Skip to main content

Masaki Miyake: Ευκαιρίες αναχαίτισης του πολέμου στην πορεία της Ιαπωνίας προς το Pearl Harbor

Masaki Miyake

Ευκαιρίες αναχαίτισης του πολέμου στην πορεία της Ιαπωνίας προς το Pearl Harbor

Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που συνοδεύουν την διαδοχή των γεγονότων του παρελθόντος είναι ασφαλώς η λεγόμενη “ανεκπλήρωτη πιθανότητα” (unfulfilled possibility) μιας δεδομένης στιγμής. Ο Γερμανός μελετητής συνταγματικού δικαίου και πολιτικής Carl Schmitt, στην πραγματεία του με τίτλο Politische Romantik (1919) επισημαίνει πως το κάθε δευτερόλεπτο καθορίζει τον χρόνο ενός ανθρώπου  ψαλιδίζοντας τη δυναμική της βούλησής του. Υπό αυτή την έννοια η κάθε στιγμή ισοδυναμεί με τη διαρκή απόρριψη των αναρίθμητων εναλλακτικών επιλογών, τις οποίες και τελικά εξουδετερώνει.¹ Εάν υποτεθεί, λόγου χάρη, ότι σε κάποια συγκεκριμένη συγκυρία υφίσταντο οι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ πολιτικές επιλογές, αλλά από αυτές υιοθετήθηκε μόνο η Α΄, η μελέτη και ανάλυση των υπολοίπων δεν στερείται ενδιαφέροντος. Αν μη τι άλλο, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους που υπαγόρευσαν την προτίμηση της Α΄ επιλογής αλλά και να υπολογίσουμε επακριβώς την αξία της τελευταίας. Διαφορετικά, η πρόσληψη εκ μέρους μας της συγκεκριμένης εκείνης στιγμής θα ήταν ελλιπής.²

Ένας επαναπροσδιορισμός του παρελθόντος του είδους αυτού θα μπορούσε κάλλιστα να βαπτιστεί “αντισταθμιστική ιστορία” (counterfactual history). Συμπεριλαμβάνει το σκεπτικό “εάν…τότε…”. Ένα σκεπτικό, το οποίο θα μπορούσε να ευσταθεί και στην περίπτωση της πορείας της Ιαπωνίας προς το Pearl Harbor. Ως εναρκτήρια αιτία της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ θεωρείται γενικότερα η ιαπωνική εισβολή στην Μαντζουρία τον Σεπτέμβριο του 1931. Κατέστησε αναπόφευκτη την μετέπειτα ρήξη μεταξύ των δυο κρατών, στρεφόμενη ενάντια στην Διπλωματία των Ανοικτών Θυρών της κυβέρνησης της Ουάσινγκτον, η οποία σφυρηλατήθηκε με αφορμή την συνομολόγηση, το 1922, της Συνθήκης των Εννέα Δυνάμεων (Nine-Power Treaty). Εξάλλου, η Ιαπωνία συγκαταλεγόταν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της προαναφερθείσας Συνθήκης. Η Συνθήκη των Εννέα Δυνάμεων λειτουργούσε ως πυρήνας της Συνθήκης της Ουάσινγκτον, η οποία με τη σειρά της υποκαθιστούσε το καθεστώς εκείνης των Βερσαλλιών στην Ασία.

Σεπτέμβριος 1931. Η ιαπωνική εισβολή στη Μαντζουρία.

Ένας από τους λόγους της ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία ήταν η οικονομική κρίση, η οποία επί δυο χρόνια ήδη μάστιζε τις ΗΠΑ έχοντας καταστήσει αναπόφευκτη την δραστική μείωση των εισαγωγών από την Ιαπωνία, ειδικότερα δε σε ό,τι αφορούσε το ακατέργαστο μετάξι, που ήταν και το κυριότερο από τα προϊόντα τα οποία εξήγαγε η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Στη μελέτη του World Economy and World Politics 1924-1931 ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Gilbert Ziebura αναφέρει σχετικά με το θέμα αυτό:

Οι συνέπειες εις βάρος της ιαπωνικής οικονομίας και κοινωνίας δύνανται εύκολα να  αξιολογηθούν εφόσον ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι κατά τα έτη 1930 και 1931 οι ΗΠΑ απορροφούσαν το 96% των εξαγωγών της Ιαπωνίας σε μετάξι. Αντίστροφα, τα κέρδη από τις εξαγωγές επέτρεπαν την κάλυψη κατά 40% της δαπάνης αγοράς πρώτων υλών και μηχανημάτων που τόσο μεγάλη ανάγκη είχε η χώρα. Σημειωτέον πως το μετάξι αποτελούσε το μοναδικό προϊόν που η Ιαπωνία ήταν σε θέση να εξαγάγει σε μεγάλες ποσότητες. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κοπεί το “μεταξένιο νήμα”, επί του οποίου στηριζόταν το σύνολο της ιαπωνικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, οι εξαγωγές προς τον δεύτερο καλύτερο πελάτη, την Κίνα, γνώρισαν και εκείνες μείωση κατά 50%. Διόλου παράξενο, επομένως, το ότι πολλοί Ιάπωνες συμπέραναν τότε πως το καθεστώς της Συνθήκης της Ουάσινγκτον αποτελούσε πλέον νεκρό γράμμα.”.³

Το παραπάνω απόσπασμα περιγράφει εύγλωττα την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ιαπωνία όταν η στρατιά του Κουαντούνγκ, τμήμα των στρατευμάτων που στάθμευαν ήδη στην Μαντζουρία και στη χερσόνησο Λιαοτούνγκ, ανέλαβαν δράση ευελπιστώντας την άρση του αδιεξόδου.

Παρά την αναπόφευκτη, κατά τα φαινόμενα, ρήξη με τις ΗΠΑ, υπήρχαν πιθανότητες αποτροπής της σύγκρουσης. Η υπογραφή, στις 23 Αυγούστου 1939, του Συμφώνου μη Επιθέσεως μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας άνοιξε νέους ορίζοντες στην ιαπωνική διπλωματία.

Michinomiya Hirohito, Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας(1926-1989).
Fumimaro Konoe, Πρωθυπουργός (1937–39, 1940–41).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στρατηγός Hideki Tojo, Πρωθυπουργός (1941-44)
Yōsuke Matsuoka, Υπουργός Εξωτερικών (1940-41).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η λεγομένη Συνδιάσκεψη του Ογκικούμπο (αριστοκρατικό προάστιο του Τόκιο) του Ιουλίου 1940 κατέδειξε την προθυμία των πολιτικών αρχηγών υπέρ μιας ειρηνικής επίλυσης των διαφορών με την Σοβιετική Ένωση. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιλογή αυτή απέρρεε από την ολοκληρωτική ήττα την οποία είχαν υποστεί οι Ιάπωνες από τους Ρώσους το 1939 στο Νομονχάν, στη μεθόριο μεταξύ Μαντζουρίας και Μογγολίας. Ένας δεύτερος λόγος ήταν το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ φάνταζε πλέον ως συνεταίρος της Γερμανίας, συμμάχου της Ιαπωνίας από την εποχή της συνομολόγησης του Συμφώνου Αντι-Κομιτέρν, τον Νοέμβριο του 1936. Παρόντα στη Συνδιάσκεψη του Ογκικούμπο ήταν τέσσερα επιφανή στελέχη της δεύτερης κατά σειρά κυβέρνησης Konoe, η οποία λιγες ημέρες μόλις αργότερα (22 Ιουλίου 1940) έμελλε να αναλάβει καθήκοντα. Επρόκειτο για τους Fumimaro Konoe (1891-1945), εν αναμονή πρωθυπουργό, αντιστράτηγο Hideki Tojo (1884-1948), μελλοντικό υπουργό Στρατιωτικών και πρωθυπουργό, υποναύαρχο Zengo Yoshida (1885-1966), εν ενεργεία υπουργό Ναυτικών και Yōsuke Matsuoka (1880-1946), μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών. Όλοι τους υιοθέτησαν ως κοινή πολιτική γραμμή της υπό εκκόλαψη κυβέρνησης ένα κείμενο με συντάκτη τον Matsuoka, το οποίο έθιγε, μεταξύ άλλων, δυο σημεία που επρόκειτο σύντομα να λειτουργήσουν ως θεμελιώδεις προτεραιότητες: α) την ενδυνάμωση του Άξονα μεταξύ Ιαπωνίας, Γερμανίας και Ιταλίας και β) τη συνομολόγηση ενός Συμφώνου μη Επιθέσεως πενταετούς ή δεκαετούς διάρκειας ανάμεσα στην Ιαπωνία, το κρατίδιο του Μαντσούκουο και την Εσωτερική Μογγολία αφενός, την ΕΣΣΔ αφετέρου. Το κείμενο αυτό διανθίστηκε με δυο ακόμη προσθήκες. Η πρώτη αναφερόταν στην Ανατολική Ασία και η δεύτερη στις ΗΠΑ.⁴

Ήδη από το καλοκαίρι του 1938, η ιαπωνική ηγεσία είχε αντιμετωπίσει την προοπτική σύναψης μιας νέας αμυντικής συμμαχίας με τη Γερμανία και την Ιταλία. Μια συμμαχία αυτού του είδους θα είχε μεγαλύτερη ισχύ από ό,τι το Σύμφωνο Αντι-Κομιτέρν, στο οποίο είχε εν τω μεταξύ προσχωρήσει και η Ιταλία. Οι σχετικές συζητήσεις δεν καρποφόρησαν εξαιτίας της αντίθεσης του ιαπωνικού Ναυτικού.⁵ Η είδηση της υπογραφής του γερμανο-σοβιετικού Συμφώνου του Αυγούστου 1939 έπεσε σαν κεραυνός στο Τόκιο. Για κάποιο χρονικό διάστημα το όλο σχέδιο παρέμεινε στο περιθώριο. Ωστόσο, η διαφαινόμενη επικράτηση της Γερμανίας στην Ευρώπη έπεισε τους Ιάπωνες να εναρμονιστούν με τις εξελίξεις. Η Συνδιάσκεψη του Ογκικούμπο δρομολόγησε την πορεία προς το Τριμερές Σύμφωνο.

Ως υπουργός Εξωτερικών πλέον, ο Yōsuke Matsuoka έσπευσε να συνομολογήσει το παραπάνω Σύμφωνο έπειτα από συνoμιλίες που είχε τον Σεπτέμβριο του 1940 στο Τόκιο με τον Heinrich Stahmer, ειδικό απεσταλμένο του Γερμανού ομολόγου του, Joachim von Ribbentrop. Στο πλαίσιο των συζητήσεων σχημάτισε την εντύπωση πως η Γερμανία ήταν πρόθυμη να επωμιστεί έναν ρόλο έντιμου διαμεσολαβητή μεταξύ Τόκιο και Μόσχας καθώς οι διμερείς σχέσεις με την ΕΣΣΔ εξακολουθούσαν να είναι προβληματικές και να εγείρουν ανησυχία στην Ιαπωνία.

Ορισμένες επισημάνσεις του Stahmer έχουν περισωθεί σε ένα έγγραφο, το οποίο τιτλοφορείται “Θεμελιώδη σημεία του ενημερωτικού διαλόγου μεταξύ Matsuoka και Stahmer, παρουσία του Γερμανού πρέσβη (9 και 10 Σεπτεμβρίου 1940)”.⁶

Μεταξύ άλλων ο Γερμανός απεσταλμένος, ο οποίος αργότερα ο αναβαθμίστηκε σε πρέσβη του Γ΄ Ράιχ στο Τόκιο (1943-1945), απευθύνθηκε προς τον Ιάπωνα υπουργό Εξωτερικών με τα ακόλουθα λόγια:Θεωρώ προτιμότερο να προηγηθεί η υπογραφή ενός Συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία και αμέσως κατόπιν να στρέψουμε την προσοχή μας προς τη Σοβιετική Ένωση. Η Γερμανία είναι διατεθειμένη να λειτουργήσει ως ειλικρινής διαμεσολαβητής ανάμεσα στην Ιαπωνία και την ΕΣΣΔ. Δεν διακρίνει να παρεμβάλλονται ανυπέρβλητα εμπόδια και πιστεύει πως η όλη διαδικασία δύναται να ολοκληρωθεί δίχως μεγάλη δυσκολία. Σε αντίθεση με τα όσα διατυμπανίζει η βρετανική προπαγάνδα, οι διμερείς γερμανο-σοβιετικές σχέσεις είναι καλές, η δε ΕΣΣΔ ανταποκρίνεται σε όλες τις συμβατικές της υποχρεώσεις απέναντί μας προς μεγάλη μας ικανοποίηση”.

 

Οι Yōsuke Matsuoka, Wilhelm Keitel και Heinrich Stahmer στο Βερολίνο, τον Μάρτιο του 1941 (Πηγή:  Bundesarchiv Bild 183-B01910).

Λέγοντας τα παραπάνω, ο Stahmer διαβεβαίωσε τον συνομιλητή του πως αντανακλούσαν τις απόψεις του ιδίου του Ribbentrop προσωπικά. Παίρνοντας τον λόγο, ο Matsuoka διεύρυνε το όλο σκεπτικό προς την κατεύθυνση ενός μεγαλειώδους οράματος: τη συνομολόγηση ενός Τετραμερούς Συμφώνου με τη συμμετοχή σε αυτό και της ΕΣΣΔ. Μια τέτοια εξέλιξη θα ενδυνάμωνε τη θέση της Ιαπωνίας έναντι των ΗΠΑ και θα απομάκρυνε τον κίνδυνο μιας πολεμικής εμπλοκής με αυτές στο Ειρηνικό Ωκεανό, την οποία στο Τόκιο χαρακτήριζαν με δέος ως πραγματικό “Αρμαγεδδώνα”.⁷  Οι βιογράφοι του Matsuoka διαβεβαιώνουν ότι ήδη από τη διάρκεια της δεκαετούς παραμονής του στην Καλιφόρνια και στο Όρεγκον (1893-1902), ο τελευταίος είχε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι πως οι ΗΠΑ είχαν εισέλθει σε τροχιά ανέλιξης σε Μεγάλη Δύναμη. Μοναδικός τρόπος, ούτως ώστε η Ιαπωνία να μπορέσει να αποφύγει την απομόνωση ενισχύοντας συνάμα τη θέση της, ήταν η συνομολόγηση του Τριμερούς Συμφώνου με απώτερη προσχώρηση της ΕΣΣΔ σε αυτό. Προκειμένου να πετύχει τον στόχο του εκμαίευσε από τον Γερμανό πρέσβη, στρατηγό Eugen Ott, την περίφημη δέσμευση περί έντιμης διαμεσολάβησης του Βερολίνου στην όλη υπόθεση. Πράγματι, σε ιδιωτική επιστολή με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1940, ο Ott ανταποκρίθηκε στην προτροπή του Matsuoka ως εξής:Αναφορικά με τις σχέσεις της Ιαπωνίας με τη Σοβιετική Ρωσία, η Γερμανία προτίθεται να προσφέρει ανά πάσα στιγμή τις καλές της υπηρεσίες και να πράξει ό,τι δυνατόν για την προαγωγή ενός κλίματος αμοιβαίας και φιλικής κατανόησης μεταξύ των δυο μερών”.⁸ Η Johanna Menzel Meskill ισχυρίζεται πως ο Stahmer δεν φιλοτιμήθηκε καν να στείλει στον Ribbentrop αντίγραφο της επιστολής.⁹ Εάν κάτι τέτοιο αληθεύει, τότε το όραμα του Matsuoka περί Τετραμερούς Συμφώνου δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια απλή ψευδαίσθηση.

Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και κάτι άλλο. Ο ίδιος ο Ribbentrop οραματιζόταν τη σφυρηλάτηση ενός ηπειρωτικού συνασπισμού, αποτελούμενου από τις τέσσερις προαναφερθείσες χώρες και με προοπτική προσχώρησης της Ισπανίας. Συχνά έκανε λόγο για μια συμμαχία, η οποία θα εκτεινόταν από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Γιοκοχάμα.¹º Ο συνασπισμός αυτός θα στρεφόταν πρωτίστως ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Ribbentrop καλλιεργούσε συστηματικά την ιδέα εδώ και αρκετό καιρό. Σε σημείωμα, το οποίο είχε υποβάλλει στις 2 Ιανουαρίου 1938 στον Hitler, υποστήριζε ήδη τη δημιουργία ενός τριγώνου Βερολίνου-Ρώμης-Τόκιο.¹¹ Στη μελέτη του για τη διπλωματία του Ribbentrop,  o Wolfgang Michalka φτάνει μέχρι σημείου να ισχυριστεί πως το Σύμφωνο Αντι-Κομιτέρν του 1936 ήταν αντικομμουνιστικό τύποις μόνο. Στην ουσία στρεφόταν κατά της Μεγάλης Βρετανίας.¹² Διακαής πόθος του Ribbentrop ήταν η προσέγγιση με τη Μόσχα. Στις οδηγίες του προς τον Γερμανό πρέσβη στη σοβιετική πρωτεύουσα, κόμη Werner von Schulenburg, ο Ribbentrop επανέρχεται στην ιδέα της γερμανικής έντιμης διαμεσολάβησης. Το γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο μη Επιθέσεως του Αυγούστου 1939 ήταν, επομένως, το επιστέγασμα της φιλορωσικής πολιτικής του επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας.¹³

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι ο Hitler αποφάσισε να επιτεθεί κατά της ΕΣΣΔ έπειτα από την ολοκλήρωση των συνομιλιών, τις οποίες είχε στις 12 και 13 Νοεμβρίου 1940 στο Βερολίνο με τον Vyacheslav Molotov, κομισάριο του λαού για τις εξωτερικές υποθέσεις και επικεφαλής της σοβιετικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση, επρόκειτο, τότε, για το ουσιαστικό τέλος του γερμανο-σοβιετικού Συμφώνου μη Επιθέσεως του Αυγούστου 1939. Είναι η άποψη τόσο του George F. Kennan, πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα,¹⁴ όσο και του James F. Byrnes, πρώην υπουργού Εξωτερικών. Ειδικότερα ο Byrnes γράφει σχετικά:Στους ιστορικούς εναπόκειται να εντοπίσουν πότε ακριβώς ο Hitler έλαβε την τελική απόφαση. Η σκέψη τον απασχολούσε από νωρίς. Ωστόσο, μέχρις αποδείξεως του εναντίον, είμαι πεπεισμένος πως η κρίσιμη καμπή ήταν οι συνομιλίες με τον Molotov. Είναι προφανές ότι έπειτα από εκείνη τη μοιραία 13η Νοεμβρίου και μετά, οι διμερείς γερμανο-σοβιετικές σχέσεις ακολούθησαν μια σταδιακή φθίνουσα πορεία.”¹⁵

Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Vyacheslav Molotov στο Βερολίνο και οι συνομιλίες κορυφής με τη γερμανική ηγεσία (12 – 13 Νοεμβρίου 1940).

Στην πρόσκληση του Hitler να προσχωρήσει στο Τριμερές Σύμφωνο, ο Stalin απάντησε με προκλητικό τρόπο. Ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησε να μοιραστούν η Γερμανία με την ΕΣΣΔ τον κόσμο, ύστερα από την επικείμενη κατάρρευση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.¹⁶ Κατά την άποψή του, ο Hitler προέβη σε μια πρόταση αυτού του είδους προκειμένου να τον παρασύρει σε διαπραγματεύσεις γύρω από ευαίσθητα ζητήματα. Με τη σειρά του απάντησε ζητώντας υψηλό αντίτιμο όντας διατεθειμένος πάντως να μετριάσει τους όρους στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη μετατροπή του Τριμερούς Συμφώνου σε Τετραμερές.¹⁷

Τα κυριότερα σημεία της απάντησης του Stalin της 25ης Νοεμβρίου 1940 είχαν ως εξής:

Η σοβιετική κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να εξετάσει ευμενώς το σχέδιο περί συνομολόγησης ενός Τετραμερούς Συμφώνου με αμοιβαίες πολιτικές και οικονομικές δεσμεύσεις, κάτω από τους ακόλουθους όρους:

  • Υπό την προϋπόθεση της άμεσης απόσυρσης των γερμανικών στρατευμάτων από την Φινλανδία εφόσον η τελευταία ανήκε πλέον στη ρωσική σφαίρα επιρροής· η ΕΣΣΔ δεσμευόταν από την πλευρά της να προστατέψει τα εκεί οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας (προμήθεια ξυλείας και νικελίου).
  • Υπό την προϋπόθεση ότι μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες θα διασφαλιζόταν η προστασία της ΕΣΣΔ στα Στενά μέσω της υπογραφής ενός διμερούς Συμφώνου με την Βουλγαρία και της εκχώρησης μιας ναυτικής βάσης στην ευρύτερη περιοχή του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων με καθεστώς μακροχρόνιας μίσθωσης.
  • Υπό την προϋπόθεση αναγνώρισης της ζώνης νοτίως του Μπατούμ και του Μπακού με γενική κατεύθυνση προς τον Περσικό Κόλπο ως ζώνης αποκλειστικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ.
  • Υπό την προϋπόθεση αποποίησης εκ μέρους της Ιαπωνίας κάθε δικαιώματος εκχώρησης στους τομείς του άνθρακα και του πετρελαίου στο βόρειο τμήμα της νήσου Σαχαλίνης.¹⁸

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η σφυρηλάτηση ενός Τετραμερούς Συμφώνου (ή μιας Τετραμερούς Συνεννόησης, κατά τον προσφιλή όρο του Matsuoka) θα ενίσχυε σημαντικά τη θέση της Ιαπωνίας έναντι των ΗΠΑ, πόσο μάλλον εάν η πρωτοβουλία αυτή είχε μακροχρόνια διάρκεια. Η κυβέρνηση της Ουάσινγκτον, ευρισκόμενη προ τετελεσμένων, θα δίσταζε να εμπλακεί σε μια ένοπλη αντιπαράθεση. Από τη δική της πλευρά, η Κίνα, υπό την ηγεσία του στρατηγού Ciang Kai-shek, θα αποδεχόταν μια ειρηνική διευθέτηση της πολεμικής της διαφοράς με την Ιαπωνία. Απόρροια όλων των παραπάνω θα ήταν μια αποκλιμάκωση της έντασης στον τομέα των διμερών αμερικανο-ιαπωνικών σχέσεων. Εξυπακούεται πως η ιδέα περί Τετραμερούς Συνεννόησης φάνταζε ως μακιαβελική για όποιον δεν προσμετρούσε τις ιδεολογικές διαφορές. Ήταν σε θέση, παρά ταύτα, να αποτρέψει τον κίνδυνο ενός πολέμου εναντίον των ΗΠΑ. Άλλωστε, το εναλλακτικό αυτό σχήμα παρέμεινε αξιόπιστο έως τις συνομιλίες Hitler-Molotov (12-13 Νοεμβρίου) και την επίσημη απάντηση του Stalin (25 Νοεμβρίου). Μια απάντηση, η οποία έθεσε την ταφόπλακα στην βραχύβια αυτή ιδέα. Ο Hitler δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να διαπραγματευθεί με την ΕΣΣΔ την απόσυρση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Φινλανδία. Αντίθετα, την ίδια ακριβώς στιγμή αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση. Με την οδηγία της 18ης Δεκεμβρίου 1940, διέταξε την  έναρξη των προετοιμασιών για την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα.

Ο Gerhard L. Weinberg μας εφιστά την προσοχή στο Ημερολόγιο του στρατηγού Franz Halder, αρχηγού του επιτελείου του γερμανικού στρατού. Σύμφωνα με αυτό (καταχώριση της 31ης Ιουλίου 1940), η απόφαση για την εισβολή είχε ληφθεί από τον καγκελάριο του Γ΄ Ράιχ πολύ νωρίτερα. Μάλιστα, την είχε κοινοποιήσει σε συνάντησή του με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία στις 31 Ιουλίου στο Μπερχτεσγκάντεν. Η θεωρία του Weinberg μας δυσκολεύει να κατανοήσουμε τους λόγους της αποστολής, ένα μήνα αργότερα, τον Σεπτέμβριο, του Stahmer στο Τόκιο με τη προτροπή του Ribbentrop προς την Ιαπωνία να προσχωρήσει στον Άξονα Βερολίνου-Ρώμης με προοπτικές περαιτέρω διεύρυνσης χάρη στη συμμετοχή και της  ΕΣΣΔ σε αυτόν.¹⁹

Εάν η θεωρία του Weinberg ευσταθεί, τότε το όραμα του Matsuoka έτσι όπως το περιέγραψε τον Σεπτέμβριο του 1940 για μια Τετραμερή Συνεννόηση αποτελεί αυταπάτη, η οποία ουδέποτε ενεργοποίησε το ενδιαφέρον της Γερμανίας. Εάν, αντίθετα, ισχύουν τα όσα υποστηρίζει ο Byrnes, η ιδέα του Matsuoka αντιστοιχούσε με τη γερμανική αντίληψη περί σχηματισμού ενός Ηπειρωτικού Συνασπισμού, η οποία προωθήθηκε από τον Ribbentrop στο σχέδιο για Τετραμερές Σύμφωνο και  επιδόθηκε στις 13 Νοεμβρίου στον Molotov από τον Hitler προσωπικά.²º Σε περίπτωση δε που ο καγκελάριος του Γ΄ Ράιχ έτρεφε κάποιες αμυδρές ελπίδες, ακόμα και μετά τη σύσκεψη της 31ης  Ιουλίου στο Μπερχτεσγκάντεν, να προσεταιριστεί την ΕΣΣΔ, τότε το όραμα του Matsuoka συγκέντρωνε  πιθανότητες επιτυχίας σε ποσοστό 50%. Όπως προαναφέρθηκε, οι μαξιμαλιστικοί όροι τους οποίους έθεσε ο Stalin στην απάντησή του της 25ης Νοεμβρίου, υπήρξαν εκείνοι που έθεσαν απότομο και αμετάκλητο τέλος στην όλη υπόθεση, στρέφοντας τον Hitler προς την επιλογή της δυναμικής λύσης.

Αποκαλυπτική ως προς όλα αυτά είναι η εκδοχή του Klauss Hildebrand. Υποστηρίζει πως στους κόλπους του Γ΄ Ράιχ υπήρχαν δυο αντικρουόμενες πολιτικές. Η πρώτη από αυτές ήταν αντιβρετανική και φιλορωσική με κύριους εκφραστές τους κύκλους του υπουργείου Εξωτερικών, του Πολεμικού Ναυτικού, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τον Ribbentrop, τον ναύαρχο Erich Raeder και τον Hjalmar Schacht. Επρόκειτο ουσιαστικά για την παραδοσιακή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας ήδη από την εποχή του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Δεύτερη τάση ήταν η αγγλόφιλη και αντισοβιετική πολιτική του ιδίου του Hitler.²¹ Η θεωρία του Hildebrand επιτρέπει να κατανοήσουμε την αδυναμία του Matsuoka να αντιληφθεί τον δισυπόστατο χαρακτήρα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον πρωθυπουργό Fumimaro Konoe και άλλους Ιάπωνες ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, η εξωτερική πολιτική του Γ΄ Ράιχ παράμεινε αινιγματική και μυστηριώδης έως το τέλος του πολέμου.

Βερολίνο, 27 Σεπτεμβρίου 1940: η τελετή υπογραφής του Τριμερούς Συμφώνου. Διακρίνονται οι Saburō Kurusu, πρέσβης της Ιαπωνίας στη Γερμανία, Galeazzo Ciano, υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Adolf Hitler και Joachim von Ribbentrop (όρθιος στο βήμα).

Στο Τόκιο κοινή ήταν η πεποίθηση ότι οι θέσεις του Ribbentrop αντανακλούσαν εκείνες του Hitler, κάτι που κάθε άλλο παρά συνέβαινε στην πραγματικότητα.²² Σύμφωνα με τους Hildebrand και Andreas Hillgruber, ο Γερμανός καγκελάριος ουδέποτε ενστερνίστηκε με ενθουσιασμό το σχήμα ενός Ηπειρωτικού Συνασπισμού που προωθούσε ο Ribbentrop.²³ Στο σημείο ακριβώς αυτό εντοπίζονται οι ρίζες της λανθασμένης εκτίμησης, εκ μέρους των Ιαπώνων, της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο τότε πρέσβης στο Βερολίνο, Hiroshi Oshima, εκμυστηρεύτηκε πολύ αργότερα προς τον γράφοντα τη θλίψη, την οποία του εξέφρασε τον Φεβρουάριο του 1941 ο Ribbentrop, επειδή η οριστική επιλογή του Hitler έκλινε προς την κατεύθυνση της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Σχετικά με όλα αυτά, ο Hildebrand γράφει τα ακόλουθα:

Αν και ο Hitler έδειχνε ολοένα και περισσότερο απορροφημένος από την ιδέα της εισβολής, ο Ribbentrop κατάφερε προς στιγμή να τον κάνει να στραφεί προς τη δική του αντίληψη. Στόχος του ήταν να τερματιστεί νικηφόρα ο πόλεμος το ταχύτερο δυνατό. Ο Hitler, έστω και δίχως ενθουσιασμό, συμφώνησε με την ιδέα του υπουργού του να εξαναγκάσει τη Μεγάλη Βρετανία να καταθέσει τα όπλα μέσω της σφυρηλάτησης ενός Ηπειρωτικού Συνασπισμού εκτεταμένου από τη Μαδρίτη έως τη Μόσχα. Το σχήμα αυτό απασχόλησε εκ νέου τους δυο άνδρες κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1940. Η υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 σηματοδοτεί το αποκορύφωμα της πολιτικής του Ribbentrop…Το σχέδιο περί δημιουργίας ενός Ηπειρωτικού Συνασπισμού θα οδηγούσε, έστω και προσωρινά, στην απομόνωση των ΗΠΑ και στη διατήρηση της ουδετερότητας της Ρωσίας. Θα γονάτιζε τη Βρετανία και θα εξασφάλιζε υπερπόντια εδαφικά κέρδη προς όφελος της Γερμανίας. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως ο Hitler κατέληξε στις δικές του επιλογές επιθυμώντας να προσελκύσει το Λονδίνο σε αυτές. Όμως, η προσέγγιση με την Ιαπωνία, τον συνεταίρο από την Άπω Ανατολή στους κόλπους του Τριμερούς Συμφώνου, δεν γνώρισε εφαρμογή στην πράξη. Άλλο τόσο δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια ευθυγράμμισης των Mussolini, tain και Franco με τους ευσεβείς πόθους του Γερμανού καγκελαρίου. Πάντως, το όραμα του Ribbentrop δεν καρποφόρησε. Ο Φύρερ απέφυγε να αποκλείσει την ιδέα έως το τέλος Οκτωβρίου, οπότε τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της “Ανατολικής πολιτικής”. Η αποτυχία των συνομιλιών με τον Molotov τον Νοέμβριο του 1940 αφήνει να διαφανεί πως έπεισε τον Hitler να επιλέξει τη στρατιωτική λύση σε βάρος της ΕΣΣΔ, μια σκέψη, με την οποία ερωτοτροπούσε εδώ και αρκετό καιρό. Το ίδιο ισχύει σχετικά και με την πεποίθηση ότι η Βρετανία ήταν εφικτό να εξαναγκαστεί σε υποταγή.²⁴

Η απάντηση του Stalin της 25ης Νοεμβρίου 1940 και η έκδοση της σχετικής διαταγής από τον Hitler στις 18 Δεκεμβρίου, διέλυσαν κάθε προοπτική περί σχηματισμού ενός Ηπειρωτικού Συνασπισμού και μαζί με αυτό κάθε ελπίδα αποφυγής, για την Ιαπωνία, ενός πολέμου στον Ειρηνικό. Μη έχοντας την παραμικρή ενημέρωση σχετικά με την τελική επιλογή του καγκελαρίου του Γ΄ Ράιχ, η κυβέρνηση Konoe ανέμενε εις μάτην την υποσχεθείσα έντιμη διαμεσολάβηση της Γερμανίας όσον αφορά τις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ. Όταν ο Matsuoka υπέγραψε με δική του πρωτοβουλία το Σύμφωνο Ουδετερότητας στις 13 Απριλίου 1941 στη Μόσχα, η έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα πλησίαζε επικίνδυνα. Υπάρχουν δε και ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες και ο Stalin προετοιμαζόταν, με τη σειρά του, για μια δυναμική αναμέτρηση με την Γερμανία.²⁵ Εάν αυτό ευσταθεί, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε πως ουδέποτε υπήρξαν πραγματικές προϋποθέσεις, οι οποίες να συνηγορούν υπέρ της συνομολόγησης ενός Τετραμερούς Συμφώνου. Έπειτα από την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στις 22 Ιουνίου 1941 εντός του σοβιετικού

Μόσχα, 13 Απριλίου 1941: Ο Yōsuke Matsuoka υπογράφει το Σύμφωνο Ουδετερότητας με την ΕΣΣΔ. Όρθιοι διακρίνονται οι Joseph Stalin και Vyacheslav Molotov.

εδάφους, οι προοπτικές αποφυγής ενός πολέμου ανάμεσα στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ αποδείχθηκαν ισχνές έως μηδαμινές. Μια από αυτές ήταν η αποφυγή στρατιωτικής παρέμβασης στη γαλλική κτήση της Ινδοκίνας. Ο Matsuoka είχε ταχθεί απροκάλυπτα εναντίον, προφητεύοντας πως μια πρωτοβουλία αυτού του είδους θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε μια αμερικανο-ιαπωνική πολεμική αντιπαράθεση. Αντ΄ αυτού, συνέστησε επίθεση κατά της ΕΣΣΔ, σε συντονισμό με τη σύμμαχο Γερμανία. Δυο Ιάπωνες ιστορικοί, οι Sumio Hatano και Sadao Asada περιγράφουν την κατάσταση ως εξής:

Το μεγάλο εμπόδιο στην περίπτωση ήταν ο Matsuoka. Τις παραμονές της έναρξης των εχθροπραξιών ανάμεσα στην Γερμανία και την ΕΣΣΔ αντέστρεψε τις αρχικές του προτεραιότητες και τάχθηκε κατά μιας προέλασης προς νότο. Αντίθετα, υποστήριξε μια επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ανώτατες ηγεσίες του Στρατού Ξηράς και του Ναυτικού, οι οποίες μέχρι τότε τον θεωρούσαν ως υπέρμαχο της παρέμβασης στην Ινδοκίνα, αδυνατούσαν να κατανοήσουν αυτή τη μεταστροφή. Αργότερα, μετά το πέρας του πολέμου, ο Matsuoka κατέθεσε πως είχε αντιταχθεί στη ιδέα μιας προέλασης προς νότο επειδή φοβόταν ότι θα οδηγούσε σε πόλεμο με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Αυτή η εξήγηση μένει να επιβεβαιωθεί. Είναι προφανές πως έτρεφε επίσης μεγάλη εκτίμηση στο Τριμερές Σύμφωνο, στη σύναψη του οποίου είχε ο ίδιος διαδραματίσει σημαντικό ρόλο…Η γερμανική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ στις 22 Ιουνίου θρυμμάτισε το μεγάλο όραμα του Matsuoka περί Τετραμερούς Συμφώνου και έριξε τους Ρώσους στις αγκάλες των Βρετανών και των Αμερικανών. Ωστόσο, η παραπάνω εξέλιξη δεν οδήγησε σε μονομερή καταγγελία του Τριμερούς Συμφώνου εκ μέρους της Ιαπωνίας. Το αντίθετο μάλιστα: η ιαπωνική ηγεσία συνέχισε να το υποστηρίζει. Προέβλεψε κατά κράτος επικράτηση της Γερμανίας στον πόλεμο εναντίον της ΕΣΣΔ, γεγονός, το οποίο θα απάλλασσε την Ιαπωνία από τον σοβιετικό κίνδυνο, επιτρέποντάς της, συνάμα, να καταφέρει απρόσκοπτα ένα αποφασιστικό κτύπημα προς νότο. Έκτοτε, η στρατιωτική ηγεσία της χώρας υιοθέτησε ένα νέο σχέδιο: ιαπωνικά στρατεύματα θα στάθμευαν στην Ινδοκίνα. Ταυτόχρονα, θα προετοιμαζόταν επίθεση προς βορρά (εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης), στο ποσοστό που οι συνθήκες για κάτι τέτοιο θα ήταν “ιδιαίτερα ευνοϊκές”. Το Ναυτικό εξέφραζε αντιρρήσεις, μη επιθυμώντας μια ένοπλη σύγκρουση με την ΕΣΣΔ. Τελικά, αναγκάστηκε να ευθυγραμμιστεί έπειτα από την διαβεβαίωση πως η πολεμική προετοιμασία ενάντια στη Βρετανία και τις ΗΠΑ δεν επρόκειτο να επηρεαστεί. Αυτός υπήρξε ο συμβιβασμός, στον οποίο κατέληξε το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο της 2ας Ιουλίου 1941. Την επομένη, διατάχθηκε επιστράτευση. Στρατός και Ναυτικό προετοιμάστηκαν για ειρηνική ή ένοπλη προέλαση, ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι, στις 28 Ιουλίου, 40.000 άνδρες  εισήλθαν “ειρηνικά” στο νότο της Ινδοκίνας.²⁶

Η προέλαση του ιαπωνικού στρατού στη νότια Ινδοκίνα.

Οι ΗΠΑ απάντησαν στην ιαπωνική κατοχή της Ινδοκίνας με την επιβολή πλήρους πετρελαϊκού εμπάργκο που με τη σειρά της οδήγησε τις δυο χώρες σε πόλεμο. Ύστατη ευκαιρία αποτροπής του τελευταίου θα μπορούσε να ήταν, ενδεχομένως, μια συνάντηση κορυφής ανάμεσα στον πρωθυπουργό Konoe και τον πρόεδρο Franklin D. Roosevelt.²⁷ Οι Hatano και Asada συνεχίζουν επ’ αυτού: Η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια του Konoe συνίστατο σε μια συνάντηση κορυφής με τον Roosevelt. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός ήταν διατεθειμένος να προβεί σε δραστικές παραχωρήσεις, παραβλέποντας τις προτεραιότητες της στρατιωτικής και ναυτικής ηγεσίας. Σκόπευε να αποσπάσει μια ειρηνική διευθέτηση των εκκρεμών υποθέσεων και με τη συνδρομή του Αυτοκράτορα να διατάξει κατόπιν τον υπουργό Στρατιωτικών Tojo να αποφύγει κάθε πρωτοβουλία ικανή να οδηγήσει σε πόλεμο. Στις αρχές Οκτωβρίου η πρόταση περί συνάντησης κορυφής απορρίφτηκε από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Cordell Hull, ο οποίος έθεσε ως προϋπόθεση την επίτευξη μιας προκαταρκτικής συμφωνίας επάνω σε βασικές αρχές. Οι Ιάπωνες ιστορικοί επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια να εκτιμήσουν κατά πόσο μια αποδοχή της πρότασης Konoe ήταν δυνατό να οδηγήσει σε αποφυγή πολέμου. Υπάρχει η άποψη πως εάν οι Konoe και Roosevelt κατέληγαν σε κάποιο είδος modus vivendi κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, οι ίδιες οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες θα καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Pearl Harbor.²⁸

Τέλος, ως μια ανεπαίσθητη ευκαιρία αναχαίτισης του πολέμου θα μπορούσε να εκληφθεί και η στιγμή της επιλογής, εκ μέρους του αυτοκράτορα, του διαδόχου του Konoe στον πρωθυπουργικό θώκο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, ο πανίσχυρος υπουργός Σφραγιδοφύλακας Koichi Kido τάχθηκε υπέρ της επιλογής του στρατηγού Hideki Tojo με την ελπίδα πως ο τελευταίος θα συγκρατούσε τις πολεμοχαρείς τάσεις των αξιωματικών και θα απέφευγε μια πολεμική αναμέτρηση με τις ΗΠΑ. Στις 18 Οκτωβρίου 1941 ο Tojo διορίστηκε πρωθυπουργός. Το αυτοκρατορικό διάταγμα διορισμού συνοδευόταν από ένα προσωπικό μήνυμα του αυτοκράτορα, σύμφωνα με το οποίο καλείτο να επανεξετάσει την απόφαση της Αυτοκρατορικής Σύσκεψης της 2ας Ιουλίου περί πολεμικής προπαρασκευής και να προσπαθήσει να αποφύγει τον πόλεμο. Έως τότε, ο Tojo δήλωνε οπαδός της εξάντλησης κάθε διπλωματικού περιθωρίου με τις ΗΠΑ πριν από την προσφυγή στα όπλα. Ήταν επίσης αντίθετος στην ιδέα της απόσυρσης των ιαπωνικών στρατευμάτων από την Κίνα. Ο Kido ήλπιζε ότι ο νέος πρωθυπουργός θα παρέμενε συνεπής στις απόψεις του και πως θα συμμορφωνόταν με το περιεχόμενο του αυτοκρατορικού μηνύματος. Δεν χρειάστηκε να συμπληρωθούν δυο, μόλις, μήνες έως ότου οι προσδοκίες του Kido διαψευστούν παταγωδώς. Η ιαπωνική επίθεση κατά του Pearl Harbor εκδηλώθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1941 [ώρα Ιαπωνίας].

Koichi Kido.
Ναύαρχος Koshiro Oikawa.

                                                                                                

 

 

 

 

 

7 Δεκεμβρίου 1941: η ιαπωνική επίθεση κατά του Pearl Harbor.

Ο υπολογισμός του Kido αποδείχθηκε πέρα ως πέρα εξωπραγματικός. Σε περίπτωση σύρραξης με τις ΗΠΑ, επόμενο ήταν ότι το μεγαλύτερο βάρος αναλογούσε στο Ναυτικό. Εκείνο προοριζόταν να διεξαγάγει τις αποφασιστικές μάχες. Υπό αυτές τις συνθήκες φάνταζε προτιμότερο να είχε επιλεγεί για τη θέση του πρωθυπουργού ένα άτομο προερχόμενο από τις τάξεις του Ναυτικού. Ο ναύαρχος Koshiro Oikawa, υπουργός Ναυτικών της απελθούσας κυβέρνησης Konoe, ήταν εξίσου καλά ενημερωμένος για την όλη κατάσταση χάρη στο αξίωμα, το οποίο κατείχε.²⁹ Επιπρόσθετα, ο Oikawa ήταν πολέμιος μιας δυναμικής αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Ο συλλογισμός του Kido στηριζόταν στην πεποίθηση πως ο Tojo θα παρέμενε νομοταγής στις υποδείξεις του αυτοκράτορα. Παράλληλα, ήταν ένας τρόπος να κτυπηθεί το κακό με το κακό. Αντ’αυτού, στις 18 Οκτωβρίου ο Tojo επέβαλε ένα αμιγώς δικτατορικό καθεστώς. Στην υποθετική περίπτωση επιλογής του Oikawa, ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί το μοιραίο ακόμη και εξαιτίας του αναποφάσιστου χαρακτήρα του ναυάρχου, διαμετρικά αντίθετου με εκείνον του Tojo. Όπως και να έχει το ζήτημα, η προτίμηση του Kido στράφηκε προς το πρόσωπο του Tojo και με τον τρόπο αυτό εξανεμίστηκε κάθε υπόνοια ελπίδας αποφυγής του πολέμου.³º

The Road to War – Japan


 

Ο Masaki Miyake είναι Ομότιμος Καθηγητής Ιαπωνικής Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Meiji του Τόκιο

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

Το παρόν άρθρο, με τίτλο “Possibilities for Avoiding War on Japan’s Road to Pearl Harbor» δημοσιεύτηκε στον τόμο L’ année ’41. La mondialisation du conflit, Conférence Internationale, C.R.H.Q Université de Caen – Mémorial de Caen “Un musée pour la paix”, Caen, Éditions du Lys, 1992, σ. 185-193.

¹  Carl Schmitt, Politische Romantik, β΄ έκδοση, Μόναχο, 1932, σ. 102.

² Masaki Miyake, “Kita Ikki’s Political Ideas and the February Mutiny of 1936”, International Studies, 1987/II.

³ Gilbert Ziebura, World Economy and World Politics 1924-1931. From Reconstruction to Collapse, μτφ. από τα γερμανικά Bruce Little, Οξφόρδη / Νέα Υόρκη / Μόναχο, 1990, σ. 161.

⁴ Σχετικά με τη Συνδιάσκεψη του Ογκικούμπο βλ. James W. Morley (επιμ.), Deterrent Diplomacy. Japan, Germany and the USSR, 1935-1940, New York, 1976, σ. 216-219 και Gerhard Krebs, Japans Deutschlandpolitik 1935-1941. Eine Studie zur Vorgeschichte des Pazifischen Krieges, τόμος Α΄, Αμβούργο, 1984, σ. 438-440.

⁵ Το θέμα αναλύεται διεξοδικά στο Morley (επιμ.), οπ.π., κεφ. Α΄ και Krebs, οπ.π., κεφ. Β’ και Γ΄. Βλ. επίσης Theo Sommer, Deutschland und Japan zwischen den Mächten 1935-1940 Tübingen,1962, κεφ. Γ΄ και Bernd Martin, “Die deutsch-japanischen Beziechungen während des Dritten Reiches” στο Manfred Funke (επιμ.), Deutschland und die Mächte, Ντύσσελντορφ, 1976.

International Military Tribunal for the Far East, τεκμήριο αρ. 549. Βλ. επίσης Ernst L. Presseisen, Germany and Japan. A Study in Totalitarian Diplomacy 1933-1941, Χάγη, 1958, σ. 260.

⁷ Masaki Miyake, “Die Achse Berlin-Rom-Tokyo im Spiegel der Japanischen Quellen”, Mitteilungen des Österreichischen Staatsarchivs, αρ. 21, 1968 (Βιέννη, 1969), του ίδιου, Nichi-doku-i sangoku domei no kenkyu (A Study on the Tripartite Alliance Berlin-Rome-Tokyo), Tokyo, 1975 (στα ιαπωνικά με περίληψη στην αγγλική γλώσσα).

⁸ Kimitada Miwa, Matsuoka Yōsuke. Sono ningen to gaiko (Yōsuke Matsuoka. His Personality and Diplomacy), Tokyo, 1971, σ. 36.

⁹  Johanna Menzel Meskill, “Der geheime deutsch-japanische Notenaustausch zum Dreimächtepakt. Documentation”, Vierteljahrshefte für Zeitgeschichte, 1957,2 και της ιδίας, Hitler and Japan. The Hollow Alliance, Νέα Υόρκη, 1966, σ. 20.

¹º Wolfgang Michalka, Ribbentrop und die deutsche Weltpolitik 1933-1940. Aussenpolitische Konzeptionen und Entscheindungsprozesse im Dritten Reich, Μόναχο, 1980, σ. 255.

¹¹ Akten zur Deutschen Auswärtigen Politik 1918-1945 (στο εξής ADAP), σειρά Δ΄, τόμος 1, έγγραφο αρ.93.

¹² Michalka, οπ.π., σ. 138.

¹³ ADAP, σειρά Δ΄, τόμος 6, έγγραφο αρ. 441.

¹⁴ George F. Kennan, Russia and the West under Lenin and Stalin, Βοστώνη, 1960, κεφ. 22.

¹⁵ James F. Byrnes, Speaking Family, Νέα Υόρκη, 1947, σ. 289.

¹⁶ ADAP, σειρά Δ΄, τόμος 11/1, έγγραφο αρ.325 και τόμος 11/2, έγγραφο αρ. 404.

¹⁷ Andreas Hillgruber, Hitlers Strategie. Politik und Kriegführung 1940-1941, Φρανκφούρτη, 1965, σ. 305-309.

¹⁸ Raymond J. Sontag – James S. Beddie (επιμ.), Nazi-Soviet Relations 1939-1941. Documents from the Archives of the German Foreign Office, Westpoint, 1976, σ. 258-259.

¹⁹ Gerhard L. Weinberg, “Hitlers Entschluss zum Angriff auf Russland”, Vierteljahrshefte für Zeitgeschichte, 1953, 4. Weinberg, Germany and the Soviet Union, β΄ έκδοση, Λάιντεν, 1972. Franz Halder, Kriegstagebuch, τόμος 2, Στουτγάρδη, 1963, σ. 49. Philipp W. Fabry, Der Hitler-Stalin Pakt 1939-1941. Ein Beitrag zur Methode Sowjetischer Aussenpolitik, Ντάρμσταντ, 1962, σ. 498 σημ. 272.

²º R. Sontag – J. Beddie, οπ.π., σ. 255-258. Το γερμανικό πρωτότυπο του σχεδίου περιλαμβάνεται στο ADAP, σειρά Δ΄, τόμος 11/1, έγγραφο αρ. 309.

²¹ Klaus Hildebrand, The Foreign Policy of the Third Reich, Translated by Anthony Fothergill, Λονδίνο, 1973, εισαγωγή.

²² Ibid., κεφ. 4.

²³ Hillgruber, Hitlers Strategie..., σ. 238-242.

²⁴ Hildebrand, The Foreign Policy…, σ. 102-103.

²⁵ Viktor Suvorov, Der Eisbrecher: Hitler in Stalin’s Kalkül, Στουτγάρδη, 1989.

²⁶ Sumio Hatano – Sadao Asada, “The Japanese Decision to Move South (1939-1941)” στο Robert Boyce και Esmonde M. Robertson (επιμ.), Paths to War. New Essays on the Origins of the Second World War, Λονδίνο, 1989, σ. 398-399.

²⁷ Chihiro Hosoya, “Taiheiyo senso wa sakeraretaka?” Rekishi to Jinbutsu, Τόκιο, Ιούλιος 1973, σ. 30-47.

²⁸ Hatano και Asada, οπ.π., σ. 401-402.

²⁹ Yoshitake Oka, Konoe Fumimaro. A Political Biography, Translated by Shumpei Okamoto and Patricia Murray, Τόκιο, 1983, σ. 158.

³º Kido Koichi kankei bunsho, Τόκιο, 1966, σ. 35-35. Hearings before the Joint Committee on the Investigation of the Pearl Harbor Attack, Congress of the United States, Seventy-Ninth Congress, Washington D.C. 1946, Part 20, Joint Committee Exhibits Nos. 173 – 179. Masaki Miyake, “Theories of Civil-Military Relations as related to Japan and a Comparison with Germany’s Case”, Sekei Ronso, τόμος 59, σ. 1-2, Τόκιο, Αύγουστος 1990.

Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος