Αιμίλιος Μαυρουδής
Μακεδόνες γιατροί κατά την αρχαιότητα
Στο άρθρο μου αυτό θα κάνω λόγο, αναγκαστικά με μεγάλη συντομία, για τους γιατρούς εκείνους, οι οποίοι είτε χαρακτηρίζονται στις πηγές με το γενικό προσωνύμιο Μακεδών, όπως π.χ. ο Θεόδωρος ο Μακεδών και ο Λύκος ο Μακεδών, η με το εθνωνύμιο της αρχαίας μακεδονικής πόλεως από την οποία κατάγονταν, όπως π.χ. ο Μητρόδωρος ο Αμφιπολίτης και ο Νικόμαχος ο Σταγειρίτης, είτε μαρτυρείται ρητά η ιδιαίτερη πατρίδα τους, όπως π.χ. συμβαίνει στην περίπτωση του γιατρού Άπτου από την Ηράκλεια Σιντική η του Τιμοκλείδη από τη Θάσο. Ακόμη συμπεριλαμβάνονται και όσοι γιατροί μας είναι γνωστοί από επιγραφές, βασικά επιτύμβιες, που βρέθηκαν στον μακεδονικό χώρο, και για τους οποίους δεν διασώζεται παρά μόνο το όνομα και η μνεία του επαγγέλματός τους, δηλαδή χωρίς να υπάρχει μαρτυρία για τον τόπο της καταγωγής τους, όπως συμβαίνει π.χ. για τον γιατρό Θεόδωρο (Κάτω Κλεινές) η τον πρεσβύτερο και γιατρό Παύλο (Φίλιπποι). Οι εν λόγω γιατροί δεν αποκλείεται να ήταν Μακεδόνες, σε κάθε περίπτωση όμως προφανώς έζησαν και εργάσθηκαν στις πόλεις η στην περιοχή, όπου ανακαλύφθηκε ο τάφος τους· συνεπώς νομιμοποιούμαστε να τους εξετάσουμε μαζί με τους υπόλοιπους, που μαρτυρούνται ρητά ως Μακεδόνες, και μάλιστα εφ’ όσον κανένα στοιχείο η ένδειξη δεν αντιστρατεύεται τη συνεξέταση αυτή. Τέλος ο κατάλογος συμπληρώνεται και από γιατρούς, γνωστούς από γραμματειακές πηγές, η μακεδονική καταγωγή των οποίων εικάζεται από διάφορες ενδείξεις, όπως συμβαίνει π.χ. στις περιπτώσεις του Αλεξίππου, του Αρχιγένη και του Γλαυκία.
Οι γιατροί που καταγράφονται καλύπτουν χρονικά την περίοδο από τον 5ο αι. π.Χ. με πρώτον τον Νικόμαχο, πατέρα του Αριστοτέλη (δεν υπολογίζω τον Νικόμαχο Μαχάονος που, αν όντως είναι υπαρκτό πρόσωπο, πρέπει να θεωρηθεί πολύ αρχαιότερος), και τελευταίο χρονικά με βεβαιότητα τον Παύλο, πρεσβύτερο και γιατρό στους Φιλίππους (4ος/5ος αι. μ.Χ.) και ίσως ακόμη νεότερο τον Ουέλμο Τρύφωνος από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έζησε πιθανόν μεταξύ του 4ου και του 12ου αι. μ.Χ.
Από τους γιατρούς αυτούς κάποιοι άσκησαν την Ιατρική στην Αυλή βασιλέων, όπως ο Αριστογένης ο Θάσιος, προσωπικός γιατρός του Αντιγόνου Γονατά, ο Νικόμαχος ο Σταγειρίτης, φίλος και γιατρός του Αμύντα Γ΄, και ενδεχομένως ο Αμύντας που έζησε στην Αυλή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλαδέλφου· άλλοι μαρτυρούνται ως γιατροί που παρείχαν τις υπηρεσίες τους στον στρατό, όπως ο Γλαυκίας και ο Καλλισθένης, που συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, ο Καλλιγένης, που κατά τον Λίβιο προφανώς ακολουθούσε τις μετακινήσεις του στρατού του Φιλίππου Ε΄, και ο Μητρόδωρος που θεράπευσε τον Αντίοχο Α΄, όταν αυτός τραυματίσθηκε σε κάποια μάχη. Επίσης μεταξύ των στρατιωτικών γιατρών πρέπει να συγκαταριθμηθεί και ο πιθανότατα μακεδονικής καταγωγής Αρχιγένης, ο οποίος, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, διετέλεσε γιατρός του ρωμαικού στρατού. Στην υπηρεσία μακεδονικών πόλεων ήταν ο Αυρήλιος Ισίδωρος, αρχίατρος στη Θεσσαλονίκη, και πιθανόν ο Κ. Βελλήιος Πλάτων και ο Mόφιος Ευήμερος, γιατροί της πόλεως των Φιλίππων, ενώ ως αρχίατρος στην Αντιόχεια της Πισιδίας μαρτυρείται ο Γάιος Καλπούρνιος Κολλήγας Μακεδών. Ως περιοδευτής άσκησε την τέχνη του ο Αντίοχος (Θάσιος;) και πιθανόν ο Μηνόφαντος Αρτεμιδώρου και ο Ανώνυμος (Θάσιος;). Για τους λοιπούς γιατρούς, για τους οποίους θα γίνει λόγος, δεν είναι γνωστή καμιά μαρτυρία για το επαγγελματικό καθεστώς τους, πιθανότατα όμως άσκησαν την Ιατρική ως ιδιώτες είτε μόνιμα εγκατεστημένοι σε κάποια πόλη είτε περιοδεύοντας σε διάφορες, χωρίς κάποια υπηρεσιακή εξάρτηση από αυτές.

Ακόμη, όπως ήταν αρκετά σύνηθες κατά την Ελληνιστική και αργότερα κατά την Αυτοκρατορική εποχή, οι γιατροί που υπηρετούσαν στις Αυλές των βασιλέων αναμιγνύονταν και σε ζητήματα σχετιζόμενα μάλλον με την πολιτική παρά με την επιστήμη τους. Έτσι μαρτυρείται ότι, από τους γιατρούς που καταγράφονται στο κεφάλαιο αυτό, ο Αμύντας έλαβε μέρος στη συνωμοσία της Αρσινόης κατά του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, ο Καλλιγένης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαδοχή του Φιλίππου Ε΄ από τον Περσέα και ο Μητρόδωρος από την Αμφίπολη αξιοποίησε την παρουσία του στην Αυλή των Σελευκιδών επί Αντιόχου Α΄ και Σελεύκου για να προωθεί υποθέσεις της πόλεως του Ιλίου.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι δύο Μακεδόνες γιατροί, ο Μηνόφαντος και ο Μητρόδωρος, για τους οποίους γίνεται λόγος παρακάτω, τιμήθηκαν με ισάριθμα ψηφίσματα για την ιατρική προσφορά τους.
Ι. Θάσος
Το όνομα του αρχαιότερου (4ος αι. π.Χ.) γνωστού γιατρού από τη Θάσο δεν διασώζεται (Ανώνυμος). Σε «τμήμα ενεπίγραφης βάσης επιτύμβιας στήλης» που βρέθηκε στην Πέλλα και χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. σώζεται μέρος μιάς κατεστραμμένης επιγραφής. Αν η συμπλήρωση της αρχής του μοναδικού σωζόμενου στίχου είναι ορθή ([— Θ]άσιον, λαοῖς ἰατρόν), τότε πρόκειται για μνημείο περιοδευτή γιατρού που καταγόταν από τη Θάσο και πέθανε στην Πέλλα.
Ο επόμενος χρονικά είναι ο Αριστογένης ο Θάσιος (3ος αι. π.Χ.), προσωπικός γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά (βασ. 276-239 π.Χ.), όπως προκύπτει από τη φράση ἰάτρευσεν Ἀντιγόνῳ τῷ ἐπικληθέντι Γονατᾷ τῆς Σούδας. Τα ενδιαφέροντα του Αριστογένη, ο οποίος ήταν οπαδός της Κνιδιακής σχολής, αφορούσαν την Ανατομική, τη Φυσιολογία, τη Φαρμακολογία, τη Διαιτητική, την Υγιεινή και ενδεχομένως και άλλους τομείς της Ιατρικής· κατά τη Σούδα: «Ο Αριστογένης από τη Θάσο, γιατρός, έγραψε είκοσι τέσσερα έργα, από τα οποία σημαντικότερα θεωρήθηκαν τα ακόλουθα: Περί διαίτης ένα βιβλίο, Περί φαρμάκων ένα βιβλίο, Περί των ζώων που δαγκώνουν ένα βιβλίο, Περί σπέρματος ένα βιβλίο, Υγιεινόν ένα βιβλίο, Επιστολικές πραγματείες, Επιτομή μαγικών θεραπευτικών μέσων προς τον Αντίγονο».
Σε επιγραφή των ελληνιστικών χρόνων που βρέθηκε στη Θάσο το 1962 και της οποίας δημοσιεύθηκε μόνο μετάφραση στα Γαλλικά (το ελληνικό κείμενο, απ’ όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, παραμένει ανέκδοτο), μνημονεύεται ο Θάσιος γιατρός Τιμοκλείδης Διφίλου· πρόκειται για μύστη του Διονύσου, ο οποίος αφιέρωσε στον θεό έναν ναό. Δυστυχώς από την επιγραφή δεν προκύπτει καμιά πληροφορία σχετική με την ιατρική δράση του Τιμοκλείδη.
Η μοναδική μνεία του Αθρυίτου (όχι Αθρυίλατου) του Θασίου εντοπίζεται στον Πλούταρχο, του οποίου ήταν φίλος· αυτή ακριβώς η μνεία του Πλουτάρχου αποτελεί και το τεκμήριο για τη χρονολόγηση του γιατρού αυτού στον 2ο αι. μ.Χ. Ο Βοιωτός λόγιος στο έργο του Συμποσιακά παρουσιάζει τον Αθρύιτο να παρεμβαίνει στη συζήτηση και να εκθέτει την άποψη κάποιων, σύμφωνα με την οποία τα σώματα των γυναικών είναι θερμότερα από ο,τι των ανδρών, και ακολούθως μια δεύτερη άποψη πάλι κάποιων άλλων που υποστήριζαν ότι το κρασί δεν είναι θερμό αλλά ψυχρό.
Σε επιτύμβια επιγραφή της Θάσου, η οποία χρονολογείται στον 2ο/3ο αι. μ.Χ., μνημονεύεται ο γιατρός Αντίοχος. Παρ’ όλο που στο κείμενο δεν κατονομάζεται ρητά ως γιατρός, η ιδιότητά του αυτή προκύπτει αναμφίβολα τόσο από τον χαρακτηρισμό του ως σωτήρος όσο και από τους στίχους του επιγράμματος, στους οποίους ο ίδιος κάνει έμμεσα λόγο για το επάγγελμά του (οὕνεκα καὶ νούσων | στυγερῶν πολλοὺς ἐσά|ωσα). Μάλιστα από το επίγραμμα προκύπτει και μία επί πλέον πληροφορία, ότι ο Αντίοχος ήταν περιοδευτής, γιατρός δηλαδή που ασκούσε την Ιατρική, περιερχόμενος διάφορους τόπους (ὃς πολλῶν ἀνδρῶν εἶ|δον ἄστεα καὶ νόον ἔγ|ν<ω>ν). Πέθανε σε άλλο μέρος (ἄλλῃ φαρμαχθείς), αλλά μεταφέρθηκε και τάφηκε στη Θάσο (Θασίων δέ με δέξατο γέα), όπου κατοικούσε η οικογένειά του (ο πατέρας και η μητέρα του, η σύζυγος και ο γιός του).

ΙΙ. Φίλιπποι
Ο Γ. Βελλήιος Πλάτων (C. Velleius Plato, ; αι.) ήταν γιός του Γαίου και καταγόταν από τη Βολτινία φυλή. Έζησε στους Φιλίππους, όπου και πέθανε όπως πληροφορούμαστε από σχετική επιτύμβια επιγραφή.
Ο Κόιντος Μόφιος Ευήμερος (Q. Mofius Euhemerus, 1ος η 2ος αι. μ.Χ.), πιθανότατα δημόσιος γιατρός των Φιλίππων, μαρτυρείται σε λατινική επιγραφή της πόλεως αυτής. Ο Μόφιος Ευήμερος αφιερώνει στη θεά Ίσιδα, ύστερα από διαταγή της, έναν βωμό και τέσσερα έδρανα για τη σωτηρία της αποικίας των Φιλίππων.
Σε πλάκα από λευκό μάρμαρο, σπασμένη σε έξι τεμάχια, η οποία βρέθηκε στους Φιλίππους, υπάρχει η ακόλουθη επιτύμβια επιγραφή (4ος/5ος αι. μ.Χ.) κάποιου Παύλου, πρεσβυτέρου και γιατρού της πόλεως: «Κοιμητήριο τοῦ Παύλου, πρεσβυτέρου καὶ γιατροῦ τῶν κατοίκων τῶν Φιλίππων. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ποὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος μᾶς ἔφερες στὴ ζωή, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως μὴ θυμηθεῖς τὶς ἁμαρτίες μου· ἐλέησέ με».
ΙΙΙ. Αμφίπολη
Ο γιατρός Μητρόδωρος Τιμοκλέους Αμφιπολίτης (3ος αι. π.Χ.), όταν σε κάποια μάχη τραυματίσθηκε στον τράχηλο ο βασιλιάς Αντίοχος Α΄ της Συρίας (281-261 π.Χ.), τον θεράπευσε χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του (ακινδύνως). Από αυτό μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι ο εν λόγω γιατρός υπηρετούσε στον στρατό του βασιλιά, όταν συνέβη ο τραυματισμός του, ενώ η μνεία των υπηρεσιών του και προς τον Σέλευκο καθιστά σαφές ότι ο Μηνόδωρος πρέπει να θεωρηθεί γενικά γιατρός της Αυλής των δύο παραπάνω ηγεμόνων. Εξ αιτίας της επιτυχούς θεραπείας του Αντιόχου αλλά και της φροντίδας του προς την πόλη του Ιλίου (καὶ εὐνοίας τῆς εἰς … τὸν δῆμον) η βουλή και ο δήμος του Ιλίου αποφάσισαν να τιμήσουν τον Μητρόδωρο και εξέδωσαν ψήφισμα (περ. 275-269; π.Χ.), που αποτελεί και τη μοναδική μαρτυρία για τον γιατρό αυτόν.
Στην Αμφίπολη, «έξω από μία γωνία του τείχους της ανατολικής πλευράς», βρέθηκε ένας συλημένος τάφος ρωμαικής εποχής. Όπως πληροφορούμαστε από επιγραφή του υπερθύρου, η οποία χρονολογείται το 74 μ.Χ., εδώ ήταν θαμμένος ο γιατρός Σέξτος Ιούλιος Χαρίτων.
Ένας άλλος τάφος, πάλι στην Αμφίπολη, με βάση τα νομίσματα που βρέθηκαν σε αυτόν χρονολογείται τον 2ο αι. μ.Χ., ενώ τα λοιπά αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι πρέπει να ανήκε σε γιατρό (Ανώνυμος). Συγκεκριμένα στον τάφο βρέθηκε «ένα χάλκινο διπλό ιατρικό εργαλείο με τη θήκη του —υπάλειπτρον — κυαθυσκομήλη». Ωστόσο δεν εντοπίσθηκε επιτύμβια επιγραφή, και έτσι το όνομα του γιατρού δεν μας είναι γνωστό.

IV. Μένδη Χαλκιδικής
Ο γιατρός Πολύκριτος ο Μενδαίος (5ος/4ος αι. π.Χ.) καταγόταν από τη Μένδη της Πελλήνης (Χαλκιδική) και, κατά τη μοναδική μαρτυρία του Πλουτάρχου, υπηρέτησε ως γιατρός στην Αυλή του Αρταξέρξη Β΄ του Μνήμονα (405-358 π.Χ.). Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Πολύκριτος βρέθηκε στην Περσία μας είναι άγνωστες. Κατά τον R. Fuchs, «για τον Πολύκριτο από τη Μένδη μπορούμε να πούμε μόνο ότι ασκούσε την Ιατρική ως αιχμάλωτος στην περσική Αυλή κατά το ίδιο διάστημα με τον Κτησία». Όταν ο Κόνων από την Κύπρο, όπου διέμενε ύστερα από τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς, έστειλε το 399/398 π.Χ. επιστολή προς τον Πέρση βασιλιά, έδωσε εντολή στον κομιστή της να την παραδώσει είτε μέσω του Ζήνωνα από την Κρήτη είτε μέσω του γιατρού Πολυκρίτου από τη Μένδη· αν και οι δύο αυτοί απουσίαζαν, τότε ο κομιστής έπρεπε να την παραδώσει στον επίσης γιατρό Κτησία τον Κνίδιο.
V. Όλυνθος
Ο Καλλισθένης καταγόταν από την Όλυνθο της Χαλκιδικής (γεννήθηκε περί το 370 π.Χ.) και ήταν γιός του Δημοτίμου και της Αριμνήστης, αδελφής του Αριστοτέλη. Υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη μαζί με τον Αλέξανδρο τον οποίο ακολούθησε στην εκστρατεία του στην Ασία. Πέθανε με βίαιο θάνατο το 327 π.Χ., επειδή χλεύασε τον Αλέξανδρο, εκφράζοντας την αντίθεσή του στο θέμα της προσκυνήσεως, και ακολούθως κατηγορήθηκε για συνωμοσία. Ο Καλλισθένης πιστεύεται ότι υπήρξε συγγραφέας ενός ανατομικού συγγράμματος, το οποίο δυστυχώς δεν έχει διασωθεί. ειδικότερα στο έργο αυτό πραγματευόταν, προφανώς μεταξύ άλλων, και την ανατομία του οφθαλμού. Εικάζεται ότι συνέγραψε και βοτανολογικό σύγγραμμα, πιθανότατα όμως πρόκειται για σύγχυση με τις σχετικές ενότητες του έργου Αλεξάνδρου πράξεις, στο οποίο ο Ολύνθιος λόγιος δεν περιορίσθηκε στην εξιστόρηση των κατορθωμάτων του Αλεξάνδρου, αλλά στις πολλές παρεκβάσεις που έκανε κατέγραψε πληροφορίες για τη Γεωγραφία, τη Ζωολογία, τη Βοτανική κτλ. των περιοχών που κατέκτησε ο Μακεδόνας στρατηλάτης.
VI. Στάγειρα
Κατά τη Σούδα, υπήρξε κάποιος γιατρός, συνονόματος του πατέρα του Αριστοτέλη (Nικόμαχος Μαχάονος ο Σταγειρίτης)· αυτός ο προγενέστερος Νικόμαχος ήταν γιός του Μαχάονα, γιού του Ασκληπιού (Μαχάονος του Ασκληπιού υιός), και επίσης Σταγειρίτης. Απόγονος αυτού του γιατρού ήταν ο πατέρας του Αριστοτέλη. Δυστυχώς γι’ αυτόν τον πρώτο Νικόμαχο δεν είναι γνωστή καμιά άλλη πληροφορία. αν όμως πράγματι ήταν γιός του Μαχάονα (ο οποίος έζησε την εποχή των Τρωικών), τότε πρόκειται για κάποιον απώτατο πρόγονο του Νικομάχου, πατέρα του Αριστοτέλη. Πρέπει πάντως να δεχθούμε ότι αυτή η σύνδεση του γένους του Νικομάχου με τον Μαχάονα πιθανότατα είναι επινοημένη, με σκοπό να αναδειχθεί τόσο η αρχαιότητα του γένους όσο και η σχέση με τον αρχηγέτη και θεό της Ιατρικής, εν προκειμένω του Νικομάχου και τελικά του ίδιου του Αριστοτέλη.
Ο Nικόμαχος ο Σταγειρίτης (5ος/4ος αι. π.Χ.), πατέρας του Αριστοτέλη, υπηρέτησε ως γιατρός στην αυλή του Αμύντα Γ΄ (393-370), χωρίς να είναι γνωστές γι’ αυτόν κάποιες άλλες πληροφορίες. Κατά τη μαρτυρία της Σούδας έγραψε Ιατρικών βιβλία ς΄ και Φυσικών βιβλίον α΄. Ο Νικόμαχος καταγόταν από τον Νικόμαχο του Μαχάονα, γιού του Ασκληπιού, σύμφωνα με όσα λέει ο Έρμιππος στο έργο του Σχετικά με τον Αριστοτέλη. και έζησε στην Αυλή του Αμύντα, βασιλιά των Μακεδόνων, του οποίου ήταν γιατρός και φίλος.
Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης (384-322 π.Χ.). Είναι γνωστό ότι ο Αριστοτέλης μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του Νικόμαχο και ότι είχε αξιόλογη κατάρτιση στην Ιατρική. Εξ ίσου γνωστό είναι όμως —και σε αυτό δεν αντιτίθεται καμιά αρχαία μαρτυρία— ότι ο Μακεδόνας σοφός δεν άσκησε την Ιατρική ως επάγγελμα, αλλά τις σχετικές γνώσεις του τις αξιοποίησε στα βιολογικού περιεχομένου συγγράμματά του, τα οποία οπωσδήποτε επηρέασαν την εξέλιξη της αρχαίας Ιατρικής. Ειδικότερα οι παρατηρήσεις του για τα όργανα των ζώων και τις λειτουργίες τους χρησιμοποιήθηκαν από τους γιατρούς, αφού εξ άλλου και οι παρατηρήσεις των γιατρών που αφορούσαν την Ανατομία και τη Φυσιολογία ήταν αποτέλεσμα ερευνών κατά κύριο λόγο σε ζώα· ακολούθως οι διαπιστώσεις αυτές εφαρμόζονταν αναλογικά στους ανθρώπους.
Ο G. Sarton συνοψίζει με χαρακτηριστικό τρόπο τη σχέση του Μακεδόνα σοφού με την Ιατρική: «Ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρθηκε για την Ιατρική, αλλά κάποιοι γιατροί επέδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και τις επιστημονικές μεθόδους του, και εξ αιτίας αυτού ο Αριστοτέλης άσκησε μια ορισμένη επιρροή στην εξέλιξη της Ιατρικής, όπως βεβαιώνεται από την εμφάνιση της Δογματικής σχολής». Ο Linsay όμως δέχεται ότι οι ιατρικές γνώσεις του Μακεδόνα σοφού ήταν σαφώς πιο συγκροτημένες από εκείνες του Πλάτωνα: «Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την Ιατρική δεν μας είναι γνωστές, καθώς οι σχετικές εργασίες του έχουν χαθεί. Έκανε τόσο οξείες παρατηρήσεις για προβλήματα συγγενικά με την Ιατρική κατά την πραγμάτευση ζητημάτων που αφορούσαν τα κατώτερα ζώα, ώστε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι ιατρικές απόψεις του πρέπει να ήταν περισσότερο συγκροτημένες και πιο πρακτικές από εκείνες του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης υπήρξε σπουδαίος σε πολλούς τομείς, αλλά σε κανέναν σημαντικότερος από ο,τι στη Βιολογία». Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητός ο λόγος για τον οποίο σε όλες τις ιστορίες της Ιατρικής υπάρχει μια ενότητα αφιερωμένη στον Αριστοτέλη. Παρόμοια είναι και η άποψη του W. Jaeger, ο οποίος πιστεύει ότι ο Αριστοτέλης «διαδραμάτισε στην ιατρική επιστήμη της εποχής του έναν ιστορικά σημαντικότατο ρόλο». Αυτή η γνώση της Ιατρικής αξιοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη, εκτός των άλλων, και ως «μοντέλο μεθόδου» στα ηθικά συγγράμματά του.

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι με προτροπή του Αριστοτέλη ο μαθητής του Μένων συνέταξε ένα έργο, όπου παρουσίαζε το σύνολο των ιατρικών γνώσεων έως την εποχή του και το οποίο αποτέλεσε τον πυρήνα του κειμένου που σήμερα είναι συμβατικά γνωστό ως Anonymus Londinensis. (Αριστοτέλους Ιατρικά Μενώνεια, κατ’ αναλογία με τα Ηθικά Ευδήμεια, και πρέπει να ταυτισθεί με εκείνο που καταγράφεται στους καταλόγους των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη με τον τίτλο Ιατρικά).
Αυτή η στενή σχέση του Αριστοτέλη με την Ιατρική αντικατοπτρίζεται και σε μεσαιωνικά ιατρικού η ιατρικού-φιλοσοφικού περιεχομένου ψευδεπίγραφα έργα, αλλά και σε έργα των νεότερων χρόνων, τα οποία του έχουν αποδοθεί, καθώς και στη σύνδεσή του με τον θάνατο του Αλεξάνδρου με χορήγηση δηλητηρίου· βλ. Αρριαν., Αλεξ. ανάβ. 7, 27: Γνωρίζω ότι έχουν γραφεί και άλλα πολλά σχετικά με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, και ότι στάλθηκε στον Αλέξανδρο κάποιο φάρμακο από τον Αντίπατρο και ότι πέθανε εξ αιτίας του φαρμάκου αυτού. και ότι το φάρμακο το συνέθεσε βέβαια ο Αριστοτέλης για χάρη του Αντιπάτρου, επειδή φοβόταν ήδη τον Αλέξανδρο εξ αιτίας του Καλλισθένη, το πήγε όμως (στον Αλέξανδρο) ο Κάσσανδρος, γιός του Αντιπάτρου.
VII. Θεσσαλονίκη
Ο γιατρός T. Σέρβειος και η Σερβεία ιατρείνη (2ος αι. μ.Χ.) μνημονεύονται σε επιγραφή πάνω σε σαρκοφάγο, η οποία βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, χωρίς καμιά ιδιαίτερη πληροφορία.
Για έναν άλλο γιατρό, τον Aυρήλιον Ισίδωρον, αρχιερέα και αρχιατρόν (3ος αι. μ.Χ.), πληροφορίες αντλούμε από επιγραφές της Θεσσαλονίκης. Ανήκε στην ονομαστή οικογένεια των Μαρεινιανών της πόλεως. Υπήρξε αρχιερέας της Θεσσαλονίκης και αρχίατρος το 249 μ.Χ. (η λίγο πριν). Τα αξιώματά του αυτά μνημονεύονται σε επιγραφή πάνω σε βωμό που αφιέρωσε, ίσως το 250 μ.Χ., προς τιμήν του εγγονού του Μαρειανιανού Φιλίππου, ιερέα κατά το έτος 248 μ.Χ. του θεού Φούλβου.
Στην ιππιατρική συλλογή που είναι γνωστή ως Hippiatrica Cantabrigiensia παραδίδεται ένα κεφάλαιο το οποίο αφορά τη θεραπεία των σκωλήκων των εντέρων· κατά τη δήλωση του συγγραφέα του εν λόγω κεφαλαίου σε αυτό εκτίθενται απόψεις του Θεσσαλονικέα γιατρού Ουέλμου, γιού του Τρύφωνα (; αι. μ.Χ./4ος-12ος αι.) [Oυέλμος Tρύφωνος Θεσσαλονικεύς]. Πιθανότατα ο γιατρός Ουέλμος είχε και ιππιατρικά ενδιαφέροντα· στην περίπτωση αυτή πρέπει να δεχθούμε ότι παρασκεύασε το εν λόγω φάρμακο για ανθρώπους, εξ αιτίας όμως των ιππιατρικών ενδιαφερόντων του διαπίστωσε τη θεραπευτική δράση του και στα ζώα. Αυτή ακριβώς τη διπλή χρησιμότητα του φαρμάκου την πληροφορήθηκε από τον Ουέλμο ο ιπποιατρός, ο οποίος το μνημονεύει.
VIII. Πέλλα
Στην Πέλλα έζησε ο γιατρός Αλέξανδρος, για τον οποίον πληροφορούμαστε από επιτύμβια επιγραφή, η οποία βρέθηκε στην παλαιοχριστιανική Πέλλα, και από το χαρακτηριστικό σχήμα κάποιων γραμμάτων της χρονολογείται στο πρώτο μισό του 5ου αι. μ.Χ.
IX. Δίον
Στο Δίον έδρασε ο γιατρός Άπτος (3ος η 2ος αι. π.Χ.), τον οποίον αφορά επίγραμμα, χαραγμένο σε επιτύμβια στήλη που βρέθηκε. Σύμφωνα με το παραπάνω επίγραμμα ο Άπτος καταγόταν από την Ηράκλεια Σιντική (ἐκ πατρίδος Στρυμωνίδος Ἡρακλείας), ήταν γιατρός και θεράπευσε πολλούς ανθρώπους· το Δίον, όπου άσκησε ευδοκίμως το επάγγελμά του, μνημονεύεται ως η δεύτερη πατρίδα του.
Στην ίδια πόλη, στο οικοδομικό τετράγωνο της ύδραυλης, ανακαλύφθηκε ένα κολποσκόπιο το οποίο ανήκε προφανώς σε κάποιον γιατρό (Ανώνυμος, 1ος; αι. μ.Χ.) που ασκούσε την τέχνην του στην πόλη αυτή και μεταξύ των ενδιαφερόντων του περιλαμβανόταν και η Γυναικολογία. Η διόπτρα υπέστη κάποια βλάβη και «πιθανώς ανέμενε … την επισκευή της στο μεγάλο εργαστήρι του τομέα της ύδραυλης».
X. Πύδνα
Στην Πύδνα ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός γιατρού (Ανώνυμος, 4ος αι. π.Χ.), στον οποίο υπήρχαν ιατρικά εργαλεία και σκεύη, όπως τανάλια, μαχαιρίδια, σμίλη, σπάτουλα, χάλκινη σικύα κ.α. Και στην περίπτωση αυτή όμως δεν γνωρίζουμε το όνομα του γιατρού, ο οποίος με βάση τα κτερίσματα πρέπει να απεβίωσε επί Αλεξάνδρου Γ΄ (336-323 π.Χ.) η ενδεχομένως και αργότερα.

Με αφορμή τη θεραπεία μιάς γυναίκας μαρτυρείται επιγραφικά κάποιος γιατρός (Ανώνυμος, 4ος αι. π.Χ.) που προφανώς ασκούσε το επάγγελμά του στην Πύδνα. Δυστυχώς ούτε το όνομα του γιατρού αυτού ούτε άλλα στοιχεία γι’ αυτόν μας είναι γνωστά.
ΧΙ. Βέροια
Σε τμήμα κατεστραμμένης μαρμάρινης στήλης που βρέθηκε στη Βέροια (Ανώνυμος, ; αι.), ήταν χαραγμένο επίγραμμα που αφορούσε κάποιον γιατρό, το όνομα του οποίου δυστυχώς δεν σώζεται. Το τμήμα του επιγράμματος που έχει διατηρηθεί είναι το ακόλουθο: [- – – ]νης δ’ ἐπὶ τέρμα καὶ | εὐλογίας νούσων ἰάματα δείξας | [- – – ]ΑΙΟΙ τέχνης ἔλιπε.
Από επιγραφή που βρέθηκε στη Βέροια σε επιτύμβιο βωμό μαρτυρείται ο γιατρός Ποπλίκιος Ερμείας (2ος αι. μ.Χ.)· τον βωμό τον έστησε για τα παιδιά του Ποπλίκιο Ρούφο και Ποπλικία Σεμπρώνιλλα, αλλά και για τη γυναίκα του Αιλία Ρουφείνη και τον εαυτό του.
Τέλος από τη Βέροια γνωρίζουμε έναν ακόμη γιατρό, τον (Ποπίλλιο ; ) Λάλο, που μνημονεύεται σε επιτύμβιο μνημείο (σαρκοφάγος;), το οποίο βρέθηκε στην πόλη αυτή και χρονολογείται τον Φεβρουάριο του 133 μ.Χ.
ΧΙΙ. Έδεσσα
Ο Εδεσσαίος γιατρός Αίλιος Νεικόλαος δωρίζει το 246 μ.Χ. στη θεά Μα τη δούλη του Ερμιόνη, κόρη της Τερτίας, στην οποία προηγουμένως έδωσε την ελευθερία της. Η σχετική επιγραφή είναι χαραγμένη σε κολώνα που βρέθηκε στην περιοχή Λόγγος Εδέσσης.
Ο γιατρός Ανθέμιος μνημονευόταν σε επιγραφή που υπήρχε χαραγμένη σε επιτύμβια στήλη, η οποία βρισκόταν στην Ι. Μονή της Αγίας Τριάδος στην Έδεσσα. Η στήλη αυτή, που σήμερα δεν σώζεται, είχε χρονολογηθεί τον 5ο/6ο αι. μ.Χ.
ΧΙΙΙ. Φλώρινα
Σε μαρμάρινη επιτύμβια στήλη (2ος/3ος αι. μ.Χ.), που βρέθηκε στις Κάτω Κλεινές του Νομού Φλώρινας υπάρχει, κατεστραμμένη σήμερα κατά το μεγαλύτερο τμήμα της (η επιγραφή βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης μνημονεύεται ο Θεόδωρος ιητρός. Δυστυχώς από το σωζόμενο κείμενο της παραπάνω επιγραφής δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί κάποια πληροφορία για την ιατρική δραστηριότητα του Θεοδώρου (αν βέβαια καταγραφόταν κάτι τέτοιο)· πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι ο γιατρός αυτός χαρακτηρίζεται ως σοφός ανήρ, έκφραση που μάλλον δηλώνει ότι ήταν άριστος κάτοχος της τέχνης του.
Το όνομα ενός γιατρού, K. Ιούλιος Nεικήτης (αρχή 3ου αι. μ.Χ.), μνημονεύεται σε έναν «μαρμάρινο επιτύμβιο μακεδονικό βωμό». Ο βωμός ανακαλύφθηκε στο νησί του Αγίου Αχιλλείου στην ημιερειπωμένη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και «σήμερα χρησιμοποιείται ως βάση της Αγίας Τράπεζας του ναού του Αγίου Γεωργίου Πύλης».
Άλλοι γιατροί γνωστοί
μόνο με το προσωνύμιο Μακεδών
Ο λόγιος γιατρός Αμερίας ο Mακεδών (3ος; αι. π.Χ.) μνημονεύεται από τον Αθήναιο τον Ναυκρατίτη (2ος αι. μ.Χ.) στους Δειπνοσοφιστές του ως συγγραφέας Ῥιζοτομικοῦ, και παρατίθεται η άποψή του σχετικά με τη γένεση του φυτού λυχνίς. Κατά τον Αμερία το φυτό αυτό φύτρωσε στα λουτρά της Αφροδίτης, όπου αυτή πλύθηκε, αφού προηγουμένως είχε «κοιμηθεί» με τον Ήφαιστο· ακολούθως καταγράφονται τα μέρη όπου ευδοκιμούσε η αρίστη λυχνίς. Επίσης ο Αμερίας μαρτυρείται και ως γραμματικός. Τα στοιχεία για τη σύνθεση της βιοεργογραφίας του Αμερία είναι δυστυχώς ελάχιστα. Η χρονολόγησή του είναι αβέβαιη (πρέπει να έζησε κατά την Αλεξανδρινή εποχή, μάλλον πριν τον γραμματικό Αρίσταρχο από τη Σαμοθράκη (περ. 217/216-144 π.Χ.), και δυστυχώς τα δύο μαρτυρημένα συγγράμματά του, δηλαδή το Ῥιζοτομικὸν και το γραμματικό που έφερε τον τίτλο Γλῶτται,, έχουν χαθεί. Από το πρώτο σύγγραμμα σώζεται μόνον ένα απόσπασμα, ενώ από το δεύτερο γνωρίζουμε αρκετές γλώσσες.
Ένας άλλος γιατρός, ο Θεόδωρος ο Mακεδών, οπαδός της Πνευματικής ιατρικής σχολής, έδρασε στο δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ, και η χρονολόγησή του βασίζεται στην ταύτισή του με τον Θεόδωρο τον οποίον μνημονεύει ο Διογένης ο Λαέρτιος ως μαθητή του γιατρού Αθηναίου από την Αττάλεια. Ως τόπος δράσεως του Θεοδώρου εικάζεται η Ρώμη. Ο Θεόδωρος, με βάση τις σωζόμενες μαρτυρίες, πρέπει να υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας. Μαρτυρείται ένα εκτενέστατο σύγγραμμά του, συγκροτούμενο από εβδομήντα έξι (ος΄) βιβλία, αλλά όχι και ο τίτλος του. Από το έργο του, που έχει χαθεί, σώζονται μόνον αποσπάσματα στον Φιλούμενο, τον Ανώνυμο [Αίλιο Προμώτο;], τον Αλέξανδρο Τραλλιανό και τον Αέτιο Αμιδηνό· από τα αποσπάσματα αυτά πιστοποιείται η ενασχόληση του Θεοδώρου κατ’ εξοχήν με τη Φαρμακολογία.
Ένας σίγουρα άγνωστος αλλά οπωσδήποτε διαπρεπής επιστήμων ήταν ο γιατρός Λύκος ο Mακεδών (2ος αι. μ.Χ.), για τον οποίον δεν είναι γνωστά παρά ελάχιστα μόνο βιογραφικά στοιχεία. Το προσωνύμιο Μακεδών δηλώνει βέβαια τον ευρύτερο τόπο της καταγωγής του, η γενέτειρά του όμως μας είναι άγνωστη. Η δράση του πρέπει μάλλον να εντοπισθεί σε δύο τόπους, έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, τη Μακεδονία, και μια πόλη έξω από τον χώρο αυτόν, τη Ρώμη. Tο κύριο ενδιαφέρον του Λύκου είχε επικεντρωθεί στην Ανατομική, και ειδικότερα στην ανατομία των μυών και της μήτρας. Ο δεύτερος τομέας στον οποίο είχε στραφεί ο Λύκος ήταν ο υπομνηματισμός των ιπποκρατικών συγγραμμάτων, όπως των Αφορισμών (κατά τον Γαληνό, τη βασική πολεμική του ο Λύκος την έστρεψε κατά του αφορισμού τὰ αὐξανόμενα πλεῖστον ἔχει τὸ ἔμφυτον θερμόν), του δεύτερου, του τρίτου και του έκτου βιβλίου των Επιδημιών, του Περί χυμών και ίσως και άλλων. Κανένα από τα υπομνήματα αυτά του Λύκου δεν διασώζεται ούτε μαρτυρούνται οι τίτλοι τους.
Ο Γαληνός παραθέτει (μέσω του γιατρού Ανδρομάχου του νεωτέρου) ένα ουρητικόν φάρμακο το οποίο έχει συντεθεί από έναν γιατρό καταγραφόμενο Μακεδόνα (πριν τον 1ο; αι. μ.Χ.). Από το κείμενο δεν καθίσταται σαφές, αν το Μακεδών είναι το όνομα του γιατρού αυτού η αν απλώς αποτελεί προσωνύμιο, το οποίο δηλώνει τον τόπο της καταγωγής του, ενώ το κυρίως όνομά του εξέπεσε ή, για κάποιον άλλο λόγο, παραλείφθηκε από το κείμενο. Δυστυχώς επειδή ο γιατρός αυτός μνημονεύεται μία μόνο φορά, δεν μας παρέχεται η δυνατότητα να διαπιστώσουμε με βεβαιότητα, τι ακριβώς ισχύει. Πάντως ο,τιδήποτε και αν συμβαίνει, ο γιατρός, για τον οποίο γίνεται λόγος εδώ, πρέπει μάλλον να θεωρηθεί μακεδονικής καταγωγής.
Σε ένα τιμητικό ψήφισμα των Αμφισσέων μνημονεύεται ο γιατρός Mηνόφαντος Αρτεμιδώρου Mακεδών Υρκάνιος (2ος αι. π.Χ.), που πήγε στην Άμφισσα ύστερα από πρόσκληση της πόλεως (μεταπεμφθεὶς ὑπὸ τᾶς πόλιος μετὰ πρεσβείας), για να αναλάβει την ιατρική φροντίδα των κατοίκων της (δημοσιεύων). Ο Μηνόφαντος με τις γνώσεις του αλλά και με τη βοήθεια των θεών άσκησε με ιδιαίτερη ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα το έργο του· γι’ αυτό απολάμβανε της εμπιστοσύνης και της ιδιαίτερης εκτιμήσεως των Αμφισσέων. Οι κάτοικοι της πόλεως αυτής όμως κατά τον χρόνο της εκεί διαμονής του εκτίμησαν όχι μόνον την αποτελεσματικότητα του Μηνοφάντου ως γιατρού, αλλά και τον αξιοπρεπή και σώφρονα τρόπο της ζωής του· αυτή τη συμπεριφορά του την έκριναν αντάξια της πόλεώς τους, του επαγγέλματός του και της ηλικίας του. Γι’ αυτό, όταν για προσωπικούς λόγους, που δεν μνημονεύονται στην επιγραφή (εἵνεκεν δὲ τῶν ποτι πεπτωκότων αὐτῷ πραγμάτων), ο Μηνόφαντος έπρεπε να αποχωρήσει από την Άμφισσα, οι κάτοικοί της αποφάσισαν να του εκφράσουν τις ευχαριστίες και την ευαρέσκεια για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πόλη τους, να του διαθέσουν τιμητική συνοδεία για να ταξιδέψει σε οποιοδήποτε μέρος επιθυμούσε και, το κυριότερο, να εκδώσουν ψήφισμα, στο οποίο να αναγράφονται τα παραπάνω, αλλά και τα προνόμια που απένειμαν στον εν λόγω γιατρό και στους απογόνους του ( προξενίαν, ἰσοπολιτείαν, γᾶς καὶ οἰκίας ἔγκτησιν, ἐπινομίαν, ἀσφάλειαν πολέμου καὶ εἰράνας κτλ.). Αποφασίσθηκε ακόμη, ύστερα από επιθυμία του ίδιου του τιμώμενου γιατρού (καθάπερ καὶ αὐτὸς ὁ Μηνόφαντος ἀμὲ παρεκάλεσε), να αποσταλεί αντίγραφο του ψηφίσματος στην πόλη της Σκάρφειας. Επί πλέον οι Αμφισσείς έστειλαν αντίγραφο και προς την πόλη των Οπουντίων.
Από μια ονομαστή μακεδονική οικογένεια που έδρασε στη Μικρά Ασία γνωρίζουμε δύο γιατρούς, τον Γάιο Καλπούρνιο Κολλήγα Μακεδόνα (4ος/5ος αι. μ.Χ.), γόνο της οικογένειας αυτής και χριστιανό (;)· όπως μαρτυρεί το επιτύμβιο επίγραμμά του, εκτός από γιατρός, υπήρξε ρήτορας και φιλόσοφος. Πέθανε στην Αντιόχεια της Πισιδίας σε ηλικία τριάντα ετών, εκεί όπου προφανώς κατείχε και το αξίωμα του αρχιατρού (ως δημοσιεύων). Το μνημείο του το κατασκεύασε ο πατέρας του Γ. Καλπούρνιος Μακεδών, και σε αυτό χαράχθηκε το επίγραμμα από το οποίο αντλούμε τις σχετικές πληροφορίες.
Ο δεύτερος γιατρός της οικογενείας μαρτυρείται απλώς ως Κολλήγας (4ος/5ος αι. μ.Χ.). Στο Örkenez, δέκα 15 χλμ. νοτιοανατολικά της Αντιόχειας της Πισιδίας, βρέθηκε επιγραφή με επιτύμβιο επίγραμμα που αφορά τον Κολλήγα, γιό του Γ. Καλπουρνίου Μακεδόνα και αδελφό του Γαίου Καλπουρνίου Κολλήγα Μακεδόνα. Ο Κολλήγας ήταν γιατρός όπως και ο αδελφός του, και πέθανε εικοσαετής (εἰκοστὸν ἄγοντα ἔτος). Το επιτύμβιο του το αφιέρωσε η μητέρα του Μάγνα.
Γιατροί με μακεδονικά ονόματα
Ο γιατρός Γλαυκίας (4ος αι. π.Χ.) φρόντισε τον Ηφαιστίωνα κατά την τελευταία ασθένειά του στα Εκβάτανα. Κατά τον Αρριανό, όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στα Εκβάτανα και συμμετείχε σε διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις, αρρώστησε ο Ηφαιστίων. Κατά την έβδομη ημέρα ο ασθενής βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και πέθανε πριν τον προλάβει ζωντανό ο Αλέξανδρος. Υπεύθυνος για το αιφνίδιο τέλος του Ηφαιστίωνα θεωρήθηκε ο γιατρός Γλαυκίας (= Γλαύκος), και γι’ αυτό ο Αλέξανδρος διέταξε να τον κρεμάσουν. Όσον αφορά το θεραπευτικό ατόπημα του γιατρού, το οποίο απέβη μοιραίο για τον Μακεδόνα στρατηγό, ο Αρριανός καταγράφει δύο εκδοχές· σύμφωνα με την πρώτη ο γιατρός του χορήγησε κάποιο φάρμακο που δεν ενδεικνυόταν, ενώ σύμφωνα με την άλλη τον είδε να πίνει πολύ κρασί και δεν τον εμπόδισε.

Ο Πλούταρχος αφηγείται ότι ο Γλαύκος (= Γλαυκίας) έκανε στον Ηφαιστίωνα κάποιες διαιτητικές υποδείξεις, ώστε να απαλλαγεί από τον πυρετό που τον ταλαιπωρούσε. Μόλις όμως ο γιατρός έφυγε για να πάει στο θέατρο, ο Μακεδόνας στρατηγός, που προφανώς δεν είχε καμιά πρόθεση να ακολουθήσει τις συμβουλές του Γλαύκου, οἷα δὲ νέος καὶ στρατιωτικὸς οὐ φέρων ἀκριβῆ δίαιταν, έφαγε υπερβολική ποσότητα φαγητού, έναν ολόκληρο πετεινό, και ήπιε πολύ παγωμένο κρασί, με συνέπεια η κατάστασή του να χειροτερεύσει και σε λίγο να πεθάνει. Ο Αλέξανδρος τότε, υπερβολικά λυπημένος και έξαλλος για την απώλεια του φίλου του, διέταξε να σταυρώσουν τον γιατρό.
Ο Αλέξιππος (4ος/3ος αι. π.Χ.) μνημονεύεται από τον Πλούταρχο ως γιατρός του στρατού του Αλεξάνδρου. Υπήρξε αποδέκτης ευχαριστήριας επιστολής εκ μέρους του Μακεδόνα στρατηλάτη, όταν έσωσε τον Πευκέστα (γιό του Αλεξάνδρου από τη Μίεζα που υπηρέτησε κοντά στον Αλέξανδρο πιθανόν ως αξιωματικός της προσωπικής φρουράς του), από κάποια μη κατονομαζόμενη ασθένεια.
Για τον Αμύντα (3ος; αι. π.Χ.) γνωρίζουμε ελάχιστα στοιχεία. Η συζήτηση γι᾽ αυτόν βασίζεται σε δύο κείμενα. Το πρώτο προέρχεται από τον Σχολιαστή των Εἰδυλλίων του Θεοκρίτου, και σε αυτό γίνεται λόγος για κάποιον Αμύντα που μαζί με τον γιατρό Χρύσιππο συμμετείχαν στη συνωμοσία της Αρσινόης κατά του Πτολεμαίου Β΄ Φιλαδέλφου (ἐπιβουλεύουσαν δὲ ταύτην εὑρών [sc. ὁ Πτολεμαῖος] καὶ σὺν αὐτῇ Ἀμύνταν καὶ Χρύσιππον τὸν Ῥόδιον ἰατρόν, τούτους μὲν ἀνεῖλεν …)· το δεύτερο κείμενο είναι το ψευδο-γαληνικό σύγγραμμα Περὶ τῶν ἐπιδέσμων, όπου με το όνομα του Αμύντα παραδίδονται τέσσερα αποσπάσματα που αφορούν ισάριθμους τρόπους επιδέσεως· τα τρία από αυτά αποτελούν παραθέματα στο ψευδο-γαληνικό έργο Περὶ τῶν ἐπιδέσμων και το ένα στο σύγγραμμα του Ορειβασίου Ιατρικαί συναγωγαί. Το γεγονός ότι όλα τα σωζόμενα αποσπάσματα του Αμύντα αφορούν είδη επιδέσμων, μας επιτρέπει τη διατύπωση της υποθέσεως ότι ενδεχομένως ο γιατρός αυτός έγραψε σύγγραμμα με αυτό το ειδικό περιεχόμενο (και τίτλο Περὶ ἐπιδέσμων;).
Ο Kαλλιγένης (3ος/2ος αι. π.Χ.), γιατρός του Φιλίππου Ε΄ (222/221-179 π.Χ.) έδρασε στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ., αφού κατά τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο ο Καλλιγένης υπήρξε γιατρός του Φιλίππου κατά το έτος του θανάτου του (179 π.Χ.). Στο σχετικό κείμενο του Λιβίου όμως δεν καταγράφεται καμιά σαφής πληροφορία ούτε για τη νόσο του βασιλιά ούτε για τη θεραπεία που του εφάρμοσε ο γιατρός· έτσι σχετικά με τον Καλλιγένη ως βασική πληροφορία πρέπει να θεωρηθούν τα όσα λέει ο Λατίνος ιστορικός για την ανάμιξή του στο ζήτημα της διαδοχής υπέρ του Περσέα. Αυτή ακριβώς όμως η ανάμιξή του και οι σχέσεις του με διάφορα πρόσωπα δηλώνουν πιθανότατα ότι ο Καλλιγένης ασκούσε την τέχνη του όχι μόνο στον στρατό αλλά και στην Αυλή του Φιλίππου Ε΄.
Ο γιατρός Αρχιγένης Φιλίππου Απαμεύς (1ος/2ος αι. μ.Χ.) δεν μαρτυρείται στις αρχαίες πηγές ρητά ως μακεδονικής καταγωγής, ωστόσο υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν οι ακόλουθες ενδείξεις: Πρώτα-πρώτα το όνομά του όπως και το όνομα του πατέρα του (Φίλιππος), που κατά πάσα πιθανότητα ήταν και εκείνος γιατρός, είναι μακεδονικά. Δεύτερον καταγόταν από μία πόλη, στην οποία είχαν εγκατασταθεί τόσο πολλοί Μακεδόνες στρατιώτες, ώστε μετωνόμασαν την πόλη Πέλλα, σε ανάμνηση της ομώνυμης μακεδονικής πρωτεύουσας· αργότερα ο Σέλευκος Νικάτωρ (312-281 π.Χ.) έδωσε στην πόλη το όνομα Απάμεια, για να τιμήσει τη σύζυγό του (η κατ’ άλλη πηγή τη μητέρα του) Απάμα. Στην πόλη αυτή γεννήθηκε ο Αρχιγένης περί το μέσον του 1ου αι. μ.Χ.· την Ιατρική την άσκησε στη Ρώμη, όπου είχε σχέσεις και με την αυτοκρατορική Αυλή. επίσης για κάποια διάστημα χρημάτισε και στρατιωτικός γιατρός (Ἀρχιγένης ὁ στρατόπεδον θεραπεύων). Πέθανε μάλλον στη Ρώμη σε ηλικία 63 ετών. Διακρίθηκε κυρίως στη Χειρουργική και τη Φαρμακολογία. Ως συγγραφέας υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός, και τα έργα του, από τα οποία σώθηκαν μόνον αποσπάσματα, κάλυπταν πολλούς τομείς της Ιατρικής.
Κατακλείοντας το άρθρο μου αυτό επισημαίνω ότι έχω εντοπίσει και δύο ακόμη γιατρούς, για τους οποίους όμως δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί με βεβαιότητα ο τόπος καταγωγής τους, αν δηλαδή πρόκειται για πόλη της Μακεδονίας η για ομώνυμη πόλη ευρισκόμενη σε άλλη περιοχή· πάντως θεωρώ αρκετά πιθανή τη μακεδονική καταγωγή τους· πρόκειται για τους ακόλουθους:
Ο Διονύσιος Αιγεύς (μεταξύ 3ου και 1ου αι. π.Χ.) είναι γνωστός από μία μόνο μαρτυρία, προερχόμενη από τον πατριάρχη Φώτιο, ο οποίος μας πληροφορεί ότι διάβασε το βιβλιδάριον του Διονύσιου με τίτλο Δικτυακά και παραθέτει τον κατάλογο των κεφαλαίων του έργου αυτού. Ο Διονύσιος δεν μαρτυρείται ρητά ως γιατρός, θεωρείται όμως ως τέτοιος με βάση τα θέματα, πραγμάτευση των οποίων γινόταν στο παραπάνω έργο. Όσον αφορά την πόλη, από την οποία καταγόταν ο εν λόγω Διονύσιος, δηλαδή τις Αιγές, δυστυχώς αυτή δεν είναι δυνατόν να ταυτισθεί, όχι μόνον επειδή ο Φώτιος δεν μας παρέχει και κάποια άλλη διευκρινιστική πληροφορία, αλλά και για τον επί πλέον λόγο ότι κατά την Αρχαιότητα υπήρχαν Αἰγαὶ πόλεις πολλαί (στη Μακεδονία, την Κιλικία, τη Λυδία κ.α.).
Ομοίως ο Μενεσθεύς ο Στρατονικεύς (πριν τον 1ο αι. μ.Χ.) είναι γνωστός με βεβαιότητα από μία μόνο μαρτυρία, αυτή του Ερωτιανού (1ος αι. μ.Χ.), ο οποίος παραθέτει την ερμηνεία του Στρατονικέα γιατρού στην ιπποκρατική λέξη άμβη. Ενδεχομένως όμως ο γιατρός αυτός πρέπει να ταυτισθεί με τον Μενεσθέα, ένα φάρμακο του οποίου πρὸς τὰς ἐν δακτύλῳ ῥαγάδας παραθέτει ο Ασκληπιάδης ο Φαρμακίων (1ος αι. μ.Χ.). Επειδή το Στρατονικεύς είναι δυνατόν να δηλώνει τον πολίτην είτε της Στρατονίκης (Χαλκιδική) είτε της Στρατονικείας της Καρίας η ομώνυμης πόλεως τῆς πρὸς Ταῦρον και επειδή ελλείπουν άλλα στοιχεία σχετικά με τον Μενεσθέα, είναι μάλλον αδύνατον να καταλήξει κάποιος σε βέβαιο συμπέρασμα όσον αφορά τη γενέτειρά του. Ωστόσο πρέπει να επισημάνω ότι για την καρική Στρατονίκεια εντοπίζονται δύο ενδιαφέρουσες μαρτυρίες που τη συνδέουν στενά με τους Μακεδόνες· η πρώτη από αυτές προέρχεται από τον Στράβωνα, ο οποίος μας πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Στρατονικείας ήταν Μακεδόνες, και η δεύτερη από τον Στέφανο Βυζάντιο που σημειώνει ότι επρόκειτο για πόλη μακεδονική. Συνεπώς θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι υπάρχουν αρκετά ισχυρές ενδείξεις υπέρ της μακεδονικής καταγωγής του Μενεσθέα.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΠΗΓΕΣ: Αρριανός, Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις (εκδ. Ross)· Βίοι Αριστοτέλους (Ανώνυμοι ελληνικοί, λατινικοί και αραβικοί βίοι: I. Düring, Aristotle in the ancient biographical tradition [SGLGoth 5], Göteborg 1957)· Γαληνός: Galeni Opera omnia, εκδ. Kühn· Ἱππιατρικὰ (Hippiatrica Cantabrigiensia) [CHG II, εκδ. Oder – Hoppe]· Ερωτιανός, Τῶν παρ’ Ἱπποκράτει λέξεων συναγωγή (εκδ. Nachmanson)· Ιωάννης Τζέτζης, Χιλιάδες (εκδ. Leone)· Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος (εκδ. Ziegler), Αρτοξέρξης (εκδ. Ziegler), Συμποσιακά (εκδ. Βερναρδάκης)· Σούδα (εκδ. Adler)· Στέφανος Βυζάντιος, Ἐθνικά (Meineke)· Φώτιος, Βιβλιοθήκη (εκδ. Henry)· IG X/2/1, αρ. 149· αρ. 163, και αρ. 176· IG IX/1/3, αρ. 750 ― Chalcidius, Timaeus 246 (εκδ. Waszink)· Titus Livius, Ab Urbe condita (εκδ. Walsh).
ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ: Αμοιρίδου, Ντ. – Δ. Μαλαμίδου, «Ανασκαφική έρευνα στο ρωμαικό νεκροταφείο της Αμφίπολης», ΑΕΜΘ 12 (1998) 77-83· Ανδρόνικος, M., Αρχαίαι επιγραφαί Βεροίας, Θεσσαλονίκη 1950· Ανδρειωμένου, Α. Κ., «Αρχαιότητες και μνημεία δυτικής Μακεδονίας. Πύλη Μικράς Πρέσπας», ΑΔ 22 (1967), Μέρος Β΄ 2 – Χρονικά, σ. 416, και πιν. 310ζ· Βαβρίτσας, Α. Κ., «Επιγραφές από την αρχαία Έδεσσα», Αρχαία Μακεδονία Δ΄. Ανακοινώσεις κατά το τέταρτο διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη, 21-25 Σεπτεμβρίου 1983 [ΙΜΧΑ 204], Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 53-69· στον ίδιο, «Αρχαία Έδεσσα: Σύντομο χρονικό της ανασκαφής», Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Επιστημονικού Συμποσίου. Η Έδεσσα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός (Έδεσσα 4, 5 και 6 Δεκεμβρίου 1992), Έδεσσα 1995, σσ. 13-26· Βέης, Ν., «Πεντήκοντα Χριστιανικών και Βυζαντινών έπιγραφών νέαι αναγνώσεις», ΑΕ (1911), σσ. 97-107· Γουναροπούλου, Λ. – Μ. Β. Χατζόπουλος, Επιγραφές Κάτω Μακεδονίας (Μεταξύ του Βερμίου όρους και του Αξιού ποταμού), τ. 1: Επιγραφές Βεροίας, Αθήνα 1998· Δήμιτσας, Μ. Γ., Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις, τ. 1-2, Αθήνησιν 1896 (ανατ.: Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ/Αρχείο Ιστορικών Μελετών, 1988)· Κανατσούλης, Δ., Μακεδονική προσωπογραφία (από του 148 π.Χ. μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου) [Ελληνικά. Παράρτημα 8], Θεσσαλονίκη 1955 (αρ. 1-1522), και Συμπλήρωμα, Θεσσαλονίκη 1967 (αρ. 1523-1812)· Καφταντζής, Γ. Β., Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφερείας της (από τους προιστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα), τ. 1: Μύθοι – Επιγραφές – Νομίσματα, Αθήνα 1967 (ανατ.: Θεσσαλονίκη 2009)· Κεραμόπουλος, Α. Δ., «Αμφισσαικής επιγραφής έκδοσις δευτέρα», ΑΕ (1908)· Κραβαρτόγιαννος, Δρ., «Οι Αμφισσείς τιμάνε το γιατρό Μηνόφαντο. Ένα ιστορικό αρχαίο ψήφισμα του Β΄ αι. π.Χ.», περιοδ. Σελίδες από τη Φωκίδα (1977) 1-5· Λαζαρίδης, Δ., Αμφίπολις. Αρχαιολογικός οδηγός, Αθήνα 21997· Μαυρουδής, Αιμ. Δ., Αρχιγένης Φιλίππου Απαμεύς. Ο βίος και τα έργα ενός Έλληνα γιατρού στην αυτοκρατορική Ρώμη [Πονήματα 3], Αθήναι, Ακαδημία Αθηνών. ΚΕΕΕΣ, 2000· στον ίδιο, Μακεδονική ιατρική προσωπογραφία. Μακεδόνες γιατροί στην Αρχαιότητα και γιατροί στην υπηρεσία Μακεδόνων ― Μαρτυρίες και αποσπάσματα: Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια [Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών αρ. 62], Εν Αθήναις, Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, 2010· Παντερμαλής, Δ., «Η ανασκαφή του Δίου κατά το 1993 και η χάλκινη διόπτρα», ΑΕΜΘ 7 (1993) 195-198· Πελεκανίδης, Στ., «Η έξω των τειχών παλαιοχριστιανική βασιλική των Φιλίππων», ΑΕ (1955) 114-179 = Στ. Πελεκανίδης, Μελέτες παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής αρχαιολογίας [ΙΜΧΑ 174], Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 333-394]· Πελεκίδης, Στ., Από την πολιτεία και την κοινωνία της αρχαίας Θεσσαλονίκης. (Επιγραφική μελέτη) [ΕΕΦΣΠΘ, Παράρτ. 2ου τόμου], Θεσσαλονίκη 1934· Ριζάκης, Θ. – Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας (Ελίμεια, Εορδαία, Νότια Λυγκηστίς, Ορεστίς), τ. 1: Κατάλογος Επιγραφών, Αθήνα 1985· Σαρικάκης, Θ. Χ., Ρωμαίοι άρχοντες της επαρχίας Μακεδονίας, Μέρος Β΄: Από του Αυγούστου μέχρι του Διοκλητιανού (27 π.Χ.-284 μ.Χ.) [ΜΒ 51], Θεσσαλονίκη 1977· Σταλίδης, Κ. Γ., «Ο Χριστιανισμός στην Έδεσσα κατά τους 3ο-6ο αιώνες σύμφωνα με τις αποκαλυφθείσες επιγραφές», στο: ΚΔ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 30-31 Μαίου – 1 Ιουνίου 2003. Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 39-72· Π. Χρυσοστόμου, «Συμβολές στην ιστορία της ιατρικής στην αρχαία Μακεδονία», Ευλιμένη 3 (2002) 99-116. ― Berve, H., Das Alexanderreich auf prosopographischer Grundlage, τ. 1-2, München 1926· Brown, T. S., «Apollophanes und Polybius, Book 5», Phoenix 15 (1961) 187-195· Calder, W. M. – J. M. R. Cormack, Monuments from Lycaonia, the Pisido-Phrygian Borderland, Aphrodisias [MAMA 8], Manchester 1962· Chamberlain, A. – S. Triantaphyllou, «An ostetric fatality from Nothern Greece», στον τόμο: Papers on Palaeopathology presented at the 23rd annual meeting of the Palaeopathology Association, Durham, North Carolina 1996, σ. 17· Cohn, L., «Amerias», RE I/2 (1894) 1827· Cohn-Haft, L., The public physicians of Ancient Greece [SCSH 42], Northampton, Mass. 1956· Collart, P., «Le sanctuaire des dieux égyptiens à Philippes», BCH 53 (1929) 70-100· στον ίδιο, Philippes, ville de Macédoine depuis ses origines jusqu’à la fin de l’époque romaine [T&M 5], Paris 1937· Cormack, J. M. R., «Inscriptions from Pieria», Klio 52 (1970) 49-66· Daux, G., «Notes de lecture», BCH 98 (1974) 553-576· Deichgräber, Κ., «Dionysios» (124), RE V/1 (1903) 975· στον ίδιο, «Theodoros» (45), RE V/A/2 (1934) 1865-1866· Feissel, D., Recueil des inscriptions chrétiennes de Macédoine du IIIe au VIe siècle [BCH, Suppl. 8], Paris 1983· Fraser, P. M., Ptolemaic Alexandria, τ. 1-2, Oxford 1972· Fritz, K. von, «Nikomachos» (18), RE XVII/1 (1936) 462· Gorteman, Cl., «Médecins de cour dans l’Égypte du IIIe siècle avant J.-C.», ChÉ 32 (1957) 313-336· Gossen, Η., «Glaukias» (9), RE VII (1910) 1399-1400· στον ίδιο, «Glaukos» (42), RE VII/1 (1910) 1421· Gurlt, E. J., Geschichte der Chirurgie und ihrer Ausübung, τ. 1, Berlin 1898 (ανατ.: Hildesheim 1964)· Hogarth, D. G., «Inscriptions from Salonica», JHS 8 (1887) 373-374 = Θεσσαλονίκην Φιλίππου βασίλισσαν. Μελέτες για την αρχαία Θεσσαλονίκη, επιμ. Π. Αδάμ-Βελένη, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 705-706, και σ. 503, αρ. 521· Jones, C. P., «An epigram of Apollonius of Tyana», JHS 100 (1980) 190-194· στον ίδιο, «A family of Pisidian Antioch», Phoenix 36 (1982) 264-271· Kind, F. E., «Lykos» (52), RE XVIII/2 (1927) 2408-2417· Kroll, W., «Kallisthenes» (2), RE X/2 (1919) 1674-1726· στον ίδιο, «Metrodoros» (26), RE XV/2 (1932) 1482· Lemerle, P., «Inscriptions latines et grecques de Philippes», BCH 58 (1934) 472-274, επιγρ. αρ. 9 (και εικ. αρ. 9)· Marasco, G., «Les médecins de cour à l’époque hellénistique», REG 109 (1996) 435-466· Mastrocinque, Α., «Les médecins des Séleucides», στο: Ph. J. van der Eijk – E. F. J. Horstmanshoff – P. H. Schrijvers (εκδ.), Ancient medicine in its socio-cultural context. Papers read at the congress held at Leiden University 13-15 April 1992, τ. 1 [WISHM], Amsterdam- Atlanta 1995, σσ. 143-151· Merkelbach, R., «Σωτήρ ῾Arzt’», ZPE 8 (1971) 14· στον ίδιο, «Archiatri and the medical profession in Antiquity», PBSR 45 (1977) 191-226 [= V. Nutton, From Democedes to Harvey: Studies in the history of medicine, London 1988, μελέτη αρ. 5]· Oder, E., «Alexippos» (7), RE I/2 (1894) 1467· Pantermalis, D., «Inscriptions from Dion. Addenda et Corrigenda», στον τόμο: Ancient macedonian studies in Honor of Charles Edson [IBS 158], Thessaloniki 1981, σσ. 291-292 (και πιν. 7)· Peek, W., Griechische Versinschriften, Berlin 1955· στον ίδιο, «Griechische Epigramme aus Pierien», ZPE 7 (1971) 185-186· στον ίδιο, «Λειψανοθήκη», ZPE 11 (1973) 30-31· Pilhofer, P., Philippi, τ. 1, Tübingen 2000· Pleket, H. W. – R. S. Stroud, SEG 36 (1986), σσ. 181-182, αρ. 620· Ramsay, W. M., «A Noble anatolian family of the fourth century», CR 33 (1919) 1-9· Reinach, Th., «Inscriptions grecques», REG 16 (1903) 180-192· Roesch, P., «Médecins publics dans les cités grécques», HSM 18 (1984) 279-293· Tataki, A. B., Ancient Beroea. Prosopography and society [Μελετήματα 8], Athens 1988· στην ίδια, Macedonian Edessa. Prosopography and onomasticon [Μελετήματα 18], Athens 1994· στην ίδια, Macedonians abroad. A contribution to the prosopography of Ancient Macedonia [Μελετήματα 26], Athens 1998· Tod, M. N., «Macedonia. VI – Inscriptions», BSA 23 (1918-1919) 67-97· Touwaide, Α., «Lykos von Makedonien» (13), DNP 7 (1999) 574-575· Vollgraff, W., «Deux inscriptions dΑmphissa», BCH 25 (1901) 221-240· Walbank, F. W., Philipp V of Macedon, Cambridge 21967 (11940)· Wellmann, Μ., «Amyntas» (24), RE I/2 (1894) 2008· στον ίδιο, «Aristogenes» (5), RE II/1 (1895) 932-933· στον ίδιο, «Athryilatos», RE II/2 (1896) 2072· στον ίδιο, «Die Medicin bis in die zweite Hälfte des zweiten Jahrhunderts», στο: Fr. Susemihl, Geschichte der griechischen Litteratur in der Alexandrinerzeit, τ. 1-2, Leipzig 1891-1892 (ανατ.: Hildesheim 1965), τ. 1, σσ. 777-883· στον ίδιο, «Beiträge zur Geschichte der Medizin im Altertum», Hermes 65 (1930) 322-331· Woodhead, A. G., SEG 19 (1963), σσ. 152-1. Woodhead, A. G., SEG 19 (1963), σσ. 152-153, αρ. 440· Woodhead, A. G., «The state health service in Ancient Greece», CHJ 10/3 (1952) 235-253· Ziegler, Κ., «Polykritos» (7), RE XXI/2 (1952) 1760-1761.
