίχθων, ο ασφάλιος Ποσειδών, ομοίως ο νεφεληγερέτης, ο όμβριος, ο υέτιος Δίας. Για ποιο λόγο να καταργηθούν, όταν μάλιστα έχουν ήδη εκπληρώσει την αποστολή τους κάτω από δυσμενέστερες συνθήκες;
Οι μεγάλοι αυτοί θεοί, που δεν μπορεί να είναι ούτε μεγάλοι βασιλείς ούτε άλλου είδους ηγέτες που στη συνέχεια θεοποιήθηκαν επειδή προσέφεραν πολλά στους κατοίκους μιας περιοχής, όπως τους θέλει ο Ευήμερος και οι Ευημεριστές, πρέπει να δημιουργήθηκαν σιγά-σιγά στον θαλάσσιο χώρο, ο οποίος περιβάλλει τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα, τα μικρασιατικά παράλια και τα νησιά. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που θεωρώ ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έχει τις ρίζες του στη θάλασσα, πέριξ του Αιγαίου και δεν εισήχθη από μετανάστες, εισβολείς ή αποίκους, κουβαλώντας μαζί τους την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και, κατ’ επέκταση την ινδοευρωπαϊκή θρησκεία και εξοντώνοντας ή αφομοιώνοντας όλους όσους ζούσαν τότε εκεί.
Γεννήτορες και γενέθλιοι τόποι
Ένα από τα γνωρίσματα της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, και όχι μόνον, είναι ότι για πολλούς μύθους, αν όχι για όλους, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, που άλλοτε συνδέονται με τον γεωγραφικό χώρο που γεννήθηκαν ή δραστηριοποιήθηκαν οι πρωταγωνιστές και άλλοτε με τους γεννήτορές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τόπος γέννησης του Δία. Σύμφωνα με μια εκδοχή γεννήθηκε στο Λύκαιο όρος της Αρκαδίας, σύμφωνα με άλλες στο όρος Δίκτη ή στην Ίδη της Κρήτης, ή ακόμα και στο όρος Ίδη της Μικράς Ασίας.
Άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι ο ήρωας Δάρδανος, για τον τόπο γέννησης του οποίου υφίστανται δυο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, γενέθλιος τόπος είναι η Αρκαδία. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η Σαμοθράκη. Κατά συνέπεια, και ο ομώνυμος κατακλυσμός συνδέεται γεωγραφικά με αμφότερες τις περιοχές. Η διαφορά στην συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στο ότι τα αίτια του κατακλυσμού διαφέρουν μεταξύ τους. Παράδειγμα αποτελεί και ο τόπος κατοικίας των Εσπερίδων, για τον οποίο ορισμένοι αναφέρουν πως πρόκειται για το όρος Άτλας, ενώ άλλοι αναφέρουν ότι κατοικούσαν στη χώρα των Υπερβορείων, αλλά σε δυο νησιά που βρίσκονταν δίπλα στις Αιθιοπικές Εσπερίες της Δυτικής Αφρικής, και άλλοι κάπου πέρα από τον Ωκεανό.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους γεννήτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο θεός Παν, ο θεός των κοπαδιών, των βουνών και γενικότερα της βουκολικής ζωής. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Παν ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας, κατ΄άλλους του Δία και της Ύβρεως ή του Δία και της Καλλιστώς, ή του Αιθέρα και της Ήρας, ή του Ερμή και της Πηνελόπης κ.λπ. Σύμφωνα με την άποψη του τον θέλει γιο του Δία και της Καλλιστώς, θεωρείται δίδυμος αδελφός του Αρκάδα.
Σε πολλές περιπτώσεις πιθανότατα πρόκειται για διαφορετικούς ήρωες με το ίδιο όνομα, οι οποίοι όμως έζησαν σε διαφορετικές εποχές. Ο Ηρακλής, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.
Το Χάος και η πρώτη γενιά θεών
“…Ήτοι μεν πρώτιστα Χάος γένετ’ αυτάρ έπειτα Γαία ευρύστερνος πάντων έδος ασφαλές αιεί…”. Ο Ησίοδος, στην αρχή της Θεογονίας του (στ. 116-117) τοποθετεί το Χάος, το οποίο χαρακτηρίζει ως έναν τόπο άπειρο, που περιέχει την ύλη σε άμορφη κατάσταση. Από αυτή την ύλη πλάστηκε αργότερα ολόκληρος ο κόσμος, όπως η Γαία, τα Τάρταρα και ο Έρως, που γεννήθηκαν μόνα τους. Επομένως, από το Χάος προέρχονται τα πάντα. Παρουσιάζεται ως μια έννοια απροσδιόριστη, σαν ένας χώρος, όπου επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι (έρεβος), γεμάτο από νέφη και άμορφη ύλη.
Ορισμένοι δέχονται ότι το Χάος του Ησιόδου είναι το απέραντο κενό, το αχανές. Το Χάος είναι η “χαίνουσα άβυσσος” του Αριστοτέλη και σημαίνει την αταξία και τη σύγχυση, ενώ κατ’ άλλους το Χάος κάπου τελειώνει, διαθέτει δηλαδή περατωτικά όρια. Το Χάος είναι οι συνθήκες ή η κατάσταση, στην οποία βρισκόταν αρχικά ο κόσμος ολόκληρος και από όπου, έπειτα από ταξινόμηση και οργάνωση, προέκυψε ο κόσμος έτσι όπως τον γνωρίζουμε. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια αδιαφοροποίητη ουσία. Παρόμοια αδιαφοροποίητη πρωτογενή χαώδη κατάσταση της ύλης βρίσκουμε σε πολλές μυθολογίες και άλλων λαών ή θρησκειών. Σημειωτέον πως στις θρησκείες των Φοινίκων και των Ινδών η κοσμογονία αρχίζει επίσης με το Χάος ενώ στους Χαλδαίους ανάλογος του Χάους είναι ο Αιθήρ.

Η πρώτη γενιά θεών που προέρχεται από το Χάος έπειτα από διευθέτηση της αρχέγονης ύλης είναι η Γαία, ο Έρως, το Έρεβος και η Νύκτα. Η Γαία, επομένως, είναι η βασική, η αρχική θεότης των αρχαίων Ελλήνων, ενώ στους ορφικούς ύμνους η Γαία-Γη χαρακτηρίζεται ως η μητέρα των μακαρίων θεών και των θνητών ανθρώπων. Ορισμένοι μάλιστα, όπως οι Αρκάδες και οι κάτοικοι της Αττικής, ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν απευθείας από τη Γαία, γι’ αυτό αυτοχαρακτηρίζονταν ως “φυλή αυτόχθων”, ήταν οι Γη-γενείς.
Σε ορισμένες περιοχές, η μεγάλη θεά Γαία ταυτιζόταν με τις ειδικές τοπικές φυσικογεωλογικές συνθήκες. Ο Παυσανίας μάς πληροφορεί πως, στα πολύ παλιά χρόνια, το Μαντείο των Δελφών ήταν της Γαίας από κοινού με τον Ποσειδώνα και πως εκείνη χρησμοδοτούσε. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο οποίος επικαλείται μια αρχαιότατη παράδοση, το Μαντείο των Δελφών ιδρύθηκε σε ένα ερημικό μέρος, πάνω από ένα χάσμα της γης. Σημειωτέον ότι το “χάσμα” όπως και η σύσταση των “φυσικών αερίων” που ανέβλυζαν και κατόπιν διαχέονταν, έχουν εντοπιστεί και διευκρινιστεί πλήρως από τη φυσικογεωλογική και γεωχημική μελέτη της περιοχής των Δελφών, και συγκεκριμένα του ακριβούς σημείου όπου πιστεύεται ότι καθόταν η Πυθία.

Το σημαντικότερο και συνάμα παλαιότερο ιερό της Γαίας ήταν στη Δωδώνη. Με γνώμονα τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν τα τελευταία χρόνια πραγματοποιηθεί εκεί, η έναρξη της λατρείας ανάγεται κάπου στην 3η χιλιετία π.Χ., δηλαδή κάπου στην πρωτοελλαδική εποχή. Τότε, στο μαντείο ελατρεύετο η Γαία ως “μητέρα φύση” και συνδεόταν με την δενδρολατρεία και την μαντική. Πολύ αργότερα, στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., διαδόθηκε η λατρεία του Δία, ενώ η θεά Γαία επέζησε και κατά τους ιστορικούς χρόνους με το όνομα Διώνη. Με τον τρόπο αυτό μεταβιβάστηκαν οι μαντικές ικανότητες από τη Γαία-Διώνη στον Δία, με τον οποίον ζούσαν πλέον μαζί στη Δωδώνη. Ένα άλλο σημαντικό ιερό της Γαίας βρίσκεται δίπλα στους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αττική.
Η Γαία από τον Ουρανό γέννησε τους Εκατόγχειρες, τους Κύκλωπες και τους Τιτάνες, αλλά και άλλες θεότητες, όπως τις Ερινύες και τις Μελίες. Επειδή όμως ο Ουρανός φοβόταν ότι τα παιδιά του ήθελαν να τον σκοτώσουν ή να τον εκθρονίσουν για να πάρουν αυτά την ηγεσία του κόσμου, αποφάσισε να τα φυλακίσει στα Τάρταρα. Η Γαία, οεγισμένη, ώθησε εναντίον του τον αγαπημένο της γιο, τον Κρόνο. Σχετικά με τους Τιτάνες, ο Διόδωρος δέχεται ότι η Γαία ήταν σύζυγος του Ουρανού, αλλά την εποχή εκείνη ονομάζετο Τιταία, γι’ αυτό και τα παιδιά της είναι γνωστά ως Τιτάνες.
Η Γαία, πέραν των προηγουμένων ονομάτων (Τιτία, Τιταία), αναφερόταν αλληγορικώς από πολλούς συγγραφείς ως Ρέα, Εστία και Τηθύς. Οι Φρύγες την ονόμαζαν Κυβέλη, οι Αιγύπτιοι Ίσιν, οι Σκύθες Απίαν. Ορισμένοι δέχονται ότι από την έκφραση Γη-Μήτηρ σχηματίστηκε το όνομα Δημήτηρ, η οποία στη συνέχεια έγινε γνωστή ως Δήμητρα, κόρη του Κρόνου και της Ρέας.
Η Γαία, που, σύμφωνα με τον ολύμπιο μύθο της δημιουργίας αναδύθηκε μέσα από το Χάος, γέννησε τον Ουρανό ενόσω κοιμόταν. Ο γιός της, ο οποίος αργότερα έγινε σύζυγός της, παρατηρώντας την από ψηλά, έριξε βροχή που γέμισε τις σχισμές και το έδαφος. Έτσι η Γαία-Γη γέννησε χορτάρι, δέντρα και λουλούδια. Έτσι γέμισαν οι ποταμοί νερό. Έτσι δημιουργήθηκαν οι θάλασσες και οι λίμνες.

Η δεύτερη γενιά θεών. Τα παιδιά της Γαίας
Ο Ουρανός
Από τη Γαία, με τη δύναμη της αναπαραγωγής που διαθέτει κάθε θηλυκή ύπαρξη, γεννιέται πρώτα ο Ουρανός, που είναι γεμάτος αστέρια και που την περιβάλλει ολόκληρη και την προστατεύει. Στη συνέχεια, η Γαία γεννάει τα Όρη και τον Πόντο, την απέραντη θάλασσα. Αφού δημιουργεί τον Ουρανό, αρχίζει να διαμορφώνει το μορφολογικό της ανάγλυφο αλλά και το πρωταρχικό ύδωρ, από το οποίο αργότερα θα προκύψουν οι ωκεανοί. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Γαία δημιουργεί τη δεύτερη γενιά των θεών δίχως κάποιο ερωτικό σμίξιμο, χωρίς να ζευγαρώσει με κάποιο άλλο στοιχείο-θεό.
Μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί ακόμα ζωή πάνω στη Γη. Όλα τα δημιουργήματα της Γαίας συμβάλλουν στη διαμόρφωσή της. Δημιουργεί πρώτα τον Ουράνιο Θόλο για να την προστατεύει.
Σε αυτόν εντάσσεται προφανώς και η ατμόσφαιρα. Εν συνεχεία δημιουργεί τα Όρη (την λιθόσφαιρα) και τον Πόντο (την υδρόσφαιρα). Πρόκειται ουσιαστικά για τα τρία σημαντικότερα φυσικογεωλογικά συστήματα, ο δυναμικός χαρακτήρας των οποίων είναι καθοριστικός στη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών συνθηκών, εντός των οποίων θα επιβιώσει αρχικά ο πρωτόγονος άνθρωπος και, στην περίπτωση της ελληνικής μυθολογίας, ο κάτοικος του Αιγαιακού και περιαιγαιακού χώρου, αυτός που έμελλε να αναπτύξει αργότερα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο (1.1.1.) “Ουρανός πρώτος του παντός εδυνάστευσε κόσμου”, ενώ, σύμφωνα με τον Ευήμερο, τον οποίο επικαλείται ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Ουρανός θεωρείται ο πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων, εκείνος, ο οποίος τους έβγαλε από τη ζωώδη κατάσταση και τους συγκέντρωσε σε πόλεις. Εξάλλου είναι εκείνος που ανακάλυψε τη χρήση των καλλιεργημένων καρπών, με άλλα λόγια ο θεός, ο οποίος συνέβαλε στη μετάβαση του ανθρώπου από το στάδιο της τροφοσυλλογής προς εκείνο της τροφοπαραγωγής. Πρόκειται για μια εκδοχή σε πλήρη αντίθεση με την καθιερωμένη αντίληψη που θεωρεί πως εκείνη που δίδαξε στον άνθρωπο την τροφή είναι η Δήμητρα. Ο Ουρανός πρέπει να αντικαταστάθηκε κάποια στιγμή από μια θεότητα που ανήκε σε μεταγενέστερη θεοκρατική γενιά. Επομένως, πρέπει να έδρασε πολύ παλιά, πριν από την μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική προς τη Μεσολιθική Εποχή.

Ο Ουρανός εθεωρείτο ο πρώτος βασιλιάς του σύμπαντος. Σύμφωνα με μια θεωρία, στην αρχική σύσταση του σύμπαντος ο Ουρανός και η Γαία είχαν μία μορφή και η φύση τους είχε μεικτό χαρακτήρα. Αργότερα τα σώματά τους χωρίστηκαν και ο κόσμος απέκτησε τη διάρθρωση, την οποία γνωρίζουμε σήμερα. Κατά τους Ορφικούς, ο Ουρανός πήρε το σκήπτρο από τη Νύχτα. Ο μύθος αυτός ενδεχομένως συμβολίζει την αντικατάσταση της μητριαρχίας από την πατριαρχία. Σε όλες τις μυθολογίες, από τους Πυγμαίους της Αφρικής μέχρι τους Αρβορίγινες της Αυστραλίας και τους ιθαγενείς της Γης του Πυρός, υπάρχει ένας θεός Ουρανός, αντίστοιχος με εκείνον των Ελλήνων.
Ο Ουρανός απουσιάζει ολότελα από την καθημερινότητα των ανθρώπων μη διαθέτοντας βωμούς και ιερείς. Ταυτόχρονα τέκνο και σύζυγος της Γαίας, απέκτησε μαζί της τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, αλλά και άλλες θεότητες, όπως τις Ερινύες και τις Μελίες. Η Γαία, εξοργισμένη με τη συμπεριφορά του Ουρανού έναντι των Κυκλώπων, έπεισε τους Τιτάνες να τον εξολοθρεύσουν. Την αποστολή ανέλαβε ο νεότερος γιος τους, Κρόνος. Με την εξαφάνιση του Ουρανού, η Ουρανοκρατία αντικαταστάθηκε από την Τιτανοκρατία, με κυρίαρχη μορφή τον Κρόνο.
Ο Πόντος
Από κοινού με τον Ουρανό και τα Όρη, ο Πόντος ήταν το τελευταία δημιούργημα της Γαίας, δίχως η τελευταία να σμίξει ερωτικά με κάποιον άλλο θεό. Κατά το Ησίοδο, είναι το πρωταρχικό νερό, συνάμα δε και η άβυσσος, που επρόκειτο να συμβάλει στη δημιουργία των θαλασσών. Καίτοι προσωποποιήθηκε από τον εμπνευστή της Θεογονίας, από κάποια χρονική στιγμή και έπειτα έπαψε να συμμετέχει στο πολιτισμικό και μυθολογικό γίγνεσθαι.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρονται οι ακόλουθες θάλασσες ως Πόντος: ο Ικάριος Πόντος (Β 145), ο Θρηίκιος Πόντος (Ψ 230), ουσιαστικά το Βόρειο Αιγαίο Πέλαγος, ο Μέλας ή Μείλας Πόντος (Ω 79), ο Ελλήσποντος, σήμερα γνωστός ως Στενά των Δαρδανελίων και που χαρακτηρίζεται επίσης ως πλατύς (Η 86), απείρων (Ω 545), αγάροος (Β 845) και ιχθυοείς (Ι 360), τέλος, ο Εύξεινος Πόντος.
Υπάρχει ακόμα και ο Κρόνιος Πόντος ή Κρόνια Θάλασσα, που αναφέρεται στα Αργοναυτικά, και που για ορισμένους (Απολλώνιος Ρόδιος, Απολλόδωρος) είναι η σημερινή Αδριατική, ενώ για άλλους το τμήμα του ωκεανού που εκτείνεται βόρεια και δυτικά των Βρετανικών Νήσων και της Ιέρνης (Ιρλανδία).
Οι φυσικογεωλογικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έχουν δείξει ότι το σημερινό υδραυλικό καθεστώς της επικοινωνίας του Αιγαίου Πελάγους με τον Εύξεινο Πόντο έχει οριστικά διαμορφωθεί μόλις πριν 7.500 χρόνια, κάπου στη Μέση Νεολιθική Εποχή. Μέχρι τότε, και τουλάχιστον από το 30.000 π.α.σ., το σύμπλεγμα Δαρδανελίων-Ελλήσποντου ήταν μια κοιλάδα που διαρέετο από έναν ποταμό, τα νερά του οποίου άλλοτε προέρχονταν αποκλειστικά από τη δική του λεκάνη απορροής και άλλοτε στα νερά αυτά προστίθεντο και εκείνα της υπερχείλισης του Εύξεινου Πόντου, όπως συνέβη στην περίοδο μεταξύ 14.500 και 12.500 π.α.σ. περίπου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα νερά αυτά κατέληγαν στο Αιγαίο. Στον Βόσπορο επικρατούσε παρόμοια κατάσταση, αφού κι εκεί οι φυσικογεωλογικές συνθήκες δεν παρέμεναν σταθερές, επειδή άλλοτε ελέγχονταν από τον Εύξεινο Πόντο και άλλοτε από το Αιγαίο, και σε τελική ανάλυση από τη στάθμη της Μεσογείου και της παγκόσμιας θάλασσας, δηλαδή από τον ωκεανό.
Ο Πόντος ζευγάρωσε με τη Θάλασσα και απέκτησε πολλές θυγατέρες, τις οποίες ορισμένοι αποκαλούσαν Ωκεανίδες. Σύμφωνα με άλλους, απέκτησε και πολλούς ποταμούς, όπως τον Στρυμώνα, τον Νείλο και το Ευφράτη, ενώ υπάρχει και η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο Πόντος συμπίπτει με τη Μεσόγειο Θάλασσα. Ο Όμηρος δεν τον κατονομάζει ως θεό. Στην ουσία, ο Πόντος θεωρείται ένα φυσικογεωλογικό σύστημα, που, ανάλογα με το μέγεθός του, χαρακτηρίζεται ως απείριτος, απείρων, ευρύς και μεγακήτης, ενώ, προκειμένου να προσδιοριστεί το χρώμα του, αναφέρεται ως μέλας, οίνωψ κ.ά. Στους ορφικούς ύμνους, ο Ποσειδών αναφέρεται ως άρχων και κάτοικος του Πόντου.
Εν κατακλείδι, (α) στη Θεογονία του Ησιόδου, ο Πόντος ανήκει στη δεύτερη γενιά των θεών. Μαζί με τα Όρη είναι τα μόνα φυσικογεωγραφικά συστήματα που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία και (β) ο Πόντος χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει μια κλειστή θάλασσα, που χρησιμοποείται όμως και ως πέρασμα (Ελλησποντος, Εύξεινος). Ειδικότερα στην περίπτωση του Εύξεινου, προφανώς επειδή αυτός χρησιμοποιείται ως πέρασμα για τους πλωτούς ποταμούς που καταλήγουν σε κάποια θάλασσα (Βαλτική, Βόρειο Θάλασσα) και τελικά στον Αρκτικό Ωκεανό.

Τα Όρη
Τα όρη, ως φυσικογεωγραφική ενότητα, είναι από τις μορφές εκείνες του αναγλύφου που έχουν συμβάλει, εμμέσως σημαντικά, αν όχι καθοριστικά, στη βαθμιαία διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού.
Στην ελληνική μυθολογία, σύμφωνα πάντοτε με τη Θεογονία του Ησιόδου, η Γαία, αφού γέννησε τον Ουρανό, που την προστάτευε καλύπτοντάς την από όλες τις πλευρές, άρχισε να διαμορφώνεται η ίδια, γεννώντας αρχικά τα Όρη (Ούρεα). Γι΄ αυτό ο Σοφοκλής τη χαρακτηρίζει και “ορεινή”, “Ορεστέρα παμβώτι Γα” (Φιλοκτήτης, 394). Τα όρη της Ελλάδας όχι μόνο δεν είναι εχθρικά προς τον άνθρωπο, αλλά, απεναντίας, είναι χώροι που φιλοξενούν τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων. Δεν προκαλούν καταστροφές, όπως οι ποταμοί με τις πλημμύρες ή όπως η θάλασσα με τις κλιματοευστατικές της κινήσεις. Είναι εχθρικά μόνο έναντι όσων τα επισκέπτονται κάτω από δυσμενείς καιρικές και άλλες συνθήκες.
Στη Θεογονία, αλλά και σε άλλους συγγραφείς, τα βουνά δεν προσωποποιούνται, όπως λ.χ. συμβαίνει με τους ποταμούς. Η σημαντικότερη εξήγηση συνδέεται με το ότι δεν έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, με την έννοια ότι δεν παρεμβαίνουν και δεν διαταράσσουν. Η όποια επίδραση είναι στατικού χαρακτήρα. Ο Ταΰγετος, για παράδειγμα, είναι μια μορφοτεκτονική δομή, ένα έξαρμα που, λόγω όγκου και ύψους, εμποδίζει την επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της λεκάνης του Ευρώτα και της μεσηνιακής πεδιάδας.
Τα όρη αποκτούν δυναμική όταν επαναδραστηριοποιούνται τα μεγάλα περιθωριακά ρήγματα, που συνήθως τα οριοθετούν και τα οποία είναι σεισμογόνα. Μια τέτοια επαναδραστηριοποίηση όμως δεν συμβαίνει κάθε μέρα, ούτε περιοδικά κάθε χρόνο. Ένα ενεργό ρήγμα μπορεί να παραμείνει ανενεργό για πολλές χιλιάδες χρόνια. Η μεγάλη θεά Γη έφτιαξε τα όρη και τα έφησε έτσι, που μόνο οφέλη προσφέρουν στον άνθρωπο. Εκεί αυτός κυνηγάει, εκεί υπάρχουν πηγές, εκεί βρίσκονται σπήλαια, εκεί υπάρχουν μεταλλεύματα και ξυλεία.
Τα όρη όμως ενστερνίζονται και έναν άλλο σημαντικό ρόλο στο πολιτισμικό γίγνεσθαι του προϊστορικού ανθρώπου. Λόγω ύψους, ήσαν και συνεχίζουν σχεδόν μέχρι σήμερα να είναι, σημεία όπου ο άνθρωπος προσπαθεί να έλθει σε επαφή με τους θεούς, επειδή του δημιουργούν την αίσθηση ότι βρίσκονται πλησιέστερα στον ουρανό, ιδιαίτερα όταν οι κορυφές τους χάνονται μέσα στα σύννεφα. Γι’ αυτό και η κατοικία των δώδεκα θεών βρίσκεται στον Όλυμπο, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Άλλωστε και ο Δίας σε όρος γεννήθηκε, που σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν η Δίκτη, στην Κρήτη, ενώ σε άλλο όρος μεγάλωσε, στην Ίδη, και συγκεκριμένα στο Ιδαίο Άντρο. Αν τώρα γίνει δεκτή η εκδοχή πως ο Δίας γεννήθηκε στην Πελοπόννησο (Αρκαδία) και όχι στην Κρήτη, και σε αυτή την περίπτωση σε ένα άλλο όρος, το Λύκαιο, μετέβη η Ρέα, στην ψηλότερη κορυφή του οποίου, την Κρητέα, έφερε στον κόσμο τον Δία.

Τα όρη έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο και στις μυθολογίες και παραδόσεις άλλων λαών. Ο Μωυσής ανέβηκε στο Σινά για να παραλάβει από τον Θεό τις δέκα εντολές. Την ίδια περίπου εποχή (όπως αναφέρεται από τον Όμηρο και επιβεβαιώνεται από τον Ηρόδοτο), ο βασιλιάς Μίνως, γιος και συνομιλητής του Δία, ανέβηκε και έμεινε επί εννέα χρόνια στην Ίδη, για να πάρει και εκείνος οδηγίες και νόμους από αυτόν. Αργότερα, ο Ιησούς Χριστός ανέβηκε στο όρος των Ελαιών προκειμένου να προσευχηθεί. Αλλά και για τον Μωάμεθ λέγεται ότι σε ένα σπήλαιο του όρους Χιρά, πλησίον της Μέκκας, τού παρουσιάστηκε ο Αρχάγγελος της αποκάλυψης Γαβριήλ και τού διεβίβασε εκ μέρους του Υπέρτατου Θεού, του Αλλάχ, τον ρόλο του τελευταίου και εκλεκτού προφήτη πάνω στη Γη. Ο Δίας μάλλον αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Δεν ανέβηκε στον Όλυμπο για να πάρει αλλά για να δώσει εντολές και για να κυβερνήσει τον κόσμο.
Τα όρη στην ελληνική μυθολογία, εξαιτίας της τεκτονικής τους δραστηριότητας, πρέπει να έχουν υποδυθεί και έναν άλλο ρόλο επειδή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα περιθώριά τους σχεδόν παντού συμπίπτουν με σεισμογόνες ρηξιγενείς ζώνες, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με τον Ταΰγετο, τα Γεράνεια, τον Όλυμπο, τον Παρνασσό, την Οίτη, την Όρθρυ κ.ά. Οι ρηξιγενείς αυτές ζώνες, οι οποίες αποτελούνται από περισσότερο του ενός ρήγματα, είναι ενεργές. Η μετατόπιση ενός ρηξιτεμάχους στις περιπτώσεις ισχυρών σεισμών, αποτυπώνεται πάνω στη ρηξιγενή επιφάνεια, κάτι που είναι βέβαιο ότι θα εντυπωσίαζε τους προϊστορικούς κατοίκους.
Σήμερα, τα πιο γνωστά όρη που συνδέονται άμεσα με την ελληνική μυθολογία είναι η Ίδη, και η Δίκτη της Κρήτης, ο Όλυμπος μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας, το Πήλιο της Θεσσαλίας, το Αρτεμίσιο, το Μαίναλο, το Λύκαιο και η Κυλλήνη της Αρκαδίας, η Όρθρυς, η Οίτη και ο Παρνασσός της Φθιώτιδας, ο Άθως της Χαλκιδικής, ο Ελικών της Βοιωτίας, το Παναχαϊκό και ο Ερύμανθος της Αχαΐας, τα όρη της Αττικής Υμμητός, Πεντελικό και Πάρνηθα και πολλά άλλα. Υπάρχουν και ορισμένα που, παρά την πολύ μεγάλη τους σημασία στην ελληνική μυθολογία, παραμένουν παντελώς άγνωστα. Είναι η περίπτωση του Αλήσιου όρους της Αρκαδίας, σε μια από τις πλαγιές του οποίου η Ρέα γέννησε τον μεγάλο θεό, τον Ποσειδώνα. Στις μέρες μας, το Αλήσιον όρος απουσιάζει ακόμα και από αυτούς τους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού…
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]
Ο Ηλίας Δ. Μαριολάκος είναι Ομότιμος Καθηγητής Γεωλογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει διατελέσει Πρόεδρος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) και της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας.